43 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης ΣΑΒΒΑΪ Η ΜΑΝΩΛΑΡΑΚΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ : Χρυσοστόµου Σµύρνης 3 : 210/76.01.470 210/76.00.179 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1 1 Β, Γ,, Θ, Ι 2 Α, Ε, Στ, Ζ, Η, Ι ΟΜΑ Α Α Α.1.2 1 Λ 2 Λ 3 Σ 4 Λ 5 Λ Α.1.3 1. «Κλήρινγκ»: Μέθοδος διακανονισµού που κυριάρχησε στο εξωτερικό εµπόριο µετά το 1932.οι διεθνείς συναλλαγές δεν γίνονταν δηλαδή, µε βάση το µετατρέψιµο συνάλλαγµα αλλά µε βάση διακρατικές συµφωνίες που κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα και φρόντιζαν να ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών µε την αντίστοιχη των εξαγωγών, στο πλαίσιο ειδικών λογαριασµών. Για µια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου οι συναλλαγές µε το εξωτερικό ήταν έντονα ελλειµµατικές, η διαδικασία αυτή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία 2. «Υπόθεση «Πατσίφικο» : Σχολικό βιβλίο σελ: 77 παράθεµα 14 3. «Ε.Α.Π.»:Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Αυτόνοµος οργανισµός µε πλήρη νοµική υπόσταση που ιδρύθηκε µε πρωτοβουλία της Κ.Τ.Ε. (Κοινωνίας των Εθνών) το Σεπτέµβριο του 1923 και εφόσον η ελληνική κυβέρνηση, µπροστά στο τεράστιο έργο της περίθαλψης και αποκατάστασης των προσφύγων, ζήτησε τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών. Έδρα της Ε.Α.Π. ήταν η Αθήνα, ενώ βασική της αποστολή ήταν να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες παραγωγική απασχόληση και οριστική στέγαση. Η αγροτική αποκατάσταση στο µεγαλύτερο µέρος ήταν έργο της Ε.Α.Π. Την αστική αποκατάσταση ανέλαβε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η Ε.Α.Π., η οποία προσέφερε οικονοµική βοήθεια σε περιορισµένο αριθµό επιχειρήσεων οικοτεχνικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων (όπως η ταπητουργία). Το έργο της Ε.Α.Π. θεωρείται γενικά επιτυχηµένο καθώς ήταν ένας οργανισµός
υπό διεθνή έλεγχο γεγονός που τη βοήθησε να είναι αποστασιοποιηµένη από την ταραγµένη ελληνική πολιτική ζωή και ως εκ τούτου αποτελεσµατικότερη. Βέβαια για την υλοποίηση των προγραµµάτων της το ελληνικό κράτος της παραχώρησε τα υλικά µέσα και το ανθρώπινο δυναµικό. Η Ε.Α.Π. λειτούργησε µέχρι το τέλος του 1930. Με ειδική σύµβαση µεταβίβασε στο Ελληνικό ηµόσιο την περιουσία της, καθώς και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους πρόσφυγες. ΘΕΜΑ Α2 Α.2.1 Σχολικό βιβλίο σελ: 54, 6 «Η Ελλάδα του Μεσοπολέµου καταστροφή» Α.2.2 Σχολικό βιβλίο σελ: 163 «Στις 10 Ιουνίου 1930 του άλλου κράτους» ΟΜΑ Α Β ΘΕΜΑ Β.1. 1. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από το Χαρίλαο Τρικούπη, το όραµα για ένα σύγχρονο κράτος, το οποίο θα ήταν οικονοµικά ανεπτυγµένο και ισχυρό στη διεθνή σκηνή, δεν πραγµατοποιήθηκε. Παρά τη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, το κράτος οδηγήθηκε σε πτώχευση. Αστοί και διανοούµενοι απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από τη γενικότερη κατάσταση και την αναποτελεσµατικότητα του κράτους, το οποίο χαρακτηριζόταν από µια βραδυκίνητη γραφειοκρατία. εν έβλεπαν την επιθυµητή οικονοµική ανάπτυξη, ενώ διαπίστωναν ότι µεγάλωνε η απόσταση από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ανάλογη δυσαρέσκεια επικρατούσε και σε µεγάλο