ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (1928-1932). Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.

Σχετικά έγγραφα
ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ( ). Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ.

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή 6 Απριλίου 2014 ΟΜΑΔΑ Α

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

φιλολογικές σελίδες, ιστορία κατεύθυνσης γ λυκείου

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

19 ος αιώνας Διάρκεια επανάστασης του 1821 : μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς την επαναστατημένη Ελλάδα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

η πορεία προς την πτώση της πρώτης δηµοκρατίας και η δικτατορία της 4 ης Αυγούστου

Υπογράφηκαν μετά από διαπραγματεύσεις και ρύθμιζαν τα επίμαχα θέματα στις σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας Δεν εφαρμόστηκαν ποτέ: Ιούνιος 1925 Δεκέμβριος 1926

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...9 Βραχυγραφίες...13 Εισαγωγή: Οι µουσουλµάνοι της Ελλάδας την περίοδο

ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ( )

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2017 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

` ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει;

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

(Μεταγλώττιση) Παρόµoιoι έραvoι έγιvαv σε όλη τηv Κύπρo.

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β') ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΜΑΪΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

1 Η Ελλάδα ζήτησε τη συνδρομή της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να αντιμετωπίσει ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (ΕΑΠ)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ Α

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

O A E Δ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2011 «ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΡΟΕΣ ΤΗΣ ΜΙΣΘΩΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝ ΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΤΣΟΥΛΗ ΜΑΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΦΙΛΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. Από το 1453 μέχρι το 1830 ΤΟΜΟΣ Α ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ..

SXEDIO.K : Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΜΑΚΑΡIΟΣ ΞΕΚΑΘΡIΖEI ΟΤI ΜΟΝΑ IΚΗ ΓΡΑMΜΗ ΑΥΤΗ ΤΗN ΠΕΡIΟ Ο ΕIΝΑI Η Α ΕΣΜΕΥΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣIΑ- ΑΥΤΟ IΑΘΕΣΗ- ΕΝΩΣΗ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΟΥ. Σελίδα 1

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 27/28/29/30

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Αναπτυξιακό προφίλ της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας

Public Issue Πολιτικό Βαρόμετρο 167, Ιούλιος Στάσεις απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών ΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΠΓΔΜ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

παραµερίζovται. Εvας τέτoιoς vέoς άvθρωπoς ήταv o Γεώργιoς Χατζηπαύλoς από τη ρoύσια της Πάφoυ. Ηταv έvας πoλύ φιλόδoξoς και δυvαµικός άvδρας πoυ

ΙΕ Πανελλήνιος Μαθητικός Διαγωνισμός Δοκιμίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» σχολικού έτους

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

Μικρασιατική καταστροφή

τεχvικoύς λόγoυς δύvαται vα πράξη τoύτo αµέσως, υπoχρεoύται όµως, όπως vα αvτικαταστήση τoύτov δι' άλλoυ αρτεργάτoυ, τη υπoδείξει της συvτεχvίας. 5.

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Ελληνική επανάσταση και Ευρώπη. Ελληνική επανάσταση και ευρωπαϊκή διπλωματία ( )

Έλληνες, Ευρώπη, κόσμος & εθνική ταυτότητα

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ Ο.Κ.Ε. κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ Ο.Κ.Ε. ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Ειδικότερα: Ο Εδαφικός Διακανονισμός της Συνθήκης της Λωζάννης και η Νομολογία Διεθνών Δικαιοδοτικών Οργάνων. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑ.Λ. (ΟΜΑ Α Β ) 2012 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΑΞΗΣ Η Ε ΗΣΙ ΑΙ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕ ΙΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤ ΙΑ ΑΤΕ Θ ΝΣΗΣ ΠΑ ΑΣ Ε Η 29 ΑΪ 2015

ωρισµέvωv ειδώv και εάv δεv ψηφισθoύv αυθηµερόv, τότε θα γίvoυv γvωστά και θα απoφέρoυv µεγάλας ζηµίας εις τας πρoσόδoυς της Νήσoυ.

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Πανελλαδική έρευνα γνώμης RASS Omnibus Κύμα Μαΐου

ΕΥΡΩΒΑΡΟΜΕΤΡΟ PARLEMETER: ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 2015 ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ EE28 ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Πανελλαδική έρευνα γνώμης. Οκτώβριος 2013

ΚΥΠΡΟΒΑΡΟΜΕΤΡΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Πέμπτη

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ A ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2013 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

11 η Διάλεξη «ΔΟΟ ρύθμισης του διεθνούς εμπορίου»

Πανελλαδική έρευνα γνώμης. Αύγουστος 2015

Πανελλαδική έρευνα γνώμης

Πανελλαδική έρευνα Πανελλαδική έρευνα γνώμης Απρίλιος Απρίλ 2010 ιος Έρευνα 20-22/04

ΕΥΡΩΒΑΡΟΜΕΤΡΟ EE28 ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ Α ΙΑΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ

Πανελλαδική πολιτική έρευνα γνώμης Φεβρουάριος Φεβρου 2009 άριος Έρευνα 23-26/2

Δημοσκόπηση της Alco για το Πρώτο Θέμα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑ : 3 ΩΡΕΣ. Επιμέλεια : Ιωάννα Καλαϊτζίδου

Πανελλαδική έρευνα γνώμης ΠΕΙΡΑΙΑΣ Οκτώβριος Οκτώ 200 βριος 2007 Έρευνα 23-24/10

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

ȀǼǿȂǼȃȅ ī ȅǻǿīǿǽȉ (ȖȚĮ IJȠȣȢ İȟİIJĮȗȠȝȑȞȠȣȢ) 1. ȈIJȠ İȟȫijȣȜȜȠ ȈIJȠ İıȫijȣȜȜȠ ʌȑȟȧ- ʌȑȟȧ ȈIJȘȞ ĮȡȤȒ IJȦȞ ĮʌĮȞIJȒıİȫȞ ıįȣ ȃį ȝșȟ ĮȞIJȚȖȡȐȥİIJİ ȞĮ ȝș ȖȡȐȥİIJİ 2.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ Ευρωβαρόμετρο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Τακτικό EB 69.2) - Άνοιξη 2008 Αναλυτική σύνθεση

χώρας το δεκάμηνο του 2014 ξεπέρασαν το σύνολο των διανυκτερεύσεων ολόκληρου του έτους 2013.

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ «ΑΝΑΤΡΟΠΗ» - MEGA

Transcript:

ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (1928-1932). Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΑΘΗΝΑ 2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΑ (19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1928) ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΦΙΛΙΑΣ. α. Οι διαπραγματεύσεις με την Ιταλία. β. Η συνθήκη φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού (23-9-1928). γ. Το θέμα των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων. δ. Οι αντιδράσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΓIΟΥΓΚΟΣΛΑΒIΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΦIΛIΑΣ. α. Οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις την περίοδο 1924-1928. β. Η παρέμβαση της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1928. γ. Η επίσκεψη του Βενιζέλου στο Παρίσι και η υποχώρηση της γιουγκοσλαβικής διπλωματίας. δ. Τα ελληνο-γιουγκοσλαβικά πρωτόκολλα (11-10-1928) και το Σύμφωνο Φιλίας και ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών (27-3-1929). ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚIΚΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ. α. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης (1924-1928). β. Οι νέες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία και η εμπλοκή της Ιταλίας (Αύγουστος Δεκέμβριος 1928). γ. Οι ελληνο-τουρκικές διαπραγματεύσεις το 1929. δ. Η Οικovoμική Συμφωvία (10-6-1930). ε. Η επίσκεψη του Βενιζέλου στην Τουρκία και η υπογραφή των τεσσάρων ελληνοτουρκικών Συμφώνων (30-10- 1930). ε. 1. Σύμφωvo Φιλίας, Ουδετερότητας και Διαιτησίας. ε. 2. Πρωτόκoλλo περιoρισμoύ τωv vαυτικώv εξoπλισμώv. ε. 3. Σύμφωvo Εγκατάστασης. ε. 4. Σύμβαση Εμπoρίoυ. στ. Η επίσκεψη τoύρκικης διπλωματικής αvτιπρoσωπείας στηv Αθήvα (5-6/10/1931). ζ. Η στάση τωv Μεγάλωv Δυvάμεωv απέvαvτι στηv ελληvoτoυρκική Συμφωvία. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΟI ΠΡΟΣΠΑΘΕIΕΣ ΓIΑ ΤΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ. α. Η Βουλγαρία. α. 1. Οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις την περίοδο 1923-1928. α. 2. Οι πρώτες διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Βενιζέλου (1928-1929). α. 3. Οι διπλωματικές εξελίξεις το 1930. α. 4. Τo σχέδιo Henderson και το τέλος των διαπραγματεύσεων με τη Βουλγαρία (1931). β. Η Ρουμανία. γ. Η Αλβανία.

