Χαιρετισµός Βουλευτή, Υπεύθυνης Τοµέα Ανάπτυξης ΠΑΣΟΚ κα. A. ΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: Κύριε Υπουργέ, κύριοι τέως πρόεδροι του Τ.Ε.Ε., αγαπητές συναδέλφισσες, συνάδελφοι. Χαίροµαι πολύ που και σαν µέλος του Τ.Ε.Ε. παρακολουθώ και πράγµατι το τελευταίο διάστηµα, µια πολύ σηµαντική κινητοποίηση, ενεργοποίηση του Τεχνικού Επιµελητηρίου σε µια σειρά από πρωτοβουλίες που αφορούν την αιχµή του δόρατος της ανάπτυξης της χώρας. Η σηµερινή ηµερίδα που αφορά την βιοµηχανία και την οικονοµία της γνώσης, είναι προφανές ότι αγγίζει τον πυρήνα του αναπτυξιακού µοντέλου της Ελλάδας. Και το λέω αυτό, γιατί αφορά και την βιοµηχανία που είναι σαφές πλέον πρόβληµα όχι µόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και την οικονοµία της γνώσης στην οποία η χώρα µας δεν έχει και τις καλύτερες των επιδόσεων. Το σηµερινό πλαίσιο, τα σηµερινά χαρακτηριστικά της Ελλάδας ώστε να δούµε τις απαραίτητες πολιτικές, τις απαραίτητες προϋποθέσεις και συναινέσεις που απαιτούνται για να κάνει η χώρα το επόµενο βήµα. Σήµερα εκφράζω το ΠΑΣΟΚ, ένα κόµµα το οποίο κυβέρνησε τη χώρα επί µακρύ διάστηµα σε δύο διαφορετικές περιόδου, την πρώτη κυρίως την δεκαετία του 80 και την δεύτερη τη δεκαετία του 90 µε τµήµα της δεκαετίας του 2000. υο εντελώς διαφορετικές περίοδοι, µε διαφορετικά χαρακτηριστικά λόγω των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων όπου οι πολιτικές οι οποίες ασκήθηκαν, άλλες επιτυχείς και άλλες όχι, δεν θα µπορούσαν να συζητηθούν σήµερα που τα δεδοµένα είναι εντελώς διαφορετικά. Σας θυµίζω ότι την δεκαετία του 80 η συζήτηση για την βιοµηχανική πολιτική, έκανε µια νύξη ο κύριος Κουλουµπής, αφορούσε µια τροµακτική βιοµηχανική κρίση η οποία αφορούσε τις πολύ µεγάλες βιοµηχανικές µονάδες στην Ελλάδα και τη βαριά βιοµηχανία της. Η δεκαετία του 90, ήταν µια διαφορετική περίοδος όπου η Ελλάδα έµπαινε στον χώρο της νοµισµατικής Ένωσης µε διαφορετικές υποχρεώσεις, στρεφόµενη
πλέον στις υπηρεσίες και εκσυγχρονίζοντας το θεσµικό της πλαίσιο µε δυσκολίες αλλά µε σηµαντικά αποτελέσµατα. Θα θυµίσω δε, ότι από εκείνη την περίοδο, λόγω του δεσµευτικού ευρωπαϊκού πλαισίου έχουµε σε έναν πολύ µεγάλο τοµέα της οικονοµίας, τον χρηµατοπιστωτικό, πολύ σηµαντικές αλλαγές θεσµικές. Οι οποίες οδήγησαν στον εκσυγχρονισµό του κλάδου ο οποίος σήµερα είναι ανταγωνιστικός και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πράγµα που δεν συµβαίνει σε µια σειρά άλλων επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων όπου, θα έλεγα, επαφίονται περισσότερο στην καλή πρόθεση οι αλλαγές µιας και δεν είναι δεσµευτικές, για να έρθω σε αυτό που θα συζητήσετε σήµερα. ηλαδή τη Λισσαβόνα. Πριν από 10 περίπου χρόνια, είχα αρχίσει το µεταπτυχιακό µου στην βιοµηχανική χωροθεσία. Τότε οι επικρατούσες θεωρίες, ο Ricardo, ο Krugman έδιναν ορισµούς της βιοµηχανίας, όπως επεχείρησε ο κύριος Παπαδόπουλος ή ανέλυαν τις βιοµηχανικές πολιτικές µε βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα και τη χωροθεσία. Είναι σαφές ότι η σηµερινή εποχή είναι διαφορετική. Είναι διαφορετική και λόγω της