ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ



Σχετικά έγγραφα
Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Σελίδα 1 από 5. Τ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Διοικητικό Δίκαιο. Λήξη ισχύος διοικητικής πράξης, ανάκληση διοικητικής πράξης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Διοικητικό Δίκαιο. H διοικητική πράξη - 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις πο υ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Λίνα Παπαδοπούλου. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΣτΕ 1377/2016 [Εξαίρεση από την κατεδάφιση οικοδομής μετά την ακύρωση της οικοδομικής άδειας]

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Αρμοδιότητα. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Transcript:

Τελευταία ημερομηνία τροποποίησης: 15/12/2005 ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Η ΕΞΑΜΗΝΟ Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας Καθηγητής Αντώνης Μανιτάκης ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΥΛΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ Ακαδημαϊκό έτος 2005/06 Ι. Έννοια σημασία και συνταγματική θεμελίωση του κράτους δικαίου. Έννοια και σημασία του κράτους δικαίου 1. Το κράτος δικαίου ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος και ως κανονιστική αρχή-η θεσμική και κανονιστική διάστασή του. (Για τη διάκριση αυτή γενικά «Κράτος Δικαίου», σ. 76-79 και 362-363) α) Με τη θεσμική διάσταση, ως κράτος δικαίου νοείται η οργανωτική εκείνη βάση του πολιτεύματος ή η ιδεατή εκείνη μορφή κράτους στην οποία η κρατική εξουσία οργανώνεται και δρα σύμφωνα με κανόνες δικαίου, γενικούς, αφηρημένους και προκαθορισμένους, που την οριοθετούν και την περιορίζουν και γενικά την εξαναγκάζουν να υπόκειται στο Δίκαιο. Αναγνωρίζεται έτσι η πρωταρχικότητα του Δικαίου στην οργάνωση και δράση της κρατικής εξουσίας και η σημασία που αυτή αποκτά για την οριοθέτηση και τον περιορισμό της, καθώς και για την δέσμευσή της από κανόνες που την εξαναγκάζουν να δρά μόνον μόνο στο πλαίσιο και εντός των αρμοδιοτήτων που τις έχουν ανατεθεί. Η δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία είναι άρα μια εξουσία υποταγμένη στο Δίκαιο και δεσμευμένη από το ίδιο, μια εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη. Η θεσμική της σημασία είναι μεγάλη διότι, με βάση τις θεσμικές-δικαιοκρατικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται, τα κρατικά όργανα εξαναγκάζονται να ενεργούν στο πλαίσιο θεσπισμένων κανόνων δικαίου και προδιαγεγραμμένων αρμοδιοτήτων, ενώ παράλληλα αναγνωρίζονται ρητά και οργανώνεται ένα σύστημα εγγυήσεων και προστασίας, κυρίως δικαστικής, των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τέσσερα είναι με αυτήν έννοια τα ειδικότερα δομικά ή θεσμικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας δικαιοκρατικά οργανωμένης εξουσίας: (Κράτος δικαίου, σ. 124-140 επ.).

α) η διάκριση των εξουσιών,. Η κρατική εξουσία κατανέμεται σε διαφορετικά όργανα με διακεκριμένες σφαίρες αρμοδιότητας και ασκείται, κατά βάση από κρατικά όργανα που εκπληρώνουν τρείς διακριτές κρατικές λειτουργίες, τη νομοθετική, την εκτελεστική κα τη δικαστική. Με αυτόν τον τρόπο η κρατική εξουσία εμφανίζεται αυστηρά οριοθετημένη, αφού είναι κατανανεμημένη σε διάφορα κέντρα εξουσίας και βρίσκεται ενταγμένη σε ένα σύστημα αρμοδιοτήτων που προσδιορίζονται και οριοθετούνται κανονιστικά και με ακρίβεια. Κανένα κρατικό όργανο δεν δικαιούται να δρά, παρά μόνον στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί και αδυνατεί να τις υπερβεί χωρίς να διακινδυνεύσει κυρώσεις. Αυτό που κυρίως επιτυγχάνεται με την οργανωτική αυτή κατάτμηση της πολιτικής εξουσίας είναι η περιχαράκωσή της σε ένα αυστηρό σύστημα προδιαγεγραμμένων δικαιοδοσιών και προκαθορισμένων αρμοδιοτήτων, οι οποίες εξαντλούν κάθε επιτρεπτή μορφή δράσης της. Η εξειδίκευση των κρατικών οργάνων στην εκπλήρωση προκαθορισμένων λειτουργιών, στερεί, εξ αποτελέσματος, την κρατική εξουσία από οποιαδήποτε γενική αρμοδιότητα δράσης, χωρίς όμως να εμποδίζει την επικοινωνία των οργάνων της, την αλληλεξάρτηση, αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοϋποστήριξή τους. (σ. 124-125) β) η αρχή της νομιμότητας, με την αναγνώριση της υπεροχής του νόμου και την υποταγή της διοίκησης και του δικαστή σε αυτόν. Η διάκριση της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία και ο περιορισμός της εκτελεστικής στην εκτέλεση του νόμου, έχει ως συνέπεια την λογική υποταγή της δεύτερης στην πρώτη και την υπεροχή της νομοθετικής απέναντι στη εκτελεστική, αφού η τελευταία οφείλει να ενεργεί πάντα με βάση κάποιον προηγούμενο νόμο ή κατ εξουσιοδότηση του νόμου ή εις εκτέλεση ενός νόμου. Η υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας απέναντι στη εκτελεστική συναρτάται και με την γενικότερη κυριαρχία του νόμου στο δικαιικό στερέωμα και είναι συνέπεια της δημοκρατικής αρχής, σύμφωνα με την οποία η Βουλή αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο όργανο του κράτους, αυτό που εκφράζει αμεσότερα τη λαϊκή κυριαρχία. Εναρμονίζεται εξ άλλου και με την αναγνώριση στη Βουλή ενός τεκμηρίου αρμοριότητας σε περίπτωση σύγκρουσης ή αμφισβήτησης αρμοδιοτήτων με άλλες εξουσίες καθώς και με την ανάθεση στην ίδια της γενικής νομοθετικής αρμοδιότητας, του συνόλου της νομοθετικής εξουσίας (La plénitude des compétences), εφ όσον μέρος από αυτήν, δηλαδή, συγκεκριμένες κανονιστικές αρμοδιότητες δεν έχουν ανατεθεί σε άλλο όργανο με ρητή συνταγματική επιταγή. Η αρχή της νομιμότητας με την ευρεία του όρου έννοια σημαίνει ότι τόσο η διοίκηση όσο και η δικαιοσύνη οφείλουν να ενεργούν πάντα με βάση κάποιο νόμο, να στηρίζονται σε αυτόν και να αποφασίζουν σύμφωνα με τις επιταγές του. Τα όργανα της διοίκησης και τα δικαστήρια δεσμεύονται στις πράξεις και αποφάσεις τους από το Νόμο

έτσι ώστε αδυνατούν να λάβουν οποιαδήποτε απόφαση που δεν επιτρέπεται ή που δεν επιτάσσεται από το νόμο και πολύ περισσότερο που δεν είναι σύμφωνη με αυτόν. Ο δικαστής κατά το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 2Σ) δεσμεύεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του μόνον από το Σύνταγμα και τους νόμους και αποφασίζει σύμφωνα με αυτούς και την συνείδησή του. Και η διοίκηση είναι κυριολεκτικά αιχμάλωτη της αρχής της νομιμότητας, διότι η δράση της είναι υποταγμένη στην αρχή της υπεροχής του νόμου, υποταγή που την υποχρεώνει να δρά πάντοτε με βάση κάποιο νόμο, μέσα στα όριά του και σύμφωνα με αυτόν, δηλαδή πάντα ifra legem, και secundum legem και ποτέ contra legem, αν και στην πράξη δεν διστάζει να δρά ενίοτε praeter ή ultra legem, όταν π.χ. η διοίκηση παρέχει υπηρεσίες η δίδει παροχές ή κατασκευάζει έργα. Η αρχή της νομιμότητας διέπει την διοικητική δράση τόσο όταν η διοίκηση δρά ως εξουσιαστική δύναμη, ασκώντας imperium, όσο και όταν δρά ως fiscus, συνάπτοντας π.χ. συμβάσεις. Σε ό,τι αφορά ειδικά τις σχέσεις κράτους και πολίτη, η αρχή της υπεροχής του νόμου και της νομιμότητας εμφανίζοται με την μορφή της «επιφύλαξης υπέρ του νόμου». Σύμφωνα με την τελευταία, κάθε προσβολή ή περιορισμός των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών ή δικαιωμάτων και κάθε παρέμβαση της διοίκησης στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας πρέπει να βασίζεται στο νόμο, χρειάζεται την παρεμβολή νόμου, δηλαδή διάταξης γενικής και αφηρημένης που να καθορίζει ειδικά και συγκεκριμένα τον τρόπο και την έκταση της προσβολής. γ) η τυπική κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων. Συνταγματική αναγνώριση των δικαιωμάτων και ελευθεριών και πρόβλεψη εγγυήσεων αποτελεσματικής προστασίας τους από όλα τα κρατικά όργανα έναντι πάντων. (άρθρο 25 παρ. 1Σ) δ) ένα ασφαλές και δίκαιο σύστημα δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων και συμφερόντων. Αναγνωρίζεται σε άτομα και σε ομάδες δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη ως εξουσία θεσμικά ανεξάρτητη για τον δικαστικό έλεγχο της κρατικής δράσης και την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους. (άρθρο 20 παρ. 1). Ο ιδεατός τύπος του κράτους δικαίου με την τυπική του όρου έννοια μπορεί να συνοψιστεί τελικά στην θετική αναγνώριση και στην δικαστική προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και στην οργάνωση διαδικασιών για τον δικαιοδοτικό έλεγχο τόσο της διοικητικής δράσης (δικαστικός έλεγχος νομιμότητας-διοικητική δικαιοσύνη) όσο και της νομοθετικής δράσης δια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Καθιέρωση δικαιοδοτικού ελέγχου της διοικητικής δράσης από ανεξάρτητη δικαιοσύνη, και δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.(βλ. από «Κράτος δικαίου», σ. 76-79 και 121-140).

