ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ. 1. Προσωπικές αντωνυμίες

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ. Αρχαία ελληνική γλώσσα. Κορίνα Τσιτσιρίκου

Αντωνυμίες ονομάζονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο αντί των ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων). Τα είδη των αντωνυμιών είναι:

ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ. Αντωνυμίες ονομάζονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στο λόγο αντί των ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων).

Nominativus 3rd person (αὐτός, αὐτή, αὐτό) is not used for he/she/it/they. (οὗτος, ἐκεῖνος can be used instead)

1st and 2nd Person Personal Pronouns

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

[Γραμματική. Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο

καταλήξεις ασυναίρετων της β' κλίσης Ενικός ον. γεν. δοτ. αιτ. κλ. -ον -ου -ῳ -ον -ον -ος -ου -ῳ -ον -ε Πληθυντικός -οι -ων -οις -ους -οι

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΝΣΩΝΤΜΙΕ Είναι κλιτές λέξεις που αντικαθιστούν ονοματικές φράσεις και κάνουν την ίδια «δουλειά» με αυτές.

Τίτλος Μαθήματος: Αρχαία Ελληνική Γλώσσα - Θεματογραφία ΙI

Δευτερόκλιτα επίθετα

Σε μια περίοδο ή ημιπερίοδο σύνθετου λόγου οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με τρεις τρόπους:

Ενότητα 16. Μεγαλόψυχη στάση. Νεκταριος Πήχας [Date] Αρχαία Β Γυμνασίου

Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀκούω δ αὐτόν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον τρέψεσθαι, ὡς

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ 322Α - 323Α

ΚΕΙΜΕΝΟ: Υπερείδης, Επιτάφιος, 23-26

Το αντικείμενο [τα βασικά]

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Γ ΚΛΙΣΗΣ Α. ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ. Παρατηρήσεις στα φωνηεντόληκτα ουσιαστικά: 1. Στα καταληκτικά μονόθεμα σε -υς, -υος:

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Λυσίου, Κατὰ Ἀγοράτου, 93-95

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Ο. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΝΟΥ

«Η λύση του Γόρδιου Δεσμού» αρχαία ελληνικά Α Γυμνασίου ενότητα 7

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2011

Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα:

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 3)

44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης

ΣΡΙΣΟΚΛΙΣΑ ΕΠΙΘΕΣΑ: Τα επίθετα αυτά κλίνονται κατά την γ κλίση των ουσιαστικών στο αρσενικό και το ουδέτερο γένος τους.

ΣΤΑΔΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Ξενοφώντα «Ελληνικά»

Συντακτικό. χρόνου. Απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις Προσοχή ουσιαστ.(σε ονομαστ.)+ἐστί ουδέτερο επιθέτου+ἐστί(π.χ. ἄξιον ἐστί) ουδέτερο μτχ.

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)

ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ Βασίλης Αναστασίου

Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 )

ΕΝΟΤΗΤΑ 8 Β1 ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ελευθερώνω: 1.κάνω κάποιον από δούλο ελεύθερο, του δίνω ελευθερία απελευθερώνω. Ελευθέρωσαν την πατρίδα του από το

ΙΙΙ, Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Εἶτα δεῖ καὶ ἐκείνων μεμνῆσθαι, ὅτι ἐξῆν Ἀγοράτῳ τουτῳί, πρὶν εἰς τὴν βουλὴν

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ. καί ὑπερενεγκόντες ναῦς ἀποκομίζονται: κύρια πρόταση ἀποκομίζονται: ρήμα

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Α. Διδαγμένο κείμενο : Πολιτικά Αριστοτέλους ( Α2,15-16) &( Γ1, 1-2/3-4/6/12 )

Οι αριθμοί των ουσιαστικών, όπως και των άλλων πτωτικών, είναι τρεις: ο ενικός, ο δυϊκός και ο πληθυντικός.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. «Ἐπεί δ ἡ πόλις τῶν συγκειµένων τοῖς ἀπό συµβόλων κοινωνοῦσι»:να µεταφράσετε το απόσπασµα που σας δίνεται. Μονάδες 10 Β. Να γράψετε σ

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Τα ουσιαστικά. Ενικός αριθµός Πληθυντικός αριθµός

Η διαµόρφωση των ονοµατικών και ρηµατικών συνταγµάτων στα ελληνικά από τον 5ο µ.χ. ως το 12ο αιώνα. Henri Tonnet*

Η πρόταση. Πρόταση λέγεται ένα σύντομο κομμάτι του λόγου, που περιλαμβάνει μια σειρά από λέξεις με ένα τουλάχιστον ρήμα και έχει ολοκληρωμένο νόημα.

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος Πρωταγόρας 323C-324Α

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Ασκήσεις γραμματικής. Εκφώνηση. Να μεταφέρετε τους παρακάτω τύπους στον άλλο αριθμό: τοῦ σοφοῦ. (ὦ) δίκαιε. τὸν τίμιον. τοὺς πιστοὺς.

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β Γυμνασίου. Ενότητα 2 : Γ. Γραμματική

ΓΡΑΠΣΗ ΕΞΕΣΑΗ ΣΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ B ΛΤΚΕΙΟΤ ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΑΝΑΣΟΛΙΜΟΤ ΑΝΘΡΩΠΙΣΙΚΩΝ ΠΟΤΔΩΝ AΔΙΔΑΚΣΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Θουκυδίδου Περικλέους Ἐπιτάφιος (ΙΙ, 41)

ΑΡΘΡΑ. Μικρές λέξεις που μπαίνουν μπροστά από ουσιαστικά, επίθετα, τις κλιτές μετοχές και ορισμένες αντωνυμίες. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Ε.Φ.Ε.) ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 2018 Β ΦΑΣΗ ΑΡΧΑΙΑ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτων, Πολιτεία 615C-616Α Αρδιαίος ο τύραννος

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ β ΛΥΚΕΙΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΘΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ

Α ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ. (Υπάρχει και η κατηγορία των συνηρημένων ουσιαστικών που θα τη μάθουμε σε μεγαλύτερες τάξεις.)

Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ

1 ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΗΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Πώς βρίσκουμε το υποκείμενο σε μια πρόταση;

Ενότητα 4 η Ένα ταξίδι επιστημονικής φαντασίας

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ (Β1, 1-4) Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς,

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

ιδαγμένο κείμενο Πλάτωνος Πρωταγόρας 322b6-323a3

ƆƧʽƧƤƭƵƱ ƭƨʽ ƨưʊ ƌʊƶƭƶƨƣƨʊƶ ƍƴƵƱƲƬƿƯ Ɖ 115 ƐƱƯʷƧƨƳ 20 ƈ1.ƥ. ɦƮƤƥƱƯ ɢ ƱƮƠ ƱƶƯ ɢƭơƲƶưƤƯ ƨʅʈʊư

Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΑΞΗ

ιδαγμένο κείμενο Πλάτωνος Πρωταγόρας 324A C

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Ο.Π. ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ / ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Περὶ Εἰρήνης Λόγος ή Συµµαχικὸς Προοίµιο (απόσπασµα)

CH7 α GRK 101 Handout

Βασικοί κανόνες κατά τη σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

ΜΙΧ. Χ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ. Τόμος 3ος

Β ΚΛΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ. Αρσενικά και θηλυκά σε ως και ουδέτερα σε ων. Α. ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

Οι τόνοι και τα πνεύματα. Τα αρχαία ελληνικά διαθέτουν τρία τονικά σημάδια: Την οξεία( ), τη βαρεία( `) και την περισπωμένη ( )

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Λυσίου Ὑπὲρ Μαντιθέου ( 6-8)

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Παναγιώτης Δεμέστιχας Στέλλα Γκανέτσου

Η Α' κλίση των ουσιαστικών

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Transcript:

1 Δημ. Πασχαλίδης ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ 1. Προσωπικές αντωνυμίες ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ Δ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ α πρόσ. β πρόσ. γ πρόσ. α πρόσ. β πρόσ. γ πρόσ. ονομ. ἐγὼ σὺ - ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς) γεν. ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ) ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν) δοτ. ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ ἡμῖν ὑμῖν σφίσι (ν) αιτιατ. ἐμέ, με σέ, σε (ἕ) ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς) Δυϊκός αριθμός: α προσώπου ονομ., αιτιατ.: νὼ - γεν., δοτ.: νῷν β προσώπου ονομ., αιτιατ.: σφὼ - γεν. δοτ.: σφῷν Από τους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας του γ προσώπου εύχρηστοι είναι κυρίως οι τύποι οἷ, οἱ και σφίσι (ν). Στη θέση της ονομαστικής ενικού που λείπει γίνεται χρήση των δεικτικών αντωνυμιών ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος, και αντί των πλάγιων πτώσεων (γενική, δοτική, αιτιατ.) αυτής συνήθως χρησιμοποιούνται οι πλάγιες πτώσεις της οριστικής αντωνυμίας (αὐτός). Όταν για έμφαση προστίθεται στους τύπους των προσωπικών αντωνυμιών το (εγκλιτικό) μόριο γέ, τότε οι τύποι του ενικού της προσωπικής αντωνυμίας του α προσώπου τονίζονται ως εξής: ἔγωγε, ἐμοῦγε, ἔμοιγε, ἐμέγε. 2. Δεικτικές αντωνυμίες 1. ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής) ονομ. ὅδε ἥδε τόδε οἵδε αἵδε τάδε γεν. τοῦδε τῆσδε τοῦδε τῶνδε τῶνδε τῶνδε δοτ. τῷδε τῇδε τῷδε τοῖσδε ταῖσδε τοῖσδε αιτιατ. τόνδε τήνδε τόδε τούσδε τάσδε τάδε Η ὅδε, ἥδε, τόδε κλίνεται όπως ακριβώς το άρθρο (ὁ, ἡ, τὸ - οἱ, αἱ, τὰ) με το εγκλιτικό δὲ ύστερα από αυτό: τοῦδε, τῆσδε, τοῦδε κτλ. 2. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (= αυτός) ονομ. οὗτος αὕτη τοῦτο οὗτοι αὗται ταῦτα γεν. τούτου ταύτης τούτου τούτων τούτων τούτων δοτ. τούτῳ ταύτῃ τούτῳ τούτοις ταύταις τούτοις αιτ. τοῦτον ταύτην τοῦτο τούτους ταύτας ταῦτα κλητ. (ὦ) οὗτος (ὦ) αὕτη - - - -

2 1. Εκτός από τις κλητικές ὦ οὗτος και ὦ αὕτη δεν υπάρχει άλλη κλητική αντωνυμίας. 2. Πολλές φορές η δεικτική σημασία των δεικτικών αντωνυμιών επιτείνεται με την προσθήκη στο τέλος αυτών του δεικτικού ί: οὑτοσὶ (= οὗτος-ὶ), τουτουὶ κτλ., αὑτηί, ταυτησὶ κτλ. (= αυτός εδώ, ετούτο δα, αυτό δα). Σ αυτή την περίπτωση ο τόνος πέφτει πάντοτε στο δεικτικό - ὶ (το οποίο είναι μακρόχρονο). Αν όμως πριν από αυτό υπάρχει βραχύ φωνήεν, αυτό αποβάλλεται: ὁδὶ (= ὅδε-ί), τουτὶ (= τοῦτο-ὶ), ταυτὶ (= ταῦτα-ὶ). Το δεικτικό ι το παίρνουν και δεικτικά επιρρήματα, όπως ὡδί (= ὧδε-ί), οὑτωσὶ (οὕτως-ὶ > έτσι δα). 3. ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο ( = εκείνος) ονομ. ἐκεῖνος ἐκείνη ἐκεῖνο ἐκεῖνοι ἐκεῖναι ἐκεῖνα γεν. ἐκείνου ἐκείνης ἐκείνου ἐκείνων ἐκείνων ἐκείνων δοτ. ἐκείνῳ ἐκείνῃ ἐκείνῳ ἐκείνοις ἐκείναις ἐκείνοις αιτ. ἐκεῖνον ἐκείνην ἐκεῖνο ἐκείνους ἐκείνας ἐκεῖνα Η αντωνυμία ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο κλίνεται όπως τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα (π.χ. καλὸς) αλλά χωρίς ν στην ονομαστική και αιτιατική ουδετέρου ενικού αριθμού (ἐκεῖνο). 4. τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο ( = τέτοιος) ονομ. τοιοῦτος τοιαύτη τοιοῦτο(ν) τοιοῦτοι τοιαῦται τοιαῦτα γεν. τοιούτου τοιαύτης τοιούτου τοιούτων τοιούτων τοιούτων δοτ. τοιούτῳ τοιαύτῃ τοιούτῳ τοιούτοις τοιαύταις τοιούτοις αιτιατ. τοιοῦτον τοιαύτην τοιοῦτο(ν) τοιούτους τοιαύτας τοιαῦτα Οι αντωνυμίες τοιοῦτος, τοσοῦτος και τηλικοῦτος (σύνθετες από τις αρχαιότερες αντωνυμίες τοῖος, τόσος, τηλίκος και της οὗτος) κλίνονται όμοια με την αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο. 5. τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε (= τέτοιος) ον. τοιόσδε τοιάδε τοιόνδε τοιοίδε τοιαίδε τοιάδε γεν. τοιοῦδε τοιᾶσδε τοιοῦδε τοιῶνδε τοιῶνδε τοιῶνδε δοτ. τοιῷδε τοιᾷδε τοιῷδε τοιοῖσδε τοιαῖσδε τοιοῖσδε αιτ. τοιόνδε τοιάνδε τοιόνδε τοιούσδε τοιάσδε τοιάδε Οι αντωνυμίες τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε και τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε κλίνονται μόνο στο πρώτο μέρος αυτών (τοῖος, τοία, τοῖον τόσος, τόση, τόσον τηλίκος, τηλίκη, τηλίκον) με το εγκλιτικό δὲ στο τέλος: τοσοῦδε, τοσῆσδε, τοσοῦδε // τηλικοῦδε, τηλικῆσδε, τηλικοῦδε κτλ.

