ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Αργυρώ Βαϊδάνη Ανάλυση του τεκτονικού ράκους Γερόλεκα (Ζώνη Βοιωτίας Ζώνη Παρνασσού) ΠΑΤΡΑ 2014 1
Ευχαριστίες Ξεκινώντας, επιθυμώ να ευχαριστήσω εκείνους που χωρίς τη συμβολή των οποίων η διπλωματική αυτή εργασία δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί. Ευχαριστώ ιδιαίτερα: Τον Επίκουρο Καθηγητή Πάρη Ξυπολιά για την ανάθεση αυτής της εργασίας και την καθοδήγησή του αλλά και την υποστήριξή του σε πρακτικά και συμβουλευτικά ζητήματα στα πλαίσια της υλοποίησης της εργασίας. Την υποψήφια διδάκτορα Βίλλυ Παπαδοπούλου για τη βοήθεια, την καθοδήγησή της, την υπομονή της, αλλά και για την παροχή γνώσεων σε θέματα υπαίθριας και εργαστηριακής έρευνας. Τον υποψήφιο διδάκτορα Θανάση Καπλάνη για την πολύτιμη βοήθειά του στην εργασία υπαίθρου. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ..4 2. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 2.1. Ελλαδικός χώρος Γεωτεκτονικές ζώνες..5 2.2. Ζώνη Βοιωτίας.9 2.3. Ζώνη Παρνασσού Γκιώνας 10 2.3.1. Παλαιογεωγραφική και Γεωτεκτονική θέση 10 2.3.2. Λιθοστρωματογραφική εξέλιξη 12 2.3.3. Παλαιογεωγραφική και Τεκτοορογενετική εξέλιξη 13 3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΕΡΟΛΕΚΑ ΑΜΠΛΙΑΝΗΣ 3.1. Λιθολογίες 15 3.2. Τεκτονοστρωματογραφία.17 4. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 4.1. Μεθοδολογία.18 4.2. Γεωλογικός χάρτης και τομές.19 4.3. Δίκτυα Schmidt.25 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ.28 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 3
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η διπλωματική αυτή εργασία έχει σαν αντικείμενο τη μελέτη του καλύμματος που αποτελείται από πετρώματα της ζώνης Βοιωτίας και έχει τοποθετηθεί τεκτονικά πάνω στα προϋπάρχοντα πετρώματα της περιοχής. Τα προϋπάρχοντα πετρώματα στο σύνολό τους δομούν τη ζώνη Παρνασσού- Γκιώνας. Η περιοχή που μελετάται εκτείνεται βορειοανατολικά από την κορυφή του Γερόλεκα (1714m), περιορίζεται βορειοδυτικά από την Άμπλιανη (1107m), ενώ νότια εκτείνεται έως τον οικισμό του Ελαιώνα. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή μελέτης ανήκει στο όρος Παρνασσός, της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ-ΝΑ διεύθυνση στα όρια τον νομών Βοιωτίας, Φωκίδας και Φθιώτιδας. Προς τα δυτικά, ο αυχένας της Άμπλιανης από όπου περνά ο δρόμος Λαμίας Γραβιάς Ιτέας τον χωρίζει από το Όρος Γκιώνα, ενώ προς τα νοτιοανατολικά περιορίζεται από τον Ελικώνα μέσω του αυχένα του Διστόμου. Τέλος προς τα νότια η βαθιά χαράδρα των Δελφών διαχωρίζει τον Παρνασσό από το υψίπεδο της Δεσφίνας. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η μελέτη των παραμορφωτικών παραγόντων που επέδρασαν στα πετρώματα της ζώνης Παρνασσού, καθώς επίσης και τη παραμόρφωση που υπέστη το επωθημένο κάλυμμα των πετρωμάτων της ζώνης Βοιωτίας. Για το σκοπό αυτό έγινε γεωλογική χαρτογράφηση της περιοχής σε τοπογραφικό χάρτη κλίμακας 1:50.000, τεκτονική ανάλυση και αποτύπωση γεωτομών στη μεσοσκοπική κλίμακα και συλλογή τεκτονικών μετρήσεων. Αποτέλεσμα της χαρτογράφησης και της επεξεργασίας των δεδομένων που συλλέχθηκαν είναι η κατασκευή γεωλογικού χάρτη και γεωτομών μεγασκοπικής κλίμακας. 4
2. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 2.1 ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΖΩΝΕΣ Οι Ελληνίδες είναι οι γεωτεκτονικές ζώνες στις οποίες υποδιαιρούνται οι ελληνικές οροσειρές, που ανήκουν στο Διναρικό κλάδο του Αλπικού συστήματος. Μέχρι το 1970 τα τεκτονικά σχήματα που έχουν προταθεί για τη διαίρεση του ελληνικού χώρου σε γεωτεκτονικές ζώνες βασίστηκαν στη θεωρία του Aubouin (1965) που πρότεινε το Αλπικό γεωσύγκλινο, δηλαδή μία αλπική παλαιογεωγραφία με την παραδοχή του δυαδικού συστήματος ράχεων αυλακών. Η θεωρία αυτή ξεκίνησε από το Τριαδικό σαν τμήμα του τεράστιου Αλπικού γεωσύγκλινου και σύμφωνα με αυτή το ελληνικό γεωσύγκλινο, είχε στον πυθμένα του μικρές και μεγάλες υποθαλάσσιες