Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο T H Σ Ε Ν Ω Σ Η Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Ω Ν Δ Ι Δ Α Κ Τ Ι Κ Η Σ Τ Ω Ν Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Ω Ν



Σχετικά έγγραφα
Έρευνα στη Διδακτική τον Μαθηματικών

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Πρώτο Έτος Αξιολόγησης (Ιούλιος 2009)

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Διαμορφωτική Αξιολόγηση των Δεικτών Επιτυχίας και Επάρκειας στη Δημοτική και Μέση Εκπαίδευση (Ιούλιος 2017)

Περιγραφή του εκπαιδευτικού/ μαθησιακού υλικού (Teaching plan)

Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Αξιολόγηση του Προγράμματος Εισαγωγικής Επιμόρφωσης Μεντόρων - Νεοεισερχομένων

Σαφής διάκριση της διαμορφωτικής από τη συγκριτική / τελική αξιολόγηση

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Ημερίδα. Διαπολιτισμική Εκπαίδευση: εκπαιδευτική πολιτική, κοινωνία, σχολείο ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΙΛΟΤΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ:

Α. Τηλεοπτικές συνήθειες-τρόπος χρήσης των Μ.Μ.Ε.

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ «Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ»

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ. Χαράλαμπος Μπαμπαρούτσης Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών

1 ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ

(Nοέμβριος 2015) 1. Ταυτότητα της έρευνας

3 ο Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή για το Εκπαιδευτικό Υλικό στα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΟΝΙΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τα σχέδια μαθήματος 1 Εισαγωγή

1. Η σκοπιμότητα της ένταξης εργαλείων ψηφιακής τεχνολογίας στη Μαθηματική Εκπαίδευση

Αναλυτικό Πρόγραμμα Μαθηματικών

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Σπύρος Φερεντίνος, Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών Γ Αθήνας Κατερίνα Κασιμάτη, Επίκουρος Καθηγήτρια ΑΣΠΑΙΤΕ

Αξιολόγηση του Προγράμματος Στήριξης Δημοτικών Σχολείων με μεγάλο αριθμό/ποσοστό παιδιών με αυξημένες πιθανότητες για λειτουργικό αναλφαβητισμό

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Παρακολούθηση Διδασκαλίας στη βάση του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας. Μαργαρίτα Χριστοφορίδου 28 Νοεμβρίου 2013

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ

Ενδιάμεση Έκθεση: Ποσοτικά Ευρήματα Έρευνας απόψεων Σχολικών Συμβούλων για τα Γνωστικά Αντικείμενα του Δημοτικού

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗΣ

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

4.2 Μελέτη Επίδρασης Επεξηγηματικών Μεταβλητών

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Οδηγίες για την Πιλοτική Εφαρμογή των μαθημάτων και των Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

Ποιοτική μεθοδολογία έρευνας στη Διδακτική των Μαθηματικών Ενότητα 1: Η έρευνα στη Διδακτική των Μαθηματικών

Σ ΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

Η αξιοποίηση της συναδελφικής παρατήρησης - διδασκαλίας για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και τη βελτίωση της μάθησης

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ. ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΣΧΈΔΙΟ RELEASE για τη δια βίου μάθηση και την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στην Κύπρο

Παράρτημα Ι. Κλίμακα Διερεύνησης Προσδοκιών. Ερωτηματολόγιο Οι Προσδοκίες μου από το σεμινάριο

Αναγκαιότητα - Χρησιμότητα

Εξ αποστάσεως υποστήριξη του έργου των Εκπαιδευτικών μέσω των δικτύων και εργαλείων της Πληροφορικής

Σχέδιο Έκθεσης Γενικής Εκτίμησης της Εικόνας του Σχολείου

Φάκελος επιμορφωτικού υλικού για την εκπαίδευση επιμορφωτών στην εκπαιδευτική αξιοποίηση διαδραστικών συστημάτων διδασκαλίας

Πρόγραμμα εκπαιδευτικών πυρήνων για την ενσωμάτωση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στη μαθησιακή διαδικασία στη σχολική μονάδα

5.34 Αξιοποίηση κοινοτήτων μάθησης στο πλαίσιο προγράμματος προπτυχιακής εκπαίδευσης εν δυνάμει εκπαιδευτικών

Μεταπτυχιακό στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (Εξ Αποστάσεως)

ΤΟ ΠΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ ΤΡΙΩΝΥΜΟΥ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ι «Η Θεωρητική έννοια της Μεθόδου Project» Αγγελική ρίβα ΠΕ 06

ΣΕΝΑΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ71Κ / Διαχείριση αλλαγής, σχολική αποτελεσματικότητα και στρατηγικός σχεδιασμός

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΞΑΜΗΝΟ: Δ / Ακ. Έτος ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ & ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Αξιολόγηση του Πρωινού και Απογευματινού Προγράμματος Αλφαβητισμού. στο Γυμνάσιο

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση

Οδηγίες για την Πιλοτική Εφαρμογή των μαθημάτων και των Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»

Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

H ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΡΑ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

Τμήμα: Σύγχρονο εξ αποστάσεως επιμορφωτικό πρόγραμμα Προσχολικής & Πρωτοβάθμιας

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

Μεταγνωστικές διαδικασίες και κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών στα μαθηματικά: ο ρόλος των σχολικών εγχειριδίων

ΜΑΘΗΜΑ:EDG 613 Διδάσκων Κουτούζης Μανώλης ΛΕΜΟΝΙΑ ΜΠΟΥΤΣΚΟΥ F

Η πολιτική του σχολείου για βελτίωση της διδασκαλίας και της μάθησης: Δύο περιπτώσεις προγραμμάτων σχολικής αποτελεσματικότητας και σχολικής βελτίωσης

Αξιολόγηση του Μουσικού Σχολείου (Οκτώβριος 2015)

Πρόγραμμα Επιμόρφωσης για τη Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας - Φάση Γ ( )


Το σενάριο προτείνεται να διεξαχθεί με τη χρήση του Cabri Geometry II.

Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Ερευνας στη ΜΕ

Ε Π Ι Μ Ο Ρ Φ Ω Τ Ι Κ Α Π Ρ Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α Γ Ι Α Ε Κ Π Α Ι Δ Ε Υ Τ Ι Κ Ο Υ Σ Σ Τ Ο Ν Π Ο Λ Υ Χ Ω Ρ Ο Μ Ε Τ Α Ι Χ Μ Ι Ο

Παραδείγματα Ερωτηματολογίων

Πιλοτική Εφαρμογή της Πολιτικής για Επαγγελματική Ανάπτυξη και Μάθηση

ΘΕΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ. Άννα Κουκά

Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών Α Τάξης Δημοτικού. Νοέμβρης /11/2012. Φιλοσοφία διδασκαλίας. What you learn reflects how you learned it.

Ερευνητική ομάδα

Γεωµετρία Β' Λυκείου. Συµµεταβολή µεγεθών. Εµβαδόν ισοσκελούς τριγώνου. Σύστηµα. συντεταγµένων. Γραφική παράσταση συνάρτησης. Μέγιστη - ελάχιστη τιµή.

