Φθινόπωρο 1952 Ο «Γλάρος», το καράβι της άγονης γραμμής, σαλπάρει για τα νησιά των Κυκλάδων από τον Πειραιά κάθε Δευτέρα μεσημέρι. Χρόνια τώρα κάνει αυτή τη διαδρομή. Όλοι λένε πως είναι σαπιοκάραβο, αλλά όλοι μ αυτό ταξιδεύουν! Κάνουν τον σταυρό τους κι ανεβαίνουν! Μια πινακίδα στην πλώρη του γράφει με κεφαλαία γράμματα πού θα πιάσει λιμάνι: «ΣΥΡΟ ΠΑΡΟ ΝΑΞΟ ΙΟ ΟΙΑ ΘΗΡΑ ΑΝΑΦΗ». Μόλις που προλάβαμε κι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου, η αδερφή μου η Ειρήνη, ο κυρ Φώτης, ο ταχυδρόμος του χωριού μας, κι εγώ. Ο κυρ Φώτης είχε αναλάβει από τη μάνα μας να μας παραδώσει στην οικογένεια του αδερφού της, του θείου μας του Μανώλη, στο χωριό μας, στη Μέσα Γωνιά Σαντορίνης. Από την πρώτη στιγμή που συναντήσαμε τον κυρ Φώτη, παρατηρήσαμε ότι τα μάτια του ήταν ιδιαίτερα λαμπερά κι ότι όλο και κάτι σιγοτραγουδούσε ευχαριστημένος. «Πάλι τα χεις πιει, κυρ Φώτη;» τον ρώτησε ένας ναυτικός που κουβαλούσε ένα μεγάλο πακέτο στο 7
8 Μαρίζα Κωχ αμπάρι του πλοίου. Ο κυρ Φώτης τού χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι! Ενώ στο ένα του χέρι κρατούσε δύο μαξιλαροθήκες γεμάτες με τα δικά μας ρούχα και με το άλλο, που του έλειπαν δύο δάχτυλα, προσπαθούσε με κόπο να κρατηθεί από τη σχοινένια κουπαστή της ξύλινης ανεμόσκαλας που είχε κατεβάσει το πλοίο για τους επιβάτες και τις μικρές αποσκευές τους τα μεγάλα εμπορεύματα τα είχαν φορτώσει από νωρίς στο αμπάρι, σε μεγάλες κλούβες, με το όνομα του κάθε νησιού, όπου θα έπιανε το πλοίο. Μέσα σ ένα λαδωμένο τετράδιο ο κυρ Φώτης είχε γράψει ένα κατεβατό με μεγάλα γράμματα. Ό,τι του είχαν δώσει να συνοδεύσει και ό,τι του είχαν παραγγείλει από το νησί. Διάβαζε δυνατά για να σιγουρευτεί ότι δεν ξέχασε τίποτα: Δύο κορίτσια της Μαργαρίτης του παπά Τέσσερις τενεκέδες λάδι για το μπακάλικο του Σιγάλα Δύο τσουβάλια τρίμματα μακαρόνια Ένα σακί ζάχαρη Δύο πεντόκιλα σαρδέλες Μια κούτα τσιγάρα χύμα Δύο οκάδες καφέ Τέσσερις οκάδες χαλβά Μια κούτα με διάφορα για την κάναβα * του Ρούσσου. * Οινοποιείο.
Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης 9 Είχε επίσης και μια κατσίκα, που ήτανε λέει από μαλτέζικη ράτσα, για τον κυρ Αντρέα τον βοσκό. Οι ταχυδρόμοι από τ άλλα χωριά του νησιού μας, αλλά κι από τ άλλα νησιά, κρατούσαν κι αυτοί κάποια μουτζουρωμένα τετράδια, με τις δικές τους παραγγελιές και, περπατώντας, μουρμούριζαν τα δικά τους. Στην πίσω σελίδα στο τετράδιο του κυρ Φώτη ήταν γραμμένες με πολλούς διαφορετικούς τρόπους οι παραγγελίες Σαντορινιών που έμεναν στον Πειραιά και στ Αναφιώτικα. Από το νησί οι Σαντορινιοί του Πειραιά και της Αθήνας ζητούσαν φάβα, μαυρομάτικα φασόλια, χλωρά τυράκια, πελτέ ντομάτας, αυγά, κοκόρια, κρασί Στο κατάστρωμα Ο κυρ Φώτης μάς οδήγησε προσεκτικά στο κατάστρωμα ανάμεσα στους επιβάτες που πήγαιναν για Σαντορίνη, οι οποίοι είχαν ήδη προλάβει ν απλώσουν τα στρωσίδια τους για τη νύχτα! Δίπλα στους Σαντορινιούς είχαν απλώσει τα πράγματά τους από τη μια οι Νιώτες κι απ την άλλη οι Αναφιώτες. Λίγο πιο πέρα, σε παρέες, οι Ναξιώτες, οι Παριανοί. Οι Συριανοί είχαν πιάσει τον χώρο κοντά στη σκάλα. Από την ανοιχτή καταπαχτή στην πρύμνη του πλοίου
10 Μαρίζα Κωχ ανέβαινε μια μυρωδιά από τα ζώα που μεταφέρονταν στα νησιά, ανακατεμένη με τη βαριά μυρωδιά μπογιάς με την οποία είχαν βάψει τις σωσίβιες βάρκες στο κατάστρωμα του πλοίου. Πολλά παιδιά ταξιδιωτών άρχισαν να τρέχουν πέρα δώθε στο κατάστρωμα και να κάνουν φασαρία. Κάποια κορίτσια ντύνανε και ξεντύνανε κάτι πάνινες κούκλες με μαλλιά από ξεθωριασμένα νήματα. Μια πάνινη μπάλα εμφανίστηκε στο κέντρο του καταστρώματος κι όλα τα αγόρια έτρεξαν καταπάνω της. Κάποιος από την παρέα των Συριανών σηκώθηκε φανερά εκνευρισμένος και, με μια κλoτσιά, έστειλε την μπάλα στη θάλασσα. Πάνω στη στιγμή και πριν προλάβουν να αντιδράσουν τα αγόρια, ακούστηκε από τα μεγάφωνα η φωνή του καπετάνιου: «Προσοχή, προσοχή, το πλοίο είναι έτοιμο προς αναχώρηση. Παρακαλούνται οι επισκέπτες του πλοίου όπως εξέλθουν». Ένας πρωτόγνωρος κόσμος ανοιγόταν μπροστά μας! Επικράτησε για λίγο πανικός. Γύρω μας αγκαλιάσματα, φιλιά, υποσχέσεις για καλή αντάμωση. Μια μετακίνηση των ταξιδιωτών έγινε προς την κουπαστή που έβλεπε προς την προβλήτα του λιμανιού. Χαιρετούσαν τους δικούς τους με φωνές και κουνούσαν ψηλά τα χέρια τους για να ξεχωρίσουν μέσα στο πλήθος.
Το αφήγημά μου αυτό το έγραψα ως απάντηση της αγάπης που δέχτηκα στα πενήντα χρόνια που τραγουδώ και σας το προσφέρω αντίδωρο. Με την ευχή όλα τα παιδιά του πολέμου, του κάθε πολέμου, να γευτούν την αγάπη και τη γιατρειά όπως εγώ. ISBN:978-618-03-1586-8 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 81586