ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:



Σχετικά έγγραφα
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. 9 Απριλίου 2013

Οι Εργασιακές Σχέσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα

Έως 12/2010 (Ν. 3871/2010 και Ν.3899/2010)

1η Συνάντηση Διά βίου εκπαίδευση & συνδικάτο σ

Νέο πλαίσιο για συλλογικές διαπραγματεύσεις. Συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Θεωρία των Μοντέλων Καπιταλισμού

ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ... 2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ... 5 ΦΥΣΗ ΣΣΕ...


Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ανάπτυξη Δικτύου Υπηρεσιών Πληροφόρησης, Συμβουλευτικής Υποστήριξης και Ενδυνάμωσης Εργαζομένων

Ο κοινωνικός διάλογος στη Ρουμανία. Άρπαντ Σούμπα Ομοσπονδία των μεταλλουργών «Μετάλ»

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΥΡΙΖΑ

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2018

η ενημέρωση για τις δράσεις που τυχόν υιοθετήθηκαν μέχρι σήμερα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αυτές.

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ

Μιχαλίτσης Κων/νος 23/7/2015 Αναπληρωτής Γραμματέας Υγείας Πρόνοιας & Κοιν. Μέριμνας ΑΝΕΛ Υπεύθυνος Υπο-Γραμματείας Κοιν.

Νέες μορφές απασχόλησης. Συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ 1ο ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Οργάνωση Εργασία - Τεχνολογία. Εισαγωγή του συγγραφέα... 21

Ομιλία Εκτελεστικού Αντιπροέδρου Χάρη Κυριαζή. «Προκλήσεις, προτάσεις, στρατηγικές ανάπτυξης της εξωστρέφειας» ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΣΕΒΕ EXPORT SUMMIT

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Αθήνα, 26 Ιουλίου 2000

Η Ερευνητική Στρατηγική

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Σεµινάριο ΣΦΥΡΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ - Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ

Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Χαιρετισµός του κ. ιονύση Νικολάου, Γενικού ιευθυντή του ΣΕΒ. «Ενεργός Γήρανση: Ένα Κοινωνικό Συµβόλαιο Αλληλεγγύης µεταξύ των Γενεών»

ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας. Γενικό Συμβούλιο ΣΕΒ. Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018, 18.30

10 χρόνια από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση: διδάγματα και προοπτικές

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ / ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ, ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τριπλό Αλληλοτροφοδοτούμενο Έλλειμμα

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

1η Σύσκεψη του Εθνικού Δικτύου Πληροφόρησης και άλλων εταίρων για θέματα ΑΥΕ 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα Οικονομικών Επιστημών. Δημόσια Οικονομική Ι. Στέλλα Καραγιάννη Καθηγήτρια

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Εργασιακά: Προκλήσεις και μεταρρυθμίσεις για ευελιξία και παραγωγικότητα

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Η ΝΕΑ ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2018

Απόσπασμα από την Επιτροπή των Ανεξάρτητων Ειδικών: Οι συστάσεις της Επιτροπής, όπως συνοψίζονται από τον Πρόεδρο της, καθηγητή Jan van Ours

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ...2 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗΣ;...5 ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΤΗΡΕΙΤΑΙ;...5

Διοίκηση Ανθρώπινων Πόρων

ΗΜΕΡΙ Α. ΟΜΙΛΙΑ Προέδρου Ο.ΜΕ.. Άγγελου Ζησιµόπουλου

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Η ενίσχυση της βιομηχανίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής ως προτεραιότητα για την ανάκαμψη της οικονομίας

Στη δημοσιότητα δόθηκε η Π.Κ. 6/ με τίτλο «Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας έτους 2018».

Η Πρόκληση της Ανταγωνιστικότητας Η Εκθεση για την Παγκόσµια Ανταγωνιστικότητα,

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0037/1. Τροπολογία

Παρέμβαση από: Θεοφάνη Παπαναγιωτάκη, μέλος του Δ.Σ. του Δ.Σ. Πατρών. Παρέμβαση στην Ενότητα ΔΙΚΗΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Συμβολαιογραφείων όλης της χώρας»

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕ ΡΟΥ ΓΣΕΕ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ. Στην ανοικτή συνεδρίαση της ετήσιας Συνέλευσης των µελών του ΣΕΒ

Απελευθερώστε τη δυναμική της επιχείρησής σας

μεγάλο ποσοστό των οποίων εργάζεται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, με περιορισμένης διάρκειας συμβόλαια και σε επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης.

Ομιλία. του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ροβέρτου Σπυρόπουλου. του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου:

Εργαστήριο Χωροταξικού Σχεδιασμού. 10 η Διάλεξη Όραμα βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης Εισήγηση: Ελένη Ανδρικοπούλου

Η Θεωρία της Οικονομικής Ενοποίησης

Χώρες με κυριαρχία κλαδικών διακλαδικών ΣΣΕ. Χώρες με κυριαρχία Επιχειρησιακών ΣΣΕ

Όλες οι αντιπροσωπίες συμφωνούν πλέον ευρέως επί του κειμένου, υπό την επιφύλαξη μόνον ενδεχόμενων γλωσσικών επιφυλάξεων.

Θέματα Συνάντησης. Υποστηρικτικό Υλικό Συνάντησης 1

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Πρωτοφανής στην ιστορία του τόπου η μη εκπροσώπηση των

Ομάδα Εργασίας ΣΤ 1. Εισαγωγές Παρατηρήσεις

Πράξη 6 της (ΦΕΚ Α 38/ ) Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Λευκωσία, 10 Ιουλίου Frank Hoffer, Bureau for Workers Activities

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΨΗΦΙΣΜΑ OΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΣΤΟ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ

ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ Ε.Π. «EΘΝΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΩΝ »

Θέσεις για το Κυβερνητικό Συμβούλιο Απασχόλησης. Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 17

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

«Από την έρευνα στη διδασκαλία» Δημοτική Βιβλιοθήκη Μεταμόρφωσης Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Πολιτική Ποιότητας Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πατρών

Δημόσια διοίκηση. Page 1

ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2014

ΘΕΣΗ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΩΝ

Συχνές Ερωτήσεις / Απαντήσεις

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ομιλία Προέδρου ΓΣΕΒΕΕ. κ. Γιώργου Καββαθά. σε εκδήλωση του Econimist με θέμα:

Διαπραγματεύσεις, συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κοινωνικός διάλογος σε καιρούς κρίσης. Συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση

«Στρατηγική Ανάπτυξης Δεξιοτήτων του Ανθρώπινου Δυναμικού των Επιχειρήσεων» Χρήστος Α. Ιωάννου, Διευθυντής Τομέας Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας ΣΕΒ

ΜΕΛΕΤΗ ICAP Group για την Απασχόληση και την Ανεργία Για πρώτη φορά λιγότεροι οι απασχολούμενοι από τους οικονομικά ανενεργούς πολίτες

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας


Ομιλία Δρ. Τάσου Μενελάου με θέμα: Προγράμματα Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΣΕΕΚ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού

Jane Lewis, 2009, Work family balance, gender and policy, UK, Edward Elgar Publishing Limited, 246 σελ.

Transcript:

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (Τ.Ε.Ι.) ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΙΟΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: Σπυριδάκη Λύδιας ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Καλαμπούκα Καλλιόπη

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στην εποπτεύουσα Καθηγήτριά μου, κα Καλαμπούκα Καλλιόπη, καθώς επίσης και σε όλους εκείνους που με βοήθησαν με πολύτιμες συμβουλές και διάθεση βιβλιογραφικού υλικού για την εκπόνηση της πτυχιακής μου εργασίας.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ILO International Labour Organization Α.Ε.Ι. Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα α.ν. αναγκαστικός νόμος ΑΠ Άρειος Πάγος Βλ. Βλέπε Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε. Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Γ.Σ.Ε.Ε. Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος Δ.Ε.Η. Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Δ.Ε.Κ.Ο. Δημόσιες Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας Δ.Ε.Ν. Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας Δ.Ν.Τ. Διεθνές Νομισματικό Ταμείο Δ.Σ. Διοικητικό Συμβούλιο Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ε.Ε. Ευρωπαϊκή Ένωση Ε.Ε.Σ.Σ.Ε. Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ε.Ι.Η.Ε.Α. Ένωση Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών Ε.Κ.Τ. Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα Ε.Σ.Α. Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση Ε.Σ.Ε.Ε. Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου Ε.Σ.Η.Ε.Α. Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών ΕΚ Ευρωπαϊκή Κοινότητα ΕλλΔνη ΕπιθΙΚΑ Ελληνική Δικαιοσύνη Επιθεώρηση ΙΚΑ ΕφΑθ ΕφΠατρ ΕφΠειρ Ι.Ν.Ε. Εφετείο Αθηνών Εφετείο Πατρών Εφετείο Πειραιώς Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕΑΔΕΔΥ Ν. Νόμος Ν.Π.Δ.Δ. Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου Ν.Π.Ι.Δ. Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου

