Bαγγιλισµός, o ο Ευαγγελισµός, η 25η Μαρτίου, [αρχ. εαγγέλιον > µσν. εαγγελισµός].



Σχετικά έγγραφα
Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

«Η νίκη... πλησιάζει»

Caroline Pluvier & Ruud Schreuder 1

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

βάτραχος: «σα τ βαθρακού πητάξαν όξου τα μάτια τ» βακέτα (η) < ιταλ. vacchetta (δαμάλι)

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Caroline Pluvier & Ruud Schreuder 1

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Kangourou Greek Competition 2015

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Το σχολείο και το προαύλιο

Ήθη και έθιμα του Πάσχα σε όλη την Ελλάδα

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Ενδυμασία και Μόδα από τους προϊστορικούς μέχρι τους νεώτερους χρόνους

Θέµατα Καγκουρό 2010 Επίπεδο: 1 (για µαθητές της Γ' και ' τάξης ηµοτικού)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α ΜΕΡΟΣ. Μαθαίνω να σχηµατίζω απλές προτάσεις Μαθαίνω να οµορφαίνω τις προτάσεις µου... 17

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Είμ ένα μικρό παιδάκι Έχω κόκκινο μαλλάκι Μπλε βουλάτο φουστανάκι. Με λένε Ζωζώ Και βρίσκομαι εδώ Μουσική να σας μάθω Στο βιβλίο να γράφω Που είν

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Το αγαπημένο μου ζώο. παπαγάλος. μου το πήρε η μαμά τα Χριστούγεννα έχει χρώμα μπλε και κόκκινο και το κεφάλι του είναι πράσινο.

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ 3/ΘΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΚΟ ΧΟΛΕΙΟ ΝΕΟΧΩΡΑΚΙΟΤ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ

Φθινόπωρο μύρισε το σχολειό ξεκίνησε. Αχ! Πέφτει χιόνι και το σπουργίτι το μικρό αχ πώς κρυώνει. Όλα ανθισμένα και ο ήλιος γελά.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

2 Aγαπώ τα ζώα. Δείτε και δείξτε. η γάτα ο σκύλος το καναρίνι. η κατσίκα η αγελάδα το πρόβατο. το γουρούνι το άλογο το γαϊδούρι

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Σαν βγεις στο πηγαιμό για της Κύπρου μας τα δάση. Ε τάξη Εκπαιδευτικός: Μαρία Χατζηαυξέντη Σχολ. Χρονιά:

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού


Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ

Δεύτερη Πράξη. Σκηνή 3 η

ΠΑΙΧΝΙ ΙΑ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ.

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη»

Το αγαπημένο μου ζώο

Όνομα Ομάδας:... Μέλη της ομάδας : Τάξη:... Ημερομηνία επίσκεψης:...

Το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ζωτική ανάγκη για κάθε νεαρή ζωή μέσα στη φύση. Το συναντάμε στα ζώα που τρέχουν, πηδούν, παίζουν μεταξύ τους, με

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

Ο κύριος ΚΟΚ. 1ος. ΚΥΡ. ΚΟΚ: Στην πόλη µόλις έφτασα, από µακρύ ταξίδι κι αµέσως θα σας συστηθώ ή µε γνωρίζετε ήδη;

Α ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΙΟΥ ΤΑΞΗ Δ 1

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

«Τι να λέω Τι να λέω»

«Του πιδούδ' μι ντ πίτα»

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Έφη Και Ελένα

1ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ Γ ΤΑΞΗ. Υπεύθυνη δασκάλα: Καρακάση Μαρία Σχολικό Έτος:

«ΖΩΑ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Επαγγέλματα που έχουν εκλείψει

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Όνομα Ομάδας:... Μέλη της ομάδας : Τάξη:... Ημερομηνία επίσκεψης:...

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

General Music Catalog General Music ΠΥΡΓΑΚΗ ΦΥΛΙΩ. page 1 / 5

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

Κατσούνα, σαρίκι και στιβάνια -Τα αξεσουάρ των αγροτών της Κρήτης

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Ζακόκ. Πεπέκης Κωνσταντίνος

Όνομα Ομάδας:... Μέλη της ομάδας : Τάξη:... Ημερομηνία επίσκεψης:...

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Bάτραχοι στη λίμνη. Παιχνίδια Συνεργασίας Επίπεδο 1,2

Transcript:

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Β Β Bαγγιλισµός, o ο Ευαγγελισµός, η 25η Μαρτίου, [αρχ. εαγγέλιον > µσν. εαγγελισµός]. βαγιόνια, τα τα βαρέλια, ξηνταδυό βαγιόνια να γιµίσουµι, στη Φραγκιά να πα να τα πουλήσουµι, (Ν.Π.γ τρ. 265.1), [σλ. vagan > µσν. βαγοίνιον]. βαγιουνάς, ο βαρελάς, τεχνίτης που έφτιαχνε βαρέλια, [βαγιόνια]. βαγόνια, τα τιλάρα που σύρονταν πάνω σε γραµµές, [ιταλ. vagone]. βάζου 1 ρ., έβαζα, έβαξα, µέλλ. θα βάξου, ηχώ, παράγω κρότο, έβαζι του κανόν(ι) = έκανε κρότο, ακουγόταν το κανόνι, δες και βάχνου, πρ. βάζι, βάζντι, βάξι, βάξτι, [αρχ. βάζω(=οµιλώ, λέγω), Οµηρος ξ. 92, σ. 167]. βάζου 2 ρ., έβαζα, έβαλα/έβανα, βάλθκα, τοποθετώ, ξεκινώ, µέλλ. θα βάλου/θα βάνου, πρ. βάζι, βάζντι, βάνι/βαν/βάλι/βάλις (Ν.Π. γ τρ. 126.2), βανίτι/βαλίτι/βάλτι, βαλθούς, βαλθίτι τι τα έβαλτι τα πράµατα µέσα νουρίς-νουρίς; του βάζου στου πουδάρ(ι), βαν τ ς του = βάλε το σ αυτήν/αυτούς/αυτές, βάντου τ ς του φουστάν(ι), δες πρµ. 165, λ.γ. 10 και 26, [αρχ. βιβάζω]. βαθαίνου ρ., βαθύνισκα/βάθινα, βάθυνα, βαθαίνω, κάνω κάτι βαθύ, µτφ. στενοχωριέµαι, τα παίρνω πολύ στα σοβαρά, µην τα βαθαίντς Γιώργη, θα πιράσουν ούλου τουν βάθινι του λάκου κι ούλου απάν-απάν ήταν τώρα που του βάθυνα τ αυλάκ(ι) απόλνα του νιρό, [αρχ. βαθύνω]. βάθουµα, το το βαθύ µέρος, το βαθούλωµα, [αρχ. βαθύνω]. βάθρακας, ο βάτραχος, πληθ. βαθρακοί, [αρχ. βάτραχος]. βάι επιφ., αλίµονο, δες δηµ. τρ. 12.1, [τουρ.vay > µσν. βάι]. βάια, τα {βά-ια}, βάγια, φύλλα και κλαδιά από το φυτό άφνη η ευγενής, [αρχ. βάις > µτγν. βάιον(βάγιο)]. Βαϊός, o {Βα-ιός}, η Κυριακή των Βαΐων. βάκα-βούκα λ. για το κλάµα του µωρού, όλ(η) νύχτα βάκα-βούκα του πιδί, ντιπ δεν κµήθκα, **[δες βάχνου]. βακούφ(ι) εκκλησία, επ. βακούφκους, -κ(η), -κου, [τουρ. vakif]. βαλανάδις, οι λέγονταν κοροϊδευτικά οι Χαλκιδικιώτες, προφανώς επειδή προέρχονταν από τόπο ορεινό, που είχε άφθονα βαλανίδια ή κατά άλλη εκδοχή, γιατί άλεθαν τα βαλανίδια και το αλεύρι που έπαιρναν από αυτά το ανακάτωναν µε το αλεύρι των σιτηρών για να κάνουν ψωµί, [βαλάν(ι)]. βαλάν(ι), το καρπός από πουρνάρ(ι) ή κλαδί, µτφ. το βουνό, δες πρµ. 394, αλλ. βαλανίδ(ι), [αρχ. βάλανος]. βαλανίδ(ι), το στοµάχι της κότας, αλλ. το βαλάν(ι). βάλις πρ. του ρ. βάζου 2, βάλις µαχαίρι στην καρδιά (Ν.Π. γ. δηµ. τρ. 126.2). βάλτα, η βάλτος, η περιοχή που προήλθε από την αλλαγή της κοίτης του Στρυµόνα και την αποξήρανση του έλους της παλιάς κοίτης, [1. σλ. blato > µσν. βάλτον (Λ. Αν.). 2. ιταλ. balta, (Π.Βλ.)]. 77

