Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement Lexique

Σχετικά έγγραφα
NOMS, ADJECTIFS, ADVERBES GREC-FRANÇAIS

J. Wang, grec initiation Vocabulaire de 1 ère année

Vocabulaire à réviser pour le partiel du S2

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

Ενότητα 1. Ενότητα 2

LEXIQUE GREC DU COLLEGE

Personnel Lettre. Lettre - Adresse

Personnel Lettre. Lettre - Adresse. Κυρ. Ιωάννου Οδ. Δωριέων 34 Τ.Κ 8068, Λάρνακα

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 3 Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ. Στη διάρκεια του σχολικού έτους μελετήσαμε παροιμίες κοινές που υπάρχουν στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα.

La Déduction naturelle

VOCABULAIRE GREC DE BASE

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. (Σχολείο).

Βασιλική Σαμπάνη Μαντάμ Μποβαρύ: Αναπαραστάσεις φύλου και σεξουαλικότητας

Έπου θεώ (Ακολούθα τον θεό) Νόμω πείθου ( Να πειθαρχείς στο Νόμο) Θεούς σέβου (Να σέβεσαι τους θεούς) Γονείς αίδου (Να σέβεσαι τους γονείς σου)

La notion de vie chez Aristote GLOSSAIRE

Ο Στρατής Πασχάλης, µεταφραστής του Ρακίνα

Oxana Zaika ~ Τιµοκατάλογος

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΜΕ ΤΟ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟ ΞΕΝΙΟΣ: ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

DICTIONNAIRE GREC-FRANCAIS

πανέτοιμος για να έλθει είναι πολύ πρόθυμος και έτοιμος κάθε στιγμή με ευχαρίστηση, με χαρά, με καλή διάθεση, να έλθει να επισκιάσει και να βοηθήσει

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥ ΩΝ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Το αντικείμενο [τα βασικά]

31 Ιουλίου 6 Αυγούστου 2017 Πνεύμα

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Β τάξη Γυμνασίου - Επίπεδο Α1-2 του ΚΕΠΑ

Τα μαθήματα : 2, 3, 4, 5, 7, 8, 9, 10, 12, 14, 15, 16, 17, 21, 22, 23, 24, 26

Β ΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ


Ηαχόρταγη μικρή κάμπια. La chenille qui fait des trous. Ηαχόρταγη μικρή κάμπια. La chenille qui fait des trous

ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ. Ήπειρος (Ελλάδα)

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Ας υψώσουμε τις καρδιές μας. Είναι στραμμένες προς τον Κύριο. Ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο τον Θεό μας. Άξιο και δίκαιο.

ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ 2017 ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ. ΤΑΞΗ: Α Γυμνασίου. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: Τρίτη, 30 Μαΐου 2017

ΜΕΤΟΧΗ Η ΜΕΤΟΧΗ. Ας θυμηθούμε το σχηματισμό και την κλίση της ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Θέμα εργασίας: Η διάκριση των εξουσιών

ΚΕ-ΓΛΩ-21 Αξιολόγηση δεξιοτήτων επικοινωνίας στις ξένες γλώσσες. KE-GLO-21 Évaluation des compétences de communication en langue étrangère

Γ τάξη Γυμνασίου - Επίπεδο Α1-2 του ΚΕΠΑ

GCSE Classical Greek OCR GCSE in Classical Greek: J291

ΣΧΕΔΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Εκπαιδευτική εφαρμογή Διδασκαλία τραγουδιού της σύγχρονης γαλλικής μουσικής Dernière danse - INDILA

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Α ΓΥΜΝΑΙΟΥ

BACCALAURÉATS GÉNÉRAL ET TECHNOLOGIQUE

Το παραμύθι της αγάπης

* 300 mots indispensables # 350 mots vus en 1 re année déb. (Guillaume Bady, Université Lumière-Lyon 2, janvier 2000)

Très formel, le destinataire a un titre particulier qui doit être utilisé à la place de son nom

Plutarque : Vie de Solon, 19 Le constituant (594)

LES PETITES CANAILLES 1. Nom Unité 1 Prénom. 1/. Trouvez les questions ( να βρεις τις ερωτήσεις ).

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

CE/Scholarship Greek VOCAB list(s)

1β. διαβεβλημένοις,καταστηναι,επειδάν, διακείμενος, μεταμελήσειν: να αναλυθούν στα συνθετικά τους.

Εναλλακτική αξιολόγηση στα μαθήματα της ομάδας Β με συνθετική-δημιουργική εργασία:

Τεχνικές του δράματος και Διδακτική των ζωντανών γλωσσών. Η συμβολή τους στη διαμόρφωση διαπολιτισμικής συνείδησης

-ω conjugation deponent

COURS DE LANGUE FRANÇAISE NIVEAU I - DÉBUTANTS, FAUX DÉBUTANTS UNITÉ 2 AU TÉLÉPHONE UNIVERSITÉ DE PATRAS CENTRE D ENSEIGNEMENT DE LANGUES ÉTRANGÈRES

Dramaturgie française contemporaine

Τεστ Κατάταξης 1 Grading Test 1

Vous pouvez me montrer où c'est sur le plan? Vous pouvez me montrer où c'est sur le plan? Παράκληση για ένδειξη συγκεκριμένης τοποθεσίας σε χάρτη

Γ ΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Θα ήθελα να κλείσω τον τραπεζικό μου λογαριασμό.

Action.fr-gr 1. Scène 2 : «Voilà ma famille»=να ε μηθμγέκεηά μμο Vocabulaire

COURS DE LA NIVEAU II SEMESTRE PRINTANIER MÉTHODE: VITE ET BIEN 1

Sophocle : Oedipe Roi v La résistance de Tirésias

Lycée Palissy Agen France Istituto Statale di Istruzione Superiore "Malignani Cervignano Italie

Présidence du gouvernement

1. Να τονίσετε τις λέξεις και να δικαιολογήσετε την επιλογή σας, αναφέροντας τον αντίστοιχο κανόνα τονισμού

Βλέπουν τα θαύματα και ομολογούν τη χάρη (Κυριακή Ζ Ματθαίου)


Corrigé exercices série #1 sur la théorie des Portefeuilles, le CAPM et l APT

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (318E-320C)

Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Immigration Documents

Τζιορντάνο Μπρούνο

ΥΛΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΣΗΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ERP

Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΘΕΜΑ 151ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 2, 3-4.