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τα Μαθηματικά της υποχρεωτικής εκπαίδευσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Διερευνητική μάθηση We are researchers, let us do research! (Elbers and Streefland, 2000)

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Δημοτικό Σχολείο Σωτήρας Β Η δική μας πρόταση- εμπειρία

Αξιολόγηςη του Εκπαιδευτικοφ Ζργου ςτην Προςχολική Εκπαίδευςη. Διαδικαςία Αυτοαξιολόγηςησ ςτη Σχολική Μονάδα

(Δεκέμβριος 2015) 1. Ταυτότητα της έρευνας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ

Αξιολόγηση του Προγράμματος Στήριξης Δημοτικών Σχολείων με Μεγάλο Αριθμό/Ποσοστό Παιδιών με Αυξημένες Πιθανότητες για Λειτουργικό Αναλφαβητισμό

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Transcript:

Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο T H Σ Ε Ν Ω Σ Η Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Ω Ν Δ Ι Δ Α Κ Τ Ι Κ Η Σ Τ Ω Ν Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Ω Ν

Έρευνα στη Διδακτική των Μαθηµατικών ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ (ΕΝΕΔΙΜ) ΤΕΥΧΟΣ 1ο, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2007, ΤΙΜΗ: 8 ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ: ΚΕΔΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. Γ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 3, 106 78 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210 38.09.712 FAX: 210 33.02.655 E-MAIL: edu@kedros.gr ΕΚΔΟΤΗΣ: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ YΠΕΥΘΥΝΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ: ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΤΟΛΑΚΗ, 210 38.09.712, εσωτ. 209 ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΝΤΥΠΟΥ: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΟΥΛΑΚΗ Υπεύθυνος Έκδοσης Γιώργος Φιλίππου (edphilip@ucy.ac.cy) Επιτροπή Έκδοσης Δέσποινα Πόταρη (potari@upatras.gr) Κώστας Τζανάκης (tzanakis@edc.uoc.gr) Μαριάννα Τζεκάκη (tzekaki@nured.auth.gr) Κωνσταντίνος Χρίστου (edchrist@ucy.ac.cy) Επιστημονική Επιτροπή Αθανάσιος Γαγάτσης Έλενα Ναρδή Δέσποινα Δεσλή Κωνσταντίνος Νικολαντωνάκης Θεοδόσης Ζαχαριάδης Τάσος Πατρώνης Κώστας Ζαχάρος Δήμητρα Πίττα Φραγκίσκος Καλαβάσης Δημήτρης Χασάπης Μαρία Καλδρυμίδου Χαράλαμπος Σακονίδης Σόνια Καφούση Χρυσάνθη Σκουμπουρδή Ευγενία Κολέζα Λίτσα Τρέσσου Μιχάλης Κούρκουλος Τριαντάφυλλος Τριανταφυλλίδης Χρόνης Κυνηγός Βασιλική Φαρμάκη Ιωάννα Μαμωνά-Downs Κωνσταντίνος Χατζηκυριάκου Άντα Μπούφη Μαρία Χιονίδου- Μοσκοφόγλου Χαράλαμπος Λεμονίδης Άννα Χρονάκη ΕΚΤΥΠΩΣΗ: Ι. ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ Α.Ε., ΣΤΡΑΤΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥ 18, ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΤΗΛ. 210 55.61.920 ISSN: 1791-292Χ Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου του περιοδικού με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1193 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Το περιοδικό ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ είναι το επίσημο περιοδικό της Ένωσης των Ερευνητών της Διδακτικής των Μαθηματικών (ΕΝΕΔΙΜ). Απευθύνεται στην ελληνική κοινότητα των επιστημόνων που ασχολούνται με τη μελέτη των φαινομένων και ζητημάτων της Μαθηματικής Εκπαίδευσης. Σκοπός του είναι να αποτελέσει βήμα για τη διεξαγωγή μελετών και ερευνών με επίκεντρο τη διδασκαλία και μάθηση των Μαθηματικών σε όλα τα επίπεδα, από την προσχολική μέχρι και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, καθώς και για την ανάπτυξη ενός γόνιμου επιστημονικά τεκμηριωμένου λόγου, που αφορά στο χώρο της Μαθηματικής Εκπαίδευσης. Το περιοδικό φιλοδοξεί να καταστεί μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη της ελληνικής ερευνητικής και εκπαιδευτικής κοινότητας, τους ειδικούς επιστήμονες, τα στελέχη και τους φορείς όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης γενικά και, ειδικότερα, της Διδακτικής των Μαθηματικών, καθώς και ένα βήμα έκφρασης, δοκιμασίας και άσκησης για τους νέους ερευνητές. Εκδοτική πολιτική Το περιοδικό δημοσιεύει άρθρα από ένα ευρύ φάσμα μελετών, όπως πειραματικές έρευνες, εθνογραφικές μελέτες, μελέτες περιπτώσεων, έρευνες δράσης, επισκοπήσεις, θεωρητικές αναζητήσεις κ.ά., νοουμένου ότι πληρούν τα κριτήρια αξιολόγησης ενός επιστημονικού περιοδικού. Σε ειδικά τεύχη του περιοδικού μπορεί να δημοσιεύονται και άρθρα που στοχεύουν στην εξοικείωση των εκπαιδευτικών της τάξης με το μοντέλο του δασκάλουερευνητή, όπως εργασίες που αναφέρονται σε πειραματισμούς στη σχολική τάξη, παιδαγωγική αξιοποίηση διδακτικών μέσων, εργαλείων και υλικών, καινοτόμες εφαρμογές και νεωτερισμούς στους οποίους συμμετέχουν και εκπαιδευτικοί. Το περιοδικό εκδίδεται στην ελληνική γλώσσα και περιλαμβάνει εκτενή περίληψη στην αγγλική ή μια άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. Θα κυκλοφορεί σε τρία τεύχη το χρόνο, ανά τετράμηνο. Υποβολή άρθρων και σύστημα κρίσης Τα άρθρα υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή στον υπεύθυνο της Εκδοτικής Επιτροπής, κατά προτίμηση στο πρόγραμμα PC Word 7, τυπωμένα σε διπλό διάστημα, σε γραμματοσειρά Times New Roman 12 και χαρτί Α4, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του American Psychological Association. Η έκταση των άρθρων είναι κατά προτίμηση μεταξύ των 15 και των 20 σελίδων ή από 4.500 μέχρι 7.500 λέξεις.κάθε εργασία κρίνεται από τρία μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής (τυφλό σύστημα κρίσης), οι οποίοι είναι ειδικοί στο συγκεκριμένο αντικείμενο της εργασίας. Για να γίνει αποδεκτή για δημοσίευση μια εργασία χρειάζονται δυο τουλάχιστον θετικές κρίσεις. Συνδρομές Για τα μέλη της ΕΝΕΔΙΜ το περιοδικό περιλαμβάνεται στη συνδρομή τους και διανέμεται δωρεάν. Για ιδιώτες μη μέλη της ΕΝΕΔΙΜ η συνδρομή είναι 20. Για τους φοιτητές η συνδρομή είναι 15. Για ενδιαφερόμενους εκτός Ελλάδας η συνδρομή στοιχίζει 25. 3

4

ƒ À π π ø ª ª π ø ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ Γιώργος Φιλίππου....... ¼ 5-6 ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙΜΙΑΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ: ΕΠΙΧΕΙΡΩΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΝΝΟΙΩΝ Χαραλάµπους Χ. Κυριακίδης Λ. Φιλίππου Γ................... 7-33 ΑΠΟ ΤΑ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ Α ΛΥΚΕΙΟΥ Μικρώνη Ε. Ζαχάρος Κ. Κόµης Β....................... 35-57 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ Α Στάµου Γ. Α. Χρονάκη Α. Ζιώγα Α.......................59-85 5