1931. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΛΛΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. α. Το κυπριακό ζήτημα. α. 1. Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση του νησιού γύρω στο 1930. α. 2. Η προσμονή της ένωσης με την Ελλάδα και η πορεία προς την εξέγερση του Οκτωβρίου του α. 3. Η κυπριακή εξέγερση (Οκτώβριος 1931) και η στάση της Κυβέρνησης Βενιζέλου. β. Οι ξένες στρατιωτικές αποστολές και οι στρατιωτικές προμήθειες της Ελλάδας. β. 1. Οι ξένες στρατιωτικές αποστολές στην Ελλάδα και ο ρόλος τους. β. 2. Ο στρατιωτικός εξοπλισμός της Ελλάδας. β. 3. Ο ναυτικός εξοπλισμός. β. 4 Η οργάνωση της αεροπορίας. γ. Οι πολεμικές επανορθώσεις. γ. 1. Οι πρώτες διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των πολεμικών επανορθώσεων. γ. 2. Τα διασυμμαχικά χρέη και η θέση της Ελλάδας απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις. γ. 3. Η Συνδιάσκεψη της Χάγης (1929-1930) και ο διπλωματικός θρίαμβος του Βενιζέλου. γ. 4. Το χρεοστάσιο Χούβερ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 20 ου ΑΙΩΝΑ. α. Η είσοδος των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο. β. Ο αγροτικός κόσμος και η εξέλιξή του στην τρίτη δεκαετία του 20 ου αιώνα. β. 1. Ο πληθυσμός. β. 2. Οι αγροτικές εκτάσεις. β. 3. Οι καλλιέργειες και η παραγωγή. γ. Η βιομηχανία και η βιοτεχνία στην τρίτη δεκαετία του 20 ου αιώνα. γ. 1. Η κλαδική διάρθρωση και η παραγωγή. γ. 2. Οι εργαζόμενοι. γ. 3. Οι αμοιβές των βιομηχανικών και βιοτεχνικών εργατών. γ. 4. Η εκμηχάνιση της ελληνικής βιομηχανίας. γ. 5. Η πολιτική του Βενιζέλου απέναντι στο κεφάλαιο. δ. Το ελληνικό εμπόριο στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. δ. 1. Οι εισαγωγές. δ. 2. Οι εξαγωγές. δ. 3. Τα λιμάνια και ο ρόλος τους στο εμπόριο. δ. 4. Ο κρατικός προστατευτισμός στο εμπόριο. ε. Το νομισματικό και χρεοπιστωτικό σύστημα. ε. 1. Η νομισματική σταθεροποίηση και η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδας (Τ.τ.Ε). ε. 2. Ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομία της Ελλάδας. ε. 3. Η διαμάχη Εθνικής Τράπεζας και Κράτους. στ. Το επίπεδο της ζωής στην Ελλάδα την περίοδο 1920-1930. στ. 1. Η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας και η φορολογία. στ. 2. Η ζωή στην επαρχία. στ. 3. Η ζωή στην πόλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ. α. Η διαμάχη των τραπεζικών οίκων Seligman - Hambro για τις επενδύσεις στην Ελλάδα. β. Η σύμβαση για τα έργα της κοιλάδας του Στρυμόνα (με τον όμιλο Monks-Ulen). γ. Η συμφωνία για τα εγγειοβελτιωτικά έργα της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης (σύμβαση Βοοt). δ. Η εταιρεία Power and Traction και τα έργα εξηλεκτρισμού στην Αθήνα. ε. Οι συμφωνίες για τις τηλεπικοινωνίες (με την εταιρεία Siemens-Halske). στ. Η συμφωνία για το τηλεγραφικό δίκτυο και τις ασύρματες επικοινωνίες (με την εταιρεία Eastern Telegraph Company). ζ. Συμπεράσματα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΤΩΧΕΥΣΗ. α. Τα πρώτα σημάδια της παγκόσμιας κρίσης στην Ελλάδα. β. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και η αντίδραση της κυβέρνησης Βενιζέλου. γ. Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στα τέλη του 1931. δ. Οι προσπάθειες του Βενιζέλου για την αντιμετώπιση της κρίσης στις αρχές του 1932. ε. Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. και οι προσμονές της ελληνικής κυβέρνησης. στ. Ο μαύρος Απρίλιος της ελληνικής οικονομίας και η πτώχευση. ζ. Ο δανεισμός, οι τράπεζες και ο ρόλος τους στην πτώχευση της Ελλάδας. ζ. 1. Ο δανεισμός και οι συνέπειές του στην ελληνική οικονομία. ζ. 2. Ο ρόλος των τραπεζών στην κρίση του 1932. η. Οι πολιτικές συνέπειες της ελληνικής πτώχευσης. θ. Η νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου και τα μέτρα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. ι. Τα αποτελέσματα των οικονομικών μέτρων. ια. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα (Ιούνιος 1932 Μάρτιος 1933) και το τέλος της πολιτικής κυριαρχίας του Ελευθερίου Βενιζέλου. ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταπολεμική ιστορική βιβλιογραφία και, αν μη τι άλλο, ήταν πάντα γοητευτική, όχι μόνο για τους επαγγελματίες ιστορικούς, αλλά και για τους απλούς φιλίστορες αναγνώστες. Στο ίδιο πλαίσιο, αλλά κυρίως για ν αποδώσει την πρέπουσα τιμή σ αυτόν το σημαντικό Έλληνα πολιτικό άντρα, το Μάρτιο του 1989 η Βουλή των Ελλήνων, κατόπιν πρότασης του τότε προέδρου της, Γιάννη Αλευρά, θεσμοθέτησε το Βραβείο Μνήμης Ελευθερίου Βενιζέλου (Κανονισμός Απονομής Βραβείου για την προαγωγή των Κοινοβουλευτικών Θεσμών, ΦΕΚ 165Α/16-6-1989 και Πρακτικά Βουλής, Δ Περίοδος, Σύνοδος Δ Συνεδρίαση Ρ, Πέμπτη 19 Μαρτίου 1989, σ. 4119). Στις 26 Απριλίου 1995 το θέμα του παραπάνω διαγωνισμού ήταν: «Οι εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδος επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932)». Επίσης, στο διαγωνισμό με ημερομηνία 25 Ιουνίου 1999 το θέμα ήταν: «Η αναπτυξιακή πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την περίοδο 1928-1932». Ο συγγραφέας έλαβε μέρος και στους δύο διαγωνισμούς και οι εργασίες του βραβεύτηκαν για την ποιότητά τους από τη Βουλή των Ελλήνων. Το παρόν βιβλίο είναι η τελική σύνθεση των δύο παραπάνω αδημοσίευτων μέχρι σήμερα εργασιών, επεξεργασμένων, όμως, με σύγχρονη και ακριβή προσέγγιση των γεγονότων, δοσμένων με κριτικό πνεύμα ανάλυσης. Επιπλέον, σ αυτό το βιβλίο προστέθηκε νέο υλικό, που στο μεταξύ ανευρέθηκε σε ποικίλες ιστορικές πηγές, αυξήθηκαν τα βιβλιογραφικά δεδομένα και εμπλουτίστηκαν με τα πιο σύγχρονα εγχειρίδια και λεπτομερειακές αναφορές, που αφορούν διάφορους τομείς της διπλωματίας και της οικονομίας που εξετάζονται στο βιβλίο. Σε τούτο το βιβλίο, περιγράφονται με αδρές γραμμές η διπλωματική πολιτική και η οικονομία της Ελλάδας, όπως διαμορφώθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο την περίοδο 1928-1932. Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η εξωτερική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το πρώτο κεφάλαιο καλύπτεται από τις διαπραγματεύσεις με την Ιταλία και την υπογραφή του ελληνο-ιταλικού συμφώνου. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά την υπογραφή του συμφώνου φιλίας με τη Γιουγκοσλαβία και το τρίτο την πορεία της ελληνοτουρκικής συνεννόησης. Στο τέταρτο κεφάλαιο περιγράφονται οι προσπάθειες για τη συμφιλίωση με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, δηλαδή τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Αλβανία. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται διάφορες άλλες πτυχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή το κυπριακό ζήτημα και η εξέγερση του 1931, οι στρατιωτικές προμήθειες της Ελλάδας και οι προσπάθειες του Βενιζέλου να εξασφαλίσει ένα μεγάλο ποσοστό από τις πολεμικές επανορθώσεις του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφορά την οικονομία της Ελλάδας, την περίοδο 1928-1932. Στο πρώτο κεφάλαιο σκιαγραφείται η οικονομική κατάσταση της χώρας και περιγράφονται οι βασικοί τομείς παραγωγής και το επίπεδο της ζωής στην Ελλάδα. Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στο αναπτυξιακό πρόγραμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου την περίοδο 1928-1932 και στην προσπάθειά του για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Στο τελευταίο κεφάλαιο, αναλύεται η οικονομική κρίση που χτύπησε την Ελλάδα από το 1931, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929. Εδώ παρουσιάζεται και η αγωνιώδης προσπάθεια του Βενιζέλου για την αντιμετώπισή της, αλλά και οι μηχανισμοί, εγχώριοι και εξωτερικοί, που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία το 1932. Στο τέλος του βιβλίου, υπάρχουν διευκρινιστικές υποσημειώσεις κι ένα παράρτημα. Σ αυτό περιλαμβάνονται ένα χρονολόγιο με τα σημαντικότερα γεγονότα της εξεταζόμενης περιόδου, αρκετά κείμενα από δημοσιευμένα αρχεία με διευκρινιστικό ρόλο για το πρώτο μέρος του βιβλίου, αλλά και στατιστικοί πίνακες που αφορούν το δεύτερο μέρος του βιβλίου και συμβάλλουν στην κατανόηση την οικονομικής κατάστασης της Ελλάδας. Πέρα από αυτά, ο αναγνώστης μπορεί να βρει ένα σύνολο συνθηκών, που αφορούν τις διακρατικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα την περίοδο 1928-1932, μια εκτενή βιβλιογραφία, που μπορεί να συμβουλευτεί πολλαπλά, προκειμένου να εμβαθύνει σ αυτή την περίοδο, αλλά και αρκετό συνοδευτικό φωτογραφικό υλικό της εποχής.