ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ H. HEINE ΚΑΙ Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ Η ποιητική του Καρυωτάκη διατρέχεται από εκλεκτικές συγγένειες άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο προφανείς, καθώς ο ποιητής επιλέγει τεχνηέντως μέσω ευθειών αναφορών, μεταφράσεων και στιχουργικών προτάξεων να δείξει την επιλεγμένη γενεαλογία του, στην οποία ο ίδιος καθίσταται τόσο το υποκείμενο όσο και το αντικείμενο μίας οικειοθελούς υιοθεσίας. Ο Heine, δεύτερης γενιάς ρομαντικός και ο Καρυωτάκης, στο γένος του μοντέρνου λυρισμού 1 δοκιμάζουν τα όρια της τέχνης τους, ωθώντας την ελαστικότητά της σε μεταιχμιακές καταστάσεις, σ ένα ασίγαστο παιχνίδι μεταξύ φαινομένου και ουσίας, spleen και idéal. Το προαναφερθέν ζεύγος βρίσκεται στην κορύφωσή του στη μπωντλαιρική ποίηση, ανιχνεύεται ωστόσο με σαφήνεια στο έργο των Καρυωτάκη και Heine. Spleen και idéal εκφράζουν τη διττότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, που σύμφωνα με τη ρομαντική σύλληψη ασπάζεται το δόγμα του απόλυτου και άχρονου σ ένα επίπεδο ιδεαλιστικό, παραδοχή που οδηγεί όμως στην πεσσιμιστική διάθεση της μη πλήρωσης του απόλυτου. Ως αντίδοτο και ταυτόχρονα εξισορροπητικός μηχανισμός έρχεται το spleen, μία εγγενής μελαγχολία που αναλαμβάνει την προσγείωση στην πραγματικότητα, αποδεχόμενη την απόσταση του ποιητικού υποκειμένου από τη σφαίρα του απόλυτου, σφαίρα που τελικά μπορεί να θεάται, αλλά δε δύναται να αγγίξει 2. Στην παρουσίαση που ακολουθεί, θα επιχειρηθεί μία συνανάγνωση Heine και Καρυωτάκη, με γνώμονα την ποιητική πραγμάτωση της ερωτικής επιθυμίας, που εγγράφεται στο έργο τους. Η συγκεκριμένη θεματική διακατέχεται έντονα από το ζεύγος spleen και idéal, διότι παραπαίει μεταξύ του μυθοποιημένου και απομυθευτικού έρωτα ο απόλυτος έρωτας λαβώνεται από μία υπονομευτική λεπτή ειρωνεία και ενίοτε οι έρωτες μετουσιώνονται σε ιδέες, ασπαζόμενοι το πεισιθάνατο που τους οδηγεί από την κλίνη της ερωτικής συνύπαρξης στην κλίνη του θανάτου. Οι ρομαντικοί έρωτες που θα παρουσιαστούν, ακόμη κι αν υπονομεύονται, μάχονται, προασπιζόμενες μία επιθυμία που αντιστέκεται στη μετριότητα του συμβιβασμού 3. Μολονότι εν πολλοίς λείπει η ευθεία παραδοχή, τα ποιητικά υποκείμενα αποζητούν κάτι παραπάνω και ακόμη κι αν δεν το βρίσκουν, αναγνωρίζουν την επιθυμία του και επιδιώκουν, ενίοτε τραυματοφιλικά, να εμπλέκονται σε οριακές καταστάσεις, σε μία ύστατη και απέλπιδα προσπάθεια να προσεγγίσουν το απόλυτο 4. 1 βλ. Λ. Τσιριμώκου, Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη λογοτεχνία, Άγρα, Αθήνα 2000, σ. 200. 2 Ναούμ, σ. 163 3 βλ. C. Belsey, Desire. Love Stories in Western Culture, Blackwell Publishers, Oxford 1994: Desire, even when it is profoundly conventional, is at the same time the location of a resistance to convention. It demonstrates that people want something more. 4 Στον Heine έκδηλος είναι ο έρως ως πληγή σε άτιτλο ποίημα, σε μετάφραση Ν. Γεννηματά: Με τα φιλιά μού πλήγωσες τα χείλη Γιάνε τα μ άλλα σου φιλιά στο στόμα... Κι αν ίσως δεν τα γιάνεις ως το δείλι κι αγιάτρευτα ως το βράδυ αν είναι ακόμα, μη βιάζεσαι! δική μας όλη η νύχτα: Γειρτή στης αγκαλιάς μου το ντιβάνι μαζί μου, μυριαγάπητη, ξενύχτα. Κι ως το πρωί τα χείλη θα χουν γιάνει. 1
