ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ Αποσπάσματα

Σχετικά έγγραφα
3η ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΛΥΚΕΙΑ

Ο ΝΕΥΡΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ του Δημήτρη Ψαθά

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

You & I. ΑΝΤΡΑΣ Γεια σου.

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Modern Greek Beginners

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Αξιοποιώντας τους γλωσσικούς πόρους

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΟΠΑΔΟ ΤΟΥ ΦΟΥΤΜΠΟΛ, ΙΛΖΕ ΤΕΜΠΕΤΣ Κ.Τ.

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μπερνάρ Φριό. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΨΩΜΙΑΔΗ ΝΟΜΑΡΧΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους

Γ7 : Η ΑΚΡΟΣΤΙΧΙΔΑ ΜΑΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

«Οδική ασφάλεια... για κλάµατα!» (Θεατρικό γραµµένο από τα παιδιά της Β 1)

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ιδέες των μαθητών της ΣΤ' τάξης του Δημοτικού Σχολείου Athener Schule

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Μέσα από τη ζωγραφική, την κατασκευή ιστοριών και παραμυθιών βρήκαν από αρκετά έως πολύ τον τρόπο να εκφραστούν και να δημιουργήσουν.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Ο δάσκαλος που θα μου κάνει μάθημα είναι σημαντικό να με εμπνέει γιατί θα έχω καλύτερη συνεργασία μαζί του. θα έχω περισσότερο ενδιαφέρον για το

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Πρώτη νύχτα με το θησαυρό

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Η ΆΝΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΈΞΗΣ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΑΡΆΚΤΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Κατανόηση προφορικού λόγου

KEΦΑΛΑΙΟ 1 AN HMΟΥΝ ΜΕΓΑΛΟΣ. Όταν είσαι μικρός ένα πράγμα είναι σίγουρο. Ότι θέλεις να μεγαλώσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται.

ΦΡΟΥΤΟΠΙΑ. «Η ιπτάμενη σκάφη φτάνει στη Γεωργούπολη»

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Το παραμύθι της αγάπης

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

The G C School of Careers

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Transcript:

http://hallofpeople.com/gr/ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ Αποσπάσματα Από το «Μαντάμ Σουσού» [ ] Σ αυτό το ιστορικό ντιβάνι του σαλονιού, λοιπόν, ήταν στρωμένη η Σουσού όταν δέχτηκε την υπηρέτρια που της έστειλε ο μεσίτης. Πόδι πάνω στο πόδι. Μάτια μισόκλειστα. Πλάι της ένα τραπεζάκι. Κάθε τόσο άπλωνε το τσιγάρο στην σταχτοθήκη και με το δείχτη τίναζε τη στάχτη του τσιγάρου. -Πώς σε λένε; -Κατίνα, κυρία. -Πρώτον δεν μου αρέσει το όνομα σου. Η υπηρέτρια μια κυρίας καθωσπρέπει, δεν ημπορεί να έχει το όνομα μιας τσοκαρίας, θα σε φωνάζω το λοιπόν Μαρί. -Μαρί; γιατί; -Σιωπή. Οι υπηρέτριες έχουν ορισμένα ονόματα και δεν ημπορείς να κάνεις πράγματα του κεφαλιού σου, να λέγεσαι όπως σου αρέσει. Υπηρέτησες πουθενά αλλού; -Όχι κυρία. -Πρώτη φορά λοιπόν, θα υπηρετήσεις. Ευτυχώς και έπεσες σε σπίτι καθωσπρέπει, πτωχή! [.] -Πόσο μιστό σου είπε ο κύριος μεσίτης; -Διακόσιες πενήντα το μήνα.

-Όταν σε ερωτούν οι γείτονες εδώ τριγύρω, πόσα παίρνεις, σου επιτρέπω να λες πεντακοσίας. -Αχ, σας ευχαριστώ. -Εννοείται ότι θα παίρνεις διακόσιες πενήντα και να μην ακούσω να το πεις πουθενά καθότι θα φύγεις αμέσως από εδώ. Και δεν θα έχεις πολλές κουβέντες με την γειτονιά. -Μάλιστα. -Μάλιστα κυρία να λες. -Μάλιστα κυρία. [ ] -Άμα σου λένε κάτι και δεν ακούς καλά δεν θα γουρλώνεις τα μάτια σου, ανόητη! Ούτε θα λες ε! Ε λένε στα γαϊδούρια. Στους κυρίους λένε μπαρδόν. Με αντιλαμβάνεσαι; -Μάλιστα. -Μάλιστα κυρία! -Μάλιστα κυρία! -Όχι έτσι ξερά! Θα σκύβεις λιγάκι, θα χαμογελάς με χάρη και θα λες «μπαρδόν, δεν σας ηννόησα, επαναλήψατε το σας περικαλώ!», κατάλαβες; -Μάλιστα κυρία! -Πρόσεχε καλά! -Προσέχω, κυρία! -Όταν κανένας επισκέπτης σου ζητεί νερό και τους σερβίρεις τίποτις γλυκό νεράτζι και τα τοιαύτα, θα του λες «με τις υγείες σας μονσιέ». Και άμα σου πει «μερσί» θα του λες: «τίποτις περικαλώ, καλή χώνεψις»! Κατάλαβες; -Μα για το γλυκό θα του λέω καλή χώνεψις; -Μάλιστα. -Κι αν γελάσει; -Δεν θα γελάσει ανόητη. [ ]

