ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Της ειρήνης ο θείος Αρχάγγελος 1 1 Σ.τ.Μ.: Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις ενότητες, των οποίων οι τίτλοι είναι φράσεις από τον εθνικό ύμνο του Μεξικού. Τους στίχους έγραψε ο Francisco González Bocanegra το και τη μουσική ο Jaime Nunó. Καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος το.
1 Φρειδερίκος 1 Τον γνώρισα τυχαία. Ήταν μια νύχτα κάτι περισσότερο από ζεστή, ήταν μια νύχτα βασανιστική, που κολλούσε πάνω σου, μια νύχτα δίχως στιγμή ανάπαυσης. Απ αυτές τις νύχτες που δεν απαλύνουν τη ζέστη της ημέρας αλλά αντίθετα την αυξάνουν. Λες και η μέρα συσσώρευε τη θερμότητά της, ώρα με την ώρα, για να την εξαπολύσει όλη μαζεμένη στο σβήσιμο του δειλινού και να την παραδώσει, σαν μια νύφη μελανή και κηλιδωμένη, στην ατέρμονη νύχτα. Βγήκα από το δωμάτιό μου, που δεν είχε κλιματισμό, ελπίζοντας ότι στο μπαλκόνι θα με ανακούφιζε μια μικρή δόση δροσιάς. Τίποτα. Η εξωτερική νύχτα ήταν πιο σκοτεινή από την εσωτερική. Παρ όλα αυτά, σκέφτηκα, αν βγω έξω μετά τα μεσάνυχτα, είναι ίσως πιο ευχάριστο ψυχολογικά από το να είμαι εγκλωβισμένος πάνω σ ένα υγρό κρεβάτι μαζί με το φάντασμα του ίδιου μου του ιδρώτα. Ένα μαξιλάρι πεταμένο στο πάτωμα. Χειμωνιάτικα έπιπλα. Φθαρμένα χαλιά. Τοίχοι καλυμμένοι με γελοία ταπετσαρία, που είχε χριστουγεννιάτικες εικόνες και έναν Αγιοβασίλη σκασμένο στα γέλια. Δεν υπήρχε μπάνιο. Ένα χαμογελαστό ουροδοχείο, ένα λαβομάνο μ ένα κανάτι για νερό άδειο. Πετσέτες παλιές. Ένα σαπούνι ραγισμένο και ζαρωμένο από τα χρόνια. Και το μπαλκόνι.
1 Βγήκα έξω αποφασισμένος να πάρω λίγο αέρα, αν όχι δροσερό, τουλάχιστον διαφορετικό από της κάμαρας, εκείνου του εντοιχισμένου φούρνου. Βγήκα και αφαιρέθηκα. Γιατί στο διπλανό μπαλκόνι ένας άντρας ακουμπούσε στην κουπαστή και κοιτούσε επίμονα τη μεγάλη λεωφόρο, έ- ρημη ετούτη την ώρα. Τον κοίταξα, με λιγότερη ένταση απ όση διέθετε η δική του νυχτερινή όραση. Δεν μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Ποιος ξέρει, δεν ήμουν σίγουρος. Πυκνά φρύδια έπεφταν πάνω στα βλέφαρά του. Τι έλεγε; Μεγάλα και πυκνά μουστάκια έκρυβαν το στόμα του. Αλλά ανάμεσα στα δύο τα φρύδια και το μουστάκι έβλεπες μια γύμνια που στην αρχή τη θεώρησα αναίσχυντη, λες και, απλώς και μόνο επειδή ήταν καθαρές, οι περιοχές αυτές έμεναν γυμνές σαν δυο γλουτοί στον αέρα. Το καθαρό πρόσωπο κάτω από τα φρύδια και τα μουστάκια οδηγούσε σε μια διεστραμμένη ιδέα για το άτριχο