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εκλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία (19 Αυγούστου 1928) και η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος τερματίστηκε επίσημα στις 28 Ιουλίου (10 Αυγούστου) 1920 με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, στην οποία περιλαμβανόταν και η συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη συνδιάσκεψη της ειρήνης ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που συνυπέγραψε τέσσερις χωριστές συνθήκες. Σύμφωνα με αυτές, παραχωρούνταν στην Ελλάδα όλη η Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, αλλά και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Τέλος, η Ελλάδα αποκτούσε μέρος της δυτικής Μικράς Ασίας, με επίκεντρο τη Σμύρνη, ενώ υπήρχε η προοπτική μετά από πέντε χρόνια να ενσωματώσει πλήρως την πόλη και την περιοχή της. Αυτή η συνθήκη αποτελούσε για τους Έλληνες της εποχής την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή τη δημιουργία της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα και, πιστεύοντας ότι ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένος πολιτικά, προκήρυξε εκλογές για τις 1/14 Νοεμβρίου 1920. Ωστόσο, ο Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκαν. Το παράδοξο των εκλογών ήταν ότι οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν περισσότερες ψήφους (375.803) από την Ενωμένη Αντιπολίτευση (368.678). Όμως, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού συστήματος, οι Φιλελεύθεροι επί συνόλου 369 εδρών δεν κέρδισαν παρά 118 έδρες. Μάλιστα οι 52 ήταν χωρίς αντίπαλο συνδυασμό στη Θράκη, περιοχή που είχε πρόσφατα προσαρτηθεί στην Ελλάδα και ήταν ακόμα κάτω από τον έλεγχο του στρατού. Ουσιαστικά, η λεγόμενη παλαιά Ελλάδα νοτίως της Μακεδονίας καταψήφισε μαζικά το Βενιζέλο. Η πιο πιθανή εξήγηση που δόθηκε γι αυτή την εκλογική ήττα του Βενιζέλου ήταν ότι ο λαός, κουρασμένος από τις πολεμικές συγκρούσεις, τον καταψήφισε, πράγμα που και ο ίδιος ο Βενιζέλος αναγνώρισε. Μάλιστα, μην έχοντας ούτε κι ο ίδιος εκλεγεί βουλευτής, αποχώρησε από την Ελλάδα και μετέβη στο Παρίσι. Στα επόμενα χρόνια, ακολούθησαν τα γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής (Αύγουστος 1922), το κίνημα του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, η δίκη των εξ και η καταδίκη τους (15 Νοεμβρίου 1922), αλλά και η υπογραφή της συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923), όπου αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν και πάλι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 διεξήχθησαν νέες εκλογές και οι Φιλελεύθεροι επανήλθαν στην εξουσία. Ο Βενιζέλος, αν και βρισκόταν ακόμα στο εξωτερικό, εξελέγη πρώτος βουλευτής στις είκοσι εκλογικές περιφέρειες. Στις 4 Ιανουαρίου 1924 επανήλθε στην Ελλάδα και την επομένη εξελέγη πρόεδρος της Βουλής σχεδόν παμψηφεί, λαμβάνοντας 345 ψήφους επί 354 ψηφισάντων. Στις 11 Ιανουαρίου, σχημάτισε κυβέρνηση, όμως στις 4 Φεβρουαρίου αποσύρθηκε για λόγους υγείας και στις 10 Μαρτίου αναχώρησε πάλι για το Παρίσι. Σύντομα, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα έγινε ασταθής. Κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ στο εξωτερικό η διπλωματική απομόνωση της χώρας ήταν άμεση. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε και πάλι ο στρατηγός Πάγκαλος και τον Ιούνιο του 1925 με πραξικόπημα ανέτρεψε την κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Το παγκαλικό καθεστώς (25/6/1925-23/8/1926) ανατράπηκε από νέο κίνημα του οποίου ηγούταν ο στρατιωτικός Γεώργιος Κονδύλης. Ο τελευταίος επανέφερε την πολιτική ομαλότητα στη χώρα και διεξήχθησαν νέες εκλογές, στις οποίες επικράτησαν τα βενιζελικά κόμματα. Τελικά στις 4 Δεκεμβρίου 1926 σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα στις 20 Απριλίου 1927 και εγκαταστάθηκε στα Χανιά, δηλώνοντας ότι δε θα αναμειγνυόταν στην πολιτική ζωή του τόπου. Πάντως, συχνά επισκεπτόταν την Αθήνα και ερχόταν σε επαφή με βουλευτές του κόμματός του. Από την άλλη, αρνούταν να επιστρέψει στην ηγεσία των Φιλελευθέρων, παρά τις εκκλήσεις της Κυβέρνησης, όσο και προσωπικά του Υπουργού Οικονομικών, Γεωργίου Καφαντάρη, αν και διατηρούσε τακτική αλληλογραφία μαζί του και είχαν συχνές συναντήσεις. Σε μια τέτοια συνάντηση, στις 19 Μαΐου 1928, ο Καφαντάρης ζήτησε από το Βενιζέλο μεταξύ των άλλων να εγκρίνει άτυπα την οικονομική του πολιτική. Τα σημαντικότερα θέματά της αφορούσαν το δάνειο της σταθεροποίησης, το διακανονισμό των πολεμικών χρεών προς τη Γαλλία και τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους Εθνικής Τράπεζας. Ο Βενιζέλος, όμως, ήταν αντίθετος με τους χειρισμούς της Κυβέρνησης. Έτσι, στις 22 Μαΐου 1928 ο Καφαντάρης ανακοίνωσε επίσημα, τόσο σε σύσκεψη των Φιλελευθέρων βουλευτών, όσο και με επιστολή του στον πρωθυπουργό Ζαΐμη την παραίτησή του από την Κυβέρνηση αλλά και από την ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Αμέσως, ακολούθησε η παραίτηση της Κυβέρνησης προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Παύλο Κουντουριώτη. Στις 23 Μαΐου 1928, ο Βενιζέλος δήλωσε ότι επανερχόταν στην πολιτική ζωή και ότι αναλάμβανε την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Μετά από διαβουλεύσεις, η Οικουμενική Κυβέρνηση υπό το Ζαΐμη συνέχισε να υφίσταται ως τις 27 Ιουνίου και με το Βενιζέλο ως τις 9 Ιουλίου. Ο τελευταίος προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου με πλειοψηφικό σύστημα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το κόμμα των Φιλελευθέρων κατάφεραν να επικρατήσουν εύκολα. Σε σύνολο 1.017.281 έγκυρων ψηφοδελτίων και 250 εδρών τα βενιζελικά κόμματα έλαβαν 620.756 ψήφους (61,02%) και 223 έδρες. Από αυτές μόνο οι Φιλελεύθεροι έλαβαν 178. Η αντιβενιζελική παράταξη συγκέντρωσε συνολικά 336.057 ψήφους (33,03%), αλλά λόγω του εκλογικού συστήματος μόνο 24 έδρες, ενώ τις υπόλοιπες κατέλαβαν άλλα μικρότερα κόμματα. Γενικά, δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που ο Βενιζέλος επανήλθε στον πολιτικό στίβο της χώρας. Ο ίδιος είχε δικαιολογηθεί ότι όφειλε να το πράξει, γιατί φοβόταν νέο στρατιωτικό κίνημα. Άλλοι, πάντως έλεγαν ότι δε συνέτρεχε τέτοιος λόγος στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Σίγουρο είναι, πάντως ότι ο Βενιζέλος αδυνατούσε εκ φύσεως να παραμείνει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής για πολύ καιρό, ενώ και η συγκυρία ήταν κατάλληλη για την επάνοδό του. Ο Πάγκαλος είχε απομακρυνθεί, ενώ η χώρα είχε επανέλθει στην πολιτική ομαλότητα, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 1926. Όμως ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι η χώρα χρειαζόταν σταθερή κυβέρνηση και η Οικουμενική Κυβέρνηση δεν είχε παρά περιορισμένες δυνατότητες να πετύχει κάτι τέτοιο.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν γνωστή πολιτική προσωπικότητα, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό. Ακόμη και από την περίοδο της προεκλογικής του εκστρατείας, είχε δώσει σαφή δείγματα της εξωτερικής πολιτικής που θ ακολουθούσε. Άμεσος στόχος της ήταν η ένταξη της χώρας στο σύστημα της διπλωματικής ισορροπίας που διαμορφωνόταν κάτω από την πίεση των διεθνών ανταγωνισμών, μέσω της αναθεώρησης των σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Πρωτίστως, ενδιαφερόταν για τη διατήρηση της φιλίας της Αγγλίας και της Γαλλίας, μετά για τη δημιουργία καλών σχέσεων με τη γειτονική Ιταλία και τέλος, για τη διευθέτηση των διαφορών με τις βαλκανικές χώρες και ιδίως με την Τουρκία. Η επάνοδος του Βενιζέλου προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εξωτερικό. Την περίοδο αυτή, η Μεγάλη Βρετανία ακολουθούσε πολιτική διατήρησης του status quo, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στο νευραλγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και ειδικά των Βαλκανίων. Η Ελλάδα ήταν παραδοσιακά στενά δεμένη με την Αγγλία. Εξάλλου, και ο ίδιος ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Ελλάδα, ως ναυτική χώρα, έπρεπε να εξαρτάται από μια μεγάλη ναυτική δύναμη, όπως η Αγγλία. Όταν, όμως, ο Βενιζέλος ανέβαινε στην εξουσία, ο ρόλος της Ελλάδας στα σχέδια της Μεγάλης Βρετανίας είχε αλλάξει, ειδικά μετά την απομάκρυνση της Γερμανίας από τα Βαλκάνια και την ταυτόχρονη στροφή της Γαλλίας στην Κεντρική Ευρώπη. Η πολιτική της Αγγλίας ήταν η διακριτική παρακολούθηση των γεγονότων στην περιοχή, χωρίς τη δέσμευσή της για υποστήριξη οποιασδήποτε βαλκανικής δύναμης. Ανεξαρτήτως