3 6. τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε ( = τόσος) ον. τοσόσδε τοσήδε τοσόνδε τοσοίδε τοσαίδε τοσάδε γεν. τοσοῦδε τοσῆσδε τοσοῦδε τοσῶνδε τοσῶνδε τοσῶνδε δοτ. τοσῷδε τοσῇδε τοσῷδε τοσοῖσδε τοσαῖσδε τοσοῖσδε αιτ. τοσόνδε τοσήνδε τοσόνδε τοσούσδε τοσάσδε τοσάδε δες αντωνυμία τοιόσδε. 7. τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν) ( = τόσος) ον. τοσοῦτος τοσαύτη τοσοῦτο(ν) τοσοῦτοι τοσαῦται τοσαῦτα γεν. τοσούτου τοσαύτης τοσούτου τοσούτων τοσούτων τοσούτων δοτ. τοσούτῳ τοσαύτῃ τοσούτῳ τοσούτοις τοσαύταις τοσούτοις αιτ. τοσοῦτον τοσαύτην τοσοῦτο(ν) τοσούτους τοσαύτας τοσαῦτα δες αντωνυμία τοιοῦτος. 8. τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ( = τόσο μεγάλος) ον. τηλικόσδε τηλικήδε τηλικόνδε τηλικοίδε τηλικαίδε τηλικάδε γεν. τηλικοῦδε τηλικῆσδε τηλικοῦδε τηλικῶνδε τηλικῶνδε τηλικῶνδε δοτ. τηλικῷδε τηλικῇδε τηλικῷδε τηλικοῖσδε τηλικαῖσδε τηλικοῖσδε αιτ. τηλικόνδε τηλικήνδε τηλικόνδε τηλικούσδε τηλικάσδε τηλικάδε δες αντωνυμία τοιόσδε. 9. τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος) ον. τηλικοῦτος τηλικαύτη τηλικοῦτο(ν) τηλικοῦτοι τηλικαῦται τηλικαῦτα γεν. τηλικούτου τηλικαύτης τηλικούτου τηλικούτων τηλικούτων τηλικούτων δοτ. τηλικούτῳ τηλικαύτῃ τηλικούτῳ τηλικούτοις τηλικαύταις τηλικούτοις αιτ. τηλικοῦτον τηλικαύτην τηλικοῦτο(ν) τηλικούτους τηλικαύτας τηλικαῦτα δες αντωνυμία τοιοῦτος.

4 3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτὸ ον. αὐτὸς αὐτὴ αὐτὸ αὐτοὶ αὐταὶ αὐτὰ γεν. αὐτοῦ αὐτῆς αὐτοῦ αὐτῶν αὐτῶν αὐτῶν δοτ. αὐτῷ αὐτῇ αὐτῷ αὐτοῖς αὐταῖς αὐτοῖς αιτ. αὐτὸν αὐτὴν αὐτὸ αὐτοὺς αὐτὰς αὐτὰ Πώς διακρίνουμε την οριστική από την επαναληπτική αντωνυμία αὐτός: Παραδείγματα: α. αὐτός: οριστική αντωνυμία (όταν «ορίζει» κάτι, το διαστέλλει, το ξεχωρίζει από άλλα ομοειδή). Π.χ. Κῦρος ἀποκτεῖναι λέγεται αὐτὸς Ἀρταγέρσην [= λέγεται πως ο Κύρος σκότωσε μόνος του (αυτός ο ίδιος και όχι κάποιος άλλος από τους ακολούθους του, αυτοπροσώπως) τον Αρταγέρση]. β. αὐτός: επαναληπτική αντωνυμία (μόνο στις πλάγιες πτώσεις, επαναλαμβάνει κάτι για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως). Π.χ. Κλεάρχῳ συγγενόμενος ὁ Κῦρος ἠγάσθη τε αὐτὸν καὶ δίδωσιν αὐτῷ μυρίους δαρεικούς (αὐτὸν - αὐτῷ > Κλεάρχῳ). [= ο Κύρος, όταν βρέθηκε μαζί με τον Κλέαρχο, τον εκτίμησε πολύ και του έδωσε δέκα χιλιάδες δαρεικούς]. Η αντωνυμία αὐτὸς κλίνεται όπως η αντωνυμία ἐκεῖνος (σαν τρικατάληκτο επίθετο της β κλίσης σε ος, -η, ον, π.χ. σοφός, σοφή, σοφόν, αλλά χωρίς το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού). Η αντωνυμία αὐτὸς, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο ίδιος, όχι διαφορετικός): ᾢκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ (= κατοικούσαν πάντοτε οι ίδιοι). Η αντωνυμία αὐτὸς, όταν παθαίνει κράση με το άρθρο, τότε η ονομαστική και αιτιατική του ουδετέρου στον ενικό αριθμό σχηματίζεται όχι μόνο με την κατάληξη ο αλλά και με την κατάληξη ον: (τὸ αὐτὸ > ταὐτὸ και ταὐτὸν. 4. Κτητικές αντωνυμίες Α Για έναν κτήτορα α πρόσωπο: ἐμός, ἐμὴ, ἐμὸν (= δικός μου, δική μου, δικό μου) β πρόσωπο: σός, σή, σὸν (= δικός σου, δική σου, δικό σου) γ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του) Β Για πολλούς κτήτορες α πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας) β πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας) γ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους) Α Για ένα κτήτορα α πρόσωπο β πρόσωπο γ πρόσωπο ον. ἐμὸς ἐμὴ ἐμὸν σὸς σὴ σὸν ἑὸς ἑὴ ἑὸν γεν. ἐμοῦ ἐμῆς ἐμοῦ σοῦ σῆς σοῦ ἑοῦ ἑῆς ἑοῦ δοτ. ἐμῷ ἐμῇ ἐμῷ σῷ σῇ σῷ ἑῷ ἑῇ ἑῷ αιτ. ἐμὸν ἐμὴν ἐμὸν σὸν σὴν σὸν ἑὸν ἑὴν ἑὸν

