NOMS, ADJECTIFS, ADVERBES GREC-FRANÇAIS

Σχετικά έγγραφα
Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement Lexique

J. Wang, grec initiation Vocabulaire de 1 ère année

Vocabulaire à réviser pour le partiel du S2

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

Ενότητα 1. Ενότητα 2

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ. Στη διάρκεια του σχολικού έτους μελετήσαμε παροιμίες κοινές που υπάρχουν στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα.

Personnel Lettre. Lettre - Adresse

Personnel Lettre. Lettre - Adresse. Κυρ. Ιωάννου Οδ. Δωριέων 34 Τ.Κ 8068, Λάρνακα

LEXIQUE GREC DU COLLEGE

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 3 Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ

VOCABULAIRE GREC DE BASE

Ο Στρατής Πασχάλης, µεταφραστής του Ρακίνα

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. (Σχολείο).

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

La Déduction naturelle

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό) Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο) Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς) Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)

Γ τάξη Γυμνασίου - Επίπεδο Α1-2 του ΚΕΠΑ

Oxana Zaika ~ Τιµοκατάλογος

Ηαχόρταγη μικρή κάμπια. La chenille qui fait des trous. Ηαχόρταγη μικρή κάμπια. La chenille qui fait des trous

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Το αντικείμενο [τα βασικά]

Vous pouvez me montrer où c'est sur le plan? Vous pouvez me montrer où c'est sur le plan? Παράκληση για ένδειξη συγκεκριμένης τοποθεσίας σε χάρτη

1 / ΟΔΗΓΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΓΑΛΛΙΚΑ Α, Β, Γ Γυμνασίου

La notion de vie chez Aristote GLOSSAIRE

Plutarque : Vie de Solon, 19 Le constituant (594)

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

Εναλλακτική αξιολόγηση στα μαθήματα της ομάδας Β με συνθετική-δημιουργική εργασία:

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

Βασιλική Σαμπάνη Μαντάμ Μποβαρύ: Αναπαραστάσεις φύλου και σεξουαλικότητας

Ο παιδαγωγικός στόχος μας ήταν να ενημερωθούν οι μαθητές για το θέμα, τις μορφές εμφάνισης, τη συχνότητα και τα μέτρα αντιμετώπισης.

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Εκπαιδευτική εφαρμογή Διδασκαλία τραγουδιού της σύγχρονης γαλλικής μουσικής Dernière danse - INDILA

Très formel, le destinataire a un titre particulier qui doit être utilisé à la place de son nom

Τζιορντάνο Μπρούνο

Τεχνικές του δράματος και Διδακτική των ζωντανών γλωσσών. Η συμβολή τους στη διαμόρφωση διαπολιτισμικής συνείδησης

Anthropos. Chapitre Le corps

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ. Ήπειρος (Ελλάδα)


Les Mondes Fantastiques Melun Ville d Europe 2016

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Immigration Documents

Θα ήθελα να κλείσω τον τραπεζικό μου λογαριασμό.

* 300 mots indispensables # 350 mots vus en 1 re année déb. (Guillaume Bady, Université Lumière-Lyon 2, janvier 2000)

Β ΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Θέμα εργασίας: Η διάκριση των εξουσιών

Β τάξη Γυμνασίου - Επίπεδο Α1-2 του ΚΕΠΑ

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΝΟΤΗΤΑ: ΦΩΝΗΕΝΤΟΚΛΗΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Γ ΚΛΙΣΗΣ


DICTIONNAIRE GREC-FRANCAIS

Oedipe Roi v Le discours du prêtre (2)

«La nuit offre l abîme, promet la lumière. La poésie promet la lumière, offre l abîme. Et l inverse».

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Τα μαθήματα : 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 12, 14, 15, 16, 17, 21, 22, 23, 24, 26

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. ΤΑΞΗ: Α Γυμνασίου. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 30 Μαΐου 2017

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. (Σχολείο).

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ΞΕΝΙΟΣ: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

Sophocle : Oedipe Roi v La résistance de Tirésias

ΥΛΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

1. Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε την επιλογή σας, αναφέροντας τον αντίστοιχο κανόνα τονισμού

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

ΚΕ-ΓΛΩ-21 Αξιολόγηση δεξιοτήτων επικοινωνίας στις ξένες γλώσσες. KE-GLO-21 Évaluation des compétences de communication en langue étrangère

Acceptez-vous le paiement par carte? Acceptez-vous le paiement par carte? Για να ρωτήσετε αν μπορείτε να πληρώσετε με πιστωτική κάρτα

ΜΕΤΟΧΗ Η ΜΕΤΟΧΗ. Ας θυμηθούμε το σχηματισμό και την κλίση της ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

COURS DE LA NIVEAU II SEMESTRE PRINTANIER MÉTHODE: VITE ET BIEN 1

Lycée Palissy Agen France Istituto Statale di Istruzione Superiore "Malignani Cervignano Italie

Dramaturgie française contemporaine

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προγραμματισμός κατά ενότητα

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 26 ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Μάθημα: Γαλλικά 6 η Τάξη

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Γ ΚΛΙΣΗΣ Α. ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ. Παρατηρήσεις στα φωνηεντόληκτα ουσιαστικά: 1. Στα καταληκτικά μονόθεμα σε -υς, -υος:

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

Présidence du gouvernement

Kangourou Greek Competition 2014

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

COURS DE LANGUE FRANÇAISE NIVEAU I - DÉBUTANTS, FAUX DÉBUTANTS UNITÉ 2 AU TÉLÉPHONE UNIVERSITÉ DE PATRAS CENTRE D ENSEIGNEMENT DE LANGUES ÉTRANGÈRES

Τεστ Κατάταξης 1 Grading Test 1

LES PETITES CANAILLES 1. Nom Unité 1 Prénom. 1/. Trouvez les questions ( να βρεις τις ερωτήσεις ).

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Πού μπορώ να βρω τη φόρμα για ; Où se trouve le formulaire pour? Για να ρωτήσετε που μπορείτε να βρείτε μια φόρμα

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

Μέτοπον Τ.Τ Δεσποινίς

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

12J15$ΜΑΪΟΥ$ $MAI$2016$ HELEXPO$ Είσοδος$ελεύθερη$ $Entrée$libre$

Νυχτερινές πλάκες Νuits drôlatiques

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ERP

ΑΡΧΑΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

GCSE Classical Greek OCR GCSE in Classical Greek: J291

Αρχαίο Θέατρο και Δημοκρατία

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Lexique : épisode 1 v

Dyscolos lexique acte IV

ΘΕΜΑ 151ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2, 3-4.