παγκοσµιοποίησης όπου ο ανταγωνισµός πια έχει παγκόσµια χαρακτηριστικά και η προστασία σε εθνικό επίπεδο είναι αδιέξοδη, ακόµα και εκεί που επιχειρείται, αλλά και λόγω της τεχνολογίας η οποία έχει δηµιουργήσει µια τελείως διαφορετική βάση και για την βιοµηχανία. Τα σηµερινά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, δεν θα έλεγα ποτέ ότι θα πρέπει να τα δούµε από µια καταστροφική πλευρά που οδηγεί σε µια µιζέρια και γκρίνια µονίµως και µια σκληρή αυτοκριτική. Ούτε βέβαια από µια πλευρά που ωραιοποιεί αποτελέσµατα πολιτικών. Πάντοτε µιλώντας µετά από τον κύριο Σιούφα, αισθάνοµαι µια πρόκληση να απαντήσω στα οικονοµικά στοιχεία που δίδει. εν είναι σε καµιά περίπτωση σε µια τέτοια συνάντηση ο ρόλος της Αντιπολίτευσης και της Κυβέρνησης να διαπληκτίζονται. Και µακριά από εµένα αυτή η λογική. Αλλά είναι σαφές ότι τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι έχουµε εξελίξεις θετικές για την ελληνική οικονοµία και ιδιαίτερα για την ελληνική βιοµηχανία.
Σήµερα θα σας θυµίσω, είναι τα σηµερινά αποτελέσµατα που τύπωσα, τα πρωινά, όπου έχουµε στο πρώτο εξάµηνο του 2006 µείωση των θέσεων εργασίας κατά 20.500 εργαζόµενους µέσα σε ένα εξάµηνο. Που είναι πολύ σοβαρό πρόβληµα για µια βιοµηχανία η οποία συνολικά έχει 570.000 εργαζόµενους. Όπως και στο θέµα των επενδύσεων, την Παρασκευή είµαστε η τελευταία θέση του ΟΟΣΑ όπου έχουµε αναστροφή µιας µικρής αυξητικής πορείας των εξωτερικών επενδύσεων στην Ελλάδα που είχε σηµειωθεί το 2003 και έχουµε πια µεταφερθεί στη τελευταία θέση. Η δε αύξηση της ανταγωνιστικότητας κατά 8 µονάδες, στην οποία αναφέρθηκε ο κύριος Σιούφας, ακολούθησε την περσινή καταβαράθρωσή µας κατά 8 θέσεις και αυτό δεν είναι περίεργο. Ο δείκτης αυτός, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας διαµορφώνεται σε µεγάλο βαθµό από τα δηµοσιονοµικά χαρακτηριστικά, το χρέος και το έλλειµµα, τα οποία µετά την απογραφή πήραν δραµατικά χαρακτηριστικά, έπεσε λοιπόν τεχνητά ο δείκτης 8 µονάδες όπως ανέβηκε φέτος. Εποµένως, ξέρουµε πάντοτε και βεβαίως ως Μηχανικοί ξέρουµε πάρα πολύ καλά, ότι οι αριθµοί και οι δείκτες έχουν πολλές αναγνώσεις. Και υπάρχει πολύ µεγάλη λίστα αριθµών που σε βοηθά να παρουσιάσεις το ποτήρι µισοάδειο ή µισογεµάτο. Όλοι µας έχουµε υποχρέωση να παρουσιάσουµε το ποτήρι µισογεµάτο. Προφανώς έχουµε πολλά από τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα στα οποία αναφέρθηκε και ο Υπουργός, τα οποία µπορούν να είναι η βάση για να αποκτήσει η Ελλάδα µια σηµαντική θέση στο τρένο της ανάπτυξης το οποίος σφυρίζει εκκωφαντικά και στο οποίο δεν έχουµε ανεβεί. Θα αναφερθώ σε τρία βασικά ζητήµατα που κατά την άποψή µου και φαίνεται και από τα τραπέζια, ότι αποτελούν την καρδιά του προβληµατισµού θέτοντας πραγµατικά και ορισµένες θέσεις του ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο είναι τα χαρακτηριστικά του σηµερινού αναπτυξιακού µοντέλου σε σχέση µε την βιοµηχανία. Με αυτό που συνολικά είναι σήµερα η βιοµηχανία όπως το προσδιόρισε ο κύριος Παπαδόπουλος, που έχει βεβαίως διαφορετικά χαρακτηριστικά από την αυστηρή µεταποίηση της δεκαετίας του 80.