Ο.ΜΕ.Δ. ό.π. ΟλΑΠ παρ. περ. Συντ. Σ.Ε.Β. Σ.Κ.Ε.Ε. Σ.Σ.Ε. σελ. ΣτΕ Τ.Ε.Ι. ΥΑ Υπ. Φ.Ε.Κ. Φ.Π.Α. χ.χ. Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας όπως παραπάνω Ολομέλεια Αρείου Πάγου παράγραφος περίπτωση Σύνταγμα Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας Συλλογική Σύμβαση Εργασίας σελίδα Συμβούλιο της Επικρατείας Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Υπουργική Απόφαση Υπουργείο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Φόρος Προστιθέμενης Αξίας χωρίς χρονολογία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ 1.1 ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 4 1.2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ: ΜΕΣΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ 10 1.3 ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ 11 1.4 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 16 1.5 ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ 34 1.6 ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ 37 1.7 Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 41 1.8 Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΛΟΓΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ 43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2.1 ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 45 2.2 ΕΙΔΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 45 2.3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 47 2.4 ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 48 2.5 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 49 2.6 ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΛΑΔΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 49 2.7 ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΟΜΟΙΟΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 54

2.8 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΓΙΑ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ 57 2.9 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 58 2.10 ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ 59 2.11 ΙΣΧΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 61 2.12 ΔΕΣΜΕΥΣΗ 61 2.13 ΧΡΟΝΟΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 62 2.14 ΣΥΡΡΟΗ 62 2.15 ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ 63 2.16 ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 64 2.17 ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 64 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 3.1 ΤΙ ΙΣΧΥΕ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ 67 3.2 ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΓΙΑ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 69 3.3 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ 70 3.4 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΝΟΜΟΥ 3429/2005 71 3.5 ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ 72 3.6 ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ 77

3.7 ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ 83 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 86 89

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τη νέα Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. διεξήχθησαν σε περιβάλλον έκτακτων συνθηκών λόγω του δημοσιονομικού εκτροχιασμού, που οδήγησε την χώρα στην ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης ΔΝΤ ΕΕΕΚΤ και την υιοθέτηση των μέτρων που προβλέπονται στο σχετικό Μνημόνιο και στο Νόμο 3845/2010. Οι συνέπειες της κρίσης καθιστούν όσο ποτέ αναγκαίο τον απεγκλωβισμό των εργοδοτικών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων από τον παραδοσιακό παρεμβατικό ρόλο του κράτους και την ενίσχυση του ρόλου τους στη διαμόρφωση των κοινωνικών και οικονομικών αποφάσεων και πολιτικών. Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) είναι το αποφασιστικότερο για τις οργανώσεις μέσο ρύθμισης και διαμόρφωσης πολιτικών, με μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, για τα κυρίαρχα ζητήματα της εξόδου από την ύφεση, της αντιμετώπισης της αυξανόμενης ανεργίας, της δημιουργίας συνθηκών ανάπτυξης, της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Στο πλαίσιο της κρίσιμης για τη χώρα συγκυρίας τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να στηρίξουν το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων, ανάλογα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες των επιχειρήσεων, για λόγους κοινωνικής προστασίας αλλά και ενίσχυσης της ιδιωτικής οικονομίας, που ασφυκτιά από την έλλειψη ρευστότητας με συνέπεια τη συρρίκνωσή της και τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να παρουσιάσει, μέσα σε γενικές γραμμές, την εξέλιξη των εργασιακών σχέσεων και τις αλλαγές που σημειώνονται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, στον Ελληνικό χώρο, αναλύοντας συγχρόνως τα στοιχεία που τις απαρτίζουν και τονίζοντας ιδιαιτέρως τους λόγους για τους οποίους οι εργασιακές σχέσεις στην χώρα μας δεν βρίσκονται στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Η ανάπτυξη του θέματος ολοκληρώθηκε σε τρία κεφάλαια: 1

Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Δημιουργία και Αναγκαιότητα των Εργασιακών Σχέσεων» παρουσιάζεται μια ιστορική ανασκόπηση των εργασιακών σχέσεων και η συμβολή της οικονομικής της εργασίας. Καταγράφονται τα μέσα ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων έναντι του κρατικού νομοθέτη, αναπτύσσονται οι εργασιακές σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης. Αναλύεται η επίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις παρατηρούμενες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, παρουσιάζονται οι συνδικαλιστικές στρατηγικές και αντιδράσεις στις αλλαγές που σημειώνονται, εντοπίζονται οι σύγχρονες τάσεις των εργασιακών σχέσεων, η εξέλιξή τους στην Ελλάδα και η ανάγκη για αλλαγή των εργασιακών θεσμών λόγω οικονομικής κρίσης. Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Έννοια και Περιεχόμενο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας» αναλύεται η έννοια της συλλογικής σύμβασης εργασίας και της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Εντοπίζεται η έκταση εφαρμογής του νόμου, αναλύεται το περιεχόμενο της συλλογικής σύμβασης εργασίας, καταγράφονται τα είδη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εξετάζονται οι κλαδικές και οι ομοιοεπαγγελματικές σσε, αποσαφηνίζεται η διαδικασία των διαπραγματεύσεων και υπογραφής της σσε. Στη συνέχεια, αναλύεται η ικανότητα για σύναψη σσε νομιμοποίηση εκπροσώπων, η ισχύς της σσε, ο χρόνος ισχύος της, η συρροή, η προσχώρηση και επέκταση εφαρμογής, καθώς και η καταγγελία της σσε. Κατόπιν, εντοπίζονται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζονται κατά τις διαπραγματεύσεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας (μεσολάβηση, δικαίωμα απεργίας, διαιτησία). Ταυτόχρονα, εντοπίζονται και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζονται κατά τη διάρκεια των προσπαθειών για οργάνωση και δίδονται προτάσεις για την επίλυση των προβλημάτων που μπορεί να παρουσιαστούν. Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Οι Αλλαγές στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και στη διαδικασία Διαμεσολάβησης» αρχίζει να αναπτύσσεται εκτενέστερα το υπό εξέταση θέμα. Κατανοούμε τι ίσχυε στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας έως σήμερα, δίδονται τα βασικά σημεία των διατάξεων για τις ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, 2

καθώς και οι διατάξεις για την ευελιξία της αγοράς εργασίας και την απλούστευση εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας. Παράλληλα, παρουσιάζεται η τροποποίηση του Νόμου 3429/2005, τα βασικά σημεία της διαδικασίας επίλυσης συλλογικών διαφορών και αναλύεται ο ρόλος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Στη συνέχεια, καταγράφονται οι γενικές ρυθμίσεις και οι μεταβατικές διατάξεις, ο τρόπος ρύθμισης θεμάτων μερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας, προσωρινής απασχόλησης, δοκιμαστικής περιόδου απασχόλησης και η απλοποίηση των διαδικασιών εφαρμογής εργατικής νομοθεσίας. Η εργασία ολοκληρώνεται με τα Συμπεράσματα, όπου καταγράφονται τα κύρια σημεία από την επεξεργασία του θέματος. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ 1.1 ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Οι εργασιακές σχέσεις ως επιστημονικός κλάδος, αλλά και ως θέμα της καθημερινής πραγματικότητας, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης ζωής. Η πιο γνωστή δημόσια εκδήλωση της λειτουργίας ενός συστήματος εργασιακών σχέσεων είναι η εκδήλωση των απεργιών, δηλ. της προσωρινής διακοπής της εργασίας που επιβάλουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις με σκοπό να προωθήσουν τα συμφέροντα των μελών τους. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει συνηθίσει να ζει με τις απεργίες που εύστοχα έχει αναφερθεί ότι αποτελούν "το πρωινό γεύμα της δημοκρατίας (Lane & Roberts, 1971. Human, 1972). Ο θεσμός του συνδικαλισμού είναι, μαζί με το κοινοβούλιο και την τοπική αυτοδιοίκηση, ένα από τα βάθρα της δημοκρατίας, με τα θετικά και τα όποια αρνητικά του δεδομένα. Αν και τα τελευταία χρόνια, η συνδικαλιστική δράση και η εκδήλωση των απεργιών έχουν χάσει σημαντικό μέρος από την παλιά τους γοητεία, την πολιτική ρητορεία και ευρύτερη απήχηση, δεν παύουν να αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο και εσωτερικό δεδομένο των κεφαλαιοκρατικών οικονομιών, όπου λειτουργούν οι δημοκρατικές αντιπροσωπευτικές διαδικασίες, μέσα σ' ένα πλαίσιο ομάδων συγκρουόμενων συμφερόντων. Οι εργασιακές σχέσεις, πέραν των άλλων, αποτελούν ένα σημαντικό επιστημονικό κλάδο του οποίου η διδασκαλία και έρευνα έχει αναπτυχθεί σοβαρά διεθνώς. Συγγενεύουν κατά κύριο λόγο με την οικονομική της εργασίας, αλλά αντλούν δεδομένα και από άλλους κλάδους των κοινωνικών επιστημών, όπως η κοινωνιολογία, η βιομηχανική ψυχολογία, η νομική, η ιστορία, η διοικητική και η πολιτική επιστήμη. 4