-Ήλθατε; -Μάλιστα μαντάμ -Πώς λέγεστε του λόγου σας; -Ναθαναήλ Σπίγγος, μαντάμ, καθηγητής της γαλλικής. -Ξέρετε, το λοιπόν, τίποτις γαλλικούλια; Ο καθηγητής απόρησε -Ξέρω γαλλικά μαντάμ και τα διδάσκω από εικοσαετίας. Εσπούδασα στο Παρίσι και έμεινα εις την Γαλλία περισσότερο από πέντε έτη -Πέντε έτη! -Μάλιστα μαντάμ! -Αστείο πράγμα, Θα ξέρετε λοιπόν τίποτις γαλλικά της αράδας. Παρακαλώ! Δεν χρειάζεται να ξινίζεται τα μούτρα σας. Εγώ έμεινα 10 χρόνια εις τους Παρισίους και τα ομιλούσα φαρσί τα γαλλικά. Ένεκα όμως ένα παράτυφο που έπαθα τα εξέχασα και γι αυτό δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε. Ο καθηγητής γούρλωσε τα μάτια. Τέτοια περίπτωση πρώτη φορά του παρουσιαζόταν. Η Σουσού του έκανε μια κίνηση συγκαταβατικής ευγένειας. -Κάθησε πτωχέ άνθρωπε. -Μερσί. -Έφαγες; -Πώς; -Μήπως είσαι πεινασμένος; -Ο καθηγητής έγινε κατακόκκινος. -Παρντόν μαντάμ, αλλά πώς σας πέρασε η ιδέα ότι είναι δυνατόν στις πέντε το απόγευμα να είμαι πεινασμένος; -Αστείος που είστε! -Εγώ; -Γιατί τρέμετε;

-Εγώ τρέμω; Ο καθηγητής έγινε καταπράσινος. Ο τρόπος που τον μεταχειριζόταν η πρωτότυπη αυτή κυρία είχε κάτι το τόσο περιφρονητικό, ώστε συγχύστηκε σε τέτοιο βαθμό που άρχισε να τρέμει. Η Σουσού, στο βάθος ενθουσιασμένη, ανασηκώθηκε τότε, με κουρασμένο ύφος, στο ντιβάνι. -Έλα, έλα μην ντρέπεσαι πτωχέ άνθρωπε! Η εργασία δεν είναι ντροπή. Το ψωμί σου βγάζεις με το επάγγελμα αυτό. Τον καημένο. Δεν είπα πως είσαι λωποδύτης! Αστείο πράγμα! Με τον ιδρώτα του προσώπου σου βγάζει χρήματα. Θάρρος! Θάρρος! Ο καθηγητής ξεροκοκκίνησε, ξεροκατάπιε, ξερόβηξε. Και στο τέλος κατάφερε να πει: -Μα.. -Σιλάνς! -Παρεξηγείτε. -Ποσώς! Ποσώς. Μον σερ αμί. Θα σας πληρώνω καλά για να μου υπενθυμίσετε τα γαλλικά. Αλλά δεν θα πείτε σε κανένα τίποτε. -Γιατί; -Έτσι. -Μυστικά θα γίνεται το μάθημα; -Μάλιστα. -Μα γιατί; -Διότι πτωχέ μου άνθρωπε, εγώ έχω πολλές σχέσεις με πρεσβείες. Και αν η αγγλική πρεσβεία μάθει ότι αγαπώ τόσο πολύ τα γαλλικά, μπορεί να παρεξηγήσει. Με καταλαμβάνεται; Γιατί να δυσαρεστήσω την Αγγλία;

Από το «Ένας νευρικός κύριος» [ ] Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο», αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι. - Τι συνέβη; Πεισματώνει: - Ούτε και γνωρίζω! - Σου 'δωσε ο κύριος χαστούκι; Φρενιάζει. - Εντελώς ξαφνικά - Γιατί; Τρέμει ολόκληρη: - Ούτε και γνωρίζω. - Είχατε προηγούμενα; Παίρνει φόρα: - Προηγούμενα; Εγώ μ' αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα. Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός. Τρίζει τα δόντια του «αυτός»: - Εγώ παλαβός! Με λέει παλαβό! - Σιωπή εσύ. - Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε; - Είπα σιωπή!