Φύλλο εργασία στη Γραµµατική Ενεστώτα και Μέλλοντα Μέση Φωνή

Corrigé exercices série #1 sur la théorie des Portefeuilles, le CAPM et l APT

Transcript:

J. Wang, grec perfectionnement LEXIQUE NOMS, ADJECTIFS, ADVERBES GREC-FRANÇAIS ἀγαθός, -ή, -όν : bon, valeureux ἄγγελος, -ου (ὁ) : le messager ἀγρός, -οῦ (ὁ) : le champ ἀγών, -ῶνος (ὁ) : le concours, la lutte ἀδελφή, -ῆς (ἡ) : la sœur ἀδελφός, -οῦ (ὁ) : le frère ἄδικος, -ος, -ον : injuste ἀδίκως : injustement ; criminellement ἀδύνατος, -ος, -ον : incapable, impossible ἀεί : toujours Ἀθηναῖος, -α, -ον : athénien αἴτιος, -α, -ον : qui cause, responsable de (+ G) ἀλήθεια, -ας (ἡ) : la vérité ἀληθής, -ής, -ές : vrai ; véritable ; véridique ἄλλος, -η, -ο : autre ἀνάγκη, -ης (ἡ) : la nécessité ἀνδρεία, -ας (ἡ) : le courage ἀνδρείως : courageusement ἄνεµος, -ου (ὁ) : le vent ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) : l homme ἄνθος, -ους (τὸ) : la fleur ἄνθρωπος, -ου (ὁ) : l être humain, l homme ἄξιος, -α, -ον : digne de (+G) ἀργύριον, -ου (τὸ) : l argent, la monnaie ἀρετή, -ῆς (ἡ) : la vertu, le mérite, la qualité, l excellence ἄριστος, -η, -ον : le meilleur (superlatif de ἀγαθός) ἀρχή, -ῆς (ἡ) : l origine, le début ; l autorité, la magistrature ἀσεϐής, -ής, -ές : impie ἀσθενής, -ής, -ές : faible, sans force ἄσκησις, -εως (ἡ) : l exercice ἄστυ, -εως (τὸ) : la ville βαθύς, -εῖα, -ύ : profond βάρϐαρος, -ου (ὁ) : le barbare βαρύς, -εῖα, -ύ : lourd ; grave βασιλεύς, -έως (ὁ) : le roi, le souverain βιϐλίον, -ου (τὸ) : le livre βίος, -ου (ὁ) : la vie, les ressources, ce qui permet de vivre βουλή, -ῆς (ἡ) : la volonté ; le Conseil (à Athènes, assemblée chargée de préparer les lois) βωµός, -οῦ (ὁ) : l autel Γαλάτης, -ου : celte, gaulois, galate γάµος, -ου (ὁ) : le mariage γένος, -ους (τὸ) : la lignée, la famille ; la race, l espèce γέρων, -οντος (ὁ) : le vieillard γεωργός, -οῦ (ὁ) : le paysan γῆ, γῆς (ἡ) : la terre γλῶττα, -ης (ἡ) : la langue γνώµη, -ης (ἡ) : l avis, l opinion, la décision γράµµατα, -ων (τὰ) : la lettre γυµνός, -ή, -όν : nu γυνή, γυναικός (ἡ) : la femme δαίµων, -ονος (ὁ/ἡ) : divinité, âme d un mort, génie attaché à chaque homme δειλός, -ή, -όν : lâche δεινός, -ή, -όν : terrible ; habile à (+inf) δένδρον, -ου (τὸ) : l arbre δέξιος, -α, -ον : habile δέσποινα, -ης (ἡ) : la maîtresse δεσπότης, -ου (ὁ) : le maître δεύτερος, -α, -ον : deuxième δῆλος, -η, -ον : clair, évident, visible δῆµος, -ου (ὁ) : le peuple δίκαιος, -α, -ον : juste δικαίως : de manière juste δικαστής, -οῦ (ὁ) : juge, membre du jury δίκη, -ης (ἡ) : la justice δόξα, -ης (ἡ) : l avis ; la croyance, l opinion ; la réputation δούλη, -ης (ἡ) : la femme esclave δοῦλος, -ου (ὁ) : l esclave δύναµις, -εως (ἡ) : la puissance, la force δυνατός, -ή, -όν : puissant ; possible ; capable de (+inf) δυστυχής, -ής, -ές : malheureux δῶρον, -ου (τὸ) : le cadeau, le présent, le don ἔθνος, -ους (τὸ) : la race, le peuple, la nation εἶδος, -ους (τὸ) : la forme, l aspect ; le genre εἴδωλον, -ου (τὸ) : l image, la représentation, le reflet ; le double, le fantôme εἰκών, -όνος (ἡ) : l image ἕκαστος, -η, -ον : chaque ἐκκλησία, -ας (ἡ) : le rassemblement ; l Assemblée du peuple (à Athènes) ἐλεύθερος, -α, -ον : libre Ἑλλάς, -δος (ἡ) : Grèce Ἕλλην, -νος (ὁ) : le Grec ἐνιαυτός, -οῦ (ὁ) : l année ἔπειτα : ensuite ἐπιστήµη, -ης (ἡ) : l habileté ; la connaissance ; la science ἔργον, -ου (τὸ) : l acte, le travail, l œuvre ἔρως, -ωτος (ὁ) : le désir, l amour ἔσχατος, -η, -ον : dernier, extrême ἔτι : encore ; ἔτι καὶ νῦν : encore aujourd hui ἑτοῖµος, -η, -ον : prêt ἔτος, -ους (τὸ) : l année εὖ : bien εὐδαίµων, -ων, -ον : heureux εὐσεϐής, -ής, -ές : pieux εὐτυχής, -ής, -ές : heureux, chanceux εὐχή, -ῆς (ἡ) : le vœu, le souhait ; la prière ἐχθρός, -ά, -όν : ennemi, odieux, haï

