Κεφάλαιο 4 Κατάσταση Περιβάλλοντος Περιοχής Μελέτης 4.1 Ορισμός περιοχής μελέτης Η περιοχή μελέτης περιγράφεται από τη ζώνη, η οποία ορίζεται από την περίμετρο που απαιτεί η κατασκευή και η λειτουργία του υπό εξέταση έργου ή δραστηριότητας. Συμβατικά, ορίζεται ως ζώνη συγκεκριμένου εύρους (1-2km) από την περίμετρο χώρων άσκησης εναλλακτικών λύσεων (Βαβίζος και Μερτζάνης, 2003) και από το σύνολο των χωρικών ενοτήτων που ενδέχεται να επηρεαστούν λόγω των διαταραχών. Διοικητικά ή γεωγραφικά όρια δεν υφίστανται. Στα περιεχόμενα για την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων που ορίζονται στην ΚΥΑ 170225 (ΦΕΚ 135Β/2014) προσδιορίζεται η περιοχή μελέτης, στα στοιχεία της οποίας (φυσικά και ανθρωπογενή), το έργο ή η δραστηριότητα προκαλεί επιπτώσεις κατά την κατασκευή ή/και λειτουργία του. Η ελάχιστη ακτίνα της περιοχής μελέτης που πρέπει να προσδιορίζεται τόσο στον Προκαταρκτικό Προσδιορισμό των Περιβαλλοντικών Απαιτήσεων όσο και στην Μελέτη των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ορίζεται: 1. Στο 1km από τον άξονα γραμμικών έργων ή δραστηριοτήτων υποκατηγορίας Α1 για περιοχές εκτός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης και στο ήμισυ για τις περιοχές εντός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης. 2. Στα 2km από τα όρια του χώρου κατάληψης για περιοχές εκτός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης και στο ήμισυ για τις περιοχές εντός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης για σημειακά και εμβαδικά έργα και δραστηριότητες υποκατηγορίας Α1. 3. Στα 500m από τον άξονα γραμμικών έργων ή δραστηριοτήτων υποκατηγορίας Α2 για περιοχές εκτός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης και στο ήμισυ για τις περιοχές εντός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης.
84 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων 4. Στο 1km από τα όρια του χώρου κατάληψης για περιοχές εκτός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης και στο ήμισυ για τις περιοχές εντός ορίων οικισμών ή σχεδίου πόλης για σημειακά και εμβαδικά έργα και δραστηριότητες υποκατηγορίας Α2. Για τον πλήρη καθορισμό της περιοχής μελέτης, κρίνεται απαραίτητο να εντοπιστούν όλοι οι παράγοντες διαταραχής (ρυπαντικοί και μη ρυπαντικοί), ενώ απαιτείται και ο προσδιορισμός του εύρους της ζώνης που επηρεάζεται από κάθε παράγοντα διαταραχής ξεχωριστά. Κριτήριο καθορισμού ρυπαντικής περιβαλλοντικής επίδρασης αποτελεί η απόσταση μεταξύ της πηγής της περιβαλλοντικής επίδρασης και του σημείου πέρα από το οποίο το χαρακτηριστικό μέγεθος της επίδρασης επέρχεται εντός ορίων που συνεπάγονται εξάλειψη των συνεπειών. Για τους ρυπαντικούς παράγοντες διαταραχής, τα όρια της περιβαλλοντικής επίδρασης (αφετηρία και αποτερματισμός) θεωρούνται αντίστοιχα οι συγκεντρώσεις των ρύπων που εξασφαλίζουν οι συνήθεις αποδόσεις των συστημάτων αντιρρύπανσης και τα θεσμοθετημένα κατώτερα όρια ρύπων ή οι συγκεντρώσεις των ρύπων που επηρεάζουν τους πιο ευαίσθητους οργανισμούς. Για τους μη ρυπαντικούς παράγοντες διαταραχής, τα όρια της περιβαλλοντικής επίδρασης (αφετηρία και αποτερματισμός) θεωρούνται η πηγή της περιβαλλοντικής επίδρασης και το σημείο πέρα από το οποίο εξαλείφεται το χαρακτηριστικό μέγεθος της επίδρασης (η επίδραση εξισώνεται με τη μέση υπερετήσια τιμή της υφιστάμενης κατάστασης). Η περιοχή μελέτης προκύπτει από το σύνολο των εγκαταστάσεων του έργου και των τυχόν συνοδευτικών έργων που απαιτούνται για την κατασκευή και τη λειτουργία του υπό εξέταση έργου (περιοχή επέμβασης). Το μέγεθος της έκτασης που εξετάζεται εκτείνεται τόσο, ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο των εκτάσεων όπου δημιουργούνται πιέσεις, καθώς και το σύνολο των εκτάσεων που