Γιώργος Σεφέρης Επιλεγμένα Ποιήματα EPΩTIKOΣ ΛOΓOΣ (1932) Από την σελίδα του ΕΚΕΒΙ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Γ Ὢ σκοτεινὸ ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα! Πρόβαλε ἀνάστημα ἄγρυπνο στὸ πλῆθος τῆς σιωπῆς σήκωσε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὰ χέρια τὰ καμπύλα τὸ θέλημά σου νὰ γενεῖ καὶ νὰ μοῦ ξαναπεῖς τὰ λόγια ποὺ ἄγγιζαν καὶ σμίγαν τὸ αἷμα σὰν ἀγκάλη κι ἃς γείρει ὁ πόθος σου βαθὺς σὰν ἴσκιος καρυδιᾶς καὶ νὰ μᾶς πλημμυράει μὲ τῶν μαλλιῶν σου τὴ σπατάλη ἀπὸ τὸ χνούδι τοῦ φιλιοῦ στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς. Χαμήλωναν τὰ μάτια σου κι εἶχες τὸ χαμόγελιο ποῦ ἀνιστοροῦσαν ταπεινὰ ζωγράφοι ἀλλοτινοί. Λησμονημένο ἀνάγνωσμα σ ἕνα παλιὸ εὐαγγέλιο τὸ μίλημά σου ἀνάσαινε κ ἡ ἀνάλαφρη φωνή: «Εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου σιγαλὸ κι ἀπόκοσμο κι ὁ πόνος ἀπαλὰ μὲς στὴν ψυχή μου λάμνει χαράζει ἡ αὐγὴ τὸν οὐρανό, τ ὄνειρο μένει ἀπόντιστο κι εἶναι σὰ νὰ διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.» Μὲ τοῦ ματιοῦ τ ἀλάφιασμα, μὲ τοῦ κορμιοῦ τὸ ρόδισμα ξυπνοῦν καὶ κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια μὲ περιπλέκει χαμηλὸ τὸ κυκλωτὸ φτερούγισμα ἀνθρώπινο ἄγγιγμα στὸν κόρφο μου τ ἀστέρια.
ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Δ Δυὸ φίδια ὡραῖα κι ἀλαργινά, τοῦ χωρισμοῦ πλοκάμια σέρνουνται καὶ γυρεύουνται στὴ νύχτα τῶν δεντρῶν, γιὰ μιὰν ἀγάπη μυστικὴ σ ἀνεύρετα θολάμια ἀκοίμητα γυρεύουνται δὲν πίνουν καὶ δὲν τρῶν. Μὲ γύρους μὲ λυγίσματα κι ἡ ἀχόρταγή τους γνώμη κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, ἁπλώνει κρίκους στὸ κορμὶ ποῦ κυβερνοῦν ἀμίλητοί του ἔναστρου θόλου οἱ νόμοι καὶ τοῦ ἀναδεύουν τὴν πυρὴ κι ἀσίγαστη ἀφορμή. Τὸ δάσος στέκει ριγηλὸ τῆς νύχτας ἀντιστύλι κι εἶναι ἡ σιγὴ τάσι ἀργυρὸ ὅπου πέφτουν οἱ στιγμὲς ἀντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ὁλόκληροι, μιὰ σμίλη προσεχτικὴ ποὺ δέχουνται πελεκητὲς γραμμές Αὐγάζει ξάφνου τὸ ἄγαλμα. Μὰ τὰ κορμιὰ ἔχουν σβήσει στὴ θάλασσα στὸν ἄνεμο στὸν ἥλιο στὴ βροχή. Ἔτσι γεννιοῦνται οἱ ὀμορφιὲς πού μας χαρίζει ἡ φύση μὰ ποιὸς νὰ ξέρει ἂν πέθανε στὸν κόσμο μιὰ ψυχή. Στὴ φαντασία θὰ γύριζαν τὰ χωρισμένα φίδια (Τὸ δάσος λάμπει μὲ πουλιὰ βλαστοὺς καὶ ροδαμούς) μένουν ἀκόμη τὰ σγουρὰ γυρέματά τους, ἴδια τοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ φέρνουν τοὺς καημούς.
(Από το ΕΚΕΒΙ) ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ι (1935) O τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποῦ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος μὲ τὴ μοναξιά μας ἴδιος μὲ τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος μὲ τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας. Πῶς γεννηθῆκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας; O τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πὼς ν ἀγαπήσουν.