ως ακάθαρτο, μόνο και μόνο επειδή ήταν διαφορετικό, αφού η αφθονία στα φρύδια και τα μουστάκια έμοιαζε να είναι ο κανόνας στον άνθρωπο εκείνο. Ωστόσο, όταν τον είδα εκεί, στο γειτονικό μπαλκόνι, να κοιτάζει τη νύχτα μ ένα βαθύ αίσθημα απουσίας, ένιωσα ότι η πρώτη μου εντύπωση όπως κάθε πρώτη εντύπωση ήταν ψευδής. Και κάτι ακόμα: εγώ δυσφημούσα τον άνθρωπο εκείνο τον δυσφημούσα επειδή τολμούσα να τον χαρακτηρίζω χωρίς να τον έχω γνωρίσει. Έβγαζα συμπέρασμα για το εσωτερικό του ανθρώπου από δύο εξωτερικά σημάδια. Ο γείτονάς μου. Πώς λεγόταν; Με τι ασχολούνταν; Οικογενειακή κατάσταση; Παντρεμένος, άγαμος, χήρος; Είχε παιδιά; Είχε έρωτες; Τι γλώσσα μιλούσε; Τι είχε κάνει για να μείνει αξιομνημόνευτος; Ή μήπως είχε παραδοθεί όπως η πλειονότητα στη λήθη; Αφηνόταν μέσα σε μια βολική ανωνυμία να κινηθεί από το λίκνο προς τον τάφο, δίχως καμία πρόθεση να παραμείνει ή να τον θυμούνται; Ή μήπως αυτό το ανθρώπινο ον, ο γείτονάς
1 μου, ζούσε μια μυστική ζωή, αξιόλογη επειδή ήταν μυστική, ε- πειδή δεν μπορούσε ο κόσμος να την ψηλαφίσει; Μήπως ήταν μια ιδιωτική ζωή επενδεδυμένη με ανωνυμία, κουβαλούσε ό- μως στην αγκάλη της κάτι τόσο πολύτιμο, που αν το έδειχνε θα διαλυόταν; Σκεφτόμουν τον γείτονά μου. Στην πραγματικότητα, σκεφτόμουν τον εαυτό μου. Άραγε ετούτες οι ερωτήσεις που έρχονταν στον νου μου αναφέρονταν στον σκεφτικό και απόντα γείτονά μου; Ή μήπως ήταν ερωτήσεις για εμένα τον ίδιο, που τις έκανα μόνος μου στον εαυτό μου; Κι αν ήταν έτσι, τότε γιατί τώρα, και μόνο τώρα, με την απόμακρη συντροφιά του διπλανού μου ανθρώπου, οι ερωτήσεις που αφορούσαν εκείνον ήταν, στην πραγματικότητα, ένας τρόπος να αναρωτιέμαι για τον εαυτό μου; Το ξημέρωμα αιφνιδίασε τις ερωτήσεις μου. Από τη νύχτα που απέφυγα στην κάμαρα, βγήκα σε μιαν αυγή η οποία διαρκούσε περισσότερο στη μνήμη μου παρά στη φαντασία μου. Μήπως ήταν συντομότερη από την ανάμνησή μου; Μήπως διαρκούσε περισσότερο από τη φαντασία μου; Θα ήθελα να διατυπώσω τις ερωτήσεις αυτές στον γείτονά μου, αφού δεν είχαν μοναδική απάντηση. Ζύγωνε το φως. Προηγούνταν της ημέρας. Δεν μπορούσα να είμαι βέβαιος. Προς στιγμή, είχα την αίσθηση ότι ζούσα μια ατέρμονη χαραυγή, λες και δεν θα εμφανίζονταν ξανά ούτε η μέρα ούτε η νύχτα. Συνέβαινε μονάχα ετούτη η αβέβαιη ώρα που, ενώ ήξερα πως ήταν παροδική, ή- ταν μια ώρα μεταλλαγμένη σε αιωνιότητα. Η ημέρα πλησίαζε, ανανεωμένη και ξένη μ εμάς. Είτε ήμασταν ζωντανοί είτε νεκροί, είτε ήμασταν εδώ είτε όχι, ακόμα και μια έρημη Γη επαρκούσε για την αιώνια επιστροφή της. Τίποτα άλλο στον κόσμο εκτός από τον ίδιο τον κόσμο. Αγνοώ εάν η Γη, αφημένη στην ίδια την κυκλική περιστροφή της, σκεφτόταν τον εαυτό της, αγνοώ αν ήξερε ότι ήταν «Γη», εάν καταλάβαινε ότι αποτελούσε μέρος ενός πλανητικού συστή-