τούτων, η ελληνική φιλία ήταν σημαντική για τη Μεγάλη Βρετανία, αφού συνδεόταν γεωπολιτικά με το θέμα της διώρυγας του Σουέζ και κυρίως με το θέμα των Δαρδανελίων. Επίσης, οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών ασκούσαν σημαντική επίδραση και στον πολιτικό τομέα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Ελλάδα κατείχε σημαντική θέση στις αγορές των βρετανικών προϊόντων. Tο αγγλικό κεφάλαιο που είχε τοποθετηθεί σε ιδιωτικές ελληνικές επενδύσεις, γύρω στο 1938, ανερχόταν περίπου σε 15 εκατομμύρια λίρες. Τέλος, το μέγιστο των επενδυμένων κεφαλαίων στις ελληνικές δημόσιες επιχειρήσεις ήταν αγγλικής προέλευσης, ενώ και το μέγιστο του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας οφειλόταν σε Βρετανούς. Η επάνοδος του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία της Ελλάδας προκάλεσε ανησυχία στους διπλωματικούς κύκλους της Αγγλίας. Υπήρχε η εντύπωση ότι ο Βενιζέλος θα διέκοπτε το ήσυχο πολιτικό κλίμα των Βαλκανίων, πράγμα που πιθανόν θα έβλαπτε και τα οικονομικά συμφέροντα των Άγγλων στην περιοχή. Μάλιστα, ο Υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας, Austen Chamberlain, έδειχνε μάλλον δυσαρεστημένος στην προοπτική της νίκης του Βενιζέλου στις εκλογές του Αυγούστου του 1928. Τελικά, όμως, η στάση του Λονδίνου άλλαξε κυρίως μετά την άνετη νίκη του Βενιζέλου. Σ αυτό συνέβαλε και η θετική στάση του στη γενική προώθηση των αγγλικών συμφερόντων στην Ελλάδα έναντι των αμερικανικών. Την ίδια περίοδο, η Γαλλία είχε στρέψει τις προσπάθειές της στο κατά το δυνατόν μεγαλύτερο εδαφικό περιορισμό της ηττημένης κατά τον Α παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας, με τη δημιουργία ενός συστήματος συμμαχιών. Έτσι, με την πρωτοβουλία της Γαλλίας, δημιουργήθηκε η λεγόμενη Μικρή Αντάντ (Entente) με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας και προωθήθηκε η γαλλο-πολωνική συμμαχία και η συνεργασία με το Βέλγιο. Οι σκoπoί, για τους οποίους συνεστήθη η Μικρή Αντάντ ήταν vα στερεώσει τo ειρηνικό καθεστώς της κεντρικής Ευρώπης και vα εξασφαλίσει τηv εφαρμoγή τωv συvθηκώv, ιδίως έναντι της Γερμανίας. Επίσης, αποτελούσε τον πυρήνα της oικovoμικής oργάvωσης τωv μικρών κρατώv της Κεντρικής Ευρώπης και ουσιαστικά επεδίωκε v αναπληρώσει πολιτικά τηv Αυστρo-Ουγγαρία στoν ίδιο χώρο, αφού μπορούσε ακόμα και ν ακoλoυθήσει ομοιόμορφη πoλιτική έvαvτι τωv μεγάλων διεθvώv πρoβλημάτωv. Η Γαλλία ήταν θεωρητικά πιο θετική στην επάνοδο του Βενιζέλου, αλλά οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονταν σε κρίση. Από τη μια, ήταν ο άδικος κατά το Βενιζέλο διακανονισμός του διασυμμαχικού ελληνογαλλικού πολεμικού χρέους, που τελικά άφηνε στην Ελλάδα μεγάλο υπόλοιπο για πληρωμή. Μάλιστα το γεγονός ότι η Γαλλία εκβίασε την Ελλάδα, λέγοντας ότι, αν δεν συμφωνούσε στην πληρωμή του χρέους δε θα συνέδραμε στις προσπάθειές της για τη λήψη δανείου με την έγκριση της Κ.Τ.Ε. αποτέλεσε ένα επιπλέον λόγο δυσαρέσκειας του Βενιζέλου. Απ την άλλη, η Γαλλία είχε στρέψει το ενδιαφέρον της στην κεντρική Ευρώπη, ενώ στα Βαλκάνια ευνοούσε ολοφάνερα τη Γιουγκοσλαβία. Όλα αυτά είχαν συνέπεια τη χαλάρωση των δεσμών με την Ελλάδα. Επίσης, όταν στις αρχές του 1928, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, Α. Μιχαλακόπουλος, ξεκίνησε συνομιλίες με την Ιταλία, για να συνυπογράψουν ένα Σύμφωνο Φιλίας, αυτό προκάλεσε νέα αρνητική αντίδραση του Παρισιού. Πάντως, η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία αντιμετωπίστηκε θετικά από το Παρίσι, καθώς πιστευόταν ότι τελικά δε θα ακολουθούσε φιλο-ιταλική πολιτική. Όπως σημείωνε στις 9-5-1928 ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα, Clement-Simon, το Παρίσι ήταν ήδη ενήμερο για την αμφιβολία του Λονδίνου στο πρόσωπο του Βενιζέλου. Έτσι, οι Γάλλοι είχαν έναν ακόμα λόγο να ενδιαφέρονται σοβαρά για την επάνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία. Σ αυτό το πλαίσιο, μπορούν να τοποθετηθούν και οι φήμες που ανέφεραν ότι οι Γάλλοι είχαν συμβάλει στην ανατροπή της προηγούμενης αντι-γαλλικής ελληνικής κυβέρνησης. Η Ιταλία, τέλος, ήταν ανήσυχη στην προοπτική επανόδου του Βενιζέλου. Αυτό φαίνεται έμμεσα από τη μάλλον βιαστική υπογραφή του ιταλοτουρκικού συμφώνου στις 30-5-1928, όταν στην Ελλάδα άρχιζε η πολιτική αστάθεια που ανέδειξε πρωθυπουργό το Βενιζέλο. Επίσης, η μετά από λίγους μήνες αποχώρηση του ιταλόφιλου Μιχαλακόπουλου από την εξουσία και ο φόβος ότι ο Βενιζέλος θα ανακινούσε σύντομα ακόμα και το θέμα των ιταλοκρατούμενων ελληνικών Δωδεκανήσων κρατούσαν σε εγρήγορση τη Ρώμη. Πέρα από αυτά, το ταραγμένο παρελθόν μεταξύ Ιταλίας και Βενιζέλου, καθώς και η σχεδόν απόλυτη πίστη του στη φιλία κυρίως προς την Αγγλία, συνιστούσαν λόγους ανησυχίας της Ιταλίας για την πιθανή επάνοδο του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία της Ελλάδας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΦΙΛΙΑΣ. α. Οι διαπραγματεύσεις με την Ιταλία. Η εξάρτηση της Ελλάδας των αρχών του εικοστού αιώνα από τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν άμεση. Ο Βενιζέλος γνώριζε ότι για να επιτύχει στους στόχους της εξωτερικής του πολιτικής, όφειλε να έχει καλές σχέσεις μαζί τους και μάλιστα να διατηρεί μια ισορροπία. Πολλές φορές αυτό ήταν δύσκολο, γιατί τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στη νότια Βαλκανική και στην Ελλάδα ήταν μεγάλα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Βενιζέλος αποφάσισε ένα διπλωματικό ελιγμό: η Ιταλία αποτελούσε μια καλή περίπτωση μέσω της οποίας η Ελλάδα θα μπορούσε ν αναθερμάνει τις καλές σχέσεις του παρελθόντος με την Αγγλία και τη Γαλλία. Επιπλέον, ο Βενιζέλος έλπιζε ότι η Ιταλία θα μπορούσε να βοηθήσει και με άλλους τρόπους την Ελλάδα στη διεθνή πολιτική σκηνή. Έτσι, αρχικά έσπευσε να τονίσει δημόσια ότι οι σχέσεις με τη Ιταλία όφειλαν να καταστούν εγκάρδιες και ανάλογες μ εκείνες που η Ελλάδα είχε τόσο με την Αγγλία όσο και με τη Γαλλία. Όμως, ο Βενιζέλος δε βρήκε άμεση ανταπόκριση από τη Ρώμη. Σ αυτό συνέτεινε και η απουσία από την Κυβέρνηση του Μιχαλακόπουλου, υποστηρικτή της ελληνο-ιταλικής φιλίας. Ήδη τον Ιούλιο του 1927, οι Μιχαλακόπουλος και Καφαντάρης είχαν επισκεφτεί τη Ρώμη για συνομιλίες, προσβλέποντας στην υπογραφή ενός Συμφώνου Φιλίας. Ο Μιχαλακόπουλος εκτιμούσε ότι η στενότερη συνεργασία με την Ιταλία θα βοηθούσε στην ισχυροποίηση της Ελλάδας στο διπλωματικό τομέα, αφού την ίδια περίοδο αύξανε στα Βαλκάνια η επιρροή της Αγγλίας και κυρίως της Γαλλίας, όχι όμως προς όφελος της Ελλάδας. Έτσι, ζήτησε από την Ιταλία και τη Γαλλία να πιέσουν τους ευνοούμενούς τους προς μια πιο ευέλικτη πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Οι Ιταλοί φάνηκαν θετικοί και για τούτο ο Μιχαλακόπουλος επισκέφτηκε πάλι τη Ρώμη το Δεκέμβριο του 1927, επιστρέφοντας από τη Γενεύη. Ήταν φανερό ότι άρχιζε μια καινούργια περίοδος στις σχέσεις των δύο χωρών και στην Αθήνα ο πολιτικός κόσμος ήταν μάλλον θετικός στην παραπάνω προοπτική. Γενικά πιστευόταν και ήταν σωστό ότι η προοπτική μιας στενότερης συνεργασίας με την Ιταλία θα ενίσχυε τη διπλωματική θέση της Ελλάδας στο εξωτερικό, ιδιαίτερα σε σχέση με τα άλλα βαλκανικά κράτη. Επιπλέον, αναμενόταν ότι η Ιταλία δε θα είχε αντίρρηση να δει πιο ευνοϊκά ακόμα και τα θέματα των ελληνικών Δωδεκανήσων, που η ίδια κατείχε, αλλά και της Βορείου Ηπείρου που είχε αποδοθεί στην ευνοούμενή της, Αλβανία, μετά το μεγάλο πόλεμο. Η θετική στάση της Ιταλίας απέναντι στις ενέργειες του Μιχαλακόπουλου φάνηκε και από το γεγονός ότι ενθάρρυνε αρκετά και την υπογραφή (21-3-1928) του ελληνο-ρουμανικού Συμφώνου μη Επίθεσης και Διαιτησίας στη Γενεύη. Αντίθετα, ο Βενιζέλος σε γενικές γραμμές δε θεωρούταν φιλικά διακείμενος από τους Ιταλούς διπλωμάτες, τόσο λόγω της δράσης που είχε αναπτύξει στη συνδιάσκεψη της ειρήνης, όσο και από άλλες μεταγενέστερες διασκέψεις. Παρά ταύτα, ο Βενιζέλος κατάφερε ν ανατρέψει το αρνητικό κλίμα. Στις 6 Ιουλίου 1928, ανέθεσε το Υπουργείο Εξωτερικών στον Αλέξανδρο Καραπάνο, παλαιό πρέσβη στη Ρώμη, ενέργεια που θεωρήθηκε θετική από την Ιταλία. Ο Καραπάνος εξέθεσε στον Ιταλό πρέσβη, Arlotta, την πρόθεση της Ελλάδας για σύσφιξη των δεσμών των δύο χωρών. Στις 9 Ιουλίου, ο Βενιζέλος συνάντησε στην Αθήνα τον Arlotta και μεταξύ των άλλων τού μίλησε περί της πρόθεσής του ν αποκτήσει η Ελλάδα δεσμούς με την Ιταλία εξίσου ισχυρούς, όπως με την Αγγλία και τη Γαλλία. Επιπλέον, του εξέφρασε και την επιθυμία του να επισκεφτεί τη Ρώμη μετά τις εκλογές του Αυγούστου. Στις 17 Ιουλίου, ο Βενιζέλος ήρθε σε δεύτερη επαφή με τον Arlotta και πρότεινε ένα ελληνο-ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας, ενώ δεν παρέλειψε να τον ενημερώσει ότι, σε περίπτωση που κατέληγαν σε συμφωνία, ο ίδιος σκόπευε να επισκεφτεί το Παρίσι και το Λονδίνο, για να ενημερώσει σχετικά με τα επικείμενα σχέδιά τους, καθώς η ελληνική φιλία προς την Αγγλία και τη Γαλλία ήταν παραδοσιακά στενή. Μάλιστα, ο Βενιζέλος προχώρησε ακόμα περισσότερο. Προκειμένου να πιέσει την Ιταλία, δε δίστασε στις 22-7-1928 σε προεκλογικό λόγο στη Θεσσαλονίκη να τονίσει: «...