1 ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕΙΔΥΛΛΙΑ -ΓΛΩΣΣΑ, ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ, ΕΙΔΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ, ΜΕΤΡΟ -ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ 11 Από τη στιγμή που το μέτρο των θεοκρίτειων ποιημάτων είναι το ομηρικό/επικό/δακτυλικό εξάμετρο, η πρώτη οφειλή και ο βασικός κανόνας είναι το ομηρικό λεξιλόγιο. Η γλώσσα του Ομήρου, κατά βάση ιωνική, χαρακτηρίζεται από ποικιλία εναλλακτικών τύπων και είναι γεμάτη από λέξεις των οποίων η σημασία είχε γίνει αβέβαιη κατά τον 3ο αιώνα. Παραμένει όμως η βάση για το μεγαλύτερο μέρος της σωζόμενης εξαμετρικής και ελεγειακής ποίησης. ΕΡΩΤΗΜΑ: πώς διαχειρίζεται ο Θ. αυτόν τον κανόνα που είναι το ομηρικό λεξιλόγιο; Τον υιοθετεί αυτούσιο ή τον παραλλάσσει και πώς; ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΥΦΟΥΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΟΥ. Τα θεοκρίτεια δωρικά ποιήματα διαφέρουν από τα ομηρικά ως προς τη γλώσσα με τρεις τρόπους: 1) Λεξιλόγιο: το επικό λεξιλόγιο δηλώνει επίσημο ρυθμό και είναι δεκτικό σπάνιων και αρχαϊκών λέξεων. Παρόλα αυτά τα θεοκρίτεια ποιήματα είναι σχετικά ελεύθερα από τέτοιο σκοτεινό λεξιλόγιο. Υπάρχει μία ένταση ανάμεσα στο μέτρο και τη γλώσσα στην οποίαν εκφράζεται αυτό το μέτρο. Υπάρχει, επιπλέον, πλούσιο βοτανολογικό και βουκολικό λεξιλόγιο που μπορεί να λειτουργεί ως ένα είδος ειρωνικής εναλλακτικής λύσης στο παραδοσιακό λεξικό. Πρόκειται για ένα είδος «τεχνικού» λεξιλογίου που οφείλεται στην αντίστοιχη εργασία του μαθητή του Αριστοτέλη Θεόφραστου ή και σε προσωπικές παρατηρήσεις του ίδιου του Θεόκριτου. Ένα τέτοιο
2 χαρακτηριστικό της γλώσσας του Θ. ουσιαστικά λειτουργεί αρνητικά στην ιδέα του «ρεαλισμού» και της ενάργειας (=σαφήνειας). 2) Μορφολογία: παράλληλα προς το λεξιλόγιο έχουμε και ομηρικούς/ιωνικούς τύπους, π.χ. γενικές σε οιο, δοτικές σε οισι και αισι, λεκτική διέκταση (κομόωντι έναντι κομάοντι: εδώ ο τύπος συνδυάζει επικό φαινόμενο με δωρική κατάληξη). Έχει αποδειχθεί ότι αυτοί οι τύποι διαφέρουν ποσοτικά από ποίημα σε ποίημα (αλλού περισσότεροι αλλού λιγότεροι). Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως «διαγνωστικό εργαλείο» για το πόσο η γλώσσα του Θ. απομακρύνεται από την παραδοσιακή της εξαμετρικής ποίησης. Εφόσον υπάρχει ένταση μεταξύ μέτρου και λεξιλογίου, η σχέση μεταξύ ταπεινών λέξεων και ποιητικής μορφολογίας είναι κεντρικό υφολογικό στοιχείο, το οποίο ο αναγνώστης πρέπει πάντα να υπολογίζει. Αυτή η σχέση είναι μείζον συστατικό στοιχείο μιας ποιητικής αυτογνωσίας που μάλλον αποκαλύπτει παρά αποκρύπτει τη λογιοσύνη. Στα βουκολικά ποιήματα γλώσσα και μέτρο κινούνται παράλληλα: όσο πιο καλλιμάχειο είναι το ποίημα, τόσο πιο ομηρίζον και αυτό το ποίημα είναι και αυτό που πιο φανερά αποκαλύπτει τον ποιητικό του χαρακτήρα. 