ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
ΒΙΟΔΙΑΒΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΝΗΣ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ Alhambra Palace, Granada
ΣΚΟΠΟΣ Χαρακτηρισμός βακτηρίων, αλγών και βρυοφύτων που συναντώνται στις επιφάνειες των δομικών υλικών και στο νερό της κρήνης και συμβάλλουν στην αποσάθρωση.
Υλικά και μέθοδοι Σημεία δειγματοληψίας Ελήφθησαν δείγματα σε διαφορετικά, χαρακτηριστικά, σημεία της κρήνης Μικροβιακή ανάλυση νερού Προσδιορισμός φυκών, βρύων και μυκήτων Ανάλυση XRD Περίθλαση ακτίνων Χ (XRD) χρησιμοποιήθηκε για να προσδιοριστεί η ορυκτολογία των λίθων, των πατίνων και των προϊόντων διάβρωσης
Αποτελέσματα Γενικές παρατηρήσεις Η οπτική επιθεώρηση της Κρήνης αποκαλύπτει διάφορες διεργασίες υποβάθμισης και την ύπαρξη προηγούμενων επεμβάσεων αποκατάστασης: 1. Μια λεκάνη της κρήνης δεν βρίσκεται στην θέση της στη ουρές των λιονταριών λόγω της αφαίρεσης των αρχικών μεταλλικών συνδέσμων. 2. Το εσωτερικό της λεκάνης είναι επικαλυμμένο από φύκια και παρατηρούνται περιστέρια και άλλα πτηνά που έρχονται στη βρύση για να πιουν νερό και είναι υπεύθυνα για τη συνεχή απόθεση οργανικής ύλης στη λεκάνη.
ΣΧΟΛΙΟ: Τα περιττώματα πουλιών περιέχουν 2 % φωσφορικό οξύ (H2PO4), που μπορεί να προκαλέσουν τη διάβρωση των μεταλλικών τμημάτων και την φθορά του μαρμάρου, ευνοώντας την διείσδυση νερού. 3. Το νερό φεύγει από την κρήνη μέσω διαφόρων μετάλλων κρουνών που βρίσκονται στο στόμα των λιονταριών. Συντηρητές έχουν προσθέσει πλαστικούς σωλήνες για να αποτρέψουν τη ροή του νερού στα στήθη των λιονταριών. Ορισμένοι πλαστικοί σωλήνες απουσιάζουν.
Ανάλυση φυκών Βιορύπανση της λεκάνης της κρήνης προκαλείται από την παρουσία διαφόρων τύπων διατόμων, όπως τα Navicula, και διαφόρων γενών μικροφυκών, όπως Cladophora και Chaetophorales. Τα αναπτυσσόμενα πράσινα νηματοειδή φύκη έχουν με την ικανότητα να διεισδύουν στο λίθο. Επιπλέον, αυτά τα φύκια έχουν ζελατινώδη καλύμματα στην επιφάνεια τους (με υψηλό ποσοστό του νερού στη σύνθεση τους) που συνδέονται με το λίθο και μπορεί να προκαλέσουν αύξηση του όγκου λόγω ενυδάτωσης, μέχρι τέσσερις φορές, με αντίστοιχες συνέπειες στο δομικό υλικό.
Εικόνες οπτικής μικροσκοπίας διατόμων και φυκών στο νερό της κρήνης (A, D, E) Navicula sp. (B, F) Chaetophorale s (C) Cladophora sp.
Στα δείγματα που λήφθηκαν από την περιοχή στο πίσω πόδι του λιονταριού παρατηρούνται μονοκύτταρα φύκια του γένους Chlorella και Chlorococcum βυθισμένα στο υλικού. Η ανάπτυξή τους ευνοείται από την κατάσταση του μνημείου σε ανοικτό περιβάλλον με υψηλή σχετική υγρασία. Ακόμα, η εμφάνιση τέτοιων γενών σχετίζεται με περιοχές που προστατεύονται από τον άνεμο και από το άμεσο ηλιακό φως, αλλά με επαρκή φως για την ανάπτυξή τους. Η ανάπτυξη φυκών στο υπόστρωμα ευνοεί την ενανθράκωση, συνέπεια της αναπνοής και της δημιουργίας διοξειδίου του άνθρακα.