6

ƒ À π π ø ª ª π ø ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ Αγαπητέ συνάδελφε, Στα χέρια σου κρατάς το πρώτο τεύχος του περιοδικού ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙ- ΚΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ. Παραδίδουμε στην κρίση σου ένα νέο επιστημονικό περιοδικό που εκδίδεται από την ΕΝΕΔΙΜ, τη νεοσύστατη Ένωση Ερευνητών της Διδακτικής των Μαθηματικών. Η φιλοδοξία μας είναι να καταστήσουμε το περιοδικό αυτό κτήμα και απαραίτητο σύντροφο στις παιδαγωγικές σου αναζητήσεις και χρήσιμο εργαλείο στην καθημερινή σου πρακτική. Ευελπιστούμε ότι, αφού μελετήσεις το περιεχόμενο του πρώτου αυτού τεύχους, θα εκτιμήσεις την προσπάθεια που καταβάλλουμε και θα συμβάλεις και εσύ με το δικό σου τρόπο στην περαιτέρω βελτίωση και αξιοποίησή του. Όπως θα γνωρίζεις, η ίδρυση της ΕΝΕΔΙΜ είχε σκοπό να προωθήσει την έρευνα και να ενθαρρύνει συνεργασίες ανάμεσα στους ερευνητές που ενδιαφέρονται για τη μάθηση και τη διδασκαλία των Μαθηματικών. Συγκεκριμένα, στο καταστατικό της ΕΝΕΔΙΜ οι σκοποί της Ένωσης συνοψίζονται στη «συνεισφορά της στην ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας, βασικής και εφαρμοσμένης, στη Διδακτική των Μαθηματικών, στη διάχυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων στους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς που έχουν σχέση με τη μαθηματική παιδεία, στην αντιπροσώπευση και υποστήριξη των Ελλήνων ερευνητών της Διδακτικής των Μαθηματικών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό» (Άρθρο 2). Ένα από τα μέσα που προγραμματίστηκαν από την αρχή για την υλοποίηση των σκοπών της ΕΝΕΔΙΜ ήταν η έκδοση ενός περιοδικού. Ενός περιοδικού με ερευνητικό προσανατολισμό που θα συμπλήρωνε, χωρίς να ανταγωνίζεται, υφιστάμενα περιοδικά. Ήταν η διαπίστωσή μας ότι υπήρχε ένα κενό, το οποίο γινόταν πιο αισθητό με το πέρασμα του χρόνου. Η πεποίθησή μας ήταν ότι στην περιοχή της Μαθηματικής Παιδείας είχε αναπτυχθεί μια κοινότητα που ξεπερνούσε την «κρίσιμη μάζα», η οποία απαιτείται για τη λειτουργία μιας εξειδικευμένης επιστημονικής ένωσης. Υπήρχε ένα δυναμικό που ήταν σε θέση να υποστηρίξει ένα περιοδικό, με προδιαγραφές που να συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα. Η ίδρυση των παιδαγωγικών τμημάτων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί η παιδαγωγική έρευνα και στον ελληνικό χώρο, στην Ελλάδα και την Κύπρο. Όπως ήταν φυσικό, η αρχή δεν ήταν εύκολη. Οι πρώτοι αρχίσαμε από το μηδέν. Όταν πηγαίναμε σε διεθνή συνέδρια, νιώθαμε μοναξιά. Σταδιακά τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, ώσπου φτάσαμε σε σημείο να μη μας ξαφνιάζει η συνάντηση συναδέλφων και φοιτητών σε διεθνή συνέδρια. Σήμερα η οργάνωση διεθνών συνεδρίων στον ελληνικό χώρο είναι σύνηθες φαινόμενο. Πολύ συχνά νιώθουμε τη χαρά να βλέπουμε άρθρα σε διεθνή περιοδικά που υπογράφονται από γνωστούς και από νεότερους Έλληνες ερευνητές. 7

Το πρώτο βήμα για επικοινωνία ανάμεσά μας σημειώθηκε πριν δύο χρόνια, με την ίδρυση της ΕΝΕΔΙΜ. Σήμερα κάνουμε το δεύτερο σημαντικό βήμα. Με ρεαλισμό και μετριοπάθεια δηλώνουμε πως έχουμε πλήρη επίγνωση των προβλημάτων που συνοδεύουν την έκδοση ενός περιοδικού πάνω σε τακτική βάση. Η ύπαρξη του αναγκαίου δυναμικού δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται να παγιωθεί ανάμεσά μας ένα πνεύμα ομαδικό, αποδοχής και συνεργασίας, μια κουλτούρα υγιούς συναγωνισμού, με συναίσθηση του μέτρου. Επιζητούμε τη διαφορετική άποψη, τον αντίλογο και την κριτική, στοιχεία απαραίτητα για την πρόοδο και την αλλαγή. Ένα ζήτημα που θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή αφορά στην αποδοχή, δίκην αξιώματος, του συστήματος «τυφλής κρίσης». Όλοι γνωρίζουμε ότι και αυτό το σύστημα έχει τις αδυναμίες του. Οι κριτές είναι άνθρωποι που έχουν προτιμήσεις και απόψεις. Είναι ουτοπία να αναμένουμε πλήρη ομοιομορφία στην εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί καλύτερος τρόπος αξιολόγησης της νέας επιστημονικής παραγωγής. Στην ομάδα κριτών έχουμε μέλη ΔΕΠ που ασχολούνται με τη διδακτική των Μαθηματικών. Αναμένουμε ότι σταδιακά θα αναπτύσσεται ένα αίσθημα αυτογνωσίας ανάμεσα στους συγγραφείς και μια τάση μετριοπαθούς και τεκμηριωμένης κρίσης από τους κριτές. Στόχος μας είναι να περιορίζεται ο υποκειμενισμός, χωρίς να μειώνεται η ποιότητα των άρθρων. Δεν έχω αμφιβολία πως όλοι μαζί μπορούμε να καταστήσουμε το περιοδικό μας ένα μέσο διάχυσης ιδεών, σημείο αναφοράς, συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους ερευνητές και στους μαχόμενους εκπαιδευτικούς που διψούν για επικοινωνία και φρέσκες ιδέες. Μπορούμε να έχουμε όλο και περισσότερους ερευνητές της πράξης, να ανεβάσουμε το επίπεδο της διδασκαλίας/μάθησης των Μαθηματικών πιο ψηλά. Με εκτίμηση Γιώργος Φιλίππου Υπεύθυνος Έκδοσης 8