επηρεάζονται από αυτές. Στις περιπτώσεις στις οποίες το έργο ή η δραστηριότητα αναπτύσσεται εν όλω ή εν μέρει εντός δικτύου Natura ή περιοχής σε καθεστώς προστασίας, τότε η περιοχή μελέτης διευρύνεται τόσο, ώστε να συμπεριλαμβάνει το σύνολο της προστατευόμενης περιοχής. Επιπρόσθετα σε περιπτώσεις που η περιοχή του δικτύου Natura βρίσκεται εκτός και πλησίον της περιοχής μελέτης του έργου ή της δραστηριότητας και αναμένονται επιπτώσεις, τότε ή εν λόγω περιοχή περιλαμβάνεται στην περιοχή μελέτης. Η επέκταση της περιοχής μελέτης πραγματοποιείται και στην περίπτωση που κατάντη του έργου ή της δραστηριότητας εντοπίζεται υγροτοπική περιοχή και αναμένονται επιπτώσεις. H περιοχή μελέτης άμεσης επιρροής πρέπει να απεικονίζεται σε τοπογραφικούς χάρτες, στους οποίους θα σημειώνεται η ακριβής θέση του έργου-δραστηριότητας, με τα τυχόν συνοδά έργα, και η περιοχή που τα περιβάλλει προς όλες τις κατευθύνσεις και σε απόσταση που ορίστηκε παραπάνω ανάλογα με την
KΕΦΑΛΑΙΟ 4: Κατάσταση Περιβάλλοντος Περιοχής Μελέτης 85 κατηγορία και την θέση του έργου. Στους χάρτες αυτούς, θα πραγματοποιείται η λεπτομερής απεικόνιση της περιοχής, η οποία ενδεικτικά συνιστάται να συμπεριλαμβάνει τους οικισμούς (μόνιμης ή εποχιακής κατοικίας), τους αρχαιολογικούς χώρους, τα γνωστά αρχαιολογικά μνημεία, το οδικό δίκτυο της περιοχής (εθνικό και τοπικό), τους δρόμους εξυπηρέτησης (έκταση και είδος), τις πηγές και τα τρεχούμενα νερά, τις λίμνες, τα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, το σιδηροδρομικό δίκτυο (πιθανή ή επιδιωκόμενη σύνδεση με το έργο ή την δραστηριότητα), τις δασικές εκτάσεις, τα πάρκα, τις μεμονωμένες κατοικίες, τις τουριστικές εγκαταστάσεις και τα αρδευτικά έργα. Η ευρεία περιοχή μελέτης πρέπει να απεικονίζεται σε τοπογραφικούς χάρτες κατάλληλης κλίμακας, στους οποίους πέρα από την ακριβή θέση του έργου ή της δραστηριότητας πρέπει να φαίνεται η μορφολογία της περιοχής (βουνά, λόφοι, ποταμοί, λίμνες) όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί το υπό μελέτη έργο ή η δραστηριότητα, οι χρήσεις γης (δάση, καλλιέργειες, οικισμοί), τα μεγάλα έργα υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικές γραμμές, αυτοκινητόδρομοι), οι βιομηχανικές ζώνες, οι αρχαιολογικές περιοχές, οι βοσκότοποι, τα έλη, οι προστατευόμενες περιοχές, τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, καθώς και οι θεσμικές και λοιπές ρυθμίσεις που τυχόν διέπουν μέρος ή ολόκληρη την περιοχή μελέτης. 4.2 Φυσικό περιβάλλον Στην ενότητα αυτή αναφέρονται οι ιδιότητες, η μορφή και η κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος στην περιοχή μελέτης βάσει διαθέσιμων στοιχείων. Οι σχετικές πληροφορίες μπορούν να απεικονιστούν και σε χάρτη σε συνδυασμό τον προσδιορισμό της θέσης του έργου. Ο βαθμός λεπτομέρειας της παρουσίασης των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος (χλωρίδα, πανίδα, οικολογική διάρθρωση, λειτουργίες του περιβάλλοντος) εξαρτάται από τις αναμενόμενες επιδράσεις του έργου ή της δραστηριότητας στην περιοχή μελέτης. Ανάλογα με το καθεστώς προστασίας καταγράφονται και επιπρόσθετες πληροφορίες, όπως παρουσιάζεται στην ενότητα 4.3. 4.2.1 Χωρικές ενότητες Ο χωρικός προσδιορισμός των ορίων των οικοσυστημάτων είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί και γι αυτό το φυσικό περιβάλλον δεν μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά στα οικοσυστήματα. Το φυσικό περιβάλλον μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε τύπους φυσικών ενδιαιτημάτων. Οι τύποι φυσικών ενδιαιτημάτων ταξινομούνται με βάση είτε τα τοπιολογικά χαρακτηριστικά είτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χώρου είτε τη μορφή βλάστησης και περιλαμβάνουν τις παρακάτω 25 ομάδες (Λεγάκης, 1998).