Ο όρος εργασιακές σχέσεις, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του, υπονοεί, κατά πρώτο λόγο, κάθε επίσημη και ανεπίσημη σχέση εργασίας ανάμεσα σε μισθωτούς και εργοδότες (http://www.unipi.gr) Κεντρικό σημείο των εργασιακών σχέσεων είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις που αναφέρονται "ως η διαδικαστική μέθοδος με την οποία οι ενώσεις των μισθωτών διαπραγματεύονται με τους εργοδότες ή τις ενώσεις τους, τις αμοιβές, τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μελών τους" (Flanders, 1971' Marshall, 1982' Clegg, 1969' Beal, 1982' Katz & Kochan, 1992). Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό των Sidney και Beatrice Webb, "αποσκοπούν στην προαγωγή και προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους" (Webb et al, 1920). Όπως ήδη αναφέρθηκε οι εργασιακές σχέσεις ασχολούνται, εκτός από τις σχέσεις εργασίας, με τους μισθούς και τα ημερομίσθια, την απασχόληση και την ανεργία, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις συλλογικές συμβάσεις, τις συλλογικές διαφορές και τις απεργίες, καθώς και με παρεπόμενα θέματα όπως λ.χ.: οι επιπτώσεις της νέας τεχνολογίας στην απασχόληση, ο θεσμός της συμμετοχής, οι εργασιακές σχέσεις και η παραγωγικότητα, κ.λ.π. Η οικονομική της εργασίας ασχολείται με συναφή ζητήματα με τη διαφορά ότι εδώ η οικονομική διάσταση είναι περισσότερο έντονη. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ενώ οι εργασιακές σχέσεις δίνουν έμφαση στις εργασιακές πτυχές της οικονομίας, η οικονομική της εργασίας αντίστροφα εξετάζει περισσότερο τις οικονομικές πτυχές της εργασίας. Η οικονομική επιστήμη όπως είναι γνωστό, ασχολείται με το γενικό ερώτημα της διανομής των πόρων, καθώς και με τον προσδιορισμό των τιμών και των επιπέδων της παραγωγής στην οικονομία. Η οικονομική της εργασίας επικεντρώνεται σε μια ειδική πλευρά αυτής της διαδικασίας που αφορά τον προσδιορισμό των μισθών και της απασχόλησης στην αγορά εργασίας και στη συνακόλουθη διανομή του εισοδήματος ανάμεσα σε άτομα και οικογένειες. Η οικονομική της εργασίας, όπως προσδιορίζεται και από την ονομασία της, σε αντίθεση με τις εργασιακές σχέσεις που επικεντρώνονται κυρίως στις σχέσεις εργασίας, ασχολείται σε μεγαλύτερο 5

βαθμό με ζητήματα οικονομικού χαρακτήρα, όπως ο τρόπος που καθορίζονται τα επίπεδα και η κατανομή της αμοιβής της εργασίας, της απασχόλησης, της ανεργίας, κ.λ.π. Η οικονομική της εργασίας ασχολείται με θέματα που αφορούν άμεσα τον καθένα μας. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται στο χώρο της εργασίας και της απασχόλησης αφού αναφέρεται ειδικότερα σε ερωτήματα όπως: ποιος εργάζεται, ποια επαγγέλματα έχουν ζήτηση, γιατί οι άνθρωποι πληρώνονται γι αυτό που κάνουν. Αυτά τα θέματα δεν είναι αποκλειστικά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος αν επιπλέον ληφθεί υπ' όψη ότι η οικονομική ανταμοιβή και η ψυχολογική ικανοποίηση από την εργασία αποτελούν κεντρικής σημασίας θέματα στην ζωή των περισσότερων ανθρώπων. Ενώ λίγοι έχουν ασχοληθεί με πολύπλοκα ζητήματα όπως οι αγορές ξένου συναλλάγματος, τα δημόσια έσοδα και οι δημόσιες δαπάνες, οι περισσότεροι έχουν μια έστω μικρή εμπειρία σε θέματα αναζήτησης εργασίας, πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των διάφορων επαγγελμάτων, καθώς και σχετικά με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Τέλος ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να κάνει προσφιλή την οικονομική της εργασίας είναι το γεγονός ότι έχει πολλές εφαρμογές σε τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα και αποτελεί συχνά θέμα δημόσιων συζητήσεων. Μήπως θα πρέπει να αυξηθεί το κατώτερο ημερομίσθιο; Μήπως θα έπρεπε να καταργηθεί; Γιατί η ανεργία ορισμένων κοινωνικών ομάδων είναι συστηματικά μεγαλύτερη από ότι για κάποιες άλλες; Η ικανοποίηση των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων προκαλούν πληθωρισμό; Έχουν δίκιο ή άδικο όταν απεργούν; Οι τεχνολογικές αλλαγές θα οδηγήσουν τελικά σε αύξηση της ανεργίας; Παρ' όλο που η οικονομική της εργασίας μπορεί να μη δίνει απόλυτες απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα, παρέχει όμως το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα γίνει η συστηματική ανάλυση και προσέγγισή τους. Στόχος άλλωστε της συστηματικής παιδείας είναι να στήσει τα θεμέλια της γνώσης πάνω στα οποία ο κάθε εκπαιδευόμενος θα χτίσει το δικό του ίσως και πολυώροφο σπίτι της κριτικής σκέψης. Οι εργασιακές σχέσεις από την πλευρά της ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας χρησιμοποιούν πολλά στοιχεία και μεθόδους της 6

κοινωνιολογίας, της ιστορίας, της νομικής και της πολιτικής επιστήμης. Οι μεγάλοι θεωρητικοί των εργασιακών σχέσεων όπως Sidney and Beatrice Webb (Webb S & Webb B, 1920) και αργότερα οι John Dunlop, Clark Kerr, Arthur Ross, Richard Lester, Hue Clegg, Alan Flander (Kerr, 1971. Kaufman, 1988. Dunlops, 1958. Reynolds, 1949. Kerr et al, 1995. Flanders, 1969. Clegg, 1970. Bain, 1970), χρησιμοποιούν στην ανάλυσή τους κυρίως ιστορικά δεδομένα που συνδέονται με το φαινόμενο της ανάπτυξής του συνδικαλιστικού κινήματος και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με μια ευρεία κατάταξη οι Ακαδημαϊκοί αυτοί δάσκαλοι και μελετητές, μαζί με τους οικονομολόγους Thorstein, Veblen, Wasley Mitchell, Jonh Commons, θεωρούνται ότι εκπροσωπούν τη λεγόμενη θεσμική σχολή. Στην ίδια σχολή, αλλά με νέες ερμηνείες και αναλύσεις που προσαρμόζονται και σε πιο πρόσφατα δεδομένα, υπάγονται οι πιο σύγχρονοι Michael Priore, Peter Dolringer και Barry Bluestone. Οι τελευταίοι δίνουν έμφαση στο φαινόμενο του κορπορατισμού που συνδέεται με την κατάτμηση της αγοράς εργασίας και τις επιδράσεις των κοινωνικών και θεσμικών δεδομένων όπως οι ταξικές και φυλετικές διακρίσεις, κ.λ.π (Cain, 1976). Οι θεσμικοί αναλυτές απορρίπτουν τη νεοκλασική άποψη του οικονομικού ανθρώπου, της μεγιστοποίησης των κερδών, όπως και της ύπαρξης του "αόρατου χεριού. Επίσης αποφεύγουν να χρησιμοποιούν ή χρησιμοποιούν ελάχιστα τα μαθηματικά και τις καμπύλες αδιαφορίας στις αναλύσεις τους, που θεωρούνται ως βασικά εργαλεία ανάλυσης για την κλασσική οικονομική σκέψη. Η νεοκλασική σχολή δίνει κυρίαρχη θέση στη λειτουργία των αγορών εργασίας οι οποίες προσδιορίζουν το ύψος των μισθών και την κατανομή της εργασίας. Θεσμικοί παράγοντες όπως η λειτουργία των επιχειρήσεων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η παράδοση και ο πολιτισμός, οι κοινωνικές τάξεις, η κατανομή του πλούτου, οι κοινωνικές ανισότητες κλπ, θεωρούνται ως δεδομένοι και αλληλοαναιρούμενοι και κατ' συνέπεια δε συνυπολογίζονται σοβαρά. Η νεοκλασική θεωρία δίνει έμφαση στην έννοια του οικονομικού ανθρώπου ο οποίος επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το επίπεδο της ζωής του, πάντοτε προσπαθώντας για το καλύτερο και ανώτερο 7