ƒ À π π ø ª ª π ø EDITORIAL Οι εργασίες του πρώτου τεύχους Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού δημοσιεύονται τρεις εργασίες, οι οποίες διαπραγματεύονται διαφορετικά ερευνητικά προβλήματα, χρησιμοποιούν διαφορετικές θεωρητικές οπτικές και ερευνητικά εργαλεία και αναδεικνύουν σημαντικά θέματα που αφορούν την έρευνα και την πρακτική της μαθηματικής παιδείας. Η πρώτη εργασία αφορά στα συναισθήματα εκπαιδευτικών και ιδιαίτερα στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας βιώνουν μια εκπαιδευτική καινοτομία που εισήχθηκε στα σχολικά βιβλία σχετικά με τη διδασκαλία επίλυσης προβλήματος. Εστιάζει στις ανησυχίες των εκπαιδευτικών σε σχέση με τις πεποιθήσεις επάρκειας τους και αναδεικνύει την πολυπλοκότητα αυτής της σχέσης. Προτείνεται ένα μοντέλο που περιγράφει τις ανησυχίες των εκπαιδευτικών οι οποίες κατηγοριοποιούνται σε τρία ιεραρχικά επίπεδα. Το δεύτερο (ανησυχίες για τη διαχείριση της καινοτομίας) και το τρίτο επίπεδο (ανησυχίες που αφορούν στις συνέπειες στους μαθητές και στην αναθεώρηση της καινοτομίας) φαίνεται ότι επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις επάρκειας, ενώ το πρώτο που αφορά κυρίως την ανάγκη για ενημέρωση των εκπαιδευτικών φαίνεται ότι επηρεάζει τις πεποιθήσεις επάρκειας. Τα αποτελέσματα έχουν ενδιαφέρον σε ερευνητικό επίπεδο όπου η παραγωγή του ιεραρχικού μοντέλου των ανησυχιών και της αλληλεπίδρασης του με τις πεποιθήσεις επάρκειας είναι μια πρωτότυπη προσπάθεια. Επίσης έχουν ιδιαίτερη σημασία στη διαδικασία εισαγωγής καινοτομιών αφού επισημαίνεται η ανάγκη κατάλληλης ενημέρωσης και πληροφόρησης των εκπαιδευτικών για τη φιλοσοφία της καινοτομίας, προκειμένου να γίνει αποδεκτή από τους εκπαιδευτικούς. Η δεύτερη εργασία μελετά τη διαδικασία επίλυσης προβλήματος και ιδιαίτερα τη φάση μαθηματικοποίησης ενός ρεαλιστικού προβλήματος από μαθητές της Α Λυκείου. Συγκεκριμένα διερευνά αν οι μαθητές αναγνωρίζουν και διαχειρίζονται αλγεβρικές και γραφικές παραστάσεις γραμμικών συναρτήσεων που μοντελοποιούν μια σειρά από προβλήματα οικονομικού πλαισίου. Μέσα από τις απαντήσεις των μαθητών σε δύο βασικά ερωτήματα, όπου στο πρώτο τους ζητείται να γράψουν την αλγεβρική σχέση και να σχεδιάσουν τη γραφική παράσταση κόστους χρόνου ομιλίας για πέντε προγράμματα κινητής τηλεφωνίας και στο δεύτερο να επιλέξουν το οικονομικότερο πρόγραμμα ερμηνεύοντας μια γραφική παράσταση, αναδεικνύονται οι στρατηγικές τους καθώς και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Οι μαθητές φαίνονται πιο εξοικειωμένοι με τις αλγεβρικές παραστάσεις ενώ συναντούν ιδιαίτερη δυσκολία να ερμηνεύσουν γραφικές παραστάσεις. Στην εργασία αναλύονται επίσης οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι μαθητές καθώς και η διαδικασία σύνδεσης της αλγεβρικής με τη γραφική αναπαράσταση. Στο ερευνητικό επίπεδο η εργασία συνεισφέρει στον προβληματισμό που υπάρχει στο χώρο της Διδακτικής των Μαθηματικών για το ρόλο των αναπαραστάσεων και την ικανότητα των μαθητών να ερμηνεύουν και να συνδέουν αναπαραστάσεις. Το κύριο ερευνητικό ενδιαφέρον της βρίσκεται στο είδος των προβλημάτων που χρησιμοποιεί και στο ότι βλέπει τις αναπαραστάσεις ως εργαλείο για τη διαδικασία της μοντελοποίησης. Σε διδακτικό επίπεδο η εργασία είναι χρήσιμη καθώς δίνει στον εκπαιδευτικό συστηματικά στοιχεία που αφορούν στις δυσκολίες και γενικότερα στις στρατηγικές των μαθητών όταν μοντελοποιούν προβλήματα χρησιμοποιώντας αλγεβρικές σχέσεις και γραφικές αναπαραστάσεις. 9

Η τρίτη εργασία μέσα από μια κοινωνιολογική οπτική μελετά τον επιστημονικό εκπαιδευτικό λόγο και τις αναπαραστάσεις που συνδέονται με το φύλο σε ένα μαθηματικό περιοδικό που απευθύνεται σε μαθητές Γυμνασίου (Ευκλείδης Α ). Τα κείμενα αναλύθηκαν με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου μέσα από κατηγορίες που καθορίστηκαν από τους ερευνητές. Οι ευρύτερες κατηγορίες αφορούν στα κειμενικά είδη, στα είδη των εικόνων, στην πλαισίωση των δραστηριοτήτων, στην κατανομή γυναικείων ανδρικών προσώπων, στα επαγγέλματα ιδιότητες ανδρικών προσώπων καθώς και στα επαγγέλματα ιδιότητες γυναικείων προσώπων. Η κριτική ανάλυση λόγου χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό πλαίσιο των αποτελεσμάτων. Από την ανάλυση προκύπτει ότι στο περιοδικό χρησιμοποιείται στο ο παραδοσιακός εκπαιδευτικός λόγος και ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ο προοδευτικός λόγος γρήγορα μαθηματικοποιείται. Για παράδειγμα, οι καθημερινές καταστάσεις που χρησιμοποιούνται σε κάποιες περιπτώσεις γίνονται μαθηματικές χωρίς να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις εμπειρίες των μαθητών. Αναφορικά με το πώς εμφανίζεται το φύλο στο περιοδικό φαίνεται ότι επικρατεί το «πατριαρχικό» κατεστημένο ακόμα και σε κείμενα που έχουν γραφτεί από γυναίκες. Η εργασία πέρα από το εύρος των δεδομένων που διαχειρίζεται και τη συστηματική τους ανάλυση αναδεικνύει ένα πολύ σημαντικό θέμα το κατά πόσο μια ανθρωπιστική βιωματική προσέγγιση στη διδασκαλία των μαθηματικών μπορεί να συνυπάρξει με τη φύση των ίδιων των μαθηματικών. Η συνύπαρξη αυτή όπως φαίνεται από την παρούσα εργασία είναι πολύ δύσκολη στα κείμενα που αναλύονται αλλά το ερώτημα παραμένει επίσης προς διερεύνηση στα σημερινά σχολικά εγχειρίδια. Δέσποινα Πόταρη 10

ÀÃπ π π π ƒ π ø π À π ø π ªπ π ªπ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΜΙΑΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ: ΕΠΙΧΕΙΡΩΝΤΑΣ ΤΗ ΣΥΖΕΥΞΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΝΝΟΙΩΝ Χαραλάμπους Χ.*, Κυριακίδης Λ.**, Φιλίππου Γ.** *University of Michigan, **Πανεπιστήμιο Κύπρου ΠΕΡΙΛΗΨΗ Πρωταρχικό ρόλο για την επιτυχία οποιασδήποτε καινοτομίας διαδραματίζουν οι ανησυχίες των εκπαιδευτικών. Η έρευνα έχει δείξει ότι οι ανησυχίες των εκπαιδευτικών αναπτύσσονται σε τρεις διαδοχικές φάσεις: ως προς τον εαυτό, το συγκεκριμένο έργο και την αναμενόμενη επίδρασή του, αντίστοιχα. Μια άλλη παράμετρος που βρέθηκε ότι επηρεάζει τη στάση των εκπαιδευτικών έναντι μιας καινοτομίας είναι οι πεποιθήσεις επάρκειάς τους. Στην παρούσα έρευνα αξιολογείται ένα μοντέλο σύζευξης των ανησυχιών και πεποιθήσεων επάρκειας των εκπαιδευτικών ως προς μια καινοτομία που εισήχθη στα βιβλία των Μαθηματικών του δημοτικού σχολείου. Η ανάλυση δεδομένων από 157 εκπαιδευτικούς έδειξε ότι οι τελευταίοι παρουσίαζαν έντονες ανησυχίες ως προς την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στην καινοτομία και ένιωθαν πιο επαρκείς να διδάξουν χωρίς να τη χρησιμοποιούν. Από την ανάλυση προέκυψε, επίσης, ένα πιο σύνθετο πλέγμα αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ανησυχιών και των πεποιθήσεων επάρκειας των εκπαιδευτικών σε σχέση με αντίστοιχα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών. Τα ευρήματα αυτά έχουν επιπτώσεις τόσο σε ερευνητικό επίπεδο όσο και αναφορικά με την πολιτική εφαρμογής καινοτομιών. Λέξεις κλειδιά: ανησυχίες εκπαιδευτικών (ΑΕ), εκπαιδευτική καινοτομία, επίλυση μαθηματικού προβλήματος (ΕΜΠ), πεποιθήσεις επάρκειας (ΠΕ). 11

