Πρώτη μέρα ΤΟ ΒΛΕΠΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΟ. Μέσα από το παρμπρίζ. Τα παιδιά στο πίσω κάθισμα. Σαν να έχει κατρακυλήσει από το Μπίστον Χιλ. Φτάνουμε; ρωτούν. Πλησιάζουμε μπαμπά; Το βλέπω. Ένας όγκος που υψώνεται απέναντι από τις γραμμές του τρένου και την άκρη του αυτοκινητόδρομου. Είναι σαν να με ρωτά αν ξέρω τον Μπίλι Μπρέμνερ και τον Τζόνι Τζάιλς. Τους προβολείς και τις κερκίδες, τις σφιγμένες γροθιές που υψώνονται στη μάχη, τις σκισμένες σάρκες και τα τσακισμένα κόκαλα. Να το! λέει ο μεγαλύτερος γιος μου στον μικρότερο. Να το! Φαίνεται από τον αυτοκινητόδρομο. Μέσα από το παρμπρίζ. Ένα μέρος που σιχαίνομαι... που μισώ... που μισώ πολύ Το Έλαντ Ρόουντ, η Λιντς, η Λιντς, η Λιντς. Το έχω ξαναδεί. Έχω ξαναβρεθεί εδώ. Και ως παίκτης και ως προπονητής. Έξι ή επτά φορές σε έξι ή επτά χρόνια. Στην ουσία, όμως, πάντα σαν επισκέπτης. Πάντα ήμουν αλλού. Το μισώ αυτό το μέρος είναι γεμάτο από τις βρομιές τους. Αλλά όχι σήμερα. Όχι σήμερα. Τετάρτη 31 Ιουλίου 1974. Άρθουρ Σίτον. Κόλιν Σμιθ. Άρθουρ Μάχιν και Τζο Λάμπτον... Σήμερα, δεν είμαι πλέον επισκέπτης. Δεν είμαι πια αλλού... Δεν υπάρχουν πια ζόμπι, ψιθυρίζουν. Τέρμα πια τα καταραμένα ζόμπι, Μπράιαν... Σήμερα, είμαι καθοδόν για να πιάσω δουλειά. [15]
Ο χειρότερος χειμώνας του εικοστού αιώνα άρχισε τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων του 1962. Η Μεγάλη Παγωνιά. Αναβολές. Η ίδρυση της επιτροπής στοιχημάτων. Ο τελικός του Κυπέλλου μετατέθηκε τρεις εβδομάδες. Άνθρωποι θα πεθάνουν από την κακοκαιρία σήμερα. Όχι, όμως, στο Ρόκερ Παρκ, έδρα της Σάντερλαντ. Όχι στο ματς κόντρα στην Μπέρι. Ο διαιτητής μπαίνει στο γήπεδο στη μία και μισή. Ο αγώνας της Μίντλεσμπρο αναβλήθηκε. Ο διαιτητής σου, όμως, έχει άλλη γνώμη. Αποφασίζει ότι το παιχνίδι σου μπορεί να γίνει. «Μπράβο, διαιτητή», του λες. «Αυτή η ομάδα εδώ παρακάτω ματαιώνει τα πάντα». Μισή ώρα πριν από τη σέντρα, στέκεσαι στην άκρη της φυσούνας, φορώντας την κοντομάνικη φανέλα σου με τις άσπρες και κόκκινες κάθετες ρίγες, το λευκό σορτσάκι, τις ερυθρόλευκες κάλτσες σου και παρακολουθείς για δέκα λεπτά τη σφοδρή χαλαζόπτωση που μαίνεται στο γήπεδο. Δεν βλέπεις την ώρα να βρεθείς εκεί έξω. Η αναμονή σε τρελαίνει. Χιονόνερο στο πρόσωπο, πάγος κάτω από τα πόδια και το κρύο να περονιάζει τα κόκαλά σου. Μια στραβοκλοτσιά μέσα στη μεγάλη τους περιοχή. Τρέχεις γρήγορα πάνω στο λασπωμένο τερέν με τα μάτια καρφωμένα στην μπάλα και το μυαλό σου στο γκολ πώς θα στείλεις την μπάλα στα δίχτυα. Ένα γκολ. Ακόμα ένα γκολ. Αυτό σκέφτεσαι. Κι ας έχεις πετύχει είκοσι οκτώ μέχρι τώρα. Είκοσι οκτώ. Ο τερματοφύλακάς τους κάνει έξοδο το μυαλό σου είναι καρφωμένο ακόμα σε εκείνο το γκολ δεν τον προσέχεις όπως πέφτει στα πόδια σου, ο ώμος του βρίσκει το γόνατό σου, με ορμή Κράαααααααααααααααααααααααααααααντς Το ουρλιαχτό του πόνου και η σφυρίχτρα. Μετά, σιωπή και [16]
τα φώτα σβήνουν. Βρίσκεσαι στο έδαφος, στη λάσπη, τα μάτια σου ανοιχτά και η μπάλα χαμένη. Είκοσι εννιά, σκέφτεσαι. Προσπαθείς να σηκωθείς αλλά δεν μπορείς. Είκοσι εννιά. Γι αυτό αρχίζεις να σέρνεσαι. «Σήκω πάνω, Κλαφ!» φωνάζει κάποιος. «Σήκω!» Μέσα στη λάσπη, σέρνεσαι στα τέσσερα. «Έλα, διαιτητή», γκρινιάζει ο Μπομπ Στόκοου, ο σέντερ χαφ της Μπέρι. «Μας δουλεύει ψιλό γαζί». Συνεχίζεις να σέρνεσαι μέσα στη βαριά, παχιά λάσπη με χέρια και με πόδια. «Όχι αυτό το παλικάρι», λέει ο διαιτητής. «Αυτό το παλικάρι δεν