ζῷον, -ου (τὸ) : l être vivant, l animal ἥϐη, -ης (ἡ) : la jeunesse ἥλιος, -ου (ὁ) : le soleil ἡµέρα, -ας (ἡ) : le jour θάλαττα, -ης (ἡ) : la mer θάνατος, -ου (ὁ) : la mort θεά, -ᾶς (ἡ) : la déesse θεός, -οῦ (ὁ) : le dieu, la divinité Θηϐαῖος, -α, -ον : thébain θόρυϐος, -ου (ὁ) : les clameurs, le tumulte θυγάτηρ, θυγατρός (ἡ) : la fille θυµός, -οῦ (ὁ) : la vigueur ; le courage θύρα, -ας (ἡ) : la porte ἴδιος, -α, -ον : particulier, qui appartient en propre à quelqu un ἰδίως : à titre privé ἱερεύς, -έως (ὁ) : le prêtre ἱερός, -ά ou -ός, -όν : sacré ἱππεύς, -έως (ὁ) : le cavalier ἵππος, -ου (ὁ) : le cheval ἴσος, -η, -ον : égal ἴσως : probablement, peut-être ἰχθύς, -ύος (ὁ) : le poisson καθαρός, -ά, -όν : pur καινός, -ή, -όν : nouveau καιρός, -οῦ (ὁ) : moment, occasion καίτοι : pourtant κάκιστος, -η, -ον : très mauvais (superlatif de κακός) κακός, -ή, -όν : mauvais, méchant κακῶς : mal κάλλιστος, -η, -ον : très beau (superlatif de καλός) κάλλος, -ους (τὸ) : la beauté καλός, -ή, -όν : beau καλῶς : de belle manière καρπός, -οῦ (ὁ) : le fruit Κελτός, -ή, -όν : celte κεφαλή, -ῆς (ἡ) : la tête κῆπος, -ου (ὁ) : le jardin κιθάρα, -ας (ἡ) : la cithare κίνδυνος, -ου (ὁ) : le danger κοινός, -ή, -όν : commun κοινῶς : en commun κόµη, -ης (ἡ) : la chevelure Κορίνθιος, -α, -ον : corinthien κόσµος, -ου (ὁ) : l ordre ; l univers ; l ornement κοῦφος, -η, -ον : léger κρήνη, -ης (ἡ) : la source, la fontaine κύριος, -α, -ον : souverain, qui a autorité κύων, κυνός (ὁ/ἡ) : le chien, la chienne Λακεδαιµόνιος, -α, -ον : spartiate, lacédémonien λέων, -οντος (ὁ) : le lion λίθος, -ου (ὁ) : la pierre λόγος, -ου (ὁ) : la parole, la raison λύρα, -ας (ἡ) : la lyre µακρός, -ά, -όν : long, grand µάντις, -εως (ὁ/ἡ) : le devin, la devineresse µάχη, -ης (ἡ) : le combat µέγας, µεγάλη, µέγα : grand µέγεθος, -ους (τὸ) : la grandeur µέγιστος, -η, -ον : très grand (superlatif de µέγας) µέλι, -ιτος (τὸ) : le miel µέλος, -ους (τὸ) : le membre (d un corps) ; le vers (d un poème) µέσος, -η, -ον : situé au milieu, moyen ; ἐν µέσῳ : en public µέτρον, -ου (τὸ) : la mesure µήτηρ, µητρός (ἡ) : la mère µικρός, -ά, -όν : petit µόνον : seulement µόνος, -η, -ον : seul µοῦσα, -ης (ἡ) : la muse µῦθος, -ου (ὁ) : la fable, le mythe, la parole νεκρός, -ά, -όν : mort νέος, -α, -ον : jeune νεφέλη, -ης (ἡ) : le nuage νῆσος, -ου (ἡ) : l île νίκη, -ης (ἡ) : la victoire νόµος, -ου (ὁ) : la loi, l usage νόσος, -ου (ἡ) : la maladie νύµφη, -ης (ἡ) : la nymphe ; la jeune fille νῦν : maintenant νύξ, νυκτός (ἡ) : la nuit ξένος, -η, -ον : étranger ξύλον, ου (τὸ) : le bois (matériau) ὁδός, -οῦ (ἡ) : la voie, la route (sens propre et figuré) ; le voyage οἰκία, -ας (ἡ) : la maison, les habitants de la maison οἶκος, -ου (ὁ) : la maison, la propriété οἶνος, -ου (ὁ) : le vin ὀλίγοι, -αι, -α : peu de gens, un petit nombre ὀλίγος, -η, -ον : peu de ὅλος, -η, -ον : tout entier ὅµοιος, -α, -ον : semblable (+D : à) ὄνειρος, -ου (ὁ) : rêve ὄνοµα, -ατος (τὸ) : le nom ὀξύς, -εῖα, -ύ : aigu ὁπλίτης, -ου (ὁ) : hoplite, soldat ὅπλον, -ου (τὸ) : l arme ὀρθός, -ή, -όν : droit ; juste, correct ὄρνις, -ιθος (ὁ/ἡ) : l oiseau ὄρος, -ους (τὸ) : la montagne οὐδείς, -ενός / οὐδεµία, -ας / οὐδέν, -ενός : personne ; rien οὐρανός, -οῦ (ὁ) : le ciel οὕτως : ainsi ὀφθαλµός, -οῦ (ὁ) : l œil παιδεία, -ας (ἡ) : l éducation, la culture παιδίον, -ου (τὸ) : le petit enfant (< 7 ans) ; le jeune esclave παῖς, παιδός (ὁ/ἡ) : l enfant ; l esclave πάλαι : autrefois παλαιός, -ά, -όν : ancien, antique πάλιν : à nouveau, de nouveau ; en sens inverse πατήρ, πατρός (ὁ) : le père πένης, -ητος : pauvre Πέρσης, -ου : perse πέτρα, -ας (ἡ) : la roche, le rocher πηγή, -ῆς (ἡ) : la source

πλεῖστοι, -αι, -α : très nombreux (superlatif de πολλοί) / οἱ πλεῖστοι, αἱ πλεῖσται, τὰ πλεῖστα : la plupart (+G : de) πλησίον : près (+G : de) πλούσιος, -α, -ον : riche πνεῦµα, -ατος (τὸ) : le souffle, le vent ποιητής, -οῦ (ὁ) : le poète ποικίλος, -η, -ον : bigarré, varié πόλεµος, -ου (ὁ) : la guerre πόλις, -εως (ἡ) : la cité πολιτεία, -ας (ἡ) : le régime politique, la constitution πολίτης, -ου (ὁ) : le citoyen πολλάκις : souvent πολλοί, -αί, -ά : nombreux, beaucoup de ; οἱ πολλοί, αἱ πολλαί, τὰ πολλά : la plupart (+G : de) πολύς, πολλή, πολύ : abondant, beaucoup de πόνος, -ου (ὁ) : la peine, le labeur, la fatigue, la souffrance ποταµός, -οῦ (ὁ) : le fleuve πούς, ποδός (ὁ) : le pied πρᾶγµα, -ατος (τὸ) : la chose, l affaire ; τὰ πράγµατα : la situation ; les affaires ; les ennuis πρόϐατον, -ου (τὸ) : le mouton πρόσωπον, -ου (τὸ) : le visage πρῶτος, -η, -ον : premier πῦρ, πυρός (τὸ) : le feu ῥᾴδιος, -α, -ον : facile ῥᾳδίως : facilement Ῥωµαῖος, -α, -ον : romain σελήνη, -ης (ἡ) : la lune σιγή, -ῆς (ἡ) : le silence σῖτος, -ου (ὁ) : le blé, la farine, le pain, la nourriture σκῆπτρον, -ου (τὸ) : le bâton ; le sceptre σοφία, -ας (ἡ) : la sagesse σοφός, -ή, -όν : sage, savant habile σπουδή, -ῆς (ἡ) : la hâte ; l ardeur στάσις, -εως (ἡ) : la discorde, la faction, la guerre civile στέφανος, -ου (ὁ) : la couronne στρατός, -οῦ (ὁ) : l armée συγγενής, -ής, -ές : parent, membre de la famille συµφορά, -ᾶς (ἡ) : le malheur σχεδόν : presque τάξις, -εως (ἡ) : la place, le poste, l ordre ταῦρος, -ου (ὁ) : le taureau τάχα : rapidement τάχιστα : très rapidement (superlatif de τάχα) τεῖχος, -ους (τὸ) : la muraille, le rempart τέκνον, -ου (τὸ) : l enfant τέλος, -ους (τὸ) : le résultat ; la fin τέχνη, -ης (ἡ) : l art, le métier, la technique τιµή, -ῆς (ἡ) : la valeur ; l honneur τόπος, -ου (ὁ) : le lieu τράπεζα, -ης (ἡ) : la table τρίτος, η, ον : troisième τρόπος, -ου (ὁ) : le caractère ; la façon d agir τύραννος, -ου (ὁ) : le tyran τύχη, -ης (ἡ) : le sort ; le destin ὑγιής, -ής, -ές : sain, en bonne santé ὕδωρ, ὕδατος (τὸ) : l eau υἱός, -οῦ (ὁ) : le fils ὕλη, -ης (ἡ) : le bois, la forêt ὕπνος, -ου (ὁ) : le sommeil ὕστερος, -α, -ον : postérieur, ultérieur ; inférieur φάρµακον, -ου (τὸ) : le remède ; le poison φίλος, -η, -ον : ami, cher φιλοσοφία, -ας (ἡ) : l amour de la sagesse, la philosophie φιλόσοφος, -ου (ὁ) : le philosophe φόϐος, -ου (ὁ) : la peur φωνή, -ῆς (ἡ) : le bruit ; la voix φῶς, φῶτος (τὸ) : la lumière χαλεπός, -ή, -όν : difficile χάρις, -ιτος (ἡ) : la grâce (A sg χάριν) χορός, -οῦ (ὁ) : le chœur (de danse) χρῆµα, -ατος (τὸ) : l affaire ; τὰ χρήµατα : les biens, la fortune χρόνος, -ου (ὁ) : le temps χρυσός, -οῦ (ὁ) : l or χῶρα, -ας (ἡ) : la place ; le pays, la contrée ψευδής, -ές, -ές : menteur ; mensonger ψεῦδος, -ους (τὸ) : le mensonge ψυχή, -ῆς (ἡ) : l âme ὥρα, -ας (ἡ) : le moment opportun ; la jeunesse ; la saison FRANÇAIS-GREC abondant : πολύς, πολλή, πολύ acte : ἔργον, -ου (τὸ) affaire : πρᾶγµα, -ατος (τὸ) ; χρῆµα, -ατος (τὸ) aigu : ὀξύς, -εῖα, -ύ ainsi : οὕτως âme : ψυχή, -ῆς (ἡ) âme d un mort : δαίµων, -ονος (ὁ, ἡ) ami : φίλος, -η, -ον amour : ἔρως, -ωτος (ὁ) ancien : παλαιός, -ά, -όν animal : ζῷον, -ου (τὸ) année : ἐνιαυτός, -οῦ (ὁ) ; ἔτος, -ους (τὸ) antique : παλαιός, -ά, -όν arbre : δένδρον, -ου (τὸ) ardeur : σπουδή, -ῆς (ἡ) argent : ἀργύριον, -ου (τὸ) argent (fortune) : χρήµατα, -των (τὰ) arme : ὅπλον, -ου (τὸ) armée : στρατός, -οῦ (ὁ) art : τέχνη, -ης (ἡ) Assemblée du peuple (à Athènes) : ἐκκλησία, -ας (ἡ) athénien : Ἀθηναῖος, -α, -ον autel : βωµός, -οῦ (ὁ) autorité : ἀρχή, -ῆς (ἡ) autre : ἄλλος, -η, -ο