1 / ΟΔΗΓΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΓΑΛΛΙΚΑ Α, Β, Γ Γυμνασίου

Μέτοπον Τ.Τ Δεσποινίς

1) Μες τους κάμπους τ αγγελούδια ύμνους ουράνιους σκορπούν κι από τα γλυκά τραγούδια όλα τριγύρω αχολογούν. Gloria in excelsis Deo!

Είπε ο Θεός: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική μας κι έτσι που να μπορεί να μας μοιάσει κι ας εξουσιάζει τα ψάρια της

ΤΑΞΗ Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΛΗ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Οι ενότητες 2,3,5,6,7,8,10,11,12,13,14,16,18,19,21,22,23,24,25,29,30,37.

Les Mondes Fantastiques Melun Ville d Europe 2016

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ. (Σχολείο).

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Γι αυτό και εμείς, ενωμένοι με τους Αγγέλους και τους αγίους, διακηρύττουμε τη δόξα σου αναφωνώντας και λέγοντας (ψάλλοντας):

Dyscolos lexique acte IV

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΑΚΙ!!!!)

ΘΕΜΑ 63ο: Θουκυδίδου Ἱστορίαι, 3, 70, 3-6.

BACCALAURÉAT GÉNÉRAL

Ο παιδαγωγικός στόχος μας ήταν να ενημερωθούν οι μαθητές για το θέμα, τις μορφές εμφάνισης, τη συχνότητα και τα μέτρα αντιμετώπισης.

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΚΟΥΚΗΣ Ν., ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Ν., ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Φ.

Oedipe Roi v Le discours du prêtre (2)

ΤΟ ΜΑΡΙΑΝΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΦΟΣ

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

Ασκήσεις γραμματικής

Transcript:

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 79 Lexique

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 80 NOMS, ADJECTIFS, ADVERBES GREC-FRANÇAIS ἀγαθός, -ή, -όν : bon, valeureux ἄγγελος, -ου (ὁ) : le messager ἀγρός, -οῦ (ὁ) : le champ ἀγών, -ῶνος (ὁ) : le concours, la lutte ἀδελφή, -ῆς (ἡ) : la sœur ἀδελφός, -οῦ (ὁ) : le frère ἄδικος, -ος, -ον : injuste ἀδίκως : injustement ; criminellement ἀδύνατος, -ος, -ον : incapable, impossible ἀεί : toujours Ἀθηναῖος, -α, -ον : athénien αἴτιος, -α, -ον : qui cause, responsable de (+ G) ἀλήθεια, -ας (ἡ) : la vérité ἄλλος, -ή, -ο : autre ἀνάγκη, -ης (ἡ) : la nécessité ἀνδρεία, -ας (ἡ) : le courage ἀνδρείως : courageusement ἄνεµος, -ου (ὁ) : le vent ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) : l'homme ἄνθρωπος, -ου (ὁ) : l'être humain, l'homme ἄξιος, -α, -ον : digne de (+Gén) ἀργύριον, -ου (τὸ) : argent, monnaie ἀρετή, -ῆς (ἡ) : la vertu, le mérite, la qualité, l excellence ἄριστος, -η, -ον : le meilleur (superlatif de ἀγαθός) ἄσκησις, -εως (ἡ) : exercice βάρϐαρος, -ου (ὁ) : le barbare βασιλεύς, -εως (ὁ) : roi, souverain βιϐλίον, -ου (τὸ) : le livre βίος, -ου (ὁ) : la vie, les ressources, ce qui permet de vivre βουλή -ῆς (ἡ) : la volonté / le Conseil (à Athènes, assemblée chargée de préparer les lois à discuter devant l Assemblée du peuple : ἡ ἐκκλησία -ας) βωµός, -οῦ (ὁ) : l autel Γαλἀτης, -ου : celte, gaulois, galate γάµος, -ου (ὁ) : le mariage γένος, -ους (τὸ) : race, espèce, peuple, famille γέρων, -οντος : vieux γεωργός, -οῦ (ὁ) : le paysan γῆ, γῆς (ἡ) : la terre γλῶττα, -ης (ἡ) : la langue γνώµη, -ης (ἡ) : l avis, l opinion, la décision γράµµατα, -ων (τὰ) : lettre γυµνός, -ή, -όν : nu γυνή, γυναικός (ἡ) : la femme δαίµων, -ονος (ὁ, ἡ) : divinité, âme d un mort, génie attaché à chaque homme δειλός, -ή, -όν : lâche δεινός, -ή, -όν : terrible / + inf: habile à δένδρον, -ου (τὸ) : l'arbre δέξιος, -α, -ον : habile δέσποινα, -ης (ἡ) : la maîtresse δεσπότης, -ου (ὁ) : le maître δεύτερος, -α, -ον : deuxième δῆλος, -η, -ον : clair, évident, visible δῆµος, -ου (ὁ) : le peuple δίκαιος, -α, -ον : juste δικαίως : de manière juste δικαστής, -οῦ (ὁ) : juge, membre du jury δίκη, -ης (ἡ) : la justice δόξα, -ης (ἡ) : avis / croyance, opinion / réputation δούλη, -ης (ἡ) : la femme esclave δοῦλος, -ου (ὁ) : l'esclave δύναµις, -εως (ἡ) : la puissance, la force δυνατός, -ή, -όν : capable, puissant, possible δῶρον, -ου (τὸ) : le cadeau, le présent, le don ἔθνος, -ους (τὸ) : la race, le peuple, la nation εἴδωλον, -ου (τὸ) : l image, la représentation, le reflet ; le double, le fantôme εἰκών, -όνος (ἡ) : l'image ἕκαστος, -η, -ον : chaque ἐκκλησία, -ας (ἡ) : rassemblement ; Assemblée du peuple (à Athènes) ἐλεύθερος, -α, -ον : libre Ἑλλἀς, -δος (ἡ) : Grèce Ἕλλην, -νος : grec ἐπιστήµη, -ῆς (ἡ) : l habileté/ connaissance / science ἔργον, -ου (τὸ) : l acte, le travail, l œuvre ἔρως, -ωτος (ὁ) : désir, amour ἔτι : encore ; ἔτι καὶ νῦν : encore aujourd hui εὖ : bien εὐδαίµων, -ων, -ον : heureux ἐχθρός, -ά, -όν : ennemi ζῷον, -ου (τὸ) : l être vivant, l animal ἥϐη, -ης (ἡ) : la jeunesse ἥλιος, -ου (ὁ) : le soleil ἡµέρα, -ας (ἡ) : le jour θάλαττα, -ης (ἡ) : la mer θάνατος, -ου (ὁ) : la mort θεά, -ᾶς (ἡ) : la déesse θεός, -οῦ (ὁ) : le dieu, la divinité Θηβαῖος, -α, -ον : thébain θυγάτηρ, θυγατρός (ἡ) : la fille θυµός, -οῦ (ὁ) : vigueur ; courage θύρα, -ας (ἡ) : porte ἴδιος, -α, -ον : particulier, qui appartient en propre à quelqu'un ἰδίως : à titre privé ἱερεύς, -εως (ὁ) : prêtre ἱερός, -ά ou -ός, -όν : sacré ἱππεύς, -εως (ὁ) : cavalier ἵππος, -ου (ὁ) : le cheval καθαρός, -ά, -όν : pur καινός, -ή, -όν : nouveau καιρός, -οῦ (ὁ) : moment, occasion κάκιστος, -η, -ον : très mauvais (superlatif de κακός) κακός, -ή, -όν : mauvais κακῶς : mal κάλλιστος, -η, -ον : très beau (superlatif de καλός) καλός, -ή, -όν : beau καλῶς : de belle manière καρπός, -οῦ (ὁ) : le fruit Κελτός, -ή, -όν : celte, gaulois, galate κεφαλή, -ῆς (ἡ) : la tête κῆπος, -ου (ὁ) : le jardin κιθάρα, -ας (ἡ) : la cithare κίνδυνος, -ου (ὁ) : le danger κοινός, -ή, -όν : commun κοινῶς : en commun κόµη, -ης (ἡ) : la chevelure Κορίνθιος, -α, -ον : corinthien κόσµος, -ου (ὁ) : l'ordre, l'univers, l'ornement κύριος, -α, -ον : souverain, qui a autorité

