β μέρος
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α Στo μεταξύ πολλές φορές μου φαίνεται πώς είναι πιο καλά να κοιμηθείς παρά να βρίσκεσαι έτσι χωρίς σύντροφο και να επιμένεις τόσο. Και τί να κάνεις μέσα στην αναμονή, και τί να πεις; Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τί χρειάζονται σ ένα μικρόψυχο καιρό; Φρειδερίκος Χέλντερλιν, «Το Ψωμὶ και το Κρασί» Δευτέρα 28(Οκτωβρίου). Κοιμήθηκα δυο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μία φωνὴ μέσα απὸ το τηλέφωνο με ξύπνησε: «έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πώς θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως.
Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β Κάποτε συλλογίζομαι πώς όλα τούτα εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι Γ. Σ. Στη Μάρω
Η τέχνη και η εποχή Το ερώτημα ήταν: τι πρέπει να κάνει ο πνευματικός εργάτης απέναντι στους θρησκευτικούς φανατισμούς που είχαν εξαπολύσει οι πολιτικές ορθοδοξίες του καιρού. Οι άνθρωποι που από -κρίθηκαν μπορούν να χωριστούν νομίζω σε δυο κατηγορίες: α] Σ εκείνους που προτίμησαν ν αφιερωθούν στο έργο τους πιστεύοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα,πως το έργο τους θ απαντού- σε καλύτερα από τους ίδιους. Μερικοί από αυτούς έτυχε να βρεθούν καταδικασμένοι σε θάνατο και από τους δύο αντίμαχους φανατισμούς και β] Σ εκείνους που προτίμησαν, εννοώ πάντα ως τεχνίτες και όχι ως πολιτικά όντα (το πολιτικό χρέος δεν αφορά τη συζήτησή μας) να διαλέξουν τα στρατόπεδα της κοινωνικής πάλης. Οι καλύτεροι, καθώς πιστεύω, ανάμεσα στους τελευταί- ους τούτους έκαναν την πράξη αυτή με απόλυτη συνείδηση του τι έκαναν. Είπαν δηλαδή καθα- ρά:«σήμερα έχουμε πόλεμο,κι όλα πρέπει να υποταχθούν στις προσταγές του πολεμάρχου μας Αύριο, σαν τελειώσουμε, θα συζητήσουμε για την Τέχνη». Υπό τον όρο αυτό έχω το χρέος να προσθέσω ότι τους σέβομαι απόλυτα, γιατί οι μόνες συζητήσεις που μ ενδιαφέρουν είναι εκεί- νες όπου οι διαλεγόμενοι δεν προσπαθούν να θολώσουν τα νερά με δημαγωγικά τσακίσματα. Και πραγματικά δεν είναι λογικό να ρωτούμε αν η Τέχνη πρέπει να είναι αυτόνομη η αυτονο- μία της Τέχνης είναι αξίωμα- αλλά αν πρέπει ο καλλιτέχνης, στην τυραννισμένη και κομματι- σμένη εποχή μας, ν αποφασίσει πως η Τέχνη είναι δευτερεύουσα υπόθεση και να την εξαρτή- σει από τα κριτήρια και την επιτυχία μιας πολιτικής σκοπιμότητας. Βλέπετε, στην Τέχνη, όπως και στις άλλες τίμιες δουλειές, δεν είναι βολετό να δουλεύει κανείς δυο αφεντάδες, ή αν προτι- μάτε ν αναφέρω τον Auden που υπηρέτησε ωστόσο εθελοντής στην Ισπανία: «Να γίνει η Τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή». Αν ο τεχνίτης προτιμήσει την πολιτική σκοπιμότητα, δεν έχω τίποτε να πω. Για εκείνους όμως που θα προτιμήσουν την Τέχνη, θα ήθελα να προσθέσω ακόμη δυο λόγια. Όταν λέω Τέχνη, δεν εννοώ διόλου τη θεωρία που πρέσβευε «η τέχνη για την τέχνη». ΔΟΚΙΜΕΣ
1944
Το απομεσήμερο ενός φαύλου (1944) Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα, τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα! Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή, να 'ρθούμε πρώτοι εμείς! - οι στερνοί. Τα στερνοπαίδια και τ' αποσπόρια και τ' αποβράσματα και τ' αποφόρια μιας μάχης που ήτανε γι' άλλα κορμιά για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά. Πολιτικάντηδες, καραβανάδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά! Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου, μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή, κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή: το ματσαράγκα, το φαταούλα με μπογαλάκια και με μπαούλα, τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά λες και την άδειασαν όλη μεμιά σ' αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή που στο βραχνά του παραμιλεί. Δες το σελέμη, δες και το φάντη πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη που ρητορεύεται λειτουργικά μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά. Μαυραγορίτες από τα Νάφια της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια, γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί, λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί στα χώματά σου τα λαβωμένα γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα και δεν μπορούνε χωρίς εσέ οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