86 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Πίνακας 4.1: Τύποι Φυσικών Ενδιαιτημάτων. Θάλασσα Λιμνοθάλασσα Ύφαλοι Παραλιακά έλη και αλίπεδα Αλμυρές στέπες Χαλικώδεις και αμμώδεις ακτές, αμμοθίνες Βραχώδεις ακτές Ρέοντα ύδατα Στάσιμα νερά Τέλματα και έλη (εσωτερικά) Παραποτάμια Φρύγανα Μακία Ξηρά λιβάδια Υγρολίβαδα Αλπικοί και υποαλπικοί λιβαδικοί σχηματισμοί Φυλλοβόλα δάση Μεσογειακά δάση κωνοφόρων Ορεινά δάση κωνοφόρων Υποαλπικά δάση κωνοφόρων Σκληρόφυλλοι δενδρώνες Σάρες Εσωτερικοί βραχώδεις σχηματισμοί Εσωτερικά σπήλαια Ηφαιστειακά πεδία Επιπροσθέτως, ο γεωγραφικός προσδιορισμός χωρικών ενοτήτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά βλάστησης και κάλυψης γης μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί. Η κάλυψη γης προκύπτει είτε από την ερμηνεία αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων είτε από επιτόπια έρευνα της περιοχής μελέτης. Ευρέως, στις Π.Π.Ε. και Μ.Π.Ε. χρησιμοποιούνται οι χάρτες του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (Ο.Κ.Χ.Ε.), κλίμακας 1:100.000, οι οποίοι δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος CORINE και παρέχουν πληροφορίες για τις χρήσεις εδαφοκάλυψης, σύμφωνα με την ταξινόμηση που παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 4.2). H επιφάνεια της γης καλύπτεται από έναν συγκεκριμένο αριθμό κατηγοριών από είδη εδαφοκάλυψης χρήσεων γης. Οι κατηγορίες αυτές αποτελούνται από άλλες υποκατηγορίες, πιο «συγκεκριμένης» εδαφοκάλυψης, και η ταξινόμηση που προκύπτει περιλαμβάνει τρία επίπεδα δομημένα ιεραρχικά από την πιο γενική στην πιο ειδική κατηγορία εδαφοκάλυψης.
KΕΦΑΛΑΙΟ 4: Κατάσταση Περιβάλλοντος Περιοχής Μελέτης 87 Πίνακας 4.2: Ταξινόμηση χρήσεων εδαφοκάλυψης κατά Corine Land Cover. 1. Τεχνητές επιφάνειες 1.1 Αστική οικοδόμηση 1.1.1 Συνεχής αστική οικοδόμηση 1.1.2 Διακεκομμένη αστική οικοδόμηση 1.2 Βιομηχανικές, εμπορικές ζώνες και δίκτυα επικοινωνίας 1.2.1 Βιομηχανικές ή εμπορικές ζώνες 1.2.2 Οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα και γειτνιάζουσα γη 1.2.3 Ζώνες λιμένων 1.3 Ορυχεία, χώροι ρίψεως απορριμμάτων και χώροι οικοδόμησης 1.3.1 Χώροι εξόρυξης ορυκτών 1.3.2 Χώροι ρίψεως απορριμμάτων 1.3.3 Χώροι οικοδόμησης 1.4 Τεχνητές, μη γεωργικές ζώνες πρασίνου 1.4.1 Περιοχές αστικού πρασίνου 1.4.2 Εγκαταστάσεις αθλητισμού και αναψυχής 2. Γεωργικές περιοχές 2.1 Αρόσιμη γη 2.1.1 Μη αρδεύσιμη-αρόσιμη γη 2.1.2 Μόνιμα αρδευόμενη γη 2.1.3 Ορυζώνες 2.2 Μόνιμες καλλιέργειες 2.2.1 Αμπελώνες 2.2.2 Οπωροφόρα δέντρα και φυτείες με σαρκώδεις καρπούς 3.3.4 Αποτεφρωμένες εκτάσεις 3.3.5 Παγετώνες και αιώνιο χιόνι 2.2.3 Ελαιώνες 2.3 Λιβάδια 2.3.1 Λιβάδια 2.4 Ετερογενείς γεωργικές περιοχές 2.4.1 Ετήσιες καλλιέργειες, που συνδέονται με μόνιμες καλλιέργειες 2.4.2 Σύνθετα συστήματα καλλιέργειας 2.4.3 Γη που καλύπτεται κυρίως από γεωργία με σημαντικές εκτάσεις φυσικής βλάστησης 2.4.4 Γεωργο-δασικές περιοχές 3. Δάση και ημι-φυσικές περιοχές 3.1 Δάση 3.1.1 Δάσος πλατύφυλλων 3.1.2 Δάσος κωνοφόρων 3.1.3 Μεικτό δάσος 3.2 Συνδυασμοί θαμνώδους και/ή ποώδους βλάστησης 3.2.1 Φυσικοί βοσκότοποι 3.2.2 Θάμνοι και χερσότοποι 3.2.3 Σκληροφυλλική βλάστηση 3.2.4 Μεταβατικές δασώδειςαμμώδεις εκτάσεις 3.3 Ανοιχτοί χώροι με λίγη ή καθόλου βλάστηση 3.3.1 Παραλίες, αμμόλοφοι, αμμουδιές 3.3.2 Απογυμνωμένοι βράχοι 3.3.3 Εκτάσεις με αραιή βλάστηση 4. Υγρές ζώνες 4.1 Εσωτερικές υγρές ζώνες 4.1.1 Βάλτοι στην ενδοχώρα 4.1.2 Τυφώνες 4.2 Παραθαλάσσιες υγρές ζώνες 4.2.1 Παραθαλάσσιοι βάλτοι 4.2.2 Αλυκές 4.2.3 Παλιρροϊκά επίπεδα 5. Υδάτινες επιφάνειες 5.1 Χερσαία ύδατα 5.1.1 Ροές υδάτων 5.1.2 Συλλογές υδάτων 5.2 Θαλάσσια ύδατα 5.2.1 Παράκτιες λιμνοθάλασσες 5.2.2 Εκβολές ποταμών 5.2.3 Θάλασσα και ωκεανός