1 ματος και εάν το ίδιο το σύμπαν αμφέβαλλε για την απεραντοσύνη του, μια ασύλληπτη ιδέα, αν ήταν χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Άλλη πραγματικότητα. Η πραγματικότητα. Όπου ετούτη τη στιγμή υπήρχα εγώ με τον γείτονά μου, τον μουστακαλή, παρακολουθώντας το ξημέρωμα. Το αιώνιο ξημέρωμα. Η ιδέα μού προξένησε τρόμο. Εάν η η- μέρα δεν ερχόταν παρότι η νύχτα είχε τελειώσει, σε τι λογής «καθαρτήριο» των ωρών θα μέναμε μετέωροι για πάντα; Θα μέναμε. Ο γείτονάς μου κι εγώ. Προσπάθησα να μαντέψω το βλέμμα του, απρόβλεπτο κάτω από τα πυκνά φρύδια. Μήπως έκλεινε τα μάτια, μήπως λαγοκοιμόταν, αδιάφορος για την έξυπνη, παρότι ανακριτική, παρουσία μου; Ή μήπως κοιτούσε, όπως εγώ, ετούτο το αργόσυρτο και ανελέητο χάραμα; Ήταν ανελέητο, α- διάφορο για τις ζωές μας. Δεν νοιαζόταν για τη δική μας ανάγκη να έχουμε μέρα και νύχτα για να τακτοποιούμε Για να τακτοποιούμε τι πράγμα; Άραγε χρειαζόμασταν στ αλήθεια τη μέρα και τη νύχτα για να ξυπνάμε ή να πλενόμαστε, να τρώμε πρόγευμα, να πηγαίνουμε στη δουλειά, να συναντάμε συναδέλφους και φίλους, να τρώμε για δεύτερη φορά, να διαβάζουμε, να κοιτάμε τον κόσμο, να έχουμε σωματικούς έρωτες, να δειπνούμε και να κοιμόμαστε; Η ακλόνητη αδιατάρακτη επιστροφή της ζωής μας, υπαγορευμένη από έναν κύκλο εντελώς ξένο με τους σκοπούς μας, εντελώς αδιάφορο για τις δικές μας δραστηριότητες (ή την έλλειψή τους). Να είχα, άραγε, εγώ το κουράγιο να απαλλαγώ από ωράρια, ρουτίνες, επιθυμίες, και να παραδοθώ σ ένα ατέρμονο ξημέρωμα που θα με απελευθέρωνε από κάθε ασχολία; Ίσως έτσι να ήταν ο παράδεισος, μια ατέρμονη χαραυγή που θα μας απάλλασσε από κάθε υποχρέωση. Μολονότι, κοιτάζοντας τον σιωπηλό άντρα στο διπλανό μπαλκόνι, φαντάστηκα ότι έτσι, επίσης, θα ήταν η κόλαση, ένα ξημέρωμα που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Απελευθέρωση. Ή σκλαβιά. Να ζεις για