Παρά το γεγονός ότι όλες οι ταξινομικές ομάδες των φυκιών μπορεί να προκαλέσουν κατακάθιση ανθρακικών ορυκτών, αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση πράσινων αλγών και κυανοβακτηρίων. Επιπλέον, οι μεταβολικές διεργασίες παράγουν οργανικά οξέα όπως ασπαρτικό, κιτρικό, γλουταμικό, γλυκολικό, οξαλικό και ουρονικού, τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν σύμπλοκα ιόντα και να διαλυτοποιήσουν τα ορυκτά του υποστρώματος.
(Α) Λεπτομέρεια από το πίσω πόδι του λιοντιαριού (Β) Μονοκύτταρα άλγη Chlorella και Chlorococcum εισέρχονται στο υλικό (C, D) εικόνες οπτικής μικροσκοπίας των φυκών
Οι συνθήκες υγρασίας δημιουργούν περιβαλλοντικές συνθήκες που διευκολύνουν το σχηματισμό βιολογικών στρωμάτων που ευνοούν την ανάπτυξη αυτότροφων μικροοργανισμών, κυανοβακτηρίων και φυκών. Τα ένζυμα αυτά θεωρούνται οι πρώτοι έποικοι. Χρησιμοποιούνται από τα ετερότροφα βακτηρίδια και τους μύκητες ως πηγές της οργανικής ύλης. Τα προϊόντα της μεταβολικής δραστηριότητας αυτότροφων οργανισμών προωθούν την ανάπτυξη ετερότροφων βρυόφυτων, μυκήτων και φυτών.
Ανάλυση βρυόφυτων και μυκήτων Ο αποικισμός της επιφάνειας των λεόντων από βρύα και μύκητες σχετίζεται με τις περιοχές του δομικού υλικού όπου εμφανίζονται φαινόμενα διάλυσης και ρηγμάτωσης. 1. Τα αυτιά των λεόντων έχουν υποστεί εργασίες αποκατάστασης, κατά τις οποίες έχουν ανακατασκευαστεί με την χρήση κονιάματος με μεγαλύτερο πορώδες από το βασικό υλικό και κατά συνέπεια, με μεγαλύτερη ικανότητα κατακράτησης του νερού. 2. Μύκητες (Exidia sp.) και βρυόφυτα (Tortula muralis) οδηγούν σε τοπική μείωση του ρη στην πέτρα λόγω της απελευθέρωσης διαφόρων οξέων κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των υφών
Εποικισμός λεόντων από βρύα. Το δομικό υλικό εμφανίζει ρηγματώσεις και αποκολλήσεις
Ανάλυση κονιάματος, πατίνας και προϊόντων διάβρωσης 1. Το κονίαμα (μείγμα λευκής μαρμαρόσκονης με σβησμένο ασβέστη που σκληραίνει το μείγμα) αποτελείται από 99% ασβεστίτη ( CaCO3) και 1 % χαλαζία ( SiO2), είναι το ίδιο με το δομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των λεόντων. Ο αποικισμός του κονιάματος από βρυόφυτα και μύκητες ευνοείται από το μεγαλύτερο πορώδες του κονιάματος. 2. Η πατίνα αποτελείται από 64% ασβεστίτη, 33% μονουδροασβεστίτη (CaCO3.Η2Ο) και 3% χαλαζία. Εμφανίζεται στις περιοχές ροής του νερού. Ο μονουδροασβεστίτης παράγεται από τη δράση του ύδατος στο μάρμαρο και μπορεί να σχετίζεται με την αποσύνθεση των οργανικών υλικών από μικροοργανισμούς Ο σχηματισμός του ευνοείται σε υγρό μέσο με υψηλή συγκέντρωση αλάτων, όροι που ισχύουν στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Τα προϊόντα διάβρωσης του σωλήνα εισόδου του νερού που τρέχει μέσα από το πόδι του λιονταριού είναι κύρια οξείδιο του μολύβδου (PbO), 85%, με παρουσία επίσης 10% ασβεστίτη, 3% δολομίτη και 2% χαλαζία. Τα προϊόντα διάβρωσης στην έξοδο του σωλήνα στο λιοντάρι αποτελούνται από 86% ασβεστίτη, 8% μονουδροασβεστίτη, 3% γκαιτίτη (FeO(OH)) και 3% αργιλοπυριτικές ενώσεις. Το υψηλό ποσοστό του ασβεστίτη οφείλεται σε διαλυτοποίηση τμήματος του μαρμάρου. Η ύπαρξη των προϊόντων αυτών διάβρωσης υποδηλώνει την φρορά/διάβρωση του κύκλωμα του νερού. Η παρουσία οξειδίων σιδήρου και μολύβδου οδηγεί σε τοπική αύξηση όγκου και η πίεση που ασκείται στο περιβάλλον υλικό μπορεί να προκαλέσει ρωγμές και αποσύνθεση. Τα οξείδια αυτά δημιουργούν κόκκινους ή καφέ χρωματισμούς που προκαλούν εμφανείς χρωματικές αλλοιώσεις στα αγάλματα.
