Συνθήκη Λοζάνης 1923 Ανταλλαγή πληθυσμών Νικόλας Ζούμπερης
Η Συνθήκη της Λοζάνης κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε το σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από τη Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς. Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για της παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή μειονοτήτων από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Έλευση προσφύγων στην Ελλάδα Χριστιάνα Ζαχαροπούλου
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Με τη συνθήκη της Λοζάνης (Αύγουστος 1923) επιβλήθηκε η αναγκαστική έλευση στην Ελλάδα περίπου 1,5 εκατομμυρίου ορθοδόξων της Μικρασίας. Για την ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία οι κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου προώθησαν μια σειρά από μέτρα, με τα οποία επιχειρήθηκε η αποκατάστασή τους στον αστικό και τον αγροτικό χώρο. Βασική μέριμνα του κράτους ήταν να καταστούν οι πρόσφυγες όσο το δυνατό συντομότερα οικονομικά αυτόνομοι και να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία χωρίς άλλους κραδασμούς.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Η παρουσία των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο αποτέλεσε για τους ίδιους ένα «πολιτισμικό σοκ». Η «ελληνικότητά» τους αμφισβητήθηκε παρά το γεγονός ότι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Το πλήθος των μικρών ή μεγάλων ιδιαιτεροτήτων που περιείχε η κουλτούρα τους, από τη γλώσσα μέχρι τα έθιμα και τη νοοτροπία τους, προέβαλλε μια διαφορετικότητα που θεωρήθηκε από τους ντόπιους απειλή για την πολιτισμική τους «καθαρότητα». Η συνήθεια του παλαιοελλαδίτη να βρίζει συχνά και χωρίς ιδιαίτερο λόγο έκανε εξαιρετικά άσχημη εντύπωση στους πρόσφυγες, που δεν έπαψαν να τονίζουν το στοιχείο αυτό ως δείγμα της πολιτισμικής τους ανωτερότητας έναντι των ντόπιων.
Την αντίθεση αυτή επέτεινε η συνεχιζόμενη απομόνωση των προσφύγων, καθώς εγκαταστάθηκαν στις παρυφές των πόλεων, σε συνοικισμούς που κατοικούνταν αποκλειστικά από τους ίδιους, ή σε προσφυγικούς οικισμούς στον αγροτικό χώρο. Αυτό είχε αποτέλεσμα να συντηρηθεί τόσο το έλλειμμα στην επαφή τους με το γηγενές στοιχείο όσο και τα αισθήματα εχθρότητας και καχυποψίας που είχαν ήδη καλλιεργηθεί. Η εργατικότητα του πρόσφυγα προβαλλόταν σε αντιπαραβολή με τη ραθυμία που υποτίθεται ότι χαρακτήριζε τον ντόπιο εργάτη.
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ Η αρνητική εικόνα που διαμόρφωσαν οι γηγενείς για τους πρόσφυγες ενισχύθηκε από μια σειρά γεγονότων που ήταν αποτέλεσμα των τραγικών συνθηκών εγκατάστασης και διαβίωσης των τελευταίων. Σε πολλά σχολεία, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες προσωρινά, τα μαθήματα σταμάτησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των γονέων των μαθητών. Επιδημίες οι οποίες ενέσκηπταν συχνά σε προσφυγικούς καταυλισμούς που για πολλά χρόνια δεν κάλυπταν τις στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής, καθώς και μια γενικότερη αναστάτωση που προκάλεσε στην ήρεμη κοινωνική ζωή των κατοίκων η παρουσία και μόνο χιλιάδων προσφύγων στις πόλεις, ενέτειναν το αίσθημα της δυσφορίας των γηγενών.
Το ζήτημα της στέγασης αποτέλεσε ίσως το μεγαλύτερο σημείο τριβής, καθώς η ανάγκη για εξεύρεση προσωρινής λύσης στο ζήτημα αυτό οδήγησε την κυβέρνηση στην επίταξη χιλιάδων κατοικιών και δωματίων στα αστικά κέντρα. Η εφαρμογή του μέτρου αυτού είχε αποτέλεσμα την πρόκληση της δυσφορίας των ιδιοκτητών, που θεωρούσαν σε μεγάλο βαθμό ότι επρόκειτο για εισβολή των προσφύγων στον ιδιωτικό τους χώρο.
Σε γενικές γραμμές, παρά τη γενναιόδωρη βοήθεια που πρόσφεραν οι ιθαγενείς Έλληνες στους Μικρασιάτες αδελφούς τους, ήταν φυσικό να φαίνεται αρχικά ότι αυτή η εξαθλιωμένη ορδή δε θα ήταν τίποτε άλλο από ευθύνη και βάρος. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό δεν έλειψαν οι συνεχείς εντάσεις, οι εκνευρισμοί που πολλές φορές οδηγούσαν στο μίσος.
Συνθήκες διαβίωσης: διαμονή, εργασία Γιώργος Μουστάκας
Προσπάθειες κράτους για αποκατάστασή τους Αιμίλιος Μεταξάς
Η υποχρέωση υποδοχής, περίθαλψης και ένταξης των προσφύγων αναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών με δάνειο 10.000.000 λίρες Αγγλίας και να προσφύγει σε διαρκείς εξωτερικούς δανεισμούς με καταθλιπτικούς για την οικονομία όρους και σκανδαλώδεις ρήτρες, υπεύθυνες τόσο για την εσωτερική κρίση του 1929 αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης- όσο και για την πτώχευση του 1932. Το 1923 ιδρύθηκε αυτόνομος οργανισμός με την επωνυμία «Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων», με έδρα την Αθήνα υπό την προεδρία του Αμερικανού διπλωμάτη Ερρίκου Μορκεντάου με τετραμελές συμβούλιο και με σκοπό την οριστική στέγαση και την απασχόληση των προσφύγων. Για την περίθαλψή τους διατέθηκαν πόροι του Ελληνικού κράτους, συνεισέφεραν ιδιωτικές οργανώσεις και βοήθησαν οργανισμοί όπως ο Βρετανικός, ο Σουηδικός και ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η YMCA κ.ά.