Ο ΠΕΙΣΙΘΑΝΑΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ. Σε συμφωνία με το ρομαντικό ιδεώδες, η ερωτική επιθυμία στους Heine και Καρυωτάκη απερίφραστα περιπλέκεται με την ατμόσφαιρα του θανάτου. Στα προς εξέταση ποιήματα, υπογραμμίζεται η διπλή πραγμάτωση του πεισιθάνατου χαρακτήρα σε δύο συγγενικά μοτίβα: αφενός υπάρχει ο οριακός έρωτας, που αφ εαυτού και εξ ορισμού προσεγγίζει το θάνατο και αφετέρου η ζώσα (στην περίπτωση του Heine) ερωτική περίπτυξη, που για την οποία εκφράζεται η θέληση να εδύνατο να περάσει στο φάσμα του θανάτου, του μη επιστητού και, συνεπώς, του απόλυτου. Παραθέτουμε: Τραγούδια Γλυκιά αγαπούλα, βάλε στην καρδιά μου το χεράκι σου ακούς, αχ, πώς χτυπάει; Ειν ένας μαραγκός στα σωθικά μου και μια κάσα να φτιάξει πολεμάει Μέρα και νύχτα κοπανάει, καρφώνει και δε μ αφήνει πια να κλείσω μάτι. Έλα, μάστορη, κάνε να τελειώνει να γείρω να ησυχάσω στο κρεβάτι. (Χάινε, Ανθολογία, σ. 79, μτφ Κ. Καρθαίος) Στο παρόν ποίημα η πεισιθάνατη διάθεση εικονοποιείται απτά με τη μεταφορά του φερέτρου η ερωτική ταραχή και σύγχυση αναστατώνουν τόσο το ποιητικό εγώ, το οποίο βιώνοντας μία οριακή κατάσταση πόθου προσφεύγει σε μία επίκληση του τέλους του. Ο έρωτας παρουσιάζεται ως ανησυχία, η οποία θα λυθεί με την ησυχία του θανάτου («να γείρω να ησυχάσω στο κρεβάτι»), που θα επιβεβαιώσει ταυτόχρονα τα συναισθήματα προς την αγαπημένη («βάλε στην καρδιά μου το χεράκι σου»). Ο θάνατος, λοιπόν, λειτουργεί ως αποτέλεσμα του έρωτα, αντίδοτο του ακραίου βιώματος και απόδειξη του ιδεαλισμού τού ποιητικού υποκειμένου. Το μοτίβο του φερέτρου περνάει και στην ποιητική του Καρυωτάκη και αφομοιώνεται από τη λεπτή ειρωνεία του. Παραθέτουμε: ΝΥΧΤΑ Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή. (Ανθολογία, σ. 66) Σύμφωνα με τη Λ. Τσιριμώκου, στον Κ. Καρυωτάκη ο πόνος τραυματοφιλικά καλλιεργείται, προκειμένου να μετασχηματιστεί σε ποίηση (Βλ. Λ. Τσιριμώκου, ό.π., σ. 229): Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο. (Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα 1972.) 2
Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε αποσταμένοι οι έρωτες κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε τον πόνο που κρατάνε Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι σκυμμένο προς τα δάκρυα του κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων το δρόμο της θα πάρει Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει χλωμό και μυστηριώδικο κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε και λείψανο να βγαίνει. Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους κι αυτοί λέν πως έτριξε δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται μελλοντικούς θανάτους. Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες τη νύχτα την αστρόφεγγη που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε και παίζουν οι λατέρνες. Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε οι λησμονιές γλυκύτατες οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους και οι άνθρωποι θ' ακούνε Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι το πάρκον ανατρίχιασε την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε να πάει στη χλόη να γείρει. (Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, σ. 11-12) Παραπλήσια η θεματική στο καρυωτακικό ποίημα «Νύχτα», ακραιφνώς ρομαντική η σύλληψη («μεταμεσονύκτιες στράτες», φεγγάρι, κοιμητήριο) με υπαινιγμό προς το άπιαστο idéal («οι χίμαιρες που θα ειπούν το λόγο τους και οι άνθρωποι θα ακούνε»). Οφείλει να υπογραμμιστεί, εντούτοις μία θεμελιώδης απόκλιση από το προηγούμενο χαϊνικό ποίημα στην περίπτωση του Heine, το ποιητικό εγώ έχει πλήρη επίγνωση της οριακής κατάστασης στην οποία κινείται και ωθούμενο στα συναισθηματικά του άκρα, αποζητά το τέλος του. Στη «Νύχτα» οι έρωτες που λαμβάνουν χώρα είναι έρμαια του μοιραίου και προδιαγεγραμμένου θανάτου, για τον οποίο δεν έχουν γνώση, κάτι που στηλιτεύεται από τον σαρκασμό του αφηγητή ποιητή, ο οποίος, γνώστης ων, καθόλου συγκαταβατικά δε βλέπει την τυφλότητά τους. Ακολούθως, έπεται η κατηγορία της ερωτικής σχέσης, για την οποία το ποιητικό εγώ εκφράζει μία διόλου συγκεκαλυμμένη νεκροφιλική διάθεση. 3
[Της κλείνω εγώ τα μάτια] Της κλείνω εγώ τα μάτια γλυκά στο στόμα τη φιλώ, κι αναρωτιέται εκείνη: «Έχω να κάνω με τρελό;» Μου λέει νύχτα μέρα: «Πες μου γιατί μου κλεις τα μάτια εσύ, καλέ μου, όταν στα χείλη με φιλείς;». Κι εγώ δεν απαντάω Μην ξέρω ο άμοιρος γιατί! Της κλείω τα μάτια πάντα και τη μεθάω στο φιλί. (Χάινε, ανθολογία, σ. 123) Στο παρατιθέμενο ποίημα, το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζει μία επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, την οποία μάλιστα διατείνεται πως αδυνατεί να ερμηνεύσει. Οι συνδηλώσεις των κλειστών ματιών παραπέμπουν εμφανώς στον ύπνο δίχως όνειρα και δίχως αφύπνιση, δεδομένης της νεκροφιλίας και αγαλματολαγνείας που ενυπάρει στο χαϊνικό έργο. Άλλωστε, στις Φλωρεντινές Νύχτες εντυπωσιάζεται σφόδρα από την εικόνα της κεκοιμισμένης ασθενούς Μαρίας, στην οποία αφηγείται τις ιστορίες του alter ego του Heine, ο Μαξιμιλιανός, δηλώνοντας: Βλέπετε, Μαρία, όταν πριν από λίγο στεκόμουν μπροστά σας και σας είδα ξαπλωμένη στο πράσινο ντιβάνι, ντυμένη στα κάτασπρα, μου ξαναφέρατε στη μνήμη τη λευκή μαρμάρινη εικόνα, στο πράσινο χορτάρι. Αν εξακολουθούσατε τον ύπνο σας, τα χείλη μου δε θα μπορούσαν να αντισταθούν... (Ερρίκου Χάινε, Φλωρεντινές νύχτες, μτφ Μ.Λ. Κωνσταντινίδη, Ίνδικτος 1999, σ. 38) Σε μετέπειτα σημείο μάλιστα ο Μαξιμιλιανός παραδέχεται: «Θα θελα πολύ», ψιθύρισε στ αυτί του γιατρού ο Μαξιμιλιανός, «να κρατήσω ένα τέτοιο εκμαγείο από το πρόσωπο της φίλης μου. Και νεκρή θα είναι πολύ ωραία!». (Ερρίκου Χάινε, Φλωρεντινές νύχτες, σ. 75) Η παραπάνω σύζευξη της αγαλματολαγνείας με τη νεκροφιλία επιβεβαιώνει την υποσυνείδητη επιθυμία του ποιητικού εγώ στο ποίημα [Της κλείνω εγώ τα μάτια] να ανήκε ο έρωτάς τους στον κόσμο των νεκρών, τουλάχιστον από μεριάς της αγαπημένης, η οποία με τα μάτια κλειστά προσιδιάζει σε ένα νεκρικό φάσμα του υπαρκτού εαυτού της, με το οποίο ψευδαισθησιακά το υποκείμενο καλύπτει τις φαντασιακές του ανάγκες. Το μοτίβο των κλειστών ματιών εμφανίζεται και στον Καρυωτάκη, παρουσιαζόμενο περισσότερο λυρικά. Παραθέτουμε: 4