Συμπεράσματα Η φθορά της Κρήνης των Λεόντων στην Αλάμπρα φαίνεται να γενικεύεται σε όλα τα υλικά από τα οποία χτίστηκε το μνημείο και έχει επιταχυνθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή η επιτάχυνση είναι άμεσο αποτέλεσμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης λόγω αιθάλης, λιπαρών ουσιών, σκόνης, γεγονός που υποδηλώνει μία μεγαλύτερη εναπόθεση των αιωρούμενων σωματιδίων στις επιφάνειες των γλυπτών. Η τριβή που προκαλείται από τον άνεμο ή τη βροχή, με παρουσία σωματιδίων που επηρεάζουν τα γλυπτά είναι άλλη μια αιτία της επιταχυνόμενης φθοράς.
Εκτός από τις αισθητικές συνέπειες, τα επιστρώματα που σχηματίζονται προκαλούν και φυσική φθορά, καθώς παρεμποδίζουν την «αναπνοή» του υλικού (απομάκρυνση των υδρατμών). Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική ενυδάτωση, κρυστάλλωση αλάτων και αποσάθρωση. Επιπλέον, ζημιά μπορεί να προκληθεί άμεσα από την όξινη βροχή, η οποία καταστρέφει την επιφάνεια των γλυπτών.
Οι μικροοργανισμοί ενεργούν ως εστίες φθοράς, συσσώρευσης διαλυμένων αλάτων και αλλαγής του τοπικού ph, προκαλώντας την αλλοίωση του υλικού. Οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί αυξάνουν τις εκπομπές CO2, ευνοώντας την κρυστάλλωση των διαλυμένων αλάτων και την απόθεση ανθρακικών. Η παρουσία τους γίνεται κατά κύριο λόγο σε μορφή βιολογικών επιστρωμάτων, δεδομένου ότι η υγρασία και η θερμοκρασία ευνοούν αυτού του είδους την ανάπτυξη των οργανισμών και βελτιώνουν τις πιθανότητές τους για επιβίωση σε αντίξοες για αυτούς συνθήκες, όπως η ξηρασία.
Ορισμένοι μικροοργανισμοί προκαλούν το χρωματισμό ορισμένων περιοχών των γλυπτών λόγω της παρουσίας βιογενών χρωστικών ουσιών. Το γεγονός ότι το νερό τροφοδοσίας της κρήνης προέρχεται απευθείας από παρακείμενο ποτάμι χωρίς καμία κατεργασία, προκαλεί συνεχής πρόσληψη θρεπτικών συστατικών, αλάτων, μικροοργανισμών κτλ., που συμβάλλουν στις μεταβολές που παρατηρούνται. Σε σχέση με το σύστημα κυκλοφορίας του νερού, τα υλικά των σωληνώσεων (σίδηρος, μόλυβδος και χαλκός), δημιουργούν προϊόντα διάβρωσης και αποτελούν απειλή για τα γλυπτά, φυσική φθορά και χρωματικές αλλοιώσεις.
