ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ 2 Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (09/11/2014) ΖΗΤΗΜΑ 1 Ο Αντιστοίχιση: 1-γ 2-δ 3-α 4-ε 5-β ΖΗΤΗΜΑ 2 Ο Eρωτήσεις σωστού-λάθους: 1: λάθος Αιτιολόγηση: Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων της πρώτης Εθνοσυνέλευσης έγιναν σαφέστερες οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων. Ωστόσο, οι ηγέτες τους κατάφεραν να αποφύγουν τις ακραίες θέσεις, να επιβληθούν στις ριζοσπαστικές ομάδες των κομμάτων τους και να πάρουν από κοινού αποφάσεις για τις συνταγματικές ρυθμίσεις. 2: σωστό 3: λάθος Αιτιολόγηση: Ο Δ. Βούλγαρης ήταν ηγέτης της παράταξης των πεδινών. Οι ορεινοί απαρτίστηκαν από διάφορες ομάδες (υπό τον Δ. Γρίβα και τον Κ. Κανάρη). 4: σωστό 5: λάθος Αιτιολόγηση: Το κίνημα στο Γουδί εκδηλώθηκε στις 15 Αυγούστου του 1909. ΖΗΤΗΜΑ 3 Ο
Σημείωση: Παρακάτω παρατίθενται τα σχετικά με το περιεχόμενο των όρων τμήματα του σχολικού εγχειριδίου. Η περιληπτική ή συντομότερη απόδοσή τους είναι αποδεκτή και θεμιτή. Εδραίωση του δικομματισμού: Ο Τρικούπης είχε υποστηρίξει δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας της χώρας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο της Αγγλίας. Το διάστημα μεταξύ του 1875 και του 1880 αποτέλεσε μεταβατική περίοδο. Στις εκλογές του 1875 και του1879 κανένα κόμμα δεν κέρδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Λίγα χρόνια αργότερα,το 1884, τα δύο μεγάλα κόμματα, του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη, έλεγχαν το 92,2% των εδρών στο Κοινοβούλιο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα και ο δικομματισμός θεμελιώθηκαν. Αρχή της δεδηλωμένης: Παρά την έντονη αντίδραση του βασιλιά Γεωργίου Α, η Εθνοσυνέλευση του 1862-4 επέβαλε την αρχή να προέρχεται η κυβέρνηση από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό που δεν ορίστηκε με σαφήνεια, διότι θεωρήθηκε αυτονόητο, ήταν ότι ο βασιλιάς όφειλε να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε βουλευτή του κόμματος που είχε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο Γεώργιος εκμεταλλεύτηκε αυτή την ασάφεια, για να διορίζει κυβερνήσεις της αρεσκείας του, μέχρι την ψήφιση της αρχής της δεδηλωμένης το 1875. Η ιδέα ανήκε στον νέο τότε πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος υποστήριξε δημόσια ότι μόνη λύση στο πρόβλημα της πολιτικής αστάθειας ήταν η συγκρότηση δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, σύμφωνα με το πρότυπο της Αγγλιας. Για να καταστεί αυτό δυνατόν, έπρεπε ο βασιλιάς να αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μόνο σε πολιτικό ο οποίος σαφώς είχε τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Αυτό θα στερούσε από τα κόμματα της μειοψηφίας τη δυνατότητα να σχηματίζουν κυβέρνηση, θα τα ωθούσε σε συνένωση με τα μεγάλα και θα είχε ως αποτέλεσμα σταθερότερες κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Ο βασιλιάς, υπό την πίεση της αντιπολίτευσης και του