ράχες που διαχώριζαν βαθιές και βαθύτερες αύλακες. Κατά τη διάρκεια της Αλπικής περιόδου, αυτό το σύστημα των εναλλασσόμενων υποθαλάσσιων αυλάκων και ράχεων, που θεωρήθηκε ως δημιούργημα προγενέστερων (Ερκύνιων) πτυχώσεων, υπέστη διάφορες τροποποιήσεις. Οι τροποποιήσεις αυτές προέρχονται από τη δράση ενδογενών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να αναδύονται, πολλές φορές τμήματα του πυθμένα της Τηθύος. Ο ελληνικός χώρος λοιπόν διακρίθηκε με βάση το παραπάνω εναλλασσόμενο σύστημα ράχεων και αυλάκων σε ισοπικές ζώνες. Η διάκριση αυτή που στηρίζεται στα αλπικά ιζήματα αντανακλά την παλαιογεωγραφική κατάσταση κάθε ζώνης, όπου μπορεί να υπάρχουν είτε Αλπικά ιζήματα ίδιου βάθους, δηλαδή βαθιάς θάλασσας (πελαγικά αβυσσικά) οι αύλακες, είτε ρηχής θάλασσας (νηριτικά), οι υποθαλάσσιες ράχες (υβώματα). Η ανάπτυξη της νέας παγκόσμιας τεκτονικής σε συνδυασμό με τα μοντέλα που προτάθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες για τη γεωδυναμική εξέλιξη του Αλπικού συστήματος, έφερε μια νέα διάσταση στο θέμα της διαίρεσης των γεωτεκτονικών ζωνών. Οι ζώνες διαχωρίζονται η μία από την άλλη με τον συγκεκριμένο ρόλο που κατέχει η καθεμία στο σύστημα της γεωδυναμικής εξέλιξης και που ως ένα βαθμό αναφέρεται σε συγκεκριμένη παλαιογεωγραφική θέση. Συνεπώς, σύμφωνα με τη θεωρία των λιθοσφαιρικών πλακών στην οποία έχουν στηριχθεί και έχουν αναμορφωθεί οι γεωλογικές απόψεις περί γεωσυγκλίνου, κάθε γεωτεκτονική ζώνη αποτελείται από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: Μια ορισμένη στρωματογραφική διαδοχή των ιζημάτων της Τους ιδιαίτερους λιθολογικούς χαρακτήρες της Την ιδιαίτερη τεκτονική της συμπεριφορά 5
Τα χαρακτηριστικά αυτά προκύπτουν τόσο από την παλαιογεωγραφική θέση της γεωτεκτονικής ζώνης, όσο και από τη γεωτεκτονική της θέση, τη γεωδυναμική της κίνηση και την τεκτονική παραμόρφωση κάθε μίας με ιδιαίτερη βαρύτητα στα τρία τελευταία. Στην Ελλάδα οι γεωτεκτονικές ζώνες (Εικ. 1) έχουν διαμορφωθεί με βάση τις παραπάνω σύγχρονες απόψεις από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά ως εξής: 1. Η μάζα της Ροδόπης 2. Η Σερβομακεδονική μάζα 3. Η Περιροδοπική ζώνη 4. Η ζώνη Αξιού που υποδιαιρείται στις ζώνες Παιονίας, Πάικου και Αλμωπίας 5. Η Πελαγονική ζώνη 6. Η Αττικοκυκλαδική μάζα 7. Η Υποπελαγονική ζώνη 8. Η ζώνη Παρνασσού Γκιώνας 9. Η ζώνη Ωλονού Πίνδου 10. Η ζώνη Γαβρόβου Τρίπολης 11. Η Ιόνιος ζώνη 12. Η ζώνη Παξών ή Προαπουλία Εκτός από τις δώδεκα ζώνες στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω υπάρχουν και δυο γεωτεκτονικές μονάδες, η Ενότητα Πλακωδών ασβεστόλιθων που πιθανώς ανήκει στην Ιόνιο ζώνη και η Ενότητα της Βοιωτίας που είναι μέρος της Υποπελαγονική ζώνης. Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις από τους επιστήμονες για τις δύο αυτές γεωτεκτονικές μονάδες. Η μια άποψη τις θεωρεί ανεξάρτητες ζώνες και η άλλη που είναι η επικρατούσα θεωρεί πως είναι απλά γεωλογικές ενότητες. Μια ακόμη γεωλογική ενότητα αποτελεί η Ενότητα Φυλλιτών-Χαλαζιτών η οποία βρίσκεται στη Κρήτη και στη Πελοπόννησο και υπόκειται τεκτονικά των αλπικών ιζημάτων της ζώνης Γαβρόβου Τρίπολης. Επειδή όμως δεν έχει διευκρινιστεί η γεωτεκτονική της τοποθέτηση ή αν ανήκει σε κάποια από τις Ελληνίδες ζώνες θεωρείται ανεξάρτητη ενότητα πετρωμάτων. Οι παραπάνω γεωτεκτονικές ζώνες της Ελλάδας διακρίνονται με βάση πάντα τη γεωλογική ορολογία σε Εσωτερικές και σε Εξωτερικές Ελληνίδες. Η 6
ονομασία αυτή προέκυψε διότι οι πρώτες κατέχουν τα εσωτερικά τόξα των Ελληνίδων οροσειρών, ενώ οι δεύτερες τα εξωτερικά τόξα. Η διάκριση βέβαια βασίστηκε στο γεγονός ότι οι Εσωτερικές Ελληνίδες υπέστησαν τη δράση μιας Ανω-Ιουρασικής Κατω-Κρητιδικής πρώιμης ορογενετικής δράσης η οποία δεν επέδρασε στις Εξωτερικές Ελληνίδες. Οι τελευταίες επηρεάστηκαν μόνο από την τελική ορογένεση του Τριτογενούς. Στις Εσωτερικές Ελληνίδες ανήκουν : Η Περιροδοπική ζώνη Η ζώνη Αξιού Η Πελαγονική ζώνη Η Αττικό-Κυκλαδική ζώνη Η Υποπελαγονική ζώνη Στις Εξωτερικές Ελληνίδες ανήκουν: Η ζώνη Παρνασσού Γκιώνας Η ζώνη Ωλονού Πίνδου Η ζώνη Γαβρόβου - Τρίπολης Η Ιόνιος ζώνη Η ζώνη Παξών Τέλος, η Περιροδοπική και η Σερβομακεδονική μάζα θεωρείται ότι αποτελούν την Ελληνική Ενδοχώρα, τμήμα του παλιού πυρήνα που περιβαλλόταν από τους δυο αλπικούς κλάδους. 7
