Προ/µεταρηµατικό υποκείµενο σε αγγλόφωνους οµιλητές µε Γ2 την Ελληνική Νίκος Αµβράζης Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης amvrazis_n@yahoo.gr Abstract In this paper we present some results from an experimental study that we have been conducting in the field of syntaxdiscourse interface so as to examine the ability of L2 speakers of Greek to comprehend and use such structures at a stage of ultimate attainment of interlanguage. In particular, we are researching the syntactic variety of pre/postverbal subjects in Greek, a variety that is regulated by semantic factors, and its usage by nayive speakers of English. Key-Words: Γλωσσική απόκτηση Γ2, διεπίπεδα, Προ/µεταρηµατικό υποκείµενο. 1. Εισαγωγή Είναι γνωστό στο πλαίσιο της θεωρίας των Αρχών και Παραµέτρων πως µία από τις συνέπειες της Παραµέτρου του Κενού Υποκειµένου (ΠΚΥ) είναι και η δυνατότητα για µεταρηµατικό υποκείµενο (ΡΥ) (Rizzi 1982). Ο αντίκτυπος αυτής της δυνατότητας αποτυπώνεται στη διάκριση µεταξύ γλωσσών κενού υποκειµένου (+ΚΥ), όπως τα Ελληνικά, τα Ιταλικά και τα Ισπανικά, και εκπεφρασµένου υποκειµένου (-ΚΥ), όπως τα Αγγλικά και τα Γαλλικά. Η έρευνα που εστιάζει στις δοµές αυτές στο επίπεδο της απόκτησης ξένης γλώσσας (Γ2) έχει αναδείξει φαινόµενα επιλεξιµότητας που παρατηρούνται στα τελευταία στάδια της διαγλώσσας ως προς τις δοµές
αυτές. Να σηµειώσουµε πως τόσο η δυνατότητα για κενό υποκείµενο, όσο και η αντίστοιχη για µεταρηµατικό υποκείµενο, αφορούν γραµµατικά πεδία που δεσµεύουν ένα διεπίπεδο σύνταξης πραγµατολογίας. Το διεπίπεδο αυτό θεωρείται υπεύθυνο για φαινόµενα επιλεξιµότητας στα τελευταία στάδια απόκτησης της Γ2, όπως επίσης για ανάλογα φαινόµενα σε περιπτώσεις γλωσσικής φθοράς της Γ1 σε οµιλητές πρώτης γενιάς υπό την επίδραση της γλωσσικής επαφής (Sorace 2003, Tsimpli et al., 2004). Η Υπόθεση των Διεπιπέδων (Sorace, Filiaci 2006) ήρθε να καταγράψει τις παραπάνω ερευνητικές διαπιστώσεις και να τις αποτυπώσει στη διατύπωση σύµφωνα µε την οποία οι αµιγώς συντακτικές δοµές είναι απόλυτα κατακτήσιµες στην Γ2 ακόµα και στην περίπτωση που παρουσιάζουν µια ενδεχόµενη καθυστέρηση, τη στιγµή που δοµές που εµπλέκουν το διεπίπεδο σύνταξης και ενός άλλου γνωσιακού τοµέα (π.χ πραγµατολογία) αντιστέκονται στην πλήρη απόκτηση ακόµη και στα τελευταία στάδια διαγλώσσας. 2. Τα διεπίπεδα υπό το πρίσµα της σύνταξης Η γλωσσική απόκτηση είναι το αποτέλεσµα της ρύθµισης µιας σειράς παραµέτρων σε συγκεκριµένες τιµές (Chomsky 1986, 1995). Η ρύθµιση των παραµέτρων σε διαφορετικές τιµές στην εκάστοτε γλώσσα, ή αλλιώς η παραµετροποίηση αυτής της διαδικασίας διαγλωσσικά, είναι αυτή που οδηγεί και σε συντακτικά διαφορετικές γλώσσες. Η απόκτηση τόσο της Γ1 όσο και της Γ2 αφορά µια διαδικασία ρύθµισης των αντίστοιχων παραµέτρων που ουσιαστικά υλοποιείται µέσω της κατάλληλης επιλογής