Β) Η κανονιστική όψη του κράτους δικαίου, το κράτος δικαίου ως θεμελιώδης αρχή του συντάγματος ή της έννομης τάξης (Κράτος δικαίου..σ. 363-364) Κράτος δικαίου με την κανονιστική έννοια του όρου σημαίνει ένα σύνολο γενικών αρχών και κανόνων που διέπουν και συνέχουν την έννομη τάξη, και τις έννομες σχέσεις που συνάπτονται εντός της, και δεσμεύουν τόσο τη δικαιοπαραγωγική λειτουργία του κράτους όσο και την λειτουργία εξειδίκευσης, εφαρμογής και ερμηνείας των κανόνων δικαίου (διοικητική και δικαιοδοτική). Οι επί μέρους δικαιοκρατικές αρχές αποτελούν κατά την επιτέλεση των λειτουργιών αυτών κανόνες δεσμευτικούς αλλά και κανόνες αναφοράς ή ύπατα ερμηνευτικά κριτήρια για την δικαστική αξιολόγηση από άποψη νομιμότητας ή συνταγματικότητας διοικητικών ή νομοθετικών πράξεων καθώς και για τον χαρακτηρισμό νόμιμων ή παράνομων, θεμιτών ή αθέμιτων ιδιωτικών συμπεριφορών ή δικαιοπραξιών και γενικότερα ιδιωτικών εννόμων σχέσεων. Μπορούν να συμπυκνωθούν όλες και να ενταχθούν σε μια θεμελιώδη αρχή, την αρχή του κράτους δικαίου, και να θεωρηθούν στην συνέχεια ότι απορρέουν, ως μερικότερες εκφάνσεις της, από αυτήν. Ως μερικότερες εκφάνσεις της αρχής του κράτους δικαίου μπορεί να θεωρηθούν η αρχή της ασφάλειας και της βεβαιότητας του δικαίου, η αξίωση του γενικού, σαφούς και απρόσωπου χαρακτήρα των νομοθετικών και κανονιστικών επιταγών, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή της αναλογικότητας, η απαγόρευση της επιβολής ποινών με αναδρομική ισχύ, η αναδρομική ισχύ των νόμων μόνον εφ όσον προβλέπεται τούτο ρητά και ειδικά και δεν ανατρέπονται, απρόβλεπτα και ξαφνικά, χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος δικαιώματα τρίτων καλοπίστως κτηθέντα ή έννομες καταστάσεις ή σχέσεις οι οποίες είχαν δημιουργήσει στους ενδιαφερόμενους τη δικαιολογημένη πεποίθηση της σταθερότητας και της διάρκειας., κ.ά. (Κράτος δικαίου σ. 149-152). 2. Η τυπική και η ουσιαστική έννοια του κράτους δικαίου Ως θεμελιώδης αρχή του Συντάγματος το κράτος δικαίου μπορεί, εξάλλου να νοηθεί και αυτό κάτω από δύο διαφορετικές αλλά συμπλεκόμενες μεταξύ τους όψεις : είτε με την τυπική είτε με τη ουσιαστική του όρου έννοια. Α) Με την τυπική του όρου έννοια, το κράτος δικαίου δηλώνει το σύνολο των θεμελιωδών εκείνων κανόνων, που καθορίζουν τις διαδικασίες ή τους όρους θέσπισης, ισχύος και εφαρμογής των νόμων ή των διοικητικών πράξεων και γενικότερα τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες λήψης των κρατικών αποφάσεων, ατομικών και κανονιστικών. Το σύνολο αυτών των τύπων και των διαδικασιών, που

συνδέονται τόσο με την δικαιοπαραγωγική όσο και μεν την διοικητική και δικαιοδοτική λειτουργία, συνθέτουν την τυπική έννοια του κράτους δικαίου. Συστατικό, τυπικό γνώρισμά τους είναι, επί πλέον, η αποτύπωσή τους σε ένα αυστηρά, ιεραρχικά διαρθρωμένο σύστημα κανόνων δικαίου, το οποίο την ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας του κατέχει το Σύνταγμα, με την τυπική του όρου έννοια. Η αυξημένη τυπική δύναμη του Συντάγματος αποτελεί συστατικό γνώρισμά ενός τυπικού κράτους δικαίου. Οι αξίες που υπηρετούνται μέσω των τυπικών ή διαδικαστικών αυτών κανόνων και της τυπικής ιεράρχησής τους είναι, πρωταρχικά, η αξία της ασφάλειας και της βεβαιότητας του δικαίου καθώς και η προστασία της προσωπικής ασφάλειας και ατομικής ελευθερίας. Οι τυπικές δικαιοκρατικές εγγυήσεις οριοθετούν και περιορίζουν την παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στο χώρο της ιδιωτικής και κοινωνικής αυτονομίας και γενικά οριοθετούν με σαφήνεια την σφαίρα της κρατικής δράσης και αρμοδιότητας από εκείνη των ατομικής ελευθερίας. Εξαρτούν παράλληλα κάθε παρέμβαση της κρατικής εξουσίας στο χώρο της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, κάθε περιορισμό ή προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων από προηγούμενο νόμο που να την προβλέπει και να την δικαιολογεί. Η τήρηση και ο σεβασμός της νομιμότητας μαζί με την ασφαλή απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων δια μέσου, κυρίως, της εξάρτησης της προστασίας τους τόσο από την εγγύηση του νόμου (επιφύλαξη υπέρ του νόμου) όσο και από την παρέμβαση του δικαστή (στην περίπτωση προσβολής της προσωπικής ασφάλειας), όταν απειλείται ή θίγεται η άσκησή τους, αποτελούν τον αποκλειστικό σκοπό και την κύρια επιδίωξη του τυπικού κράτους δικαίου(κράτος δικαίου σ. 153-156 και 263). Η τυπική θεώρηση αντιλαμβάνεται, τελικά το κράτος δικαίου ως ένα σύνολο από αντικειμενικές και απρόσωπες διαδικασίες, οι οποίες εμφανίζονται αξιολογικά ουδέτερες, επειδή έχουν ως μοναδικό σκοπό τους τον εξορθολογισμό και τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και την εξασφάλιση, προς όφελος των πολιτών, βεβαιότητας δικαίου διαμέσου της γενικότητας, της θετικότητας και της προβλεψιμότητας των κανόνων του. Για να υπηρετήσει τον ουδέτερο αυτό σκοπό, η κρατική εξουσία δεσμεύεται από κανόνες διαδιαστικού κατά βάση χαρακτήρα, αδιαφορώντας για τους κοινωνικούς και οικονομικούς σκοπούς ή τις πολιτικές αξίες που οι δικαιοκρατικές εγγυήσεις ούτως ή άλλως υπηρετούν, καθώς και για τις κοινωνικές συνέπειες της εφαρμογής τους. Εκείνο που την ενδιαφέρει πρωτίστω είναι η τήρηση της νομιμότητας και η ασφάλεια του δικαίου. Αυτός είναι ο βασικός στόχος των τυπικών δικαιοκρατικών εγγυήσεων, οι οποίες δεν αναφέρονται στους σκοπούς ή στις λειτουργίες του κράτους, στο ηθικά ή πολιτικά σκόπιμο ή στο κοινωνικά δίκαιο των κρατικών αποφάσεων αλλά αποκλειστικά στον τρόπο και στη διαδικασία πραγμάτωσής τους. Η τήρηση της νομιμότητας και ο περιορισμός της κρατικής εξουσίας αποτελούν αυτοσκοπό για το κράτος δικαίου με την τυπική έννοια.