Εικόνα 1.: Γεωτεκτονικό σχήμα το οποίο απεικονίζει τις ισοπικές ζώνες της Ελλάδας. Rh: μάζα της Ροδόπης, Sm: Σερβομακεδονική μάζα, CR: Περιροδοπική ζώνη, (Pe: ζώνη Παιoνίας, Pa: ζώνη Πάικου, Al: ζώνη Αλμωπίας) = ζώνη Αξιού, PI: Πελαγονική ζώνη, Ac: Αττικο-Κυκλαδική μάζα, Sp: Υποπελαγονική ζώνη, Pk: ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας P: ζώνη Ωλονού-Πίνδου, G: ζώνη Γaβρόβου- Τρίπολης, I: Ιόνιος ζώνη, Px: ζώνη Παξών ή Προαπούλια, Au: Ενότητα Ταλέα όρη-πλακώδεις ασβεστόλιθοι. 8
2.2 ΖΩΝΗ ΒΟΙΩΤΙΑΣ Πριν από μερικά χρόνια εκφράσθηκε η άποψη από ορισμένους ερευνητές ότι στην περιοχή Βοιωτίας μεταξύ της Υποπελαγονικής και της ζώνης Παρνασσού-Γκιώνας παρεμβάλλεται μια ιδιαίτερη ενότητα πετρωμάτων η οποία θεωρήθηκε ανεξάρτητη ισοπική ζώνη και ονομάστηκε Ζώνη Βοιωτίας. Η ζώνη αυτή βρίσκεται στο όριο εσωτερικών και εξωτερικών Ελληνίδων αλλά η παλαιογεωγραφική και τεκτονική της εξέλιξη προσομοιάζεται με αυτήν των εσωτερικών ζωνών στις οποίες φαίνεται ότι ανήκει. Αντίστοιχα πετρώματα με αυτά της ζώνης Βοιωτίας αναφέρονται και πιο βόρεια κατά μήκος του ορίου εσωτερικών και εξωτερικών Ελληνίδων στις ορεινές μάζες της Οίτης και της Δυτικής Όθρυς καθώς επίσης και νοτιότερα στα Γεράνεια Όρη, περιοχή Λουτρακίου-Περαχώρας. Η ζώνη Βοιωτίας χαρακτηρίστηκε αντίστοιχη με τη Βοσνιακή ζώνη (πρώην Γιουγκοσλαβία) και τη ζώνη Γράμμου (Αλβανία) και μελετήθηκε στην Ελλάδα κυρίως από τους Celet et al., (1976) και Clement (1977). Εντούτοις, η άποψη ότι οι σχηματισμοί της Βοιωτίας αποτελούν ανεξάρτητη γεωτεκτονική ζώνη των Ελληνίδων δεν έχει ακόμα εδραιωθεί και αυτό γιατί οι σχηματισμοί της ζώνης Βοιωτίας ίσως αποτελούν απλά μια ελαφρά διαφοροποιημένη ενότητα της Υποπελαγονικής ζώνης και όχι ανεξάρτητη ζώνη. Για το λόγο αυτό αναφέρεται στη γεωλογική βιβλιογραφία με τον όρο Ενότητα της Βοιωτίας. Εικόνα 2: Σχηματική λιθοστρωματογραφική στήλη της ενότητας Βοιωτίας. 1) ψαμμίτες 2) πηλίτες, μάργες, αργιλικοί σχιστόλιθοι 3) κροκαλοπαγή-λατυποπαγή 4) ασβεστολιθικές ενστρώσεις 5) κερατόλιθοι 6) νηριτικοί ασβεστόλιθοι 7) δολομίτες (M.Mountrakis 1985). 9
Η λιθοστρωματογραφία της ενότητας Βοιωτίας (Εικ. 2) περιλαμβάνει από τους νεώτερους προς τους παλαιότερους σχηματισμούς τα εξής: Ένα σχηματισμό φλύσχη η απόθεση του οποίου άρχισε στο Κάτω Κρητιδικό, συνεχίστηκε μέχρι το Ανώτερο Κρητιδικό και συνίσταται από ρυθμικές επαναλήψεις ψαμμιτών, ασβεστόλιθων και κλαστικών ιζημάτων με οφιολιθικά και ραδιολαριτικά στοιχεία. Υποκείμενη του φλύσχη υπάρχει μια σειρά ραδιολαριτικών κερατόλιθων και πηλιτών η απόθεση της οποίας σε άλλες περιοχές διήρκησε από το Μέσο έως και το Άνω Ιουρασικό (όπως π.χ. στα Γεράνεια όρη), ενώ σε άλλες περιορίσθηκε μόνο στο Ανώτερο Ιουρασικό. Νηριτικοί ασβεστόλιθοι και δολομίτες μεγάλου πάχους, ηλικίας Τριαδικού Μέσου Ιουρασικού. Από τις παραπάνω λιθολογίες ο Κρητιδικός φλύσχης είναι ο χαρακτηριστικός σχηματισμός που παρουσιάζει ιδιαιτερότητα σε σχέση με τους σχηματισμούς αντίστοιχης ηλικίας των γειτονικών ζωνών και αποτέλεσε το στοιχείο διάκρισης της ενότητας Βοιωτίας. 