Και συζητώντας για αυτά, θα έλεγα ότι είναι σηµαντικό να εξαιρέσουµε την βαριά βιοµηχανία όπως και την ενεργειακή βιοµηχανία που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και να δούµε όλους τους υπόλοιπους κλάδους. Πρώτο βασικό στοιχείο που θα πρέπει να δούµε στο αναπτυξιακό µας µοντέλο, είναι εάν µπορούµε να προσφέρουµε αντικειµενικά συγκριτικά πλεονεκτήµατα. Τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα δεν µπορεί να είναι ούτε το κόστος εργασίας, ούτε το κόστος πρώτων υλών, χαµηλή δηλαδή κόστη εργασίας και πρώτων υλών, ούτε το χαµηλό κόστος υποδοµών. Εποµένως, τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα σε αυτό το χώρο θα πρέπει να είναι το υψηλό επίπεδο του ανθρώπινου εργατικού δυναµικού, η βαθιά του εξειδίκευση, ιδιαίτερη εξειδίκευσή του, η γνώση ξένων γλωσσών ειδικά της αγγλικής και πληροφορικής σαν απαραίτητα στοιχεία όλων των επιπέδων του εργαζόµενου δυναµικού. Και βέβαια, τα στοιχεία που έχουµε σαν χώρα σε µια εξαιρετικά ανασφαλή περιοχή της πολιτικής ασφάλειας και του σταθερού δηµοκρατικού πολιτικού πλαισίου, τα οποία είναι σοβαρά στοιχεία για την περιοχή µας. Στην κατηγορία των συγκριτικών πλεονεκτηµάτων, ανήκουν βεβαίως και τα κίνητρα. Τα κίνητρα που δίνει η χώρα στην βιοµηχανία. Οι διεθνείς µελέτες δείχνουν ότι τα κίνητρα µε τη µορφή των ρευστών, της απευθείας χρηµατοδότησης, πολύ µικρό ρόλο παίζουν στην επιλογή ενός επενδυτή για το που θα εγκατασταθεί. Εκεί δηλαδή που χτίσαµε για πάρα πολλά χρόνια τη λογική των αναπτυξιακών νόµων, φαίνεται ότι είναι ένας τοµέας τον οποίο πρέπει να δούµε από την αρχή. Τα κίνητρα έχουν να κάνουν περισσότερο µε το σταθερό φορολογικό πλαίσιο, µε την ευελιξία του κράτους και την ταχύτητα των αποφάσεων, κάτι στο οποίο έχουµε σοβαρά προβλήµατα. Και βεβαίως την ενίσχυση και χρηµατοδότηση δραστηριοτήτων οι οποίες συνδέονται σε µεγάλο βαθµό µε τις επιλογές, τις αναπτυξιακές επιλογές της χώρας και όχι µόνο των επιχειρήσεων. Το πρώτο λοιπόν, είναι πως προσδιορίζουµε και πως κάνουµε σαφή συγκριτικά πλεονεκτήµατα στην Ελλάδα σε σχέση µε τις υπόλοιπες χώρες, ιδιαίτερα αν σκεφτούµε ότι όλες οι χώρες µε τις οποίες συνορεύουµε παρέχουν το πλεονέκτηµα
του χαµηλού κόστους εργασίας, του χαµηλού κόστους αγοράς γης και του χαµηλού κόστους υποδοµών. Το δεύτερο βασικό στοιχείο σε σχέση µε το αναπτυξιακό µοντέλο είναι το πόσο αποτελεσµατικά συνδυάζουµε επιµέρους τοµείς. ηλαδή πως συνδυάζονται οι υπηρεσίες µε την βιοµηχανία, ο αγροτικός τοµέας µε τη βιοµηχανία, ένα πολύ σοβαρό θέµα για την ελληνική κοινωνία όπου βλέπουµε και οι υπηρεσίες µεταποίησης στο χώρο των τροφίµων κινούνται προς την κατεύθυνση εισαγωγής πρώτων υλών, αγροτικών προϊόντων από άλλες χώρες και όχι από την Ελλάδα. Εποµένως η σχέση βιοµηχανίας-αγροτικού τοµέα. Και η σχέση βιοµηχανίας τουρισµού. Μια πολύ µεγάλη συζήτηση. Η χώρα προφανώς έχει τον τουρισµό στην αιχµή του δόρατος. Είναι µια χώρα η οποία αναπτύσσει και θα πρέπει να αναπτύξει και να χτίσει πάνω στον τουρισµό, αλλά ο τουρισµός έχει πολλές δραστηριότητες οι οποίες θα µπορούσαν να έχουν σχέση µε τη βιοµηχανία. Σας υπενθυµίζω τις πολλές προσπάθειες που έγιναν για την κατασκευή µικρών ιστιοπλοϊκών