88 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Οι χάρτες βλάστησης μπορούν να προκύψουν με εργασίες πεδίου και ερμηνεία αεροφωτογραφιών. Για τη σύνταξη των χαρτών βλάστησης, χρησιμοποιούνται οι διαπλάσεις βλάστησης. Οι κλάσεις των διαπλάσεων ταξινομούνται ανάλογα με την πυκνότητα κάλυψης του εδάφους, την ξυλώδη ή μη σύνθεση των κυρίαρχων φυτών και το ύψος του ορόφου που δημιουργούν. Στον Πίνακα 4.3, παρουσιάζονται οι κλάσεις των διαπλάσεων βλάστησης. Πίνακας 4.3: Κλάσεις διαπλάσεων βλάστησης. Κλάση διάπλαση βλάστησης 0 έλλειψη ή πολύ αραιή 1 ξυλώδης υψηλή και πυκνή 2 ξυλώδης υψηλή και αρκετά αραιή 3 ξυλώδης υψηλή και αραιή 4 ξυλώδης χαμηλή 5 ποώδης 6 συνδυασμός ξυλώδους υψηλής με χαμηλή 7 συνδυασμός ποώδους με ξυλώδη υψηλή 8 συνδυασμός ποώδους με ξυλώδη χαμηλή 9 συνδυασμός ποώδους με ξυλώδη χαμηλή και υψηλή 4.2.2 Χλωρίδα-Πανίδα Στις Μ.Π.Ε., περιγράφεται το ποσοστό φυτοκάλυψης, η χλωρίδα (είδη φυτών) της περιοχής, καθώς επίσης αναφέρονται τα υπάρχοντα ή λογικά αναμενόμενα είδη πανίδας (είδη και μέσος όρος ατόμων του πληθυσμού του είδους), τα ενδεχόμενα σπάνια, προστατευόμενα και ενδημικά είδη, η ορνιθοπανίδα, τα αλιεύματα, τα θηράματα και οι περιοχές φωλιάσματος. Χρησιμοποιούνται κατάλληλοι δείκτες οι οποίοι προκύπτουν από έρευνα πεδίου και βιβλιογραφική αναζήτηση και περιγράφουν τα ακόλουθα είδη: Κυρίαρχα είδη: τα είδη με αριθμητική υπεροχή. Ρυθμιστικά είδη: είδη, των οποίων τυχόν μείωση ή εξαφάνιση, επιδρά στην οικολογική συνοχή. Προστατευόμενα είδη (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ): περιγράφονται στα Παραρτήματα ΙΙ, Ι και V της Οδηγίας και κατατάσσονται σε: απειλούμενα, τα οποία διατρέχουν κίνδυνο εξαφάνισης.
KΕΦΑΛΑΙΟ 4: Κατάσταση Περιβάλλοντος Περιοχής Μελέτης 89 ευπρόσβλητα, για τα οποία αναμένεται σύντομα να περιέλθουν στα απειλούμενα. σπάνια, τα οποία είναι ολιγάριθμα και ενδέχεται να καταστούν ευπρόσβλητα ή απειλούμενα. ενδημικά, τα οποία απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή εξαιτίας της ιδιομορφίας του τύπου των φυσικών ενδιαιτημάτων τους. Σημαντικές πληροφορίες για τα απειλούμενα είδη της Ελλάδας περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων ζώων της Ελλάδας (Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, 2009). Για την ανάπτυξη του Κόκκινου Βιβλίου των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας χρησιμοποιήθηκε η τελευταία έκδοση 3.1 των κριτηρίων της IUCN (IUCN, 2001), όπως έχουν προσαρμοστεί για περιφερειακό/εθνικό επίπεδο (IUCN, 2003), και έτσι αναγνωρίζονται οι 10 κατηγορίες που παρουσιάζονται στο παρακάτω σχήμα (Σχήμα 4.1). Σχήμα 4.1: Σχηματική παρουσίαση κατηγοριών της IUCN. Τα πέντε ποσοτικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται, για να χαρακτηριστεί ένα είδος ως απειλούμενο, είναι: 1. Μείωση πληθυσμού (στο παρελθόν, στο παρόν ή και αναμενόμενη στο μέλλον). 2. Περιοχή γεωγραφικής εξάπλωσης, κατακερματισμός, συρρίκνωση ή έντονες αυξομειώσεις. 3. Μικρό μέγεθος πληθυσμού, κατακερματισμός, συρρίκνωση ή έντονες αυξομειώσεις.