2.3 ΖΩΝΗ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ ΓΚΙΩΝΑΣ 2.3.1 ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΘΕΣΗ Η ονομασία της ζώνης οφείλεται στα αντίστοιχα βουνά Παρνασσό και Γκιώνα της Στερεάς Ελλάδας που κύρια συγκροτούν τη ζώνη, όπως καθορίστηκε αρχικά από τον Renz (1940). Η ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας θεωρήθηκε στο δυαδικό Αλπικό σύστημα εναλλασσομένων αυλακών και ράχεων ως ύβωμα τοπικά παρεμβαλλόμενο μεταξύ της κατωφέρειας της Υποπελαγονικής ζώνης και της αύλακας της Πίνδου. Δεν εκτείνεται σε όλο το μήκος της επαφής των ζωνών Υποπελαγονικής και Πίνδου, αλλά περιορίζεται μόνον στην Κεντρική Στερεά Ελλάδα. Παλιότερα είχε υποστηριχθεί ότι και ο ορεινός όγκος της Τραπεζώνας, στην Αργολίδα της ΒΑ Πελοποννήσου, ανήκει επίσης στη ζώνη Παρνασσού Γκιώνας. Σήμερα όμως γενικά αμφισβητείται η παρουσία της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας στην Πελοπόννησο. Η ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας θεωρείται ανάλογη με τη ζώνη «Υψηλού Κάρστ» της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η σχέση όμως των δύο ζωνών δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες απόψεις η εξαφάνιση της ζώνης Παρνασσού Γκιώνας στη Θεσσαλία και Μακεδονία οφείλεται πιθανόν στην κάλυψή της από τα προς δυσμάς επωθημένα καλύμματα των Εσωτερικών Ελληνίδων στις περιοχές αυτές, με αποτέλεσμα το παλιό αυτό ύβωμα να 10
ξαναεμφανίζεται μόνο στη πρώην Γιουγκοσλαβία (στην περιοχή Μαυροβουνίου), σαν ζώνη του «Υψηλού Κάρστ». Στην εξαφάνιση προς Βορρά της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας Γκιώνας πιστεύεται ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε το μεγάλο ρήγμα της κοιλάδας του Σπερχειού ποταμού. Εντούτοις, τόσο η τεκτονική θέση όσο και η παλαιογεωγραφική εξέλιξη της ζώνης καθώς και η σχέση της με την αντίστοιχη ζώνη της πρώην Γιουγκοσλαβίας παραμένουν μεγάλα γεωλογικά προβλήματα. Εικόνα 3: Γεωτεκτονική θέση της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας σε σχέση με τις γειτονικές ζώνες (Κατά Fleury 1980). 11
2.3.2. ΛΙΘΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Το προαλπικό υπόβαθρο της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας δεν είναι γνωστό στη Στερεά Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο έχουν βρεθεί ορισμένα Ανωπαλαιοζωικά πετρώματα τα οποία αναφέρθηκαν αρχικά σαν το πιθανό υπόβαθρο της ζώνης αυτής αλλά στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι δεν ανήκουν στη ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας. Απουσιάζουν επίσης τελείως τα μαγματικά πετρώματα. Η αλπική ιζηματογένεση είναι βασικά ασβεστολιθική, καθαρά νηριτική από την οποία και συμπεραίνεται η παλαιογεωγραφική θέση της ζώνης σαν ύβωμα. Το συνολικό πάχος της ασβεστολιθικής σειράς υπολογίζεται σε 1800 m. Εικόνα 4.: Σχηματική στρωματογραφική στήλη της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας. 1: δολομίτες, 2: ασβεστόλιθοι παχυστρωματώδεις σκοτεινού τεφρού χρώματος, 3: ασβεστόλιθοι ωολιθικοί, 4: ενδιάμεσοι λευκοί ασβεστόλιθοι, 5: ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι, 6: ασβεστόλιθοι κονδυλώδεις, 7: φλύσχης. Πρώτο αλπικό ίζημα είναι ο λευκός δολομίτης που προς τα πάνω εξελίσσεται σε τεφρό και εναλλάσσεται με λεπτές ενστρώσεις ασβεστόλιθων. Η σειρά εξελίσσεται σε παχυστρωματώδη τεφρό ασβεστόλιθο ηλικίας Άνω Τριαδικού (Νόριο). Ακολουθεί ασβεστόλιθος σκοτεινού χρώματος ηλικίας Κάτω Ιουρασικού και μετά ωολιθικοί ασβεστόλιθοι του Άνω Ιουρασικού. Πάνω στους ωολιθικούς αυτούς ασβεστόλιθους βρίσκεται ο πρώτος (κατώτερος) βωξιτικός ορίζοντας που καλύπτεται από σκοτεινόχρωμους ασβεστόλιθους του Κιμμεριδίου (Ανώτερο Ιουρασικό).Πάνω από τον Κιμμερίδιο ασβεστόλιθο 12
βρίσκεται ο δεύτερος (μεσαίος) βωξιτικός ορίζοντας, που καλύπτεται από ασβεστόλιθους ηλικίας Τιθωνίου (Ανώτατο Ιουρασικό) - Κενομανίου (Μέσο Κρητιδικό). Οι τελευταίοι αυτοί ασβεστόλιθοι ονομάζονται Ενδιάμεσοι Ασβεστόλιθοι επειδή μεσολαβούν μεταξύ δύο βωξιτικών οριζόντων, του δεύτερου και του τρίτου και είναι κυρίως λευκοί ή τεφροί ασβεστόλιθοι. Πάνω στη σειρά των Ενδιαμέσων Ασβεστόλιθων βρίσκεται ο τρίτος (ανώτερος) βωξιτικός ορίζοντας ο οποίος καλύπτεται από μαύρους ρουδιστοφόρους ασβεστόλιθους του Τουρωνίου (Μέσο Κρητιδικό). Η ιζηματογένεση συνεχίζεται προς τα πάνω με ασβεστόλιθους του Άνω Κρητιδικού (Σενώνιο έως Παλαιόκαινο) που στην αρχή είναι λευκοί και εξελίσσονται προς τα πάνω σε κοκκινοπράσινους κονδυλώδεις ασβεστόλιθους. Τέλος, αποθέτεται ο φλύσχης ηλικίας Παλαιοκαίνου - Μέσο Ηωκαίνου που στα κατώτερα στρώματα είναι ασβεστομαργαϊκός και εξελίσσεται προς τα πάνω σε ψαμμιτικό - πηλιτικό φλύσχη και κροκαλοπαγή. 2.3.3. ΠΑΛΑΙΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΟΡΟΓΕΝΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ Βασικό στοιχείο για τη μελέτη της τεκτοορογενετικής εξέλιξης της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας, είναι οι τρεις βωξιτικοί ορίζοντες που παρεμβάλλονται στη συνεχή ασβεστολιθική σειρά. Σύμφωνα με τη κλασσική άποψη οι βωξιτικοί ορίζοντες σχηματίζονται σε περιόδους χέρσευσης μιας περιοχής. Επομένως, οι τρεις βωξιτικοί ορίζοντες αντιπροσωπεύουν τρεις διαδοχικές χερσεύσεις της ζώνης και φυσικά τρεις διακοπές της ιζηματογένεσης, γεγονότα που θα πρέπει να συνδέονται με τρεις ορογενετικές περιόδους. Με βάση τα παραπάνω, διάφοροι ερευνητές καθόρισαν τρεις ορογενετικές περιόδους που προκάλεσαν τις τρεις διαδοχικές αναδύσεις της ζώνης και σχημάτισαν τους τρεις αντίστοιχους βωξιτικούς ορίζοντες. Οι ορογενετικές περίοδοι που διακρίνονται από την παλαιότερη προς τη νεότερη είναι: η Αγκασιζική φάση κατά το Άνω Ιουρασικό, η Νεοκιμερική φάση κατά το Ανώτερο Ιουρασικό και η Υποερκυνική φάση κατά το Μέσο Κρητικό. Εφόσον η ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας δέχθηκε την επίδραση των πρώιμων ορογενετικών κινήσεων θα πρέπει να τοποθετηθεί στις Εσωτερικές Ελληνίδες και όχι στις Εξωτερικές όπου η ιζηματογένεση συνεχιζόταν αδιατάρακτη. Ανεξαρτήτως αυτών, είναι αναμφισβήτητο το ότι δεν παρατηρείται στρωματογραφικό κενό στη διαδοχή των ιζημάτων της ζώνης, τα οποία σχηματίζουν συνεχή στρωματογραφική στήλη από το Τριαδικό μέχρι το Μέσο - Άνω Ηώκαινο, τυπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των Εξωτερικών Ελληνίδων. Η νέα αντίληψη για το σχηματισμό των βωξιτών σε θαλάσσιο - παραλιακό περιβάλλον χωρίς να λύνει απόλυτα το θέμα δίνει την παρακάτω ικανοποιητική εξήγηση. Η ζώνη Παρνασσού - Γκιώνας ανήκει στις εξωτερικές ζώνες αλλά 13
παλαιογεωγραφικά ήταν στην άμεσο γειτονία των εσωτερικών ζωνών με αποτέλεσμα να δεχθεί τη μακρινή επίδραση των πρώιμων (παλαιοαλπικών) ορογενετικών φαινομένων που έπλητταν εκείνες. Η επίδραση αυτή μεταφράσθηκε σε ανοδικές κινήσεις που δημιούργησαν το παραλιακό περιβάλλον, κατάλληλο για τη βωξιτογένεση αλλά και ικανό να σχηματισθούν οι ιζηματολογικές ασυμφωνίες μεταξύ των ασβεστόλιθων χωρίς τη διακοπή της ιζηματογένεσης. Η οριστική ανάδυση της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας πραγματοποιήθηκε στο Άνω Ηώκαινο (Πριαμπόνιο), όπως δείχνει η ηλικία του φλύσχη, ηλικία που είναι λογική αν θεωρήσουμε τη ζώνη σε άμεσο γειτονία με τις εσωτερικές ζώνες. Τα στρώματα της ζώνης εμφανίζονται επωθημένα πάνω στα στρώματα του φλύσχη της ζώνης Πίνδου στην περιοχή του όρους Βαρδούσια με κατεύθυνση από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά. Πάνω στη ζώνη Παρνασσού Γκιώνας εμφανίζονται επωθημένα στρώματα της Υποπελαγονικής ζώνης και ιδιαίτερα της Ενότητας Βοιωτίας (Εικ. 3). Ανοιχτές και μεγάλου μήκους κύματος πτυχές παρατηρούνται στα στρώματα της ζώνης Παρνασσού - Γκιώνας. Οι άξονες των πτυχών έχουν γενική διεύθυνση ΒΒΔ-ΝΝΑ αν και σε ορισμένες περιοχές έχουν παρατηρηθεί και μεγάλες πτυχές με άξονες διεύθυνσης Α - Δ ή ΒΑ - ΝΔ. Αυτή η γενική τεκτονική εικόνα των ανοιχτών πτυχών χαρακτηρίσθηκε παλιότερα σαν «τεκτονική βαρέως τύπου» και αναφέρεται έτσι μερικές φορές στη βιβλιογραφία της ζώνης. Σχηματίσθηκε έτσι, μια σειρά από μεγαντίκλινα και μεγασύγκλινα που δεσπόζουν στα όρη Παρνασσό και Γκιώνα. 14