78 Νίκος Λ. Πασχαλούδης βάµµα, το χρώµα, βαφή, µπογιά πο χουν στ αχείλι βάµµα/ρόδα στο µάγουλο ελιά, (Ν.Π.γ τρ. 72.1), [αρχ. βάπτω]. βαµπακίτς, ο αυτός που τα µαλλιά του είναι άσπρα σαν το βαµπάκ(ι), ο ασπροµάλλης, γίνκι βαµπακίτς Γιώργης, [µσν. βάµβαξ > υποκ. µσν. βαµβάκιν]. βαµπακουτό λεπτό στρώµα για τα βρέφη, που ήταν φτιαγµένο από βαµβάκι και έµπαινε κάτω από την πάνα, [βαµβάκι > βαµπάκ(ι), δες βαµπακίτς]. βάµπλας, ο κάνθαρος, σκαθάρι της οικ. σκαραβίδαι, πληθ. βαµπούλ(οι), υποκ. το βαµπλούδ(ι), **[αρχ. βόµβος > αρχ. βοµβυλις (> µπάµπουρας, δες Λ.Αν.)]. βαµπούλις, οι δες παπάλις, (Νιγρ.), **[βάµπλας, πιθανώς από το σχήµα τους]. βαµπούλ(οι), οι δες βάµπλας. βάνου, θα ρ. τύπος γνωστός ως µέλλ. του βάζου 2, αφού το ρ. βάνω(=βάζω) δε χρησιµοποιείται, [βάζου 2]. βάξ(ι)µου, το απότοµος ήχος, κρότος, έκανι ένα βάξ(ι)µου, µα τι, [βάζου 1/ βάχνου > έβαξα, αρχ. βάξις]. βάξου, θα µέλλ. των ρ. βάχνου και βάζου 1, θα σι δώσου µια, σιαρτ θα βάξ(ει). βαραίνου ρ., βάρινα, βάρυνα, βαραίνω, γίνοµαι βαρύς, χάνω τις δυνάµεις µου από γεράµατα, όλου του χρόνου βάρινα βάρυνι Βαγγιλιώ, [αρχ. βαρύνω]. βαρακούου ρ., για αρ. χρ. δες ακούου, είµαι βαρήκοος, [αρχ. βαρς + ακούου]. βαράου, -ώ ρ., βαρούσα, βάρισα, δέρνω, βαρένω, χτυπώ, σκοτώνω, πληγώνω, βάρισι ήλιους πρ. βάρα, βάρι, βαρίτι, βάρι τουν µην τουν αφήντς βαρίτι κι γω είµι δω, δες πρµ. 98, πρµ. φρ. 117 και 165, αλλ. βαρένου, [αρχ. βάρος > µτγν. βαρέω]. βαρβάρα, η νηστήσιµος κουλλυβόζµους που γίνεται µόνο µε καρύδια και σάµ(ι), χωρίς γάλα, [όν. Βαρβάρα, επειδή τον έφτιαχναν τη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας]. βαρβάτους, -τ(η), -του γερός, δυνατός, ικανός, άξιος, πλούσιος, για αρσ. ή ουδέτερο αµπούρτστους, αλλ. βαρβάτκους,-κ(η),-κου, βαρβάτου/-τκου άλογου, [λατ. barba (= γενειάδα) > barbatus(= αυτός που έχει γένεια, όρχεις) > µσν. βαρβάτος]. βάρδαλου, το στενή δερµάτινη λουρίδα του παπουτσιού, που είναι γύρω-γύρω στο παπούτσι και πάνω στην οποία ράβονται η σόλα και το φόντι, **[βεν. barda > βάρδα(= φυλάξου, παραµέρισε)]. βαρεί ρ., παρ. βαρούσι, ρ. τύποι που χρησ. µε τη σηµ. του σκέπτοµαι σοβαρά, υπολογίζω, σε φρ. όπως θαρρείς µι βαρεί γνώµ(η) να ξικνίσου προυί-προυί; σι βαρούσι να ρτεις; δες και πρµ. φρ. 30, [δες βαρένου]. βαρέλ(ι), το βαρέλι, παιχν. µε το κράτηµα ισορροπίας πάνω σε ένα κυλιόµενο βαρέλι, δες παραλλαγή του στο αρχ. παιχν. σκωλιασµός, [ιταλ. barella > βαρέλι]. βαρένου ρ., βάρινα, βάρισα, δέρνω, χτυπώ, τουν βάρινα µέχρι να πει ναι, έπισα κι βάρισα, δες πρµ. 89 και 98 πλειοδοτώ σε δηµοπρασία, του βάρισι παραπάν του χουράφ(ι) κι του πήρι η φρ. βαρένου πις έχει τοπική αλλά και χρονική σηµασία, βάρισα πις στου σ(η)µάδ(ι), φάτι κουµπάκις να βαρέσ(ει) πις του ψουµούδ(ι) για πρ. δες στο βαράου, βαρίτι µη φουβάστι, [αρχ. βάρος > µτγν. βαρέω]. βαριά, η {-ργιά}, µεγάλο σφυρί, αλλ. το βαριό, [αρχ. βαρε"α]. βαριά, η {-ριά}, βαριά, θηλ. του βαρύς, [αρχ. βαρύς]. βαριέµι, -ιούµι ρ., βαριούµαν, βαρέθκα, βαριέµαι, του πουλύ του κυρ ιλέισουν του βαριέτι κι παπάς, [βαρένου]. βαριλοσάνδου, το η βαρελοσανίδα, [βαρέλι + αρχ. σανίδιον].