90 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων 4. Πολύ μικρός πληθυσμός ή πολύ περιορισμένη εξάπλωση. 5. Ποσοτική ανάλυση του κινδύνου εξαφάνισης (π.χ. Population Viability Analysis). Οι συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος που θα δημιουργηθούν μελλοντικά στην περιοχή μελέτης προκύπτουν από την εξέλιξη των τιμών των περιοριστικών και ρυθμιστικών παραγόντων, των πληθυσμιακών δεικτών και των αναμενόμενων μεταβολών στις σχέσεις ανάμεσα στους τύπους φυσικών ενδιαιτημάτων. 4.3 Περιοχές σε καθεστώς προστασίας Οι περιοχές σε καθεστώς προστασίας φυσικού περιβάλλοντος είναι χωρικές ενότητες που προκύπτουν από την εφαρμογή κριτηρίων, τα οποία ορίζουν η δασική και η περιβαλλοντική νομοθεσία της Ελλάδας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι διάφορες διεθνείς συμβάσεις που έχουν επικυρωθεί και εφαρμόζονται στον Ελλαδικό χώρο. Περιλαμβάνουν: Δάση και Δασικές Εκτάσεις. Αισθητικά δάση. Διατηρητέα μνημεία της φύσης. Απλά προστατευτικά δάση και δασικές εκτάσεις. Απολύτως προστατευτικά δάση. Περιοχές Προστασίας της Φύσης. Περιοχές Απόλυτης Προστασίας της Φύσης. Εθνικούς Δρυμούς. Εθνικά Πάρκα. Προστατευόμενους Φυσικούς Σχηματισμούς και Τοπία. Περιοχές Οικοανάπτυξης. Υγρότοπους Διεθνούς Ενδιαφέροντος. Ενδιαιτήματα της Άγριας Ζωής. Προστατευόμενες Περιοχές για τη Διατήρηση της Βιολογικής Ποικιλομορφίας. Περιοχές Προστασίας Οικοτόπων και Ειδών. Το Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών αποτελείται από όλες τις περιοχές που υπάγονται σε μια ή περισσότερες από τις κατηγορίες του άρθρου 19 του Νόμου 1650/1986 (περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης, περιοχές προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοίτοπία και περιοχές οικοανάπτυξης), με στόχο την αποτελεσματική προστασία της βιοποικιλότητας και των λοιπών οικολογικών αξιών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 3937/2011 (Α 60). Η εποπτεία της λειτουργίας και ο κεντρι-
Κεφάλαιο 5 Υφιστάμενη και εν δυνάμει κατάσταση των συντελεστών του περιβάλλοντος Η κατάσταση του περιβάλλοντος προσδιορίζεται από το σύνολο των συντελεστών του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της περιοχής μελέτης. Εξετάζονται τα μη βιοτικά χαρακτηριστικά (κλιματικά, βιοκλιματικά, μορφολογικά, τοπιολογικά, γεωλογικά, τεκτονικά, εδαφολογικά), οι περιοχές σε ειδικό καθεστώς προστασίας, η χλωρίδα και η πανίδα, οι χρήσεις γης, το δομημένο, ιστορικό, πολιτιστικό περιβάλλον, τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά, οι τεχνικές υποδομές, το ατμοσφαιρικό και ακουστικό περιβάλλον, οι δονήσεις, οι ακτινοβολίες και οι υδατικοί πόροι (υπόγειοι και επιφανειακοί). Για την εκτίμηση των επιπτώσεων δεν αρκεί μόνο η περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, αλλά και αυτής που τείνει να δημιουργηθεί στο ορατό προσεχές μέλλον, από τα υφιστάμενα και προβλεπόμενα έργα στην περιοχή μελέτης, χωρίς όμως τη δημιουργία του υπό εξέταση έργου-δραστηριότητας. Η κατάσταση αυτή καλείται εν δυνάμει κατάσταση ή μηδενική λύση και προσδιορίζεται από τις πηγές ρύπανσης και τις πιέσεις που μπορεί να ασκούνται από την ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων στην περιοχή μελέτης. Για τον προσδιορισμό της εν δυνάμει κατάστασης αντλούνται στοιχεία από ειδικές μελέτες, μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων από έργαδραστηριότητες που βρίσκονται ή επηρεάζουν την περιοχή μελέτης, καθώς και από στατιστική επεξεργασία, καμπύλες εξέλιξης και προβλέψεις μετρούμενων μεγεθών ρύπανσης. Για μικρής σημασίας έργα-δραστηριότητες αλλά και για πιέσεις προερχόμενες από μη ρυπαντικές πηγές χρησιμοποιούνται ως παράμετροι αναφοράς άλλα περιβάλλοντα με ανάλογα χαρακτηριστικά. Το βάθος, το εύρος και η έκταση της ανάλυσης σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ανταποκρίνεται τόσο στο μέγεθος των αναμενόμενων σημαντικών επιπτώσεων (άμεσων και έμμεσων), όσο και στις συνεργιστικές επιπτώσεις από άλλα έργα ή δραστηριότητες (υφιστάμενα, υπό κατασκευή ή περιβαλλοντικά αδειοδοτημένα). Σε συνιστώσες του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που