XAƒ ª À Àƒπ π ºπ π À EIΣΑΓΩΓΗ Ευρήματα έρευνας από τη διεθνή σκηνή υπογραμμίζουν τη σημασία αξιολόγησης των αντιδράσεων των εκπαιδευτικών ως προς τις εκπαιδευτικές καινοτομίες (Datnow, Borman, Stringfield, Overman, & Castellano, 2003). Κατά κανόνα, κάθε αλλαγή συνεπάγεται διαφοροποίηση του έργου των εκπαιδευτικών και απαιτεί παρεκκλίσεις από την ακολουθούμενη προσέγγιση διδασκαλίας. Συνεπώς, η επιτυχία μιας καινοτομίας εξαρτάται, εν μέρει, από την αποδοχή της, την ενσυνείδητη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην εφαρμογή της και την ικανότητα των εκπαιδευτικών να υλοποιήσουν τις βασικές της συνιστώσες (Amit & Fried, 2002. Sztajn, 2003). Στην Κύπρο η τελευταία μεταρρύθμιση των σχολικών Μαθηματικών υλοποιήθηκε μέσα από μια νέα σειρά διδακτικών εγχειριδίων που άρχισαν να εισάγονται στο δημοτικό σχολείο από το 1995 1. Δεδομένης της συμβολής των σχολικών εγχειριδίων στην εφαρμογή μιας καινοτομίας (Ball & Cohen, 1996) και του βαθμού εξάρτησης των εκπαιδευτικών από τα εγχειρίδια αυτά ειδικότερα στην περίπτωση των Μαθηματικών (Remillard, 2005) επιχειρήθηκε μια πρώτη εξοικείωση των εκπαιδευτικών με την καινοτομία μέσα από σύντομα εισαγωγικά σημειώματα που εντάχθηκαν στα εγχειρίδια αυτά ή επεξηγηματικά σχόλια που περιλήφθηκαν στο βοήθημα του εκπαιδευτικού. H επιμόρφωση των εκπαιδευτικών περιορίστηκε, επίσης, σε βραχείας διάρκειας σεμινάρια από επιθεωρητές, με αποτέλεσμα οι εκπαιδευτικοί να μην κατανοήσουν επαρκώς τη φιλοσοφία της αλλαγής και τις προτάσεις για υλοποίησή της. Ειδικότερα, η προσέγγιση επίλυσης μαθηματικών προβλημάτων (ΕΜΠ) με βάση τη Θεωρία Σχήματος το μέρος της καινοτομίας στο οποίο επικεντρωνόμαστε στην παρούσα μελέτη προκάλεσε αντικρουόμενα σχόλια και εκτιμήσεις από εκπαιδευτικούς και γονείς. Δεδομένης της σημασίας που έχουν τα αισθήματα και οι εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών για κάθε καινοτομία (Fullan, 1991), πέντε χρόνια μετά την εισαγωγή της μεταρρύθμισης στην Κύπρο αναπτύχθηκε ένα διετές ερευνητικό πρόγραμμα 2 για την εξέταση 1 Το πρώτο έτος η νέα σειρά βιβλίων χρησιμοποιήθηκε στην Α τάξη, το επόμενο στη Β τάξη και συνέχισε να επεκτείνεται κάθε χρόνο στην αμέσως επόμενη τάξη, ώσπου το έτος 2000-2001 κάλυψε όλες τις τάξεις. 2 Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα επιχορηγήθηκε από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας και συγκεκριμένα, από το Πρόγραμμα Ενίσχυσης Νέων Ερευνητών Κύπρου (ΠΕΝΕΚ 2001/2). 12

ÀÃπ π π π ƒ π ø π À π ø π ªπ π ªπ τόσο του βαθμού αποδοχής της από τους εκπαιδευτικούς όσο και της συμβολής της στη βελτίωση της επίδοσης των μαθητών στη επίλυση μαθηματικών προβλημάτων. Στο παρόν άρθρο επικεντρωνόμαστε σε μια από τις πτυχές του ερευνητικού αυτού προγράμματος: τις ανησυχίες και τις πεποιθήσεις επάρκειας των εκπαιδευτικών σε σχέση με την καινοτομία. 3 Έρευνες κατέδειξαν ότι οι ανησυχίες των εκπαιδευτικών (ΑΕ) και οι πεποιθήσεις επάρκειάς τους (ΠΕ) έναντι μιας καινοτομίας καθορίζουν το βαθμό αποδοχής της καινοτομίας και, κατά συνέπεια, την επιτυχή εφαρμογή της (π.χ. Tschannen-Moran, Woolfolk-Hoy & Hoy, 1998). Ωστόσο, οι έρευνες αυτές κινήθηκαν σε παράλληλα επίπεδα. Όπου επιχειρήθηκε σύζευξη των δύο εννοιών, οι ΑΕ θεωρήθηκαν είτε το αίτιο είτε το αιτιατό των ΠΕ τους, χωρίς να εξετάζεται ένα πιο σύνθετο μοντέλο αλληλεπίδρασης των δύο εννοιών. Εκκινώντας από την εξέταση του βαθμού αποδοχής της καινοτομίας από τους εκπαιδευτικούς, και συγκεκριμένα τις ανησυχίες και τις ΠΕ τους έναντι της καινοτομίας, η παρούσα μελέτη αποτελεί μια πρώτη προσπάθεια σύζευξης των δύο αυτών διαστάσεων μέσω ενός σύνθετου πλέγματος αλληλεπιδράσεων. Η μελέτη αναπτύσσεται σε έξι ενότητες: Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζονται σε συντομία οι βασικές αρχές της μεταρρύθμισης και ειδικότερα η προσέγγιση ΕΜΠ που προτείνεται από την καινοτομία. Στη δεύτερη ενότητα αναλύονται οι έννοιες των ανησυχιών και των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών και παρουσιάζονται ερευνητικά αποτελέσματα που διασυνδέουν τις έννοιες αυτές με το βαθμό αποδοχής της καινοτομίας. Στην τρίτη και τέταρτη ενότητα παρατίθεται ο σκοπός, οι υποθέσεις και η μεθοδολογία της έρευνας (συμμετέχοντες, μέσα συλλογής δεδομένων και μέθοδοι ανάλυσης των δεδομένων), ενώ στις δύο τελευταίες ενότητες παρουσιάζονται και συζητιούνται τα αποτελέσματα της έρευνας. Η συζήτηση των αποτελεσμάτων κινείται σε δύο επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, εστιάζουμε την προσοχή μας στο πώς τα ευρήματα της έρευνας μπορούν να βελτιώσουν τις υπάρχουσες πρακτικές εισαγωγής εκπαιδευτικών καινοτομιών και συζητούμε τις ερευνητικές προεκτάσεις του μοντέλου σύζευξης των ανησυχιών και πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών που προέκυψε από την έρευνα. 3 Για μια πιο ενδελεχή περιγραφή της ερευνητικής αυτής προσπάθειας βλέπε Kyriakides, Charalambous, Philippou, και Campbell (2006). 13