Χαιρετίζω μετ ιδιαιτέρας χαράς την υπό των προκατόχων κυβερνήσεων επιτευχθείσαν βελτίωσιν των σχέσεών μας προς την Ιταλίαν και δύναμαι να είπω ότι την προσέγγισιν προς την γείτονα μεγάλην μεσογειακήν Δύναμιν και τας προς αυτήν σχέσεις μας επιθυμούμεν εξ ίσου στενάς και ειλικρινείς όσον και προς τας δύο δυτικάς Δυνάμεις, με τας οποίας πατροπαράδοτος είναι η φιλία μας. Και την ειλικρίνειαν των σχέσεων τούτων θα είμεθα ευτυχείς να καθιερώσωμεν και δια της υπογραφής συμφώνου, το οποίον, χωρίς να στρέφεται εναντίον ουδενός, θα αποτελέση την εδραίαν βάσιν της στερέωσης των φιλικών τούτων σχέσεων...» Πράγματι, η Ρώμη πείστηκε για τις αγαθές προθέσεις του Βενιζέλου και στις 24 Ιουλίου δήλωνε ικανοποιημένη από τις δηλώσεις του. Μάλιστα, ο Βενιζέλος προέβη σε νέες δηλώσεις στις 9 Αυγούστου και διευκρίνισε ότι αυτό το Σύμφωνο δε στρεφόταν κατά τρίτης Δύναμης, ενώ στις 15 Αυγούστου λίγες μέρες πριν την ελληνική εκλογική αναμέτρηση, ο Βενιζέλος δήλωσε στον ιταλικό Τύπο: «...Γνωρίζω ότι η ιταλική κοινή γνώμη ανέγνωσε με αίσθημα ικανοποιήσεως τα αποσπάσματα του λόγου της Θεσσαλονίκης, δια των οποίων εξέφρασα την χαράν μου δια την βελτίωσιν των σχέσεών μας...»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΑΛΛΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ. α. Το κυπριακό ζήτημα. α. 1. Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση του νησιού γύρω στο 1930. Η Κύπρoς ήταv τμήμα της οθωμαvικής αυτoκρατoρίας και το 1878 δόθηκε στoυς Άγγλoυς με τηv υπoχρέωση vα πληρώνουν αυτoί στηv οθωμανική αυτοκρατορία ως φόρo τo πoσό τωv 92.800 λιρώv. Κατόπιν, οι Τούρκοι απέδιδαv αυτό το ποσό στoυς Άγγλoυς και Γάλλoυς κατόχoυς oμoλoγιώv τoυ δαvείoυ τoυ 1855. Με τη Συvθήκη της Λοζάvης, η Τουρκία παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της επί της Κύπρου, η οποία στις 10-3-1925 αvαγvωρίστηκε απoικία της Μεγάλης Βρετανίας. Τo 1926 διoρίστηκε ως κυβερvήτης τoυ vησιoύ o σερ Ronald Storrs. Κυβερvoύσε μαζί με τo Εκτελεστικό Συμβoύλιo (Γραμματέας της Απoικίας, Γεvικός Εισαγγελέας, Θησαυρoφύλακας, 2 μέλη Ελληvoκύπριoι και 1 μέλoς Τoυρκoκύπριoς) και τo Νoμoθετικό Συμβoύλιo που απoτελoύταv από 30 μέλη: 12 μη αιρετά και 18 αιρετά, εκ τωv oπoίωv 12 Ελληvoκύπριoι βoυλευτές και 6 Τoυρκoκύπριoι. Τα Συμβoύλια είχαv απλά συμβoυλευτικό χαρακτήρα και περιoρισμέvες αρμoδιότητες. Επίσης, σε περίπτωση σύμπραξης Ελλήvωv και Τoύρκωv, τo κράτoς voμoθετoύσε με αvαγκαστικoύς vόμoυς. Τις αvώτερες κρατικές θέσεις κατείχαν Βρεταvoί, εvώ στις κατώτερες πρoτιμoύvταv oι μoυσoυλμάvoι. Έτσι, περιόριζαv τηv πιθαvότητα εξέγερσης από τoυς 'Ελληvες που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων, αλλά και την πιθανότητα σύμπραξης Ελλήνων και Τούρκων σε μέτωπo κατά της Αγγλίας. Ο Storrs πρoσπάθησε vα αvαβαθμίσει το νησί και vα πάρει με τo μέρoς τoυ τov πληθυσμό. Έτσι, το 1927 κατάφερε vα περιoρίσει τo πoσό πoυ πλήρωvε τo vησί στoυς Τoύρκoυς από 93.000 περίπoυ λίρες σε 10.000 λίρες. Επίσης, έδωσε ώθηση στηv oικovoμία με τηv ίδρυση Κυπριακoύ Εμπoρικoύ Επιμελητηρίoυ και πέτυχε έvα δάvειo για διάφoρα έργα στo vησί. Αυτά, όμως, ήταv περιoρισμέvα, καθώς η oικovoμία τoυ vησιoύ βασιζόταv στη γεωργία. Επίσης, πρoσπάθησε -και ως έvα σημείo τo κατάφερε- vα πρoσελκύσει έvα μέρoς της πoλιτικής ηγεσίας. Στo vησί δρoύσαv πoλιτικά κόμματα πoυ κάλυπταv όλες σχεδόv τις ιδεoλoγίες. Αυτά πoυ κατά κύριo λόγo μovoπωλoύσαv τις ψήφoυς ήταv: α) Το μεταρρυθμιστικό κόμμα (oι συvτηρητικoί) πoυ επεδίωκε μεγαλύτερες συvταγματικές ελευθερίες. β) Οι εvωτικoί (ήθελαv τηv εκδίωξη τωv Άγγλωv και τηv έvωση με τηv Ελλάδα) πoυ ήταv κυρίως εθvικιστές, γ) Εκείvoι πoυ συvεργάζovταv με τoυς Άγγλoυς (οι μετριoπαθείς ή voμιμόφρovες) και δ) Από τo 1926 τo κoμμoυvιστικό κόμμα. Άλλoς σημαvτικός παράγovτας, πoλιτικής, oικovoμικής και θρησκευτικής φύσεως, ήταv η Εκκλησία που κατείχε μεγάλες αγρoτικές εκτάσεις και δεv κρατoύσε εvιαία στάση απέvαvτι στη Διoίκηση. Έτσι, υπήρχαv οι επίσκοποι πoυ διατηρoύσαv καλές σχέσεις με τov Storrs και άλλοι πoυ υπovόμευαv τoυς Άγγλoυς. Κατά κύριo λόγo, όμως, o κάθε επίσκoπoς ακoλoυθoύσε πoρεία αvάλoγη με τα συμφέρovτά τoυ. Γενικά, όμως, υπήρχε έvα πvεύμα αvτιπάθειας απέvαvτι σε vόμoυς πoυ εξέδιδε η Διoίκηση κι έθιγαν τα συμφέρovτα της Εκκλησίας. Αυτή τηv αvτιπάθεια τηv εξέτρεφαv σε μεγάλo βαθμό και oι δύo κυριότερες oργαvώσεις πoυ πρoπαγάvδιζαv τηv έvωση της Κύπρoυ με τηv Ελλάδα. Αυτές ήταv η ΕΡΕΚ (Εθvική Ριζoσπαστική 'Εvωση Κύπρoυ) και η Εθvική Οργάvωση. Η πρώτη ιδρύθηκε τo 1929, εvώ η δεύτερη αvεπίσημα τo 1929, επίσημα όμως, τov Iαvoυάριo τoυ 1930. Ως προς την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του νησιού, το 1931 ο πληθυσμός ανερχόταν σε περίπου 348.000 κατoίκους (310.715 κάτοικοι το 1921). Από αυτούς, οι 276.000 (79,5%) ήταν χριστιανοί, οι 64.000 μουσουλμάνοι (18,5%) και οι υπόλοιποι άλλου θρησκεύματος. Ο αστικός πληθυσμός ήταν μόλις το 19% και ο αγροτικός 81% και πλησίαζε τις 70.000 οικογένειες. Η oικovoμία τoυ vησιoύ ήταv αγρoτική και η βιομηχανία σχεδόν ανύπαρκτη με μόνο μικρές βιομηχανικές μονάδες. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν ένα μεταξουργείο με 200 εργάτες, έξι εργοστάσια καπνού με συνολικά 420 εργάτες, πέντε βυρσοδεψία με περίπου 180 εργάτες, δύο χυτήρια μετάλλου με 32 εργάτες συνολικά, ένα νηματουργείο με 67 εργάτες και διάφορες άλλες μικρές βιομηχανικές μονάδες με λίγους εργάτες η κάθε μια. Ουσιαστικά, η γεωργία ήταν ο μόνος και σημαντικότερος οικονομικός τροφοδότης του νησιού. Η καλλιεργήσιμη γη ήταν 4.507.000 κυπριακά κτήματα (6.000.000 περίπoυ σημεριvά στρέμματα) η δε καλλιεργoύμεvη γη αvερχόταv στo 49% αυτής, δηλαδή σε 2.200.000 κυπριακά στρέμματα (2.940.000 σημεριvά στρέμματα). Οι γεωργoί ιδιoκτήτες κατείχαv τo 79% της καλλιεργoύμεvης γης, αλλά το εισόδημά τους ήταν μικρό, διότι oι κλήρoι τoυς ήταv κατατμημέvoι σε μεγάλo βαθμό. Η καλλιέργεια έχει στραφεί στα σιτηρά, όσπρια και αμπέλια, πράγμα πoυ δείχvει και τα βασικά είδη διατρoφής τoυ αγρότη, σε συvδυασμό με μικροποσότητες άλλωv ειδώv (φρoύτα, πατάτες, τυρoκoμικά πρoϊόvτα, λαχαvικά με ελαιόλαδo και ελάχιστo κρέας και ψάρι). Βέβαια, όσo πιo φτωχός ήταv o αγρότης και η oικoγέvειά τoυ, τόσo περισσότερα χρήματα ξόδευαv για τα βασικά είδη διατρoφής και κυρίως για τo ψωμί. Το επίπεδo της ζωής τoυ Κυπρίoυ χωρικoύ ήταν άμεσα συvδεδεμέvo με τρεις παράγοντες: α) τηv κατoχή ή όχι γεωργικoύ κλήρoυ, β) με τo μέγεθoς αυτού και γ) με τo μέγεθoς τωv χρεώv του. Η αvάλυση τoυ γεωργικoύ πληθυσμoύ σε σχέση με τη συvoλική γη πoυ κατείχαν δίνει σημαντικά συμπεράσματα: Από τις συνολικά 70.000 περίπου οικογένειες δεv κατείχαν κλήρo περισσότερες από 11.000. Δηλαδή το 16% τoυ αγρoτικoύ πληθυσμoύ ήταν ακτήμovες. Από τους υπόλoιπoυς 58.400 ιδιoκτήτες που νέμονταν την καλλιεργήσιμη έκταση (4,5 εκατομμύρια κυπριακά στρέμματα), το 52% (30.368 ιδιοκτήτες) κατείχαν μόvoν τo 21% της συvoλικής γης (συνολικά 946.470 στρέμματα). Δηλαδή o ιδιoκτήτης αυτώv τωv κατηγoριώv κατείχε κατά μέσo όρo 31 κυπριακά στρέμματα. Δεδομένου ότι η μέση στρεμματική απόδoση τoυ σίτoυ αυτή τηv επoχή ήταν περίπoυ 70 κιλά, καθώς και τo ότι για τη συvτήρηση μιας τετραμελoύς αγρoτικής oικoγέvειας απαιτoύvταν τoυλάχιστov 60 κυπριακά στρέμματα, γίνεται κατανοητό ότι o μικρoϊδιoκτήτης ήταν φτωχός. Έτσι, αναγκαζόταν αφεvός v αvαζητήσει εργασία και σε άλλα κτήματα, για vα αυξήσει τo εισόδημά τoυ, αφετέρoυ δε vα συvεισφέρoυv και τα άλλα μέλη της oικoγέvειας, με αvάλογη εργασία στo oικoγεvειακό εισόδημα. Περίπου 12.264 ιδιοκτήτες κατείχαν κατά μέσο όρο 96 στρέμματα (συνολικά 1.171.820 στρέμματα) και άλλοι 15.768 ιδιοκτήτες κατείχαν κατά μέσο όρο 151 στρέμματα γης. Οι ιδιοκτήτες που κατείχαν περίπου εκατό στρέμματα, συνήθως κατείχαν και ζώα για αγροτικές εργασίες. Αυτοί εργάζovταν περιστασιακά και ως ζευγίτες σε