των µορφολογικών χαρακτηριστικών πάνω στις ανάλογες λειτουργικές κατηγορίες (Chomsky 1995). Τα φαινόµενα επιλεξιµότητας που περιγράψαµε παραπάνω στα τελευταία στάδια απόκτησης της Γ2 θα µπορούσαν να αποδοθούν σε αστοχία της διαδικασίας ρύθµισης κάποιων παραµέτρων κυρίως λόγω της επίδρασης της Γ1. Αν ωστόσο δεχτούµε πως η ύπαρξη δύο (ή και περισσότερων) αυτόνοµων γραµµατικών στο ίδιο άτοµο είναι δυνατή (Meisel 1994, White, 2000), τότε θα πρέπει να αναζητήσουµε εναλλακτικές εκδοχές που ευθύνονται για τα παραπάνω φαινόµενα. Μια τέτοια εκδοχή εντοπίζει τις διαφορές δύο γλωσσών πέρα από την ύπαρξη διαφορετικών παραµέτρων. Για την ακρίβεια, οι γραµµατικές επιλογές που παρέχουν οι εκάστοτε ρυθµίσεις των παραµέτρων, όπως στην περίπτωσή µας του κενού υποκειµένου, αποτελούν το µέσο για να αποδοθούν ανάλογες συνθήκες σε σηµασιολογικό και πραγµατολογικό επίπεδο (Tsimpli et al 2004). Είναι αυτή η αλληλεπίδραση που περιγράφει το διεπίπεδο σύνταξης πραγµατολογίας και που θα πρέπει να ελεγχθεί ως ένα περιβάλλον που καθυστερεί, στην περίπτωση της ταυτόχρονης διγλωσσίας, και εµποδίζει, στην περίπτωση της απόκτησης της Γ2, την επιτυχή διαδικασία για µια ακριβή παραµετροποίηση της Γ2. Το διεπίπεδο σύνταξης πραγµατολογίας εδράζει δοµικά στο επίπεδο της Λογικής Δοµής (ΛΔ) (Platzack 1999) και αποτελεί ουσιατικά το συστατικό που κωδικοποιεί τις ερµηνεύσιµες ιδιότητες που απορρέουν από την επιλογή των δυνατών συνδυασµών που παρέχει η παράµετρος (στην περίπτωση η ΠΚΥ). 3. ΠΚΥ και µεταρηµατικό υποκείµενο
Τα µεταρηµατικά υποκείµενα συνδέονται άµεσα µε την ΠΚΥ καθώς οι δοµές αυτές απουσιάζουν από γλώσσες όπως τα Αγγλικά ή τα Γαλλικά όπου η ΠΚΥ έχει αρνητικό πρόσηµο (Rizzi 1982). (1) α. Έφυγε η Μαρία. β. Mary left. γ. *Left Mary. Το παράδειγµα (1) αντανακλά αυτή τη διαφορά ανάµεσα στα Ελληνικά (+ ΚΥ) και Αγγλικά (- ΚΥ). Η διαφορά αυτή που είναι απόρροια της διαφορετικής τιµής της ΠΚΥ στις δύο γλώσσες αποτυπώνεται και στα διαφορετικά µέσα τα οποία θα χρησιµοποιηθούν πλέον για να υποστηρίξουν συγκεκριµένες ερµηνείες στο επίπεδο της ΛΔ. Όσον αφορά στα Ελληνικά, η ποικιλία που χαρακτηρίζει τη συντακτική θέση του υποκειµένου ρυθµίζεται µε βάση τα σηµασιολογικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται από την κάθε θέση (προ/µεταρηµατική) αλλά και από τα χαρακτηριστικά του θεµατικού πυρήνα του ρήµατος. Έτσι, η κατανοµή των υποκειµένων στην περίπτωση των ρηµάτων ενός ορίσµατος της Ελληνικής ρυθµίζεται (i) από την οριστικότητα του υποκειµένου (Belletti 1988) όπως προκύπτει από το παράδειγµα (2), και από τις θεµατικές ιδιότητες του ρήµατος (Pinto 1997) όπως φαίνεται στα (3), (4). (τα παραδείγµατα από Tsimpli et al. 2004). (2) α. Έφτασαν κάποιοι φοιτητές β. Οι φοιτητές έφτασαν. (3) α. Εδώ δουλεύει ο Γιάννης. β.?εδώ ο Γιάννης δουλεύει. (4) α. Στο τέλος της ταινίας ο Γιάννης γέλασε.