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 81 κύων, κυνός (ὁ / ἡ) : le chien / la chienne Λακεδαιµόνιος, -α, -ον : spartiate, lacédémonien λέων, -οντος (ὁ) : le lion λίθος, -ου (ὁ) : la pierre λόγος, -ου (ὁ) : la parole, la raison λύρα, -ας (ἡ) : la lyre µακρός, -ά, -όν : long, grand µάχη, -ης (ἡ) : le combat µέγας, µεγάλη, µέγα : grand µέγιστος, -η, -ον : très grand µέλι, -ιτος (τὸ) : le miel µέσος, -η, -ον : situé au milieu, moyen ; ἐν µέσῳ : en public µήτηρ, µητρός (ἡ) : la mère µικρός, -ά, -όν : petit µόνον : seulement µόνος, -η, -ον : seul µοῦσα, -ης (ἡ) : la muse µῦθος, ου (ὁ) : la fable, le mythe, la parole νεκρός, -ά, -ον : mort νέος, -α, -ον : jeune νεφέλη, -ης (ἡ) : le nuage νῆσος, -ου (ἡ) : l'île νίκη, -ης (ἡ) : la victoire νόµος, -ου (ὁ) : la loi, l'usage νόσος, -ου (ἡ) : la maladie νύµφη, -ης (ἡ) : la nymphe ; la jeune fille νῦν : maintenant νύξ, νυκτός (ἡ) : la nuit ξένος, -η, -ον : étranger ὁδός, -οῦ (ἡ) : la voie, la route (sens propre et figuré) / le voyage οἰκία, -ας (ἡ) : la maison, les habitants de la maison οἶκος, -ου (ὁ) : la maison, la propriété οἶνος, -ου (ὁ) : le vin ὀλίγος, -η, -ον : peu de ὅµοιος, -α, -ον : semblable à (+dat) ὄνειρος, -ου (ὁ) : rêve ὄνοµα, -ατος (τὸ) : le nom ὁπλίτης, -ου (ὁ) : hoplite, soldat ὅπλον, -ου (τὸ) : l'arme ὀρθός, -ή, -όν : droit; juste, correct οὐρανός, -οῦ (ὁ) : le ciel οὕτως : ainsi παιδεία, -ας (ἡ) : l éducation, la culture παιδίον, -ου (τὸ) : petit enfant (au-dessous de sept ans; jeune esclave) παῖς, παιδός (ὁ / ἡ) : l enfant / l esclave πάλαι : autrefois παλαιός, -ά, -όν : ancien, antique πάλιν : en sens inverse / de nouveau πατήρ, πατρός (ὁ) : le père πένης, -ητος : pauvre Πέρσης, -ου : perse πλεῖστοι, -αι, -α : très nombreux / οἱ πλεῖστοι, αἱ πλεῖσται, τὰ πλεῖστα : la plupart πλούσιος, -α, -ον : riche πνεῦµα, -ατος (τὸ) : le souffle / le vent ποιητής, -οῦ (ὁ) : poète πόλεµος, -ου (ὁ) : la guerre πόλις, -εως (ἡ) : cité πολιτεία, -ας (ἡ) : le régime politique, la constitution πολλοί : nombreux, beaucoup de ; οἱ πολλοί : la plupart πόνος, -ου (ὁ) : le travail fatigant / la fatigue πρῶτος, -η, -ον : premier ῥᾴδιος, -α, -ον : facile Ῥωµαῖος, -α, -ον : romain σοφία, -ας (ἡ) : la sagesse σοφός, -ή, -όν : sage, savant habile στάσις, -εως (ἡ) : discorde, faction, guerre civile συµφορά, -ας (ἡ) : le malheur τάξις, -εως (ἡ) : place, poste, ordre ταῦρος, -ου (ὁ) : taureau τέχνη, -ης (ἡ) : l'art, le métier, la technique τρόπος, -ου (ὁ) : caractère ; façon d agir τύραννος, -ου (ὁ) : le tyran υἱός, -οῦ (ὁ) : le fils ὕλη, -ης (ἡ) : le bois ὕπνος, -ου (ὁ) : le sommeil φίλος, -η, -ον : ami φιλοσοφία, -ας (ἡ) : l amour de la sagesse, la philosophie φιλόσοφος, -ου (ὁ) : le philosophe φόϐος, -ου (ὁ) : la peur χαλεπός, -ή, -όν : difficile χρόνος, -ου (ὁ) : le temps ψυχή, -ῆς (ἡ) : l'âme FRANÇAIS-GREC acte : ἔργον, -ου (τὸ) ainsi : οὕτως âme : ψυχή, -ῆς (ἡ) âme d un mort : δαίµων, -ονος (ὁ, ἡ) ami : φίλος, -η, -ον amour : ἔρως, -ωτος (ὁ) ancien : παλαιός, -ά, -όν animal : ζῷον, -ου (τὸ) antique : παλαιός, -ά, -όν arbre : δένδρον, -ου (τὸ) argent : ἀργύριον, -ου (τὸ) arme : ὅπλον, -ου (τὸ) art : τέχνη, -ης (ἡ) Assemblée du peuple (à Athènes) : ἐκκλησία, -ας (ἡ) athénien : Ἀθηναῖος, -α, -ον autel : βωµός, -οῦ (ὁ) autre : ἄλλος, -ή, -ο autrefois : πάλαι avis : γνώµη, -ης (ἡ) ; δόξα, -ης (ἡ) barbare : βάρϐαρος, -ου (ὁ) beau : καλός, -ή, -όν beau (très) : κάλλιστος, -η, -ον (superlatif de καλός) beaucoup de : πολλοί bien : εὖ ; καλῶς bois : ὕλη, -ης (ἡ) bon : ἀγαθός, -ή, -όν cadeau : δῶρον, -ου (τὸ) capable : δυνατός, -ή, -όν caractère : τρόπος, -ου (ὁ) cavalier : ἱππεύς, -εως (ὁ) celte : Γαλἀτης, -ου ; Κελτός, -ή, -όν champ : ἀγρός, -οῦ (ὁ) chaque : ἕκαστος, -η, -ον cheval : ἵππος, -ου (ὁ) chevelure : κόµη, -ης (ἡ)