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΦΩΤΟΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΜΙΚΡΟΧΛΩΡΙΔΑΣ ΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΔΡΑΠΑΝΟΥ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ 7 µικροσκοπικά δείγµατα (ξύσµατα από τις επιφάνειες των µνηµείων) και 8 µακροσκοπικά δείγµατα (µάρµαρο και τσιμέντο) µε αναπτύξεις φωτοαυτότροφης µικροχλωρίδας καθώς και βρυοφύτων και λειχήνων συλλέχθηκαν από διάφορες θέσεις και γλυπτά των ιστορικών μνημείων. Οι θέσεις δειγµατοληψίας επιλέχθηκαν µε βάση µακροσκοπικές παρατηρήσεις σχετικές µε το είδος της µικροχλωρίδας, τον τύπο φθοράς του δοµικού υλικού, την απόσταση από το έδαφος, τον προσανατολισµό, τον βαθµό υγρασίας
Μέρος του υλικού διατηρήθηκε σε ζωντανή κατάσταση για µικροσκοπική παρατήρηση και παραπέρα επεξεργασία (καλλιέργεια) και µέρος στερεώθηκε µε υδατικό διάλυµα φορµόλης 3.4%. Για την καλλιέργεια και τον εµπλουτισµό των κυανοφυκών και των διατόµων χρησιµοποιήθηκαν τα κατάλληλα για την ανάπτυξη τους θρεπτικά διαλύµατα. Τα δείγµατα καθώς και τα µικροφύκη (κυανοφύκη, διάτοµα) αλλά και η κατάσταση του δοµικού υλικού µετά από κατάλληλη επεξεργασία µελετήθηκαν και φωτογραφήθηκαν σε µικροσκόπιο και ηλεκτρονικό µικροσκόπιο σάρωσης
ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η φωτοσυνθετική χλωρίδα που αναπτύσσεται και σχηµατίζει ορατές µακροσκοπικά επικαλύψεις πάνω στις εξωτερικές επιφάνειες των δειγµάτων απαρτίζεται κυρίως από κυανοφύκη (κυανοβακτήρια), διάτοµα, βρυόφυτα και λειχήνες ενώ σε µικρότερο ποσοστό παρατηρούνται χλωροφύκη. Προσδιορίστηκαν 25 ταξινοµικές µονάδες που ανήκουν στα κυανοφύκη. Τα προσδιορισθέντα κυανοφύκη όπως διαπιστώθηκε από την εξέταση των δειγµάτων και την οικολογία τους πρόκειται για µορφές που συχνά απαντώνται σε ασβεστολιθικά πετρώµατα που βρίσκονται σε συνθήκες ικανοποιητικού φωτισµού, θερµοκρασίας και υγρασίας και πιθανά µεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν στους ασβεστόλιθους και τα µάρµαρα από τον περιβάλλοντα χώρο.
Τα κυανοφύκη και οι λειχήνες σχηµατίζουν στη επιφάνεια του δοµικού υλικού ορατές µακροσκοπικά, επιλιθικές ή/και ενδολιθικές, ελαιοπράσινες, πορτοκαλιές, κιτρινωπές, καφετιές ή και µελανές, επικαλύψεις και επιχρίσµατα. Οι αναπτύξεις αυτές προκαλούν, σε ορισµένες θέσεις της πέτρας, φθορά και συµµετέχουν σε µεγάλο βαθµό στον χρωµατισµό του και στην αισθητική αλλοίωση του. Η χρωµατική αλλαγή της πέτρας όταν αποδίδεται σε χρωστικές βιολογικής προέλευσης οφείλεται κυρίως στα λιθόβια κυανοφύκη και στις λειχήνες. Μεταξύ των βυοφύτων, των λειχήνων και των κυανοφυκών αλλά και στην επιφάνεια των µαρµάρων, διαπιστώθηκε µετά από επεξεργασία και η παρουσία διατόµων από τα οποία προσδιορίστηκε ικανός αριθµός µορφών
Η µικροσκοπική ανάλυση των δειγµάτων που συλλέχθηκαν από διάφορες θέσεις του µνηµείου µε προβλήµατα βιοδιάβρωσης αποκάλυψε την παρουσία δώδεκα επιλιθικών και χασµοενδολιθικών ταξινοµικών µονάδων που ανήκουν στα κυανοφύκη Η ταυτοποίηση των οποίων βασίστηκε στη µελέτη των µορφολογικών τους γνωρισµάτων σε φυσικό και καλλιεργηµένο υλικό Από τις 25 ταξινοµικές µονάδες που αναγνωρίστηκαν, 13 ανήκουν στα κοκκοειδή κυανοφύκη και 12 στα νηµατοειδή
Στη µελέτη ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε και στην κατάσταση του δοµικού υλικού (εξέταση σε ηλεκτρονικό µικροσκόπιο σάρωσης ) και ιδιαίτερα στην διαπίστωση ενδολιθικών µορφών είτε πρόκειται για κυανοφύκη είτε για τον µικροβιότη λειχήνων. Η ποιοτική και ποσοτική σύνθεση της µικροχλωρίδας µας αποκάλυψε ότι ο υπό µελέτη χώρος µε τα γλυπτά του χαρακτηρίζεται από «εύτροφες» και «ολιγότροφες» περιοχές. Ως «εύτροφες» θεωρούνται οι θέσεις που χαρακτηρίζονται από σχετική συσσώρευση χώµατος και βραδεία αποστράγγιση µε καλή ανάπτυξη βρυοφύτων.