Το ναυάγιο της "Κίχλης" "Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπο μου τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Παρ' το, σου το χαρίζω δες, είναι ξύλο λεμονιάς..." Κι ήρθε ή φωνή του γέρου, αύτή την ένιωσα πέφτοντας στην καρδιά της μέρας ήσυχη, σαν ακίνητη : Άκουσα τη φωνή καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω ένα καράβι πού το βούλιαξαν εδώ και χρόνια το 'λεγαν "Κίχλη" ένα μικρό ναυάγιο τα κατάρτια, σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια "Κι α, με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ το δίκιο σας θα 'ναι το δίκιο μου που να πηγαίνω γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι. ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη. Το θάνατο τον προτιμώ - ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει". Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους ακολουθήσαν ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι αντικρίσετε τον ήλιο. που έβγαιναν από του ήλιου τ' άλλο μέρος, το Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' σκοτεινό αντικρίσετε τον άνθρωπο. θα 'λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Γ. Σεφέρης ( Οκτώβρης 1946) *Η φωτογραφία πάνω είναι απο τη βίλα Γαλήνη, το σπίτι που έμενε ο ποιητής και όπου έγραψε τους στίχους για την Κίχλη...(Πόρος)
Αναχωρεί για την Άγκυρα όπου τοποθετήθηκε σύμβουλος της Ελληνικής πρεσβείας και όπου θα παραμείνει ως το 1950.
1949 Εκδίδεται η Έρημη Χώρα του Θ.Σ.Έλιοτ σε μετάφραση Γ.Σεφέρη. Η Ταφή του νεκρού «Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας Μες απ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές. Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας Λίγη ζωή με απόξερους βολβούς. Το καλοκαίρι μας ξάφνισε καθώς ήρθε πάνω απ το Σταρνμπέργκερζε Με μια μπόρα, σταματήσαμε στις κολόνες, Και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χοφγκαρντεν, Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.»
«Τώρα πια -αυτές τις μέρες έκλεισα τα πενήνταξέρω τι είμαι. Δεν είναι το έργο μου που μ ενδιαφέρει πριν απ όλα. Είναι το έργο, χωρίς κτητική αντωνυμία. Αυτό πρέπει να ζήσει έστω και αν οι προσωπικές μας συνεισφορές πρόκειται ν αναλωθούν μέσα σ αυτό.»
1950: Εξω από το σπίτι του στα Βουρλά (επίσκεψη με τη γυναίκα του στην περιοχήτης Σμύρνης) Και λες πως ήταν χτές που ναυάγησε το μεγάλο καράβι.δεν αισθάνομαι μίσος.το πράγμα που κυριαρχεί μέσα μου είναι το αντίθετο.μια προσπάθεια να χωρέσει ο νους μου το μηχανισμό της καταστροφής
1951 Γνώρισε τον Έλιοτ στο Λονδίνο και τον προσκάλεσε στην Ελλάδα. Έλιοτ: Να πάει κανείς στην Ελλάδα είναι σα να πηγαίνει να βρει τη μητέρα του. Σεφέρης: Σα να πηγαίνει να βρει τον εαυτό του.
Έγκωμη Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός από μακριά φαινόνταν το γύρισμα χεριών που σκάβαν. Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη το δείλι. Στο λιγοστό χορτάρι και στ' αγκάθια τριγυρίζαν 5 ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες θά 'χε βρέξει πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα. Kι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν, γυναίκες κι άντρες με τ' αξίνια σε χαντάκια. Ήταν μια πολιτεία παλιά τειχιά δρόμοι και σπίτια 10 ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων, η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ' το μάτι του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου. Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά 15 αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος. Kι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν μ' ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας. 20 Αξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι είταν μαρμαρωμένα κοίταζα τον αιθέρα τ' ουρανού, κι είτανε θαμπωμένος κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει κι' ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν' ανηφορίζει. 25 Tα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια καμαρωτά πάνω απ' τα χείλια, και το σώμα έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο με τ' άγουρα βυζιά της οδηγήτρας, 30 χορός ακίνητος. Kι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω: κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν γυναίκες γνέθανε, τ' αδράχτια δε γυρίζαν αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν 35 πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα κι ο ζευγάς έμενε μ' ανάερη τη βουκέντρα. Kαι ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν' ανεβαίνει είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια, και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν. 40 Tώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος. Tα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια και χάθηκαν μια ανάληψη. O κόσμος 45 ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας με τον καιρό και με το χώμα. Aρώματα από σκίνο πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά κι' όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου 50 στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ' αγκάθια όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι, όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.