3) Διάλεκτος: ο βασικός διαλεκτικός χρωματισμός είναι ο δωρικός. Ο Θ. προέρχεται από τη δωρική πόλη των Συρακουσών, αντλεί από την σικελική ποιητική παράδοση. Το πρώτο ειδύλλιο λέγει έναν σικελικό μύθο (του Δάφνη) και διαδραματίζεται ίσως εκεί, το 4ο και 5ο διαδραματίζονται στη Νότια Ιταλία, το 7ο στη δωρική Κω, το 6ο και 11ο μιλούν για τον Σικελό Πολύφημο. Το 3ο είναι αβέβαιο. Καλύτερα να αποφύγουμε μία και μόνον εξήγηση για το δωρικό στοιχείο για όλα τα ποιήματα. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι η ποικιλία παρά η ομοιότητα. Όταν μιλούμε για δωρική διάλεκτο εννοούμε και δωρικές λέξεις (λῆν=ἐθέλειν, π.χ. λῶντι=ἐθέλουσι) και προπάντων δωρική φωνολογία και μορφολογία. Αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι δωρικός ως όρος είναι
3 πολύ ευρύς και περιλαμβάνει πολλές υποδιαιρέσεις και τοπικές διαφορές από δωρική σε δωρική διαλεκτική περιοχή. Με τον ίδιον τρόπο που ο Θ. αναμειγνύει επικά/ομηρικά στοιχεία στα δωρικά του ποιήματα, με τον ίδιον τρόπο βάζει μαζί δωρικά στοιχεία διαφορετικών περιοχών τα οποία ποτέ δεν βρίσκονται όλα μαζί σε μία πραγματική κοινότητα Δωριέων. Αρα πρόκειται για μία τεχνητή δωρική διάλεκτο, που την κατασκευάζει ο Θ. πιστός στην ελληνική παράδοση που θέλει σε όλα τα γραμματολογικά είδη να χρησιμοποιείται μία τεχνητή λογοτεχνική διάλεκτος που δεν μιλήθηκε ποτέ έτσι και που λειτουργεί ως ένα σήμα απομάκρυνσης από την καθημερινή ομιλία. Οπωσδήποτε αυτή η άποψη περί τεχνητής γλώσσας του Θ. αμφισβητήθηκε: έχει υποστηριχθεί ότι η γλώσσα είναι αυτή μίας εξόριστης κυρηναϊκής αριστοκρατίας που ζει στην Αλεξάνδρεια και που τροποιείται κάπως υπό την επίδραση της αττικής Κοινής. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ Μακρό α (συχνά και ως υπερδωρισμός) στη θέση μακρού η (e). Π.χ. ἆγε=ἦγε -σδ αντί ζ, δαμάσδειν=δαμάζειν. Έτσι στα έργα της Σαπφούς και Αλκαίου, Αλκμάνος και ίσως ήταν στοιχείο λακωνικής δωρικής. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ 1η ΚΛΙΣΗ: -α αντί αο (=ου) για αρσενικά. -ας (ΒΡΑΧΥ) αιτ. πληθ. αντί ας (ΜΑΚΡΟ) -ᾶν γεν. πληθ. αντί -ῶν 2η ΚΛΙΣΗ -ω (<oo) (=-ου) γεν. εν.: τῶ σκληρῶ δαίμονος (τοῦ σκληροῦ δαίμονος).