Β) Κράτος δικαίου με την ουσιαστική του όρου έννοια. Η έννοια του ουσιαστικού κράτους δικαίου, χωρίς να αρνείται ή να ακυρώνει τις τυπικές δικαιοκρατικές εγγυήσεις, πηγαίνει πέρα από αυτές. Τις εμπεριέχει συμπληρώνοντάς τες και εμπλουτίζοντάς τες με νέες πρόσθετες ουσιαστικές εγγυήσεις. Επιβάλλει, παράλληλα, η ίδια μια νέα θεώρηση του κράτους δικαίου και ειδικότερα του Δικαίου σε σχέση κυρίως με την πολιτική ηθική, καθώς και μια συστηματική αξιοποίηση των σκοπών και πολιτικών του κράτους. Ως κράτος δικαίου με την ουσιαστική του όρου έννοια μπορεί έτσι να νοηθεί το κράτος του οποίου η δράση και οι λειτουργίες του διέπονται ή δικαιολογούνται από αρχές και κανόνες που αναφέρονται πρωταρχικά στον σεβασμό της αξίας του προσώπου και στην ίση και αποτελεσματική προστασία και απόλαυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι αξίες που υπηρετεί το ουσιαστικό κράτος δικαίου είναι, μαζί με την νομιμότητα, την ασφάλεια του προσώπου και την βεβαιότητα του δικαίου, η ίση αξιοπρέπεια και ελευθερία όλων των πολιτών, παράλληλα με την «πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη» (άρθρο 25 παρ. 2Σ). Οι κανόνες και οι αρχές του ουσιαστικού κράτους δικαίου κατακλύζονται από το αξιακό περιεχόμενο των συνταγματικών ελευθεριών καθώς από τις συλλογικές αξίες της «κοινωνικές δικαιοσύνης και αλληλεγγύης», που αναγορεύονται σε θεμιτούς συνταγματικούς σκοπούς του κράτους και νομιμοποιούν ή δικαιολογούν κρατικές πράξεις και αποφάσεις που τις υπηρετούν, πλάϊ στην ελευθερία και στην ασφάλεια του προσώπου. Συνταγματικές ελευθερίες και συλλογικά συνταγματικά αγαθά, όπως είναι οι κοινωνικοί σκοποί του κράτους, παίρνουν την μορφή θεμελιωδών αρχών ή αξιών και εμποτίζουν με το αξιολογικό περιεχόμενό τους το σύνολο της έννομης τάξης και των εννόμων σχέσεων, δημόσιων και ιδιωτικών. Γίνονται με την μορφή αυτή κριτήρια και γνώμονες για την συνταγματική αξιολόγηση και ερμηνεία κρατικών πράξεων ή και ιδιωτικών συμπεριφορών καθώς και για την στάθμιση, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, συγκρουομένων συνταγματικών αγαθών και συμφερόντων. Λειτουργούν ως ύπατοι κανόνες αναφοράς ή ως θεμελιώδεις γνώμονες αξιολόγησης της νομιμότητας ή της συνταγματικότητας πράξεων κρατικών και ιδιωτικών εννόμων σχέσεων. (Κράτος δικαίου σ. 153-159 και 159-170, 176-178. Το ουσιαστικό κράτος δικαίου επιβάλλει μια νέα σύλληψη της νομιμότητας και της συνταγματικότητας. Το αίτημα της τυπικής νομιμότητας αναλύεται και εξαντλείται στην απαίτηση συμφωνίας μιας πράξης ή ενός κανόνα με έναν υπερκείμενο κανόνα, ο οποίος καθορίζει κυρίως την διαδικασία ή τις τυπικές προϋποθέσεις έκδοσης, ισχύος και εφαρμογής του υποκείμενου κανόνα ή της υποκείμενης πράξης. Η τυπική σύλληψη της νομιμότητας ενδιαφέρεται, έτσι, βασικά και αποκλειστικά, για την αρμοδιότητα του δρώντος και αποφασίζοντος οργάνου, αδιαφορώντας για τους σκοπούς της πράξης καθώς και για τα αποτελέσματα ή τις επιπτώσεις της εφαρμογής της στο κανονιστικό ή

δικαιικό περιβάλλον της. Η απαίτηση, αντίθετα, της ουσιαστικής νομιμότητας μιας πράξης δεν αρκείται σε αυτό, επεκτείνεται και στην εξέταση του περιεχομένου και κυρίως του σκοπού της πράξης και του ελέγχου της μη αντίθεσής της προς τις θεμελιώδεις αξίες ή τους σκοπούς του Συντάγματος. Έτσι, εκτός από νόμιμη, μια σύγχρονη δικαιοκρατική εξουσία οφείλει, για να γίνει αποδεκτή και ανεκτή από τους πολίτες, να αποδεικνύει κάθε μέρα ότι είναι και δίκαιη, με την ίδια ένταση που θέλει να επιβεβαιώνεται εμπειρικά και ως αποτελεσματική. Και είναι δίκαιη όταν δεν αποκρούει μόνον τις διαδικαστικά παράνομες ή αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις στο χώρο των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών αλλά και εκείνες που, αν και νόμιμες και συνταγματικά νομότυπες, γίνονται χωρίς λόγο, είναι δηλαδή αδικαιολόγητες ή αναιτιολόγητες και χωρίς μέτρο, επιφέρουν δηλαδή δυσανάλογη προσβολή σε μια ελευθερία ή δεν ανταποκρίνονται στον επιδιωκόμενο σκοπό. Η τυπική αξίωση του φιλελεύθερου κράτους δικαίου για σεβασμό της διαδικαστικής νομιμότητας μέσα από μια ορθολογική ή τυπικά ορθή μέσα από κανόνες- άσκηση της εξουσίας, μετουσιώνεται άρα την εποχή του κράτους πρόνοιας σε αίτημα για δικαιολογημένη και εύλογη άσκηση της εξουσίας, εφ όσον θίγονται ατομικές ελευθερίες. Η ουσιαστική σύλληψη του κράτους δικαίου νομιμοποιεί την απαίτηση του πολίτη να προστατεύεται από επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας που γίνονται χωρίς αποχρώντα λόγο. Σημασία για το ουσιαστικό κράτος δικαίου δεν έχει μόνον η δικαιοκρατική απαίτηση να είναι οι επεμβάσεις της πολιτείας τυπικά άψογες, αλλά και η απαίτηση οι επεμβάσεις να δικαιολογούνται από έναν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, που να συνδέεται με ένα συνταγματικά προστατευόμενο συνταγματικό αγαθό ή κοινωνικό συμφέρον να συνάπτονται με αυτό και να το υπηρετούν πραγματικά. (Κράτος δικαίου, σ. 197-200 και 208-210). Συνοψίζοντας μπορούμε να ορίσουμε ως κράτος δικαίου με την ουσιαστική του όρου έννοια, το σύνολο των αρχών και αξιών που καθοδηγούν και νομιμοποιούν την δράση του κράτους, διέπουν τις έννομες σχέσεις και προστατεύουν τα άτομα από άδικες ή αδικαιολόγητες παρεμβάσεις του κράτους στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας. Νομιμοποιούνται έτσι τα άτομα να απαιτούν σεβασμό της αξίας τους ως προσώπων και φορέων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Εξάλλου οι ίδιες αρχές δεσμεύουν και καθοδηγούν τον δικαστή, διότι χρησιμεύουν ως κριτήρια αξιολόγησης πράξεων και θεμελίωσης νομικών κρίσεων.(κράτος δικαίου, σ. 159) 3. Η συνταγματική θεμελίωση της δικαιοκρατικής μορφής του ισχύοντος πολιτεύματος ( Κράτος δικαίου σ. 291-303, 310-362) και η λογική συναγωγή της δικαιοκρατικής αρχής Η δικαιοκρατική μορφή του πολιτεύματος στο ισχύον Σύνταγμα προκύπτει από έξη βασικά συνταγματικές προβλέψεις, οι οποίες αποτελούν και το συνταγματικό θεμέλιο της αρχής του κράτους δικαίου. Η θεσμική όψη του κράτους δικαίου αναγνωρίζετα:

Α) από την αναγνώριση του «Συντάγματος» στο άρθρο 1 παρ. 3Σ ως του θεμελίου του κράτους και του οργανωτικού ιστού του πολιτεύματος και ειδικά από την συνταγματική απαίτηση «όλες οι εξουσίες να ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα», Β) από τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος,(110Σ) από τον οποίο προκύπτει και στον οποίο θεμελιώνεται η τυπική υπεροχή του ή η αυξημένη τυπική δύναμή του. Γ) από την διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26Σ) Δ) από την αρχή της νομιμότητας, (άρθρα 43 και 95 και 87), την υποταγή της διοίκησης και του δικαστή στο νόμο καθώς από τις επιφυλάξεις υπέρ του νόμου. Ε) από την τυπική αναγνώριση και την δικαστική προστασία των δικαιωμάτων. Στ) Από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Από τις διατάξεις αυτές συναγόταν και συνάγεται, λογικά και σιωπηρά, και η αρχή του κράτους δικαίου ως θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος και του συντάγματος. (Κράτος δικαίου σ. 362-365, 423-425). Από το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων που καθορίζουν τις αρμοδιότητες κρατικών οργάνων και κυρίως της δικαστικής εξουσίας αλλά και της διοίκησης καθώς και από τις διατάξεις που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα συνάγονται μια σειρά από εγγυήσεις δικαιοκρατικού χαρακτήρα, που κύρια και βασικά αποσκοπούν με τρόπο άμεσο ή έμμεσο στην αποτελεσματική εγγύηση της ατομικής ελευθερίας. Οι εγγυήσεις αυτές συνθέτουν την αρχή του κράτους δικαίου, η οποία ως θεμελιώδης συνταγματική αρχή διέπει τόσο τη διαδικασία παραγωγής κανόνων δικαίου όσο και της εφαρμογής τους από την διοίκηση και τον δικαστή καθώς επίσης και την διαδικασία της ερμηνείας και αξιολόγησης κρατικών πράξεων και συμπεριρογορών. Τις εγγυήσεις αυτές θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σε εγγυήσεις διαδικαστικού και σε εγγυήσεις ουσιαστικού χαρακτήρα, (Για τις εγγυήσεις διαδικαστικού και ουσιαστικού χαρακτήρα βλ. Κράτος δικαίου σ. 372-378, 287-389, 400-401, 409-410, 423-425). Τυπικές, είναι είναι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που συνδέονται με την ασφάλεια του προσώπου, η τήρηση της αρχής της νομιμότητας, ο γενικός και αφηρημένος και σαφής χαρακτήρας του νόμου,, σ. 368-372) κ.ά., οι ουσιαστικές εγγυήσεις που συνδέονται με τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών.(άρθρο 25 παρ. 1Σ) (Κράτος δικαίου, σ. 400-422). Οι ειδικότερες αρχές που συνάγονται από την θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου είναι η επιταγή του γενικού και αφηρημένου χαρακτήρα του κανόνα δικαίου, η οποία συνδέεται και με την αρχή της ισονομίας και του άρθρου 4 Σ και αξιοκρατίας, (μεταξύ πολλών ΣτΕ 1258/2000, ΤοΣ 2000. 1271: γενική και αντικειμενική εφαρμογή των

νόμων και των κυρώσεων, χωρίς διακρίσεις-περιβάλλον και ΣτΕ 2096/2000 ΤοΣ 2000. 1288: «επί ίσοις όροις ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθένα», πρόσληψη μονίμων πυροσβεστών), ο θετικός ή τυπικός χαρακτήρας του νόμου, η ασφάλεια και βεβαιότητα του δικαίου, η αναδρομική εφαρμογή του νόμου μόνον εφ όσον ρητά και ειδικά προβλέπεται, αρχή της αναλογικότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η μη προσβολή ή ο μη περιορισμός ενός δικαιώματος ή μιας ελευθερίας, παρά μόνον αν ρητά προβλέπεται στον νόμο και, εφ όσον αφορά στέρηση προσωπική ελευθερίας, μετά από δικαστική κρίση. Το κοινωνικό κράτος δικαίου ως διάδοχη μορφή του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Η συνταγματική αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου 1. Σχέση του κοινωνικού κράτους δικαίου με το φιλελεύθερο κράτος δικαίου. Το κοινωνικό κράτος ή κράτος πρόνοιας, εφ όσον νοηθεί ως μορφή οργάνωσης της κρατικής εξουσίας και όχι απλώς ως μια κανονιστική αρχή, μπορεί να οριστεί ως η μορφή εκείνη κρατικής οργάνωσης, που διαδέχθηκε το φιλελεύθερο κράτος δικαίου και το αντικατέστησε χωρίς να το καταργήσει. (βλέπε αναλυτικά Κράτος δικαίου, σ. 216-221).Συνέβαλε στον μετασχηματισμό του, εμπεριέχοντας μετουσιωμένα όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τυπικού κράτους δικαίου, τα οποία δεν καταργεί ούτε υποκαθιστά, τα μεταμορφώνει. Με αυτήν έννοια το κοινωνικό κράτος δεν αντιτίθεται ούτε έρχεται σε ρήξη με το φιλελεύθερο κράτος, αντιδιαστέλλεται ωστόσο προς αυτό και διακρίνεται βασικά από το ίδιο. Σε αντίθεση με την παθητική και ουδέτερη στάση του φιλελεύθερου κράτους απέναντι στην οικονομία και κοινωνία και απέναντι στην αποχή του από τη διαδικασία διαμόρφωσης και λειτουργίας των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, το κοινωνικό κράτος παρεμβαίνει ενεργά και προγραμματισμένα στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι και επιδιώκει να διαμορφώσει, να διαπλάσει, να κατευθύνει ή να μετασχηματίσει κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις. Η τυπική διάκριση κράτους και κοινωνίας τείνει να υποκατασταθεί από την αντίστροφη τάση αλληλοδιείσδυσης κράτους και κοινωνίας και από την παρέμβαση του κράτους στους όρους επιβίωσης των ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και επειδή εκλαμβάνεται ως μετεξέλιξη του φιλελεύθερου κράτους δικαίου, το κοινωνικό κράτους μόνον ως κοινωνικό κράτος δικαίου μπορεί να νοηθεί σήμερα, γι αυτό και ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 ορθά το καθιέρωσε ρητά, με αυτήν την συνθετική του μορφή στο άρθρο 25 παρ. 1Σ. Η συνταγματική καθιέρωση του κοινωνικού κράτους δικαίου δηλώνει ότι το κοινωνικό κράτος σήμερα μόνον στο πλαίσιο ενός κράτος δικαίου οργανώνεται και λειτουργεί. Η ανάγκη και επιταγή πραγμάτωση των συλλογικών σκοπών του και η προνοιακή δράση του δεν επιτρέπεται να θίγουν τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις προστασίας των ατομικών ελευθεριών.

Το κοινωνικό κράτος δικαίου αποτελεί άρα μια σύνθεση του κοινωνικού και του κράτους δικαίου επιδιώκοντας να συναρθρώσει σε ένα αρμονικό σύνολο κρατικοπρονοιακά και δικαιοκρατικά στοιχεία. Η κανονιστική επιταγή που απορρέει από αυτήν την συνταγματική σύνθεση συνοψίζεται στην αρχή της εναρμονισμένης εφαρμογής και ερμηνείας των συλλογικών σκοπών και αξιών, που επιδιώκει το κοινωνικό κράτος, με τις εγγυήσεις της ελευθερίας και της ασφάλειας που προτάσσει το κράτος δικαίου. Έτσι, η συνταγματική αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης θα πρέπει να υπηρετείται και να σταθμίζεται στον συνταγματικό συλλογισμό ισότιμα με την αξία της ελευθερίας και της ασφάλειας, η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας μαζί με την προστασία του περιβάλλοντος. Με μία φράση, οι παρεμβάσεις του κοινωνικού κράτους, επειδή είναι επιλεκτικές και σταθμίζουσες δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση να είναι και τυπικά νόμιμες ή διαδικαστικά ακριβείς. Το κοινωνικό κράτος είναι καταδικασμένο να ζεί στο βιότοπο του κράτος δικαίου, γι αυτό και ο ορίζοντάς του τελειώνει εκεί που σβήνει ο ορίζοντας του κράτους δικαίου. Κατά τη εκπλήρωση της κοινωνικής αποστολής του δεν απαλλάσσεται από τη υποχρέωση υποταγής τους στις επιταγές του κράτους δικαίου. Μετά το κοινωνικό κράτος υπάρχει μόνον το κοινωνικό κράτος δικαίου. Με αυτήν την έννοια η συνταγματική καθιέρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου δεν καταργεί ούτε αναιρεί την κανονιστική αυτοτέλεια του κράτους δικαίου αλλά ούτε και εκείνη του κοινωνικού κράτους. Επιβάλλει την συνδυασμένη ή σύνθετη εφαρμογή τους. 2. Ορισμοί του κοινωνικού κράτους και του κοινωνικού κράτους δικαίου. Η προηγούμενη διαπίστωση μας υποχρεώνει να επιδιώξουμε τον κατά προσέγγιση έστω προσδιορισμό της έννοιας του κοινωνικού κράτους, τόσο εκείνης που σχετίζεται με την μορφολογία του όσο και εκείνης που αφορά τη κανονιστική του υφή. (Κράτος δικαίου σ. 274-289). Το κοινωνικό κράτος ή κράτος πρόνοιας είναι κατά βάση κράτος του προγραμματισμού, ένα κράτος που σχεδιάζει και επιβάλλει πολιτικές, ένα κράτος προσανατολισμένο στην επίτευξη στόχων, άρα κράτος που προβλέπει και σχεδιάζει το μέλλον. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινωνικού κράτους είναι ότι παρεμβαίνει άμεσα και διαπλαστικά στην οικονομική και κοινωνική διαδικασία με σκοπό να την κατευθύνει και εν ανάγκη να τη μετασχηματίσει. Κατά τούτο διαφέρει από το φιλελεύθερο κράτος δικαίου, το οποίο δεν έχει σκοπούς, δεν τάσσει στον εαυτό του στόχους ή σκοπούς, πέρα από την εγγύηση της ελευθερίας και την διασφάλιση της ασφάλειας. Αντίθετα το κοινωνικό κράτος χαράσσει πολιτικές, καταστρώνει προγράμματα και επιδιώκει στόχους, οι οποίοι, εφ όσον είναι συνταγματικά προβλεπόμενοι, επιδέχονται στάθμιση και αξιολόγηση. Οι συνταγματικές διατάξεις που αποτυπώνουν τους κοινωνικούς στόχους ή σκοπούς αναθέτουν στο κράτος την εντολή εκπλήρωσής τους με την διαμόρφωση και άσκηση από μέρους του της αρμόζουσας κάθε φορά πολιτικής. Η αντίστροφη όψη της συνταγματικής αυτής εντολής είναι η συναγωγή από τις ίδιες διατάξεις των αντίστοιχων