autrefois : πάλαι avis : γνώµη, -ης (ἡ) ; δόξα, -ης (ἡ) barbare : βάρϐαρος, -ου (ὁ) bâton : σκῆπτρον, -ου (τὸ) beau : καλός, -ή, -όν beau (très) : κάλλιστος, -η, -ον beaucoup de : πολύς, πολλή, πολύ beauté : κάλλος, -ους (τὸ) bien : εὖ ; καλῶς bigarré : ποικίλος, -η, -ον blé : σῖτος, -ου (ὁ) bois : ὕλη, -ης (ἡ) bois (matériau) : ξύλον, ου (τὸ) bon : ἀγαθός, -ή, -όν bruit : φωνή, -ῆς (ἡ) cadeau : δῶρον, -ου (τὸ) capable : δυνατός, -ή, -όν caractère : τρόπος, -ου (ὁ) cavalier : ἱππεύς, -εως (ὁ) celte : Γαλάτης, -ου ; Κελτός, -ή, -όν champ : ἀγρός, -οῦ (ὁ) chaque : ἕκαστος, -η, -ον cheval : ἵππος, -ου (ὁ) chevelure : κόµη, -ης (ἡ) chien(ne) : κύων, κυνός (ὁ/ἡ) chœur (de danse) : χορός, -οῦ (ὁ) chose : πρᾶγµα, -ατος (τὸ) chose : χρῆµα, -ατος (τὸ) ciel : οὐρανός, -οῦ (ὁ) cité : πόλις, -εως (ἡ) cithare : κιθάρα, -ας (ἡ) citoyen : πολίτης, -ου (ὁ) clair : δῆλος, -η, -ον combat : µάχη, -ης (ἡ) commun : κοινός, -ή, -όν commun (en) : κοινῶς concours : ἀγών, -ῶνος (ὁ) connaissance : ἐπιστήµη, -ης (ἡ) Conseil (à Athènes) : βουλή, -ῆς (ἡ) constitution : πολιτεία, -ας (ἡ) contrée : χῶρα, -ας (ἡ) corinthien : Κορίνθιος, -α, -ον correct : ὀρθός, -ή, -όν courage : ἀνδρεία, -ας (ἡ) ; θυµός, -οῦ (ὁ) courageusement : ἀνδρείως couronne : στέφανος, -ου (ὁ) criminellement : ἀδίκως croyance : δόξα, -ης (ἡ) culture : παιδεία, -ας (ἡ) danger : κίνδυνος, -ου (ὁ) décision : γνώµη, -ης (ἡ) déesse : θεά, -ᾶς (ἡ) dernier : ἔσχατος, -η, -ον désir : ἔρως, -ωτος (ὁ) destin : τύχη, -ῆς (ἡ) deuxième : δεύτερος, -α, -ον devin(eresse) : µάντις, -εως (ὁ/ἡ) dieu : θεός, -οῦ (ὁ) difficile : χαλεπός, -ή, -όν digne de : ἄξιος, -α, -ον (+G) discorde : στάσις, -εως (ἡ) divinité : δαίµων, -ονος (ὁ/ἡ) ; θεός, -οῦ (ὁ) don : δῶρον, -ου (τὸ) droit : ὀρθός, -ή, -όν eau : ὕδωρ, ὕδατος (τὸ) éducation : παιδεία, -ας (ἡ) égal : ἴσος, -η, -ον encore : ἔτι encore aujourd hui : ἔτι καὶ νῦν enfant : παῖς, παιδός (ὁ/ἡ) enfant : τέκνον, -ου (τὸ) enfant (< 7 ans) : παιδίον, -ου (τὸ) ennemi : ἐχθρός, -ά, -όν ennuis : πράγµατα, -ατων (τὰ) ensuite : ἔπειτα entier : ὅλος, -η, -ον esclave : παῖς, παιδός (ὁ/ἡ) esclave (femme) : δούλη, -ης (ἡ) esclave (homme) : δοῦλος, -ου (ὁ) esclave (jeune) : παιδίον, -ου (τὸ) espèce : γένος, -ους (τὸ) étranger : ξένος, -η, -ον être humain : ἄνθρωπος, -ου (ὁ) être vivant : ζῷον, -ου (τὸ) évident : δῆλος, -η, -ον excellence : ἀρετή, -ῆς (ἡ) exercice : ἄσκησις, -εως (ἡ) fable : µῦθος, ου (ὁ) facile : ῥᾴδιος, -α, -ον facilement : ῥᾳδίως façon d agir : τρόπος, -ου (ὁ) faction : στάσις, -εως (ἡ) faible : ἀσθενής, -ής, -ής famille : γένος, -ους (τὸ) fantôme : εἴδωλον, -ου (τὸ) farine : σῖτος, -ου (ὁ) fatigue : πόνος, -ου (ὁ) femme : γυνή, γυναικός (ἡ) feu : πῦρ, πυρός (τὸ) fille : θυγάτηρ, θυγατρός (ἡ) fils : υἱός, -οῦ (ὁ) fin : τέλος, -ους (τὸ) fleur : ἄνθος, -ους (τὸ) fleuve : ποταµός, -οῦ (ὁ) fontaine : κρήνη, -ης (ἡ) force : δύναµις, -εως (ἡ) forme : εἶδος, -ους (τὸ) frère : ἀδελφός, -οῦ (ὁ) fruit : καρπός, -οῦ (ὁ) gaulois : Γαλάτης, -ου ; Κελτός, -ή, -όν génie attaché à chacun : δαίµων, -ονος (ὁ/ἡ) genre : εἶδος, -ους (τὸ) grâce : χάρις, -ιτος (ἡ) (A sg χάριν) grand : µακρός, -ά, -όν ; µέγας, µεγάλη, µέγα grand (très) : µέγιστος, -η, -ον grandeur : µέγεθος, -ους (τὸ) grave : βαρύς, -εῖα, -ύ grec : Ἕλλην, -νος Grèce : Ἑλλάς, -δος (ἡ) guerre : πόλεµος, -ου (ὁ)