102 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν αναμένονται σημαντικές διαφοροποιήσεις δεν απαιτείται η περιγραφή και η ανάλυση τους, αλλά απλά αιτιολογείται η εκτίμηση αυτή. Στη συνέχεια αναλύονται όλοι οι συντελεστές του περιβάλλοντος και παρατίθενται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχονται στις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Επίσης, αναφέρονται ορισμένες περιπτώσεις που μπορούν να προκαλέσουν διαφοροποιήσεις στις τάσεις εξέλιξης των επιμέρους χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος. 5.1 Μη βιοτικά χαρακτηριστικά 5.1.1 Κλιματικά χαρακτηριστικά Ως κλίμα ορίζεται το σύστημα που χαρακτηρίζεται από τις ανταλλαγές μάζας, ορμής και ενέργειας που συμβαίνουν στη διάρκεια του χρόνου ανάμεσα στους χώρους της ατμόσφαιρας, των εδαφών, των υδάτινων μαζών και της βιομάζας (Βαβίζος και Μερτζάνης, 2003). Τόσο στις Προκαταρκτικές Περιβαλλοντικές Εκτιμήσεις (Π.Π.Π.Α.) όσο και στις Μελέτες των Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.), απαιτείται η περιγραφή του κλίματος στην περιοχή μελέτης. Αυτή επιτυγχάνεται με την παράθεση και αξιολόγηση μετεωρολογικών δεδομένων, που συντελούν στην ταξινόμηση του κλίματος στις βαθμίδες ταξινόμησης. Τα απαιτούμενα μετεωρολογικά δεδομένα, τα οποία κρίνεται σκόπιμο να προέρχονται από τους πλησιέστερους μετεωρολογικούς σταθμούς στην περιοχή μελέτης (με αναφορά στην αξιοπιστία των δεδομένων που προέρχονται από αυτούς), περιλαμβάνουν τα εξής: Στοιχεία θερμοκρασίας αέρα: διακύμανση μέσης μηνιαίας, ελάχιστης μηνιαίας και μέγιστης μηνιαίας θερμοκρασίας. Στοιχεία για την ταχύτητα, την ένταση (μέση μηνιαία ένταση ανέμων), τη διεύθυνση των ανέμων της περιοχής μελέτης και αναφορά στο ποσοστό νηνεμίας. Στοιχεία για την κατάσταση ευστάθειας της ατμόσφαιρας και αναφορά σε συχνότητα εμφάνισης και έντασης καιρικών φαινομένων. Στοιχεία για τη μέση ετήσια και μέση μηνιαία βροχόπτωση, συνολικές μέρες βροχής τον μήνα, μέση μηνιαία σχετική υγρασία, μέση μηνιαία ηλιοφάνεια. Για τα στοιχεία θερμοκρασίας αέρα αναφέρονται επίσης η μέση μηνιαία μέγιστη (ελάχιστη) θερμοκρασία καθώς και η μέση μέγιστη (ελάχιστη) θερμοκρασία του θερμότερου και ψυχρότερου μήνα αντίστοιχα. Επιπλέον, χαρακτηριστικά μεγέθη θερμοκρασίας και βροχόπτωσης αποτελούν:
KΕΦΑΛΑΙΟ 5: Υφιστάμενη και εν δυνάμει κατάσταση των συντελεστών του περιβάλλοντος 103 Μέση ημερήσια Θερμοκρασία: Α. Το άθροισμα των θερμοκρασιών στις 08:00-14:00-20:00 διά 3. Β. Το άθροισμα των θερμοκρασιών στις 08:00-14:00-20:00 2 διά 4, ανάλογα με τη θέση του σταθμού και για την καλύτερη προσέγγιση της τιμής της αληθινής μέσης θερμοκρασίας. Μέση Μέγιστη (Ελάχιστη) Θερμοκρασία: Ο μέσος όρος των ημερήσιων μέγιστων (ελάχιστων) θερμοκρασιών. Απολύτως Μέγιστη (Ελάχιστη) Θερμοκρασία: Η μεγαλύτερη (μικρότερη) θερμοκρασία που παρατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια της περιόδου των παρατηρήσεων. Μέση των απολύτως μέγιστων (ελάχιστων) Θερμοκρασιών: Ο μέσος όρος των απολύτως μέγιστων (ελάχιστων) θερμοκρασιών κάθε μήνα. Μέσο ύψος βροχής (ή υετού) και οι αντίστοιχες μέρες: Για τη μέτρηση αυτήν, υπολογίζονται τα ποσά βροχής και τα ποσά χιονιού. Η απεικόνιση τους πραγματοποιείται συνήθως σε διαγράμματα, όπως φαίνεται και στο Σχήμα 5.1. Σχήμα 5.1: Μέσο μηνιαίο ύψος κατακρημνισμάτων και συνολικές μέρες βροχής. Σε περίπτωση που στην περιοχή μελέτης δεν υπάρχουν μετεωρολογικοί σταθμοί, πραγματοποιείται η προσομοίωση του κλίματος, με τη χρήση διάφορων υπολογιστικών μοντέλων, και αναφορά στις παραδοχές και στην αξιοπιστία αυτών.