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 82 chien : κύων, κυνός (ὁ) chienne : κύων, κυνός (ἡ) ciel : οὐρανός, -οῦ (ὁ) cité : πόλις, -εως (ἡ) cithare : κιθάρα, -ας (ἡ) clair : δῆλος, -η, -ον combat : µάχη, -ης (ἡ) commun : κοινός, -ή, -όν commun (en) : κοινῶς concours : ἀγών, -ῶνος (ὁ) connaissance : ἐπιστήµη, -ῆς (ἡ) Conseil (à Athènes) : βουλή -ῆς (ἡ) constitution : πολιτεία, -ας (ἡ) corinthien : Κορίνθιος, -α, -ον correct : ὀρθός, -ή, -όν courage : ἀνδρεία, -ας (ἡ) ; θυµός, -οῦ (ὁ) courageusement : ἀνδρείως criminellement : ἀδίκως croyance : δόξα, -ης (ἡ) culture : παιδεία, -ας (ἡ) danger : κίνδυνος, -ου (ὁ) décision : γνώµη, -ης (ἡ) déesse : θεά, -ᾶς (ἡ) désir : ἔρως, -ωτος (ὁ) deuxième : δεύτερος, -α, -ον dieu : θεός, -οῦ (ὁ) difficile : χαλεπός, -ή, -όν digne de : ἄξιος, -α, -ον (+Gén) discorde : στάσις, -εως (ἡ) divinité : δαίµων, -ονος (ὁ, ἡ) ; θεός, -οῦ (ὁ) don : δῶρον, -ου (τὸ) droit : ὀρθός, -ή, -όν éducation : παιδεία, -ας (ἡ) encore : ἔτι encore aujourd hui : ἔτι καὶ νῦν enfant : παῖς, παιδός (ὁ / ἡ) enfant (au-dessous de sept ans) : παιδίον, -ου (τὸ) ennemi : ἐχθρός, -ά, -όν esclave : παῖς, παιδός (ὁ / ἡ) esclave (femme) : δούλη, -ης (ἡ) esclave (homme) : δοῦλος, -ου (ὁ) esclave (jeune) : παιδίον, -ου (τὸ) espèce : γένος, -ους (τὸ) étranger : ξένος, -η, -ον être humain : ἄνθρωπος, -ου (ὁ) être vivant : ζῷον, -ου (τὸ) évident : δῆλος, -η, -ον excellence : ἀρετή, -ῆς (ἡ) exercice : ἄσκησις, -εως (ἡ) fable : µῦθος, ου (ὁ) facile : ῥᾴδιος, -α, -ον façon d agir : τρόπος, -ου (ὁ) faction : στάσις, -εως (ἡ) famille : γένος, -ους (τὸ) fantôme : εἴδωλον, -ου (τὸ) fatigue : πόνος, -ου (ὁ) femme : γυνή, γυναικός (ἡ) fille : θυγάτηρ, θυγατρός (ἡ) fils : υἱός, -οῦ (ὁ) force : δύναµις, -εως (ἡ) frère : ἀδελφός, -οῦ (ὁ) fruit : καρπός, -οῦ (ὁ) gaulois : Γαλἀτης, -ου ; Κελτός, -ή, -όν génie (attaché à chaque homme) : δαίµων, -ονος (ὁ, ἡ) grand : µακρός, -ά, -όν ; µέγας, µεγάλη, µέγα grand (très) : µέγιστος, -η, -ον (superlatif de µέγας) grec : Ἕλλην, -νος Grèce : Ἑλλἀς, -δος (ἡ) guerre : πόλεµος, -ου (ὁ) guerre civile : στάσις, -εως (ἡ) habile : δέξιος, -α, -ον ; σοφός, -ή, -όν ; δεινός, -ή, -όν + inf. habileté : ἐπιστήµη, -ῆς (ἡ) heureux : εὐδαίµων, -ων, -ον homme (individu masculin) : ἀνήρ, ἀνδρός (ὁ) homme (être humain) : ἄνθρωπος, -ου (ὁ) hoplite : ὁπλίτης, -ου (ὁ) île : νῆσος, -ου (ἡ) image : εἴδωλον, -ου (τὸ) ; εἰκών, -όνος (ἡ) impossible : ἀδύνατος, -ος, -ον incapable : ἀδύνατος, -ος, -ον injuste : ἄδικος, -ος, -ον injustement : ἀδίκως jardin : κῆπος, -ου (ὁ) jeune : νέος, -α, -ον jeune fille : νύµφη, -ης (ἡ) jeunesse : ἥϐη, -ης (ἡ) jour : ἡµέρα, -ας (ἡ) juge : δικαστής, -οῦ (ὁ) juste : δίκαιος, -α, -ον ; ὀρθός, -ή, -όν justement, de manière juste : δικαίως justice : δίκη, -ης (ἡ) lacédémonien : Λακεδαιµόνιος, -α, -ον lâche : δειλός, -ή, -όν langue : γλῶττα, -ης (ἡ) lettre : γράµµατα, -ων (τὰ) libre : ἐλεύθερος, -α, -ον lion : λέων, -οντος (ὁ) livre : βιϐλίον, -ου (τὸ) loi : νόµος, -ου (ὁ) long : µακρός, -ά, -όν lutte : ἀγών, -ῶνος (ὁ) lyre : λύρα, -ας (ἡ) maintenant : νῦν maison (bâtiment) : οἰκία, -ας (ἡ) maison (domaine) : οἶκος, -ου (ὁ) maître : δεσπότης, -ου (ὁ) maîtresse : δέσποινα, -ης (ἡ) mal : κακῶς maladie : νόσος, -ου (ἡ) malheur : συµφορά, -ας (ἡ) mariage : γάµος, -ου (ὁ) mauvais : κακός, -ή, -όν mauvais (très) : κάκιστος, -η, -ον (superlatif de κακός) meilleur (le) : ἄριστος, -η, -ον (superlatif de ἀγαθός) mer : θάλαττα, -ης (ἡ) mère : µήτηρ, µητρός (ἡ) mérite : ἀρετή, -ῆς (ἡ) messager : ἄγγελος, -ου (ὁ) métier : τέχνη, -ης (ἡ) miel : µέλι, -ιτος (τὸ) milieu (situé au) : µέσος, -η, -ον moment : καιρός, -οῦ (ὁ) monnaie : ἀργύριον, -ου (τὸ) mort (la) : θάνατος, -ου (ὁ) mort (cadavre) : νεκρός, -ά, -ον moyen : µέσος, -η, -ον muse : µοῦσα, -ης (ἡ) mythe : µῦθος, ου (ὁ)