guerre civile : στάσις, -εως (ἡ) habile : δεινός, -ή, -όν + inf. ; δέξιος, -α, -ον ; σοφός, -ή, -όν habileté : ἐπιστήµη, -ῆς (ἡ) hâte : σπουδή, -ῆς (ἡ) heureux : εὐδαίµων, -ων, -ον ; εὐτυχής, -ής, -ές homme (être humain) : ἄνθρωπος, -ου (ὁ) homme (individu masculin) : ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) honneur : τιµή, -ῆς (ἡ) hoplite : ὁπλίτης, -ου (ὁ) île : νῆσος, -ου (ἡ) image : εἴδωλον, -ου (τὸ) ; εἰκών, -όνος (ἡ) impie : ἀσεϐής, -ής, -ές impossible : ἀδύνατος, -ος, -ον incapable : ἀδύνατος, -ος, -ον inférieur : ὕστερος, -α, -ον injuste : ἄδικος, -ος, -ον injustement : ἀδίκως jardin : κῆπος, -ου (ὁ) jeune : νέος, -α, -ον jeune fille : νύµφη, -ης (ἡ) jeunesse : ἥϐη, -ης (ἡ) jeunesse : ὥρα, -ας (ἡ) jour : ἡµέρα, -ας (ἡ) juge : δικαστής, -οῦ (ὁ) juste : δίκαιος, -α, -ον ; ὀρθός, -ή, -όν justement, de manière juste : δικαίως justice : δίκη, -ης (ἡ) lacédémonien : Λακεδαιµόνιος, -α, -ον lâche : δειλός, -ή, -όν langue : γλῶττα, -ης (ἡ) léger : κοῦφος, -η, -ον lettre : γράµµατα, -ων (τὰ) libre : ἐλεύθερος, -α, -ον lieu : τόπος, -ου (ὁ) lion : λέων, -οντος (ὁ) livre : βιϐλίον, -ου (τὸ) loi : νόµος, -ου (ὁ) long : µακρός, -ά, -όν lourd : βαρύς, -εῖα, -ύ lumière : φῶς, φῶτος (τὸ) lune : σελήνη, -ης (ἡ) lutte : ἀγών, -ῶνος (ὁ) lyre : λύρα, -ας (ἡ) magistrature : ἀρχή, -ῆς (ἡ) maintenant : νῦν maison (bâtiment / habitants) : οἰκία, -ας (ἡ) maison (domaine) : οἶκος, -ου (ὁ) maître : δεσπότης, -ου (ὁ) maîtresse : δέσποινα, -ης (ἡ) mal : κακῶς maladie : νόσος, -ου (ἡ) malheur : συµφορά, -ας (ἡ) malheureux : δυστυχής, -ής, -ές mariage : γάµος, -ου (ὁ) mauvais : κακός, -ή, -όν mauvais (très) : κάκιστος, -η, -ον meilleur (le) : ἄριστος, -η, -ον membre (d un corps) : µέλος, -ους (τὸ) mensonge : ψεῦδος, -ους (τὸ) mensonger : ψευδής, -ές, -ές menteur : ψευδής, -ές, -ές mer : θάλαττα, -ης (ἡ) mère : µήτηρ, µητρός (ἡ) mérite : ἀρετή, -ῆς (ἡ) messager : ἄγγελος, -ου (ὁ) mesure : µέτρον, -ου (τὸ) métier : τέχνη, -ης (ἡ) miel : µέλι, -ιτος (τὸ) milieu (situé au) : µέσος, -η, -ον moment : καιρός, -οῦ (ὁ) moment opportun : ὥρα, -ας (ἡ) monnaie : ἀργύριον, -ου (τὸ) montagne : ὄρος, -ους (τὸ) mort (cadavre) : νεκρός, -ά, -ον mort (la) : θάνατος, -ου (ὁ) mouton : πρόϐατον, -ου (τὸ) moyen : µέσος, -η, -ον muraille : τεῖχος, -ους (τὸ) muse : µοῦσα, -ης (ἡ) mythe : µῦθος, ου (ὁ) nation : ἔθνος, -ους (τὸ) nécessité : ἀνάγκη, -ης (ἡ) nom : ὄνοµα, -ατος (τὸ) nombreux : πολλοί, -αί, -ά nombreux (très) : πλεῖστοι, -αι, -α nourriture : σῖτος, -ου (ὁ) nouveau : καινός, -ή, -όν nouveau (à, de) : πάλιν nu : γυµνός, -ή, -όν nuage : νεφέλη, -ης (ἡ) nuit : νύξ, νυκτός (ἡ) nymphe : νύµφη, -ης (ἡ) occasion : καιρός, -οῦ (ὁ) œil : ὀφθαλµός, -οῦ (ὁ) œuvre : ἔργον, -ου (τὸ) oiseau : ὄρνις, -ιθος (ὁ/ἡ) opinion : γνώµη, -ης (ἡ) ; δόξα, -ης (ἡ) or : χρυσός, -οῦ (ὁ) ordre : κόσµος, -ου (ὁ) ; τάξις, -εως (ἡ) origine : ἀρχή, -ῆς (ἡ) ornement : κόσµος, -ου (ὁ) parent (membre de la famille) : συγγενής, -ής, -ές parole : λόγος, -ου (ὁ) ; µῦθος, ου (ὁ) particulier : ἴδιος, -α, -ον pauvre : πένης, -ητος pays : χῶρα, -ας (ἡ) paysan : γεωργός, -οῦ (ὁ) peine : πόνος, -ου (ὁ) père : πατήρ, πατρός (ὁ) perse : Πέρσης, -ου personne ; rien : οὐδείς, -ενός / οὐδεµία, -ας petit : µικρός, -ά, -όν peu de : ὀλίγος, -η, -ον peu de gens : ὀλίγοι, -αι, -α peuple : γένος, -ους (τὸ) ; δῆµος, -ου (ὁ) ; ἔθνος, - ους (τὸ) peur : φόϐος, -ου (ὁ) peut-être : ἴσως philosophe : φιλόσοφος, -ου (ὁ)