(Από την συλλογή Γυμνοπαιδία 1936, αναδημοσίευση στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1087, 15 Οκτωβρίου 1972 ) ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ (1936) Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια Σε ξένο τόπο Ο αιθέρας μιας παμπάλαιας στιγμής που φτερούγισε κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου Η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση Και με τόσο κόπο, Ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα Κάποιου Σεπτεμβρίου Καινούρια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά παράθυρα φερετροποιεία Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος φαρμακοποιός που διανυκτερεύει; Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει αστρονομίζεται, γυρεύει. Στενοχωριέται: αν χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει την ψυχή του ποιός θα κοιτάξει; Αλυσίδα. Πού ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει; Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος
μπροστά σ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα. Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει. Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι. Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου κι ο ναύκληρος αξούριστος που χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ άρμενα καμαρώνουν κι η μέρα πάει να γλυκάνει. Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη γάμπια καβάλα.
(Οι στίχοι του Γεώργιου Σεφέρη από το ποίημα Αφήγηση, συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Α (1940) μελοποιημένο από Μιλτιάδη Πασχαλίδη) Αφήγηση (1940) Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας κανείς δεν ξέρει να πει γιατί κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν γυναίκες που γερνούνε δύσκολα αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών Πηγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης μηχανή μιας απέραντης οδύνης που κατάντησε να μην έχει σημασία Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή
Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ το τρένο ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει και σας μιλώ γι αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσατε προσκυνώ. (Οι στίχοι του ποιήματος του Σεφέρη από το τραγούδι που μελοποίησε ο Ανδριόπουλος Ηλίας) Εδώ τελειώνουν τα έργα Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας τα έργα της αγάπης Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ ασφοδύλια, ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων: Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε γαλήνη. Ας μη μας ξεχάσουν.
(Οι στίχοι από το ποίημα του Σεφέρη που μελοποίησε ο Μαρκόπουλοςποιητική συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β ) Ο Στράτης ο θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (1944) Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υακίνθους πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους. Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών γι αυτό σωπαίνουν ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν παρά δήμων ονείρων, παρα δήμων ονείρων. Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω κι αν φωνάξω Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα. Είναι βαρύ και δύσκολο, δέ μου φτάνουν οι ζωντανοί πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω. Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους και το φλασκί των ανέμων αδειάζει. Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει ξυπνώ σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας μέσα στα χάσματα της αστραπής, κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τα ανθρώπινα σώματα, κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας στον αξεδίψαστη γης συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,
θα `λεγες είναι φορτωμένοι σ ένα παμπάλαιο κάρο κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια, οι αγάπανθοι τα ασφοδίλια των νέγρων: Πώς να τη μάθω ετούτη τη Θρησκεία; Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη έπειτα έρχεται το αίμα κι η δίψα για το αίμα που τον κεντρίζει το σπέρμα του κορμιού καθώς τ αλάτι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι το μακρινό ταξίδι εκείνο το σπίτι περιμένει μ ένα γαλάζιο καπνό μ ένα σκυλί γερασμένο περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό. Μα πρέπει να μ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους, όπως τα βάθη της Θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.
Μελωποιημένοι στίχοι από τα ποιήματα του Σεφέρη Κι αν ο αγέρας φυσά Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ τα κυπαρίσσια κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν. Στο στήθος μου πληγή ανοίγει πάλι Στο στήθος μου πληγή ανοίγει πάλι όταν χαμηλώνουν τ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων. Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως που θα με παρασύρουν; Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου, Βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.
(Από τα Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας Β Λυκείου) ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Θερινό ηλιοστάσι Η'(1966) Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν. Τ' άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, τη δική σου φωνή όχι εκείνη που σ' αρέσει' μουσική σου είναι η ζωή αυτή που σπατάλησες. Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις αν καρφωθείς σε τούτο τ' αδιάφορο πράγμα που σε ρίχνει πίσω εκεί που ξεκίνησες. Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς ένιωσες τον πόνο του παλικαριού και το βογκητό της γυναίκας την πίκρα του άγουρου παιδιούό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό. Ισως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο' τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας. Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες το άσπρο χαρτί.
(Από το βιβλίο Κείμενα Λογοτεχνίας Β Λυκείου, το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη, γραμμένο επί δικτακτορίας 31/3/1971) «Επί Ασπαλάθων...» Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη. Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια Γαλήνη. Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον; Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ αυλάκια τ' όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς. Το βράδυ βρήκα την περικοπή: «τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει «τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι». Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.