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Β βάριµα, το χτύπηµα, πληγή, [βαρένου]. βαριµένους, -ν(η), -νου χτυπηµένος, τρελός, αυτός που τον βάρισι η τρέλα, [βαρένου]. βάρκα, η βάρκα, ως παιχν. είναι χαρτοκατασκευή οµοιώµατος βάρκας, παραλλαγή του παιχν. αργαλειός 3 και είδος κούνιας την κούνια την αποτελούσαν τρία σκοινιά, από τα οποία το ένα ήταν λίγο µακρύτερο από τα άλλα δυο, δες και κούνις, [αρχ. β$ρις > λατ. barca > µσν. βάρκα]. Βαρόσ(ι), το γειτονιά στο κέντρο της σηµερινής Νιγρίτας, που πριν την ενοποίηση µε τη Σούρπα ήταν στην άκρη της πόλης, [τουρ. varoş(=προάστιο)]. βαρύ, το η κ. σηµ., πολυτελές ύφασµα για την τοπική ενδυµασία το χωράφι ή το ξερό καπνό στα σαντάλια µε υπερβολική υγρασία, που γι αυτόν το λόγο δεν είναι κατάλληλο για δουλειά, όπως παστάλιασµα, ζιουβγάρσµα κλπ., [αρχ. βαρύς]. βασάντζµα, το βασανισµός, [αρχ. βασανίζω]. βασγκιντώ ρ., βασγκιντούσα, βασγκέτσα, βαριέµαι, [vazgeçmek(=βαρυέµαι, παραιτούµαι από κάτι) > vazgeştim > βασγεστίζω]. βασιλιάς, ο όρος του παιχν. τσίκα, µια πλευρά από το κότσ(ι), δες κουκκαλάκ(ι), [αρχ. βασιλες > µσν. βασιλέας]. βασ(ι)λικιές, -κιάς µυρωδιά βασιλικού, βασ(ι)λικιές µυρίζ(ει), [βασ(ι)λικός]. βασ(ι)λικός, ο το φ. βασιλικός, Ώκιµον το βασιλικόν, [αρχ. βασιλικός]. βασλεύου ρ., βασίλιβα, βασίλιψα, δύω, µτφ. νυστάζω, βασλεύ(ει) ήλιους, [αρχ. βασιλεύω]. βασταγαριά, η {-ριά}, διχαλωτό ξύλο που βάσταζε από τη µια µεριά το φορτίο µεχρι να φορτωθεί το ζώο κι από την άλλη, [αρχ. βαστάζω > βασταγή]. βάσταγας, ο δες βάστακας, υποκ. τα βασταγούδια, [βαστάου]. βασταγµένους, -νη, -νου εύπορος, γερός, δυνατός, αλλ. βασταµένους, [βαστάζου]. βαστάζου ρ., παρ. βάσταζα, για λοιπά δες βαστάου. βάστακας, ο µικρή πλαγιά, γεµάτη θάµνους οι οποίοι κρατούν το χώµα, αλλ. βάσταγας. βαστάου, -ώ ρ., βαστούσα, βάσταξα/βάστηξα, βαστάχκα/βαστάθκα/βαστήθκα, βαστάω, κρατώ, αντέχω, σηκώνω, [αρχ. βαστάζω]. βατά, τα οι βατσινιές, τα βάτα όπου είχι λάσπις κι βατά τραβούσι του βουβάλι, (Ν.Π.γ τρ. 384.0), [αρχ. βάτος]. βατσ(ι)νιά, η βατσινιά, βάτος, [βάτσ(ι)νου]. βάτσ(ι)νου, το βάτσινο, βατόµουρο, ο καρπός της βατς(ι)νιάς, [αρχ. βάτος > µσν. βάτσινον]. βάφτζµα, το βάπτισµα, βάφτιση, [αρχ. βάπτισµα]. βαχ επιφ. αναστεναγµού, [1. τουρ. vah, **2. βάχνου]. βάχνου ρ., έβαχνα, έβαξα, βάζου 1, θα βάξ(ει) του κανόν(ι), [ρίζα ΒΑΓ > αρχ. βέβαγµαι(παρακείµενος του αρχ. βάζω), βέβακται λόγος, Όµηρος θ. 408, βεβάκτης(=αυτός που οµιλεί µεγαλοφώνως)]. βγάζου ρ., έβγαζα, έβγαλα, βγήκα, βγάζω, µτχ. βγαζµένους, τα έβγαλτι = τα βγάλατε στο γ ενικό πρόσ. χρησ. για τον προσδιορισµό των συχνών εξόδων από το σπίτι προς τον ανα-γκαίου για σωµατική ανάγκη, µ έβγαλι τρεις φουρές = έχω διάρροια και αποπάτησα τρεις φορές, [αρχ. 'κβιβάζω >...> 'βγάζω]. 79