αποτέλεσμα, με δεδομένο το πλαίσιο και τις δυνατότητες που υπάρχουν. Βασική αρχή του "αόρατου χεριού" που κινεί αυτή την ορθολογική συμπεριφορά είναι η μεγιστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος. Η επίτευξη δηλ, "του μεγαλύτερου δυνατού αποτελέσματος με τη μικρότερη δυνατή θυσία ή κόστος". Τέλος υπάρχει και μια άλλη σχολή, η νεομαρξιστική ή ριζοσπαστική σχολή που έχει επηρεαστεί από τη μαρξιστική ανάλυση. Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της σχολής, (η οποία όμως έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα μετά την κατάρρευση της τέως Σοβιετικής Ένωσης), είναι οι Victor Allen, David Gordon, Harry Beaverman, Richard Hyman, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αντί για εργασιακές σχέσεις θα πρέπει να γίνεται λόγος για εργασιακές αντιθέσεις, όπως εκφράζονται από τις σύγχρονες ταξικές αντιθέσεις (Ress, 1952). Οι εργασιακές σχέσεις και η οικονομική της εργασίας έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλη έκταση και βάθος την τελευταία εικοσαετία στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Σε Ακαδημαϊκό επίπεδο διδάσκονται σε πολλά Πανεπιστήμια ως ένα από τα βασικότερα μαθήματα κυρίως σε τμήματα οικονομικής και διοίκησης των επιχειρήσεων. Εξ' αιτίας και του διακλαδικού τους χαρακτήρα, είναι από τις πλέον δημοφιλείς και διαδεδομένες μεταπτυχιακές ειδικεύσεις σε επίπεδο Μ.Α. και Ph.D. Η ανάπτυξή τους οφείλεται και στο ότι τα ζητήματα του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν καίρια προβλήματα της εποχής μας. Σημαντικοί είναι οι διέξοδοι απασχόλησης σε συναφή ερευνητικά κέντρα, ινστιτούτα, κρατικούς και ευρωπαϊκούς φορείς, συνδικαλιστικά και εργοδοτικές οργανώσεις, επιχειρήσεις, κ.λ.π. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ΟΟΣΑ, υπάρχουν μεγάλες διευθύνσεις, τμήματα και κέντρα ερευνών που φέρουν την ονομασία: 'Εργασιακές Σχέσεις, Απασχόληση, Ανθρώπινοι Πόροι", στον τίτλο τους. Σημαντικές εκδόσεις αλλά και σοβαρά περιοδικά και εφημερίδες αφιερώνουν μεγάλο μέρος της ύλης τους στα συναφή ζητήματα (ILO, 1983' ILO, 1985' Mc Connell & Brue, 1995' Katsanevas & Zisimopoulos, 1977). Τα εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά που ασχολούνται με τα ίδια θέματα, είναι πολλά και σημαντικά. Ιδιαίτερα μεγάλη 8

σε αριθμό και ποιότητα είναι επίσης η επιστημονική βιβλιογραφία του ραγδαία αναπτυσσόμενου αυτού κλάδου. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, έχουν δημιουργηθεί πολλές επιστημονικές ενώσεις υπό τη μορφή επιστημονικών εταιρειών οι οποίες παράγουν την επιστημονική έρευνα στους ευρύτερους τομείς των εργασιακών σχέσεων και της οικονομικής της εργασίας. Παρ' όλη τη μεγάλη διεθνή διάδοση των κλάδων αυτών, ιδιαίτερα στις αγγλοσαξονικές χώρες στην Ελλάδα, καθυστέρησε πολύ η εισαγωγή τους ως αυτοτελές πεδίο έρευνας και διδασκαλίας. Ο όρος εργασιακές σχέσεις καθιερώθηκε για πρώτη φορά με αρθρογραφία και μελέτες μετά το 1974. Επιλέχθηκε ο όρος εργασιακές σχέσεις (labour relations) και όχι βιομηχανικές σχέσεις (industrial relations) που συνηθίζεται στη Μ. Βρετανία, κυρίως επειδή ο τελευταίος θα έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για σχέσεις ανάμεσα σε βιομηχανίες. Αυτοτελείς δημοσιεύσεις για θέματα οικονομικής της εργασίας δημοσιεύτηκαν επίσης κατά κύριο λόγο από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (Κατσανέβας, 1976). Αλλά και μέχρι σήμερα, συγκριτικά με την ακαδημαϊκή και ερευνητική παρουσία των κλάδων σε διεθνές επίπεδο, η ανάπτυξή τους στην Ελλάδα είναι σχετικά περιορισμένη. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποδοθεί στην παραδοσιακά εκτεταμένη επίδραση της νομικής επιστήμης και ειδικότερα του εργατικού δικαίου πάνω σε εργασιακά ζητήματα, στην αναιμική ανάπτυξη στη χώρα μας της βιομηχανίας (ένας τομέας όπου αναπτύσσονται έντονα οι εργασιακές σχέσεις), καθώς και στην ισχυρή πολιτικοποίηση του ζητήματος, που ως ένα βαθμό απέτρεψε την αντιμετώπιση του από επιστημονική σκοπιά. Η ωρίμανση των οικονομικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών δεδομένων, η προώθηση της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η ανάγκη αναμόρφωσης της Ακαδημαϊκής παιδείας και έρευνας σε περισσότερα εφαρμοσμένα πεδία, επιβάλλει και προδικάζει την αναβάθμιση και ανάπτυξη των δύο αυτών σημαντικών συγγενών επιστημονικών κλάδων. Η έκδοση της Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων όπου θα μπορούν να συμμετέχουν επιστήμονες και επιφανείς λειτουργοί του συστήματος των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας, ελπίζεται ότι θα 9

συμβάλλει στην από πολλού αναμενόμενη αναβάθμιση του κλάδου. Αναγκαίο είναι να προωθηθεί η πρωτογενώς επιστημονική έρευνα, ενώ θα πρέπει να προωθηθούν εξέχουσες νεαροί επιστήμονες για μεταπτυχιακές σπουδές στον ίδιο τομέα που αναμένει την ανανέωση και αναβάθμισή του. 1.2 ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ: ΜΕΣΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ Η αυτορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων από τα ενδιαφερόμενα μέρη και η προσπάθεια να διασφαλιστεί η ελευθερία της σχετικής διαπραγμάτευσης από αυθαίρετες και υπερβολικές επεμβάσεις του κρατικού νομοθέτη, αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους του συλλογικού εργατικού δικαίου, ιδίως από το 1975, με τον περιορισμό της νομοθετικής παρέμβασης μόνο στο αναγκαίο μέτρο και με σκοπό την προστασία των εργαζομένων και την ενίσχυσή τους, ως κατά τεκμήριο ασθενέστερων μερών της εργασιακής σχέσης. Το Σύνταγμα του 1975 (Ντάσιος, 1991) κατοχύρωσε για πρώτη φορά ρητά στο αρ. 22 2 τη συλλογική αυτονομία, το δικαίωμα δηλαδή των εκπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών ή και ατομικά των εργοδοτών να προχωρούν οι ίδιοι μέσω διαπραγματεύσεων, ελεύθεροι από παρεμβάσεις τρίτων, στη ρύθμιση κάθε θέματος που αφορά τις εργασιακές σχέσεις, με την κατάρτιση συλλογικών συμφωνιών (Κουκιάδης, 1999' Βλαστός, 2002' Χρυσογόνος, 2006). Παρά τη διατύπωση της σχετικής διάταξης, γίνεται δεκτό πως δίνεται προτεραιότητα στη συλλογική διαπραγμάτευση και τη συλλογική ρύθμιση ως μέσα ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων έναντι του κρατικού νομοθέτη, ο οποίος οφείλει καταρχήν να διασφαλίσει μόνο την απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων που συνδέονται με την εργασία, να θεσπίσει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων και να δημιουργήσει το θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να εκδηλωθεί η συλλογική αυτονομία (Ενδεικτικά, ΑΠ 488/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2199/2000, ΔΕΕ 2001, 538). Η συλλογική αυτονομία εξάλλου είναι άρρηκτα 10