4 -ως (< -ονς) (=-ους) αιτ.πληθ.: τὼς μόσχως (τοὺς μόσχους). Υπάρχει και η κατάληξη ος, π.χ. τὼς κανθάρος=τοὺς κανθάρους, τὰς παρθένος=παρθένους. ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ 1ο πρόσωπο: ἐγὼν, ἐμεῦ/μευ, ἐμίν, ἁμές (ἄμμες), ἁμίν (ἁμῖν, ἄμμιν), ἁμέ (ἄμμε) 2ο πρόσωπο: τύ, τεοῦς/τεῦς, τευς, τίν/τοι, τέ/τυ (εγκλιτικό), ὑμές (ὔμμες), ὑμίν/ὑμῖν/ὔμμι, ὑμέ/ὔμμε. 3ο πρόσωπο: μιν/νιν για αιτ. εν. ΡΗΜΑΤΑ 1. απρφ. σε εν αλλά και ειν και ην για τα θεματικά (συρίσδεν=συρίσδειν). 2. απρφ. μεν για τα αθέματα (π.χ. τιθέμεν=τιθέναι). 3. 2ο πρόσωπο εν. ες ή και -εις 4. 1ο πρόσωπο πληθ. μες αντί μεν ἐψιθυρίσδομες=ἐψιθυρίσδομεν. 5. 3ο πρόσωπο εν. τι αντί σι, και πληθ. οντι, -αντι αντί ουσι, -ασι, π.χ. τρώγοντι (=τρώγουσι) 6. Μέλλων σε σεω με συναίρεση νομευσῶ αντί νομεύσω, δωσῶν (=δώσεων), βασεῦνται (βασοῦνται), κεισεῦμαι (κεισοῦμαι). Ἰδησῶ=ὄψομαι: 7. Αόριστος και μέλλων ρημάτων σε ζω κάνει σε ξ, π.χ. καθίξας (=καθίσας). 8. Παρακείμενος με κατάληξη ενεστώτα π.χ. πεφύκειν=πεφυκέναι, λελόγχει- ἐλελόγχει. 9. Συνηρημένα σε άω και έω συγχέονται, πχ. ἐξεπόνασα=ἐξεπόνησα, λυσσῆν=λυσσᾶν, φοιτῇ=φοιτᾷ. 10. Αθέματα ρήματα αντί συνηρημένων π.χ. νίκημι (νικάω). 11. Μτχ. θηλυκού σε οισα αντί ουσα ή ωσας π.χ. ἔχοισα. 12. Εἰμί: γ εν. και πληθ. ἐντί (ἐστί), γ εν. παρατατικού ἦς, απρφ. ἦμεν=εἶναι ΑΠΟΚΟΠΗ: π.χ. παρ (π.χ. παρκύπτοισα=παρακύπτουσα), ἄμ αντί ἀνά (ἀμπλέξας=ἀναπλέξας), ποττόν (πρὸς τόν).
5 ΔΥΝΗΤΙΚΟ κα αντί κεν(=ἄν). αἴ κα =εἴ κεν=ἐὰν ἔγωγε, τύγα=ἔγωγε, σύγε ἦνθον=ἦλθον. ἆμα=ἅμα ποτί=πρός. ποτιδεῖν=προσιδεῖν τῆνος=κεῖνος, τηνῶθε=ἐκεῖθεν. τηνεί-ἐκεῖ πᾳ=πῃ ὅκα=ὅτε, ἄλλοκα=ἄλλοτε ποκα=ποτε ΜΕΤΡΟ Ο Θεόκριτος παντρεύει το ηρωικό μέτρο με χαμηλά θέματα, τα οποία στηρίζονται πολύ στα σαφώς μη επικά είδη των μίμων και των λαϊκών τραγουδιών. Οπωσδήποτε υπάρχει πάντα το ερώτημα αν θα κατατάξουμε τα ποιήματά του λόγω μέτρου στο επικό είδος. Στην ελληνιστική ποίηση τα χαρακτηριστικά του εξαμέτρου διαφέρουν από αυτά του ομηρικού εξάμετρου: οι ελληνιστικοί προτιμούν πιο πολύ τους δακτύλους από τους σπονδείους. Ο Καλλίμαχος π.χ. προτιμά εξαμέτρους με μόνον έναν σπονδείο συνήθως στον 2ο πόδα. Στον Θεόκριτο τα βουκολικά ποιήματα έχουν πιο πολλούς σπονδείους (1,2,4,5,6) με παρουσία τους κυρίως στο πρώτο τμήμα του εξαμέτρου (π.χ. δύο συνεχόμενοι σπονδείοι είναι συχνό φαινόμενο). Ίσως η χρήση σπονδείων να συντελεί στην εντύπωση ενός στίχου/ποίησης που απομακρύνονται από την λογοτεχνικότητα και την επιτήδευση που χαρακτηρίζουν τον εξάμετρο. Μερικοί ελληνιστικοί ποιητές προτιμούν τους σπονδειάζοντες στίχους (δη. 5ος πους=σπονδείος). Και εδώ η περίπτωση του Θ. δεν είναι ενιαία: είναι σπάνιοι σε βουκολικά, ενώ στα επικά του ποιήματα στατιστικά στέκονται κοντά στον Καλλίμαχο και Απολλώνιο Ρόδιο).