1 πάντα στη χαραυγή του κόσμου. Αιχμαλωσία. Ή απελευθέρωση. Να είσαι ένα πουλί που ζει μόνο μία μέρα. Ή ένας αιώνιος αϊτός, που πετάει χωρίς προορισμό, αναζητώντας αυτό που δεν υπάρχει πια: την ημέρα για να πετάει, τη νύχτα για να εξαφανίζεται. Ούτε καν ένας μετεωρίτης, τούτη την πρωινή ώρα, για να μας κάνει να πιστέψουμε ότι όλα, πολύ σύντομα, θα κινηθούν Με κοίταξε από το μπαλκόνι του. Μισό μέτρο απείχε το δικό του από το δικό μου. Με κοίταξε όπως μπορείς να κοιτάξεις έναν ξένο. Ανακαλύπτοντας, ξαφνικά, κάποιον γνώριμο. Εννοώ ότι ο γείτονάς μου με κοίταξε στην αρχή σαν κάποιον άγνωστο. Αμέσως, ανακάλυψε μια ομοιότητα. Τα μάτια του μου είπαν ότι, αν δεν με γνώριζε, τουλάχιστον αναγνώριζε σ εμένα μια ξεχασμένη ταυτότητα. Έκανα μια προσπάθεια, όχι πολύ κοπιώδη. Πού τον είχα ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί μου φαινόταν τόσο οικείος ο άγνωστος; Τόσο αναγνωρίσιμος κατά τα φαινόμενα όσο εγώ για κείνον; Διάβασες εφημερίδες; με ρώτησε άξαφνα. Όχι του απάντησα λίγο αιφνιδιασμένος, περισσότερο από τον ενικό παρά από την ίδια την ερώτηση. Ο Ααρών Ασάρ είπε τότε, σαν να θυμήθηκε το προβλεπόμενο. Τι; αναφώνησα ή ρώτησα, δεν ξέρω Τον σκότωσαν; Κατάφερε να το σκάσει; Κρύβεται; Τον έ- κρυψαν; οι ερωτήσεις του γείτονά μου εκτοξεύονταν σαν σφαίρες. Δεν ξέρω ήταν η αδύναμη δικαιολογία μου. Μήπως ξέρεις, τουλάχιστον, αν πέθανε ο Θεός; κατέληξε προτού φύγει από το μπαλκόνι του. Τι ξέρεις; Τίποτα. Πώς σε λένε; Φρειδερίκο. Φρειδερίκο Νίτσε.
1 Ααρών 1 Ο Ααρών Ασάρ ζει στο διαμέρισμα που του παραχωρεί, ευχαρίστως, μια οικογένεια γνωστή με τη δική του. Δεν είναι σπίτι πολυτελείας, αλλά είναι άνετο. Βρίσκεται σε μια συνοικία στα περίχωρα της πόλης, οπότε ο Ααρών πρέπει να κάνει μία ώρα διαδρομή περίπου ως τα δικαστήρια (και άλλη τόση στην επιστροφή). Πηγαίνει περπατώντας στη δουλειά. Έχει επιβάλει στον εαυτό του τον κανόνα να μη χρησιμοποιεί τις δημόσιες συγκοινωνίες. Δεν θα μπορούσε να πληρώνει ταξί. Και δεν θα άντεχε να κάνει τη διαδρομή μέσα σε ιδρώτες και στριμωξίδι. Προτιμάει να περπατά, έχει χρόνο για να σκέφτεται. Σκέφτεται διαρκώς. Στην κάμαρα που του παραχώρησαν οι φίλοι του, η οικογένεια Μιραμπάλ, κάθεται ώρες ολόκληρες. Πλέκει. Έχει τα χέρια του απασχολημένα και τη σκέψη του ελεύθερη. Πλέκει κάλτσες και πουλόβερ, αλλά δεν τα καταφέρνει με τις μάλλινες γραβάτες. Έχει μόνο ένα καλό κουστούμι, βαθύ μαύρο, σταυρωτό. Όταν δουλεύει, δεν το βλέπει κανένας. Επειδή πρέπει να φοράει μια μαύρη τήβεννο. Φέρει το ένδυμα της δικαιοσύνης. Δεν απαρνιέται το μαύρο κουστούμι του. Τον βλέπουν να έρχεται και να φεύγει καλοντυμένος. Ποιος ξέρει, ίσως κάποιος μπορεί να σχολιάζει: «Μα δεν έχει άλλο κουστούμι;» Ή: «Θα έχει πολλά ίδια κουστούμια.» «Πάντως είναι άνθρωπος μουντός.»