συνδεδεμένη με τη συνδικαλιστική ελευθερία (αρ. 23 1 Σ), την πλήρη απόλαυση της οποίας προϋποθέτει και αποτελεί ουσιαστικά φυσικό της επακόλουθο, αφού η συνδικαλιστική δράση αποκτά κατά κύριο λόγο ουσία και σκοπό ακριβώς συνιστώντας μέσο πίεσης στη συλλογική διαπραγμάτευση και επιδιώκοντας τη συλλογική ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων προς όφελος των εργαζομένων. Το κυρίαρχο και επιθυμητό μέσο με το οποίο εκδηλώνεται η συλλογική αυτονομία είναι η συλλογική σύμβαση. Ως συλλογική σύμβαση νοείται η συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ μιας ή περισσοτέρων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργοδοτών ή και μεμονωμένο εργοδότη, καταρτίζεται εγγράφως κατόπιν ορισμένης διαδικασίας και καθορίζει τους όρους και τις συνθήκες εργασίας καθώς επίσης και άλλα θέματα που συνδέονται με τις σχέσεις εργασίας, έχοντας άμεση και υποχρεωτική ισχύ που υπερισχύει αντίθετων δυσμενέστερων νομοθετικών ή συμβατικών ρυθμίσεων, με την επιφύλαξη αναγκαστικού δικαίου διατάξεων αμφιμερούς χαρακτήρα, αλλά υποχωρεί έναντι τυχόν ευνοϊκότερων ρυθμίσεων της ατομικής σύμβασης εργασίας. Αν δεν καταστεί δυνατή η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία και η έκδοση απόφασης με το αυτό ως άνω αντικείμενο. 1.3 ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ Η παρούσα επισκόπηση επιχειρεί να συνοψίσει τις σημαντικότερες εξελίξεις στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των ετών 20062007 στον ευρωπαϊκό χώρο και ειδικότερα στις 27 χώρεςμέλη της Ένωσης και στη Νορβηγία. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν αναπόφευκτα προϊόν αντίστοιχων μεταβολών στην οικονομία, στο θεσμικό πλαίσιο και στη λειτουργία των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, καθώς το εθνικό σύστημα των εργασιακών σχέσεων αποτελείται και διαμορφώνεται στη βάση της αλληλεπίδρασης και της αντιπαράθεσης διαφόρων δρώντων κοινωνικών υποκειμένων (actors), όπως τα συνδικάτα, οι εργοδοτικές ενώ 11

σεις και οι μηχανισμοί άσκησης πολιτικής για την απασχόληση και την αγορά εργασίας. Ουσιαστικά και με βάση τη θεμελιώδη εργασία του ϋϋπίορ (1958) οι εργασιακές σχέσεις αποτελούν υποσύστημα του ευρύτερου κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, στο οποίο πραγματοποιείται η σύνθεση και η διαπραγμάτευση των ιδεολογικών κατευθύνσεων και των επιδιώξεων των οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων και της κρατικής πολιτικής όσον αφορά στον τρόπο οργάνωσης και ρύθμισης της εργασίας. Οι εργασιακές σχέσεις, επομένως, αφορούν στη σχέση κεφαλαίου και εργασίας το περιεχόμενο της οποίας απορρέει από τον μεταξύ τους συσχετισμό δυνάμεων και αποτυπώνει τους όρους πρωτογενούς κατανομής του παραγόμενου πλούτου. Με άλλα λόγια το μόρφωμα των εργασιακών σχέσεων προκύπτει από διαφοροποιημένες και αντικρουόμενες στρατηγικές επιδιώξεις των κοινωνικών οργανώσεων (συνδικαλιστικών και εργοδοτικών) και του κράτους, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό καθορίζονται από την επίδραση κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, όπως το επίπεδο ανταγωνισμού στις εγχώριες και διεθνείς αγορές, η κουλτούρα διαλόγου και η παράδοση κοινωνικής αντιπαράθεσης, οι θεσμικές διατάξεις ρύθμισης και προστασίας της εργασίας από τη νομοθεσία, το σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης, τις αποφάσεις των δικαστηρίων και τις άλλες πηγές του εργατικού δικαίου. Οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν καταλυτικά στο πρότυπο κατανομής πολιτικής δύναμης και στην ικανότητα επηρεασμού των εξελίξεων στις εργασιακές σχέσεις από την πλευρά της εργασίας ή του κεφαλαίου ή/ και ακόμη από τους εκάστοτε κυβερνητικούς προσανατολισμούς πολιτικής. Σε κάθε, ωστόσο, περίπτωση το αποτέλεσμα της σύνθεσης των στρατηγικών επιδιώξεων και της κοινωνικής αντιπαράθεσης διαμορφώνει ένα πλέγμα κανόνων πάνω στους οποίους ρυθμίζονται τα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων και επιλύονται οι εργατικές διαφορές. Ακόμη και αν θεωρήσουμε ως εξαιρετικά περιγραφική και ντετερμινιστική την παραπάνω προσέγγιση, οι εργασιακές σχέσεις αποτελούν ένα ευρύ και δυναμικό πεδίο έρευνας και πολιτικής στρατηγικού χαρακτήρα για την κοινωνική εξέλιξη 12

(Hyman, 1994). Οι αλλαγές που παρατηρούνται στο πεδίο οργάνωσης και ρύθμισης της εργασίας επηρεάζουν άμεσα όχι μόνο τις συνθήκες εργασίας, αλλά και τις ευρύτερες συνθήκες διαβίωσης και τον τρόπο ζωής των πολιτών. Το επιστημονικό πεδίο των εργασιακών σχέσεων είναι επομένως, δυναμικό και έχει μεγάλη στρατηγική και πρακτική σημασία για όλους εκείνους που εμπλέκονται στον τομέα της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης. Εξάλλου αν και η αρχική σύλληψη των εργασιακών σχέσεων ως διακριτό επιστημονικό πεδίο από τους Webb στα τέλη του 19ου αιώνα αφορούσε στην πρακτική επίλυση των προβλημάτων που αφορούν στην εργασία (labour issues and problems), η μεγάλη τους συνεισφορά είναι η ανάδειξη της ανθρώπινης διάστασης της εργασίας σε αντιδιαστολή με το νεοκλασικό υπόδειγμα της αγοράς εργασίας. Με βάση τη γενική νεοκλασική θεώρηση αγοραστές και πωλητές εργατικής δύναμης συναντώνται στην αγορά εργασίας, η οποία είναι ο φυσικός χώρος επισύναψης σχέσεων μισθωτής εργασίας. Το αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτής είναι η διαμόρφωση συνθηκών ισορροπίας στην αγορά εργασίας στη βάση ενός επιπέδου μισθού, κάθε παρέκκλιση εκ του οποίου προκαλεί ανωμαλίες στην αρμονική λειτουργία της οικονομίας και της παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό η σχέση εργασίας θεωρείται εκ των πραγμάτων ότι δεν σχετίζεται με την ύπαρξη προβλημάτων και ότι η αγορά εργασίας έχει την ικανότητα να επιτελεί τις βασικές της λειτουργίες (κατανεμητική και αναπαραγωγική) χωρίς την παρέμβαση θεσμικών παραγόντων. Η ανάδειξη του επιστημονικού πεδίου των εργασιακών σχέσεων έρχεται ακριβώς ως απάντηση στις ατέλειες του μηχανισμού της αγοράς τονίζοντας ότι: Η εργατική δύναμη δεν αποτελεί μόνο ένα τυπικό εμπόρευμα, Δεν υπάρχουν πλήρως ανταγωνιστικές αγορές και αόρατες αρχές στην οικονομία, Η εργασία δεν είναι ομοιογενής και τα χαρακτηριστικά κάθε εργαζόμενου και ομάδων εργαζομένων διαφοροποιούνται σημαντικά, 13

Οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι διαμορφώνουν τόσο προσωπική σχέση όσο και απρόσωπη άμεσα καθοριζόμενη από τις δυνάμεις της αγοράς, Οι αγορές εργασίας και προϊόντος δεν είναι αυτορρυθμιζόμενες όπως διατείνεται η νεοκλασική θεωρία. Σε γενικές γραμμές η ανάπτυξη της επιστημονικής διερεύνησης των εργασιακών σχέσεων προέκυψε ως αντίβαρο της νεοκλασικής οικονομικής σκέψης σύμφωνα με την οποία οι δυνάμεις της αγοράς εξισορροπούνται σε ένα επίπεδο μισθού. Οι εργασιακές σχέσεις ως ανταγωνιστικές σχέσεις και ως διακριτό αντικείμενο επιστημονικής προσέγγισης έρχεται να καλύψει την ουτοπία της νεοκλασικής θεώρησης ότι υπάρχουν ανταγωνιστικές αγορές εργασίας αποτελώντας ουσιαστικά μια ρεαλιστική και εξαιρετικά χρήσιμη οδό ανάλυσης και ερμηνείας των παρατηρούμενων φαινομένων. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται εφικτό πως για τους μελετητές των ζητημάτων της εργασίας ο καπιταλισμός μπορεί να ιδωθεί ως οικονομικό σύστημα που πάντοτε θα γεννά και θα καλλιεργεί προβλήματα στο πεδίο της εργασίας, τα οποία και πάντοτε θα απαιτούν επιτακτική λύση. Η θεωρία των εργασιακών σχέσεων όμως δεν σταματά στην αναγνώριση της αδυναμίας του μηχανισμού της αγοράς. Παράλληλα και σε αντίθεση με την νεοκλασική θεώρηση αναγνωρίζει εκτός από την προοπτική της συνεργασίας των κοινωνικών συνομιλητών, αλλά και αυτήν της αντιπαράθεσης και σύγκρουσης. Το ποια από αυτές τις δύο διαστάσεις της εργασιακής σχέσης επικρατεί κάθε φορά αποτελεί ζήτημα άμεσα σχετιζόμενο αφενός με τις στρατηγικές των κοινωνικών υποκειμένων (συνδικάτα, εργοδότες, κράτος) και αφετέρου με άλλες ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, οι οποίες επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά σε όλες τις σφαίρες δραστηριότητας. Για παράδειγμα, όπως φαίνεται στην επισκόπηση των εξελίξεων στις διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 (ΕΕ27) η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνοδεύεται από την αυξημένη ανάγκη εναρμόνισης των προαγόμενων πολιτικών με στόχο την προώθηση των λεγόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αν και ο ακριβής χαρακτηρισμός και η αντικειμενική αναγκαιότητα υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων αυτών δεν μπορεί να αποσαφηνισθεί με 14