5 α πρόσωπο β πρόσωπο γ πρόσωπο ον. ἐμοὶ ἐμαὶ ἐμὰ σοὶ σαὶ σὰ ἑοὶ ἑαὶ ἑὰ γεν. ἐμῶν ἐμῶν ἐμῶν σῶν σῶν σῶν ἑῶν ἑῶν ἑῶν δοτ. ἐμοῖς ἐμαῖς ἐμοῖς σοῖς σαῖς σοῖς ἑοῖς ἑαῖς ἑοῖς αιτ. ἐμοὺς ἐμὰς ἐμὰ σοὺς σὰς σὰ ἑοὺς ἑὰς ἐὰ Β Για πολλούς κτήτορες α πρόσωπο β πρόσωπο ονομ. ἡμέτερος ἡμετέρα ἡμέτερον ὑμέτερος ὑμετέρα ὑμέτερον γεν. ἡμετέρου ἡμετέρας ἡμετέρου ὑμετέρου ὑμετέρας ὑμετέρου δοτ. ἡμετέρῳ ἡμετέρᾳ ἡμετέρῳ ὑμετέρῳ ὑμετέρᾳ ὑμετέρῳ αιτιατ. ἡμέτερον ἡμετέραν ἡμέτερον ὑμέτερον ὑμετέραν ὑμέτερον α πρόσωπο β πρόσωπο ονομ. ἡμέτεροι ἡμέτεραι ἡμέτερα ὑμέτεροι ὑμέτεραι ἡμέτερα γεν. ἡμετέρων ἡμετέρων ἡμετέρων ὑμετέρων ὑμετέρων ἡμετέρων δοτ. ἡμετέροις ἡμετέραις ἡμετέροις ὑμετέροις ὑμετέραις ἡμετέροις αιτιατ. ἡμετέρους ἡμετέρας ἡμέτερα ὑμετέρους ὑμετέρας ἡμέτερα γ πρόσωπο ονομ. σφέτερος σφετέρα σφέτερον σφέτεροι σφέτεραι σφέτερα γεν. σφετέρου σφετέρας σφετέρου σφετέρων σφετέρων σφετέρων δοτ. σφετέρῳ σφετέρᾳ σφετέρῳ σφετέροις σφετέραις σφετέραις αιτιατ. σφέτερον σφετέραν σφέτερον σφετέρους σφετέρας σφέτερα Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τα τρικατάληκτα επίθετα της β κλίσης σε ος, - η, -ον και ος, -α, -ον: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (όπως σοφός, σοφή, σοφὸν) - ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον). Η κτητική αντωνυμία του γ προσώπου ἑός, ἑή, ἑὸν (για ένα κτήτορα) δεν είναι καθόλου εύχρηστη στους πεζούς Αττικούς συγγραφείς, ενώ η σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (για πολλούς κτήτορες) χρησιμοποιείται σπάνια και στη θέση της χρησιμοποιείται η γενική των δεικτικών αντωνυμιών ή της οριστικής ή αυτοπαθούς αντωνυμίας: ὁ τούτου πατὴρ ή ὁ πατὴρ αὐτοῦ (ἀντί: ὁ ἑὸς πατήρ) και τοὺς ἐκείνων φίλους ή τοὺς ἑαυτῶν φίλους (αντί: τοὺς σφετέρους φίλους).

6 ἐμαυτοῦ, σεαυτοῦ, ἑαυτοῦ 5. Αυτοπαθητικές αντωνυμίες α προσώπου β προσώπου αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό γεν. ἐμαυτοῦ ἐμαυτῆς σεαυτοῦ σεαυτῆς δοτ. ἐμαυτῷ ἐμαυτῇ σεαυτῷ σεαυτῇ αιτ. ἐμαυτὸν ἐμαυτὴν σεαυτὸν σεαυτὴν α προσώπου β προσώπου αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό γεν. ἡμῶν αὐτῶν ἡμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν ὑμῶν αὐτῶν δοτ. ἡμῖν αὐτοῖς ἡμῖν αὐταῖς ὑμῖν αὐτοῖς ὑμῖν αὐταῖς αιτ. ἡμᾶς αὐτοὺς ἡμᾶς αὐτὰς ὑμᾶς αὐτοὺς ὑμᾶς αὐτὰς γ προσώπου γεν. ἑαυτοῦ ἑαυτῆς - ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν - δοτ. ἑαυτῷ ἑαυτῇ - ἑαυτοῖς ή σφίσιν αὐτοῖς ἑαυταῖς ή σφίσιν αὐταῖς - αιτ. ἑαυτὸν ἑαυτὴν ἑαυτὸ ἑαυτοὺς ή σφᾶς αὐτοὺς ἑαυτὰς ή σφᾶς αὐτὰς ἑαυτὰ 1. Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες απαντώνται μόνο στις πλάγιες πτώσεις (γεν., δοτ., αιτιατ.). 2. Οι τύποι σεαυτοῦ, σεαυτῆς κτλ., ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς κτλ. βρίσκονται και συνηρημένοι: σαυτοῦ, σαυτῆς, σαυτῷ κτλ. αὑτοῦ, αὑτῆς, αὑτῷ, αὑτῇ κτλ. 3. Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες προήλθαν από συνεκφορά των πλάγιων πτώσεων των προσωπικών αντωνυμιών με τις πλάγιες πτώσεις της οριστικής αντωνυμίας αὐτὸς (ἐμὲ - αὐτὸν = ἐμαυτὸν, σὲ -αὐτὸν = σεαυτὸν κτλ.). Αυτό φαίνεται καθαρά και στον πληθυντικό αριθμό (ἡμῶν αὐτῶν, ὑμῶν αὐτῶν κτλ.). ἀλλήλων 6. Αλληλοπαθητική αντωνυμία Δυϊκός αριθμός (και για τα τρία γένη) Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο γεν. ἀλλήλοιν ἀλλήλων ἀλλήλων ἀλλήλων δοτ. ἀλλήλοιν ἀλλήλοις ἀλλήλαις ἀλλήλοις αιτ. ἀλλήλω ἀλλήλους ἀλλήλας ἄλληλα Η αλληλοπαθής αντωνυμία δε συνηθίζεται στην ονομαστική και απαντάται μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Προήλθε από συνεκφορά τύπων της αόριστης αντωνυμίας ἄλλος, όπως: ἄλλοι - ἄλλους > ἀλλήλους, ἄλλαι - ἄλλας > ἀλλήλας κτλ.