1 Άραγε τι να αναρωτιέται στις ατέλειωτες και μοναχικές ώρες που κάθεται και πλέκει; Σκέφτεται, με εμμονή, την τιμωρία. Ξέρει ότι από τις ενέργειές του στο δικαστήριο αύριο κιόλας εξαρτάται αν ένας άνθρωπος θα ελευθερωθεί ή θα τιμωρηθεί. Και, αν τιμωρηθεί, πολλά ερωτήματα πολιορκούν τον νου του Ααρών, ενώ πλέκει: Γιατί τιμωρούμε; Για την υπεράσπιση της κοινωνίας. Αρκεί; Όχι, γιατί η δίκη δεν είναι μόνο νομική. Είναι επίσης συναισθηματική Τι εννοείς; Ότι κάθε δίκη επηρεάζει την ηθική τάξη. Τα καθήκοντα κάθε ατόμου προς τον ίδιο του τον εαυτό; Αυτό ακριβώς δεν μπορεί να κριθεί σε μια δίκη. Τα καθήκοντα προς τον ίδιο σου τον εαυτό. Η αυτοχειρία, λόγου χάρη, δεν τιμωρείται, για προφανείς λόγους. Όμως μπορεί να τιμωρηθεί κάποιος που βοηθάει έναν αυτόχειρα; Ο νόμος λέει όχι. Ποιος είναι ένοχος τότε, γι αυτόν τον θάνατο, για την αυτοκτονία; Κανένας; Γιατί τιμωρούμε όποιον σκοτώνει άλλο άτομο και όχι όποιον σκοτώνει τον εαυτό του; Ποιο είναι το ηθικό όριο ενός εγκλήματος; Ο δικηγόρος Ασάρ είχε δύο υποθέσεις στο δικαστήριο για τις επόμενες μέρες. Η πρώτη είναι μια δίκη εναντίον κάποιου Ραγιόν Μερσί, ο οποίος κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιών. «Κύριοι ένορκοι. Ο πελάτης μου κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων γυναικών. Είναι μια βαριά κατηγορία. Τι έχει να μας πει ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ο Ραγιόν Μερσί;» «Εγώ δεν ήθελα. Εγώ ήθελα μονάχα ν αγγίξω τα εσώρουχα. Δεν έκανα κακό σε κανέναν. Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο
1 που οι μικρές γύρισαν πριν την ώρα τους. Αν δεν είχαν γυρίσει, δεν θα τις έβλεπα. Εγώ δεν ήθελα να τις σκοτώσω. Ήθελα μονάχα να πιάσω τα εσώρουχα, να τα χαϊδέψω, να τα φιλήσω. Να φανταστώ.» «Είναι γεγονός ότι ο Ραγιόν Μερσί σκότωσε κτηνωδώς τα κορίτσια που τον ανακάλυψαν γυμνό, φορώντας τα κοριτσίστικα εσώρουχα, πλαγιασμένο σ ένα από τα κρεβάτια τους.» «Εγώ δεν τους ζήτησα να έρθουν να με δουν. Ήταν η ηδονή μου, μονάχα η δική μου ηδονή. Έχωσαν τη μύτη τους εκεί που δεν έπρεπε Τι δουλειά είχαν να;» «Τις ανάγκασες να γδυθούν. Τις έβγαλες φωτογραφίες.» «Εγώ δεν ήθελα, δεν ήθελα» «Τους βούλωσες το στόμα και τη μύτη με κολλητική ταινία.» «Εγώ δεν ήθελα» «Μετά τις σκότωσες με χτυπήματα» «Γιατί θα με πρόδιδαν» «Σιωπή, Ραγιόν.» Ο Ααρών Ασάρ άρχισε την υπεράσπιση του Ραγιόν Μερσί. Ο Ραγιόν δεν