ακρίβεια, ο προσανατολισμός τους εντούτοις είναι εξαιρετικά σαφής: Αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος σε μια προοπτική αύξησης των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και περιορισμού των δυνατοτήτων πρόωρης συνταξιοδότησης, αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα μέσα από την επαναδιαπραγμάτευση των εργασιακών σχέσεων στο χώρο του δημοσίου και την εισαγωγή στοιχείων αγοράς στο πρότυπο διοίκησης και λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων εργασίας (ευελιξία) στην αγορά εργασίας, μεταφορά του κέντρου βάρους της συλλογικής διαπραγμάτευσης από το κλαδικό και εθνικό στο επιχειρησιακό/ τοπικό επίπεδο, εισαγωγή πολιτικών μετανάστευσης επιλεκτικού χαρακτήρα, έμφαση σε πολιτικές σύνδεσης της αμοιβής με την παραγωγικότητα και σε πολιτικές συγκράτησης των αυξήσεων στους μισθούς. Η προώθηση ωστόσο των συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις δεν πραγματοποιείται χωρίς αντιδράσεις από τα συνδικάτα. Στην πραγματικότητα παρατηρούνται αντιφατικού χαρακτήρα μηνύματα ως προς το σύγχρονο διακύβευμα της αναμόρφωσης των ευρωπαϊκών συστημάτων απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας. Έτσι από την μια πλευρά διαπιστώνουμε τη λήψη μέτρων που ασπάζονται πλήρως την λογική ότι η ευελιξία της εργασίας αποτελεί μονόδρομο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ενίσχυση των πολιτικών ευελιξίας και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών με στόχο την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης. Από την άλλη πλευρά ωστόσο παρατηρούμε αντίστοιχα την εκδήλωση αντίρροπων δυνάμεων στις εφαρμοζόμενες πολιτικές ευελιξίας, όπως η άρνηση των Γάλλων και των Ολλανδών πολιτών στο Ευρωσύνταγμα, οι αντιδράσεις της γαλλικής νεολαίας στα μέτρα Ντε Βιλπέν για τις Συμβάσεις Πρώτης Απασχόλησης (CPE), οι αντιδράσεις στην κοινοτική οδηγία Bolkenstein και η οπισθοχώρηση των Βρυξελλών στις κινητοποιήσεις των Ευρωπαίων λιμενεργατών. Συνεπώς το διακύβευμα της ευελιξίας και της μεταρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων συνιστά ζήτημα με σοβαρές πολιτικές και κοινωνικές 15

προεκτάσεις, το οποίο μένει να κριθεί όχι μόνο από τις μελλοντικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας και τους προσανατολισμούς της δημόσιας πολιτικής ή τους εργοδοτικούς ελιγμούς, αλλά και από τις αντιδράσεις του κόσμου της εργασίας απέναντι σε αυτές. Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάλυση για τη δυναμική των εργασιακών σχέσεων στην Ευρώπη αξίζει να εστιάσουμε στους παράγοντες που προκαλούν τις συνθήκες αλλαγής στο τοπίο της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, καθώς και στις ιδιαίτερες επιδράσεις της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση (ΕΣΑ) και των πολιτικών ευελιξίας της εργασίας. 1.4 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Στο βαθμό που απουσιάζει μια διακριτή πολιτική για τις εργασιακές σχέσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο οι αλλαγές στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων προκύπτουν από τις αντίστοιχες μεταβολές που παρατηρούνται στις πολιτικές για την αγορά εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση και όπως αυτές απορρέουν από τις κοινοτικές κατευθύνσεις και τα εθνικά σχέδια δράσης για την απασχόληση και την κοινωνική προστασία (Κουζής & Κρέτσος, 2006). Για τους Bosch & Rubery & Lehndorff (2007) η ανάγκη αναμόρφωσης των εθνικών συστημάτων απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας υπαγορεύεται από διάφορους παράγοντες και πρώτα από όλα από την ανάγκη προσαρμογής στις παρατηρούμενες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Ειδικότερα το πρότυπο οργάνωσης της εργασίας που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φορντικού υποδείγματος της παραγωγής είχε ως βασικούς άξονες αναφοράς τη βιομηχανία και το μοντέλο του «άνδρα κουβαλητή». Η τάση τριτογενοποίησης της οικονομίας και της απασχόλησης, ωστόσο, σε συνδυασμό με την αυξημένη ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας και με τις αλλαγές στο ρόλο και το ειδικό βάρος του θεσμού της οικογένειας επιβάλλουν την αναπροσαρμογή του πλαισίου ρύθμισης της εργασίας. Το εργατικό δυναμικό χαρακτηρίζεται πλέον από μεγαλύτερη ποικιλία και οι πολιτικές απασχόλησης και 16

κοινωνικής προστασίας καλούνται να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες των πολιτών (INE, 2008). Από την άλλη πλευρά οι συγκεκριμένες πολιτικές καλούνται να ανταπεξέλθουν σε εξωτερικές απειλές και προκλήσεις, οι οποίες προέρχονται από την αδιάλειπτη τάση διεθνοποίησης της οικονομίας και την παρατηρούμενη διογκούμενη πολιτική αστάθεια και την όξυνση του οικονομικού ανταγωνισμού που συντελείται με όρους απελευθέρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι συνθήκες αυτές προκαλούν την άσκηση πολιτικών τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των εθνικών οικονομιών και των επιχειρήσεων, οι οποίες δίνουν έμφαση στην ενίσχυση της ευελιξίας της εργασίας και στην μείωση του άμεσου και έμμεσου κόστους εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό τα χαρακτηριστικά των συστημάτων απασχόλησης, τα οποία παρέχουν προστασία στη μισθωτή εργασία (συλλογική διαπραγμάτευση, νόμοι για τις ομαδικές απολύσεις, κανόνες αποζημίωσης απολύσεων κτλ.) κρίνεται ότι θα πρέπει να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν έτσι ώστε να επιτρέπουν την παροχή περισσότερων κινήτρων για εργασία (make work pay policies) και τη μεγαλύτερη αποδοχή των ευέλικτων μορφών εργασίας από την πλευρά των εργαζόμενων. Όπως τονίζουν μάλιστα και οι Bosch & Rubery & Lehndorff (2007) ορισμένοι υποστηρικτές της παραπάνω άποψης επεκτείνουν το συγκεκριμένο επιχείρημα επισημαίνοντας ότι στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες δεν είναι δυνατόν πλέον για τις επιχειρήσεις και το κράτος να αποτελούν το καταφύγιο προστασίας των μισθωτών από τους οικονομικούς κινδύνους που ελλοχεύουν οι δυνάμεις της αγοράς. Κατά συνέπεια οι προσανατολισμοί της κοινωνικής πολιτικής και του συστήματος εκπαίδευσης θα πρέπει να στοχεύουν στη διαμόρφωση πιο ανεξάρτητων ατόμων, τα οποία θα μπορούν να ανταπεξέρχονται καλύτερα και με πιο δεκτικό τρόπο στις αλλαγές. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε ενισχύεται η απασχολησιμότητα του εργατικού δυναμικού. Η έννοια της απασχολησιμότητας ωστόσο είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη από μόνη της, καθώς υποδεικνύει με σαφή τρόπο ότι είναι η πλευρά της προσφοράς εργασίας που καλείται να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες και στις απαιτήσεις της ζήτησης εργασίας ενώ το άτομο 17