επαναστατικού αναβρασμού, υιοθέτησε τελικά την άποψη του Τρικούπη, η οποία αποτελεί τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας, καθώς οδήγησε σε μεταβολή του πολιτικού τοπίου. Νέα γενιά: Η παρακμή των ξενικών κομμάτων συμπίπτει με την ανάδειξη μιας νέας γενιάς ανθρώπων με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και καταβολές. Οι ηγετικές προσωπικότητες των ξενικών κομμάτων είχαν βιώσει την Επανάσταση και η νοοτροπία τους, τα ιδανικά τους, οι απόψεις τους είχαν διαμορφωθεί στην προεπαναστατική περίοδο. Για την αμέσως επόμενη γενιά, η Επανάσταση ανήκε στην ιστορία. Η γενιά αυτή βίωνε ραγδαίες αλλαγές λόγω των συχνών πολιτικών μεταβολών και της οικονομικής και τεχνικής ανάπτυξης, που ακολουθούσαν πρωτόγνωρους ρυθμούς. Η οικονομική και κοινωνική μεταβολή είχαν ως συνέπεια την εκ θεμελίων μεταβολή της αντίληψης για τη ζωή. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να ζουν όπως οι πρόγονοί τους. Αυξήθηκε ο αστικός πληθυσμός, ο οποίος βρισκόταν πιο κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων και είχε μεγαλύτερη δυνατότητα ενημέρωσης για τις εξελίξεις. Εντυπωσιακή ήταν επίσης και η μείωση των αναλφάβητων στον ανδρικό πληθυσμό. Η σχετικά γρήγορη διάδοση της παιδείας αύξησε τις κοινωνικές
εντάσεις. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων αυξήθηκαν. Ακόμη και οι ημιμαθείς άρχισαν να επικρίνουν τις δυσλειτουργίες του κράτους και την καθυστέρηση σε σχέση με τις χώρες της Δύσης, ενώ εντάθηκε η επιθυμία για συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Η νέα γενιά δεν είχε της εμπειρίες της προηγούμενης (τουρκοκρατία, επανάσταση, αντιβασιλεία, βοήθεια των Δυνάμεων σε κρίσιμες στιγμές) και αποστασιοποιήθηκε από τις αντιπαραθέσεις που κυριαρχούσαν στην προηγούμενη γενιά και από τα κόμματα που τις εξέφραζαν. ΖΗΤΗΜΑ 4 Ο Ενδεικτικές απαντήσεις: Ι. Το Σύνταγμα του 1864 προέκυψε μέσα από τις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης του 1862-4, ως αποτέλεσμα της επανάστασης και της αποχώρησης του Όθωνα το 1862. Μέσα σε συνθήκες κυβερνητικής αστάθειας και εμφυλίου πολέμου, η Εθνοσυνέλευση χρειάστηκε δύο ολόκληρα χρόνια για να φτάσει στην ψήφιση Συντάγματος. Το Σύνταγμα, όμως, του 1864 διαφοροποιούνταν σημαντικά σε σχέση με εκείνο του 1844 και, όπως επισημαίνει το παράθεμα, αποτέλεσε σταθμό στην συνταγματική ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Η κρίση αυτή στηρίζεται, κατά τον ιστορικό, στο γεγονός ότι το Σύνταγμα αυτό υπήρξε το μακροβιότερο και, παράλληλα, αποτέλεσε τη βάση του Συντάγματος του 1911 αλλά και του 1952. Όπως γνωρίζουμε, μόλις το 1911 (47 χρόνια μετά), με την άνοδο του Βενιζέλου, το Σύνταγμα του 1864 αναθεωρήθηκε με τροποποιήσεις μη θεμελιωδών διατάξεών του. Επομένως, όπως υποστηρίζει το παράθεμα, η σημασία του Συντάγματος του 1864 ξεπερνά την εποχή του, αφού επηρέασε σημαντικά τα μεταγενέστερα Συντάγματα της χώρας ως τα μέσα του 20 ου αιώνα. Μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο Συντάγματα, του 1844 και του 1864, ήταν το πολίτευμα που οριζόταν σε αυτά, αφού πραγματοποιήθηκε το πέρασμα από τη συνταγματική μοναρχία του 1844 (επί Όθωνα) στη βασιλευομένη δημοκρατία (με πρώτο βασιλιά τον Γεώργιο Α ). Το παράθεμα τονίζει εμφατικά αυτή την πολιτειακή αλλαγή, η οποία περιόριζε σημαντικά το ρόλο του βασιλιά. Το Σύνταγμα του 1844 ήταν «Σύνταγμα συνάλλαγμα» ή «Σύνταγμα συμβόλαιο», όπως είναι γνωστό, στην κατάρτιση του οποίου η Συντακτική συνέλευση συνέπραξε με το βασιλιά Όθωνα. Αντίθετα, στο Σύνταγμα του 1864, ο βασιλιάς δεν αποτέλεσε παράγοντα της συντακτικής εξουσίας και η κατάρτιση του Συντάγματος ήταν αποκλειστικό έργο της Συντακτικής συνέλευσης. Μία θεμελιώδης για τη δημοκρατία αρχή, που καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1864, ήταν αυτή της λαϊκής κυριαρχίας. Σύμφωνα με το παράθεμα, η αρχή αυτή επισφράγιζε το πέρασμα από τη μοναρχία στη δημοκρατία, το οποίο είχε ξεκινήσει με το Ψήφισμα της 10 ης Οκτωβρίου του 1862 που καταργούσε τη Βασιλεία του Όθωνα, λίγο πριν την αποχώρησή του από τη χώρα. Το άρθρο 21 μάλιστα, που καθιέρωνε την
αρχή της λαϊκής κυριαρχίας σχεδόν σαράντα χρόνια μετά το Σύνταγμα της Τροιζήνας, παρατίθεται ολόκληρο από τον ιστορικό, λόγω της καθοριστικής σημασίας του. Πάνω σ αυτό το διπλό περιορισμό της εξουσίας του βασιλιά (μετάβαση στη βασιλευομένη δημοκρατία και καθιέρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας) στηρίζεται, κατά το παράθεμα, ο σύγχρονος χαρακτήρας του Συντάγματος του 1864 σε σχέση με τα δημοκρατικά Συντάγματα των χωρών της Ευρώπης στην εποχή του, αφού η πολιτειακή φιλοσοφία που προκύπτει από τη δημοκρατία απέχει αρκετά από αυτή της μοναρχίας και μέσα σ αυτό το διαφορετικό πλαίσιο πρέπει να νοηθεί η επανάληψη διατάξεων από το Σύνταγμα του 1844 σχετικά με τις βασιλικές εξουσίες. Τέλος, ο ρόλος του λαού και, κατ επέκταση, ο περιορισμός του βασιλιά, κατά το παράθεμα, ενδυναμωνόταν και από το άρθρο 44, που καθιέρωνε το «τεκμήριο αρμοδιότητος», καθώς και από το άρθρο 66, που όριζε την καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη της Βουλής, η οποία, όπως γνωρίζουμε, αναφερόταν στον ανδρικό πληθυσμό και γινόταν με σφαιρίδια. Θα πρέπει, ακόμη, να σημειώσουμε ότι με το Σύνταγμα του 1864 κατοχυρώθηκε και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αλλά και η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, μια σημαντική παράλειψη του προηγούμενου Συντάγματος, η οποία άνοιγε το δρόμο για την ελεύθερη συγκρότηση κομμάτων. Τα κόμματα θεωρήθηκαν απαραίτητα για την έκφραση της βούλησης της κοινής γνώμης, με το επιχείρημα ότι η εναλλακτική λύση είναι οι συνωμοτικοί κύκλοι ή οι βιαιοπραγίες. ΙΙ. Ο Κωλέττης, ως αρχηγός του έντονα προσωποπαγούς γαλλικού κόμματος, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη πολιτική φυσιογνωμία. Επεδίωκε μια κυβερνητική πολιτική που θα ενίσχυε το ρόλο του βασιλιά, υπονομεύοντας έτσι τον κοινοβουλευτισμό. Το πρώτο παράθεμα, επιβεβαιώνει