XAƒ ª À Àƒπ π ºπ π À Η ΕΙΣΑΧΘΕΙΣΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ Η τελευταία μεταρρύθμιση των σχολικών Μαθηματικών που επιχειρήθηκε στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα ακολούθησε τις διεθνείς τάσεις, όπως αποτυπώθηκαν στο Curriculum and Evaluation Standards (NCTM, 1989). Βασική επιδίωξη ήταν η παροχή βοήθειας και καθοδήγησης στο μαθητή για να οικοδομήσει, όσο το δυνατό πιο αυτόνομα, δυναμική μαθηματική γνώση, να κατανοήσει έννοιες, να αναπτύξει ικανότητες αιτιολόγησης και να αξιοποιεί την αποκτηθείσα γνώση στην επίλυση προβλημάτων. Η προσπάθεια απέβλεπε, επίσης, στην ενεργητική και συνεργατική μάθηση, μέσα από κατάλληλα σχεδιασμένες δραστηριότητες. Μια από τις διαστάσεις της καινοτομίας ήταν η ΕΜΠ με βάση τη Θεωρία Σχήματος (βλ. Marshall, 1995). Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται σε δύο πυλώνες: τη σημασία της κατανόησης της δομής των προβλημάτων και τη συμβολή των αναπαραστάσεων κατά την επίλυση των προβλημάτων (Χαραλάμπους, 2003). Έρευνες των τελευταίων τριών δεκαετιών έδειξαν ότι η επιτυχία ΕΜΠ επηρεάζεται καθοριστικά από τη δομή των προβλημάτων, δηλαδή τις σχέσεις που συνδέουν τα στοιχεία τους (π.χ. Greer, 1992. Lester, 1994). Ερευνητές όπως οι Vergnaud, Greeno, Heller, Carpenter, Moser και Nesher ταξινόμησαν τα προβλήματα μιας πράξης σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα προβλήματα αθροιστικής δομής (π.χ., αλλαγής, σύγκρισης, ομαδοποίησης και εξισορρόπησης) και τα προβλήματα πολλαπλασιαστικής δομής (π.χ., ίσων ομάδων, ίσων μέτρων, ρυθμού αλλαγής, μετατροπής μέτρων, σύγκρισης, μέρους-όλου, ορθογώνιας διάταξης και καρτεσιανού γινομένου). Η ενασχόληση των μαθητών με μια ποικιλία προβλημάτων από τους προαναφερθέντες τύπους, ακόμα και στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού σχολείου, βρέθηκε να προάγει την ικανότητά τους στην ΕΜΠ (Kouba & Franklin, 1993). Το συγκεκριμένο μέρος της μεταρρύθμισης που αφορά στην ΕΜΠ με βάση τη Θεωρία Σχήματος εισήχθη το 1998 στα βιβλία της Δ τάξης, αφού είχε προηγουμένως δοκιμαστεί πειραματικά με επιτυχία σε σχολεία της Κύπρου (Christou & Philippou, 1999). Η προσέγγιση αυτή, η οποία επαναφέρεται και στα βιβλία της Ε και Στ τάξης, επιδιώκει την εξοικείωση των μαθητών με τέσσερις τύπους προβλημάτων: τα προβλήματα αλλαγής, ομαδοποίησης, αναλογίας και σύγκρισης. Οι δύο πρώτες κατηγορίες αφορούν σε προβλή- 14

ÀÃπ π π π ƒ π ø π À π ø π ªπ π ªπ ματα αθροιστικής δομής, η τρίτη κατηγορία σε προβλήματα πολλαπλασιαστικής δομής, ενώ η τέταρτη κατηγορία συνδυάζει προβλήματα αθροιστικής και πολλαπλασιαστικής δομής. Πιο αναλυτικά, τα χαρακτηριστικά των προβλημάτων αυτών είναι: Προβλήματα αλλαγής. Στα προβλήματα αυτά παρατηρείται μια μόνιμη αλλαγή μιας μετρήσιμης ποσότητας. Ως εκ τούτου, τα προβλήματα αλλαγής περιλαμβάνουν τρεις αριθμούς: τον αριθμό που εκφράζει την ποσότητα πριν την αλλαγή, τον αριθμό που εκφράζει τη μεταβολή της ποσότητας (αύξηση ή μείωση) και τον αριθμό που εκφράζει την τελική ποσότητα. Προβλήματα ομαδοποίησης. Τα προβλήματα ομαδοποίησης περιλαμβάνουν τρεις τουλάχιστον ποσότητες: τους πληθικούς αριθμούς δύο τουλάχιστον συνόλων ξένων μεταξύ τους και τον πληθικό αριθμό της ένωσης των συνόλων αυτών. Πρόκειται δηλαδή για την ισότητα n(α Β Γ...) = n(α) + n(b) + n(γ) +..., δεδομένου ότι τα σύνολα Α, Β, Γ,... είναι ανά δύο ξένα μεταξύ τους (Α Β=, Α Γ=, Β Γ=...). Προβλήματα αναλογίας. Στα προβλήματα αναλογίας περιγράφεται μια σχέση μεταξύ δύο συμμεταβλητών ποσών, η οποία διατηρείται ανεξάρτητα από τη μεταβολή των ποσοτήτων του προβλήματος. Κατά συνέπεια, όταν μεταβάλλεται η πρώτη ποσότητα, παρατηρείται αντίστοιχη αυξομείωση στη δεύτερη ποσότητα. Τα απλά προβλήματα αναλογίας είναι της μορφής «αν... τότε...». Προβλήματα σύγκρισης. Στα προβλήματα σύγκρισης συγκρίνονται δύο ποσότητες. Συνήθως εκφράζονται με επίθετα ή επιρρήματα, όπως γρηγορότερα, φθηνότερα, μακρύτερα κ.λπ. (προβλήματα αθροιστικής δομής) ή διπλάσια, μισά, τριπλάσια κ.λπ. (προβλήματα πολλαπλασιαστικής δομής). Η εστίαση της προσοχής των μαθητών στη δομή των προβλημάτων και όχι σε άλλα επιφανειακά τους χαρακτηριστικά αποτελεί κομβικό στοιχείο της υπό εξέταση καινοτομίας. Για την κατανόηση της δομής των προβλημάτων εισάγονται και χρησιμοποιούνται στα βιβλία της Δ τάξης τέσσερα διαγράμματα (βλ. Διάγραμμα 1), που στόχο έχουν να ενισχύσουν και να συστηματοποιήσουν τις εσωτερικές αναπαραστάσεις που οικοδομούν οι μαθητές σε σχέση με τις διάφορες κατηγορίες προβλημάτων. Έρευνες έχουν δείξει ότι διαγράμματα της μορφής αυτής συμβάλλουν σε καλύτερη κατανόηση των 15