Θάνατοι Είναι άνθρωποι που την κακή ώρα την έχουν μέσα τους Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα κι απ' την χαρά ζεστά των φιλημάτων, χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε και διψασμένα εμείνατε ποτήρια, ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου, μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου. (Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, σ. 3) Βέβαια, το ποιητικό μοτίβο είναι το ίδιο, η χρήση του ωστόσο διαφέρει. Τα σφαλιστά μάτια παραπέμπουν και στον Καρυωτάκη στο ρομαντικό έρωτα και συγκεκριμένα στην πιο χαρακτηριστική μορφή του, τον ανεκπλήρωτο («και διψασμένα εμείνατε ποτήρια»). Η μπωντλαιρική μεταφορά του παραθύρου επιτείνει την εικονοποιία και το τετελεσμένο του γεγονότος. Οι προθέσεις του ποιητικού υποκειμένου απέναντι σε αυτά τα κεκλεισμένα μάτια παράθυρα είναι αγνότερες και περισσότερο χαμηλόφωνες πρόκειται για ένα προοίμιο που δίνει την τονικότητα της συλλογής Ο Πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων και έμμεσα επικαλείται μία αδήλωτη μούσα, που ενσαρκώνεται εν προκειμένω στη ρομαντική φιγούρα της έμμεσα δηλωμένης ρομαντικής κορασίδας με τα κλειστά μάτια. 5
ΠΑΣΧΟΥΣΑ ΜΟΥΣΑ. Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ. Η μούσα, ο κοινός τόπος της λογοτεχνίας από την απαρχή της, δηλαδή τα ομηρικά έπη έως και τη σύγχρονη έκφρασή της στο ρομαντισμό ενδύθηκε ένα ακόμη χαρακτηριστικό, αυτό της νοσηρότητας, που την κατέστησε εύθραυστη φιγούρα, κατά τις επιταγές της ρομαντικής ηρωίδας. Ο Καρυωτάκης, σε μία προσεκτική κατασκευή της γενεαλογίας του και με αποδεδειγμένους ερευνητικά συσχετισμούς για τη συνάφειά του με τον Μπωντλαίρ 5, παρουσιάζει στη συλλογή Νηπενθή δύο νοσούσες μούσες, την «Ευγένεια» και την «Πολύμνια». Ευγένεια Κάνε τον πόνο σου άρπα. Και γίνε σαν αηδόνι, και γίνε σα λουλούδι. Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, κάνε τον πόνο σου άρπα και πέ τονε τραγούδι. Μη δέσεις την πληγή σου παρά με ροδοκλώνια. Λάγνα σου δίνω μύρα - για μπάλσαμο - και αφιόνια. Μη δέσεις την πληγή σου, και το αίμα σου, πορφύρα. Λέγε στους θεούς «να σβήσω!» μα κράτα το ποτήρι. Κλότσα τις ημέρες σου όντας θα σου 'ναι πανηγύρι. Λέγε στους θεούς «να σβήσω!» μα λέγε το γελώντας. Κάνε τον πόνο σου άρπα. Και δρόσισε τα χείλη στα χείλη της πληγής σου. Ένα πρωί, ένα δείλι, κάνε τον πόνο σου άρπα και γέλασε και σβήσου. (Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, σ. 21.) 5 βλ. Λ. Τσιριμώκου 6
Ψεύτικα αισθήματα ψεύτη του κόσμου! Μα το παράξενο φως του έρωτός μου φέγγει στου σκότεινου δρόμου την άκρη: Με το παράπονο και με το δάκρυ, κόρη χλωμόθωρη μαυροντυμένη. Κι είναι σαν αίνιγμα, και περιμένει. Λάμπει το βλέμμα της απ' την ασθένεια. Σάμπως να λιώνουνε χέρια κερένια. Στ' άσαρκα μάγουλα πως έχει μείνει ΠΟΛΥΜΝΙΑ πίκρα το νόημα γέλιου που σβήνει! Είναι το αξήγητο το μικροστόμα δίχως το μίλημα, δίχως το χρώμα. Κάποια μεσάνυχτα θα σε αγαπήσω, Μούσα. Τα μάτια σου θαν τα φιλήσω, να 'βρω γυρεύοντας μες στα νερά τους τα χρυσονείρατα και τους θανάτους, και τη βασίλισσα λέξη του κόσμου, και το παράξενο φως του έρωτός μου. (Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, σ. 