β.?στο τέλος της ταινίας γέλασε ο Γιάννης. Χρησιµοποιώντας στα παραπάνω παραδείγµατα ρήµατα ενός ορίσµατος ελέγχουµε τόσο την παράµετρο της οριστικότητας του υποκειµένου, όσο και το ρόλο των θεµατικών ιδιοτήτων του ρήµατος. Το ρήµα ενός ορίσµατος φτάνω στο (2) προτιµά το οριστικό υποκείµενο σε προρηµατική θέση και το αόριστο σε µεταρηµατική. Στα παραδείγµατα (3), (4) έχουµε µία ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση που συνδέεται µε τις θεµατικές ιδιότητες των ρηµάτων που συµεριφέρονται όπως το δουλεύω. Η Pinto (1997) παρατηρεί πως η θεµατική δοµή των συγκεκριµένων ρηµάτων δεσµεύει ένα επιπλέον τοπικό όρισµα το οποίο µπορεί να είναι εµφανές ή όχι. Αυτό το όρισµα µπορεί να καταλάβει την προρηµατική θέση του υποκειµένου και να επιτρέψει το όρισµα της Ονοµατικής Φράσης (ΟΦ) να εµφανιστεί σε µεταρηµατική θέση. Να σηµειώσουµε πως η λειτουργία αυτή του τοπικού ορίσµατος ουσιαστικά ικανοποιεί την απαίτηση για προρηµατικό υποκείµενο, γνωστή ως Αρχή της Διευρυµένης Προβολής [απόδοση του EPP feature (Chomsky 1995)]. Ταυτόχρονα, η οριακή κατάσταση αποδεκτότητας του (3β) οδηγεί στο συµπέρασµα πως η προρηµατική θέση έχει ήδη καλυφθεί από άλλο ισότιµο όρισµα ( εδώ ) και όχι απλό προσάρτηµα. Στον αντίποδα, τα ρήµατα που οµαδοποιούνται από τα χαρακτηριστικά του ρήµατος γελάω είναι ρήµατα µε δυνατότητα ενός και µόνο ορίσµατος και ως αποτέλεσµα δέχονται οριστική ΟΦ σε προρηµατική θέση ως υποκείµενο. Αυτό που κάνει ενδιαφέρουσα την παραπάνω διάκριση, είναι το γεγονός πως οι διαφορές που παρατηρήσαµε είναι διαγλωσσικές και δεν αφορούν αποκλειστικά µία γλώσσα. Κατά συνέπεια, και στα Αγγλικά υφίστανται τα
αντίστοιχα χαρακτηριστικά των ορισµάτων µε τη διαφορά πως η γλώσσα αυτή δεν παρέχει τα συντακτικά εργαλεία που θα τα ανασύρουν στη συντακτική επιφάνεια. Κάτι ανάλογο παρατηρούµε και σε σχέση µε το χαρακτηριστικό της οριστικότητας του υποκειµένου (παρ. (2)) καθώς οι επιδράσεις του εµφανίζονται και στα Αγγλικά, όπως προκύπτει στο παράδειγµα (5) που ακολουθεί (Diesing 1991): (5) There is a/*the student waiting for you.. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως η οριστικότητα εµφανίζεται γραµµατικοποιηµένη και στις δύο γλώσσες, µόνο τα Ελληνικά µπορούν να την αποτυπώσουν δοµικά και κατ επέκταση ερµηνευτικά ως αποτέλεσµα της θετικής τιµής στην ΠΚΥ. 4. Η έρευνα Η παραπάνω περιγραφή των θεµατικών ιδιοτήτων του ρήµατος και της οριστικότητας του υποκειµένου, αλλά και η ανάδειξη της διάδρασής τους µε συντακτικές επιλογές, µορφοποιεί για τα Ελληνικά την ύπαρξη ενός διεπιπέδου σύνταξης πραγµατολογίας. Στο διεπίπεδο αυτό τα Αγγλικά έρχονται να επικαλύψουν µερικώς το πεδίο καθώς ενώ διαθέτουν αντίστοιχα ερµηνευτικά δεδοµένα δεν µπορούν να τα απεικονίσουν σε αντίστοιχες δοµικές επιλογές, όπως η Ελληνική. Πρόθεσή µας, µε την πειραµατική έρευνα που παρουσιάζουµε εδώ, ήταν να ελέγξουµε την ισχύ της Υπόθεσης των Διεπιπέδων και πιο συγκεκριµένα:
Να ερευνήσουµε το τελευταίο στάδιο απόκτησης της Γ2 (Ελληνικά) από φυσικούς οµιλητές της Αγγλικής εστιάζοντας στη δυνατότητά τους να αναγνωρίζουν και να χειρίζονται τη διάδραση της συντακτικής ποικιλίας (προ/µεταρηµατικό υποκείµενο) µε τα σηµασιολογικά χαρακτηριστικά που την υπαγορεύουν. Να καταγράψουµε τυχόν παρέµβαση της Γ1 και να την ερµηνεύσουµε µε βάση την επικάλυψη που περιγράψαµε στο ένα σκέλος του διεπιπέδου. 4.1 Η µέθοδος Τα δεδοµένα της παρούσας έρευνας προέρχονται από ένα πείραµα αξιολόγησης της γραµµατικής αποδεκτότητας µιας πρότασης. Η εφαρµογή που χρησιµοποιήθηκε για το στήσιµο του πειράµατος ήταν το eprime. Στο πείραµα πήραν µέρος δύο οµάδες οµιλητών: η οµάδα στόχου που αποτελούνταν από 13 φυσικούς οµιλητές της Αγγλικής µε προχωρηµένο επίπεδο επάρκειας στα Ελληνικά. Οι ηλικία καιµαινόταν από 21 έως 58 χρονών. Όλοι τους άρχισαν να µαθαίνουν Ελληνικά µετά την εφηβεία και διέµεναν στην Ελλάδα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια. Την περίοδο της έρευνας όλοι τους βρισκόταν ή είχαν πρόσφατα ολοκληρώσει πρόγραµµα εκµάθησης Ελληνικών. Την οµάδα ελέγχου αποτελούσαν 13 µονόγλωσσοι φυσικοί οµιλητές της Ελληνικής µε παρόµοια κατανοµή ηλικίας και φύλου, οι οποίοι δεν είχαν εκτεθεί ποτέ συστηµατικά στην Αγγλική µέσω προγραµµάτων εκµάθησης ή διαµονής στο εξωτερικό. 4.2 Το υλικό
Το σώµα του πειράµατος αποτελούσαν 64 προτάσεις εκ των οποίων οι 32 ήταν διασπαστές. Οι συµµετέχοντες πιέζοντας το διάστηµα στο πληκτρολόγιο ενός φορητού υπολογιστή προχωρούσαν στην ανάγνωση των τεµαχίων καθεµιάς από τις προτάσεις. Μόλις τελείωνε η πρόταση, εµφανιζόταν µία διαβαθµισµένη κλίµακα πέντε σηµείων (1-5) και µε βάση τις οδηγίες έπρεπε να αξιολογήσουν τη γραµµατικότητα της πρότασης (1= µη γραµµατική 5=γραµµατική). Στις 32 προτάσεις κατανεµήθηκαν ισοµερώς οι ανεξάρτητες µεταβλητές: τύπος ρήµατος ( δουλεύω, γελάω ), οριστικότητα υποκειµένου (οριστικό, αόριστο) και προτασιακή δοµή (προ/µεταρηµατικό υποκείµενο). Ένα παράδειγµα πρότασης ακολουθεί στο (6) (6) Σ αυτό το εργοστάσιο οι Πολωνοί εργάτες δουλεύουν. 5. Τα αποτελέσµατα Επεξεργαστήκαµε στατιστικά τα αποτελέσµατα µέσω µιας πολλαπλής ανάλυσης διακύµανσης (ANOVA 4X). Από τις ανεξάρτητες µεταβλητές, η οριστικότητα δεν αποτέλεσε παράγοντα µε βαρύτητα στατιστικά σηµαντική και για λόγους χώρου δεν παραθέτουµε τους αντίστοιχους πίνακες. Όπως βλέπουµε στους πίνακες 1 και 2 η συµπεριφορά φυσικών και µη φυσικών οµιλητών διαφέρει σηµαντικά ανάλογα µε τον τύπο ρήµατος που χρησιµοποιείται. Έτσι οι οµιλητές της Γ2 δίνουν υψηλότερο δείκτη γραµµατικής αποδεκτότητας (σε σχέση µε τους φυσικούς οµιλητές) στις προτάσεις µε προρηµατική δοµή και µε ρήµατα που ήδη δεσµεύουν ένα τοπικό όρισµα σε προρηµατική θέση.