philosophie : φιλοσοφία, -ας (ἡ) pied : πούς, ποδός (ὁ) pierre : λίθος, -ου (ὁ) pieux : εὐσεϐής, -ής, -ές place : τάξις, -εως (ἡ) ; χῶρα, -ας (ἡ) plupart (la) : οἱ πλεῖστοι, αἱ πλεῖσται, τὰ πλεῖστα ; οἱ πολλοί, αἱ πολλαί, τὰ πολλά +G poète : ποιητής, -οῦ (ὁ) poison : φάρµακον, -ου (τὸ) poisson : ἰχθύς, -ύος (ὁ) porte : θύρα, -ας (ἡ) possible : δυνατός, -ή, -όν poste : τάξις, -εως (ἡ) postérieur : ὕστερος, -α, -ον pourtant : καίτοι premier : πρῶτος, -η, -ον près de : πλησίον +G presque : σχεδόν prêt : ἑτοῖµος, -η, -ον prêtre : ἱερεύς, -έως (ὁ) prière : εὐχή, -ῆς (ἡ) privé (à titre) : ἰδίως probablement : ἴσως profond : βαθύς, -εῖα, -ύ public (en) : ἐν µέσῳ puissance : δύναµις, -εως (ἡ) puissant : δυνατός, -ή, -όν pur : καθαρός, -ά, -όν qualité : ἀρετή, -ῆς (ἡ) race : γένος, -ους (τὸ) ; ἔθνος, -ους (τὸ) raison : λόγος, -ου (ὁ) rapidement : τάχα rapidement (très) : τάχιστα rassemblement : ἐκκλησία, -ας (ἡ) reflet : εἴδωλον, -ου (τὸ) régime politique : πολιτεία, -ας (ἡ) remède : φάρµακον, -ου (τὸ) rempart : τεῖχος, -ους (τὸ) représentation : εἴδωλον, -ου (τὸ) réputation : δόξα, -ης (ἡ) responsable : αἴτιος, -α, -ον +G ressources : βίος, -ου (ὁ) résultat : τέλος, -ους (τὸ) rêve : ὄνειρος, -ου (ὁ) riche : πλούσιος, -α, -ον rien : οὐδέν, -ενός rocher : πέτρα, -ας (ἡ) roi : βασιλεύς, -έως (ὁ) romain : Ῥωµαῖος, -α, -ον route : ὁδός, -οῦ (ἡ) sacré : ἱερός, -ά ou -ός, -όν sage : σοφός, -ή, -όν sagesse : σοφία, -ας (ἡ) sain : ὑγιής, -ής, -ές saison : ὥρα, -ας (ἡ) savant : σοφός, -ή, -όν sceptre : σκῆπτρον, -ου (τὸ) science : ἐπιστήµη, -ης (ἡ) semblable à : ὅµοιος, -α, -ον +D sens inverse (en) : πάλιν seul : µόνος, -η, -ον seulement : µόνον silence : σιγή, -ῆς (ἡ) situation : πράγµατα, -ατων (τὰ) sœur : ἀδελφή, -ῆς (ἡ) soldat : ὁπλίτης, -ου (ὁ) soleil : ἥλιος, -ου (ὁ) sommeil : ὕπνος, -ου (ὁ) sort : τύχη, -ης (ἡ) souffle : πνεῦµα, -ατος (τὸ) souffrance : πόνος, -ου (ὁ) souhait : εὐχή, -ῆς (ἡ) source : κρήνη, -ης (ἡ) ; πηγή, -ῆς (ἡ) souvent : πολλάκις souverain : κύριος, -α, -ον souverain (le) : βασιλεύς, -έως (ὁ) spartiate : Λακεδαιµόνιος, -α, -ον table : τράπεζα, -ης (ἡ) taureau : ταῦρος, -ου (ὁ) technique : τέχνη, -ης (ἡ) temps : χρόνος, -ου (ὁ) terre : γῆ, γῆς (ἡ) terrible : δεινός, -ή, -όν tête : κεφαλή, -ῆς (ἡ) thébain : Θηϐαῖος, -α, -ον toujours : ἀεί travail : ἔργον, -ου (τὸ) troisième : τρίτος, η, ον tumulte : θόρυϐος, -ου (ὁ) tyran : τύραννος, -ου (ὁ) univers : κόσµος, -ου (ὁ) usage : νόµος, -ου (ὁ) valeur : τιµή, -ῆς (ἡ) valeureux : ἀγαθός, -ή, -όν varié : ποικίλος, -η, -ον vent : ἄνεµος, -ου (ὁ) ; πνεῦµα, -ατος (τὸ) véridique : ἀληθής, -ής, -ές véritable : ἀληθής, -ής, -ές vérité : ἀλήθεια, -ας (ἡ) vers (d un poème) : µέλος, -ους (τὸ) vertu : ἀρετή, -ῆς (ἡ) victoire : νίκη, -ης (ἡ) vie : βίος, -ου (ὁ) vieillard : γέρων, -οντος (ὁ) vigueur : θυµός, -οῦ (ὁ) ville : ἄστυ, -εως (τὸ) vin : οἶνος, -ου (ὁ) visage : πρόσωπον, -ου (τὸ) visible : δῆλος, -η, -ον voie : ὁδός, -οῦ (ἡ) voix : φωνή, -ῆς (ἡ) volonté : βουλή -ῆς (ἡ) voyage : ὁδός, -οῦ (ἡ) vrai : ἀληθής, -ής, -ές

VERBES GREC -FRANÇAIS indicatif présent sens radical duratif / aoriste indicatif aoriste ἀγγέλλω annoncer ἀγγελλ / ἀγγειλ ἤγγειλα ἀγνοέω ignorer ἀγνοε / ἀγνοησ ἠγνόησα ἄγω mener, conduire ἀγ / ἀγαγ ἤγαγον ἀδικέω être injuste ; commettre un crime ἀδικε / ἀδικησ ἠδίκησα ᾄδω chanter ᾀδ / ᾀσ ᾖσα ἀκούω entendre ἀκου / ἀκουσ ἤκουσα ἀποθνῄσκω mourir θνῄσκ / θαν ἀπέθανον ἀποκτείνω tuer κτειν / κτειν ἀπέκτεινα ἀπορέω être dans l embarras ἀπορε / ἀπορησ ἠπόρησα ἀρέσκω plaire +D ἀρεσκ / ἀρεσ ἤρεσα ἄρχω commander +G ἀρχ / ἀρξ ἦρξα ἄρχοµαι commencer +G ἀρχ / ἀρξ ἠρξάµην ἀφικνέοµαι arriver ἀφικνε / ἀφικ ἀφικόµην βαδίζω marcher βαδιζ / βαδισ ἐϐάδισα βαίνω marcher βαιν / βα ἔϐην βάλλω jeter, lancer βαλλ / βαλ ἔϐαλον βασιλεύω régner βασιλευ / βασιλευσ ἐϐασίλευσα βλέπω regarder βλεπ / βλεψ ἔϐλεψα βοάω crier βοα / βοη ἐϐόησα βούλοµαι vouloir βουλ / βουλη ἐϐουλήθην γελάω rire γελα / γελασ ἐγέλασα γίγνοµαι devenir, être γίγν / γεν ἐγενόµην γιγνώσκω savoir, connaître γιγνωσκ / γνο ἔγνων γράφω écrire, peindre γραφ / γραψ ἔγραψα δακρύω pleurer δακρυ / δακρυσ ἐδάκρυσα δεῖ il faut δε / Ø Ø δέοµαι demander ; avoir besoin de +G δε / δεη ἐδεήθην δέχοµαι recevoir, accepter δεχ / δεξ ἐδεξάµην διαλέγοµαι discuter λεγ / λεγ διελέχθην διαφθείρω détruire, corrompre φθειρ / φθειρ διέφθειρα διδάσκω enseigner διδασκ / διδαξ ἐδίδαξα δοκεῖ il semble à +D δοκε / δοξ ἔδοξε δοκέω penser, croire δοκε / δοξ ἔδοξα δύναµαι pouvoir δυνα / δυνη ἐδυνήθην ἐθέλω (θέλω) vouloir ; consentir ἐθελ / ἐθελησ ἠθέλησα ἐπαινέω louer, féliciter ἐπαινε / ἐπαινεσ ἐπῄνεσα ἐπιϐουλεύω comploter βουλευ / βουλευσ ἐπεϐούλευσα ἐπίσταµαι savoir ἐπιστα / ἐπιστη ἠπιστήθην ἐράω désirer, aimer +G ἐρα / ἐρασ ἠράσθην ἐργάζοµαι travailler ἐργαζ / ἐργασ ἠργασάµην ἔρχοµαι aller ἐρχ / ἐλθ ἦλθον ἐρωτάω interroger ἐρωτα / ἐρωτησ ἠρώτησα ἐσθίω manger ἐσθι / φαγ ἔφαγον εὑρίσκω trouver εὑρισκ / εὑρ ηὗρον εὔχοµαι prier εὐχ / εὐξ ηὐξάµην ἔχω avoir ἔχ / σχ ἔσχον ζηλόω jalouser ζηλο / ζηλωσ ἐζήλωσα θαυµάζω admirer, voir avec surprise θαυµαζ / θαυµασ ἐθαύµασα θεραπεύω soigner θεραπευ / θεραπευσ ἐθεράπευσα θύω sacrifier θυ / θυσ ἔθυσα καθεύδω dormir καθευδ / Ø Ø καθίζω s asseoir ; être assis καθιζ / καθισ ἐκάθισα καλέω appeler, nommer, inviter καλε / καλεσ ἐκάλεσα κάµνω être fatigué καµν / καµ ἔκαµον