είναι ένας συνήθης εγκληματίας. Είναι το πρώτο του αδίκημα, λάβετέ το υπόψη. Είχε μια εμμονή με τα εσώρουχα έφηβων κοριτσιών; Αυτό δεν είναι έγκλημα. Να μπεις σε μια ξένη κρεβατοκάμαρα και να δοκιμάσεις εσώρουχα είναι αδίκημα. Αδίκημα είναι να ιδιοποιείσαι κάτι ξένο. Μεγαλύτερο είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το αδίκημα κατά της αξιοπρέπειας των ατόμων, κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, η ανθρωποκτονία και η στέρηση της ελευθερίας για σεξουαλικούς σκοπούς, η κράτηση ανηλίκων, ο βιασμός και η σωματική κακοποίηση.» Ο Ραγιόν Μερσί κοιτούσε τους ενόρκους μ ένα είδος ηλίθιας περηφάνιας. Και το ακροατήριο με μια ξιπασιά σαν να λέει: «κανένας απ όλους εσάς δεν τολμάει να το κάνει.» Κοιτούσε τον Ααρών Ασάρ με απόλυτη αμηχανία. Άραγε τον υπεράσπιζε ή τον
1 κατηγορούσε; Έδινε δίκιο στους κατηγόρους του; Τον πρόδωσε; Το πρόσωπό του αποκάλυπτε έναν ολοένα αυξανόμενο φόβο για τον άνθρωπο που έλεγε ότι ήταν συνήγορός του. «Όλα αυτά είναι σωστά» συνέχισε ο Ασάρ. «Αλλά δεν είναι κάτι φυσιολογικό. Και δεν εννοώ τη σοβαρότητα των γεγονότων, αναφέρομαι στην προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Ο Ραγιόν Μερσί είναι άτομο υγιές, εργατικό και λογικό. Εκτός από το σημείο αυτό. Έχει μια εμμονή με τα γυναικεία εσώρουχα. Αν ήταν μόνο αυτό, δεν θα ήταν καταδικαστέος.» Κοίταξε τον Ραγιόν. Ο Ραγιόν δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει. «Δεν θα ήταν καταδικαστέος γι αυτό είναι όμως, επειδή σκότωσε.» Ο Ασάρ έσκυψε το κεφάλι, με στενοχώρια. «Είναι η πρώτη φορά που σκοτώνεις, έτσι δεν είναι Ραγιόν;» «Ναι, η πρώτη, εγώ ποτέ αν αυτές δεν» «Δεν το επιθυμούσες, σωστά;» «Όχι, όχι, μόνο να» «Δηλαδή, δεν υπήρχε πρόθεση του κατηγορουμένου να σκοτώσει. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Δεν αποτελεί συνήθειά του» Ο Ραγιόν κοίταξε με όψη ντροπιασμένη και δεν τόλμησε να κουνήσει το κεφάλι με τα κοντά, κοκκινωπά και σγουρά μαλλιά του, που έδιναν μια γοητεία στο σκυθρωπό πρόσωπο, λες και τα εκ γενετής χαρακτηριστικά του κατηγορούμενου φοβούνταν να εκδηλωθούν μόνο και μόνο για να τον προδώσουν. Παρότι ψεύτης, έλεγε την αλήθεια. Παρότι ειλικρινής, έλεγε ψέματα. Του έμενε μόνο να σφίξει τη μια γροθιά πάνω στην άλλη και να τις απομακρύνει αμέσως, σαν να αντιλαμβανόταν ξαφνικά ότι ένοχα ήταν τα χέρια του, όχι αυτός, όχι αυτός