XAƒ ª À Àƒπ π ºπ π À προβλημάτων και συνεπώς επιδρούν καταλυτικά στην επιτυχή επίλυσή τους (Diezmann & English, 2001 Mayer & Hegarty, 1996). Στα πρώτα χρόνια που εφαρμόστηκε η προαναφερθείσα καινοτομία διαφάνηκε ότι οι μαθητές συναντούσαν πολλές δυσκολίες. Ανεπίσημα εκφράστηκαν τόσο από διάφορους εκπαιδευτικούς φορείς επιθεωρητές, διευθυντές και εκπαιδευτικούς όσο και από τους γονείς ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης προσέγγισης, ειδικότερα σε σχέση με προγενέστερες, πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις ΕΜΠ. Επιπρόσθετα, οι εκπαιδευτικοί επεσήμαναν την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης αναφορικά με τον τρόπο αξιοποίησης της προσέγγισης αυτής, τόσο για σκοπούς διδασκαλίας όσο και για σκοπούς αξιολόγησης. Οι πιο πάνω προβληματισμοί και ανησυχίες ενίσχυσαν την ανάγκη διερεύνησης των ανησυχιών και των πεποιθήσεων επάρκειας των εκπαιδευτικών έναντι της εισαχθείσας καινοτομίας. Διάγραμμα 1. Τα διαγράμματα για την επίλυση των προβλημάτων που περιλαμβάνονται στην καινοτομία (α = αλλαγής, β = ομαδοποίησης, γ = αναλογίας, δ = σύγκρισης) ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ Η έννοια των ανησυχιών των εκπαιδευτικών (ΑΕ) εισήχθηκε από τον Fuller περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (van den Berg & Ros, 1999), ο οποίος πρότεινε μια ιεραρχική ταξινόμηση των ανησυχιών σε τρία αναπτυξιακά επίπεδα-φάσεις: ανησυχίες για τον εαυτό, ανησυχίες για το έργο και ανησυχίες 16

ÀÃπ π π π ƒ π ø π À π ø π ªπ π ªπ για τις επιπτώσεις της καινοτομίας. Οι ανησυχίες για τον εαυτό αφορούν στα αισθήματα άγχους των εκπαιδευτικών ως προς την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καινοτομίας μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Οι ανησυχίες για το έργο αναφέρονται σε πιθανές αλλαγές ή επιπλοκές που επιφέρει η εισαγωγή της καινοτομίας κυρίως στα καθημερινά καθήκοντα του εκπαιδευτικού και ειδικότερα σε σχέση με μια σειρά από περιορισμούς όπως ο αριθμός των μαθητών, η έλλειψη τεχνικών και εποπτικών μέσων κ.λπ. Τέλος, οι ανησυχίες ως προς τις πιθανές επιπτώσεις της καινοτομίας σχετίζονται με τις εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών ως προς την επίδραση της καινοτομίας στη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων. Αξιοποιώντας τις ιδέες του Fuller, οι McKinney, Sexton και Meyerson (1999) ανέπτυξαν ένα μοντέλο ανησυχιών, ευρύτερα γνωστό ως CBAM (Concerns Based Adoption Model). Το μοντέλο αυτό περιλαμβάνει επτά στάδια ανησυχιών που οργανώνονται στα τρία επίπεδα που πρότεινε ο Fuller. Τα τρία πρώτα στάδια αποτελούν ανησυχίες που αφορούν στο άτομο, το τέταρτο σχετίζεται με ανησυχίες ως προς το έργο, και τα τρία τελευταία στάδια αναφέρονται στις επιπτώσεις της καινοτομίας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, αρχικά οι εκπαιδευτικοί νιώθουν ότι δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς για την καινοτομία (awareness), αργότερα εκδηλώνουν επιθυμία να μάθουν περισσότερα για αυτή (informational), αλλά ανησυχούν για την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του έργου (personal). Σταδιακά οι προσωπικές ανησυχίες μειώνονται και οι εκπαιδευτικοί επικεντρώνονται σε ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση της καινοτομίας (management), ενώ σε μεταγενέστερα στάδια οι εκπαιδευτικοί υπερβαίνουν τις ανησυχίες τους για το έργο και εστιάζουν την προσοχή τους στα αποτελέσματα της καινοτομίας στους μαθητές (consequences). Στη φάση αυτή επιζητούν τη συνεργασία με συνάδελφούς τους ώστε να εφαρμόσουν πιο αποτελεσματικά την καινοτομία (collaboration) και εκδηλώνουν την ετοιμότητά τους να υποβάλουν προτάσεις για αναθεώρηση και βελτίωση της καινοτομίας (refocusing). Τα αποτελέσματα έρευνας των van den Berg και Ros (1999) υποστηρίζουν μερικώς τη διαδοχική εξέλιξη των ανησυχιών των εκπαιδευτικών. Η έρευνά τους έδειξε ότι στα αρχικά στάδια εισαγωγής της καινοτομίας οι εκπαιδευτικοί εκφράζουν κυρίως προσωπικές ανησυχίες. Στο στάδιο της υλοποίησης της καινοτομίας, στο οποίο οι εκπαιδευτικοί έχουν άμεση εμπλοκή στην και- 17

XAƒ ª À Àƒπ π ºπ π À νοτομία, εκφράζουν κυρίως ανησυχίες ως προς τη διαχείρισή της. Τέλος, στο στάδιο της εγκαθίδρυσης της καινοτομίας οι εκπαιδευτικοί διατυπώνουν ανησυχίες ως προς τις συνέπειές της στους μαθητές και εντοπίζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της που θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν, ώστε η καινοτομία να καταστεί πιο λειτουργική. Επιπρόσθετα, από την έρευνα φάνηκε ότι με την πάροδο του χρόνου μετατοπίζεται η ένταση των ανησυχιών των εκπαιδευτικών. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι μετά την παρέλευση δύο τουλάχιστον χρόνων από την εισαγωγή της καινοτομίας οι εκπαιδευτικοί εκφράζουν λιγότερο έντονες προσωπικές ανησυχίες, αλλά εντείνονται οι ανησυχίες τους για τη διαχείριση της καινοτομίας. Ανάλογα αποτελέσματα βρέθηκαν και στην έρευνα των McKinney et al. (1999), η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια καινοτομία επιτυγχάνει όταν οι εκπαιδευτικοί μετακινούνται από το επίπεδο των προσωπικών ανησυχιών και των ανησυχιών για τη διαχείριση της καινοτομίας στο επίπεδο ανησυχιών για τα αποτελέσματα της καινοτομίας στους μαθητές. Ωστόσο, η μετάβαση αυτή δεν είναι εύκολη (van den Berg, Sleegers, Geijsel, & Vandenberghe, 2000). Παρά τα ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν μερικώς την αναπτυξιακή δομή των ανησυχιών, δεν έχουμε εντοπίσει καμιά συστηματική προσπάθεια ελέγχου της ιεραρχικής δομής των ανησυχιών των εκπαιδευτικών αξιοποιώντας πιο σύνθετες μεθόδους ανάλυσης, όπως, για παράδειγμα, τα δομικά μοντέλα ανάλυσης (βλ. Bentler, 1995). Στην παρούσα μελέτη επιχειρούμε ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή και ταυτόχρονα εξετάζουμε τη διασύνδεση ανάμεσα στις ανησυχίες και στις πεποιθήσεις επάρκειας των εκπαιδευτικών. Η έννοια των πεποιθήσεων επάρκειας (ΠΕ) εισήχθη κατά τη δεκαετία του 1970 και αναφέρεται στην αίσθηση του ατόμου αναφορικά με την ικανότητά του να σχεδιάζει και εφαρμόζει σχέδια προς επιτυχία ενός σκοπού (Bandura, 1997). Έρευνες των τελευταίων χρόνων εισηγούνται ότι οι ΠΕ επηρεάζουν το βαθμό στον οποίο οι εκπαιδευτικοί αποδέχονται και εφαρμόζουν μια καινοτομία. Αναλυτικότερα, φάνηκε ότι εκπαιδευτικοί με υψηλές ΠΕ είναι πιο πρόθυμοι να πειραματιστούν με διάφορες διδακτικές προσεγγίσεις και ανησυχούν λιγότερο για τις πιθανές επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν από την εφαρμογή των προσεγγίσεων αυτών (Bandura, 1997). Επιπρόσθετα, εκπαιδευτικοί με υψηλό επίπεδο ΠΕ παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα άγχους 18

