Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο Κεφάλαιο Πρώτο
Η διγλωσσία / πολυγλωσσία είναι ένα παλιό φαινόμενο. Πάει χέρι με χέρι με τις μετακινήσεις και τις μετεγκαταστάσεις ομάδων ανθρώπων και με την επαφή και σύγκρουση πολιτισμών και γλωσσών, σε πολλές φάσεις της ιστορίας τους.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου κόσμου είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στον αριθμό των γλωσσών που χρησιμοποιούνται και τον αριθμό των εθνικών κρατών μέσα στην επικράτεια των οποίων οι γλώσσες αυτές χρησιμοποιούνται.
Πολλές γλώσσες συνωστίζονται σε λίγα εθνικά κράτη προκαλώντας επιθυμητές και ανεπιθύμητες πολυγλωσσίες.
Οι λόγοι, στους οποίους οφείλεται η ανάπτυξη διγλωσσίας διαφοροποιούνται ιστορικά
H διγλωσσία αναπτύσσεται: όταν μικρές ή μεγάλες ομάδες ανθρώπων απομακρύνονται από τις παραδοσιακές εστίες τους προς αναζήτηση καταφυγίου και καλύτερων συνθηκών διαβίωσης (πρόσφυγες, μετανάστες), στις παραδοσιακές (π.χ. ΗΠΑ, Αυστραλία, Βέλγιο), αλλά και σε νέες χώρες υποδοχής μεταναστών και προσφύγων (π.χ. Ελλάδα),
σε πληθυσμούς συνοριακών περιοχών (π.χ. συνοριακές γραμμές Γερμανίας / Γαλλίας, Γερμανίας / Δανίας), στις μόνιμα εγκαταστημένες μειονότητες σε μία χώρα ή σε μία περιοχή (π.χ. Μουσουλμάνοι στη Θράκη), σε παραδοσιακά δίγλωσσες χώρες (π.χ. στην Ελβετία, στο Βέλγιο),
PURPLE - Multiple official languages GREEN - Single official language, functionally multilingual BLUE - No official language, functionally multilingual
όταν γίνονται μετατοπίσεις συνόρων (π.χ. μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μεταξύ Γερμανίας / Πολωνίας ή Πολωνίας / Ουκρανίας) και κάποιες κοινότητες προσαρτώνται σε διαφορετική χώρα από αυτήν που ανήκαν,
ως επακόλουθο της κατάρρευσης μεγάλων κρατικών σχηματισμών και της δημιουργίας νέων εθνικών κρατών (π.χ. κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και δημιουργία της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Γεωργίας κλπ, κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και δημιουργία της Κροατίας, του Μαυροβουνίου κλπ)
σε πρώην αποικίες και στις μητροπόλεις τους (π.χ. στις πρώην βρετανικές αποικίες Ινδίες και Χόνγκ Κόνγκ και στη μητρόπολή τους, το Λονδίνο), σε χώρες με ανεπτυγμένη τουριστική βιομηχανία και σε επιμέρους τουριστικούς προορισμούς (π.χ. στην Ελλάδα: Κέρκυρα, Ρόδος, στην Ισπανία: Ίμπιζα),
στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, σε ηλεκτρονικά περιβάλλοντα, παντού, όπου χρησιμοποιείται μία γλώσσα ως lingua franca (π.χ. η Αγγλική στο εμπόριο, η Ρωσική στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης), όταν έχουμε χρήση μίας γλώσσας ως lingua mundi (π.χ. της Αγγλικής). Lingua franca = γλώσσα επικοινωνίας, κοινή γλώσσα Lingua mundi = διεθνής γλώσσα
Πολλές γλώσσες σε λίγες χώρες σημαίνει, εκ των πραγμάτων, πολυγλωσσία. Ήδη στη δεκαετία του 1960, ο Mackey (1967) υποστήριξε ότι η διγλωσσία είναι ο κανόνας και η μονογλωσσία η εξαίρεση.
Μονογλωσσία έχουμε μόνο σε απομονωμένους γεωγραφικά και πολιτισμικά τόπους, όπου η επικοινωνία προς τα έξω δεν υφίσταται ή είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών είναι ακριβώς η επικοινωνία προς τα έξω, η επικοινωνία με τους άλλους. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητα θεσμοθετημένη. Έτσι, οι χώρες όπου οι κάτοικοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναγκάζονται να χρησιμοποιούν περισσότερες γλώσσες, είναι περισσότερες από τις χώρες με θεσμοθετημένη διγλωσσία.
Η διγλωσσία προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν διαφορετικές γλώσσες και πρέπει να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.
Αλλά και μία μοναδική γλώσσα ως εργαλείο επικοινωνίας, δεν σημαίνει οπωσδήποτε μονογλωσσία.
Η ενδογλωσσική ποικιλία περιλαμβάνει ένα φάσμα από διαλέκτους, ιδιώματα, επίσημες / ανεπίσημες, καθημερινές / ακαδημαϊκές μορφές, επίπεδα ύφους, διαφορετικά κειμενικά είδη, γραπτή και προφορική γλώσσα
Όπως το διατύπωσε ο Wandrouska (1981: 14-15), «μονογλωσσία είναι η πολυμορφία στο πλαίσιο μίας γλώσσας»
Οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή και, παρά τη διαφορετική γλώσσα ή το διαφορετικό ιδίωμα τους, θέλουν ή πρέπει να επικοινωνήσουν, επικοινωνούν εν τέλει, επειδή γίνονται δίγλωσσοι.