κοινωνικών δικαιωμάτων. Βασικός σκοπός του κοινωνικού κράτους είναι η δημιουργία θεσμών ή η υιοθέτηση πολιτικών που επιδιώκουν την εξισορρόπηση αντιτιθέμενων συμφερόντων, τη συμφιλιωμένη επιδίωξη συγκρουόμενων στόχων. Αποστολή του είναι η αναζήτηση της ειρήνευσης μέσα σε ένα περιβάλλον συγκρούσεων και διαρκών αντιπαραθέσεων. Ως κοινωνικό κράτος με την κανονιστική του όρου σημασία θα μπορούσαμε να ορίσουμε το σύνολο των κανόνων και αρχών που διέπουν, καθοδηγώντας και στηρίζοντας, την προγραμματισμένη και διαπλαστική παρέμβαση του κράτους στην κοινωνική και οικονομική ζωή με σκοπό την πραγματοποίηση στόχων ή σκοπών συνταγματικά προβλεπόμενων, που αφορούν την κοινωνική ή περιβαλλοντική πολιτική, την προστασία δημόσιων συνταγματικών αγαθών ή την ικανοποίηση κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο νομοθέτης διαθέτει μια ευρύτατη διαπλαστική εξουσία στην διαμόρφωση, εξειδίκευση ή συγκεκριμενοποίηση των πολιτικών αυτών. Η επίκληση πάντως της ρήτρας ετου κοινωνικού κράτους δεν προσφέρει συγκεκριμένες λύσεις νομοθετικής πολιτικής ούτε παράγει σαφείς κανονιστικές επιταγές προς τον νομοθέτη ή την διοίκηση. Δεσμεύει μεν τον νομοθέτη, μόνον όμως γενικά και αόριστα, ως προς τον στόχο ή τον σκοπό και όχι ως προς τα μέσα δράσης ή ως προς το «πώς». Εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη διαμορφώσει ελεύθερα και δημιουργικά την πολιτική που χρειάζεται για να επιτύχει τον σκοπό. (Βλέπε. Π. Τσούκα, Η αρχή του κοινωνικού κράτους στη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανιας, ΤοΣ 1993. 785-806 και Ερνστ Μπέντα, Το κοινωνικό κράτος δικαίου, Μετάφραση Π. Τσούκα, Αντ. Σάκκουλας, 1998). Η επίκλησή της περισσότερο νομιμοποιεί δράσεις του νομοθέτη και της διοίκησης παρά παράγει άμεσες, δεσμευτικές νομικές συνέπειες. Σε περίπτωση αντιδικίας λειτουργεί κυρίως ερμηνευτικά σε συνάρτηση πάντως με κάποιο νομοθετικό ή συνταγματικό κανόνα, τον νόημα των οποίων αποσαφηνίζει ή διευκρινίζει(για την αναγωγή των στόχων κοινωνικής πολιτικής σε συνταγματικούς σκοπούς και για τις δυνατότητες δικαστικής αξιοποίησής τους στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων βλέπε Γ. Κατρούγκαλου, Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής, Αντ. Σάκκουλας, 1998, σ. 450-486 και Ξ. Κοντιάδη, Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα, Αντ. Σάκκουλας, 1997, σ. 184-248-). Πάντως η πλέον διαδεδομένη αντίληψη για το κοινωνικό κράτος είναι αυτή που το ταυτίζει με το κράτος στο οποίο αναγνωρίζονται, συνταγματικά, κοινωνικά δικαιώματα και καθορίζονται στόχοι εκπλήρωσης κοινωνικής πολιτικής. Ο ορισμός του κοινωνικού κράτους στην συνταγματική θεωρία ταυτίζεται έτσι με την αναγνώριση δικαιωμάτων για παροχές,ενώ στη πολιτική θεωρία «το κράτος πρόνοιας» εξισώνεται με την οργάνωση δημοσίων υπηρεσιών που προνοούν για την κοινωνική ασφάλεια των πολιτών και μεριμνούν για την ικανοποίηση συλλογικών, κοινωνικών αγαθών, όπως της παιδείας, της υγείας, της

κοινωνικής επιβίωσης των ατόμων, της εργασιακής απασχόλησής τους κλπ. Οι αξίες που δικαιολογούν τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους είναι εκείνες της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης καθώς και της ίσης κοινωνικής αξιοπρέπειας. Σε αντίθεση με το φιλελεύθερο κράτος δικαίου, που ενδιαφέρεται κυρίως για την προσωπική ασφάλεια και την ατομική ελευθερία και αξιοπρέπεια, το κοινωνικό κράτος μεριμνά για κοινωνική τους ασφάλεια και την ίση κοινωνική αξιοπρέπεια. Η βασικότερη δικαιολογία της συνταγματικής καθιέρωσης του κοινωνικού κράτους δικαίου θα πρέπει, τελικά, να αναζητηθεί στις δυνατότητες που παρέχει για μια διαρκή υπέρβαση της έντασης που δημιουργείται από τη σύγκρουση των τυπικών εγγυήσεων του κράτους δικαίου με τους στόχους κοινωνικής πολιτικής. Η άρση των συγκρούσεων επιτυγχάνεται με λεπτές και επίπονες και πάντα συγκεκριμένες σταθμίσεις και αξιολογήσεις. (σελ. 274-289). Σχετικά με τη κανονιστική δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων ή των κοινωνικών διατάξεων σκοπού θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: τόσο από τις κοινωνικές διατάξεις κοινωνικών δικαιωμάτων, όσο και από τις διατάξεις κοινωνικών σκοπών πηγάζουν συνταγματικές εντολές και κανόνες επιτακτικοί ή συνάγονται αρχές, που δεσμεύουν άμεσα και ευθέως νομοθέτη και διοίκηση σε βάρος τους δημιουργείται η υποχρέωση δράσης προς την κατεύθυνση που ορίζουν οι εν λόγω διατάξει, χωρίς να προκύπτει αντίστοιχα έννομη ή δικαστική επιδιώξιμη υποκειμενική αξίωση του πολίτη κατά του κράτους. Το τελευταίο δεν δεσμεύεται εξάλλου ούτε ως το πώς ούτε ως προς το πότε της ενέργειάς του. Η ενεργοποίηση άρα μιας συνταγματικής επιταγής κοινωνικού χαρακτήρα εξαρτάται από τη θέληση του νομοθέτη, ο οποίος συγκεκριμενοποιεί στο πλαίσιο μιας ευρύτατης διαπλαστικής ευχέρειας που διαθέτει, το κανονιστικό περιεχόμενο του κοινωνικού δικαιώματος και καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής και πραγμάτωσης της σχετικής διάταξης. Τα κοινωνικά δικαιώματα, ως δικαιώματα παροχών ή συμμετοχής δεν είναι «άμεσα εφαρμοστέα», όπως τα αμυντικά δικαιώματα, διότι εξαρτούν την ικανοποίησή τους από την παρεμβολή του νομοθέτη, ο οποίος διαθέτει για την σκοπό αυτή ευρύτατη διαπλαστικής εξουσία. Οι συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν κοινωνικά δικαιώματα μπορεί να μη θεσπίζουν, άρα, αγώγιμες αξιώσεις το ατόμου κατά του κράτους, εγκαθιστούν ωστόσο σε βάρος του ίδιου συνταγματικές εντολές ή επιταγές, κανόνες πάντως επιτακτικούς, οι οποίοι το δεσμεύουν και το υποχρεώνουν να διαμορφώνει κρατικές πολιτικές επιλέγοντας, ελεύθερα το ίδιο τα μέσα και ενεργώντας, σύμφωνα με τις δικές του αξιολογήσεις για την επίτευξη στόχων και την προστασία αγαθών που οι ίδιες διατάξεις προσδιορίζουν. Πίσω επομένως από κάθε διάταξη που κατοχυρώνει κοινωνικό δικαίωμα- και μέσα σε αυτήν- κρύβεται ένα συλλογικό αγαθό ή μια κοινωνική αξία, την οποια ο συντακτικός νομοθέτης έκρινε άξια προστασίας και την ενέταξε στους