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 83 nation : ἔθνος, -ους (τὸ) nécessité : ἀνάγκη, -ης (ἡ) nom : ὄνοµα, -ατος (τὸ) nombreux : πολλοί nombreux (très) : πλεῖστοι, -αι, -α nouveau : καινός, -ή, -όν nouveau (de) : πάλιν nu : γυµνός, -ή, -όν nuage : νεφέλη, -ης (ἡ) nuit : νύξ, νυκτός (ἡ) nymphe : νύµφη, -ης (ἡ) occasion : καιρός, -οῦ (ὁ) œuvre : ἔργον, -ου (τὸ) opinion : γνώµη, -ης (ἡ) ; δόξα, -ης (ἡ) ordre : κόσµος, -ου (ὁ) ; τάξις, -εως (ἡ) ornement : κόσµος, -ου (ὁ) parole : λόγος, -ου (ὁ) ; µῦθος, ου (ὁ) particulier : ἴδιος, -α, -ον pauvre : πένης, -ητος paysan : γεωργός, -οῦ (ὁ) père : πατήρ, πατρός (ὁ) perse : Πέρσης, -ου petit : µικρός, -ά, -όν peu de : ὀλίγος, -η, -ον peuple : γένος, -ους (τὸ) ; δῆµος, -ου (ὁ) ; ἔθνος, - ους (τὸ) peur : φόϐος, -ου (ὁ) philosophe : φιλόσοφος, -ου (ὁ) philosophie : φιλοσοφία, -ας (ἡ) pierre : λίθος, -ου (ὁ) place : τάξις, -εως (ἡ) plupart (la) : οἱ πλεῖστοι, αἱ πλεῖσται, τὰ πλεῖστα plupart (la) : οἱ πολλοί poète : ποιητής, -οῦ (ὁ) porte : θύρα, -ας (ἡ) possible : δυνατός, -ή, -όν poste : τάξις, -εως (ἡ) premier : πρῶτος, -η, -ον présent : δῶρον, -ου (τὸ) prêtre : ἱερεύς, -εως (ὁ) privé (à titre) : ἰδίως public (en) : ἐν µέσῳ puissance : δύναµις, -εως (ἡ) puissant : δυνατός, -ή, -όν pur : καθαρός, -ά, -όν qualité : ἀρετή, -ῆς (ἡ) race : γένος, -ους (τὸ) ; ἔθνος, -ους (τὸ) raison : λόγος, -ου (ὁ) rassemblement : ἐκκλησία, -ας (ἡ) reflet : εἴδωλον, -ου (τὸ) régime politique : πολιτεία, -ας (ἡ) représentation : εἴδωλον, -ου (τὸ) réputation : δόξα, -ης (ἡ) responsable : αἴτιος, -α, -ον + Gén. ressources : βίος, -ου (ὁ) rêve : ὄνειρος, -ου (ὁ) riche : πλούσιος, -α, -ον roi : βασιλεύς, -εως (ὁ) romain : Ῥωµαῖος, -α, -ον route : ὁδός, -οῦ (ἡ) sacré : ἱερός, -ά ou -ός, -όν sage : σοφός, -ή, -όν sagesse : σοφία, -ας (ἡ) savant : σοφός, -ή, -όν science : ἐπιστήµη, -ῆς (ἡ) semblable à : ὅµοιος, -α, -ον + Datif sens inverse (en) : πάλιν seul : µόνος, -η, -ον seulement : µόνον sœur : ἀδελφή, -ῆς (ἡ) soldat : ὁπλίτης, -ου (ὁ) soleil : ἥλιος, -ου (ὁ) sommeil : ὕπνος, -ου (ὁ) souffle : πνεῦµα, -ατος (τὸ) souverain : βασιλεύς, -εως (ὁ) ; κύριος, -α, -ον spartiate : Λακεδαιµόνιος, -α, -ον taureau : ταῦρος, -ου (ὁ) technique : τέχνη, -ης (ἡ) temps : χρόνος, -ου (ὁ) terre : γῆ, γῆς (ἡ) terrible : δεινός, -ή, -όν tête : κεφαλή, -ῆς (ἡ) thébain : Θηβαῖος, -α, -ον toujours : ἀεί travail : ἔργον, -ου (τὸ) travail fatigant : πόνος, -ου (ὁ) tyran : τύραννος, -ου (ὁ) univers : κόσµος, -ου (ὁ) usage : νόµος, -ου (ὁ) valeureux : ἀγαθός, -ή, -όν vent : ἄνεµος, -ου (ὁ) ; πνεῦµα, -ατος (τὸ) vérité : ἀλήθεια, -ας (ἡ) vertu : ἀρετή, -ῆς (ἡ) victoire : νίκη, -ης (ἡ) vie : βίος, -ου (ὁ) vieux : γέρων, -οντος vigueur : θυµός, -οῦ (ὁ) vin : οἶνος, -ου (ὁ) visible : δῆλος, -η, -ον voie : ὁδός, -οῦ (ἡ) volonté : βουλή -ῆς (ἡ) voyage : ὁδός, -οῦ (ἡ)