7 7. Ερωτηματικές αντωνυμίες 1.τίς, τίς, τί (= ποιος;) Αρσ. και Θηλ. Ουδ. Αρσ. και Θηλ. Ουδ. ον. τίς τί τίνες τίνα γεν. τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ τίνων τίνων δοτ. τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ τίσι(ν) τίσι(ν) αιτ. τίνα τί τίνας τίνα 2. πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;) ον. πότερος ποτέρα πότερον πότεροι πότεραι πότερα γεν. ποτέρου ποτέρας ποτέρου ποτέρων ποτέρων ποτέρων δοτ. ποτέρῳ ποτέρᾳ ποτέρῳ ποτέροις ποτέραις ποτέροις αιτ. πότερον ποτέραν πότερον ποτέρους ποτέρας πότερα 3. πόσος, πόση, πόσον ον. πόσος πόση πόσον πόσοι πόσαι πόσα γεν. πόσου πόσης πόσου πόσων πόσων πόσων δοτ. πόσῳ πόσῃ πόσῳ πόσοις πόσαις πόσοις αιτ. πόσον πόσην πόσον πόσους πόσας πόσα 4. ποῖος, ποία, ποῖον (τι λογής;) ον. ποῖος ποία ποῖον ποῖοι ποῖαι ποῖα γεν. ποίου ποίας ποίου ποίων ποίων ποίων δοτ. ποίῳ ποίᾳ ποίῳ ποίοις ποίαις ποίοις αιτ. ποῖον ποίαν ποῖον ποίους ποίας ποῖα 5. πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (πόσο μεγάλος; ή: ποιας ηλικίας;) ον. πηλίκος πηλίκη πηλίκον πηλίκοι πηλίκαι πηλίκα γεν. πηλίκου πηλίκης πηλίκου πηλίκων πηλίκων πηλίκων δοτ. πηλίκῳ πηλίκῃ πηλίκῳ πηλίκοις πηλίκαις πηλίκοις αιτ. πηλίκον πηλίκην πηλίκον πηλίκους πηλίκας πηλίκα 6. ποδαπός, ποδαπή, ποδαπὸν (= από ποιον τόπο;) ον. ποδαπὸς ποδαπὴ ποδαπὸν ποδαποὶ ποδαπαὶ ποδαπὰ γεν. ποδαποῦ ποδαπῆς ποδαποῦ ποδαπῶν ποδαπῶν ποδαπῶν δοτ. ποδαπῷ ποδαπῇ ποδαπῷ ποδαποῖς ποδαπαῖς ποδαποῖς αιτ. ποδαπὸν ποδαπὴν ποδαπὸν ποδαποὺς ποδαπὰς ποδαπὰ

8 7. πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά; πβ. πρῶτος, τρίτος κτλ.). Κλίνεται όπως το: πρῶτος, πρώτη, πρῶτον. 8. ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (= σε πόσες μέρες; πβ.τριταῖος, τεταρταῖος κλπ.). Κλίνεται όπως το επίθετο ὡραῖος, ὡραία, ὡραῖον. Εκτός από την αντωνυμία τίς, τί, όλες οι άλλες ερωτηματικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β κλίσης (σε ος, -η, -ον ή ος, -α, -ον, π.χ. σοφός, σοφή, σοφὸν - δίκαιος, δικαία, δίκαιον). 1. τίς, τίς (αρσ., θηλ.), τὶ (ουδ.) (= κάποιος) 7. Αόριστες αντωνυμίες αρσ. και θηλ. ουδ. αρσ. και θηλ. ουδ. ον. τὶς τὶ τινὲς τινὰ ή ἄττα γεν. τινὸς ή του τινὸς ή του τινῶν τινῶν δοτ. τινὶ ή τῳ τινὶ ή τῳ τισὶ τισὶ αιτ. τινὰ τὶ τινὰς τινὰ ή ἄττα 2. ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα (= ο τάδε, η τάδε, το τάδε) ον. ὁ ἡ τὸ δεῖνα οἱ αἱ δεῖνες γεν. τοῦ τῆς τοῦ δεῖνος τῶν τῶν δείνων δοτ. τῷ τῇ τῷ δεῖνι τοῖς ταῖς (δεῖσι) αιτ. τὸν τὴν τὸν δεῖνα τοὺς τὰς δεῖνας Η αντωνυμία δεῖνα στην αρχαία ελληνική ή μένει άκλιτη (τοῦ, τῆς δεῖνα τῷ, τῇ δεῖνα - τὸν, τὴν δεῖνα), όπως και στη νέα, ή κλίνεται κατά την γ κλίση. 3. ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια (= μερικοί) αρσενικό θηλυκό ουδέτερο ον. ἔνιοι ἔνιαι ἔνια γεν. ἐνίων ἐνίων ἐνίων δοτ. ἐνίοις ἐνίαις ἐνίοις αιτ. ἐνίους ἐνίας ἔνια Επίθετα που ανήκουν στις αόριστες αντωνυμίες (επιμεριστικές αντωνυμίες) 1. πᾶς, πᾶσα, πᾶν (ο καθένας χωρίς καμιά εξαίρεση, πάντες = όλοι) ον. πᾶς πᾶσα πᾶν πάντες πᾶσαι πάντα γεν. παντὸς πάσης παντὸς πάντων πασῶν πάντων δοτ. παντὶ πάσῃ παντὶ πᾶσι πάσαις πᾶσι αιτ. πάντα πᾶσαν πᾶν πάντας πάσας πάντα κλητ.* ὦ πᾶς πᾶσα πᾶν ὦ πάντες πᾶσαι πάντα