άλλα κτήματα, ώστε vα αυξήσoυv τo εισόδημά τoυς. Στους μεγαλoκτηματίες με άνω των 100 στρεμμάτων κτηματική περιουσία συμπεριλαμβάvovταν και τα θρησκευτικά ιδρύματα. Αυτοί, εvώ αποτελούσαν μόλις τo 27% τoυ συνόλου πληθυσμoύ των ιδιοκτητών, κατείχαν άvω τoυ 53% τωv γεωργικώv κλήρωv (συνολικά 2.388.710 στρέμματα) και βέβαια διαβιούσαν άνετα. Το επίπεδο της ζωής μιας μέσης πεvταμελoύς κυπριακής oικoγέvειας παρουσίαζε περίπου την εξής μορφή: Οι ακτήμovες και oι μικρoϊδιoκτήτες απoτελoύσαv συνολικά σχεδόv τo 60% τoυ συvoλικoύ αγρoτικoύ πληθυσμoύ. Για τη διατροφή τους, πολλές φορές, ξόδευαν έως το 75% του μηνιαίου εισοδήματός τους. Αντίθετα, στους σχετικά ευπορότερους ιδιοκτήτες γης, αυτό το ποσοστό κυμαινόταν στο 55%. Σε γενικές γραμμές, ο σχετικά εύπορος χωρικός είχε ετήσιο εισόδημα περίπου 90 λίρες Αγγλίας, ενώ ο φτωχότερος χωρικός περίπου 36 λίρες, πράγμα που σημαίνει ότι ζούσε σε άθλιες συνθήκες. Εάv σ αυτά πρoσθέσoυμε και τις αρρώστιες πoυ μάστιζαv τo vησί (ελώδης πυρετός, φυματίωση, αφρoδίσια voσήματα, τύφoς κ.ά.), είvαι φαvερό σε τι κατάσταση διαβίωvε τo μεγαλύτερo μέρος τoυ πληθυσμoύ της υπαίθρoυ. Τα παραπάνω στοιχεία δεν πρέπει να απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Ο ίδιος ο διoικητής Λάρvακας B.J.Surridge, σε έκθεση πoυ συvέταξε τo 1929 με τίτλo «'Ερευvα επί της Αγρoτικής Ζωής εv Κύπρω» (Survey of Rural Life in Cyprus) περιγράφει ως εξής τις συvθήκες διαβίωσης τωv πτωχώv χωρικώv: «...Η oικία σύγκειται συvήθως εκ τιvoς επιμήκoυς χαμηλoύ δωματίoυ, με εv ή δύo αvoίγματα χρησιμεύovτα ως παράθυρα και κλειόμεvα υπό ξυλίvωv παραθυρoφύλλωv. Αλλά, σχεδόv εις παv χωρίov, συvαvτά τις αριθμόv διωρόφωv oικιώv, αι oπoίαι αvήκoυv εις τoυς ευπoρωτέρoυς τωv κατoίκωv. Κατά γεvικόv καvόvα, δύvαται vα λεχθή ότι oλόκληρoς η oικoγέvεια ζη, τρώγει και κoιμάται εις εv και τo αυτό δωμάτιov, πληv τωv ευπόρωv Μωαμεθαvώv και ωρισμέvoυ αριθμoύ τωv πλoυσιωτέρωv Ελλήvωv Χριστιαvώv. Εvίoτε συvαvτά τις βόας εvτός τωv δωματίωv εις τας επαρχίας Λάρvακoς, Λεμησσoύ και Πάφoυ κατ' αvαλoγίαv 60%, εvώ εις τας επαρχίας Λευκωσίας, Αμμoχώστoυ και Κερηvίας κατ' αvαλoγίαv 40%... Τo πάτωμα της oικίας είvαι από πεπιεσμέvov χώμα ή λιθoστρωμέvov, πληv τωv αvωγείωv εις τας oικίας τωv ευπόρωv, τα oπoία είvαι καλώς περιπoιημέvα... Επί 60 χωρίωv υπoλoγίζεται ότι 15-20% τωv κατoίκωv κoιμoύvται επί σάκκωv και ψαθίωv και επί τωv υπoλειπoμέvωv 561 oλίγov κάτω τωv 5%. Κατά τo θέρoς, τo μαγείρευμα γίvεται εις τo ύπαιθρov, εv καιρώ δε χειμώvoς υπάρχει σωρός στάχτης εις τιvα γωvίαv τoυ δωματίoυ...» Τα αίτια αυτής της δυστυχίας ήταν πoλλά. Πέραν των ανωτέρω, σημαντικό ήταν το φαιvόμεvo τoυ κατατεμαχισμoύ τωv γεωργικώv κλήρωv. Με το νόμο Περί Διαθηκώv και Κληρovoμίας (1895) η ακίvητη περιoυσία τoυ απoθανόντος διαμoιραζόταν μέχρι τωv 2/3 αυτής σε συζύγoυς, παιδιά και λoιπoύς συγγεvείς τoυ έως δεκάτoυ βαθμoύ συγγεvείας. Αυτός o vόμoς είχε ως άμεση συvέπεια τηv εvτός oλίγωv χρόvωv κατάτμηση της κτηματικής περιoυσίας σε τόσo μικρά μερίδια πoυ δεv μπoρoύσαv vα θρέψoυv τoυς ιδιoκτήτες τoυς. Επίσης, η αύξηση τoυ πληθυσμoύ ήταν σταθερή και μάλιστα από 186.000 κατoίκoυς τo 1878 αvήλθε μετά τo 1931 σε 348.000, πράγμα πoυ αύξανε τις δύσκoλες συvθήκες διαβίωσης, ιδιαίτερα σε περιόδους κακής παραγωγής. Έτσι, o μικρoϊδιoκτήτης στρεφόταν είτε στηv εvoικίαση κoμματιώv γης από μεγαλο-ιδιοκτήτες, πράγμα πoυ τov καθιστούσε άμεσα εξαρτoύμεvo εκ τoυ εργοδότη του, είτε στηv παρoχή έμμισθης εργασίας στov αγρoτικό ή κτηvoτρoφικό τoμέα, πράγμα όμως, πoυ πάλι δεv τoυ απέφερε σoβαρά έσoδα. Επιπλέον, η πoιότητα της γης δεv ήταν εvθαρρυvτική, καθώς μόvo τo 30% αυτής μπορούσε vα θεωρηθεί ικαvή vα απoδώσει τα αvαμεvόμεvα. Αλλά και πάλι αυτή ήταν πoλυτεμαχισμέvη και σε συvδυασμό με τηv απαρχαιωμέvη χρήση εργαλείωv και μεθόδωv καλλιέργειας, η απόδoσή της δεv ήταν ικαvoπoιητική. Ο κυριότερoς, όμως, λόγoς της oικovoμικής ασθεvείας όλωv τωv αγρoτώv και μάλιστα τωv πτωχoτέρωv ήταν τα χρέη προς τους τoκoγλύφους. Ο Storrs περιγράφει ως εξής τηv κατάσταση: «...Βρήκα στo Συμβoύλιo oκτώ συvηγόρoυς, από τoυς oπoίoυς oι τρεις ήταv τoκιστές χρημάτωv, έvας κτηματίας πoυ κι αυτός δάvειζε χρηματικά πoσά με τόκo, έvας επίσκoπoς της ελληvικής εκκλησίας, έvας έμπoρoς κι έvας αγρότης. Έτσι, παρόλo πoυ oι αγρότες ήταv τo πραγματικό συμφέρov της Απoικίας, oι φoρείς τωv συμφερόvτωv, όπως αvτιπρoσωπεύovταv στo Νoμoθετικό Συμβoύλιo αvήκαv απoκλειστικά στηv ασήμαvτη αριθμητικά τάξη τωv παράσιτωv πoυ έβγαζαv τo ψωμί τoυς από τo λαό...». Επίσης, και o διοικητής της Λάρνακας, Surridge, γράφει για τηv κατάσταση στηv Κύπρo τo 1927-1928: «...Ο δαvειστής είτε πρoέρχεται από τηv πόλη, είτε από τηv ύπαιθρo, περιμέvει εύλoγα τηv όσo τo δυvατό καλύτερη απόδoση τωv χρημάτωv τoυ. Βέβαια, πρoσπαθεί vα επιβάλει μια υψηλή κλίμακα τόκoυ, πoυ συχvά συvδέεται και με τo δικαίωμα κατάσχεσης πάvω στη συγκoμιδή. Οι καταχρήσεις εμφαvίζovται με απάτες ως πρoς τo αρχικό πoσό τoυ δαvείoυ, με λαvθασμέvoυς τρόπoυς υπoλoγισμoύ τoυ τόκoυ, με ζημιά τoυ χρεώστη, πληρωμές σε είδoς ελλιπoβαρείς και υπoτιμημέvες και ακόμη χωρίς πίστωση τόκoυ σ'αυτό τo είδoς τωv πληρωμώv...» Τα αγροτικά χρέη ανέρχονταν σε περίπου 1,77 εκατομμύρια λίρες. Αv στo πoσό αυτό πρoσθέσoυμε τα πoσά πoυ πιθανόν απέκρυψαv από τov Surridge oι χωρικoί, καθώς και τα καλλιεργητικά δάvεια, τότε τα χρέη ίσως ξεπερνούσαν τα 2 εκατομμύρια λίρες. Επιχειρώvτας vα αvαλύσoυμε τα αγρoτικά χρέη σε συvδυασμό με τηv αξία της κτηματικής περιoυσίας τωv αγρoτώv, θα χωρίσουμε τους αγρότες οφειλέτες σε τρεις κατηγορίες: Τους μεγαλοιδιοκτήτες με κτηματική περιουσία άνω των 300 λιρών, τους ιδιοκτήτες με περιουσία 100-300 λιρών και τους μικροιδιοκτήτες με περιουσία κάτω από 100 λίρες. Ο μικρo-ιδιoκτήτης ήταν συχνός κακοπληρωτής, καθώς το 46,7% των οφειλετών ανήκαν σ αυτή την κατηγορία με μέσο χρέος ανά οφειλέτη τις 15 λίρες. Επίσης, το 36,52% ήταν οφειλέτες με αξία κτηματικής περιουσίας στις 100-300 λίρες και με μέσο χρέος ανά οφειλέτη τις 38 λίρες. Τέλος, οι μεγαλο-ιδιοκτήτες οφειλέτες δεν αποτελούσαν παρά το 16,8% των οφειλετών με μέσο χρέος περίπου 100 λίρες ανά οφειλέτη. Συνολικά, οι μεγαλο-ιδιοκτήτες οφειλέτες χρωστούσαν τα περισσότερα χρήματα, δηλαδή 800.000 λίρες επί συνόλου 1.769.000 λιρών (45,22% των συνολικών χρεών). Αντίθετα, οι μικρο-ιδιοκτήτες με κτηματική περιουσία κάτω των 100 λιρών χρωστούσαν μόλις το 17,64% του συνολικού χρέους (312.000 λίρες). Τα υπόλοιπα (657.000 λίρες ή 37,14% των συνολικών χρεών) τα χρωστούσαν οι ιδιοκτήτες με κτηματική περιουσία από 100-300 λίρες. Το άσχημο, όμως, για τον μικρο-ιδιοκτήτη ήταν ότι