80 Νίκος Λ. Πασχαλούδης βγαίνου ρ., έβγινα/ίβγινα/ίβγινισκα, βγήκα, βγαίνω, τ νύχτα δεν ίβγινισκαµι όξου κερδίζω παιχνίδι στα χαρτιά, έκανα τρεις ξιρές κι βγήκα, [αρχ. 'κβαίνω >... > 'βγαίνω]. βγάλσ(ι)µου, το βγάλσιµο, το αποτέλεσµα του βγάζου, υδαρής εκκένωση, διάρροια, τσίρλα, δες και σουσούρα, [βγάζου]. βδόµαδους, ο εβδοµάδα, ήρτι Τέτραδους, πάει βδόµαδους, (πρµ. 128), [αρχ. (βδο- µάς]. βέλου, το λεπτό ύφασµα από τούλι πίσω από το κεφάλι της νύφης, [λατ. velum > βυζ. β)λον > βέλον]. βέργα, η βέργα, σαρίκ(ι), αρµαθιά του καπνού, µπούρλιασα δέκα βέργις, µτφ. κορίτσι, όλες οι βέργις είνι δω, (Ν.Π.γ τρ. 21.1), [ιταλ. verga > µσν. βέργα]. βέστα, η είδος γιλέκου της τοπικής ενδυµασίας, που κούµπωνε πλάγια στον ώµο, [λατ. vesta]. βζάνου ρ., βύζανα/ βύζινα, βύζαξα, βυζάχκα/ βζάχκα/ βζάθκα, βυζαίνω, θηλάζω, µέλλ. θα βζάξου, άσι τ αρνιά να βζάξουν, [µτγν. µυζάω > µσν. βυζάνω]. βζάξ(ι)µου, το βύζαγµα, βύζασµα, θηλασµός, [βζάνου]. βζαχταρούδ(ι), το το µικρό παιδί που θηλάζει, υποκ. της λ. βυζαχτάρ(ι). βζι, το βυζί, µαστός, στήθος, [µτγν. βυζίον]. βζου, η βυζού, βυζαρού, [βζι]. βηχάου, -ώ ρ., βηχούσα, βήχηξα, βήχω, [αρχ. βήσσω > έβηξα]. βιβάδα, η δες λιβάδα, [ιταλ. evviva > επιφ. εβίβα + λιβάδα]. βιδουλόους, ο βιδολόγος, κατσαβίδι, [βεν. vida > βίδα + -λόους]. β(ι )ζ λ. για την απόδοση του βόµβου που δηµιουργούν τα έντοµα. βίζιτα, η επίσκεψη ιατρική, ονοµαστική γιορτή στην οποία δέχονται επισκέψεις, έχουµι βίζιτα... = έχουµε γιορτή στο σπίτι...[λατ.. visito]. Βιζνίκους, το το παλιό όν. του χωριού Άγιο Πνεύµα, [Μ.Τ. beznik]. βίθρα, η το ζώο ενυδρίς, κ. βίδρα, [σλ. vidra]. βίκο λ. των παιχνιδιών, βγήκα µπαίνω µπαίνω βίκο φουνάζω πιτσιρίκο, (Ν.Π.γ τρ. 709.0), **[παραφθορά της λ. βγήκα]. βιλίκς, ο προσων., δες πρµ. φρ. 17, [τουρ. veli(=άγιος, κηδεµόνας) + κατ. -κς]. βιντούζα, η βεντούζα, σικύα, µτφ. αυτό που προσκολλάται πολύ δυνατά, αλλ. πουτήρ(ι), [λατ. ventus(=άνεµος, αναρρόφηση κενού)]. βιο, το το βιος, τα υπάρχοντα, [αρχ. βίος]. βιουλιά, τα τα µουσικά όργανα, βιολί, ούτι, κλαρίνο κά., εκτός από νταούλια και ζουρνάδες, που παίζανε στους γάµους ή σε κέντρα διασκέδασης, αλλ. όργανα, [βεν. violin]. βίρακας, ο κοίλωµα στην όχθη ή και στην κοίτη ποταµού γεµάτο µε νερό, συνήθως εκεί που σχηµατίζονταν µικροί καταρράκτες, (Λ.Ηπ. βύραγγος, β'ρό, ουβίρα, βιράνα), [αλβ. vire(=οπή)/σλ. vir > µσν. βιρς(=τέλµα) + -ακας]. βιρβιρίτσα, η βερβερίτσα, σκίουρος, [σλ. ververitsa]. βιργιά, η χτύπηµα µε βέργα, [βέργα]. βιργιάνς, -νου, -νκου αρρωστιάρης, αδύνατος σαν τη βέργα, επ. βιργιάνκους, -νου, -νκου, [1. τουρ. viran(= ερείπιο), 2. βουλ. virian(=αδύναµος)]. βιργούδις, οι οι µικρές σιδερόβεργες στις οποίες περνούσαν τα καλάµια για το