αναλαμβάνει δυσανάλογο βάρος ευθύνης για την απασχόλησή του συγκριτικά με εκείνο που είναι σε θέση πραγματικά να αναλάβει (INE, 2008). Η έννοια της απασχολήσιμότητας παραπέμπει στην ικανότητα εύρεσης εργασίας ακόμη και αν αυτή στερείται των βασικών χαρακτηριστικών της τυπικής εργασίας, δηλαδή σταθερότητα, πλήρες ωράριο και ασφαλιστική κάλυψη και ικανότητα διαπραγμάτευσης των όρων εργασίας στα πλαίσια του συστήματος συλλογικής διαπραγμάτευσης. Παράλληλα με βάση την κυρίαρχη άποψη, τα εθνικά συστήματα απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας οφείλουν να αναμορφωθούν λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες εξορθολογισμού των δημοσίων δαπανών και εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών. Παρόλα αυτά οι Bosch & Rubery & Lehndorff (2007), οι οποίοι και βασίζουν τα συμπεράσματα τους από την υλοποίηση ενός πολυετούς ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος (DYNAMO project), αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν όρους που υποδεικνύουν το τέλος της εργασίας ή της ιστορίας ή άλλες δραματικές αλλαγές, οι οποίες ήταν αρεστές σε αρκετούς συγγραφείς κατά την προηγούμενη δεκαετία (Womack, J. and Jones, D. and Roos, D. (1990): The machine that changed the world: the triumph of Lean Production, New York: Rawson Macmillan. Fukuyama F. (1992): The End of History and the Last Man, London: Penguin. Rifkin J. (1995): The End of Work: The decline of the global labour force and the dawn of the post market era, Putnam Publishing Group. Katz H. & Darbishire O. (2000): Converging divergences: Worldwide changes in employment systems, New York: Cornell University ILR Press). Οι εν λόγω συγγραφείς αντίθετα φαίνεται να προσφέρουν μια πιο ασφαλή και συγκρατημένη από ιδεολογικές προδιαθέσεις ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας και των αλλαγών στα εθνικά συστημάτων απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας και κατ' επέκταση μια πιο αντικειμενική επιστημονική ερμηνεία των αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη καταλήγοντας στα εξής συμπεράσματα: > Παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στο πεδίο ρύθμισης και οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνικής προστασίας, > Διαπιστώνονται κοινές κατευθύνσεις αλλαγής προς ένα πρότυπο αυξημένης γυναικείας συμμετοχής στην αγορά εργασίας και προς μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας μέσα από την άσκηση 18

πολιτικών ενεργοποίησης της εργασίας και τη λήψη μέτρων αναδιοργάνωσης των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης με στόχο την επέκταση του εργάσιμου βίου, > Πολλές από τις διαρθρωτικές αλλαγές που εντοπίζονται σε όλες τις χώρες αναφοράς της μελέτης αναφέρονται σε κοινά προβλήματα και σε κοινές προκλήσεις των εθνικών συστημάτων απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας. Τα προβλήματα και οι προκλήσεις αυτές δεν προέρχονται απαραίτητα από την ύπαρξη της ΕΕ και την παρέμβαση τους στο περιεχόμενο των εθνικών πολιτικών. Παρόλα αυτά η ΕΕ έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην υιοθέτηση συγκεκριμένων λύσεων και προσεγγίσεων από τις εθνικές κυβερνήσεις και τους μηχανισμούς άσκησης πολιτικής, > Αν και διαπιστώνονται ποικίλες απόπειρες αναμόρφωσης των εθνικών συστημάτων, εντούτοις δεν μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι παρατηρούνται τάσεις σύγκλισης με το πρότυπο εργασίας και κοινωνικής πολιτικής των ΗΠΑ που απέχει σημαντικά από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό. Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης άλλαξαν, αλλά το δικαίωμα στην παροχή σύνταξης ή σε άλλες προνοιακού χαρακτήρα παροχές σε καμία χώρα δεν καταργήθηκε (INE, 2008).. Ειδικά ως προς το τελευταίο αξίζει να σημειωθεί η ταύτιση των συντονιστών του DYNAMO Project με τις απόψεις των Crouch & Streeck (1997), οι οποίοι θεωρούν ότι όταν τα διαφορετικά εθνικά συστήματα απασχόλησης αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις και τις ίδιες πιέσεις μετεξέλιξης το αποτέλεσμα έγκειται στην διαμόρφωση μιας αναθεωρημένης έκδοσης απόκλισης και διαφορετικότητας (revised diversity), παρά σε μια τάση σύγκλισης και ομοιογενοποίησης (convergence) (INE, 2008). Στις ίδιες περίπου απόψεις καταλήγει και η μελέτη του ευρωπαϊκού δικτύου για την έρευνα του εργάσιμου βίου, σύμφωνα με την οποία οι δυνάμεις της διεθνοποίησης της οικονομίας υπάρχουν και επηρεάζουν το σημερινό πλαίσιο κοινωνικής ρύθμισης της εργασίας παρά μόνο ως «σκιές» και «αντανακλάσεις» από αυτό που θεωρείται από την ηγεμονική σκέψη ως 19

ιδεατός και αποδοτικός (onebestway) τρόπος οργάνωσης της παραγωγής (Jefferys & Beyer & Thornqvist, 2001). Στο πλαίσιο αυτό δικαιολογείται η παρατήρηση διαφορετικών εξελίξεων στα εθνικά συστήματα οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων. Η ύπαρξη διαφορετικών δεδομένων από χώρα σε χώρα, καθώς και σε επίπεδο κλάδου ή περιφέρειας αναδεικνύει διαφορετικές εκάστοτε ανάγκες και προκλήσεις, οι οποίες ωστόσο πάντοτε βασίζονται στο εκάστοτε υπόστρωμα εργασιακής ευελιξίας που εντοπίζεται στην αγορά εργασίας, καθώς και στις διαφορετικές δυναμικές που αναδεικνύει το εκάστοτε σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης και το εκάστοτε ισχύον επίπεδο ρύθμισης της εργασίας. Είναι λογικό επομένως να αναμένουμε ότι οι σημαντικότερες εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις στη Γερμανία και στη Γαλλία είναι διαφορετικές από ότι στη Βρετανία και στην Πολωνία παρόλο που όλες οι παραπάνω χώρες εντάσσονται στην οικονομική και πολιτική οντότητα της Ένωσης και, επομένως, οφείλουν να ακολουθήσουν κοινούς κανόνες στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Από την άλλη ωστόσο πλευρά παρατηρούνται ισχυρές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών της Ευρώπης και ένας αυξημένος διαχρονικά βαθμός διεθνοποίησης των εργασιακών σχέσεων, οι οποίες από κοινού έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κοινών προβλημάτων και τάσεων στο πεδίο ρύθμισης και οργάνωσης της εργασίας. Έτσι για παράδειγμα διαπιστώνουμε πλέον την ύπαρξη υψηλού μισθολογικού χάσματος ανάμεσα στις γυναίκες ή στους άνδρες και την αύξηση των περιστασιακών και υποβαθμισμένων θέσεων εργασίας από πλευράς δικαιωμάτων, ασφαλιστικής προστασίας και αμοιβών τόσο στη Γερμανία όσο και στη Βρετανία, παρά τις προφανείς ιστορικές διαφορές στο πρότυπο οργάνωσης και ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στις δύο χώρες. Αντίστοιχα διαπιστώνεται η αύξηση της ανασφάλιστης, αδήλωτης εργασίας των μεταναστών στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, στη Βρετανία και την Ιρλανδία, όπως ακριβώς στις χώρεςμέλη της Μεσογείου τις τελευταίες δύο δεκαετίες (INE, 2008).. 20