σκαφών στην Ελλάδα, ένας τοµέας ο οποίος ανθεί στη γειτονική µας Ιταλία µε πολλές θέσεις εργασίας. Και τις πολλές δυσκολίες που συναντήσαµε, βλέπω εδώ πολλά στελέχη του Υπουργείου Ανάπτυξης που είχαν λάβει µέρος σε µεγάλες προσπάθειες σύνδεσης, να δηµιουργήσουµε αυτή τη σαφή σύνδεση µε συγκριτικά πλεονεκτήµατα ώστε να συνδέεται ο τουρισµός µε τη βιοµηχανία. Το επόµενο στοιχείο του αναπτυξιακού µοντέλου είναι πως η χώρα συνδέεται πολιτικά και κατά δεύτερο λόγο δηµιουργεί ένα θεσµικό πλαίσιο, για να µετατρέψει τη συνολική αγορά σε µια περιφερειακή αγορά στην οποία η Ελλάδα έχει κυρίαρχο ρόλο. ηλαδή, τα Βαλκάνια, η Τουρκία, η Μέση Ανατολή είναι σίγουρα αγορές µε διαφορετικά καταναλωτικά standards αλλά και διαφορετικές καταναλωτικές συνήθειες. Η δηµιουργία µιας περιφερειακής αγοράς η οποία ξεκίνησε µέσα από τις πολιτικές της εξωτερικής πολιτικής την προηγούµενη δεκαετία και είναι η µεγάλη σχέση που υπάρχει ανάµεσα στην εξωτερική πολιτική και την οικονοµία, ώστε να υπάρχει αγορά µεγάλη για την ελληνική επιχείρηση. Επιχείρηση η οποία στοχεύει
στην τοπική αγορά ή ακόµα στην εθνική αγορά, ξέρουµε πολύ καλά ότι δεν έχει µέρος στη σηµερινή οικονοµία παρά µόνο σε πολύ συγκεκριµένες δραστηριότητες. Και το τελευταίο στοιχείο που αφορά το αναπτυξιακό µοντέλο, είναι οι υποδοµές. Οι υποδοµές, πριν από χρόνια η συζήτηση ήταν γύρω από τις βιοµηχανικές περιοχές, τα βιοµηχανικά πάρκα, τις θερµοκοιτίδες ή τα κέντρα καινοτοµίας. Θα µπορούσε και νοµίζω τα τραπέζια σας θα το εξετάσουν σε βάθος, να µιλάει ώρες κανείς για τις προσπάθειες που έγιναν στον χώρο αυτό. Υπάρχει πάντοτε µια ευθύνη της πολιτείας, αυτών που ορίζουν το θεσµικό πλαίσιο και που το εφαρµόζουν. Όµως, στη συζήτηση θα πρέπει να βάλουµε και τις ευθύνες των επιχειρηµατιών. Θα πρέπει κάποια στιγµή να κατανοήσουµε ότι υπάρχει ρηχή επιχειρηµατικότητα και καµία πρόθεση ανάληψης ρίσκου σε µια επιχειρηµατική κοινότητα η οποία µέσα από την ιστορία αυτής της χώρας, την οικονοµική ιστορία, κινήθηκε πάντοτε στη λογική του κρατισµού, δηλαδή τις σχέσεις της µε το κράτος και του προστατευτισµού. Στο θέµα, λοιπόν, των υποδοµών είναι πολύ σηµαντικό να κατανοήσουµε ότι οι µεγάλες συγκεντρώσεις που δηµιουργούν οικονοµίες κλίµακας και που αναφέρονται σε όλη την ακαδηµαϊκή βιβλιογραφία αλλά και σε όλα τα επιτυχή παραδείγµατα, δεν είναι ιστορίες που γίνονται από το κράτος για τους επιχειρηµατίες. Είναι επενδύσεις στις οποίες το κράτος βάζει ένα θεσµικό πλαίσιο και δίνει κίνητρα, αλλά είναι µια ευθύνη σε µεγάλο βαθµό των ίδιων των επιχειρηµατιών και της επιχειρηµατικής κοινότητας. Το κράτος πλέον, έχει υποχρέωση να µεταφερθεί σε άλλου είδους προτεραιότητες και υποδοµές, όπως είναι τα ευρυζωνικά δίκτυα, όπως είναι η νέα προσέγγιση που πρέπει να έχουµε στα λιµάνια και στις µεταφορές, οι νέες προσεγγίσεις στους σιδηροδρόµους. Νέες γενιές υποδοµών, αφήνοντας πλέον την προηγούµενη προσπάθεια σε µεγάλο βαθµό στον επιχειρηµατικό κόσµο. Επιγραµµατικά αναφέρθηκα σε αυτά τα στοιχεία που ουσιαστικά αποτελούν στοιχείο του αναπτυξιακού µοντέλου της χώρας και δηµιουργούν τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα για τη βιοµηχανική ανάπτυξη.