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Β ίδιασµα, [βέργα]. βιρισέ επίρρ., χωρίς χρήµατα, µε πίστωση, δες και τζιάµπα, [τουρ. veresiye]. βιρνίκ(ι), το χαρακτηρισµός ανθρώπου ιδιότροπου, οξύθυµου, ανθρώπου που δε βρίσκεται η άκρη του, που δεν πιάνεται από πουθενά, [µτγν. βερνίκιον]. Βιρτζιανοί, οι αλλ. οι Φιρτζιανοί, δες πρµ. 182. βιτούλ(ι), το το αχρόνιστο κατσίκι, [λατ. vitulus > βιτούλιον]. βίτσα, η λεπτή βέργα, (Νιγρ.), [λατ. vitea > µσν. βίτσα]. βλαστ(η)µώ ρ., βλαστ(η)µούσα, βλαστήµσα, βλαστηµώ, [αρχ. βλασφηµ, > µσν. βλαστηµ,]. βλαστουλουγώ ρ., βλαστουλουγούσα, -λόγσα/-λόησα, καθαρίζω το αµπέλι από παραπανίσια φύλλα και βλαστάρια, [αρχ. βλαστς + -λουγώ]. βλαχάθκους, -κ(η), -κου βλάχικος, κουντά στα βλαχάθκα τα σπίτια είνι κι του θκο µας, αλλ. βλαχίτκους, [µσν. βλάχος(δες βλαχίτκους) + -άθκους]. βλαχίτκους, -κ(η)/-κια, -κου βλάχικος, αλλ. βλαχάθκους, [αρχ. γερµ. walf-volk (= λατινόφωνος) > σλ. vlah > µσν. βλάχος + -ίτκους]. βλουγιάρς, -ρου, -ρκου ευλογιάρης, αυτός που έχει σηµάδια από την ευλογιά, [αρχ. ελογία > ευλογιά (η ασθένεια) > ευλογιάρης]. βλουηµένους, -ν(η), -νου ευλογηµένος, [αρχ. ελογ, > ευλογηµένος]. βλου(η)τός, o o ευλογητός, η έναρξη της θείας λειτουργίας, έβανι παπάς βλου(η)τό, [επειδή οι περισσότερες ακολουθίες αρχίζουν µε τη φρ. ''ευλογητός ο Θεός...'']. βνια, η η κοπριά των βοοειδών σε κάθε περίπτωση και του αλόγου ή των άλλων µεγάλων ζώων όταν είναι υδαρής, µτφ. ο τεµπέλης/-λα, δες και κουράδα, [αρχ. βο.ν (=σταύλος βοδιών) > βοωνία > βουνία]. βνιούµι ρ., βνιούµαν, βνίσ(η)κα, για ζώα κοπρίζω, βνίσ(η)κι τ άλουγου, είνι καλά = έκανε υδαρή κοπριά το άλογο, η φρ. λεγόταν όταν ένα άλογο κόπριζε µετά από καρδόπουνου, [βνια]. βόδαρους, ο µεγάλο βόδι, µεγεθ. της λ. βόδ(ι), [βόδ(ι) + -αρους]. βόδ(ι), το βόδι, µεγεθ. ο βόδαρους, ο βουδαριάκους, [αρχ. βο/ς > µσν. βόδιν]. βόθα, βόθσι βοήθα, βοήθησε, πρ. του ρ. βουθάου. βόθµα, το η βοήθεια στη δουλειά, η συµπαράσταση, Βαΐτσα θέλ(ει) λίγου βόθµα, [βουθάου]. βόλτα, η η γύρα, το πήγαινε-έλα σε κεντρικό δρόµο τα βράδια της Κυριακής ή στις µεγάλες γιορτές, [ιταλ. volta]. βότρα, η βότριδα, σκώρος, [ευρώς(=µούχλα) > αρχ. βρ,τις/ερωτίδα > βότριδα]. βούβα, η σιωπή, βουβαµάρα, [βουβός]. βουβαλάρ(η)ς, ο ιδιοκτήτης ή βοσκός βουβαλιών, [αρχ. βούβαλος]. βουβαλνός, -νιά, -νό ο αναφερόµενος στα βουβάλια, αλλ. βουβαλίτ(ι)κους, -κ(η), -κου, [αρχ. βούβαλος]. βούβλιακας, ο υβρ. ο βουβός, αυτός που δεν µιλά άνετα, [βουβός]. βουβό νιρό αµίλητο νερό το έπαιρναν από τη βρύση της γειτονιάς χαράµατα του πουδιακού χωρίς να µιλούν και στο δρόµο το έρριχναν λίγο-λίγο λέγοντας µε το µυαλό τους για τον καινούριο χρόνο την ευχή, όπους τρέχει του νιρό έτσ(ι) να τρέχ(ει) του βιο στου σπίτ(ι)... βουβός, -βιά, -βό βωβός, [µτγν. βωβός]. 81