3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΕΡΟΛΕΚΑ ΑΜΠΛΙΑΝΗΣ 3.1 ΛΙΘΟΛΟΓΙΕΣ Στην περιοχή μελέτης Γερόλεκα Άμπλιανης εμφανίζονται οι παρακάτω σχηματισμοί που διαχωρίζονται σε τέσσερεις διακριτές ζώνες : Ζώνη 1 Νηριτικοί ασβεστόλιθοι της ζώνης Βοιωτίας. Πρόκειται για ένα ανθρακικό ιζηματογενές πέτρωμα που χρονολογείται στη γεωλογική περίοδο του Τριαδικού. Σχηματίστηκε στο πυθμένα αβαθούς θάλασσας. Περιέχει CaCO 3 σε ποσοστό πάνω από 90% κατά όγκο, ενώ μπορεί ακόμη να περιέχει και άλλα στοιχεία κυρίως αργιλικά, σιδηρούχα,μαγνησιούχα κ.α. Ζώνη 2 Λιθολογικός σχηματισμός που δομείται από τα εξής πετρώματα: Α) Μαύροι ψαμμίτες ηλικίας Άνω Κρητιδικού. Πρόκειται για ένα ιζηματογενές σύμπαγες πέτρωμα που προήρθε από τη συμπαγοποίηση κόκκων της άμμου. Τα σημαντικότερα ορυκτά των ψαμμιτών αυτών είναι: i) κόκκοι χαλαζία, ii)κόκκοι αστριών, iii)πολυορυκτολογικά τεμάχια πετρωμάτων, iv) σπανιότερα συμμετέχουν βαρέα ορυκτά όπως γρανάτες, πυρόξενοι, ζιρκόνιο, χρωμίτης, ρουτίλιο, τουρμαλίνης, απατίτης, επίδοτο, σταυρόλιθος, δισθενής κ.α. v) υλικό πλήρωσης, δηλαδή λεπτομερές υλικό που γεμίζει τα διάκενα μεταξύ των κυρίων κλαστικών κόκκων ενός ψαμμίτη και vi) συγκολλητικό υλικό, η ορυκτή ουσία που αποτίθεται κατά τη διαγένεση γύρω και ανάμεσα από τους κλαστικούς κόκκους, και που προκαλεί τη συγκόλληση τους και τη μετατροπή του χαλαρού ιζήματος σε συμπαγές ιζηματογενές πέτρωμα. Β) Μάργα, πηλίτες και αργιλικοί σχιστόλιθοι, πετρώματα των οποίων οι εναλλαγές συνιστούν ένα χαρακτηριστικό σχηματισμό τον Φλύσχη Βοιωτίας, που χρονολογείται στο Άνω Κρητιδικό. Η μάργα είναι ένα χαλαρό πέτρωμα ασβεστολιθικής σύστασης που περιέχει όμως σε αξιόλογη αναλόγια και αργιλικό υλικό κλαστικής προέλευσης, ενώ το ασβεστολιθικό υλικό είναι βιογενούς προέλευσης. Οι πηλίτες αποτελούν τη λεπτομερέστερη οικογένεια κλαστικών ιζημάτων. Ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων τους διαχωρίζονται σε ιλύ, με διάμετρο κόκκων 0,063mm-0.002mm και σε άργιλο με μέγεθος κόκκων μικρότερο από 0,002mm. Τα πιο συνηθισμένα ορυκτά που συναντάμε στους πηλίτες είναι ο καολινίτης, ο μοντμοριλλονίτης, ο αλλουσίτης και ο ιλλίτης. Συνήθως τα ορυκτά αυτά συνδέονται στις αργίλους με τη βοήθεια χαλαζία, ασβεστίτη, αστρίων και πυρίτη. Οι αργιλικοί σχιστόλιθοι, δεν είναι προϊόν 15
ιζηματογενών και διαγενετικών διεργασιών όπως ο αργιλικός σχιστής, άλλα προέρχονται από αυτόν (μητρικό πέτρωμα), μετά από την επίδραση μεταμορφικών παραγόντων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι αργιλικοί σχιστόλιθοι να παρουσιάζουν χαρακτηριστική στρωματοειδή διάταξη και να διαχωρίζονται εύκολα παράλληλα προς τις επιφάνειες σχισμού τους. Ακόμη, οι αργιλικοί σχιστόλιθοι έχουν μεταξώδη λάμψη, το χρώμα τους είναι ροζ-καστανό, ερυθρόερυθροκάστανο και διακρίνεται συνήθως τόσο η υπολειμματική στρώση όσο και οι μεταμορφικές επιφάνειες σχιστότητας (φολιώσεις), οι όποιες τέμνουν τη στρώση κάτω από οποιαδήποτε γωνία. Γ) Οφιόλιθοι της Υποπελαγονικής ζώνης, αποτελούν ένα συγκεκριμένο σύμπλεγμα μαφικών και υπερμαφικών πετρωμάτων συνοδευόμενα πολλές φορές από ιζήματα βαθειάς θάλασσας. Με τον όρο «οφιόλιθοι» δεν περιγράφεται η ονομασία ενός είδους πετρώματος ή μιας λιθολογικής μονάδας άλλα αντίθετα για ένα σύμπλεγμα πετρωμάτων και λιθολογιών. Οι περισσότεροι γεωεπιστήμονες συνέκλιναν στην άποψη πως οι οφιόλιθοι αποτελούν υπολείμματα ωκεάνιου φλοιού και εμφανίζονται σε ορογενετικές κυρίως περιοχές. Δ) Τέλος, εντός της μάζας όλης της δεύτερης ζώνης παρεμβάλλονται διάφορες σφήνες πετρωμάτων κυρίως ασβεστολιθικής σύστασης και συγκεκριμένα σφήνες ροδόχρωμου ασβεστόλιθου. Ζώνη 3 Αδιαίρετος φλύσχης. Ο φλύσχης δεν είναι ένα ενιαίο πέτρωμα. Είναι σχηματισμός που αποτελείται κυρίως από αργιλικούς σχιστές, ψαμμίτες, κροκαλοπαγή, ασβεστόλιθους (συνήθως μαργαϊκούς) ενώ πολύ σπανιότερα μπορεί να εμφανίζονται μέσα στο φλύσχη και εβαπόριτες. Τα πετρώματα αυτά εναλλάσσονται σε στρώσεις που το πάχος τους κυμαίνεται από λίγα εκατοστά μέχρι μερικά μέτρα. Ο φλύσχης παρουσιάζεται με ποικίλους χρωματισμούς. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι επίσης η μικρή μέχρι μηδαμινή εμφάνιση μικροαπολιθωμάτων και η συχνή εμφάνιση ιχνών από οργανισμούς. Η ιζηματογένεση του φλύσχη έγινε κυρίως σε νεότερες γεωλογικές εποχές μέσα σε αβαθείς θάλασσες και γεωσύγκλινα, από υλικό που προσφερόταν από τις οροσειρές κατά την περίοδο πτύχωσης-ανάδυσης, δηλαδή κατά την διάρκεια της κύριας φάσης ορογένεσης. Ο αδιαίρετος φλύσχης της ζώνης 3 εντάσσεται στη γεωλογική περίοδο του Κρητιδικού. 16