µέρος των µικροκαλλιεργητών. Οι αξιωµατικοί του στρατού ήταν επίσης δυσαρεστηµένοι, καθώς εκτιµούσαν ότι λόγω οικονοµικής αδυναµίας ο στρατός θα ήταν αναποτελεσµατικός σε περίπτωση πολέµου. Όλα αυτά οδήγησαν σε κρίση εµπιστοσύνης προς τα κόµµατα συλλήβδην, οι άνθρωπο πίστευαν ότι θεσµοί και τα κόµµατα δεν ήταν ικανά να υλοποιήσουν τις επιθυµίες τους. Στο διάστηµα από την πτώχευση του 1893 έως τον ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897 τα δύο µεγάλα κόµµατα προσπάθησαν να υλοποιήσουν το πολιτικό τους πρόγραµµα χωρίς όµως επιτυχία, γεγονός που δηµιούργησε την εντύπωση ενός γενικού αδιεξόδου. Ούτε το δηλιγιαννικό κόµµα µπόρεσε, ελλείψει χρηµάτων, να τηρήσει την υπόσχεση του για λιγότερους φόρους, ούτε το τρικουπικό να συνεχίσει το εκσυγχρονιστικό του πρόγραµµα. Ο ελληνοτουρκικός πόλεµος του 1897, που τελείωσε µε ολοκληρωτική ήττα της Ελλάδας επέτεινε το πολιτικό αδιέξοδο. Η δυσπιστία προς τα κόµµατα κορυφώθηκε και έδωσε στον Γεώργιο την ευκαιρία να επιβληθεί στο Κοινοβούλιο και να ασκεί προσωπική πολιτική. όσες µεταρρυθµίσεις έγιναν µέχρι το 1909, κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις του τρικουπικού κόµµατος υπό την ηγεσία του Γεωργίου Θεοτόκη, ήταν διοικητικού χαρακτήρα (π.χ. αποκέντρωση). Η γενικότερη αυτή πολιτική στασιµότητα έκανε, σε συνδυασµό µε τις µεταβολές τις ελληνικής οικονοµίας, επιτακτική την ανάγκη για µεταρρυθµίσεις. Συγκεκριµένα, όπως επισηµαίνει ο Πετρίδης, οι µεταβολές που είχαν συµβεί στην ελληνική οικονοµία είχαν συντελέσει στην αύξηση του αστικού πληθυσµού, το σχηµατισµό των µικροµεσαίων γαιοκτηµόνων και την ενδυνάµωση της εργατικής τάξης, που όλο και δυναµικότερα πλέον διεκδικεί τα δικαιώµατα της. Οι τρεις αυτές τάξεις έρχονται πλέον σε κατά µέτωπον σύγκρουση µε τις παλιές κάστες που όφειλαν τη δύναµη τους στην εύνοια του βασιλιά. Ειδικότερα η αστική τάξη, που στο παρελθόν απογοητεύτηκε από την αναποτελεσµατικότητα του
εκσυγχρονιστικού προγράµµατος του Τρικούπη, αρχίζει δυναµικά να διεκδικεί την πολιτική της ισχυροποίηση. Το µοναδικό νέο πολιτικό στοιχείο έως το 1909 ήταν η εµφάνιση της κοινοβουλευτικής οµάδας των Ιαπώνων, πολιτικού µορφώµατος, υπό το ηµήτριο Γούναρη που ιδρύθηκε το 1906. Επίκεντρο της κριτικής του ήταν η αδυναµία του πολιτικού συστήµατος να προσαρµοστεί στις εξελίξεις της κοινωνίας. Η οµάδα δεν µπόρεσε να επιβιώσει και διαλύθηκε το 1908. Εν τω µεταξύ οι συντεχνίες και οι εργατικές ενώσεις έκαναν διαδηλώσεις ζητώντας φορολογικές ελαφρύνσεις και περιορισµό της γραφειοκρατίας. 2. Το 1909 συντελείται µια τοµή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, και των πολιτικών κοµµάτων ειδικότερα. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνηµα στο Γουδί, το οποίο έγινε από το Στρατιωτικό Σύνδεσµο, µια µυστική ένωση στρατιωτικών, µε αιτήµατα που αφορούσαν µεταρρυθµίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δηµοσιονοµική πολιτική. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να επισηµανθεί ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος δεν επεδίωξε, όπως αναφέρεται και στην πηγή, ριζικές πολιτειακές µεταβολές. Μάλιστα στη διακήρυξη τους οι στρατιωτικοί αποσαφήνιζαν ότι δεν επεδίωκαν την κατάργηση της υναστείας ή την αντικατάσταση του βασιλιά τον οποίο θεωρούσαν πρόσωπο ιερό καθώς επίσης και ότι δεν στόχευαν σε καµία περίπτωση στην εγκαθίδρυση απολυταρχικού ή στρατοκρατικού πολιτεύµατος ή στην ανατροπή του Συνταγµατικού Πολιτεύµατος.. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήµατα του µέσω της Βουλής. Με αφορµή το κίνηµα έγινε στις 14 Σεπτεµβρίου µεγάλη διαδήλωση των επαγγελµατικών σωµατείων της πρωτεύουσας. Οι διαδηλωτές υποστήριξαν το διάβηµα του Στρατιωτικού Συνδέσµου και υπέβαλαν ψήφισµα στο παλάτι µε το οποίο ζητούσαν την επίλυση µιας σειράς οικονοµικών αιτηµάτων. Ο Γεώργιος αντιµετώπισε µε ψυχραιµία τους επαναστάτες διορίζοντας πρωθυπουργό, µετά την παραίτηση του. Ράλλη τον Κυρ. Μαυροµιχάλη το διάδοχο του Θ. ηλιγιάννη που είχε προσβάσεις στους κύκλους του Στρατιωτικού Συνδέσµου. Υπό την πίεση του Συνδέσµου η Βουλή ψήφισε χωρίς ιδιαίτερη προετοιµασία και συζήτηση, µεγάλο αριθµό νόµων που επέφεραν ριζικές αλλαγές ενώ ο Μαυροµιχάλης υποσχέθηκε στους στρατιωτικούς ότι θα του αµνηστεύσει. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισµένων άρθρων του συντάγµατος. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική Βουλή. Στις διαπραγµατεύσεις µεταξύ του Συνδέσµου, των κοµµάτων και το βασιλιά διαµεσολαβητικό ρόλο θα αναλάβει, έπειτα από απαίτηση του Συνδέσµου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος και θα συσπειρώσει γύρω από το πρόσωπό του τους εκσυγχρονιστές βουλευτές της Α Αναθεωρητικής Βουλής. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο στρατιωτικός σύνδεσµος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του. Η Α Αναθεωρητική Βουλή θα διαλυθεί σύντοµα και θα προκηρυχθούν εκλογές για το Νοέµβριο του 1910 χωρίς τη συµµετοχή των παλαιών κοµµάτων. Οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου θα κερδίσουν τη συντριπτική πλειονότητα των εδρών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα εκλεγεί για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας. ΘΕΜΑ Β.2 Η ελληνική κυβέρνηση, µπροστά στο τεράστιο έργο της περίθαλψης και αποκατάστασης των προσφύγων που έπρεπε να αναλάβει, ζήτησε τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ). Με πρωτοβουλία της ΚΤΕ, το Σεπτέµβριο του 1923 ιδρύθηκε ένας αυτόνοµος οργανισµός µε πλήρη νοµική υπόσταση η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), µε έδρα την Αθήνα. Βασική αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες παραγωγική απασχόληση και οριστική
στέγαση. Η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε στην ΕΑΠ κτήµατα συνολικής έκτασης 8.000.000 στρεµµάτων, το ποσό από δύο δάνεια που είχε συνάψει µε το εξωτερικό, οικόπεδα µέσα και γύρω από τις πόλεις και τέλος τεχνικό και διοικητικό προσωπικό. Για την αποκατάσταση των προσφύγων η ΕΑΠ έλαβε υπόψη της τα εξής κριτήρια: τη διάκριση σε «αστούς» και «αγρότες», τον τόπο προέλευσης και τις αντικειµενικές συνθήκες. Συγκεκριµένα, υπήρξε µέριµνα να αποκτήσουν οι πρόσφυγες απασχόληση ίδια ή συναφή µε αυτή που είχαν στην πατρίδα τους. Έτσι έγινε προσπάθεια από την ΕΑΠ να εγκατασταθούν γεωργοί πρόσφυγες στα µέρη όπου θα µπορούσαν να συνεχίσουν τις καλλιέργειες που ήδη γνώριζαν. Η ΕΑΠ επιδίωξε ώστε οι πρόσφυγες που προέρχονταν από τον ίδιο οικισµό ή έστω την ευρύτερη περιοχή του να εγκατασταθούν µαζί στο ελληνικό έδαφος. Σ αυτό εν µέρει οφείλονται και τα τοπωνυµία Νέα Σµύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Μουδανιά, Νέα Αλικαρνασσός κ.