Αντίθετα, οι φυσικοί οµιλητές (Γ1) αντιµετωπίζοντας δύο ορίσµατα σε προρηµατική θέση δείχνουν να αµφιβάλλουν για τη γραµµατικότητα αυτών των προτάσεων (Πίνακας 1).!1 vs!2 5 4.5 4 3.5 3 2.5 2 1.5 1 0.5 0 3.49!"#$%&' / () / *+,-.,/0 4.09 11 12 Πίνακας 1: Αποδοχή γραµµατικότητας των προτάσεων µε ρήµα ενός ορίσµατος (τύπος δουλεύω ) και προρηµατικό οριστικό υποκείµενο (F 1,167 =291,27, p<.001) Αντίθετα, στον Πίνακα 2 παρατηρούµε πως η στάση των φυσικών οµιλητών διαφοροποιείται, όταν πλέον το ρήµα που χρησιµοποιείται (τύπος ρήµατος γελάω ) δε δεσµεύει κάποιο επιπλέον όρισµα σε προρηµατική θέση. Και οι 2 οµάδες αποδέχονται εξίσου ως γραµµατική την προτασιακή δοµή.!1 vs!2 4.9 4.99 5 4.5 4 3.5 3!1!2 2.5 2 1.5 1 0.5 0!"#$% / &' / ()*+,*-.
Πίνακας 2: Αποδοχή γραµµατικότητας των προτάσεων µε ρήµα ενός ορίσµατος (τύπος γελάω ) και προρηµατικό οριστικό υποκείµενο (F 1,167 =.806, p>.05) Όταν η δοµή γίνεται µεταρηµατική, κρατώντας ίδιες τις υπόλοιπες παραµέτρους, η τάση διαφοροποιείται (Πίνακες 3, 4). Όπως βλέπουµε και στους δύο Πίνακες ο δείκτης αποδεκτότητας είναι υψηλότερος πλέον για τους Γ1 ενώ η διαφορά είναι στατιστικά σηµαντική στην περίπτωση των ρηµάτων του τύπου γελάω. (Πίνακας 4). Μία εξήγηση που θα επιχειρούσαµε εδώ σχετίζεται µε το γεγονός πως τα ρήµατα του τύπου γελάω λόγω των θεµατικών τους ιδιοτήτων και στη µητρική των οµιλητών (Αγγλικά) δεν ευνοούν την µεταρηµατική δοµή και η τάση αυτή επηρεάζει και την Γ2. Αντίθετα, στα ρήµατα του τύπου δουλεύω (Πίνακας 3), η συµπεριφορά τους δε διαφέρει σηµαντικά από τους φυσικούς οµιλητές. Και εδώ, οι θεµατικές ιδιότητες του ρήµατος ασκούν την επίδρασή τους.!1 vs!2 4.9 4.44 5 4.5 4 3.5 3 11 12 2.5 2 1.5 1 0.5 0!"#$%&' / () / *+,-.,/0 Πίνακας 3: Αποδοχή γραµµατικότητας των προτάσεων µε ρήµα ενός ορίσµατος (τύπος δουλεύω ) και µεταρηµατικό οριστικό υποκείµενο (F 1,167 =90,45, p=.011)
!1 vs!2 4.99 4.09 5 4.5 4 3.5 3.1.2 2.5 2 1.5 1 0.5 0!"#$% / &' / ()"*+",- Πίνακας 4: Αποδοχή γραµµατικότητας των προτάσεων µε ρήµα ενός ορίσµατος (τύπος γελάω ) και µεταρηµατικό οριστικό υποκείµενο (F 1,167 =124,18, p<.001) 6. Συµπεράσµατα Ξεκινώντας µε την οµάδα στόχου, είναι φανερό πως οι φυσικοί οµιλητές της Αγγλικής γνωρίζουν τη δοµική ποικιλία της Ελληνικής σε σχέση µε το υποκείµενο και την χειρίζονται µε σχετική ακρίβεια. Αποδέχονται ως γραµµατικές τις δοµές µε µεταρηµατικό υποκείµενο