Στο πλαίσιο της αστικής αποκατάστασης, η ΕΑΠ συνέχισε την αξιοποίηση κατοικιών που είχαν ανεγερθεί ή προγραμματιστεί να οικοδομηθούν από το Ταμείο Αρωγής και αφορούσαν περιοχές της Αθήνας, του Πειραιά, της Ελευσίνας, του Βόλου και της Έδεσσας. Συνολικά οικοδομήθηκαν 16.700 κατοικίες, συγκεντρωμένες σε συνοικισμούς, εκ των οποίων οι σημαντικότεροι ήταν της Καλαμαριάς και της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλος αριθμός κατοικιών οικοδομήθηκε από τους ίδιους τους πρόσφυγες με τη βοήθεια της ΕΑΠ, η οποία παρείχε υλικά και χρήματα. Οι μεγάλοι συνοικισμοί της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης ήταν πραγματικές πόλεις με 20.000-30.000 κατοικίες έμοιαζαν με στρατόπεδα λόγω της ομοιομορφίας. Η υγειονομική κάλυψη πολλών συνοικισμών στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη φιλανθρωπική δραστηριότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λειτουργία υγειονομικού σταθμού στην Κοκκινιά από την οργάνωση American Women s Hospital. Επίσης, η ΕΑΠ έκτισε σχολεία και άλλα δημόσια κτήρια, τα οποία εν συνεχεία μίσθωνε σε δημόσιες αρχές, στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και σε φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Το προσφυγικό ζήτημα αποτελούσε ένα συνεχές πεδίο δοκιμασίας της ελληνικής διοικητικής μηχανής και του πολιτικού συστήματος από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Η περίπτωση του πρώτου κύματος προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία (1906) δεν είναι παρά ένα «επεισόδιο» στην πολύχρονη προσπάθεια εθνικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας και διευθέτησης των άλλων εθνικισμών της Βαλκανικής (προσφυγικά κύματα από το 1821 που απαιτούσαν στρατηγική αντιμετώπιση). Η προνοιακή αντιμετώπιση των πρώτων προσφυγικών κυμάτων του 20ου αιώνα από το ελληνικό κράτος στηρίχθηκε κύρια στη φιλανθρωπική συνεισφορά φυσικών και νομικών προσώπων, στην ίδρυση διοικητικών μηχανισμών έκτακτης ανάγκης και διακρινόταν από έλλειψη στρατηγικής (φιλανθρωπική προσέγγιση / κατακερματισμένη κοινωνική ιδιότητα του πρόσφυγα).
Η ελληνική προνοιακή πολιτική ήταν εξαρχής προσανατολισμένη σε εθνικούς και όχι κοινωνικούς σκοπούς. Αποτελούσε τμήμα ενός υπό δόμηση εθνικού κράτους πρόνοιας και όχι ενός κοινωνικού κράτους πρόνοιας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η πρώιμη κοινωνική νομοθεσία των πρώτων δεκαετιών του 1900 αναφέρονταν ξεκάθαρα στην αναγκαιότητα της ανάπτυξης των μελλοντικών στρατιωτών (εθνικό κράτος πρόνοιας και όχι κοινωνικό κράτος πρόνοιας).
Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων αποτέλεσε πεδίο πελατειακών σχέσεων και ευκαιριών παρεκκλίσεων από γενικούς κανόνες προς όφελος συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων. Η ανεπάρκεια σχεδιασμού και υλοποίησης μιας πολιτικής κοινωνικής κατοικίας συνοδευόταν από τις απαιτήσεις και τις ανάγκες των κάθετων πελατειακών δικτύων και λαϊκιστικών πιέσεων με αποτέλεσμα την υλοποίηση μιας νόθας κοινωνικής πολιτικής με ωφελούμενους από τις ομάδες συμφερόντων των πολιτικών, των εκμεταλλευτών της οικοδομικής δραστηριότητας και των πολιτών που ήθελαν να καλύψουν στεγαστικές ανάγκες. Μεγάλοι χαμένοι αποδείχτηκαν τμήματα των προσφύγων με λιγοστούς πόρους για εξασφάλιση αξιοπρεπούς στεγαστικής αποκατάστασης και ο μακροχρόνιος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός των αστικών κέντρων της ώρας.
Μαρτυρίες προσφύγων Αρετή Μπαρτατίλα
Απόστολος Μυκονιάτης Τόπος καταγωγής: Ατζανός Ευάγγελος Γκάλας Τόπος καταγωγής: Κόλντερε
Καλλισθένη Καλλίδου Τόπος καταγωγής: Φερτέκι
Δέσποινα Συμεωνίδου Τόπος καταγωγής: Κενάταλα
Μαριάνθη Καραμουσά Τόπος καταγωγής: Μπαγαράσι
Νεοελληνική Λογοτεχνία Α Γυμνασίου 2011-2012