Είναι η επαφή των ανθρώπων που φέρνει επαφή γλωσσών και πολιτισμών.
Αυτή η επαφή, άλλοτε γίνεται αρμονικά άλλοτε συγκρουσιακά. Σύμφωνα με το Nelde (Nelde 1991), σε κάθε περίπτωση επαφής γλωσσών και πολιτισμών ενυπάρχει ένα στοιχείο σύγκρουσης.
Η κοινωνία με τους θεσμούς της και τα υποκείμενα / ομιλητές διαχειρίζονται αυτή τη σύγκρουση διαφορετικά.
Το στοιχείο της σύγκρουσης γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε μία σειρά καταστάσεις και συμφραζόμενα, όπως:
σε διοικητικές πράξεις γλωσσικού σχεδιασμού / προγραμματισμού (Παυλίδου 1996), σε αναταράξεις που οδηγούν σε νέους κρατικούς σχηματισμούς, στην εξάπλωση μεγάλων ή διεθνών γλωσσών (Δενδρινού 1996),
ως επακόλουθο γλωσσικού ηγεμονισμού (Χατζησαββίδης 1999), Ο όρος αναφέρεται σε μηχανισμούς άσκησης ιδεολογικής εξουσίας, που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συναίνεσης σε επιλογές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης μέσα από τη φυσικοποίησή τους, δηλαδή, την αποδοχή τους ως αυτονόητων και «φυσικών». Η γλώσσα αποτελεί τόσο έκφραση όσο και συστατικό αυτής της διαδικασίας: η απαξίωση των διαλέκτων, η επιβολή μιας διαλέκτου ως επίσημης, εθνικής γλώσσας, η ανάδειξη σε νόρμα της γλωσσικής ποικιλίας που χρησιμοποιεί η ανώτερη τάξη, η επικράτηση της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας είναι όλα εκφάνσεις γλωσσικού ηγεμονισμού. Η έννοια του «ηγεμονισμού» συνδέεται με το όνομα του ιταλού διανοητή Gramsci.
στις σχέσεις ανάμεσα σε ισχυρές και ασθενείς γλώσσες (Χριστίδης 1999), στις σχέσεις ανάμεσα σε μειονοτικές γλώσσες και στη γλώσσα της πλειονότητας (Τσιτσελίκης 1996),
στις προτάσεις πολιτισμικής διαχείρισης της γλωσσικής ετερότητας, σε μεταφραστικές δραστηριότητες (Σελλά Μάζη 1996).
Συγκρουσιακή ή αρμονική, η επαφή των γλωσσών καταλήγει σε διγλωσσία.
Η επαφή γλωσσών και πολιτισμών δημιουργεί ετερότητα, η οποία έχει πολλές εκφάνσεις στο πολιτισμικό, κοινωνικό και γλωσσικό επίπεδο.
Έτσι: (α) πολιτισμικά, έχουμε πολιτισμική πολυμορφία, (β) κοινωνικά, έχουμε σχέσεις ισχύος ανάμεσα σε πλειονότητα και μειονότητα, ανάμεσα σε κυρίαρχη γλώσσα και μειονοτική γλώσσα, (γ) γλωσσικά, έχουμε διγλωσσία.
Ο Fishman (1971), αναφερόμενος σε μειονοτικές καταστάσεις (λόγω μετανάστευσης ή λόγω παραδοσιακών μειονοτήτων σε μια κοινωνία) ονόμασε τις επικράτειες των γλωσσών domains δηλαδή χώρους ή πεδία χρήσης της γλώσσας.
Σύμφωνα με τον ορισμό του χώρου χρήσης της γλώσσας, η ανάπτυξη ή συρρίκνωση της διγλωσσίας (και κατ επέκταση: η μετατόπιση γλωσσών) είναι συνάρτηση της ύπαρξης πεδίων ή χώρων χρήσης γλώσσας.
Σύμφωνα με τον ορισμό του χώρου χρήσης της γλώσσας, η ανάπτυξη ή συρρίκνωση της διγλωσσίας (και κατ επέκταση: η μετατόπιση γλωσσών) είναι συνάρτηση της ύπαρξης πεδίων ή χώρων χρήσης γλώσσας.
Σύμφωνα με τον ορισμό του χώρου χρήσης της γλώσσας, η ανάπτυξη ή συρρίκνωση της διγλωσσίας (και κατ επέκταση: η μετατόπιση γλωσσών) είναι συνάρτηση της ύπαρξης πεδίων ή χώρων χρήσης γλώσσας.
Τέλος, τα νέα ηλεκτρονικά περιβάλλοντα διαμορφώνουν ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο πολυγλωσσικό περιβάλλον με άλλες απαιτήσεις, άλλες διαφοροποιήσεις και άλλες προοπτικές.
Η ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ: Δεν πρόκειται απλά για δύο γλώσσες που εναλλακτικά χρησιμοποιούνται από το ίδιο άτομο, αλλά για πλέγμα γλωσσών, ιδιωμάτων, μορφών, κειμενικών ειδών, που ο κάθε ομιλητής πρέπει να χειρίζεται για να θεωρήσουμε ότι αυτός έχει αναπτύξει την επικοινωνιακή δεξιότητα ή τη δεξιότητα για διαπολιτισμική επικοινωνία (Chick 2009).
Δραστηριότητες Δίγλωσσα κράτη Η διγλωσσία στον δικό μου τόπο καταγωγής.