104 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων Συνοψίζοντας, στις Π.Π.Π.Α. και στις Μ.Π.Ε. πρέπει να αναφέρονται η κατεύθυνση, η ένταση των ανέμων, το ποσοστό νηνεμίας, οι συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας (εποχιακά), το μέσο ετήσιο ύψος βροχής, καθώς και η συχνότητα εμφάνισης και η ένταση άλλων καιρικών φαινομένων (ομίχλη, ισχυροί άνεμοι, χιονοπτώσεις, τυχόν θερμοκρασιακές αναστροφές), ειδικά στην περίπτωση όπου το εξεταζόμενο έργο-δραστηριότητα συνοδεύεται από εκπομπές σημαντικών ατμοσφαιρικών ρύπων. Η κατάταξη των κλιμάτων αποτελεί ένα πολύπλοκο και πολυδιάστατο ζήτημα που χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα, αφού κάθε ερευνητής προσδίδει διαφορετική βαρύτητα στα διάφορα κλιματικά στοιχεία. Η κοινή συνισταμένη της κλιματικής ταξινόμησης είναι η προσπάθεια υποδιαίρεσης μιας μεγάλης περιοχής σε μικρότερες ζώνες με μια ομογενή σειρά κλιματικών συνθηκών. Οι τεχνικές της κλιματικής ταξινόμησης χρησιμοποιούν: α) σύγχρονες στατιστικές τεχνικές, β) μελέτες ισοζυγίων ενέργειας και μάζας για μεγάλες χρονικές περιόδους και γ) χρησιμοποίηση βασικών κλιματικών παραμέτρων με συνδυασμό αυτών σε συμφωνία με παραδοχές και προϋποθέσεις που θέτει κάθε φορά ο ερευνητής. Ανάλογα με την τεχνική που χρησιμοποιείται στην κλιματική ταξινόμηση, προκύπτουν δύο κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία στηρίζεται στην ατμοσφαιρική κυκλοφορία ή την κατανομή των αέριων μαζών (Floen, Alissov κ.λπ.). Η δεύτερη χρησιμοποιεί τον συνδυασμό των κλιματικών παραμέτρων (Köeppen, Thornthwaite, De Martonne κ.λπ.). Η κλιματική ταξινόμηση κατά Köeppen κατατάσσει τα κλίματα στις πέντε ακόλουθες κατηγορίες, η γεωγραφική κατανομή των οποίων παρουσιάζεται στο παρακάτω σχήμα (Σχήμα 5.2): Το Α εκφράζει κλίματα Τροπικού Δάσους. Το Β αντιπροσωπεύει γενικά ξηρά κλίματα, με υψηλές ή χαμηλές θερμοκρασίες. Το C εκφράζει τα θερμά εύκρατα βροχερά κλίματα, με ήπιους χειμώνες. Το D αφορά στα ψυχρά κλίματα δάσους, με έντονους χειμώνες. Το Ε χαρακτηρίζει τα πολικά κλίματα.
KΕΦΑΛΑΙΟ 5: Υφιστάμενη και εν δυνάμει κατάσταση των συντελεστών του περιβάλλοντος 105 Σχήμα 5.2: Γεωγραφική κατανομή των πέντε βασικών κλιματικών ομάδων κατά Köeppen (Πηγή: http://koeppen-geiger.vu-wien.ac.at/present.htm).