24-25.) Ευγένεια και Πολύμνια, δύο πάσχουσες ενσαρκώσεις της ποιητικής έμπνευσης υπηρετούν πιστά το ρομαντικό ιδεώδες της γυναικείας παρουσίας. Στην «Πολύμνια» το ποιητικό υποκείμενο διατρανώνει τη ρομαντική ερωτική του πρόθεση («κάποια μεσάνυχτα θα σε αγαπήσω») προς τη χλωμή, μυστηριώδη, μαυροντυμένη και εμφανώς εξασθενημένη μούσα. Η επίκληση απουσιάζει προκλητικά, καθώς το προσωπείο του ποιητή έχει αντιληφθεί τη σχέση εξάρτησης που έχτισε η μούσα με τον ίδιο πρόκειται για μία σχέση δούναι και λαβείν, τα ηνία της οποίας κρατά ο ποιητής, σε αντιστροφή των παραδοσιακών δομών και ρόλων. Αναλαμβάνει, λοιπόν, να σώσει τη μούσα του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τα ανταλλάγματα και διατρανώνει αυτή τη σωτηρία με έναν σίγουρο και αγέρωχο μέλλοντα οριστικής («κάποια μεσάνυχτα θα σ αγαπήσω Μούσα»). Στην «Ευγένεια» το ποιητικό εγώ συμπαρίσταται περισσότερο συγκαταβατικά και προσπαθεί να συνδράμει με την τέχνη του («λάγνα σου δίνω μύρα για μπάλσαμο και αφιόνια») στην ίαση, προτείνοντας μάλιστα ο ίδιος ο πόνος της ποιητικής έκφρασης από τον οποίο υποφέρει η μούσα να γίνει το αντίδοτο σε μία ομοιοπαθητική διαδικασία 6. Μολονότι εμφανής ο μπωντλαιρικός απόηχος της πάσχουσας μούσας και παρά τις προτάσεις για διακειμενικές σχέσεις Σολωμού και Καρυωτάκη στην «Ευγένεια» 7, φαίνεται πως ένας πρόδρομος της ποιητικής νόσου ήταν ο Heine. 6 βλ. Τσιριμώκου και Ναούμ 7 βλ. Φραντζή και Στεργιόπουλο 7
Για τη Mouche Το άνθος του λωτού Είμαστε εσύ κι εγώ μα την αλήθεια ένα πολύ παράξενο ζευγάρι η αγαπημένη είναι λεπτή στα πόδια, κι ο εραστής κουτσό ένα απομεινάρι. Εκείνη είναι ένα ασθενικό γατάκι, αυτός σκυλί άρρωστο είναι του θανάτου νομίζω πως κανείς από τους δυο τους δεν στέκει και πολύ στα λογικά του. Έχουν κι οι δυο ψυχή γεμάτη πίστη, όμως απ τον καθένα χάσμα αβύσσου κρατά μακριά ό,τι βρίσκεται στον άλλο στ ανάμεσο ψυχής και πουκαμίσου. Εκείνη τ άνθος του λωτού πως είναι νομίζει, όλη δροσιά κι αιθέρια χάρη αυτός πάλι, ο χλωμός ο σύντροφός της, φαντάζεται πως είναι το φεγγάρι. Ψηλά στο φεγγαρόφωτο σηκώνει τον τρυφερό ύπερό του το λουλούδι μ αντί για ζωή καινούρια, συλλαμβάνει μια ρίμα μοναχά κι ένα τραγούδι. (Χάινε, ανθολογία, σ. 144) Επιλέγει, λοιπόν, ο Heine τη χιουμοριστική πραγμάτωση τους ζεύγους ποιητής μούσα, τα αποκαλυπτήρια της τελευταίας γίνονται στο τέλος του ποιήματος («συλλαμβάνει μια ρίμα μοναχά κι ένα τραγούδι»). Σαφώς και εκλείπει η λυρική διάθεση του Καρυωτάκη και υπονομεύεται η διαδικασία της ποιητικής μεθέξεως από πλευράς εμπνεύσεως, καθώς ο Heine πλάθει τις καρικατούρες τόσο του ποιητή όσο και της μούσας και κατεβάζει την τέχνη της ποιήσεως από το δεδομένο βάθρο της («νομίζω πως κανείς από τους δύο δε στέκει και πολύ στα λογικά του»). Μολοντούτο, το χαρακτηριστικό αυτό ζευγάρι είναι τελικά λειτουργικό και δρα παραπληρωματικά η μούσα που προσιδιάζει σε ένα «ασθενικό γατάκι» και αμφισβητείται ο σταθερός της ρόλος ως στυλοβάτη της ποιήσεως («είναι λεπτή στα πόδια») εν τέλει κατορθώνει να παράξει έργο ποιητικό. 8