Τρέμει ολόκληρος: - Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός. Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία: - Ορίστε λέγε εσύ. Φυσά και ξεφυσά: - Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα. Eκοψε απ' το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε. - Λοιπόν; - Ο κύριος με αγριοκοίταξε - Γιατί; - Ούτε και γνωρίζω Λυσσά ο «κύριος»: - Να σας πω εγώ, κ. Πταισματοδίκα. - Εσύ να πάψεις! - Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ' εκνευρίζει. - Πάψε, σου είπα! - Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός... Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης: - Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σου περνούν τα νεύρα σου. Σου το λέω για τελευταία φορά, να μην παρεμβαίνεις. Ακούς; - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε. - Θέλεις να πας μέσα; - Όχι, κ. Πρόεδρε. Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος.

«Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίτει. Κάτι συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού. - Εξακολούθει, εσύ Αναστενάζει η κυρία: - Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα στους δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. «Φανίτσα και Φανίτσα!» Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ' έχει ο σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει. Ρωτείστε, παρακαλώ, πλατεία Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον! - Καλά, καλά. - Να μάθει τρόπους! - Πήγαινε! - Χαστούκι στη Φανή Γελαδινού! - Στάσου παραπέρα. - Παρακαλώ, μες στην Πλατεία του Συντάγματος! Χάνει την υπομονή του ο πταισματοδίκης και χτυπά με μανία την ανάποδη του μολυβιού στην έδρα του. Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι, για να κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του. - Έδωσες, πράγματι, χαστούκι;

- Μάλιστα, κ. Πρόεδρε. - Την ξέρεις; - Όχι κ. Πρόεδρε. - Ώστε ομολογείς; - Μάλιστα, κ. Πρόεδρε. - Την έχεις δει άλλη φορά; - Όχι, κ. Πρόεδρε. - Τότε λοιπόν; - Είμαι λιγάκι νευρικός!... -Ωραία δικαιολογία! Σπουδαία δικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός ο κύριος, χαστουκίζει τους ανθρώπους μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες! Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος! - Κι εγώ, κ. Πρόεδρε. - Σιωπή! - Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ. Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω; - Λέγε. Αναπνέει βαθιά: - Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου, καθόμουν απέναντί της. Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βγάζει τα λεφτά, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, δίνει τα λεφτά της στον εισπράκτορα. - Λοιπόν; - Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι,

ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. - Λοιπόν, λοιπόν; Αναπνέει βαθιά: - Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος. - Ουφ! - Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε; - Προχώρει. - Όχι παρακαλώ, είσθε; - Χωρίς ερωτήσεις. - Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε... - Όχι! Κι αν ήμουν, δε θα έφθανα ποτέ στο σημείο να χαστουκίσω μια κυρία μες στο τραμ. Λέει με συντριβή: - Τότε καταδικάστε με κ. Πρόεδρε. Δε θα με καταλάβετε ποτέ. - Αυτό είναι δική μου δουλειά. Λέγε τελείωσες; Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει: - Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι τελείωσε αυτό το βάσανο. Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται λίγο στο καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την

μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει απ' το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την αφήνει, στροφογυρίζει, βουτάει τα χαρτιά, θα σκάσει: - Ούφ! - Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε; - Φτάσε στο χαστούκι. - Είναι παρακάτω. - Λέγε. Μ' έσκασες! - Έτσι μ' έσκασε κι εμένα. - Τελείωνε. Παίρνει βαθιάν ανάσα: - Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι, μαύρη ησυχία. Έρχεται ο επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει την μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα. Της επιστρέφει ο επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει την μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι... - Αναπηδά ο πρόεδρος: - Φτάνει! - Βάζει μέσα το εισιτήριο... - Σώνει! - Κλείνει το μικρό τσαντάκι... - Αρκετά! - Ανοίγει την μεγάλη τσάντα... Γουρλώνει τα μάτια του:

- Πάψε, σου είπα! - Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι... Εξαλλος τινάζεται επάνω: -Αθώος! Αθώος! Καλά της έκανες!