ÀÃπ π π π ƒ π ø π À π ø π ªπ π ªπ και βιώνουν λιγότερο το φαινόμενο της συναισθηματικής εξάντλησης, όταν καλούνται να εφαρμόσουν μια καινοτομία (Evers, Brouwers & Tomic, 2002). Παράλληλα, βρέθηκε ότι εκπαιδευτικοί με υψηλότερες ΠΕ έχουν πιο θετική στάση έναντι μιας καινοτομίας, τη θεωρούν σημαντική, συμβατή με τον υφιστάμενο τρόπο εργασίας τους και εφαρμόσιμη (Ghaith & Shaaban, 1999). 4 Ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια η μελέτη της διασύνδεσης και αλληλεπίδρασης των ΠΕ και των ανησυχιών των εκπαιδευτικών. Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι συγκριτικά με συνάδελφούς τους που έχουν υψηλό επίπεδο ΠΕ, εκπαιδευτικοί με χαμηλό επίπεδο ΠΕ χαρακτηρίζονται από έντονες προσωπικές ανησυχίες και ανησυχίες αναφορικά με το έργο (Ghaith & Shaaban, 1999). Αντίθετα, όσο πιο επαρκείς αισθάνονται οι εκπαιδευτικοί για την εφαρμογή μιας καινοτομίας, τόσο πιο έντονες είναι οι ανησυχίες τους αναφορικά με τις επιπτώσεις στους μαθητές (McKinney et al., 1999). Έχει ακόμη βρεθεί ότι οι ΑΕ επηρεάζονται σημαντικά από τις ΠΕ τους (Christou, Philippou, Pitta-Pantazi, & Menon-Eliophotou, 2002). Συνοπτικά, προκύπτει ότι ακόμα και οι έρευνες που επιχείρησαν τη σύζευξη των δύο εννοιών κινήθηκαν είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, θεωρώντας τις ΑΕ είτε αίτιο είτε αιτιατό των ΠΕ των εκπαιδευτικών. Πιστεύουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο εννοιών πιθανόν να είναι πιο σύνθετες. Για παράδειγμα, ενώ είναι λογικό να υποστηρίξει κανείς ότι όσο πιο επαρκείς αισθάνονται οι εκπαιδευτικοί ως προς την εφαρμογή μιας καινοτομίας τόσο πιο ήπιες μπορεί να είναι οι ανησυχίες τους ως προς τη διαχείριση της καινοτομίας, είναι εξίσου λογικό να υποθέσει κανείς ότι οι ανησυχίες των εκπαιδευτικών, ιδιαίτερα στο βαθμό που αναφέρονται στην ενημέρωσή τους για την καινοτομία, μπορεί να επηρεάζουν την αυτοπεποίθησή τους αναφορικά με την αξιοποίηση της καινοτομίας στη διδασκαλία τους. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο ότι η γνώση των εκπαιδευτικών για έναν ορισμένο τομέα επηρεάζει την αίσθηση επάρκειας που έχουν για να διδάξουν θέματα σχετικά με τον τομέα αυτό (Bandura, 1997). Εύλογα κανείς θα μπορούσε, επίσης, να υποστηρίξει ότι οι ΠΕ των εκπαιδευτικών σε σχέση με διδακτικές προσεγγίσεις 4 Παρόλο που, εξ ορισμού, οι προσωπικές ΑΕ αντιστοιχούν με τις αρνητικές ΠΕ τους, λόγω του ότι η έρευνα αναφορικά με τις ανησυχίες και τις πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών κινήθηκε σε παράλληλα επίπεδα, δεν έχουμε εντοπίσει μελέτες που να ταυτίζουν τις δύο έννοιες, έστω και αντιθετικά. Στην παρούσα μελέτη, χρησιμοποιήσαμε δηλώσεις που αφορούσαν ταυτόχρονα και στις δύο έννοιες (βλ. υποενότητα «Μέσα συλλογής δεδομένων»). 19

XAƒ ª À Àƒπ π ºπ π À προγενέστερες της καινοτομίας είναι δυνατό να επηρεάζουν την ένταση των ανησυχιών τους, ειδικότερα αυτών που αφορούν στην αποτελεσματικότητα της καινοτομίας. Οι παραπάνω υποθέσεις και γενικότερα η μελέτη της διασύνδεσης των ΑΕ και ΠΕ τους μέσω ενός πιο σύνθετου πλέγματος επιδράσεων διαγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η παρούσα έρευνα. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Υπό το πρίσμα της πιο πάνω ανάλυσης, ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν διττός. Συγκεκριμένα, η έρευνα αποσκοπούσε: (α) να εξετάσει τις ανησυχίες και τις ΠΕ των εκπαιδευτικών να διδάξουν ΕΜΠ αξιοποιώντας την προτεινόμενη καινοτομία και (β) να εξετάσει εμπειρικά ένα μοντέλο που να συνδέει τις ΠΕ και τις ανησυχίες των εκπαιδευτικών. Στόχος μας ήταν το μοντέλο αυτό αφενός να συνθέτει τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών, όπως αυτά παρουσιάστηκαν στην προηγηθείσα ενότητα, και αφετέρου να αξιοποιεί την έννοια των ΠΕ των εκπαιδευτικών σε σχέση με προγενέστερες της καινοτομίας διδακτικές προσεγγίσεις διδασκαλίας. Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη αυτή ελέγξαμε τις ακόλουθες τρεις υποθέσεις: Οι ΑΕ σχηματοποιούνται σε ένα ιεραρχικό μοντέλο, ως προς την ενημέρωση, την πληροφόρηση, την προσωπική εμπλοκή, τη διαχείριση, τις επιπτώσεις της καινοτομίας, τη συνεργασία και την αναθεώρηση, έτσι ώστε οι ανησυχίες που σχετίζονται με τα προηγούμενα στάδια να επηρεάζουν τις ανησυχίες των μεταγενέστερων σταδίων. Οι ΠΕ των εκπαιδευτικών επηρεάζουν τις ανησυχίες δεύτερου και τρίτου επιπέδου (που αφορούν στο έργο και στις επιπτώσεις του), ενώ οι ΠΕ των εκπαιδευτικών επηρεάζονται από τις ανησυχίες τους, που σχετίζονται με το πρώτο επίπεδο (ανησυχίες σε σχέση με τον εαυτό). Οι ΠΕ των εκπαιδευτικών για διδακτικές προσεγγίσεις προγενέστερες της καινοτομίας επηρεάζουν και τα τρία επίπεδα ανησυχιών τους σε σχέση με την καινοτομία. Θεωρούμε την εμπειρική εξέταση του παραπάνω μοντέλου σημαντική, γιατί το μοντέλο αυτό αφενός επιχειρεί τη σύζευξη των ανησυχιών και των ΠΕ των εκπαιδευτικών και, αφετέρου, περιλαμβάνει την έννοια των ΠΕ των εκπαιδευτικών για προσεγγίσεις προγενέστερες της καινοτομίας, η οποία, εξ όσων είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, δεν έχει μέχρι τώρα μελετηθεί συστηματικά. 20