82 Νίκος Λ. Πασχαλούδης βουδαριάκους, ο µεγάλο βόδ(ι), µεγεθ. της λ. βόδαρους, [βόδαρους + -ιάκους]. βουδιάζου ρ., βουδίαζα, -σα, ευωδιάζω, [αρχ. εώδης]. βουδόγλουσου, το είδος φυτού µε στενόµακρα σαρκώδη και χνουδωτά φύλλα και µε µικρά γαλάζια λουλούδια, Anchusa officinalis, [βόδ(ι) + αρχ. γλ,σσα]. βούζα, η κοιλιά, υποκ. η βουζίτσα, (Νιγρ.), µεγεθ. βουζαριάκα/βουζαρίκα, δες πρµ. 2, και 206, [1. **αρχ. βύω(=γεµίζω µε κάτι), δες και αρχ. βύζω, µε υ > ου. 2. (Π.Κ.) λ. βαλκ. άγνωστης προέλευσης, ρουµ. buzǎ, βλάχ. budzǎ, αλβ. buzë, βουλ. buza]. βουζαράς, -ρού, -ράθκου κοιλαράς, αλλ. βουζαρλής, [βούζα]. βουζαρίκα, η µεγάλη βούζα, πλιούκ(ι) βουζαρίκα = είναι γεµάτη η κοιλιά, κι ακούγεται σαν πλιούκ(ι), αλλ. η βουζαριάκα, το βουζαρίκ(ι), (Νιγρ.), [βούζα]. βούζ(ι), το δέντρο µε πολλή ψίχα, εντεριώνη, στο εσωτερικό του ξύλου, από το οποίο γίνονταν τα πλιούκια, σαµπούκος ο µελανός, Sambucus nigra, κ. κουφοξυλιά, αφροξυλιά, στη Νιγρ. το παιχν. πλιούκ(ι) από το άνθος του έκαναν αφέψηµα για το άσθµα, [1. Λ.Ηπ. βυζ. βουζία. 2. **βούζα. 3. βουλ. băz. 4. διαλ. ρωσ. buz]. βούζια, τα {-ζια/-ζγια}, το φ. Sambucus ebulus, θαµνώδη και δηλητηριώδη χόρτα, που µυρίζουν άσχηµα και δεν τα τρώνε τα ζώα τα χρησιµοποιούσαν ως «λιπαντικό» για τον άξονα στις ξύλινες κούνιες της Πασχαλιάς, δες κούνις, και για να µαλακώνουν τα σαντάλια από τον καπνό, όταν ήθελαν να κάνουν τόγκες και δεν είχαν διαθέσιµο κουί, αραδιάζοντας µε τη σειρά βούζια-καπνό-βουζια κ.ο.κ. είναι του ίδιου γένους µε το δ. βούζ(ι). βουζού, η κοιλαρού, [βούζα]. βουθάου, -ώ ρ., βουθούσα, βόθσα, βουθήσ(η)κα/βουθήθκα, βοηθώ, ως παθ. βουθιούµι = αλληλοβοηθιέµαι, πρ. βόθα, βουθάτι, βόθσι, βουθίστι, βουθστούς, βουθστίτι, [αρχ. βοηθέω]. βουίζου ρ., βού(ι)ζα, βούιξα, βουίζω, παράγω βοή, ο παρ. και ο αόρ. προφ. άλλοτε ως δισύλλαβες κι άλλοτε ως τρισύλλαβες λ., [αρχ. βο,]. βούλα, η στίγµα από χρώµα/λέρα, στίγµα στα ζώα, στα φύλλα, σηµάδι, [λατ. bulla]. βουλάει, -εί ρ., χρησ. στο γ' προσ. βουλούσι, βόλιψι, βολεί, βολεύει, είναι µπορετό, υπάρχει αρκετός χώρος, δε µι βουλάει = δεν µε βολεύει, [αρχ. ε3βολος]. -βουλάου -βολώ, κατ. ρ. της αρχ. ελλ. από επίθετα σε -βόλος, π.χ. µουσκουβουλάου. βουλεύου ρ., βόλιβα, βόλιψα, βουλέφκα, βολεύω, τακτοποιώ πράγµατα, τα βόλιψις πάλι κι ξιθάρισις, [αρχ. ε3βολος]. βουλή, η βολή, βόλεµα, ευκολία, µτφ. φνου βουλή δε βρίσκιτι, [βουλεύου]. βουλιάζου ρ., βούλιαζα, βούλιασα, δηµιουργώ ή αποκτώ βούλες, τα καπνά µας τα κλεισι κιρός κι βούλιασαν =... τα ξερά φύλλα του καπνού γέµισαν µαύρες βούλις, [βούλα]. βουλ(ι)κός, -κιά, -κό βολικός, [βουλεύου]. βουρ χτύπα, χτυπάτε, βαράτε, **[πιθανώς από συγκοπή της λ. βούρδουλας(< βούρδουλος < βούρδουρος < αρχ. βούδορος(=ραβδί µε το οποίο έδερναν τα βόδια)]. βουρλίδα, η η πλεξίδα των µαλλιών στις φουστανούσις, που γίνονταν από δικά τους ή από ξένα µαλλιά. Τις ξένες βουρλίδις, τις πιρούκις, τις χρησιµοποιούσαν για να µεγαλώνουν στην εµφάνιση τα δικά τους ή για να στολίζουν το φέσι της παραδοσιακής στολής τους, [αρχ. βρο/λλον/βρ/λλον > µσν. βο/ρλον > βούρλο].