9 * η αντωνυμία πᾶς, πᾶσα, πᾶν χρησιμεύει και ως επίθετο ( = όλος, ολόκληρος), π.χ. πᾶς ἀνήρ, πᾶσα πόλις. 2. ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον (= καθένας) ον. ἕκαστος ἑκάστη ἕκαστον ἕκαστοι ἕκασται ἕκαστα γεν. ἑκάστου ἑκάστης ἑκάστου ἑκάστων ἑκάστων ἑκάστων δοτ. ἑκάστῳ ἑκάστῃ ἑκάστῳ ἑκάστοις ἑκάσταις ἑκάστοις αιτ. ἕκαστον ἑκάστην ἕκαστον ἑκάστους ἑκάστας ἕκαστα 3. ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο (= άλλος, αλλιώτικος, [έναρθρο =] υπόλοιπος) ον. ἄλλος ἄλλη ἄλλο ἄλλοι ἄλλαι ἄλλαι γεν. ἄλλου ἄλλης ἄλλου ἄλλων ἄλλων ἄλλων δοτ. ἄλλῳ ἄλλῃ ἄλλῳ ἄλλοις ἄλλαις ἄλλαις αιτ. ἄλλον ἄλλην ἄλλο ἄλλους ἄλλας ἄλλας Η επιμεριστική αντωνυμία ἄλλος,ἄλλη, ἄλλο: Κλίνεται ως τρικατάληκτο επίθετο της β κλίσης σε ος, -η, -ον, αλλά χωρίς τελικό ν στο ουδέτερο ἄλλο (δες και δεικτική αντωνυμία ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο). Έχει θέση επιθέτου, όταν συνοδεύεται από ουσιαστικό που βρίσκεται στην ίδια πτώση ή σε γενική: π.χ. ἀνδρῶν ἄλλος, βροτὸς ἄλλος. Όταν σημαίνει αλλιώτικος, διαφορετικός, συχνά συντάσσεται με γεν. συγκριτική ή β όρο σύγκρισης: ἄλλα τῶν δικαίων, ἄλλα ἤ δίκαια = αλλιώτικα παρά δίκαια]. 4. Οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν / μηδείς, μηδεμία, μηδὲν ( = κανείς, χωρίς εξαίρεση) Πληθυντικός αρ. Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό ον. οὐδεὶς οὐδεμία οὐδὲν οὐδὲνες γεν. οὐδενὸς οὐδεμιᾶς οὐδενὸς οὐδὲνων δοτ. οὐδενὶ οὐδεμιᾷ οὐδενὶ οὐδέσι(ν) αιτ. οὐδένα οὐδεμίαν οὐδὲν οὐδὲνας οι αντωνυμίες οὐδεὶς και μηδεὶς κλίνονται όπως το αριθμητικό εἷς, μία, ἕν, αλλά στο αρσενικό γένος έχουν και πληθυντικό αριθμό οὐδένες, μηδένες ( = κανείς, χωρίς εξαίρεση). 5. ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα ( = και οι δύο μαζί), Η αντωνυμία ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό αριθμό. Στον ενικό και στην αιτιατ. ενικού ἀμφότερον ως επίρρημα απαντάται μόνο στον Όμηρο. Το ἀμφότερα ως επίρρημα χρησιμοποιείται στον Θουκυδίδη (= «αμφοτέρως», και στα δύο μέρη).

10 6. ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον ( = καθένας από τους δύο). Κλίνεται κατά το επίθετο δίκαιος, δικαία, δίκαιον. 7. ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= άλλος, ένας από τους δύο, δεύτερος, διαφορετικός) 8. οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον / μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος) Οι αντωνυμίες ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα / ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον / ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον / οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον / μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον κλίνονται κατά το επίθετο δίκαιος, δικαία, δίκαιον. Η αντωνυμία ἕτερος, όταν έχει άρθρο, παθαίνει κράση: ὁ ἕτερος > ἅτερος, τοῦ ἑτέρου > θἀτέρου, τῷ ἑτέρῳ > θἀτέρῳ, τὸ ἕτερον > θἄτερον (δυοῖν θἄτερον = το ένα από τα δύο) κοκ. Οι αντωνυμίες οὐδέτερος, μηδέτερος είναι σύνθετες από το οὐδὲ / μηδὲ και την ἕτερος, σύμφωνα με την οποία και κλίνονται. 9. ποσός, ποσή, ποσὸν (= κάμποσος). Κλίνεται κατά το επίθετο σοφός, σοφή, σοφόν. 10. ποιὸς, ποιὰ, ποιὸν (= κάποιας λογής). Κλίνεται κατά το επίθετο φαιδρός, φαιδρά, φαιδρόν. 11. ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπὸν (= από άλλο τόπο). Κλίνεται κατά το επίθετο σοφός, σοφή, σοφόν. 8. Αναφορικές αντωνυμίες Αναφορικές ονομάζονται οι αντωνυμίες με τις οποίες μια πρόταση αναφέρεται σε λέξη άλλης πρότασης ή σε όλο το περιεχόμενο της πρότασης αυτής. Οι αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής: 1. ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος), 9. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που), 10. ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος), 11. ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο), 12. ὅσος, ὅση, ὅσον, 13. ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος), 14. οἷος, οἷα, οἷον (= τέτοιος, ό,τι λογής), 15. ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον(= ό,τι λογής), 16. ἡλίκος, ἡλίκη, ἠλίκον (= όσο μεγάλος), 17. ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος), 18. ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπὸν (= από ποιον τόπο, σε πλάγια ερώτηση). 1. ὅς, ἥ, ὃ (= ο οποίος, αυτός που ) Ονομ. ὅς ἥ ὅ οἵ αἵ ἅ Γεν. οὗ ἧς οὗ ὧν ὧν ὧν Δοτ. ᾧ ᾗ ᾧ οἷς αἷς οἷς Αιτιατ. ὅν ἥν ὅ οὕς ἅς ἅ