κελεύω inviter à, ordonner κελευ / κελευσ ἐκέλευσα κλείω fermer κλει / κλεισ ἔκλεισα κλέπτω voler κλεπτ / κλεψ ἔκλεψα κρατέω s emparer de, maîtriser, dominer +G κρατε / κρατησ ἐκράτησα κρύπτω cacher κρυπτ / κρυψ ἔκρυψα λαµϐάνω prendre λαµϐαν / λαϐ ἔλαϐον λανθάνω passer inaperçu, être oublié λανθαν / λαθ ἔλαθον λέγω dire, parler λεγ / εἰπ εἶπον λείπω laisser, abandonner λειπ / λιπ ἔλιπον µανθάνω apprendre, comprendre µανθαν / µαθ ἔµαθον µάχοµαι combattre µαχ / µαχεσ ἐµαχεσάµην µεθύω être ivre µεθυ / µεθυσ ἐµέθυσα µέλλω être sur le point de µελλ / µελλησ ἐµέλλησα µένω rester µεν / µειν ἔµεινα µισέω haïr µισε / µισησ ἐµίσησα νικάω vaincre νικα / νικησ ἐνίκησα νοµίζω penser, estimer νοµιζ / νοµισ ἐνόµισα οἰκέω habiter οἰκε / οἰκησ ᾤκησα οἴοµαι penser οἰ / οἰη ᾠήθην ὀνοµάζω nommer ὀνοµαζ / ὀνοµασ ὠνόµασα ὁράω voir ὁρα / ἰδ εἶδον ὀργίζοµαι être en colère ὀργιζ / ὀργισ ὠργίσθην οὐ µέλει (µοι) je me fiche de +G µελ / µελησ ἐµέλησε παιδεύω éduquer παιδευ / παιδευσ ἐπαίδευσα παίω frapper παι / παισ ἔπαισα πάσχω subir, souffrir πασχ / παθ ἔπαθον παύοµαι arrêter de παυ / παυσ ἐπαυσάµην πείθω persuader, convaincre πειθ / πεισ ἔπεισα πείθοµαι obéir πειθ / πιθ ἐπιθόµην πέµπω envoyer πεµπ / πεµψ ἔπεµψα περιπατέω se promener πατε / πατησ περιεπάτησα πίνω boire πιν / πι ἔπιον πίπτω tomber πιπτ / πεσ ἔπεσον πλέω naviguer πλε / πλευ ἔπλευσα πλήττω frapper πληττ / πληξ ἔπληξα ποιέω faire, fabriquer, créer ποιε / ποιησ ἐποίησα πολεµέω se battre πολεµε / πολεµησ ἐπολέµησα πορεύοµαι aller, voyager πορευ / πορευ ἐπορεύθην πράττω faire, agir πραττ / πραξ ἔπραξα σιγάω se taire σιγα / σιγησ ἐσίγησα σκοπέω examiner σκοπε / σκεψ ἐσκεψάµην στέλλω envoyer στελλ / στειλ ἔστειλα στρατεύω aller au combat στρατευ / στρατευσ ἐστράτευσα συλλέγω cueillir λεγ /λεξ συνέλεξα σῴζω sauver σῳζ / σωσ ἔσωσα τάττω mettre en ordre ταττ / ταξ ἔταξα τελέω exécuter ; achever τελε / τελεσ ἐτέλεσα τιµάω honorer τιµα / τιµησ ἐτίµησα τρέπω faire tourner τρεπ / τρεψ ἔτρεψα τρέφω nourrir, élever τρεφ / θρεψ ἔθρεψα τρέχω courir τρεχ / δραµ ἔδραµον τυγχάνω rencontrer, obtenir τυγχαν / τυχ ἔτυχον φαίνω rendre visible φαιν / φην ἔφηνα φαίνοµαι paraître φαιν / φαν ἐφάνην φέρω porter, apporter, supporter φερ / ἐνεγκ ἤνεγκον φεύγω fuir φευγ / φυγ ἔφυγον φηµι dire φη / φη ἔφην φιλέω aimer φιλε / φιλησ ἐφίλησα

φοϐέοµαι craindre φοϐε / φοϐη ἐφοϐήθην φυλάττω garder, surveiller φυλαττ / φυλαξ ἐφύλαξα φύοµαι être φυ / φυ ἔφυν χαίρω se réjouir, être content χαιρ / χαρ ἐχάρην χράοµαι utiliser, se servir de +D χρα / χρησ ἐχρησάµην χρή il faut Ø Ø ψεύδω tromper ψευδ / ψευσ ἔψευσα ψεύδοµαι mentir ψευδ / ψευσ ἐψευσάµην FRANÇAIS-GREC sens radical duratif / aoriste indicatif présent indicatif aoriste abandonner λειπ / λιπ λείπω ἔλιπον accepter δεχ / δεξ δέχοµαι ἐδεξάµην achever τελε / τελεσ τελέω ἐτέλεσα admirer θαυµαζ / θαυµασ θαυµάζω ἐθαύµασα agir πραττ / πραξ πράττω ἔπραξα aimer φιλε / φιλησ φιλέω ἐφίλησα aimer +G ἐρα / ἐρασ ἐράω ἠράσθην aller ἐρχ / ἐλθ ἔρχοµαι ἦλθον aller πορευ / πορευ πορεύοµαι ἐπορεύθην aller au combat στρατευ / στρατευσ στρατεύω ἐστράτευσα annoncer ἀγγελλ / ἀγγειλ ἀγγέλλω ἤγγειλα appeler καλε / καλεσ καλέω ἐκάλεσα apporter φερ / ἐνεγκ φέρω ἤνεγκον apprendre µανθαν / µαθ µανθάνω ἔµαθον arrêter de παυ / παυσ παύοµαι ἐπαυσάµην arriver ἀφικνε / ἀφικ ἀφικνέοµαι ἀφικόµην avoir ἔχ / σχ ἔχω ἔσχον avoir besoin de +G δε / δεη δέοµαι ἐδεήθην boire πιν / πι πίνω ἔπιον cacher κρυπτ / κρυψ κρύπτω ἔκρυψα chanter ᾀδ / ᾀσ ᾄδω ᾖσα combattre µαχ / µαχεσ µάχοµαι ἐµαχεσάµην commander ἀρχ / ἀρξ ἄρχω ἦρξα commencer ἀρχ / ἀρξ ἄρχοµαι ἠρξάµην commettre un crime ἀδικε / ἀδικησ ἀδικέω ἠδίκησα comploter βουλευ / βουλευσ ἐπιϐουλεύω ἐπεϐούλευσα comprendre µανθαν / µαθ µανθάνω ἔµαθον conduire ἀγ / ἀγαγ ἄγω ἤγαγον connaître γιγνωσκ / γνο γιγνώσκω ἔγνων consentir ἐθελ / ἐθελησ ἐθέλω (θέλω) ἠθέλησα convaincre πειθ / πεισ πείθω ἔπεισα corrompre φθειρ / φθειρ διαφθείρω διέφθειρα courir τρεχ / δραµ τρέχω ἔδραµον craindre φοϐε / φοϐη φοϐέοµαι ἐφοϐήθην crier βοα / βοη βοάω ἐϐόησα croire δοκε / δοξ δοκέω ἔδοξα cueillir λεγ / λεξ συλλέγω συνέλεξα demander +G δε / δεη δέοµαι ἐδεήθην désirer +G ἐρα / ἐρασ ἐράω ἠράσθην détruire φθειρ / φθειρ διαφθείρω διέφθειρα devenir γίγν / γεν γίγνοµαι ἐγενόµην dire φη / φη φηµι ἔφην dire λεγ / εἰπ λέγω εἶπον discuter λεγ / λεγ διαλέγοµαι διελέχθην dominer +G κρατε / κρατησ κρατέω ἐκράτησα