α. Σε λίγες όµως κοινότητες έγινε αυτό δυνατό. Οι περισσότερες εγκαταστάσεις περιλάµβαναν πρόσφυγες διαφορετικής προέλευσης. Τέλος, η ΕΑΠ διέκρινε την αποκατάσταση των προσφύγων σε αγροτική (παροχή στέγης και κλήρου) και αστική (παροχή στέγης στις πόλεις). Μολονότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ασκούσαν στην πατρίδα τους «αστικά» επαγγέλµατα (σχετικά µε το εµπόριο, τη βιοτεχνία-βιοµηχανία κ.τ.λ.) δόθηκε βάρος στη γεωργία. Συγκεκριµένα, και σύµφωνα µε τα στοιχεία που δίνονται από τους πίνακες, το 52,2% των προσφύγων, δηλαδή 638.253 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Μακεδονίας. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν τα µουσουλµανικά και τα βουλγαρικά κτήµατα, ενώ εκεί θα µπορούσαν οι πρόσφυγες να συνεχίσουν να ασχολούνται µε την καλλιέργεια δηµητριακών, καπνού και τη σηροτροφία. Άλλωστε η αγροτική αποκατάσταση ήταν ταχύτερη και απαιτούσε µικρότερες δαπάνες, η ελληνική οικονοµία βασιζόταν ανέκαθεν στη γεωργική παραγωγή και επιπλέον υπήρχε η πολιτική σκοπιµότητα της αποφυγής των κοινωνικών αναταραχών µε τη δηµιουργία γεωργών µικροϊδιοκτητών αντί εργατικού προλεταριάτου. Επιπλέον, θα καλυπτόταν το δηµογραφικό κενό που είχε δηµιουργηθεί µε την αποχώρηση των Μουσουλµάνων και των Βουλγάρων και τις απώλειες που προκάλεσαν οι συνεχείς πόλεµοι. Τέλος, θα εποικίζονταν παραµεθόριες περιοχές. Πράγµατι στη Μακεδονία συνέβη η κυριότερη µεταβολή στην εθνολογική σύσταση λόγω της εγκατάστασης προσφύγων καθώς το ποσοστό των µη Ελλήνων ορθοδόξων που ήταν 48% το 1920, έπεσε στο 12% το 1928. Η ενίσχυση του ελληνικού χαρακτήρα της Μακεδονίας είχε µεγάλη σηµασία για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Εξάλλου, αραιοκατοικηµένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, κάποιες από αυτές παραµεθόριες, εποικίστηκαν από πρόσφυγες. Με τον τρόπο κατοχυρώθηκαν οι νέες περιοχές που ενώθηκαν µε την Ελλάδα µετά τους Βαλκανικούς πολέµους και ενσωµατώθηκαν στον εθνικό κορµό. Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και από τα ποσοστά προσφύγων στις πόλεις της Μακεδονίας, τα οποία ήταν πολύ υψηλά ( ράµα 70,2%, Καβάλα 56,9%, Σέρρες 50,4%). Ο µεγάλος αριθµός προσφύγων σ αυτές τις πόλεις εξηγείται και από το γεγονός ότι σ αυτές ζούσαν Βούλγαροι οι οι τις εγκατέλειψαν µετά την υπογραφή της συνθήκης του Νεϊγύ (1919). Ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε πόλο έλξης για τους πρόσφυγες δεδοµένου ότι η πόλη είχε βιοµηχανικό υπόβαθρο, λιµάνι αλλά και τον κάµπο της Κεντρικής Μακεδονίας. Κάτι ανάλογο ίσχυσε και για την Καβάλα που εξελίχθηκε σε εµπορικό και ναυτιλιακό κέντρο. Στη Στερεά Ελλάδα, όπου ανήκουν η πρωτεύουσα και το λιµάνι της, εγκαταστάθηκε το 25,1% των προσφύγων (306.193). Οι περισσότεροι πρόσφυγες ασκούσαν στην πατρίδα τους «αστικά» επαγγέλµατα, επιθυµούσαν λοιπόν να εγκατασταθούν σε αστικά κέντρα. Οι περισσότεροι εργάζονταν