106 Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων 5.1.2 Βιοκλιματικά χαρακτηριστικά Το βιοκλίμα αποτελεί τη βιολογική έκφραση του κλίματος μέσα από τη φυσική βλάστηση (Τσαπρούνης, 1992). Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη συσχέτιση των κλιματικών παραγόντων με τα φυτά και τη φυσική βλάστηση, καθώς τα φυτά συνιστούν τους μόνους ζωντανούς οργανισμούς που είναι αυτότροφοι, και επομένως έρχονται σε άμεση επαφή με τους παράγοντες του περιβάλλοντος, τους οποίους και αντικατοπτρίζουν. Η φυσική βλάστηση αποτελεί τη βιολογική έκφραση του περιβάλλοντος και, πρώτα απ όλα, του κλίματος. Τα βιοκλιματικά χαρακτηριστικά που οφείλουν τουλάχιστον να εμπεριέχονται τόσο στις Π.Π.Π.Α. όσο και στις Μ.Π.Ε. είναι: 1. Bροχοθερμικός δείκτης Q 2 του Emberger (Emberger, 1945), o οποίος αποτελεί συνδυασμό βροχοθερμικών παραγόντων και ηπειρωτικότητας και προκύπτει από τον παρακάτω τύπο: Q 2 = 1000P/ {(M+m) / 2] (M m)}, όπου: P: η ετήσια βροχόπτωση σε mm M: ο μέσος όρος των μέγιστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς στην κλίμακα Kelvin m: ο μέσος όρος των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς στην κλίμακα Kelvin. Ο όρος (M+m)/2 αποτελεί τη βιολογική μέση θερμοκρασία, καθώς οι ακραίες θερμοκρασίες επηρεάζουν τη βλάστηση. Επίσης, ο όρος Μ-m δείχνει το εύρος ηπειρωτικότητας του κλίματος και έμμεσα εκφράζει και τον παράγοντα «εξάτμιση». Όσο μικρότερη τιμή λαμβάνει ο δείκτης Q 2, τόσο ξηρότερο είναι το κλίμα. Με βάση τις τιμές του Q 2 και την τιμή του m, ο Emberger συντάσσει τα λεγόμενα κλιματικά διαγράμματα. 2. Βιοκλιματικοί όροφοι του μεσογειακού βιοκλίματος με τις σχετικές ταξινομήσεις κατά UNESCO-FAO (UNESCO-FAO, 1969). Οι βιοκλιματικοί όροφοι προκύπτουν ως πεδία στο βιοκλιματικό διάγραμμα των Emberger και Sauvage. Στο διάγραμμα αυτό, στον άξονα x, απεικονίζεται ο μέσος όρος των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα του έτους και, στον άξονα y, ο βροχοθερμικός δείκτης που αναλύθηκε παραπάνω. Η τοποθέτηση των μετεωρολογικών σταθμών της Ελλάδας στο βιοκλιματικό διάγραμμα των Emberger και Sauvage παρουσιάζεται στο Σχήμα 5.3. Στην Ελλάδα, προκύπτουν τέσσερις βιοκλιματικοί όροφοι (υγρός, ύφυγρος, ξηρός και ημίξηρος) και τέσσερις υπο-όροφοι με βάση την τιμή του m ( C) χειμώνας θερμός (m>7 C), χειμώνας ήπιος (3<m<7 C), χειμώνας ψυχρός (0<m<3 C) και χειμώνας δριμύς ( 10<m<0 C).
KΕΦΑΛΑΙΟ 5: Υφιστάμενη και εν δυνάμει κατάσταση των συντελεστών του περιβάλλοντος 107 Σχήμα 5.3: Τοποθέτηση μετεωρολογικών σταθμών της Ελλάδας στο κλιματόγραμμα Emberger-Sauvage. 3. Ξηρότητα του βιοκλίματος (διάρκεια και ένταση της θερινής ξηρασίας), η οποία προκύπτει με τον συνδυασμό μηνιαίων βροχοπτώσεων και μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών από τα ομβροθερμικά διαγράμματα (Bagnouls and Gaussen, 1953). Το ομβροθερμικό διάγραμμα αποτελεί τη γραφική παράσταση σε ένα διάγραμμα των μέσων μηνιαίων θερμοκρασιών σε oc και των μηνιαίων υψών βροχής σε mm. Η κλίμακα των υψών βροχής είναι διπλάσια από αυτήν των θερμοκρασιών. Σύμφωνα με τους Bagnouls and Gaussen, ένας μήνας χαρακτηρίζεται ως ξηρός, όταν το σύνολο των κατακρημνισμάτων του είναι ίσο ή μικρότερο από το διπλάσιο της μέσης θερμοκρασίας του μήνα (P < 2T), και υπόξηρος, όταν ισχύει η σχέση (2T < P < 3T). Παράδειγμα ομβροθερμικού διαγράμματος κατά Bagnouls and Gaussen δίνεται στο παρακάτω σχήμα (Σχήμα 5.4). Η κλειστή περιοχή μεταξύ των δύο καμπυλών του διαγράμματος δείχνει τη διάρκεια της ξηροθερμικής περιόδου και την ένταση της ξηρασίας.