Ζώνη 4 Ασβεστόλιθος ζώνης Παρνασσού Γκιώνας Πρόκειται για ασβεστόλιθους παχυστρωματώδεις, κυρίως σκοτεινού τεφρού χρώματος που τοποθετούνται στη γεωλογική περίοδο Τριαδικού έως Ιουρασικού. Ακόμη, παρόντα στη ζώνη αυτή είναι και διάφορα άλλα ασβεστολιθικά πετρώματα όπως ενδιάμεσοι λευκοί ασβεστόλιθοι, ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι (συμπαγή βιογενή πετρώματα), νηριτικοί ασβεστόλιθοι με χαρακτηριστικούς κόκκινους αμμωνιτοφόρους ορίζοντες φάσης Hallstatt. Τέλος, εμφανίζονται τεφροί ασβεστολιθικοί ωόλιθοι, κατά τον σχηματισμό των οποίων γίνεται συγκεντρική απόθεση ασβεστιτικού υλικού γύρω από έναν πυρήνα, συνήθως έναν κλαστικό κόκκο (χαλαζία, άστριου, μαρμαρυγία, μικροαπολιθώματος κ.ά.). Η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 0,2 mm και 2,0 mm. Σπάνια είναι μεγαλύτεροι οπότε και καλούνται πισσόλιθοι. Οι ωόλιθοι έχουν σχήμα σφαιροειδές ή ελλειψοειδές και σχηματίζονται στα ρηχά νηριτικά νερά. Η παρουσία τους υποδηλώνει απόθεση σε ένα περιβάλλον ρηχών θερμών νερών. 3.2 ΤΕΚΤΟΝΟΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Σύμφωνα με παλαιότερες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή μελέτης, στοιχεία των οποίων παρατίθενται παρακάτω (Εικ. 5), τα στρώματα της ζώνης 1 και της ζώνης 2 παρατηρούνται επωθημένα από την ανατολική Ελλάδα, συγκεκριμένα από την περιοχή της Βοιωτίας, σαν κάλυμμα πάνω στα εδρεύοντα πετρώματα της ζώνης 3 και της ζώνης 4 της περιοχής Γερόλεκα Άμπλιανης. Στο παρακάτω σχήμα παρουσιάζεται η στρωματογραφία της περιοχής καθώς και η κινηματική της επώθησης αυτής. Εικόνα 5.: Απλοποιημένη τομή της ευρύτερης περιοχής μελέτης, ενδεικτική της στρωματογραφίας και της κίνησης των πετρωμάτων σε αυτήν. 17
4. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 4.1 ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Για την επίτευξη του στόχου της εργασίας διεξήχθησαν οι εξής ενέργειες: Στην περιοχή μελέτης πραγματοποιήθηκε γεωλογική χαρτογράφηση σε τοπογραφικό χάρτη κλίμακας 1:50.000, με σκοπό την αποτύπωση των γεωλογικών σχηματισμών που επικρατούν, των επαφών τους και τελικά τη δημιουργία ενημερωμένου γεωλογικού χάρτη. Συλλογή τεκτονικών μετρήσεων στην ύπαιθρο, δηλαδή μετρήσεις επιπέδων (στρώσεις, αξονικά επίπεδα, ρήγματα) και γραμμώσεων (άξονες πτυχών). Προβολή των μετρήσεων επί του γεωλογικού χάρτη και κατασκευή τριών μεσοσκοπικών και δύο μεγασκοπικών τομών. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων που συλλέχτηκαν έγινε με τη χρήση στερεογραφικών προβολών σε δίκτυα Schmidt. 18
4.2 ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΜΕΣ 19
Μεγασκοπικές τομές οι θέσεις των οποίων φαίνονται στο γεωλογικό χάρτη 20
Η παραπάνω τομή Α βρίσκεται στη θέση 5 του γεωλογικού χάρτη. Το μήκος της τομής είναι 4 m. ενώ το ύψος της 3,5 m. Σε όλη τη τομή παρουσιάζεται πτυχωμένος ο σχηματισμός του φλύσχη Βοιωτίας. Τα στρώματα έχουν κλίσεις 215/11, 235/15 και 232/15 μετρημένες με πυξίδα clar, δηλαδή κλίνουν ΝΔ. Οι πτυχές που παρατηρήθηκαν και ήταν εφικτή η μέτρηση τους παρουσιάζουν ΒΔ διευθυνόμενους άξονες (343/45) και αξονικά επίπεδα (320/50) που κλίνουν επίσης προς τα ΒΔ, ενώ στη κεντρική πτυχή της τομής η τιμή του άξονα είναι 300/20 και του αξονικού επιπέδου 220/70. Επιπροσθέτως, στην παραπάνω τομή παρατηρούνται κανονικά και ανάστροφα ρήγματα. Το κεντρικό ρήγμα κανονικής συνιστώσας κίνησης, που τέμνει σχεδόν όλη τη τομή έχει τιμή κλίσης επιπέδου 77/20 (δηλαδή κλίνει προς τα ΒΑ) και φαίνεται να είναι και το νεότερο τεκτονικό γεγονός, καθώς τέμνει όλες τις άλλες δομές και το σχεδόν κάθετο σε αυτό ανάστροφο ρήγμα που κλίνει ΝΑ με τιμή κλίσης επιπέδου 245/41. 21