1 «Δεν ήθελε να κάνει αυτό που έκανε. Δεν τον ώθησαν ούτε η νόηση ούτε η βούλησή του. Συνήθως, είναι άνθρωπος λογικός, ήρεμος. Γιατί θα καταδικαστεί; Γι αυτό που πάντοτε είναι; Ή για το ατύχημα που του συνέβη;» Ο Ααρών Ασάρ ήξερε να αναπνέει αργά. Ούτε ίχνος θορύβου. «Δεν θα γίνω τόσο κοινότοπος για να σας πείσω ότι ο κατηγορούμενος είναι τρελός. Όχι, δεν είναι, όχι με την έννοια που δίνει το λεξικό: στέρηση κρίσης. Ο κατηγορούμενος ήξερε τι έκανε. Όμως ο δολοφόνος επαναλαμβάνει το έγκλημά του ξανά και ξανά. Ο Ραγιόν δεν είναι ένας καθ έξιν δολοφόνος. Είναι σαφές. Ο Ραγιόν ενήργησε ωθούμενος από μια δύναμη την οποία δεν μπορούσε να αποφύγει. Δεν κινήθηκε από τη λογική του. Ούτε με τη βούλησή του. Η ενέργειά του ήταν μόνο η ανεπιθύμητη κατάληξη μιας διακεκομμένης εμμονής.» Όλοι κοίταξαν τον δικηγόρο. «Ο Ραγιόν Μερσί είναι ένας διαλείπων τρελός. Δεν του αξίζει η αμετάκλητη ποινή του θανάτου, του αξίζει μια δέσμευση ανάμεσα στον θάνατο που δεν του αξίζει και στην ελευθερία την οποία δεν μπορεί να αξιοποιήσει.» Μάτια που γυαλίζουν, στόμα δίχως χείλη, τρεμάμενη μύτη, αυτιά πεταχτά και τα μαλλιά ακίνητα σαν περούκα. «Ο Ραγιόν Μερσί αξίζει μια τιμωρία. Του αξίζει η προστασία ενός ασύλου. Προστατεύουμε τον άνθρωπο που σφάλλει. Και προστατεύουμε την κοινωνία.» Ο Ραγιόν Μερσί άκουσε σιωπηλός, με το κεφάλι σκυφτό, τα επιχειρήματα του δικηγόρου, που επικυρώθηκαν από το δικαστήριο. Ο Ραγιόν Μερσί θα κλεινόταν στο άσυλο του δόκτορα Λούδενς. Ο Ραγιόν Μερσί δεν θα κατέληγε στα μπουντρούμια της φυλακής. Δεν είμαι εγκληματίας, άρχισε να λέει για τον εαυτό του, όπως θα έκανε στο εξής, είμαι τρελός. Και αυτός ο άντρας με το μαύρο καπέλο και τη μαύρη τήβεννο φταίει. Αντί
1 να με στείλει στη φυλακή να εκτίσω μια ποινή, με στέλνει στο τρελοκομείο για πάντα. Σήκωσε τα μάτια του για να αποτυπώσει την εικόνα του δικηγόρου του, του Ααρών Ασάρ, διορισμένου συνηγόρου του. Δεν θα τον ξεχάσει ποτέ. Ποτέ δεν θα του συγχωρήσει την προσβολή, αυτό έμεινε βαθιά μέσα στον Ραγιόν Μερσί. «Ο άνθρωπος αυτός λέγεται Ααρών Ασάρ. Και με πρόσβαλε. Εγώ δεν είμαι τρελός! Εγώ ξέρω τι κάνω!» 1
1 Φρειδερίκος Ας κάνουμε μια συμφωνία. Εγώ θα μιλώ για τα δικά μου κι εσύ για τα δικά σου. Εναλλάξ. Όχι. Θα ήθελα να μάθω ποιος ήταν αυτός ο Ραγιόν Μερσί, που τον υπεράσπιζε ο Ασάρ. Αργότερα, μετά από σένα. Για ποιον θέλεις να μιλήσεις; Για μια κοπέλα. Α!