Τέτοιους βιοτόπους συναντάµε στις βάσεις των αγαλµάτων (αναβαθµίδες), επάνω στις πλάκες, σε χάσµατα και κοιλότητες του δοµικού υλικού κ.α. Οι θέσεις αυτές δεδοµένου ότι είναι πλούσιες σε οργανικά και ανόργανα θρεπτικά συστατικά και υγρασία παρουσιάζουν συνθήκες που ευνοούν την εγκατάσταση και την ανάπτυξη ακόµα και ανωτέρων φυτών. Η µεγαλύτερη ποικιλία ειδών κυανοφυκών που παρατηρήθηκε στις δειγµατοληπτικές επιφάνειες αποδίδεται σε αυτό το φαινόµενο. Αντίθετα, λείες, επiπεδες, στεγνές και οµοιόµορφες χρωµατικά επιφάνειες του δοµικού υλικού συνιστούν «ολιγότροφες» περιοχές του οικοσυστήµατος του µνηµείου και εµφανίζουν µικρή βιοποικιλότητα και εποίκηση από κυανοφύκη.
ΔΙΑΤΟΜΑ ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ Εξετάστηκε η επιφυτική και επιλιθική χλωρίδα των διατόµων που αναπτύσσεται στις επιφάνειες των µνηµείων, σε επιφάνειες σπασµένων µαρµάρου, καθώς και σε βρυόφυτα και λειχήνες που ήταν προσκολληµένοι στην επιφάνεια των µαρµάρων. Οι πυριτικές θήκες των διατόµων αποµακρύνθηκαν µε απόξυση και καθαρίστηκαν µε βρασµό σε πυκνά οξέα (ΚΜΝ0 4 και HCl).
ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Προσδιορίστηκαν συνολικά 59 ταξινοµικές µονάδες διατόµων. Η ταυτοποίηση των ειδών βασίστηκε στη µελέτη των µορφολογικών γνωρισµάτων. Από τις 59 ταξινοµικές µονάδες που αναγνωρίστηκαν τα κύρια γένη είναι Mastogloia (12 ταξινοµικές µονάδες), Nitzschia (9 ταξινοµικές µονάδες) και Navicula (7 ταξινοµικές µονάδες). Τα πιο κοινά είδη (Hantzschia amphioxys, Pinnularia borealis) είναι αερόφιλα και βρίσκονται συχνά σε αντίστοιχους βιότοπους.
Όµως, στο µεγαλύτερο ποσοστό τους, τα προσδιορισµένα διατόµα είναι πολυαλόβιοι, θαλάσσιοι οργανισµοί της παραλίου ζώνης που πιθανά µεταφέρθηκαν µε τον αέρα (π.χ, Ardissonea crystallina, Cocconeis scutellum, Diploneis vacillans, Gyrosigma baltίcum, Mastogloia aquίlegίae, Mastogloia binotata, Navicula zostereti, Nitzschia constricta, Nitzschia lίebetruthii, Striatella unipunctata). Μερικοί οργανισµοί αναφέρονται από τη βιβλιογραφία ότι βρίσκονται σε αλµυρά και υφάλµυρα ύδατα, όπως οι: Brachysira aponina, Navicula cf duerrenbergίana και Navicula perminuta.