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 84 VERBES GREC -FRANÇAIS indicatif présent sens radical duratif / aoriste indicatif aoriste ἄγω mener, conduire ἀγ / ἀγαγ ἤγαγον ἀγγέλλω annoncer ἀγγελλ / ἀγγειλ ἤγγειλα ἀγνοέω ignorer ἀγνο / ἀγνοησ ἠγνόησα ἀδικέω être injuste ; commettre un crime ἀδικε / ἀδικησ ἠδίκησα ᾄδω chanter ᾀδ / ᾀσ ᾖσα ἀκούω entendre ἀκου / ἀκουσ ἤκουσα ἀποθνῄσκω mourir θνῄσκ / θαν ἀπέθανον ἀπορέω être dans l embarras ἀπορ / ἀπορησ ἠπόρησα ἀρέσκω plaire + Datif ἀρεσκ / ἀρεσ ἤρεσα ἄρχω commander ἀρχ / ἀρξ ἦρξα ἄρχοµαι (moyen) commencer ἀρχ / ἀρξ ἠρξάµην ἀφικνέοµαι arriver ἀφικν / ἀφικ ἀφικόµην βαδίζω marcher βαδιζ / βαδισ ἐβάδισα βαίνω marcher βαιν / βα ἔβην βάλλω jeter, lancer βαλλ / βαλ ἔβαλον βλέπω regarder βλεπ / βλεψ ἔβλεψα βοάω crier βοα / βοη ἐβόησα βούλοµαι vouloir βουλ / βουλη ἐβουλήθην γίγνοµαι devenir, être γίγν / γεν ἐγενόµην γελάω rire γελα / γελασ ἐγέλασα γιγνώσκω savoir, connaître γιγνωσκ / γνο ἔγνων γράφω écrire, peindre γραφ / γραψ ἔγραψα δακρύω pleurer δακρυ / δακρυσ ἐδάκρυσα δεῖ (impers.) il faut δε / Ø Ø δέοµαι demander ; avoir besoin de + Gén. δε / δεη ἐδεήθην δέχοµαι recevoir, accepter δεχ / δεξ ἐδεξάµην διαλέγοµαι discuter λεγ / λεγ διελέχθην διαφθείρω détruire, corrompre φθειρ / φθειρ διέφθειρα διδάσκω enseigner διδασκ / διδαξ ἐδίδαξα δοκέω penser, croire δοκε / δοξ ἔδοξα δοκεῖ (impers., + Datif) il semble δοκε / δοξ ἔδοξε δύναµαι pouvoir δυνα / δυνη ἐδυνήθην ἐθέλω (θέλω) vouloir ; consentir ἐθελ / ἐθελησ ἠθέλησα ἐπαινέω louer, féliciter ἐπαινε / ἐπαινεσ ἐπῄνεσα ἐπιβουλεύω comploter βουλευ / βουλευσ ἐπεβούλευσα ἐπίσταµαι savoir ἐπιστα / ἐπιστη ἠπιστήθην ἐράω désirer, aimer + Gén. ἐρα / ἐρασ ἠράσθην ἐργάζοµαι travailler ἐργαζ / ἐργασ ἠργασάµην ἔρχοµαι aller ἐρχ / ἐλθ ἦλθον ἐρωτάω interroger ἐρωτα / ἐρωτησ ἠρώτησα ἐσθίω manger ἐσθι / φαγ ἔφαγον εὑρίσκω trouver εὑρισκ / εὑρ ηὗρον εὔχοµαι prier εὐχ / εὐξ ηὐξάµην ἔχω avoir ἔχ / σχ ἔσχον θαυµάζω admirer, voir avec surprise θαυµαζ / θαυµασ ἐθαύµασα θεραπεύω soigner θεραπευ / θεραπευσ ἐθεράπευσα θύω sacrifier θυ / θυσ ἔθυσα καθεύδω dormir καθευδ / Ø Ø καθίζω s asseoir ; être assis καθιζ / καθισ ἐκάθισα καλέω appeler, nommer, inviter καλε / καλεσ ἐκάλεσα κάµνω être fatigué καµν / καµ ἔκαµον κελεύω inviter à, ordonner κελευ / κελευσ ἐκέλευσα κλέιω fermer κλει / κλεισ ἔκλεισα κλέπτω voler κλεπτ / κλεψ ἔκλεψα