Ο δεύτερος µεγάλος κλάδος είναι η οικονοµία της γνώσης που αφορά βεβαίως και τον τίτλο. Για να πάµε στην οικονοµία της γνώσης, πρέπει να περάσουµε από την κοινωνία της γνώσης. Η κοινωνία της γνώσης έχει πολύ σηµαντικές προϋποθέσεις. Είναι το θέµα της παιδείας. Είναι στο κέντρο των συζητήσεων σήµερα. Στην παιδεία έγιναν µεγάλες προσπάθειες. Θα υπενθυµίσω ότι όσα έγιναν τα τελευταία 20 χρόνια από πλευράς υποδοµών, αντιστοιχούν στα 15 χρόνια του ελληνικού κράτους. Ότι έχουµε την καλύτερη αναλογία δασκάλων και µαθητών στον κόσµο, όµως δεν είναι αρκετά. Πρέπει να οµολογήσουµε ότι το σηµερινό εκπαιδευτικό σύστηµα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής. Οι µεγάλες µεταρρυθµίσεις που απαιτούνται δεν µπορούν και δεν αφορούν τις µικρές και συγκεντρωτικού και αυταρχικού χαρακτήρα επιλογές που γίνονται σήµερα. Εν πάση περιπτώσει, δεν µπορούµε να συζητήσουµε για τίποτα από αυτά εάν δεν αντιµετωπίσουµε το θέµα της παιδείας. Το δεύτερο θέµα είναι οι νέες τεχνολογίες. Ο κύριος Υπουργός µίλησε για νέο σύστηµα προµηθειών, πάρα πολύ σηµαντικό για την ελληνική βιοµηχανία και την ελληνική µεταποίηση. Το σύστηµα ηλεκτρονικών προµηθειών πρέπει επιτέλους να είναι λύση και στην Ελλάδα. Και θα έλεγα, ότι οι νέες τεχνολογίες πρέπει να µπουν πια στην αιχµή του δόρατος µε συγκεκριµένους στόχους ποσοτικούς για τη χώρα ώστε µέχρι το 2020 µε στάδια, 10, 15, 20 να ξέρουµε ότι πιάνουµε όλους τους απαραίτητους δείκτες που ξεκινούν από τα σχολεία και φτάνουν στις επιχειρήσεις και το κράτος για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Υπάρχουν τα µεγάλα κεφάλαια της έρευνας και της σχέσης της µε τη βιοµηχανία. Είναι από τις µεγαλύτερες αγκυλώσεις του πολιτικού, εκπαιδευτικού και ακαδηµαϊκού συστήµατος στη χώρα και επιχειρηµατικού βεβαίως. Στο ότι αδυνατούµε µε ευθύνη όλων µας να βρούµε τη σωστή σχέση έρευνας και βιοµηχανίας. Το θέµα της καινοτοµίας, που δεν υπάρχει στην ελληνική κοινωνία σε µεγάλο βαθµό. Η καινοτοµία, βεβαίως είναι σηµαντικό το έτος 2007 αλλά η καινοτοµία απαιτεί µια σειρά συγκεκριµένων πολιτικών. Έχουµε αναπτύξει ως ΠΑΣΟΚ την καινούργια προσέγγισή µας για την καινοτοµία που ξεκινάει από το σχολείο µε έναν
οριζόντιο καινοτοµικό προϋπολογισµό και φτάνει από το σχολείο και τις υπηρεσίες µέχρι τις επιχειρήσεις ώστε να γίνει στοιχείο της ελληνικής επιχειρηµατικότητας. Και βέβαια τα δίκτυα, όπου στην κοινωνία της γνώσης και οι επιχειρήσεις δεν µπορούν να λειτουργήσουν χωρίς δίκτυα. Τελειώνω µε δυο γενικές αρχές που αφορούν το ανταγωνιστικό πλαίσιο. Όλα τα παραπάνω είναι σηµαντικά, και τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα και η κοινωνία της γνώσης. Ποιο είναι το πλαίσιο το ανταγωνιστικό