Επίσης, προσδιορίστηκαν αλκαλίφιλα είδη, µε συχνή εµφάνιση στα εύτροφα ύδατα (π.χ, Tabularia fasciculata) καθώς και ετερότροφα είδη ως προς το άζωτο (Nitzschia frustulum, Nitzschia sigma). Μόνο λίγοι από τους προσδιορισθέντες οργανισµούς είναι χαρακτηριστικοί υγρών βράχων ή επιφυτικοί σε βρυόφυτα ή επιπελικοί (π.χ, Achnanthes coarctata, Cocconeis disculus, Cyclotella cf. ocellata).
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΥ
Οι ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες στο Δίον συνδυάζουν αυξημένη υγρασία και βροχοπτώσεις, ηλιακή ακτινοβολία και μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας, αφθονία επιφανειακών και υπόγειων υδάτων στη γύρω περιοχή, μεγάλη παρουσία φυτών και δένδρων άρα μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένη χημική, βιολογική και μηχανική φθορά των μνημείων.
Τα ακόλουθα φυσικά χαρακτηριστικά των δομικών υλικών έχουν μελετηθεί : πορώδες απορρόφηση εκρόφηση νερού τριχοειδής αναρρίχηση χημική σύσταση αποθέσεων, επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. παρουσία και κρυστάλλωση αλάτων. ανάπτυξη μικροοργανισμών, βακτήρια, φυτά και λειχήνες, προσδιορισμός των ειδών Η παρουσία νερού στη μάζα των υλικών λόγω τριχοειδούς αναρρίχησης, η αυξημένη απορρόφηση υγρασίας και η ανάπτυξη λειχήνων στην επιφάνεια των υλικών, σε συνδυασμό με την έντονη παρουσία επιφανειακών και υπογείων υδάτων στην ευρύτερη περιοχή, οδήγησε σε απώλεια της δομικής συνοχής και την επιφανειακή αποσταθεροποίση των δομικών υλικών.
Ταυτοποίηση λειχήνων και βρυοφύτων Λειχήνες Candelariela aurella Caloplaca citrina Collema tenax Lecanora albescens Lecanora dispersa Lecanora muralis Verrucaria nigrescens Xanthoria saxicola Rinodina calcarea Βρυόφυτα Aloina aloides Rhynchostegium megapolitanum Ceratodon purpureus Scorpiurum circinatum Syntrichia Montana Nees Didymodon luridus Tortula intermedia Didymodon vinealis Tortula muralis Fissidens bryoides Pleurochaeta squarrosa Grimmia pulvinata Kindbergia praelonga Lunularia cruciata
Tortula muralis Grimmia pulvinata Collema tenax
Rhinodina calcarea Caloplaca Flavovirescens Xanthoria saxicola
Lecanora albescens Lecanora muralis Caloplaca erythrocarpa
Η έντονη παρουσία και ανάπτυξη διαφόρων λειχήνων και βρυοφύτων στην επιφάνεια των υλικών είναι αποτέλεσμα των περιβαλλοντικών συνθηκών. Ειδικά η παρουσία οργανισμών όπως Lunularia cruciata, Rhynchostegium megapolitanum, Kindbergia praelonga, Scorpiurum circinatum απαιτεί την ύπαρξη αυξημένης υγρασίας για την ανάπτυξη τους Οι οργανισμοί Tortula, Syntrichia, Grimmia είναι ανθεκτικοί σε συνθήκες ξηρασίας και αναπτύσσονται επιφάνειες όπου επικρατεί έντονη ηλιοφάνεια.
Η ενδολιθική ανάπτυξη βρυοφύτων μέσω ρωγμών του υλικού οδηγεί σε φθορά και αποσύνθεση των λίθων. Η διείσδυση των λειχήνων στο υπόστρωμα και η ταχεία απορρόφηση και εκρόφηση του νερού προκαλεί μηχανικές καταπονήσεις, με συνέπεια τη μείωση της συνοχής του υλικού. Σε συνδυασμό με την χημική αποσάθρωση του υποστρώματος από τα μεταβολικά προϊόντα των λειχήνων είναι σαφές ότι όλες αυτές οι βιογεωφυσικές διεργασίες έχουν μεγάλη σημασία για την συμπεριφορά και αντοχή των υλικών. Χρωματικές αλλοιώσεις προκαλούνται επίσης στο υλικό λόγω της προσρόφησης των χρωστικών που περιέχονται σε λειχήνες.