περιστασιακά είτε κάνοντας µεροκάµατα στις οικοδοµές, σε εργοστάσια και βιοτεχνίες (κλωστοϋφαντουργία, ταπητουργία, µεταξουργία, αλευροβιοµηχανία, παραγωγή οικοδοµικών υλικών) είτε ως πλανόδιοι µικροπωλητές και µικροκαταστηµατάρχες. Άλλοι δούλεψαν ως ναυτεργάτες και εργάτες σε δηµόσια έργα στις πόλεις. Άλλωστε, στην Αθήνα και τον Πειραιά, το κράτος ίδρυσε 4 προσφυγικούς συνοικισµούς στην Καισαριανή, το Βύρωνα, τη Νέα Ιωνία και την Κοκκινιά στον Πειραιά. Χάρη στους πρόσφυγες αυξήθηκε ο βαθµός αστικοποίησης του κράτους ενώ ο πληθυσµός της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας διπλασιάστηκε. Στη υτική Θράκη δόθηκε προτεραιότητα, όπως άλλωστε και στη Μακεδονία, δεδοµένου ότι και εκεί υπήρχαν µουσουλµανικά και βουλγαρικά κτήµατα καθώς και παραµεθόριες περιοχές ενώ έπρεπε να καλυφθεί και το δηµογραφικό κενό. Ειδικότερα για τη υτική Θράκη υπήρχε και το πρόβληµα της παραµονής των µουσουλµάνων καθώς αυτοί εξαιρέθηκαν από τη Σύµβαση Ανταλλαγής πληθυσµών της Λοζάνης και έτσι έπρεπε να ενισχυθεί η περιοχή εθνολογικά µε ελληνικό στοιχείο. Έτσι δικαιολογείται το µεγάλο ποσοστό προσφύγων στη υτική Θράκη (8,8%) και στις δύο µεγαλύτερες πόλεις της την Ξάνθη όπου οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 41,4% του πληθυσµού και την Κοµοτηνή, όπου το ποσοστό των προσφύγων ανέρχεται στο 34,1%. Στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου εγκαταστάθηκε το 4,6% των προσφύγων. Συγκεκριµένα, στη Μυτιλήνη οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 46,8% του πληθυσµού, ενώ στη Χίο το 35,7% ενώ πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και στη Λήµνο καθώς στο νησί αυτό και στη Λέσβο υπήρχαν πολλά µουσουλµανικά κτήµατα. εδοµένου ότι οι Τούρκοι δε δέχτηκαν εύκολα την παραχώρηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα το ελληνικό κράτος µερίµνησε να ενισχυθούν εθνολογικά αυτές οι περιοχές προκειµένου να µην υπάρξουν διεκδικήσεις εκ µέρους της Τουρκίας στο µέλλον. Βέβαια το γεγονός ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου βρίσκονται απέναντι από τα µικρασιατικά παράλια ώθησε πολλούς πρόσφυγες να καταφύγουν σε αυτά ίσως και µε την προσδοκία ότι κάποτε θα γύριζαν στην πατρίδα. Μικρό το ποσοστό τον προσφύγων που κατέφυγαν στη Θεσσαλία (2,8%) δεδοµένου ότι στην περιοχή δεν υπάρχουν µουσουλµανικά κτήµατα καθώς τα τούρκικα τσιφλίκια είχαν πουληθεί σε Έλληνες µετά την ένωση της Θεσσαλίας µε την Ελλάδα το 1881. Οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο Βόλο καθώς η πόλη διέθετε λιµάνι και έτσι πρόσφερε δυνατότητες εργασίας σε διάφορους επαγγελµατικούς τοµείς. Στην Κρήτη, όπου εγκαταστάθηκε το 2,8% των προσφύγων υπήρχαν µουσουλµανικά κτήµατα. Επίσης στο Ηράκλειο, όπου οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 35,9% του πληθυσµού, ζούσαν πολλοί Τουρκοκρητικοί, οι οποίοι έφυγαν από το νησί το 1913 µετά την ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα Τέλος, τα ποσοστά των προσφύγων στην Πελοπόννησο (2,3%), την Ήπειρο (0,7%) τις Κυκλάδες (0,4%) και τα Επτάνησα (0,3%) είναι αρκετά χαµηλά δεδοµένου ότι στις περιοχές αυτές δεν υπήρχαν ιδιαίτερες παραγωγικές δυνατότητες (στην Πελοπόννησο τα εθνικά κτήµατα έχουν διανεµηθεί από το 1870-1871, η Ήπειρος και οι Κυκλάδες είναι άγονες), δεν υπήρχε δηµογραφικό κενό ούτε ήταν παραµεθόριες περιοχές ενώ τα Επτάνησα ήταν και πολύ µακριά από τα µικρασιατικά παράλια. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΚΑΜΠΑΚΙ Η ΣΟΦΙΑ