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΣΤΕΓΝΟΤΗΤΑΣ. Η ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ. Η ρωγμή του idéal επέρχεται με την παραδοχή του τέλους ενός έρωτα, για τον οποίο καμία υπόνοια δεν υπάρχει πως προσομοίαζε στον απόλυτο και μετά το πέρας του τα άλλοτε συμβεβλημένα μέλη της ερωτικής σχέσης αποχωρούν, χωρίς θανατηφόρες βλέψεις και κρεσέντο ιδεαλισμού. Η στυγνή πραγματικότητα είναι η φιλόξενη σκέπη του χωρισμού και η μελαγχολία έγκειται στην απουσία κάποιου απόλυτου θρήνου, στην ακηδία απόδειξης του πόνου και του αβάσταχτου της κατάστασης. Οπόταν Οπόταν δυο άνθρωποι χωρίζουν, τα χέρια τους δίνουν, καλή, και ξάφνου τα κλάματα αρχίζουν, και κλαιν και στενάζουν πολύ. Δεν κλάψαμ εμείς σε μιαν άκρια και μήτε στενάξαμε αλί! σ εμάς στεναγμοί μας και δάκρυα αργότερα ήρθαν πολύ. (Χάινε, ανθολογία, σ. 90, μτφ Σημηριώτης) Προτάσσεται η κοινή αποδοχή πως, στο σπάσιμο ενός δεσμού ο θρήνος είναι το φυσικό και σύνηθες επακόλουθο. Στην περίπτωση του εν λόγω ζεύγους υπήρξε μία αμέλεια του συγκεκριμένου τυπικού, που συνοδεύεται από έναν υφέρποντα κυνισμό. Η κατά τα άλλα αναμενόμενη θλίψη ήρθε με χρονοκαθυστέρηση, υποθέτουμε μετά την επέμβαση της μνήμης, η οποία υλοποίησε το πέρασμα από το spleen στο idéal, καθώς η χρονική απόσταση ίσως λειτούργησε αναστοχαστικά και ελαφρώς εξιδανικευτικά. Παραπλήσια η θεματική στη «Νοσταλγία» του Καρυωτάκη. Παραθέτουμε: ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε. Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες. κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα, δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις. Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά -- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει μια συφορά παλιά και να ξυπνά. Θα στήσουνε μακάβριο το χορό οι θύμησες στα περασμένα γύρω 9
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό. Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί -- το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει, οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί... (Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, σ. 8.) Στο καρυωτακικό ποίημα, η πρώην αγαπημένη μελαγχολεί και θλίβεται, και αναστοχαζόμενη θεωρεί αιτία ελλείψεως της υπέρμετρης συγκίνησης αφενός την ανυπαρξία της αγάπης και αφετέρου τη λήθη, η οποία είναι το μέσο επίτευξης της θεϊκής απάθειας 8. Ο αντίκτυπος παραδοξολογικά είναι να δακρύσει, όχι με το συμβάν του χωρισμού, αλλά με τη ρωγμή που υπέστη το βίωμα των συναισθημάτων, μαθημένο να εκφράζεται υπέρμετρα, εις τη νιοστή δύναμη. Όπως στο αντίστοιχο παράδειγμα του Heine, έτσι και στον Καρυωτάκη επέρχεται μία μορφή εξιδανίκευσης που είναι άμεσα συνυφασμένη με τη χρονική απόσταση, που πριμοδοτεί την ενδοσκόπηση, αλλά και το παραξένισμα, από μία μνήμη που θα ευδοκιμήσει σε περιβάλλον ανέτοιμο και ενδεχομένως αφιλόξενο, όταν θα ανασυρθεί ακούσια από έναν συνειρμό («ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά [...] θα στήσουνε μακάβριο χορό οι θύμησες στα περασμένα γύρω»). Τραυματική εν προκειμένω η μνήμη υποθάλπει μακάβριο χορό για τις «πεθαμένες αγάπες», διότι εξακολουθούν να σκιρτούν τα ζώντα ακόμη απομεινάρια ή λείψανά τους, επιβεβαιώνοντας εν τέλει τη συνυφασμένη με τη μνήμη θνητότητα. 8 βλ. Τσιριμώκου, σ. 203 10