µέσα στο οποίο κινείται η ελληνική επιχείρηση και η ελληνική βιοµηχανία. Ο ανταγωνισµός τίθεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και υπάρχουν κοινοί κανόνες για όλες τις χώρες. Είναι µια από τις πολιτικές που έχουν ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Το πόσο σωστά τηρείται σε κάθε χώρα, δηλαδή το πόσο δίκαιος είναι ο ανταγωνισµός του ευρωπαϊκού µοντέλου ο οποίος είναι διαφορετικός από τον ανταγωνισµό του αµερικάνικου µοντέλου, γιατί στην Ευρώπη οι κανόνες ανταγωνισµού λαµβάνουν υπόψη το δηµόσιο συµφέρον και το κοινωνικό µοντέλο. Η τήρηση λοιπόν του ανταγωνισµού και η σωστή λειτουργία του, έχει να κάνει σε µεγάλο βαθµό µε το πλαίσιο και ελέγχων και θεσµών. Και εδώ θα έλεγα ως αρχή, ότι πρέπει να περιφρουρούµε και να προστατεύουµε τον ανταγωνισµό και όχι τους ανταγωνιστές και τους ανταγωνιζόµενους. Το δεύτερο στοιχείο είναι η αγορά εργασίας. Είναι σαφές ότι υπάρχουν σοβαρά ζητήµατα στην αγορά εργασίας. Ότι έχουν αλλάξει τα δεδοµένα, ότι µιλάµε για ευελιξία και ασφάλεια σε µια εποχή που το θέµα της εργασίας έχει γίνει το κυρίαρχο ανταγωνιστικό, συγκριτικό πλεονέκτηµα του αναπτυσσόµενου κόσµου. Και έχουµε τον Ινδό εργαζόµενο να κρατά όµηρο τον Γερµανό εργάτη. Η ισορροπία ανάµεσα στην ευελιξία και την ασφάλεια είναι το µεγάλο στοίχηµα κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας και της ελληνικής κοινωνίας. Θα έλεγα και εδώ ως αρχή, ότι πρέπει να περάσουµε από τη λογική της προστασίας της θέσης της εργασίας η οποία αλλάζει πολύ εύκολα γιατί αλλάζουν οι απαιτήσεις της, στην προστασία του εργαζόµενου. Που σηµαίνει επενδύσεις, που σηµαίνει κοινωνικό δείκτη ασφάλειας. Τα δύο τελευταία στοιχεία αφορούν τους κοινωνικούς εταίρους. Είµαστε σε µια εποχή που οι κοινωνικοί εταίροι και θέτω σε αυτούς και το Τεχνικό
Επιµελητήριο, παίζουν ένα πολύ σηµαντικό ρόλο στην εξέλιξη της οικονοµίας. Στις κοινές συµφωνίες, που δεν είναι πάντοτε απαραίτητο το κράτος µεταξύ εργαζοµένων και επιχειρηµατιών, µε κυρίαρχο στόχο τις επενδύσεις των επιχειρηµατιών και των επιχειρήσεων στους εργαζόµενους. Στην Ευρώπη, η επένδυση είναι πολύ µικρή σε σχέση µε τις Ηνωµένες Πολιτείες, στην Ελλάδα είναι πολύ µικρή σε σχέση µε την Ευρώπη. Εποµένως ο επιχειρηµατίας δεν έχει στις προτεραιότητές του την επένδυση στον εργαζόµενο. Και το τελικό στοιχείο είναι τα σχέδια µετάβασης που απαιτούνται σε µια κοινωνία, από την εποχή της οικονοµίας µε τα χαρακτηριστικά της προηγούµενης περιόδου στη οικονοµία της γνώσης. Η µετάβαση δεν πρέπει να έχει θύµατα. Γιατί τα θύµατα πολλές φορές είναι µια ολόκληρη γενιά. Το σχέδιο, λοιπόν, µετάβασης κατά περιοχή και κατά κλάδο είναι προτεραιότητα και υπόθεση της πολιτείας. Ευχαριστώ.