Φωτογραφική απεικόνιση της τομής Α στο σχηματισμό φλύσχη Βοιωτίας. Φωτογραφική απεικόνιση της τομής Α στο σχηματισμό φλύσχη Βοιωτίας. 22
Η τομή Β αντιπροσωπεύει μία τομή ΔΒΔ ΑΝΑ διεύθυνσης μεταξύ των θέσεων 9 και 7 του γεωλογικού χάρτη. Πρόκειται για μια μεσοσκοπική τομή της ευρύτερης περιοχής της Άμπλιανης, και εκτείνεται σε μήκος 1500m. Εδώ, παρατηρείται η επώθηση των νηριτικών ασβεστόλιθων Ανατ. Ελλάδας επί των εναλλαγών αδιαίρετου φλύσχη και φλύσχη Βοιωτίας. 23
Η τομή Γ εκφράζει μια τομή μεσοσκοπικής κλίμακας στη θέση 17 του γεωλογικού χάρτη. Σε αυτή παρατηρείται πτυχωμένος ο αδιαίρετος φλύσχης με άξονες που διευθύνονται από Β Ν έως ΒΒΔ - ΝΝΑ (220/21, 191/30, 199/5). Οι στρώσεις του αδιαίρετου φλύσχη γενικά κλίνουν ΝΑ με ενδεικτική τιμή 158/36. Ο Ασβεστόλιθος Ανατ. Ελλάδας κλίνει επίσης προς τα ΝΑ (τιμές πυξίδας: 161/23, 106/24, 103/82). Τέλος, παρατηρήθηκαν ανάστροφα ρήγματα με κινηματική προς τα ΔΒΔ που τοποθετούν τον Ασβεστόλιθο Ανατ. Ελλάδας πάνω στον αδιαίρετο φλύσχη. 24
4.3 ΔΙΚΤΥΑ SCHMIDΤ Με τη βοήθεια του προγράμματος στερεογραφικών προβολών stereo32, κατασκευάστηκαν τα δίκτυα Schmidt που ακολουθούν παρακάτω. Σε αυτά προβλήθηκαν οι στρώσεις των διακριτών λιθολογικών σχηματισμών και άλλες τεκτονικές. Α) Δίκτυο Schmidt όπου προβάλλονται οι στρώσεις των ασβεστόλιθων επώθησης Ανατ. Ελλάδας. Από τη προβολή των επίπεδων παρατηρείται πως οι περισσότερες στρώσεις των ασβεστόλιθων κλίνουν προς τα ΝΑ. Β) Δίκτυο Schmidt όπου προβάλλονται τα επίπεδα των στρώσεων για το σχηματισμό του φλύσχη Βοιωτίας. 25
Η κατανομή των στρώσεων για το σχηματισμό του φλύσχη Βοιωτίας έχει μεγάλο εύρος κλίσεων. Ωστόσο, τα περισσότερα επίπεδα κλίνουν Α ΑΒΑ, ενώ υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό στρώσεων που κλίνει ΝΔ. Γ) Δίκτυο Schmidt όπου προβάλλονται τα επίπεδα των στρώσεων για το σχηματισμό του αδιαίρετου φλύσχη. Με βάση το παραπάνω δίκτυο παρατηρείται πως τα επίπεδα των στρώσεων κλίνουν κυρίως προς τα Α - ΝΑ. Δ) Προβολή σε δίκτυο Schmidt των επιπέδων κανονικών και ανάστροφων ρηγμάτων που μετρήθηκαν στην περιοχή μελέτης. Με γαλάζιο χρώμα σημειώνονται οι πόλοι των επιπέδων των κανονικών ρηγμάτων και με μαύρο σημειώνονται οι πόλοι των ανάστροφων ρηγμάτων. 26
Δεν παρατηρείται συστηματική κατανομή των ρηγμάτων στα δίκτυα. Ωστόσο, παρατηρείται ότι τα περισσότερα ανάστροφα ρήγματα κλίνουν προς τα ΝΑ ενώ τα κανονικά κλίνουν προς τα ΔΝΔ. Ε) Προβολή των αξόνων και των αξονικών επίπεδων πτυχών της περιοχής μελέτης σε δίκτυο Schmidt. Παρατηρείται πως οι άξονες των πτυχών έχουν μεγάλη διασπορά στην κατανομή τους στο δίκτυο. Αντιθέτως, τα αξονικά επίπεδα είναι σχεδόν μοιρασμένα με κάποια από αυτά να κλίνουν ΝΑ και τα υπόλοιπα να κλίνουν προς τα ΒΔ. ΣΤ) Στερεογραφική προβολή των επιπέδων των διακλάσεων σε δίκτυο Schmidt. Τα επίπεδα των διακλάσεων συστήνουν δύο κύρια συστήματα. Το πρώτο κλίνει προς τα ΒΑ και το δεύτερο, με πιο απότομες κλίσεις, κλίνει προς τα ΝΔ. 27
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ Εναλλαγές φλύσχη Βοιωτίας και αδιαίρετου φλύσχη 28
Διακλάσεις στον ασβεστόλιθο επώθησης Ανατ. Ελλάδας Φακοί ροδόχρωμου ασβεστόλιθου μέσα στο φλύσχη Βοιωτίας 29
Κανονικό ρήγμα με τιμή επιπέδου 245/65, στο φλύσχη Βοιωτίας Ψαμμίτες του φλύσχη Παρνασσού 30
Διακλάσεις στο φλύσχη Βοιωτίας Διακλάσεις στο σχηματισμό του φλύσχη Βοιωτίας 31
Πτυχές στο φλύσχη Βοιωτίας 32
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Aubouin J., Geologie des chaines alpines issues de la Tethys. (1960) Celet P., Clement B., and J.Ferriere (1976). La zone Beotienne en Grece Κουκουβέλας, Ι., 1998. Τεκτονική γεωλογία., Leader Books. Κουκουβέλας, Ι., Κοκκάλας, Σ., Ξυπολιάς, Π., 2009. Γεωλογία Ελλάδας., Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Μουντράκης Δ., 1985, Γεωλογία της Ελλάδος,University Studio press, Θεσσαλονίκη. Πετρογραφία Ιζηματογενών και Μεταμορφωμένων Πετρωμάτων, Κ.Γ. Χατζηπαναγιώτου. (2002) Πετρογραφία Μαγματικών Πετρωμάτων, Κ. Γ. Χατζηπαναγιώτου, (2004) 33