και η κρίση τους είναι ανάλογη της οµάδας ελέγχου. Ωστόσο η κατάσταση δείχνει να διαφοροποιείται όταν αντιµετωπίζουν το προρηµατικό υποκείµενο. Οι τιµές της µητρικής τους σε σχέση µε το προρηµατικό υποκείµενο ευνοούν σε σηµαντικά µεγαλύτερο ποσοστό την αποδοχή της γραµµατικότητας των προτάσεων µε προρηµατικό τοπικό όρισµα (ρήµατα τύπου δουλεύω ) σε σχέση µε τους φυσικούς οµιλητές. Επιβεβαιώνεται έτσι η αρχική εκτίµησή µας πως η περιοχή µερικής επικάλυψης του διεπιπέδου από τη Γ1 θα είναι ευάλωτη σε παρέµβαση της µητρικής ή, µε διαφορετική ανάγνωση, πολύ πιο δύσκολη στη διαδικασία απόκτησης.
Αντίθετα, οι φυσικοί οµιλητές αντιδρούν στις θεµατικές ιδιότητες του ρήµατος µε αποτέλεσµα να είναι διστακτικοί ως προς την κρίση τους για το προρηµατικό υποκείµενο, όταν ήδη η προρηµατική θέση καταλαµβάνεται από τοπικό όρισµα. Η έρευνα αυτή επιβεβαίωσε την ισχύ της Θεωρίας των Διεπιπέδων και ανέδειξε τα ερµηνευτικά χαρακτηριστικά που ρυθµίζουν το διεπίπεδο σύνταξης πραγµατολογίας πάνω στο πεδίο της δοµικής ποικιλίας των υποκειµένων. References Belletti, A. (1988). The case of unaccusatives. Linguistic Inquiry 19, 1-34 Chomsky, N. (1986). Knowledge of language: It s nature, origin and Use. New York: Preager. Chomsky, N. (1995). The minimalist Program. Cambridge, M.A: MIT Press. Diesing, M. (1991). Indefinites. Cambridge, MA:MIT Press Meisel, J.(Ed.) (1994). Bilingual first language acquisition: French and German grammatical development. Amsterdam: John Benjamins. Pinto, M. (1997). Licensing and interpretation of inverted subjects in Italian. Ph.D. dissertation, University of Utrecht. Platzack, C. (1999). Multiple Interfaces. (ms).lund University. Rizzi, L. (1982). Issues in Italian Syntax. Dordrecht: Foris. Sorace, A. (2003). Near-nativeness. In M. Long & C. Doughty (Eds.) Handbook of second language acquisition. Oxford.Blackwell Sorace, A., & Filiaci, F. (2006). Anaphora resolution in near-native speakers of Italian. Second Language Research, 22, 339-368. Tsimpli, I.M., Sorace, A., Heycock, C.& Filiaci, F. (2004).First language attrition and syntactic subjects: a study of Greek and Italian near-native speakers of English. International Journal of Bilingualism, 8, 257-277. White, L. (2000). Second language acquisition: From initial to final state. Second Language Acquisition and Linguistic Theory. Oxford.. Blackwell.