6 Ειδικά για τον 4ο πόδα: όταν είναι δάκτυλος είναι πολύ σύνηθες να έχουμε και τέλος λέξης με το τέλος του δακτύλου. Αυτό λέγεται Βουκολική Διαίρεση. Αν είναι σπονδείος (δηλ. δισύλλαβος) ο Καλλίμαχος ποτέ (πλην μίας εξαίρεσης) δεν τελειώνει λέξη: αυτός είναι ο κανόνας του Naeke. O Θ. ποικίλλει από ποίημα σε ποίημα. Ετσι στο 11ο έχει παράβαση του κανόνα. Στα ποιήματα 1-7 το 85% των στίχων έχουν 4ο δάκτυλο και από αυτούς το 80% έχει Βουκολική Διαίρεση! Γενικά ο Καλλίμαχος επιβάλλει κανόνες στον εξάμετρο σχετικά με το μήκος λέξεων σε διάφορες θέσεις του στίχου. Ο κανόνας του Hilberg λέγει: όχι μετά 2ο σπονδείο τέλος λέξης (όχι -- ). Ζεύγμα του Hermann: όταν 4ος πους είναι δάκτυλος όχι -. Δηλ. όταν ο 4ος πους δάκτυλος όλος θα ανήκει σε μία λέξη: -. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: τα νεότροπα λεγόμενα βουκολικά ειδύλλια (1,3,4,5,6,7) είναι κοντά στην καλλιμάχεια κανονικοποίηση. Τα λεγόμενα επικοφανή (πιο παραδοσιακά) υπακούουν πιο πολύ τον ομηρικό εξάμετρο (δηλ. είναι λιγότερο πειθαρχημένα σε κανόνες καλλιμάχειας μετρικής). Ειδικά για το 11ο ειδύλλιο Διαφέρει από τα άλλα βουκολικά (1, 3, 4, 5, 10): περιέχει έναν σημαντικό αριθμό σπάνιων δωρικών τύπων: στ.25-27, 39, 42-43, 62, 60: βλ. επιμέρους σχόλια στίχων) και πολύ λίγα ομηρικά στοιχεία. μετρικά αποκλίνει από την καλλιμάχεια μετρική (παράβαση κανόνα Naeke σε στ.41-42) περισσότερο από κάθε άλλο βουκολικό και μετρικά δίνει την εντύπωση τραχύτητας και άκομψου. Έχει γενικά μεγάλη ελευθερία. Χασμωδία σε κεντρική τομή στους στ. 45-46 και μετρική έκταση στην ίδια μετρική θέση σε διαδοχικούς στίχους.
7 Επίσης έχει λιγότερη βουκολική διαίρεση από τα άλλα βουκολικά (ποσοστό 56% έναντι 80% των άλλων). Αυτές οι ιδιοτυπίες ίσως δηλώνουν ότι πρόκειται για προϊόν νεανικό του Θ., δηλ. ανώριμου ακόμη που με τον καιρό ωριμάζει (θεωρία Wilamowitz). Η άλλη εξήγηση είναι ότι αυτή η τραχύτητα οφείλεται στην ηθοποιΐα του άξεστου ήρωα, του Κύκλωπα, δηλ. ότι εδώ έχουμε έναν ποιητικό ρεαλισμό που αποδίδει την αφέλεια και ακαλλιέργητη φύση του ήρωα που του λείπει η εκλέπτυνση πρόκειται για εκ διαμέτρου αντίθετη ερμηνεία παό την προηγούμενη. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο εναρκτήριο τμήμα (όπου ομιλητής είναι ο ίδιος ο ποιητής) και το τραγούδι του Κύκλωπα, κάτι που αδυνατίζει αρκετά την δεύτερη εξήγηση. Κατά τον Hunter, αν δεχθούμε ότι το ποίημα συντέθηκε ως απάντηση σε μία προηγούμενη βουκολική ποίηση της Σικελίας, τότε μπορεί να ερμηνευθεί ως αυτοπαρωδία του ίδιου του Θ. Παρόλα αυτά δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το πολύ σημαίνον αυτό τραχύ ύφος να είναι ένδειξη είτε πρώιμου είτε παρωδικού αλλά εξίσου να είναι ένδειξη συγχρόνως πρώιμου και παρωδικού. Οι παραπάνω σημειώσεις στηρίχθηκαν σε: R.Hunter, Theocritus. A Selection. Idylls 1,3,4,6,7,10,11 and 13, Καίμπριτζ 1999 Να δείτε και τα κείμενα που προτείνονται στη συμπληρωματική μελέτη για τον Θεόκριτο (για περαιτέρω βιβλιογραφική σας ενημέρωση να δείτε τη γενική βιβλιογραφία στον τόμο Αλεξανδρινή Μούσα).