Κάποτε, πριν από καιρό πολύ, στα τρίσβαθα του χρόνου ζούσε το Ασυναίσθημα. Στερεωμένο γερά πάνω στο λευκό κενό και στη μαύρη σιωπή, στεκόταν περήφανο και βαρύ στην γκρίζα επικράτεια του βασιλείου του. Τη μεγαλύτερη περηφάνια, το Ασυναίσθημα την είχε για το Άλφα του. Ήταν πρώτο και καλύτερο, η ατμομηχανή των γραμμάτων του. Αυτό ήταν η αρχή και το τέλος του, κυρίως όμως η αρχή, γιατί αυτό έσερνε τον χορό των γραμμάτων του κι ας μην τα πήγαινε πουθενά. Μόνο έστεκε ακούνητο εκεί μπροστά, αδιάφορο για το χρόνο που περνούσε από δίπλα του. - 2 -
Κάποια μέρα, όμως, ένας απρόσμενος επισκέπτης παρουσιάστηκε από το πουθενά. Ένα ταφ, παιχνιδιάρικο πολύ και χαρωπό, φερμένο από μήκη και πλάτη που ούτε ραντάρ δεν τα φτανε, πλησίασε το Ασυναίσθημα. Πολύ χάρηκε το ταφ που θα γνώριζε καινούργια παρέα. Άρχισε να κάνει ακροβατικά και χορευτικές φιγούρες για να τραβήξει την προσοχή του. Όμως, μάταια κουραζόταν. Το Ασυναίσθημα φαινόταν αδιάφορο, σαν τίποτε να μην το ακουμπούσε, παρόλο που το ταφ το άγγιζε συνέχεια. Στεκόταν μπροστά από το Άλφα και έκανε πιρουέτες πάνω στο ένα του πόδι, λίκνιζε τους δυο του ώμους, έγερνε από τη μία, έγερνε από την άλλη, μα το Ασυναίσθημα τίποτε. Ακίνητο και ασυγκίνητο. Πρώτη φορά έβλεπε το ταφ τόση αδιαφορία. Όπου και να πήγαινε πάντα συναντούσε μία αντίδραση, καλή ή κακή, δεν είχε σημασία. Ετούτο, όμως, πρώτη φορά το συναντούσε. Άρχισε να γίνεται πιο επίμονο, να στέκεται μπροστά από το Άλφα και να το προκαλεί σε παιχνίδι, να του κάνει χαριτωμένα πειράγματα. Κάποτε, έχοντας πια χάσει την υπομονή του άρχισε να το σκουντά με δύναμη, να το κλωτσά, να το ταρακουνά. Μα εκείνο τίποτε. Παίρνει τότε φόρα, και σαν σφυρί γέρνει προς τα πίσω, ορμάει μπροστά και καταφέρνει μια τέτοια κουτουλιά στο Άλφα που ακούστηκε ένα «κρακ!!!» και μετά άλλο ένα, και άλλο ένα, ώσπου «Ααα!», το Άλφα ξεκόλλησε από το συναίσθημα και βρέθηκε πεσμένο κάτω φαρδύ πλατύ, μόνο του. Στη θέα του ραγισμένου του πλευρού, το Άλφα ξαφνιάστηκε. Σαν χτυπημένο από κεραυνό κοιταζόταν με το ταφ που περίμενε να δει την αντίδρασή του. Πρώτη φορά βρισκόταν ξεκομμένο από τη λέξη του. Για μια στιγμή ένιωσε αβοήθητο. Τεντώθηκε, έκανε να αναζητήσει τα άλλα γράμματα, μα εκείνα δεν του έδωσαν σημασία. Τα πρώτα που ήταν πιο κοντά στο Άλφα προσπαθούσαν να ξαναβρούν την ισορροπία τους ύστερα από το τράνταγμα ενώ τα πιο πίσω είχαν πάρει μία πόζα χαλαρή, σαν να είχαν βρει ευκαιρία να ξεχαρβαλωθούν λιγάκι. Εξοργισμένο το Άλφα σηκώθηκε στα δυο του πόδια και έκανε να πάει προς το μέρος του συναισθήματος. Το πρόλαβε, όμως, το ταφ που «τσαφ!» πετάχτηκε μπροστά του και του κοψε τη φόρα. Το άρπαξε γοργά από το ένα πόδι και από την κορυφή και άρχισε παιχνίδι τρελό. Το στριφογύριζε, το πέταγε ψηλά και το ξανάπιανε, μέχρι και στη ράχη του το έβαλε για να το κάνει τραμπάλα. Και έτσι όπως το πήγαινε, μια πάνω μια κάτω, με την τραμπάλα τού έδωσε μία δυνατή και το εκσφενδόνισε μίλια μακριά... άάάάάά... - 4 -
Και προσγειώθηκε το Άλφα σε μέρος που ποτέ ξανά δεν είχε αντικρίσει, μπροστά στο κατώφλι μιας πλατιάς θάλασσας. Και στάθηκε εκεί με τα δυο του πόδια βουτηγμένα στο νερό και πήρε μια ανάσα τόσο βαθιά που του δρόσισε τα πνευμόνια κι έκανε το δέρμα του να ριγήσει. Πρώτη φορά ένιωθε το σώμα του ζωντανεμένο. Έμεινε έτσι ώρα αρκετή και πήρε κάμποσες ανάσες. Έπαιξε πλατσουρίζοντας με το αφριστό νερό και άφησε τις αλμυρές του σταγόνες να κυλίσουν στο πρόσωπό του, να το ξυπνήσουν. Καθισμένο στην άκρη της θάλασσας κοίταζε το κύμα που χάιδευε και μαλάκωνε το σώμα του. Το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα της στάθμης του, ξέπλενε λίγο-λίγο τη σκληρή κόρα του αφήνοντάς το με ένα κρυστάλλινο χαμόγελο αγαλλίασης. Αφουγκράστηκε το μυθικό μυστικό που του μαρτυρούσε ο βόμβος, από τις στρατιές των κυμάτων που κατέφθαναν από τα πλάτη της θάλασσας και έσπαγαν πάνω στην ορχήστρα των κρουστών βότσαλων. Και το ταφ που κρυφά το ακολουθούσε σε κάθε βήμα του, ένιωθε κι εκείνο την ίδια αγαλλίαση. Τέλος τoυ δείγματος της έκδοσης Vakxikon.gr. Απολαύσατε το preview; Αγοράστε την έκδοση τώρα