Επιπλέον με την επέκταση των ευρωπαϊκών και διεθνών αγορών έχουν αυξηθεί δραματικά και οι απειλές μεταφοράς της παραγωγής πολλών επιχειρήσεων σε χώρες χαμηλού κόστους εργασίας και σε περιφέρειες/ οικονομικούς κλάδους, όπου η παρουσία των συνδικάτων είναι περιορισμένη. Αν και αυτό δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο στις χώρες της Ένωσης ή στις οικονομικές δραστηριότητες τεχνολογικής έντασης και συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και της Ινδίας στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη, εντούτοις είναι ίσως περισσότερο όσο ποτέ πιο εμφανής η ανάγκη να γίνονται αναγωγές των προβλημάτων και των επιπτώσεων των στρατηγικών αποφάσεων των επιχειρήσεων στις εργασιακές σχέσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της περίπτωσης της SEAT Martorell, της μεγαλύτερης βιομηχανίας της Ισπανίας, όπου η VW το 2002 ως μητρική εταιρία αποφάσισε τη μεταφορά μέρους της παραγωγής στη Σλοβακία. Η Σλοβακία είναι η χώρα με τους χαμηλότερους μισθούς σε επίπεδο Ένωσης των 25 και επί του παρόντος παρουσιάζει εντυπωσιακούς ρυθμούς απορρόφησης επενδύσεων από το εξωτερικό με έκδηλο το ενδιαφέρον άλλων επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα για τις οικονομίες πολλών χωρών της Ευρώπης, όπως η PeugeotCitroen. Η VW αποτελεί το μεγαλύτερο επενδυτικό και βιομηχανικό φορέα της Σλοβακίας με σημαντικές επενδύσεις τα τελευταία χρόνια σε αντίθεση με την περίπτωση της SEAT Martorell, όπου το 2006 αποφασίστηκε εκ νέου η διενέργεια ομαδικών απολύσεων (INE, 2008). Η μεταφορά ωστόσο των επενδύσεων στις νέες χώρεςμέλη της ΕΕ 27 και ο αντίστοιχος περιορισμός τους στις χώρες της παλιάς Ευρώπης (ΕΕ 15) δεν έχει μόνο άμεσα απτές αρνητικές επιπτώσεις για τα συνδικάτα και τον κόσμο της εργασίας σε όρους μείωσης των θέσεων εργασίας. Αντίθετα η απειλή μεταφοράς των μελλοντικών παραγωγικών επενδύσεων είναι πιο σημαντική και έχει πιο ουσιαστικές επιπτώσεις γιατί συμβάλλει στην επιδείνωση των όρων εργασίας και απασχόλησης στις χώρες της ΕΕ των 15 με την έννοια της άσκησης ισχυρών πιέσεων αποδοχής από τα συνδικάτα 21

δραστικών αλλαγών στους μισθούς, στα εργασιακά δικαιώματα και στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Αν και όπως αναφέρθηκε προηγουμένως δεν θα πρέπει να δαιμονοποιηθεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής διεύρυνσης και ολοκλήρωσης και να αποδοθεί σε αυτήν αποκλειστικά η εμφάνιση των παρατηρούμενων αρνητικών εξελίξεων στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και της συλλογικής διαπραγμάτευσης, εντούτοις δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάται. Και αυτό για δύο λόγους, οι οποίοι σχετίζονται με το ότι: α) Παρά την αυξημένη διαχρονικά σημασία της Κίνας και της Ινδίας ως πόλων έλξης των διεθνών επενδύσεων οι περισσότερες εμπορικές συναλλαγές των χωρών της Ένωσης πραγματοποιούνται εντός αυτής, β) Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται μέχρι στιγμής η διεύρυνση της Ευρώπης βασίζεται σε αμιγώς οικονομικούς όρους προκαλώντας σοβαρό κοινωνικό έλλειμμα στο όλο εγχείρημα, θέτοντας το όραμα της κοινωνικής σύγκλισης σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με αυτό της οικονομικής ενοποίησης και τη διαδικασία απελευθέρωσης των ευρωπαϊκών αγορών και ανοίγματος του ανταγωνισμού. Επομένως, όσο και να παρακάμψουμε την επίδραση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος στις εργασιακές σχέσεις, όπως αυτό προωθείται μέχρι τώρα, επεκτείνοντας το πεδίο βεληνεκούς της ανάλυσης σε παγκόσμιο επίπεδο ή επικεντρώνοντας την ανάλυση στα χαρακτηριστικά και τις δυναμικές των αλλαγών στις εκάστοτε εθνικές ιδιαιτερότητες και στις εκάστοτε στρατηγικές των δρώντων των εθνικών συστημάτων απασχόλησης, είναι μάλλον εξαιρετικά δύσκολο να μην καταλήξουμε στις επιδράσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί θεμελιώδες ιστορικά εγχείρημα και επηρεάζει άμεσα και πολλαπλά το περιεχόμενο της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των κρατώνμελών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της μεταστροφής της στάσης των Βρυξελλών στην Ιρλανδία στις αρχές της δεκαετίας, όταν η χώρα, από θεωρούμενο λίκνο ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη εξαιτίας της χαμηλής φορολόγησης των επιχειρήσεων, έγινε ξαφνικά 22

αποδέκτης συστάσεων και το 'μαύρο πρόβατο' της Ένωσης εξαιτίας της υποτιθέμενης 'υπερβολικής' αύξησης των μισθών που προβλέπονταν στις συλλογικές ρυθμίσεις εργασίας. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τις πολλαπλές ευκαιρίες αύξησης της κερδοφορίας και της μείωσης του κόστους εργασίας, οι οποίες παρουσιάζονται στους εργοδότες από την συχνή απουσία στοιχειωδών κανόνων διεθνούς εμπορίου και από τις δυνάμεις της διεθνοποίησης της οικονομίας με την ευχέρεια μετακίνησης των παραγωγικών επενδύσεων σε χώρες χαμηλού κόστους και εκτός Ευρώπης ή την μεταφορά κεφαλαίων στις παγκόσμιες χρηματαγορές, ο χαρακτήρας των κατευθύνσεων πολιτικής από τις Βρυξέλλες λειτουργεί συχνά ως καταλύτης για την εμφάνιση ποικίλων αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις. Ο χαρακτήρας των αλλαγών αυτών κινείται στον άξονα της ευελιξίας της εργασίας με την έννοια ότι με την αποδέσμευση των πρότερων κανόνων ρύθμισης καθίσταται πιο εφικτή και πιο ομαλή η διαδικασία εναρμόνισης και γεφύρωσης των αναγκών τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των αναγκών διασφάλισης του δικαιώματος της εργασίας και της εργασιακής σταθερότητας. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι οι περισσότερες από τις ρυθμίσεις και τις αλλαγές που υλοποιούνται στις εργασιακές σχέσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ως ετεροβαρείς για την πλευρά της εργασίας συμβάλλοντας στην επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, στην εργασιακή ανασφάλεια και στην αποκέντρωση/ υποβάθμιση της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Το πιο έκδηλο παράδειγμα των εν λόγω αλλαγών αφορά στις τάσεις αναδιάρθρωσης του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΙΝΕ, 2008). Σε γενικές γραμμές ο δημόσιος τομέας αποτελεί τα τελευταία χρόνια ίσως τον πιο συχνό χώρο διεξαγωγής πειραματισμών στις εργασιακές σχέσεις. Ταυτόχρονα αποτελεί και την τελευταία εναπομείνασα νησίδα 'προωθημένων' εργασιακών σχέσεων με την έννοια της ύπαρξης πιο διευρυμένων, συγκριτικά με τον ιδιωτικό τομέα, ρυθμίσεων αναφορικά με την προστασία της απασχόλησης και τη δέσμη των παροχών που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι. 23

Οι κλαδικές και παραγωγικές αναδιαρθρώσεις των προηγούμενων δύο δεκαετιών είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Παράλληλα οι αναδιαρθρώσεις αυτές συνέβαλαν στη μεταφορά χαρακτηριστικών του τριτογενούς τομέα και της απασχόλησης στις υπηρεσίες στη βιομηχανία, η οποία κατά παράδοση συνδέεται με αυξημένο βαθμό ρύθμισης της εργασίας εξαιτίας της ύπαρξης πιο ευνοϊκών συνθηκών κοινωνικοποίησης της παραγωγής, η οποία αποτελεί και αναγκαίο όρο για τη δημιουργία και την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος (Bosch & Lehndorff, 1995). Στους δε λιγότερο συνδικαλισμένους κλάδους η σταδιακή χαλάρωση της εργατικής νομοθεσίας στις περισσότερες χώρες της Ένωσης από τις αρχές του '80 έδωσε το έναυσμα για την απορρύθμιση της εργασίας και τη διάχυση χαρακτηριστικών ευελιξίας στο πρότυπο οργάνωσης της εργασίας (INE, 2008). Στην περίπτωση του δημοσίου τομέα η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την πρωτοκαθεδρία της agendas για την οικονομική ενοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την ενίσχυση των προσπαθειών αναδιοργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων. Η πιο προφανής και απόλυτη εκδοχή της ενίσχυσης των τάσεων αυτών ήταν η διενέργεια ολικών ή μερικών ιδιωτικοποιήσεων με τη διάθεση του συνόλου ή μέρους του μετοχικού κεφαλαίου στα εθνικά χρηματιστήρια. Για παράδειγμα μέσα σε λιγότερο από δύο δεκαετίες ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών έχει μεταμορφωθεί από μια βιομηχανική δραστηριότητα εθνικής βάσης και εμβέλειας με την μονοπωλιακή παρουσία δημόσιων πάροχων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε μια ανοιχτή αγορά που λειτουργεί με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο (Κρέτσος, 2006). Δεδομένου ότι η εργατική νομοθεσία εξακολουθεί να έχει ως βάση αναφοράς το πρότυπο της σταθερής απασχόλησης στον ιδιωτικό κυρίως τομέα η ρύθμιση της εργασίας στις δημόσιες υπηρεσίες και τους οργανισμούς βασίσθηκε στους προσανατολισμούς πολιτικής των εθνικών κυβερνήσεων 24