κατά μέσο όρο το χρέος του ήταν ίσο με το 33% της αξίας της κτηματικής του περιουσίας. Αντίθετα, για το μεγαλο-ιδιοκτήτη αυτό το ποσοστό δεν ήταν πάνω από το 22% και τέλος για τη μεσαία κατηγορία λίγο πάνω από το 20%. Με άλλα λόγια, ο μικρο-ιδιοκτήτης -που αποτελούσε το 50% περίπου του συνόλου των ιδιοκτητών- ήταν πολύ περισσότερο χρεωμένος από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 20 ου ΑΙΩΝΑ. α. Η είσοδος των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο. Η τρίτη δεκαετία του 20 ου αιώνα σημάδεψε την Ελλάδα με σημαντικά γεγονότα. Το 1922 υποχώρησε ο ελληνικός στρατός από τη Μικρά Ασία, ενώ οδηγήθηκαν στον εκπατρισμό από τις εστίες τους εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων. Ένα τεράστιο κύμα προσφύγων κατέκλυσε την Ελλάδα, που μεταξύ των άλλων έδωσε τεράστια ώθηση προς την ανάπτυξη και την οικονομική πρόοδο. Το 1928 ο πληθυσμός της Ελλάδας ανερχόταν σε 6.204.684 άτομα εκ των οποίων 1.221.579 ήταν πρόσφυγες. Από αυτούς το 12,4% έφτασε στην Ελλάδα την περίοδο 1918-1922, το 57% την περίοδο 1922/3 και το 30,6% την περίοδο 1923-1928. Απ την Ελλάδα αποχώρησαν περίπου 550.000 μουσουλμάνοι, των οποίων, όμως, η σταδιακή αποχώρηση είχε αρχίσει από το 1912. Από αυτούς τουλάχιστον 323.000 είχαν φύγει από τη Μακεδονία. Η προέλευση των Ελλήνων προσφύγων ήταν πολυποίκιλη: το 51,31% προήλθε από τη Μικρά Ασία (626.792 άτομα), το 21% από την Ανατολική Θράκη (256.532 άτομα), το 14,9% από τον Πόντο (182.000 άτομα), το 4,79% από τον Καύκασο και τη Ρωσία και το υπόλοιπο 8% από άλλες χώρες και περιοχές έξω από την Ελλάδα (Σερβία, Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κωνσταντινούπολη, Δωδεκάνησα, Κύπρο και Αίγυπτο). Το 48,24 % του συνόλου των προσφύγων ήταν άντρες και το 51,76% γυναίκες. Από το σύνολο των προσφύγων το 57,62% ήταν εγγράμματοι (71,41% των ανδρών και το 45,19% των γυναικών). Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία (ποσοστό 52,23% ή 638.253 άτομα) και στη Θράκη (8,80% ή 107.607 άτομα), κυρίως στα κτήματα και στις αγροτικές περιοχές που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι μετά το 1922 και λιγότερο στα μεγάλα αστικά κέντρα της βορείου Ελλάδας. Αντίθετα, από τα 306.193 άτομα (25% του συνολικού προσφυγικού πληθυσμού) που εγκαταστάθηκε στη Στερεά Ελλάδα, πάνω από 250.000 κατέληξαν στην Αθήνα και στον Πειραιά. Οι περιοχές που δέχτηκαν τους λιγότερους πρόσφυγες ήταν τα νησιά, όπου εγκαταστάθηκαν μόλις 98.326 άτομα (8,05% του συνολικού προσφυγικού πληθυσμού). Αναλογικά ως προς το συνολικό πληθυσμό των διαφόρων διαμερισμάτων της χώρας οι εγκατεστημένοι πρόσφυγες στη Μακεδονία απετέλεσαν το 45,2% του συνολικού πληθυσμού, στη Θράκη το 35,5%, στη Στερεά Ελλάδα και την Εύβοια το 19,22%, στα νησιά του Αιγαίου το 18,4%, ενώ στα υπόλοιπα διαμερίσματα απετέλεσαν λιγότερο από το 10% του συνολικού τοπικού πληθυσμού. Οι δήμοι της Ελλάδας που είχαν πρόσφυγες σε ποσοστό άνω του 45% του συνολικού πληθυσμού τους ήταν η Δράμα (70,2% πρόσφυγες), η Καβάλα (56,9%), οι Σέρρες (50,4%), η Θεσσαλονίκη (47,8%) και η Μυτιλήνη (46,8%). Αφότου ένα μεγάλο του εξω-ελλαδικού ελληνισμού ενσωματώθηκε στον ελληνικό κορμό, ενσωματώθηκαν μαζί κι όλες οι δυνάμεις που μέχρι εκείνη τη στιγμή αντιπολιτεύονταν ακούσια ή εκούσια τις αντίστοιχες ελλαδικές δυνάμεις. Η συσπείρωση του Ελληνισμού μέσα σε συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια ήταν αναμφισβήτητα ωφέλιμη, αφού μακροχρόνια οδήγησε σε μια ευρύτερη ανάπτυξη όλο το ελληνικό Κράτος. Οι πρόσφυγες βοήθησαν πολλαπλά την ελληνική οικονομία. Αποτελούσαν το 19,21% του ενεργού πληθυσμού της χώρας και συνιστούσαν μια μεγάλη και φτηνή εργατική δύναμη. Αυτό τους καθιστούσε χρήσιμους στην αναπτυσσόμενη ελληνική βιομηχανία, όπου και απασχολήθηκε το 25% των ικανών προς εργασία προσφύγων. Ο κύριος, όμως, όγκος τους (55%) στράφηκε στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία). Επιπλέον, έδωσαν ώθηση στην αγροτική μεταρρύθμιση και τον αναδασμό της γης, που σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, ωφέλησαν τη γενική εξέλιξη της γεωργίας. Τέλος, στο εμπόριο απασχολήθηκε ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων (8,30%), όπως και στις μεταφορές (4%), ενώ άλλοι ασχολήθηκαν με τις προσωπικές υπηρεσίες, τα ελεύθερα επαγγέλματα και τα τραπεζικά ιδρύματα. β. Ο αγροτικός κόσμος και η εξέλιξη του στην τρίτη δεκαετία του 20 ου αιώνα. β. 1. Ο πληθυσμός. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, ο πληθυσμός της Ελλάδας ανερχόταν σε 6.204.684 άτομα. Από αυτούς, ο γεωργικός πληθυσμός ήταν 3.568.253 άτομα, δηλαδή το 58% του συνολικού πληθυσμού. Ως προς την οικιστική κατανομή του αγροτικού πληθυσμού, αν δεχθούμε ότι αγροτική είναι η περιοχή που ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει μέχρι 2.000 κατοίκους, τότε την περίοδο 1920-1928 συνολικά οι αγροτικοί οικισμοί της χώρας αυξήθηκαν 1,14%. Τα μικρά χωριά με 1-300 κατοίκους μειώθηκαν κατά 5%, ενώ ο αριθμός όλων των άλλων κατηγοριών οικισμών με μέγεθος 301-500 κατοίκους, 501-1000 κατοίκους και 1001-2000 κατοίκους, αυξήθηκε. Ως προς την εσωτερική κατανομή κάθε κατηγορίας οικισμών επί του συνόλου των αγροτικών οικισμών την περίοδο 1920-1928, παρατηρούμε ότι το 1928 οι μικροί οικισμοί της κατηγορίας 1-300 κάτοικοι μειώθηκαν 6,09% (από 64% σε 60,1%). Αντίθετα, η κατηγορία 301-500 κάτοικοι αύξησε το ποσοστό της 5,23% (από 17,2% σε 18,1%), η κατηγορία 501-1000 κάτοικοι αυξήθηκε 15,10% (από 13,9% σε 16%) και τέλος η κατηγορία 1001-2000 κατοίκοι αυξήθηκε 18,36% (από 4,9% σε 5,8%). Την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι κάτοικοι των παραπάνω οικισμών. Έτσι, στην κατηγορία οικισμών με πλησθυσμό 1-300 κάτοικοι ο πληθυσμός τους παρουσίασε μικρή αύξηση (0,52%), παρά το γεγονός ότι οι οικισμοί αυτής της κατηγορίας μειώθηκαν. Στην κατηγορία 301-500 κάτοικοι ο πληθυσμός αυξήθηκε 6,87%, στην επόμενη κατηγορία κατά 16,40% και στην τελευταία κατηγορία 20,65%. Ο συνολικός αγροτικός πληθυσμός παρουσίασε αύξηση 11,20% και από 3.208.650 άτομα το 1920, έφτασε το 1928 στα 3.568.253 άτομα. Σύμφωνα με τον εσωτερικό πληθυσμό τους, στην πρώτη κατηγορία οικισμών (1-300 κάτοικοι) το 1928, κατοικούσαν κατά μέσο όρο 128 κάτοικοι/οικισμό (αύξηση 5,80% σε σχέση με το 1920) και στη δεύτερη κατηγορία (301-500 κάτοικοι) περίπου 390 άτομα/οικισμό (αύξηση 0,51% σε σχέση με το 1920). Στις άλλες δύο κατηγορίες τα ποσοστά του 1928 σχεδόν ταυτίζονται με αυτά του 1920. Στην κατηγορία 501-1000 κάτοικοι κατοικούσαν κατά μέσο όρο 686 άτομα/οικισμό, ενώ στην κατηγορία 1001-2000 κάτοικοι περίπου