11 2. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που) Ονομ. ὅσπερ ἥπερ ὅπερ οἵπερ αἵπερ ἅπερ Γεν. οὗπερ ἧσπερ οὗπερ ὧνπερ ὧνπερ ὧνπερ Δοτ. ᾧπερ ᾗπερ ᾧπερ οἷσπερ αἷσπερ οἷσπερ Αιτ. ὅνπερ ἥνπερ ὅπερ οὕσπερ ἅσπερ ἅπερ Παρατήρηση: α) Η αντωνυμία ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ σχηματίζεται από την αντωνυμία ὅς, ἥ, ὃ και το άκλιτο εγκλιτικό μόριο πὲρ (= ακριβώς). Κλίνεται και τονίζεται μόνο το α συνθετικό. 3. ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος) Ονομ. ὅστις ἥτις ὅ,τι οἵτινες αἵτινες ἅτινα - ἅττα Γεν. οὗτινος - ὅτου ἧστινος οὗτινος- ὅτου ὧντινων ὧντινων ὧντινων Δοτ. ᾧτινι - ὅτῳ ᾗτινι ᾧτινι- ὅτῳ οἷστισι(ν) αἷστισι(ν) οἷστισι(ν) Αιτ. ὅντινα ἥντινα ὅ,τι οὕστινας ἅστινας ἅτινα- ἅττα Οι αναφορικές αντωνυμίες κλίνονται σαν τα τρικατάληκτα επίθετα της β κλίσης. Η αναφορική αντωνυμία ὅστις, ἥτις, ὅ,τι σχηματίζεται από την αναφορική αντωνυμία ὅς, ἥ, ὃ και την αόριστη αντωνυμία τὶς, τί. Κλίνεται ως προς τα δύο μέρη της και διατηρεί τον τόνο του α συνθετικού. Το ουδέτερο της αντωνυμίας ὅστις, για να διακριθεί από το σύνδεσμο ὅτι (= ότι, πως, διότι), γράφεται: ὅ,τι ή ὅ τι (με διάστημα). Στη γενική και δοτική ενικού (στο αρσενικό και ουδέτερο γένος) χρησιμοποιούνται και οι τύποι ὅτου και ὅτῳ. Σπανιότατα, στη γενική και δοτική πληθυντικού απαντούν και οι τύποι ὅτων και ὅτοις (ποιητ. ὅτοισιν). Στην ονομαστική και αιτιατική ουδετέρου απαντάται και ο τύπος ἅττα ( < ἅτινα). Προσοχή: ο τύπος ἄττα (με ψιλή) είναι β τύπος της αόριστης αντωνυμίας ουδετέρου γένους τὶ > τινὰ και ἄττα. Για να εξαρθεί η αοριστία των αναφορικών αντωνυμιών προστίθενται τα μόρια: οὖν, δήποτε, δηποτοῦν, τα οποία και τονίζονται, π.χ. ὁστισοῦν, ὁστισδήποτε, ὁστισδηποτοῦν. 4. ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο) Ονομ. ὁπότερος ὁποτέρα ὁπότερον ὁπότεροι ὁπότεραι ὁπότερα Γεν. ὁποτέρου ὁποτέρας ὁποτέρου ὁποτέρων ὁποτέρων ὁποτέρων Δοτ. ὁποτέρῳ ὁποτέρᾳ ὁποτέρῳ ὁποτέροις ὁποτέραις ὁποτέροις Αιτ. ὁπότερον ὁποτέραν ὁπότερον ὁποτέρους ὁποτέρας ὁπότερα

12 5. ὅσος, ὅση, ὅσον Ονομ. ὅσος ὅση ὅσον ὅσοι ὅσαι ὅσα Γεν. ὅσου ὅσης ὅσου ὅσων ὅσων ὅσων Δοτ. ὅσῳ ὅσῃ ὅσῳ ὅσοις ὅσαις ὅσοις Αιτ. ὅσον ὅσην ὅσον ὅσους ὅσας ὅσα 6. ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος) Ονομ. ὁπόσος ὁπόση ὁπόσον ὁπόσαι ὁπόσαι ὁπόσα Γεν. ὁπόσου ὁπόσης ὁπόσου ὁπόσων ὁπόσων ὁπόσων Δοτ. ὁπόσῳ ὁπόσῃ ὁπόσῳ ὁπόσοις ὁπόσαις ὁπόσοις Αιτ. ὁπόσον ὁπόσην ὁπόσον ὁπόσους ὁπόσας ὁπόσα 7. οἷος, οἷα, οἷον (= τέτοιος) Ονομ. οἷος οἵα οἷον οἷοι οἷαι οἷα Γεν. οἵου οἵας οἵου οἵων οἵων οἵων Δοτ. οἵῳ οἵᾳ οἵῳ οἵοις οἵαις οἵοις Αιτ. οἷον οἵαν οἷον οἵους οἵας οἷα 8. ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον (= ό,τι λογής) Ονομ. ὁποῖος ὁποία ὁποῖον ὁποῖοι ὁποῖαι ὁποῖα Γεν. ὁποίου ὁποίας ὁποίου ὁποίων ὁποίων ὁποίων Δοτ. ὁποίῳ ὁποίᾳ ὁποίῳ ὁποίοις ὁποίαις ὁποίοις Αιτ. ὁποῖον ὁποίαν ὁποῖον ὁποίους ὁποίας ὁποῖα 9. ἡλίκος, ἡλίκη, ἠλίκον (= όσο μεγάλος) Ονομ. ἡλίκος ἡλίκη ἡλίκον ἡλίκοι ἡλίκαι ἡλίκα Γεν. ἡλίκου ἡλίκης ἡλίκου ἡλίκων ἡλίκων ἡλίκων Δοτ. ἡλίκῳ ἡλίκῃ ἡλίκῳ ἡλίκοις ἡλίκαις ἡλίκοις Αιτ. ἡλίκον ἡλίκην ἡλίκον ἡλίκους ἡλίκας ἡλίκα