dormir καθευδ / Ø καθεύδω Ø écrire γραφ / γραψ γράφω ἔγραψα éduquer παιδευ / παιδευσ παιδεύω ἐπαίδευσα élever τρεφ / θρεψ τρέφω ἔθρεψα enseigner διδασκ / διδαξ διδάσκω ἐδίδαξα entendre ἀκου / ἀκουσ ἀκούω ἤκουσα envoyer πεµπ / πεµψ πέµπω ἔπεµψα envoyer στελλ / στειλ στέλλω ἔστειλα estimer νοµιζ / νοµισ νοµίζω ἐνόµισα être γίγν / γεν γίγνοµαι ἐγενόµην être φυ / φυ φύοµαι ἔφυν être assis καθιζ / καθισ καθίζω ἐκάθισα être content χαιρ / χαρ χαίρω ἐχάρην être dans l embarras ἀπορε / ἀπορησ ἀπορέω ἠπόρησα être en colère ὀργιζ / ὀργισ ὀργίζοµαι ὠργίσθην être fatigué καµν / καµ κάµνω ἔκαµον être injuste ἀδικε / ἀδικησ ἀδικέω ἠδίκησα être ivre µεθυ / µεθυσ µεθύω ἐµέθυσα être sur le point de µελλ / µελλησ µέλλω ἐµέλλησα examiner σκοπε / σκεψ σκοπέω ἐσκεψάµην exécuter τελε / τελεσ τελέω ἐτέλεσα faire ποιε / ποιησ ποιέω ἐποίησα faire πραττ / πραξ πράττω ἔπραξα faire tourner τρεπ / τρεψ τρέπω ἔτρεψα féliciter ἐπαινε / ἐπαινεσ ἐπαινέω ἐπῄνεσα fermer κλει / κλεισ κλέιω ἔκλεισα fiche (je m en) +G µελ / µελησ οὐ µέλει (µοι) ἐµέλησε frapper παι / παισ παίω ἔπαισα frapper πληττ / πληξ πλήττω ἔπληξα fuir φευγ / φυγ φεύγω ἔφυγον garder φυλαττ / φυλαξ φυλάττω ἐφύλαξα habiter οἰκε / οἰκησ οἰκέω ᾤκησα haïr µισε / µισησ µισέω ἐµίσησα honorer τιµα / τιµησ τιµάω ἐτίµησα ignorer ἀγνοε / ἀγνοησ ἀγνοέω ἠγνόησα il faut δε / Ø δεῖ Ø il faut Ø χρή Ø il semble (+D: à) δοκε / δοξ δοκεῖ ἔδοξε interroger ἐρωτα / ἐρωτησ ἐρωτάω ἠρώτησα inviter καλε / καλεσ καλέω ἐκάλεσα inviter à κελευ / κελευσ κελεύω ἐκέλευσα jalouser ζηλο / ζηλωσ ζηλόω ἐζήλωσα jeter βαλλ / βαλ βάλλω ἔϐαλον laisser λειπ / λιπ λείπω ἔλιπον lancer βαλλ / βαλ βάλλω ἔϐαλον louer ἐπαινε / ἐπαινεσ ἐπαινέω ἐπῄνεσα manger ἐσθι / φαγ ἐσθίω ἔφαγον marcher βαδιζ / βαδισ βαδίζω ἐϐάδισα marcher βαιν / βα βαίνω ἔϐην mener ἀγ / ἀγαγ ἄγω ἤγαγον mentir ψευδ / ψευσ ψεύδοµαι ἐψευσάµην mettre en ordre ταττ / ταξ τάττω ἔταξα mourir θνῄσκ / θαν ἀποθνῄσκω ἀπέθανον naviguer πλε / πλευ πλέω ἔπλευσα nommer καλε / καλεσ καλέω ἐκάλεσα nommer ὀνοµαζ / ὀνοµασ ὀνοµάζω ὠνόµασα nourrir τρεφ / θρεψ τρέφω ἔθρεψα obéir πειθ / πιθ πείθοµαι ἐπιθόµην

obtenir τυγχαν / τυχ τυγχάνω ἔτυχον ordonner κελευ / κελευσ κελεύω ἐκέλευσα paraître φαιν / φαν φαίνοµαι ἐφάνην parler λεγ / εἰπ λέγω εἶπον passer inaperçu λανθάνω λανθαν / λαθ ἔλαθον peindre γραφ / γραψ γράφω ἔγραψα penser οἰ / οἰη οἴοµαι ᾠήθην penser δοκε / δοξ δοκέω ἔδοξα penser νοµιζ / νοµισ νοµίζω ἐνόµισα persuader πειθ / πεισ πείθω ἔπεισα plaire à +D ἀρεσκ / ἀρεσ ἀρέσκω ἤρεσα pleurer δακρυ / δακρυσ δακρύω ἐδάκρυσα porter φερ / ἐνεγκ φέρω ἤνεγκον pouvoir δυνα / δυνη δύναµαι ἐδυνήθην prendre λαµϐαν / λαϐ λαµϐάνω ἔλαϐον prier εὐχ / εὐξ εὔχοµαι ηὐξάµην recevoir δεχ / δεξ δέχοµαι ἐδεξάµην regarder βλεπ / βλεψ βλέπω ἔϐλεψα régner βασιλευ / βασιλευσ βασιλεύω ἐϐασίλευσα rencontrer τυγχαν / τυχ τυγχάνω ἔτυχον rendre visible φαιν / φην φαίνω ἔφηνα rester µεν / µειν µένω ἔµεινα réunir συλλεγ / συλλεξ συλλέγω συνέλεξα rire γελα / γελασ γελάω ἐγέλασα s asseoir καθιζ / καθισ καθίζω ἐκάθισα sacrifier θυ / θυσ θύω ἔθυσα sauver σώ ζ / σωσ σῴζω ἔσωσα savoir ἐπιστα / ἐπιστη ἐπίσταµαι ἠπιστήθην savoir γιγνωσκ / γνο γιγνώσκω ἔγνων se battre πολεµε / πολεµησ πολεµέω ἐπολέµησα se promener πατε / πατησ περιπατέω περιεπάτησα se réjouir χαιρ / χαρ χαίρω ἐχάρην se taire σιγα / σιγησ σιγάω ἐσίγησα soigner θεραπευ / θεραπευσ θεραπεύω ἐθεράπευσα souffrir πασχ / παθ πάσχω ἔπαθον subir πασχ / παθ πάσχω ἔπαθον supporter φερ / ἐνεγκ φέρω ἤνεγκον surveiller φυλαττ / φυλαξ φυλάττω ἐφύλαξα tomber πιπτ / πεσ πίπτω ἔπεσον travailler ἐργαζ / ἐργασ ἐργάζοµαι ἠργασάµην tromper ψευδ / ψευσ ψεύδω ἔψευσα trouver εὑρισκ / εὑρ εὑρίσκω ηὗρον tuer κτειν / κτειν ἀποκτείνω ἀπέκτεινα utiliser +D χρα / χρησ χράοµαι ἐχρησάµην vaincre νικα / νικησ νικάω ἐνίκησα voir ὁρα / ἰδ ὁράω εἶδον voir avec surprise θαυµαζ / θαυµασ θαυµάζω ἐθαύµασα voler κλεπτ / κλεψ κλέπτω ἔκλεψα vouloir βουλ / βουλη βούλοµαι ἐϐουλήθην vouloir ἐθελ / ἐθελησ ἐθέλω (θέλω) ἠθέλησα voyager πορευ / πορευ πορεύοµαι ἐπορεύθην