προγραμματικούς στόχους του κράτους. Έτσι η υγεία του κοινωνικού συνόλου, η παιδεία, η πλήρης απασχόληση, η εξεύρεση στέγης, η κοινωνική ασφάλιση ή πρόνοια και τέλος η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος δεν αποτελούν απλώς κοινωνικά αγαθά ή αξίες συνταγματικά προστατεύομενες, αλλά σκοπούς συνταγματικούς, τους οποίες το κράτος πρόνοιας αναλαμβάνει να προστατεύει και να προαγάγει σε συνδυασμό, βέβαια, και με την προστασία άλλων συνταγματικών αγαθών ή αξιών, τις οποίες το φιλελεύθερο κράτος δικαίου (προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, ισότητα και βεβαιότητα δικαίου.(σ. 168). (Βλέπε εκτενέστερα για την κανονιστική δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, για το κοινωνικό κεκτημένο, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και για τη δυνατότητα χρησιμοποίησης των διατάξεων σκοπού ως κανόνων αναφοράς για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σ. 274-289). Το κοινωνικό κράτος δικαίου είναι τελικά μια σύνθεση το κράτους δικαίου με το κοινωνικό κράτος. Τους στόχους και τις πολιτικές του κράτους πρόνοιας, που αναλαμβάνει να εκπληρώσει το κράτος ως συνταγματική εντολή, δεσμευόμενο από αυτήν, οφείλει να τις εκληρώνει ενεργώντας με βάση τις τυπικές και διαδικαστικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Το κοινωνικό κράτος δικαίου συναντιέται με το ουσιαστικό κράτος δικαίου και επιβάλλει, όπως και εκείνο, μια δίκαιη και λελογισμένη άσκηση της εξουσίας, που να συμφιλιώνει τις αυστηρές και τυπικές επιταγές το κράτους δικαίου με την επιεική και ισόρροπη ικανοποίηση συλλογικών συμφερόντων και κοινωνικών δικαιωμάτων. Κάθε φορά που διαπιστώνεται μια εν δυνάμει σύγκρουση μεταξύ της ικανοποίησης συλλογικών αγαθών ή κοινωνικών στόχων και της προστασίας ατομικών δικαιωμάτων, η σύγκρουση δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μετά από σταθμίσεις και αξιολογήσεις, νομοθετικές ή δικαστικές. Το κοινωνικό κράτος δικαίου συνδέεται με την καθιέρωση πρακτικών με τις οποίες επιδιώκεται η συμφιλίωση των αντινομιών που γεννιούνται από την ταυτόχρονη επιδίωξη στοχων δικαιοκρατικών και κοινωνικών. Επιδιώκει στόχους κοινωνικούς τηρώντας τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις. (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις σελίδες του βιβλίου: Αντ. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Θεσσαλονίκη, 1994. Οι προηγούμενες συνόψεις συμπυκνώνουν τις αναπτύξεις του βιβλίου μέχρι την σελίδα 272. ).

ΙΙ. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ. 1. Θεμελίωση και νομιμοποίηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ο δικαστικός έλεγχος ως εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος και προστασίας των ατομικών ελευθεριών. Οι λογικές προϋποθέσεις τηρήσεως του ελέγχου: α) ο επιτακτικός χαρακτήρας του Συντάγματος (θεμελιώδης νόμος του κράτους), β)ο αυστηρός χαρακτήρας του Συντάγματος και γ) η διάκριση των εξουσιών, ως όριο και θεμέλιο της δικαστικής εξουσίας. Διάκριση των συστημάτων δικαστικού ελέγχου σε σύστημα συγκεντρωτικού, άμεσου και αφηρημένου ελέγχου και σε σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου (Βλέπε και Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, 2004, σ.. 460 επ. και Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ΤοΣ 2003.13-47) 2. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ισχύοντος στην Ελλάδα ελέγχου: Αναλύοντας τα βασικά αυτά γνωρίσματα διαπιστώνουμε ότι το κάθε ένα από αυτά δηλώνει ειδικότερα: α) δ ι ά χ υ τ ο ς, επειδή ασκείται από όλα τα δικαστήρια, ανεξαρτήτως βαθμού ή δικαιοδοσίας, όταν τα ίδια καλούνται να εφαρμόσουν ισχύουσα διάταξη νόμου επιλύοντας διαφορά ή αίροντας αμφισβήτηση σε συγκεκριμένη υπόθεση. Νομιμοποιούνται να ασκούν έλεγχο επειδή δικάζουν και εφόσον δικάζουν ασκώντας δικαιοδοτική λειτουργία 1 και διότι είναι εξοπλισμένα με τις συνταγματικές εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας [ΕπιτρΑναστΣτΕ 718/1993 Αρμ 1993.1169 κρίθηκε ανίσχυρη και ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική διάταξη νόμου που απέκλειε αναστολή εκτελέσεως της πράξης που επέβαλε την διακοπή λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού.] β) π α ρ ε μ π ί π τ ω ν : επειδή ασκείται όταν συντρέχουν οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις κάταρξης της δίκης, εφόσον, δηλαδή, συντρέχουν οι όροι του παραδεκτού και της νομιμοποίησης του διαδίκου και όσο διαρκούν οι όροι αυτοί. Η αντισυνταγματικότητα μπορεί να τεθεί με πρωτοβουλία των διαδίκων και να προβληθεί ως νομικός ισχυρισμός στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και να συνδεθεί με την ίδια τη βάση της αγωγής ή να αποτελέσει αυτοτελή λόγο ακυρώσεως στην ακυρωτική δίκη ή να προβληθεί κατ ένσταση ή και να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε οποιαδήποτε φάση της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο για πρώτη φορά βαθμό ή ακόμη και στην αναιρετική δίκη, εφ όσον συντρέχουν οι όροι του παραδεκτού. 1 Βλέπε εκτενέστερα, ΑΝΤΏΝΗ ΜΑΝΙΤΆΚΗ, Τα νομιμοποιητικά θεμέλια της εξουσίας του δικαστή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, σε «Ο έλεγχος της συνταγματικότητας-θέσεις και τάσεις της νομολογίας», Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1992, σ. 11-70, ιδίως σ. 35-39, του ίδιου «Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα», ΤοΣ, 2003. 13-47.

[πρδγ. Νομολ. ΣτΕ 106/1991 ΔιΔικ 1992. 1053 [: Το δικαστήριο δεν κωλύεται να εξετάσει λόγο αντισυνταγματικότητας, έστω και αν αιτών δεν μπορεί να τον προβάλει μετ εννόμου συμφέροντος, δηλαδή παραδεκτώς. Είχε ωφεληθεί από την προγενέστερη εφαρμογή του νόμου στην περίπτωση εκδίδοντας οικονομική άδεια σε όμορο ακίνητο με βάση την αντισυνταγματική διάταξη που σήμερα επικαλείται]. Όμοια και η ΣτΕ 173/1998 ΕΔΔΔ 1998.296 ΣτΕ 1528/2003 Ολομ. Αρμ 2003. 1346 [αυτεπάγγελτος έλεγχος λόγου της συνταγματικότητας του μέτρου που οδηγεί σε επιδείνωση του περιβάλλοντος]. ΣτΕ 3718/2003 Τμ. Δ, ΤοΣ 2004. [:Η υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τον δικαστή δεν συνεπάγεται και την υποχρέωση των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως εάν συντρέχει προσβολή κάθε ατομικού δικαιώματος καθώς επίσης και κάθε εφαρμοστέας συνταγματικής διάταξης. Η τήρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου, ελέγχεται μόνον εφ όσον υπάρχει λόγος παραδεκτώς προβαλλόμενος]. γ) σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν ο ς : επειδή ασκείται με αφορμή την εφαρμογή και ερμηνεία της κρίσιμης διάταξης ή των κρίσιμων διατάξεων (ή κανόνων δικαίου) σε μια συγκεκριμένη διαφορά και η κρίση διατυπώνεται, πάντα, -αυτό είναι το πιο ουσιώδες- ενόψει των πραγματικών και νομικών περιστατικών της επίδικης διαφοράς και για τις ανάγκες επίλυσής της. Η κρίση περιορίζεται άρα αποκλειστικά στην κρίσιμη διάταξη και στο νόημα που αυτή αποκτά για την επίλυσή της διαφοράς. (πρδγ. Νομ. ΣτΕ 10/1988, Ολομ., Αρμ. 268 (=ΤοΣ 1988.117 παρατηρήσεις Γλ. Σιούτη), [: πολεοδομικό κεκτημένο, επιδείνωση των όρων διαβίωσης- βλ. και αρνητική κρίση του δικαστηρίου ως προς την επιδείνωση των όρων διαβίωσης στην ΣτΕ 4544/1988, Αρμ 1989.274, ακόμη τις ΣτΕ 1159/1989, ΝοΒ 1989.939 εισήγηση Γεραρή (=ΤοΣ 1989. 315 με εισήγηση Γεραρή), και ΣτΕ 3618/1995, ΕΔΔΔ 1998. 296 [:αντισυνταγματικότητα και της νέας ρύθμισης μετά από παρεμβολή της γνώμης της ΕΠΑΕ.]. Σχετικά όμως με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου κυρίως, τις ΣτΕ 3194/1990 Αρμ. 1991. 78, και ΣτΕ 1466/1995 (Ολομ.) ΕΔΔΔ 1996.542). ΣτΕ 1528/2003 Ολομ. Αρμ 2003. 1346 [Δήμος Αμαρουσίου συγκεκριμένη επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων] και ΑΕΔ 14/1999 ΕΔΔΔΔ 2001.436 [Για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ των αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων θα πρέπει οι αποφάσεις των να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό θέμα, βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Δεν υπάρχει ταυτότητα νομικού ζητήματος όταν κάθε δικαστήριο, αν και ερμήνευσε την ίδια διάταξη, την αντιμετώπισε στα πλαίσια διαφορετικού θέματος, σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις.]