1 Ντόριαν 1 Ήταν μικροσκοπική, χαμηλού αναστήματος. Αλλά ήταν καλοσχηματισμένη, πολύ λυγερόκορμη. Δηλαδή, αδύνατη. Ωστόσο, το ανάστημά της έκρυβε το μικρό της σώμα και τα λεπτά της μπράτσα. Έκοβε τα μαλλιά της πολύ κοντά. Διέθετε ένα καλοσχηματισμένο κρανίο. Το χρώμα των μαλλιών της ήταν ξανθό σταχτί. Είχε προφίλ μεταβλητό. Δηλαδή αλλιώς ήταν από τη μια πλευρά κι αλλιώς από την άλλη. Αν την έβλεπες από κάτω προς τα πάνω έδειχνε παράξενη και όχι τόσο όμορφη. Ποτέ δεν έδειχνε τα πόδια της. Φορούσε μακρύ παντελόνι, που έκρυβε το μέγεθος των παπουτσιών της και το ύψος του τακουνιού. Ωστόσο, της άρεσε να βγάζει το ζακετάκι και να δείχνει τα άκρως λιγνά της μπράτσα. «Λιγνά» είναι ευφημισμός. Ή- ταν μπράτσα αδύνατα, ραχιτικά θα έλεγες, αν έλειπε η χρυσή λάμψη που τα κάλυπτε. Μπράτσα άρρωστης, αν δεν ήταν η παράξενη ενέργεια που εξέπεμπαν όπως έλαμπαν, νεκρά. Αν η Ντόριαν δεν είχε συνείδηση της ομορφιάς των χεριών της παρ όλη την καχεξία, χωρίς ασθένεια, πολύ λιγότερο συνειδητοποιούσε την πεδιάδα του στήθους της, όπου ήταν αδύνατο να μαντέψεις κάποιο ανάγλυφο. Επίπεδο στήθος, σκεπασμένο με ένα χρυσαφί αμάνικο μπλουζάκι, που σ άφηνε να παρατηρήσεις τις μασχάλες της Ντόριαν. Η μία, ξυρισμένη σαν να ανήκε σε φάντασμα, άσπρη και λεία. Η άλλη, τριχωτή, με μια καστανή σκιά, επιθετική και νυχτερινή.
1 Ποια είμαι; Ποια είμαι; Απαιτούσε να μάθει σύσσωμη η προσωπικότητα της Ντόριαν, καθισμένη σε μια γωνιά του μπαρ, υψώνοντας τα χέρια λες και ήθελε να τραβήξει την προσοχή του κόσμου, ενώ στην πραγματικότητα ρωτούσε τον κόσμο: Ποια είμαι; Ποια είμαι;
1 Φρειδερίκος Τι άλλο, Φρειδερίκο; Η Ντόριαν συλλογίζεται. Θα την αφήσουμε να σκεφτεί πολύ ποια είναι η προσωπικότητά της προτού προχωρήσουμε. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για αυτήν. Γιατί άρχισες από εκεί; Εσύ γιατί νομίζεις; Επειδή δεν μιλώ για την Ντόριαν. Μιλώ για την ομορφιά. Για ποια απ όλες; Για αυτήν που έχουμε συμφωνήσει να δίνουμε στα άτομα, τουλάχιστον από την Αφροδίτη της Μήλου και τον Απόλλωνα Και ο Σωκράτης; Δεν ήταν όμορφος ο Σωκράτης; Μα τι λες; Όλες οι μαρτυρίες λένε ότι ήταν πανάσχημος. Απ έξω; Ή από μέσα; Και τα δύο. Εγώ άρχισα τη ζωή μου ως φιλόσοφος καταγγέλλοντας τον Σωκράτη επειδή είπε ότι για να είσαι καλός πρέπει να είσαι συνειδητός. Έχει δίκιο. Τότε έχουν άδικο οι τραγωδοί, που δημιουργούν αρχίζοντας από το ότι δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους και των συνεπειών της άγνοιάς τους. Δεν είναι έτσι; Έτσι είναι και ο Σωκράτης το αρνείται. Αυτός θέλει να ε- κλογικεύσει τα πάντα και να αποβάλει από τη λογική την ίδια