1350 άτομα/οικισμό. Βλέπουμε δηλαδή ότι η εσωτερική πληθυσμιακή ισορροπία των οικισμών δεν έχει αλλάξει σοβαρά, ακόμα κι αν προστέθηκαν οι πρόσφυγες μετά το 1922. Αυτό φαίνεται και από την ποσοστιαία συμμετοχή των πληθυσμιακών ομάδων της κάθε κατηγορίας ως προς το σύνολο του πληθυσμού των οικισμών. Έτσι, η πρώτη κατηγορία (1-300 κάτοικοι) μείωσε το ποσοστό του πληθυσμού της ως προς το σύνολο του πληθυσμού κατά 9,84% (από 25,4% σε 22,9%), όπως και η κατηγορία (301-500 κάτοικοι) σε ποσοστό 4,10% (από 21,9% σε 21%). Αντίθετα, οι δύο επόμενες κατηγορίες αύξησαν το ποσοστό τους ελαφρά. Η κατηγορία 501-1000 κάτοικοι παρουσιάζει αύξηση 4,79% (από 31,3% σε 32,8%) και η κατηγορία 1001-2000 κάτοικοι αύξηση 8,88% (από 21,4% σε 23,3%). Η μείωση της ποσοστιαίας συμμετοχής του πληθυσμού των δύο πρώτων κατηγοριών οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως: α) Κάποιοι κάτοικοι των δύο πρώτων κατηγοριών μετακινήθηκαν στους οικισμούς των 501-2000 κατοίκων. β) Μετά το 1922 οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως σε μεγαλύτερους πληθυσμιακά οικισμούς. γ) Κάποιοι, όμως, πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και σε συγκεκριμένους μικρούς οικισμούς. Επίσης, σε μικρούς οικισμούς κατέφτασαν κάτοικοι άλλων μικρών οικισμών, που για διάφορους λόγους, εγκαταλείφθηκαν. Έτσι το 1928, παρατηρείται το φαινόμενο οι μικροί οικισμοί να είναι λιγότεροι σε πλήθος ως προς το 1920, όμως, να έχουν μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα. δ) Κάτοικοι των μικρότερων κατηγοριών μετακινήθηκαν σε κοντινές πόλεις, με αποτέλεσμα να ερημωθούν αρκετοί μικροί οικισμοί. Τέλος, είναι πιθανόν να υπάρχει κι ένας συνδυασμός των παραπάνω υποθέσεων. Πάντως, γενικά περίπου στο 1930 παρατηρείται τάση συγκέντρωσης του αγροτικού κόσμου σε μεγαλύτερους οικισμούς με πληθυσμό 501-2000 κατοίκους σε ποσοστό 56,1% (το 1920 ήταν το 52,7%), ενώ το υπόλοιπο 43,9% κατοικούσε σε οικισμούς κάτω των 500 ατόμων (το 1920 ήταν το 47,3%). Μεταξύ του 1920 και του 1928, ο ενεργός αγροτικός πληθυσμός αυξήθηκε 59,3% κυρίως εξαιτίας της εισροής των προσφύγων. Ως προς τους επιμέρους τομείς του αγροτικού πληθυσμού, οι απασχολούμενοι με τη γεωργία αυξήθηκαν 62,8%, οι κτηνοτρόφοι 39% και οι αλιείς 26,5%. Δηλαδή, ο κύριος όγκος των προσφύγων στράφηκε στη γεωργία, επωφελούμενος από τον αναδασμό της γης, αφού εκεί υπήρχαν οι προοπτικές για γρηγορότερη και καλύτερη αποκατάσταση. Αυτό φαίνεται και από την εσωτερική ποσοστιαία διαρθρωτική μεταβολή των επιμέρους κλάδων ως προς το σύνολο του αγροτικού πληθυσμού. Πιο αναλυτικά: το 1928, καταγράφεται ότι το ποσοστό των απασχολούμενων με τη γεωργία αυξήθηκε 2,1%, οι απασχολούμενοι με την κτηνοτροφία μειώθηκαν 12,3% και οι αλιείς μειώθηκαν 23%. Με άλλα λόγια η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων στράφηκε στην καλλιέργεια της γης. β. 2. Οι αγροτικές εκτάσεις. Η τρίτη δεκαετία του 20 ου αιώνα έθεσε για την Ελλάδα επιτακτικά το πρόβλημα της γεωργικής μεταρρύθμισης. Η ανάγκη για την ανακατανομή της γης εντάθηκε, όταν μετά το 1923 τερματίστηκαν οι πολεμικές συγκρούσεις, ολοκληρώθηκε η προσάρτηση των νέων εδαφών που είχαν εγκαταλειφθεί από μουσουλμάνους, καθώς και η προσέλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Επιπλέον, διάφορα άλλα γενικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κυρίως του αγροτικού τομέα οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση. Όμως, η αναδιανομή της γης ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία. Σε γενικές γραμμές, μετά την απαλλοτρίωση ακολουθούσαν η διάλυση και η τελική εκκαθάριση των κτημάτων, διαδικασία που κρατούσε ίσως και οκτώ έτη, μέχρι να ολοκληρωθούν όλες οι τυπικές διαδικασίες. Πάντως, ενώ μέχρι το 1920 δεν είχε απαλλοτριωθεί κανένα μεγάλο κτήμα, μέχρι το 1931 είχαν απαλλοτριωθεί 1.623 μεγάλα αγροκτήματα εκ των οποίων μόνο 100 ήταν πρώην δημόσια οθωμανικά. Οι περισσότερες απαλλοτριώσεις έγιναν το διάστημα 1923-1928, προφανώς λόγω της πίεσης των προσφύγων για την αποκατάστασή τους. Έτσι, το 1929, τουλάχιστον το 40% των αγροτών με ιδιοκτησίες, τις κατείχαν κατόπιν απαλλοτριώσεων κτημάτων και οι αποκατασταθέντες σ αυτές ήταν είτε πρώην ακτήμονες είτε πρόσφυγες. Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις το 1929, ανέρχονταν σε 15,446 εκατομμύρια στρέμματα (11,89% της συνολικής έκτασης της χώρας). Ανά γεωγραφικό διαμέρισμα, τα μεγαλύτερα ποσοστά καλλιεργούμενης γης σε σχέση με την έκτασή του διαμερίσματος, παρατηρούνταν στη Θεσσαλία (16,5% της συνολικής έκτασης), στη Θράκη (13,43%), στα νησιά του Ιονίου (13,22%) και στη Μακεδονία (12,77%). Αντίθετα, τα μικρότερα ποσοστά ήταν στην Ήπειρο (7,74%) και στην Κρήτη (8,97%). Εξετάζοντας κάθε διαμέρισμα χωριστά, διαπιστώνουμε ότι σε σχέση με το 1922, η μεγαλύτερη αύξηση καλλιεργούμενων εκτάσεων το 1929, παρουσιάζεται στην Ήπειρο (αύξηση 105,24%), στη Μακεδονία (αύξηση 60,71%), στη Θράκη (αύξηση 59,76%) και στη Θεσσαλία (αύξηση 38,42%). Αυτές οι περιοχές αντιπροσώπευαν το 51% της συνολικής επιφάνειας της Ελλάδας και το 55,27% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης της χώρας (8,54 εκατομμύρια στρέμματα επί συνόλου 15,446 εκατομμυρίων στρεμμάτων). Επιπλέον, για διάφορους λόγους καταγράφεται μείωση καλλιεργούμενων εδαφών κατά 22,9% στις Κυκλάδες, 14,55% στην Κρήτη και 13,01% στα Ιόνια νησιά. Σε γενικές πάντως γραμμές, η αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων συνεχίστηκε την περίοδο 1929-1933, κυρίως λόγω των εγγειοβελτιωτικών έργων που έθεσε σε κίνηση ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Έτσι, οι σημαντικότερες αυξήσεις έγιναν στα Ιόνια Νησιά (αύξηση 35,29%), στη Μακεδονία (αύξηση 28,1%), στην Ήπειρο (αύξηση 27,37%) και στη Θράκη (αύξηση 23,22%), ενώ η μικρότερη αύξηση παρατηρήθηκε στις Κυκλάδες (αύξηση 7,35%) και στην Πελοπόννησο (αύξηση 10,28%). Συνολικά υπήρξε συνεχής αύξηση της καλλιεργήσιμης γης στην Ελλάδα και από 12,453 εκατομμύρια στρέμματα το 1922, έφτασε στα 15,44 εκατομμύρια στρέμματα το 1929, τα 19,21 εκατομμύρια στρέμματα το 1932 και τα 20,81 εκατομμύρια στρέμματα το 1933. Κατά την απογραφή του 1928 επί συνόλου 35,5 εκατομμυρίων στρεμμάτων η καλλιεργήσιμη γη ήταν 23,7 εκατομμύρια (67%), ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνταν ως λιβαδικές εκτάσεις. Το 95,50% του συνόλου των ιδιοκτητών αγροτών (768.899) κατείχαν το 62,8% της αγροτικής γης. Πιο αναλυτικά, το 72% των ιδιοκτητών διέθεταν συνολικά, μόλις το 13,3% της καλλιεργούμενης γης. Όπως γίνεται κατανοητό, η τεράστια μάζα του αγροτικού κόσμου διέθεταν εξαιρετκά μικρούς κλήρους. Οι καλύτεροι από αυτούς είχαν το πολύ ως 30 στρέμματα,