αυτή την πρακτική, επισημαίνοντας τη στήριξή του από τον Όθωνα και τη δημιουργία στρατοπέδου εκ μέρους τους ενάντια στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, καθώς από κοινού παρεμπόδιζαν τις προσπάθειες της Βουλής και της Γερουσίας να επηρεάσουν το σχηματισμό της κυβέρνησης. Η συμπάθεια που έτρεφε η μοναρχία προς αυτόν είναι εμφανής και μέσω της ενδεικτικής εκφοράς της βασίλισσας Αμαλίας, συζύγου του Όθωνα, σύμφωνα με την οποία ο Κωλέττης δεν είναι πολύ συνταγματικός και φιλελεύθερος, εννοώντας, προφανώς, ότι είναι αρκούντως φίλα προσκείμενος στη μοναρχική εξουσία. Όπως γνωρίζουμε, ένα ακόμη μελανό σημείο στη διακυβέρνηση του Κωλέττη ήταν το γεγονός ότι δε δίσταζε να χρησιμοποιεί βία και νοθεία για να τρομοκρατεί τους εκλογείς, ώστε να ψηφίζουν υπέρ του κόμματός του. Το παράθεμα συνηγορεί σ αυτό, αναφέροντας χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ένα από αυτά είναι η πλαστογράφηση εκλογικών καταλόγων από τη διοίκηση κατά τη διάρκεια των δίμηνων εκλογών του 1847 και ο τρομοκρατικός επηρεασμός εκλογέων με σκανδαλώδη τρόπο. Ένα ακόμη παράδειγμα που παρατίθεται, προερχόμενο από το 1844, είναι η ακύρωση εδρών της αντιπολίτευσης από τον Κωλέττη στη διαδικασία
ελέγχου των εκλογέων με την απόλυση καθηγητών Πανεπιστημίου μη αρεστών σ αυτόν. Στα αθέμιτα αυτά μέσα προστίθεται από το παράθεμα και η πατρωνία των αξιωμάτων που χρησιμοποιήθηκε από τον Κωλέττη για τους οπαδούς του, την οποία, μάλιστα, στηρίζει με εντυπωσιακά στοιχεία, όπως η αναλογία ενός αξιωματικού για επτά άνδρες στο στρατό και η ύπαρξη 70 στρατηγών για 10.000 άνδρες, που μαρτυρούν μέσω του παραλογισμού των αναλογιών την απουσία πολιτικής ευσυνειδησίας και αίσθησης του μέτρου εκ μέρους του Κωλέττη. Η συμπεριφορά του ήταν ανάλογη και στο Κοινοβούλιο όπου, καθώς γνωρίζουμε, δεν παρουσιαζόταν καθόλου, παρόλο που κατείχε το 1846/1847 τα πέντε από τα επτά υπουργεία της κυβέρνησής του, καθιστώντας αδύνατο τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας, γεγονός με το οποίο συμφωνούν τα δεδομένα της πηγής, όπου, μάλιστα, αναφέρεται πως όταν δεν έμενε άλλο μέσο επιβολής της θέλησής του οι βουλευτές του αποχωρούσαν από την αίθουσα ώστε η Βουλή να μη μπορεί να αποφασίσει. Για τους λόγους αυτούς, η διακυβέρνηση του Κωλέττη θεωρήθηκε ως επιβολή ενός είδους κοινοβουλευτικής δικτατορίας. Αρνητική είναι και η αποτίμηση της προσωπικότητας και πολιτικής του στάσης και από τον σύγχρονό του Ι. Μακρυγιάννη στα «Απομνημεύματά» του, απόσπασμα των οποίων περιλαμβάνει η δεύτερη πηγή. Εκεί ο αγωνιστής αποδίδει στον Κωλέττη, μετά το θάνατό του, μεγάλα λάθη εναντίον της πατρίδας, της θρησκείας και ολόκληρου του Έθνους του, λέγοντας ότι έχυσε άδικα αίματα των ομογενών του. Μάλιστα προβαίνει και σε απαισιόδοξες προβλέψεις για το πολιτικό μέλλον της χώρας που κυβερνάται από τους μαθητές και διαδόχους του Κωλέττη, οι οποίοι σπαταλούν το δημόσιο χρήμα και συνεχίζουν την ανεύθυνη κακομεταχείριση της πατρίδας τους.