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 85 κρύπτω cacher κρυπτ / κρυψ ἔκρυψα ἀποκτείνω tuer κτειν / κτειν ἀπέκτεινα λαµβάνω prendre λαµβαν / λαβ ἔλαβον λανθαν / λαθ passer inaperçu λανθάνω ἔλαθον λέγω dire, parler λεγ / εἰπ εἶπον λείπω laisser, abandonner λειπ / λιπ ἔλιπον µανθάνω apprendre, comprendre µανθαν / µαθ ἔµαθον µάχοµαι combattre µαχ / µαχεσ ἐµαχεσάµην οὐ µέλει (µοί τινος) je m en fiche µελ / µελησ ἐµέλησε µέλλω être sur le point de µελλ / µελλησ ἐµέλλησα µένω rester µεν / µειν ἔµεινα νοµίζω penser, estimer νοµιζ / νοµισ ἐνόµισα οἴοµαι penser οἴ / οἴη ᾠήθην οἰκέω habiter οἰκε / οἰκησ ᾤκησα ὀνοµάζω nommer ὀνοµαζ / ὀνοµασ ὠνόµασα ὁράω voir ὁρ / ἰδ εἶδον ὀργίζοµαι être en colère ὀργιζ / ὀργισ ὠργίσθην παίω frapper παι / παισ ἔπαισα πάσχω subir, souffrir πασχ / παθ ἔπαθον παύοµαι (moyen) arrêter de παυ / παυσ ἐπαυσάµην πείθω persuader, convaincre πειθ / πεισ ἔπεισα πείθοµαι (moyen) obéir πειθ / πιθ ἐπιθόµην πέµπω envoyer πεµπ / πεµψ ἔπεµψα περιπατέω se promener πατε / πατησ περιεπάτησα πίνω boire πιν / πι ἔπιον πίπτω tomber πιπτ / πεσ ἔπεσον πλέω naviguer πλε / πλευ ἔπλευσα πλήττω frapper πληττ / πληξ ἔπληξα ποιέω faire ποιε / ποιησ ἐποίησα πολεµέω se battre πολεµε / πολεµησ ἐπολέµησα πορεύοµαι aller, voyager πορευ / πορευ ἐπορεύθην πράττω faire, agir πραττ / πραξ ἔπραξα σιγάω se taire σιγα / σιγησ ἐσίγησα σῴζω sauver σώ ζ / σωσ ἔσωσα σκοπέω examiner σκοπε / σκεψ ἐσκεψάµην στέλλω envoyer στελλ / στειλ ἔστειλα στρατεύω aller au combat στρατευ / στρατευσ ἐστράτευσα συλλέγω cueillir ; réunir συλλεγ / συλλεξ συνέλεξα τάττω mettre en ordre ταττ / ταξ ἔταξα τελέω exécuter ; achever τελε / τελεσ ἐτέλεσα τιµάω honorer τιµα / τιµησ ἐτίµησα τρέπω faire tourner τρεπ / τρεψ ἔτρεψα τρέφω nourrir, élever τρεφ / θρεψ ἔθρεψα τρέχω courir τρεχ / δραµ ἔδραµον τυγχάνω rencontrer, obtenir τυγχαν / τυχ ἔτυχον φαίνοµαι (moyen) paraître φαιν / φαν ἐφάνην φαίνω rendre visible φαιν / φην ἔφηνα φέρω porter, apporter, supporter φερ / ἐνεγκ ἤνεγκον φεύγω fuir φευγ / φυγ ἔφυγον φηµι dire φη / φη ἔφην φιλέω aimer φιλε / φιλησ ἐφίλησα διαφθείρω détruire, corrompre φθειρ / φθειρ διέφθειρα φοβέοµαι craindre φοβε / φοβη ἐφοβήθην φύοµαι (moyen) être φυ / φυ ἔφυν φυλάττω garder, surveiller φυλαττ / φυλαξ ἐφύλαξα χαίρω se réjouir, être content χαιρ / χαρ ἐχάρην χράοµαι utiliser + Datif χρα / χρησ ἐχρησάµην χρή (impers.) il faut Ø Ø

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 86 ψεύδω tromper ψευδ / ψευσ ἔψευσα ψεύδοµαι mentir ψευδ / ψευσ ἐψευσάµην VERBES FRANÇAIS-GREC sens radical duratif / aoriste indicatif présent indicatif aoriste abandonner λειπ / λιπ λείπω ἔλιπον accepter δεχ / δεξ δέχοµαι ἐδεξάµην achever τελε / τελεσ τελέω ἐτέλεσα admirer θαυµαζ / θαυµασ θαυµάζω ἐθαύµασα agir πραττ / πραξ πράττω ἔπραξα aimer φιλε / φιλησ φιλέω ἐφίλησα aimer + Gén. ἐρα / ἐρασ ἐράω ἠράσθην aller ἐρχ / ἐλθ ἔρχοµαι ἦλθον aller πορευ / πορευ πορεύοµαι ἐπορεύθην aller au combat στρατευ / στρατευσ στρατεύω ἐστράτευσα annoncer ἀγγελλ / ἀγγειλ ἀγγέλλω ἤγγειλα appeler καλε / καλεσ καλέω ἐκάλεσα apporter φερ / ἐνεγκ φέρω ἤνεγκον apprendre µανθαν / µαθ µανθάνω ἔµαθον arrêter de παυ / παυσ παύοµαι (moyen) ἐπαυσάµην arriver ἀφικν / ἀφικ ἀφικνέοµαι ἀφικόµην avoir ἔχ / σχ ἔχω ἔσχον avoir besoin de + Gén. δε / δεη δέοµαι ἐδεήθην boire πιν / πι πίνω ἔπιον cacher κρυπτ / κρυψ κρύπτω ἔκρυψα chanter ᾀδ / ᾀσ ᾄδω ᾖσα combattre µαχ / µαχεσ µάχοµαι ἐµαχεσάµην commander ἀρχ / ἀρξ ἄρχω ἦρξα commencer ἀρχ / ἀρξ ἄρχοµαι (moyen) ἠρξάµην commettre un crime ἀδικε / ἀδικησ ἀδικέω ἠδίκησα comploter βουλευ / βουλευσ ἐπιβουλεύω ἐπεβούλευσα comprendre µανθαν / µαθ µανθάνω ἔµαθον conduire ἀγ / ἀγαγ ἄγω ἤγαγον connaître γιγνωσκ / γνο γιγνώσκω ἔγνων consentir ἐθελ / ἐθελησ ἐθέλω (θέλω) ἠθέλησα convaincre πειθ / πεισ πείθω ἔπεισα corrompre φθειρ / φθειρ διαφθείρω διέφθειρα courir τρεχ / δραµ τρέχω ἔδραµον craindre φοβε / φοβη φοβέοµαι ἐφοβήθην crier βοα / βοη βοάω ἐβόησα croire δοκε / δοξ δοκέω ἔδοξα cueillir συλλεγ / συλλεξ συλλέγω συνέλεξα demander + Gén. δε / δεη δέοµαι ἐδεήθην désirer + Gén. ἐρα / ἐρασ ἐράω ἠράσθην détruire φθειρ / φθειρ διαφθείρω διέφθειρα devenir γίγν / γεν γίγνοµαι ἐγενόµην dire φη / φη φηµι ἔφην dire λεγ / εἰπ λέγω εἶπον discuter λεγ / λεγ διαλέγοµαι διελέχθην dormir καθευδ / Ø καθεύδω Ø écrire γραφ / γραψ γράφω ἔγραψα élever τρεφ / θρεψ τρέφω ἔθρεψα enseigner διδασκ / διδαξ διδάσκω ἐδίδαξα entendre ἀκου / ἀκουσ ἀκούω ἤκουσα envoyer πεµπ / πεµψ πέµπω ἔπεµψα envoyer στελλ / στειλ στέλλω ἔστειλα