13 10. ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος) Ονομ. ὁπηλίκος ὁπηλίκη ὁπηλίκον ὁπηλίκοι ὁπηλίκαι ὁπηλίκα Γεν. ὁπηλίκου ὁπηλίκης ὁπηλίκου ὁπηλίκων ὁπηλίκων ὁπηλίκων Δοτ. ὁπηλίκῳ ὁπηλίκῃ ὁπηλίκῳ ὁπηλίκοις ὁπηλίκαις ὁπηλίκοις Αιτ. ὁπηλίκον ὁπηλίκην ὁπηλίκον ὁπηλίκους ὁπηλίκας ὁπηλίκα 11. ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπὸν (= από ποιον τόπο, σε πλάγια ερώτηση) Ονομ. ὁποδαπὸς ὁποδαπὴ ὁποδαπὸν ὁποδαποὶ ὁποδαπαὶ ὁποδαπὰ Γεν. ὁποδαποῦ ὁποδαπῆς ὁποδαποῦ ὁποδαπῶν ὁποδαπῶν ὁποδαπῶν Δοτ. ὁποδαπῷ ὁποδαπῇ ὁποδαπῷ ὁποδαποῖς ὁποδαπαῖς ὁποδαποῖς Αιτ. ὁποδαπὸν ὁποδαπὴν ὁποδαπὸν ὁποδαποὺς ὁποδαπὰς ὁποδαπὰ Κλίση της αντωνυμίας ον. ὁστισοῦν ἡτισοῦν ὁ,τιοῦν οἱτινεσοῦν αἱτινεσοῦν ἁτιναοῦν γεν. οὑτινοσοῦν ἡστινοσοῦν οὑτινοσοῦν ὡντινωνοῦν ὡντινωνοῦν ὡντινωνοῦν - ὁτουοῦν - ὁτουοῦν δοτ. ᾡτινιοῦν - ᾑτινιοῦν ᾡτινιοῦν- οἱστισιοῦν αἱστισιοῦν οἱστισιοῦν ὁτῳοῦν ὁτῳοῦν αιτ. ὁντιναοῦν ἡντιναοῦν ὁ,τιοῦν οὑστινασοῦν ἁστινασοῦν ἁτιναοῦν Γενικές παρατηρήσεις στις αντωνυμίες 1. Η κλητική ὦ οὗτος, ὦ αὕτη χρησιμοποιείται όταν κάποιος απευθύνεται προς κάποιον του οποίου δε γνωρίζει το όνομα ή δε θέλει να τον ονομάσει: π.χ. ὦ αὕτη, τί ταῦτα τρέφεις; (Αυτή ή: Εσύ, γιατί τα ανατρέφεις αυτά;) 2. Η αναφορική αντωνυμία ὅς στις φράσεις «καὶ ὅς / ἦ δ ὅς / ἦ δ ἥ» έχει δεικτική σημασία (= και αυτός, είπε αυτός, είπε αυτή). 3. Το δεικτικό ὡς (= έτσι, μ αυτό τον τρόπο) γράφεται και ὥς (με δασεία και οξεία), και βρίσκεται στις φράσεις «καὶ ὥς, οὐδ ὥς, μηδ ὥς» (= και έτσι, ούτε έτσι, μήτε έτσι). 4. Οι (συνήθως ποιητικές) δεικτικές αντωνυμίες τόσος, τοῖος, τηλίκος (= τόσος, τέτοιος, τόσος ως προς την ηλικία, τόσο μικρός ή ηλικιωμένος), όταν παίρνουν στο τέλος το εγκλιτικό δέ, κατεβάζουν τον τόνο κατά μία συλλαβή, π.χ. τοσόσδε (τόσος-δὲ), τοσοῦδε (τόσου-δὲ), τοσήδε, τοσῆσδε, τοιόσδε, τοιοῦδε, τοιάδε, τοιᾶσδε, τηλικόσδε, τηλικοῦδε κτλ. 5. Μερικές από τις συσχετικές αναφορικές αντωνυμίες, για να μετατραπούν σε ερωτηματικές, παίρνουν στην αρχή π, π.χ. ὅσος > πόσος, οἷος > ποῖος, ἡλίκος > πηλίκος, ενώ οι ερωτηματικές γίνονται αόριστες, αν κατεβάσουν τον τόνο στη λήγουσα, π.χ. πόσος > ποσὸς, ποῖος > ποιός, εκτός από το πηλίκος, που και αορίστως λέγεται πηλίκος.

14 Πίνακας των συσχετικών αντωνυμιών Ερωτηματικές Αόριστες Δεικτικές Αναφορικές τίς; τίς, ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος ὅς, ὅστις, ὅσπερ οὐδείς, μηδεὶς, πᾶς, ὁ δεῖνα, ἔνιοι ἕκαστος, ἄλλος πότερος; οὐδέτερος, μηδέτερος, (ὁ ἕτερος) ὁπότερος ἀμφότεροι, (ἄμφω), ὁ ἕτερος, ἑκάτερος πόσος; ποσὸς τοσόσδε, τοσοῦτος ὅσος, ὁπόσος ποῖος; ποιὸς τοιόσδε, τοιοῦτος οἷος, ὁποῖος πηλίκος; - τηλικόσδε, τηλικοῦτος ἡλίκος, ὁπηλίκος ποδαπὸς; ἀλλοδαπὸς - ὁποδαπὸς Ερωτηματικές Αόριστες τίς; = ποιος; τίς, οὐδείς, μηδεὶς, πᾶς, ὁ δεῖνα, ἔνιοι ἕκαστος, ἄλλος = κάποιος, = κανένας = καθένας, όλοι, = ο τάδε / μερικοί = καθένας, άλλος πότερος; = ποιος από τους δύο; οὐδέτερος, μηδέτερος, ἀμφότεροι, (ἄμφω), ὁ ἕτερος, ἑκάτερος = ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, = και οι δύο = άλλος (από τους δύο) = ο καθένας από τους δύο πόσος; = πόσος; ποσὸς = κάμποσος ποῖος; = τι λογής; τίνος είδους ποιὸς = κάποιος πηλίκος; = ποιας ηλικίας; - πόσο μεγάλος; ποδαπὸς; = από ποιον τόπο; ἀλλοδαπὸς = από άλλο τόπο Δεικτικές Αναφορικές ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος αυτός εδώ, αυτός, εκείνος ὅς, ὅστις, ὅσπερ = ο οποίος, όποιος, = ο οποίος (ακριβώς) (ὁ ἕτερος) = ο ένας από τους δύο ὁπότερος = όποιος από τους δύο τοσόσδε, = τόσο πολύς, τόσο μεγάλος ὅσος, ὁπόσος = όσος τοσοῦτος τοιόσδε, = τέτοιος οἷος, ὁποῖος = τέτοιος που, ό,τι λογής τοιοῦτος τηλικόσδε, τηλικοῦτος = τόσο μεγάλης ηλικίας = τόσο μεγάλος ἡλίκος, ὁπηλίκος = όποιας ηλικίας, όσο μεγάλος ὁποδαπὸς = από όποιον τόπο Δημ. Πασχαλίδης