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Β βουρλίδ(ι), το ο τρελός, (Νιγρ.), [µσν. βο/ρλον > βουρλίζω]. βουρτίκια, τα τα ορτύκια σφάζουν αρνιά, σφάζουν τραγιά, περδίκια και βουρτίκια, (Ν.Π.γ τρ. 365.6), [αρχ. 4ρτυξ > µσν. 5ρτύκιν > ορτύκι]. βουρός, ο περιφραγµένο µέρος στο οποίο µαζεύονται τα πρόβατα για το άρµεγµα, [σλ. obor > βορός (=αυλή)]. βουρτσίδια, τα αλλεργική εκδήλωση µε πολλά µικρά σπυράκια, που την αντιµετώπιζαν τρίβοντάς τα µε άµµο που έπαιρναν κάτω από κυδωνιά, δες ιδρουτήρια, [µσν. βούρτσα]. βουσκάου, -ώ ρ., βουσκούσα, βόσκησα/βόσκσα, βοσκώ, Γιώργης τα βόσκσι τα πρόβατα, [αρχ. βόσκω]. βουτάν(ι), το χόρτο, βότανο, πληθ. βουτάνια, γιόµουσι βουτάνια χασλαµάς, [αρχ. βοτάνη]. βουτ-βουτ λ. που αποδίδει την ενέργεια του βουτώ, του αρπάζω, που λεγόταν όταν άρπαζαν/βουτούσαν το κνάπ(ι) ή και τα παµπόρια των άλλων, στη Νιγρ. µπουτ- µπουτ, [αρχ. βυθίζω > µσν. βουτ,]. βράκατζης, ο αυτός που του πέφτουν τα βρακιά του, [δες βρακιά]. βρακιά, τα ειρων. όλα τα ρούχα ανδρών και γυναικών κάτω από τη µέση, πέφτουν τα βρακιά τ, [λατ. braca > µσν. βρακίν]. βρακουζούνα, η βρακοζώνα, πάνινη λουρίδα µε την οποία έδεναν το βρακί, µτφ. και η σουρωτή πίτα, [βρακιά + αρχ. ζώνη]. βρακουµένους, -(η), -ου αυτός που φοράει ή φαίνεται σαν φοράει βρακί, καµπαρντίζ(ει) σα κότσ(ι) βρακουµένου, βρακουµέν(η) πλάδα, [βρακιά, από το γεγονός ότι ορισµένα κότσια ή κότες έχουν στο κάτω µέρος των ποδιών τους τρίχες ή φτερά και φαίνονται σαν να φορούν βρακιά]. βρακούσις, οι οι γυναίκες πρόσφυγες του 1922, [λατ. braca > βράκα, επειδή φορούσαν βράκες αντί για φουστάνια]. βράσ(η), η βράσιµο, πήρι µια βράσ(η) του φαΐ, [αρχ. βράζω > µτγν. βράσις]. βρασιά, η βράσιµο, ποσότητα που µπορεί να βράσει σε µία δόση, δε φτάν(ει) µια βρασιά φασούλια, [βράσ(η)]. βρέχου ρ., έβριχα, έβριξα, βράχκα/βράθκα/βράχτκα/βράχ(η)κα, βρέχω, µουσκεύω, µέλλ. θα βραχτώ, πρ. βραχούς/βραχτούς, δες πρµ. 20, 21 και 332, [αρχ. βρέχω]. βριµένους, -ν(η), -νου βρεγµένος, αλλ. βριγµένους, [βρέχου]. βρισίδ(ι), το βρίσιµο, [αρχ. 6βρίζω]. βρίσκου ρ., έβρισκα/ίβρισκα, βρήκα, βρέθκα, βρίσκω, πρ. βρίσκι, βρίσκτι, βρε/βρες, βρήτι, βριθούς, βριθήτι δυο µαντράχαλ(οι) κι δεν ίβρισκιτι ένα γνι; ό,τι κι να κάντς δεν του βρισκς, δες και πρµ. 243, [αρχ. ε6ρίσκω > µσν. βρίσκω]. βρόµνιους, -µνια, -µνιου αυτός που βροµά, βρόµιος, βρόµνια ψάρια, δες πρµ. 57, [βρουµάου]. βρουκόλακας, ο βρυκόλακας, [αρχ. βρίκελος(=τραγικό προσωπείο) > βρίκολος]. βρουµάου, -ώ ρ., βρουµούσα, βρόµσα, βρουµήσ(η)κα, βροµώ, δες πρµ. 362, [αρχ. βροµ,(=κροτώ), η σηµερινή σηµ. ήδη µσν.]. βρουµιάρς, -ρου, -ρκου {-µνιά-}, βροµιάρης, πληθ. βρουµιάρδις/βρουµιαροί, βρου- µιαρούσις, [βρουµάου]. βρουµόβαµπλας, ο αναπτυγµένη µαύρη κατσαρίδα, [βρουµάου + βάµπλας]. 83

Νίκος Λ. Πασχαλούδης βρουµουκούναβου, το δες κνάβ(ι). βρουµούσα, η χηµική ουσία που τη χρησιµοποιούσαν στο πλύσιµο µικρό έντοµο της οικογένειας pentatomidae, που βρωµάει έντονα µόνο αν συνθλιβεί παιχνίδι φάρσα µε την άσχηµη µυρωδιά του ζωύφιου, [βρουµάου]. βρουµουσκουτάου, -ώ ρ., βρουµουσκουτούσα, -σκούτηξα/-κότσα, βροµώ έντονα, βρωµούν τα ρούχα µου, είµαι βρωµιάρης, πού ήσαν κι βρουµουσκότσις έτσ(ι); [βρουµάου + σκούτα]. βρουµουσκούτς, -του, -τ(ι)κου αυτός που βρουµουσκουτάει. βρουντάου, -ώ ρ., βρουντούσα, βρόντηξα/βρόντσα, βροντώ, [αρχ. βροντ,]. βρουντουκουπώ ρ., βρουντουκουπούσα, -κόπσα, βροντώ δυνατά, [βρουντάου + -κουπάου]. βρουχάρα, η δυνατή και απότοµη βροχή, [αρχ. βρέχω > µτγν. βροχή]. βρύσ(η), η πηγή νερού, [αρχ. βρύω(=αναβλύζω) > µσν. βρύση]. βυζαχτάρ(ι), το για αρνιά και κατσίκια το βυζανιάρικο, για παιδί χρησ. το υποκ. βζαχταρούδ(ι), [βζάνου]. βυτίνα, η πήλινο δοχείο µε φαρδύ λαιµό, µικρό πιθάρι για τουρσί, πικµέζ(ι) κλπ., υποκ. η βυτνούδα, [αρχ. βυτίνη]. 84