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 87 estimer νοµιζ / νοµισ νοµίζω ἐνόµισα être γίγν / γεν γίγνοµαι ἐγενόµην être φυ / φυ φύοµαι (moyen) ἔφυν être assis καθιζ / καθισ καθίζω ἐκάθισα être content χαιρ / χαρ χαίρω ἐχάρην être dans l embarras ἀπορ / ἀπορησ ἀπορέω ἠπόρησα être en colère ὀργιζ / ὀργισ ὀργίζοµαι ὠργίσθην être fatigué καµν / καµ κάµνω ἔκαµον être injuste ἀδικε / ἀδικησ ἀδικέω ἠδίκησα être sur le point de µελλ / µελλησ µέλλω ἐµέλλησα examiner σκοπε / σκεψ σκοπέω ἐσκεψάµην exécuter τελε / τελεσ τελέω ἐτέλεσα faire ποιε / ποιησ ποιέω ἐποίησα faire πραττ / πραξ πράττω ἔπραξα faire tourner τρεπ / τρεψ τρέπω ἔτρεψα féliciter ἐπαινε / ἐπαινεσ ἐπαινέω ἐπῄνεσα fermer κλει / κλεισ κλέιω ἔκλεισα fiche (je m en) µελ / µελησ οὐ µέλει (µοί τινος) ἐµέλησε frapper παι / παισ παίω ἔπαισα frapper πληττ / πληξ πλήττω ἔπληξα fuir φευγ / φυγ φεύγω ἔφυγον garder φυλαττ / φυλαξ φυλάττω ἐφύλαξα habiter οἰκε / οἰκησ οἰκέω ᾤκησα honorer τιµα / τιµησ τιµάω ἐτίµησα ignorer ἀγνο / ἀγνοησ ἀγνοέω ἠγνόησα il faut δε / Ø δεῖ (impers.) Ø il faut Ø χρή (impers.) Ø il semble δοκε / δοξ δοκεῖ (impers., + Datif) ἔδοξε interroger ἐρωτα / ἐρωτησ ἐρωτάω ἠρώτησα inviter καλε / καλεσ καλέω ἐκάλεσα inviter à κελευ / κελευσ κελεύω ἐκέλευσα jeter βαλλ / βαλ βάλλω ἔβαλον laisser λειπ / λιπ λείπω ἔλιπον lancer βαλλ / βαλ βάλλω ἔβαλον louer ἐπαινε / ἐπαινεσ ἐπαινέω ἐπῄνεσα manger ἐσθι / φαγ ἐσθίω ἔφαγον marcher βαδιζ / βαδισ βαδίζω ἐβάδισα marcher βαιν / βα βαίνω ἔβην mener ἀγ / ἀγαγ ἄγω ἤγαγον mentir ψευδ / ψευσ ψεύδοµαι ἐψευσάµην mettre en ordre ταττ / ταξ τάττω ἔταξα mourir θνῄσκ / θαν ἀποθνῄσκω ἀπέθανον naviguer πλε / πλευ πλέω ἔπλευσα nommer καλε / καλεσ καλέω ἐκάλεσα nommer ὀνοµαζ / ὀνοµασ ὀνοµάζω ὠνόµασα nourrir τρεφ / θρεψ τρέφω ἔθρεψα obéir πειθ / πιθ πείθοµαι (moyen) ἐπιθόµην obtenir τυγχαν / τυχ τυγχάνω ἔτυχον ordonner κελευ / κελευσ κελεύω ἐκέλευσα paraître φαιν / φαν φαίνοµαι (moyen) ἐφάνην parler λεγ / εἰπ λέγω εἶπον passer inaperçu λανθάνω λανθαν / λαθ ἔλαθον peindre γραφ / γραψ γράφω ἔγραψα penser οἴ / οἴη οἴοµαι ᾠήθην penser δοκε / δοξ δοκέω ἔδοξα penser νοµιζ / νοµισ νοµίζω ἐνόµισα persuader πειθ / πεισ πείθω ἔπεισα plaire à + Datif ἀρεσκ / ἀρεσ ἀρέσκω ἤρεσα

Ch. Delattre 3LHMMG2I Grec perfectionnement 1 2015-2016 88 pleurer δακρυ / δακρυσ δακρύω ἐδάκρυσα porter φερ / ἐνεγκ φέρω ἤνεγκον pouvoir δυνα / δυνη δύναµαι ἐδυνήθην prendre λαµβαν / λαβ λαµβάνω ἔλαβον prier εὐχ / εὐξ εὔχοµαι ηὐξάµην recevoir δεχ / δεξ δέχοµαι ἐδεξάµην regarder βλεπ / βλεψ βλέπω ἔβλεψα rencontrer τυγχαν / τυχ τυγχάνω ἔτυχον rendre visible φαιν / φην φαίνω ἔφηνα rester µεν / µειν µένω ἔµεινα réunir συλλεγ / συλλεξ συλλέγω συνέλεξα rire γελα / γελασ γελάω ἐγέλασα s asseoir καθιζ / καθισ καθίζω ἐκάθισα sacrifier θυ / θυσ θύω ἔθυσα sauver σώ ζ / σωσ σῴζω ἔσωσα savoir ἐπιστα / ἐπιστη ἐπίσταµαι ἠπιστήθην savoir γιγνωσκ / γνο γιγνώσκω ἔγνων se battre πολεµε / πολεµησ πολεµέω ἐπολέµησα se promener πατε / πατησ περιπατέω περιεπάτησα se réjouir χαιρ / χαρ χαίρω ἐχάρην se taire σιγα / σιγησ σιγάω ἐσίγησα soigner θεραπευ / θεραπευσ θεραπεύω ἐθεράπευσα souffrir πασχ / παθ πάσχω ἔπαθον subir πασχ / παθ πάσχω ἔπαθον supporter φερ / ἐνεγκ φέρω ἤνεγκον surveiller φυλαττ / φυλαξ φυλάττω ἐφύλαξα tomber πιπτ / πεσ πίπτω ἔπεσον travailler ἐργαζ / ἐργασ ἐργάζοµαι ἠργασάµην tromper ψευδ / ψευσ ψεύδω ἔψευσα trouver εὑρισκ / εὑρ εὑρίσκω ηὗρον tuer κτειν / κτειν ἀποκτείνω ἀπέκτεινα utiliser + Datif χρα / χρησ χράοµαι ἐχρησάµην voir ὁρ / ἰδ ὁράω εἶδον voir avec surprise θαυµαζ / θαυµασ θαυµάζω ἐθαύµασα voler κλεπτ / κλεψ κλέπτω ἔκλεψα vouloir βουλ / βουλη βούλοµαι ἐβουλήθην vouloir ἐθελ / ἐθελησ ἐθέλω (θέλω) ἠθέλησα voyager πορευ / πορευ πορεύοµαι ἐπορεύθην