δ) δ η λ ω τ ι κ ό ς ή δ ι α π ι σ τ ω τ ι κ ό ς : η αντισυνταγματική διάταξη παραμερίζεται και δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη διαφορά. Εξακολουθεί ωστόσο να ισχύει 2 και μπορεί να εφαρμοστεί από άλλο δικαστήριο. Η δικαστική κρίση για την αντισυνταγματικότητα της κρινόμενης διάταξης περιέχεται εξάλλου στο σκεπτικό, στην μείζονα πρόταση, και όχι στο διατακτικό της απόφασης και γι αυτό δεν παράγει δεδικασμένο. Δεσμεύει όσο δεσμεύει και ένα νομολογιακό προηγούμενο, η ηθικο-δικαιική δεσμευτικότητα του οποίου αυξάνει όσο υψηλότερου βαθμού είναι και το δικαστήριο που κρίνει. Άλλωστε αυτό που κρίνεται αντισυνταγματικό είναι το νόημα της κρίσιμης ή των κρίσιμων διατάξεων που προκύπτει από την εφαρμογή και ερμηνεία τους στην επίδικη διαφορά και μόνον αυτό. Ο δικαστής δεν έχει πάντως καμία εξουσία να ακυρώσει την αντισυνταγματική διάταξη, την οποία απλώς θεωρεί «ανίσχυρη» για την υπόθεση που δικάζει, παραμερίζοντάς την. (Νομ.πρδγ. ΕφΑθ 7623/1981 ΤοΣ 1982.236. ΣτΕ 370/1997 Αρμ 1997. 580 [:υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλεί πράξεις της που στηρίζονται σε διάταξη νόμου που έχει κριθεί με απόφαση του ΣτΕ ή με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου αντίθετη στο Σύνταγμα ή ότι στερείται εξουσιοδοτικού ερείσματος-στε 2176/2004 (Ολομ.) Αρμ 2004.1472: Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ανακαλεί πράξεις της στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειάς της ή της δεσμίας αρμοδιότητάς της πράξεις όμοιες με εκείνες που είχαν ακυρωθεί λόγω αντισυνταγματικότητας ή στήριξής της σε κανονιστική διοικητικής πράξη που στερείται εξουσιοδοτικού ερείσματος. ΕπΑνΣτΕ 569/2004, Αρμ.2004.1332, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική η διάταξη νόμου που επιτρέπει τη μεταφορά συντελεστή δόμησης σε περιοχές που είχαν ήδη καθορισθεί ως Ζ.Α.Σ. με προεδρικά διατάγματα που στηρίζονταν σε νομοθετικές ρυθμίσεις μεταφοράς συντελεστή δόμησης, που είχαν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές. Αναστολή εκτελέσεως κανονιστικής πράξης υπουργών που αφορά την «πραγματοποίηση μεταφοράς συντελεστή δόμησης». ΣτΕ 527/2003 ΕΔΔΔ 2003. 331 Διάταξη νόμου που κρίθηκε από το Δικαστήριο αντισυνταγματική θεωρείται ότι δεν ισχύει και το δικαστήριο σε μεταγενέστερη δίκη λαμβάνει υπόψη του το νομολογιακό αυτό προηγούμενο και κρίνει τη συνταγματικότητα νομοθετικής διάταξης που καλείται ενόψει της κρίσεως αυτής, ως να μην ίσχυε η κριθείσα αντισυνταγματική διάταξη. Απαγόρευση μετάθεσης δικηγόρων που έχουν υπερβεί το 35 έτος της ηλικίας τους από τις παραμεθόριες περιοχές. 2 Τα λογικά ζητήματα που ανακύπτουν από αυτήν την σχετική κήρυξη του ανισχύρου μιας αντισυνταγματικής διάταξης από ένα κοινό δικαστήριο σε αντιπαράθεση με την δυνατότητα ακύρωσής της στα συστήματα που έχουν Συνταγματικό Δικαστήριο, βλέπε την μελέτη των ΑΝΔΡ. ΤΆΚΗ και ΧΡ. ΧΑΤΖΉ, ό.π., ιδίως σ. 61-67.

3. Εφαρμοστέος κανόνας μετά τον παραμερισμό της αντισυνταγματικής διάταξης. Παραδείγματα από τη νομολογία, τη σχετική με την αρχή της ισότητας: α) εφαρμογή του γενικού νομοθετικού κανόνα και πλήρωση του κενού, που δημιουργείται, μετά τον παραμερισμό της αδικαιολόγητης εξαίρεσης ή της δυσμενούς μεταχείρισης μιας κατηγορίας πολιτών. (:ΑΠ 1771/1981 ΝοΒ 1982. 1066 [επίδομα δημοσίων υπαλλήλων-υπερωριακή απασχόληση] και ΑΠ 20/1989 ΝοΒ 1990.620 (=ΕλλΔνη 1990.809) και ΣτΕ 1467/2004 (Ολ). Αρμ 2004.1049: παραμερίζεται ως αντισυνταγματική, επειδή εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση, διάταξη νόμου που εξαρτά την χορήγηση σύνταξης σε χήρο από ιδιαίτερες προϋποθέσεις και εφαρμόζεται ως γενική η διάταξη που καθορίζει τις προϋποθέσεις για τις χήρες. ΣτΕ 3324/2000 ΤοΣ 2001.384 [Μεταγραφές φοιτητών από την Γιουγκοσλαβία- δεν επιτρεπτό να επεκτείνεται μια εξαιρετική ρύθμιση σε άλλες περιπτώσεις που δεν αντιμετώπισε ο νομοθέτης] β) αναβίωση αυτόματη της προγενέστερης ευμενούς ειδικής ρύθμισης μετά τον παραμερισμό νεότερης δυσμενούς άνισης μεταχείρισης γ) επέκταση του ευνοϊκού κανόνα και εφαρμογή του σε κατηγορία περιπτώσεων, όπως η επίδικη, που είχαν αντισυνταγματικά -κατά παράβαση της αρχής της ισότηταςαποκλεισθεί ή δεν είχαν συμπεριληφθεί στην ειδική ευνοϊκή ρύθμιση. (Νομ. παρδ. ΑΠ 1751/1984 ΝοΒ 1985.639 (=ΤοΣ 1985. 517), ΑΠ 1104/1986, ΕλλΔνη 1987.96, με αγόρευση εισαγγελέα Σταμάτη, (=ΤοΣ 1987.513) [επίδομα αντί χρήσεως αυτοκινήτου-μη εφαρμογή διάταξης που παραγράφει αξιώσεις δικαστικά αναγνωρισμένες], ΑΠ 8, 12, 14/1988 (Όλομ), ΕΕργΔ. 1988, [επέκταση της απονομής αποδοχώναποκαταστατική ισότητα- η ισότητα ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα] και 18, 19 20/1989, ΝοΒ 1990.616-622 [=δυσμενής διάκριση σε σχέση με το γενικό κανόνα-αντισυνταγματική η νομοθετική παραγραφή αξιώσεων που θεμελιώνονται σε κανόνα δικαίου κατ επέκταση της αρχής της ισότητας-επεκτατική ισότητα- παρέκκλιση από το άρθρο 80 παρ.1 προς παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας- άσκησης πλήρους ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.] 3. Από την αναλογική και επεκτατική ή αποκαταστατική ισότητα στην θετική ισότητα. Το παράδειγμα της ισότητας των φύλων. ΣτΕ 1933/1998 (Ολομ.) και 1917/1998 ΤοΣ 1998.792 και 794 με παρατηρήσεις Αλ. Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου.

Πρβλ. με ΣτΕ 1261/1994 και 910/1994, Αρμ 1994. 1317 και 1319, ΔιοικΕφΑθ 2476/1991, ΔιΔικ 1992.74 και κυρίως με ΣτΕ 2540/1996 (Ολομ.) ΤοΣ 1996. 797, ΣτΕ 1922/1996 ΤοΣ 1996. 803. Ακόμη ΣτΕ 2435/1997, ΤοΣ 1998.569 [:επέκταση στο όνομα της ισότητας συνταξιοδοτικού καθεστώτος και στο χήρο σύζυγο], αντίθετες ωστόσο οι προγενέστερες ΣτΕ 200/1991 ΔιΔικ 1992. 105 και 3552/1992 ΔιΔικ 1993.1022 [:η αντισυνταγματικότητα της ρύθμισης δεν οδηγεί σε επέκταση της εφαρμογής του κανόνα και στους χήρους θανουσών ασφαλισμένων]. ΣτΕ 1379/1998, Τμ. Α, ΤοΣ 1999. 329 [: ισότητα φύλων -επιβάλλει την επέκταση και στον διαζευγμένο πατέρα ανηλίκων παιδιών την χορήγηση μειωμένης σύνταξης εφ όσον συντρέχουν οι αντίστοιχες προϋποθέσεις και στο πρόσωπό του] ΣτΕ 2831/ 2003 ΝοΒ 2004.475 [Ποσοστώσεις υπέρ των γυναικών στους συνδυασμούς υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές, συνταγματικότητα της ρύθμισης ενόψει των άρθρων 5 παρ. 1 και 116 παρ. 2-δεν συνεπάγονται υπέρμετρους περιορισμούς ούτε δυσανάλογο και είναι πρόσφοροι] 4. Μερική αντισυνταγματικότητα: αντισυνταγματική η διάταξη μόνο καθ ό μέρος περιλαμβάνει ή αποκλείει περιπτώσεις, όπως η επίδικη, που κάνουν την εφαρμογή αντισυνταγματική. Η μερική αντισυνταγματικότητα αναφέρεται σε μέρος του κανονιστικού περιεχομένου της νομοθετικής διάταξης, δηλαδή σε κανόνα που συνάγεται από την διάταξη(ποιοτική αντισυνταγματικότητα). Από κάθε διάταξη μπορούν να συναχθούν ερμηνευτικά περισσότεροι κανόνες σε συνάρτηση με την πραγματική ή υποθετική εφαρμογή της διάταξης. Όταν η αντισυνταγματικότητα αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης ή στην έκταση της εφαρμογής της τότε έχουμε να κάνουμε με μερική ποσοτική αντισυνταγματικότητα. (ΑΕΔ 15/1999 ΔιΔικ 12 (2000), 66). (Νομ. παρ. ΣτΕ 58/1977 (Όλ.), Το Σ 1977. 623, ΣτΕ 1911/1995 ΤοΣ 1995.909, [:αντισυνταγματικότητα του νομοθετικού περιορισμού του δικαιώματος άσκησης προσφυγής μόνο στους μετόχους που εκπροσωπούν ορισμένο ποσοστό κατ αποκλεισμό των λοιπών). ΣτΕ 1934/1998, Ολομ., ΤοΣ 1998.598 =( ΕΔΔΔ 1998. 487) [:παρκόμετρα Δήμου- η ανάθεση άσκησης δημοτικών αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες δεν μπορεί να περιλαμβάνει και την άσκηση αστυνομικών λειτουργιών διότι αυτές ανάγονται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 36 του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα και του άρθρου 45 του νόμου 2218/1994

κατά το μέρος που προβλέπουν ευθέως ή επιτρέπουν την ανάθεση αστυνομικής αρμοδιότητας (βεβαίωση της παράβασης, ακινητοποίηση οχυμάτων, επιβολή προστίμων) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Οι εν λόγω διατάξεις αντίκεινται ως προς το νόημά τους αυτό στις θεμελιώδεις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2Σ κατά την έννοια των οποίων αστυνομική εξουσία, ως η κατεξοχήν δημόσια εξουσία και έκφραση κυριαρχίας, ασκείται δια της αστυνομικής αρχής μόνον από το κράτος και από το νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που είναι αποκεντρωμένες καθ ύλην δημόσιες υπηρεσίες και όχι από ιδιώτες]. ΣτΕ 4107/1999 Αρμ 2000.278 [: Η διάταξη του β εδαφίου του άρθρου 75 παρ. 2 του ΚΕΔΕ κατά το μέρος που τάσσει στον ενυπόθηκο δανειστή, στον οποίο δεν είχε κοινοποιηθεί έγκυρα το πρόγραμμα του πλειστηριασμού, τρίμηνη προθεσμία ανακοπής. Ακόμη και στην περίπτωση που αυτός αγνοεί τον πλειστηριασμό, είναι ανίσχυρη και αντισυνταγματική.] ΑΕΔ 2/1999 ΕλλΔνη 1999.549 =ΔιΔικ 1999.446 [:όμοια με τη προηγούμενη, με την προσθήκη ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική παρά τον προφανή λόγο δημοσίου συμφέροντος για τον οποία έχει θεσπισθεί που είναι η ασφάλεια των συναλλαγών, διότι καταλήγει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. ΣτΕ 3010/2000 ΤοΣ 2001. 391. [:Αντίθεση στο Σύνταγμα διάταξης νόμου κατά ο μέρος που προβλέπει συμμετοχή διοικητικών υπαλλήλων επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εκλογή πρυτανικών αρχών.} ΣτΕ 1508/2002 ΤοΣ 2002. 449 [αποκλείεται ερμηνευτική εκδοχή ή νόημα που αν γινόταν δεκτά θα προσέκρουαν στο Σύνταγμα, στην αρχή του κράτους δικαίου και στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης] 5. Σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου: προκρίνεται σε περίπτωση αμφισημίας ή ασάφειας του νόμου η ερμηνευτική εκδοχή ή το νόημα που εναρμονίζεται περισσότερο με τις συνταγματικές επιταγές ή αρχές. (Νομ. παρ. ΣτΕ 2139/1993 ΝοΒ 1994. 1235 (=Το Σ 1994.428) [: φάκελοι πολιτικών φρονημάτων-διατήρηση ή καταστροφή δικαίωμα πρόσβασης σε αυτούς] και ΣτΕ 4207/1997, Αρμ.1997.1393 [περιβάλλον-ερμηνεία νομοθετικής διάταξης σύμφωνα με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης- αντισυνταγματική η εφαρμογή της στην περιοχή Αττικής]. ΑΠ 8/1998, Ολομ., ΤοΣ 1998. 168 (=ΝοΒ 1998. 496 με την πρόταση Εισαγγελέα Δημόπουλου) [:ανατοκισμός ερμηνεία της κανονιστικής διάταξης της Νομισματικής Επιτροπής σύμφωνα με την αρχή της συμβατικής ελευθερίας και την βούληση των συμβαλλομένων.] ΑΠ

971/2001 ΤοΣ 2002.283 [:. Η προσωποκράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές από συμβατικές σχέσεις εμπόρου είναι θεμιτή ενόψει του Συντάγματος και του Διεθνούς συμφώνου για Ατομικά Δικαιώματα μόνον κατά εκείνου που δολίως αποφεύγει να εκπληρώσει την συμβατική υποχρέωση] ΣτΕ 2858/2003 (Ολ.), Αρμ 2004.603: [Οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας 231 παρ.1 και 232 και 233 που καθορίζουν την διαδικασία και τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης για χρέη προς το Δημόσιο είναι στενά ερμηνευτέες υπό το φώς των άρθρων 5 παρ.3σ και ενόψει της στέρησης του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας του οφειλέτη. Αφορούν χρέη μόνον προς το Δημόσιο και όχι προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου]. [ΣτΕ 3216/2003 (Ολ) Αρμ 2004. 274: Η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων που προβλέπει τις άδειες λοχείας ερμηνευόμενη ενόψει του άρθρου 21 του Συντάγματος που προστατεύει την μητρότητα παραπέμπει στις σχετικές ανάλογες διατάξεις του κώδικά δημοσίων υπαλλήλων, που προβλέπει άδεια και άλλες διευκολύνσεις για τις μητέρες] ΣτΕ 2400/2000 ΤοΣ 2001. 364 [άδεια παραμονής στη χώρα αλλοδαπής που είχε συνάψει γάμο και διαβίωνε πραγματικά-ερμηνεία του νόμου σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις περί γάμου και οικογένειας] ΣτΕ 2487/2000. 393 [διευθυντές πανεπιστημιακών κλινικών. Ερμηνεία των διατάξεων της σχετικής με τα ΕΣΥ νομοθεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις περί ακαδημαϊκής ελευθερίας]. 8. Κράτος δικαίου-αρχή της νομιμότητας- διάκριση εξουσιών -αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας- επιφύλαξη υπέρ του νόμου- ΣτΕ 4657/1988, Τμ. Δ, ΤοΣ 1989.305 [:επαγγελματική ελευθερία οστεοπαθολόγου χειροπράκτη- όταν ελλείπει διάταξη νόμου που να ρυθμίζει το επάγγελμα ισχύει η αρχή της ελεύθερης άσκησης]. ΣτΕ 789/1990 ΕλλΔικ 1991. 226 [ευκαιριακή συγκρότηση πειθαρχικών συμβουλίων υπαξιωματικώ-αντίθεση στην αξία του ανθρώπου και στην ελεύθερη κατά την αξία εκάστου ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.] ΣτΕ 872/1992 ΕΔΔΔ 1992. 539 (=ΔιΔικ 1992.303:[Αντισυνταγματικός ο νόμος που κυρώνει αναδρομικά υπουργική απόφαση που είχε εκδοθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόραση] ΣτΕ 542/1999. Ολομ., ΤοΣ 1999.340 (=ΔικΑ 1999. 956) [:η συνταγματικότητα αναδρομικής ρύθμισης του νόμου καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες αρκεί να μην προσβάλλει συνταγματικές αρχές και να αιτιολογείται από