παίζει θέατρο». Σταματάς. Γυρίζεις ανάσκελα. Το στόμα σου μία σκοτεινή τρύπα. Τα μάτια σου ορθάνοιχτα. Βλέπεις το πρόσωπο του φυσιοθεραπευτή, του Τζόνι Γουότερς, ένα ανήσυχο φεγγάρι σε έναν τρομακτικό ουρανό. Αίμα κυλάει από το μάγουλό σου, ανακατεμένο με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, το δεξί γόνατο σε πεθαίνει από τον πόνο και δαγκώνεις, δαγκώνεις, δαγκώνεις με λύσσα τα χείλη σου για να πνίξεις τις κραυγές, για να δαμάσεις τον φόβο. Η πρώτη γεύση του μετάλλου στη γλώσσα σου, η πρώτη γεύση του φόβου. Ένας ένας οι 30.000 θεατές θα φύγουν. Ο αέρας θα στροβιλίσει τα σκουπίδια μέσα στο γήπεδο. Το χιόνι και η νύχτα θα πέσουν, το έδαφος θα πετρώσει και ο κόσμος θα ξεχάσει. Θα σε αφήσουν ξαπλωμένο ανάσκελα στο σημείο του πέναλτι, έναν ζωντανό νεκρό. Ο Τζόνι Γουότερς, με το σφουγγάρι στο χέρι, σκύβει και σου ψιθυρίζει στο αυτί: «Πώς θα ζήσουμε, Μπράιαν; Πώς θα ζήσουμε;» Σε βάζουν στο φορείο. Σε μεταφέρουν έξω από το γή- [17]
πεδο. «Μην του βγάλετε τα παπούτσια, γαμώτο!» φωνάζει το Αφεντικό. «Ίσως μπορέσει να συνεχίσει». Σε κατεβάζουν στα αποδυτήρια. Ρίχνουν ένα σεντόνι σε έναν πάγκο και σε βάζουν πάνω. Παντού υπάρχει αίμα, μέσα από το σεντόνι που έχει ποτίσει, πάνω στον πάγκο, κι από εκεί, στο πάτωμα. Η μυρωδιά του αίματος. Του ιδρώτα. Των δακρύων. Της αλοιφής Algipan. Θα σε ακολουθούν στην υπόλοιπη ζωή σου. «Χρειάζεται νοσοκομείο», λέει ο Τζόνι Γουότερς. «Επειγόντως!» «Μην του βγάλεις τα παπούτσια του, γαμώτο!» λέει ξανά το Αφεντικό. Σε σηκώνουν από τον πάγκο. Από το αιματοβαμμένο σεντόνι. Σε βάζουν σε ένα άλλο φορείο. Μέσα στο ασθενοφόρο. Στο νοσοκομείο. Χειρουργείο και νυστέρι. Μετά γύψος. Από τον αστράγαλο μέχρι τη βουβωνική χώρα. Ράμματα στο κεφάλι. Κανένας επισκέπτης. Ούτε από την οικογένειά σου ούτε από τους φίλους σου. Μόνο γιατροί και νοσοκόμες. Ο Τζόνι Γουότερς και ο προπονητής. Αλλά κανείς δεν σου λέει τίποτα. Εσύ, όμως, καταλαβαίνεις. Σου έχει συμβεί κάτι κακό. Κάτι πολύ κακό. Η χειρότερη μέρα της ζωής σου. Σήμερα. Άφησα πίσω μου τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί νοτιοδυτικά. Μέσα από στροφές, κόβοντας σε γωνίες, κατέληξα στη διασταύρωση με την οδό Λόουφιλντς. Στο Έλαντ Ρόουντ. Στρίβω απότομα δεξιά και περνάω την είσοδο. Μπαίνω στον χώρο του γηπέδου. Στο πάρκιν της Δυτικής Κερκίδας. Τα παιδιά χοροπηδούν στο πίσω κάθισμα. Πουθενά για να παρκά- [18]
ρω. Δεν μου έχουν κρατήσει θέση. Οι δημοσιογράφοι. Οι κάμερες και τα φώτα. Οι οπαδοί. Τα άλμπουμ για τ αυτόγραφα και τα στιλό. Ανοίγω την πόρτα. Σηκώνω τα μπατζάκια μου. Βρεχόμαστε. Βγάζω το μπουφάν μου από το πορτμπαγκάζ. Το φοράω. Οι γιοι μου κρύβονται πίσω μου. Η βροχή πέφτει στα πρόσωπά μας. Οι λόφοι πίσω μας. Τα σπίτια και τα διαμερίσματα. Το γήπεδο μπροστά μας. Οι κερκίδες και τα φώτα. Οι λακκούβες με τα λασπόνερα κατά μήκος του πάρκιν. Ένας σωματώδης τύπος έρχεται προς το μέρος μου σπρώχνοντας τους δημοσιογράφους. Οι κάμερες και τα φώτα. Οι οπαδοί. Τα μαύρα μαλλιά και το λευκό δέρμα. Τα κόκκινα μάτια και τα κοφτερά δόντια... «Έχεις αργήσει πάρα πολύ», φωνάζει κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό του μπροστά από το πρόσωπό μου. Κοιτάζω τους δημοσιογράφους. Τις κάμερες και τα φώτα. Τους οπαδούς. Τα άλμπουμ για τ αυτόγραφα και τα στιλό. Τ αγόρια πίσω μου. Η βροχή πέφτει πάνω μας. Στα πρόσωπα όλων. Τα πρόσωπά μας ηλιοκαμένα και μαυρισμένα, τα δικά τους κάτωχρα και αρρωστιάρικα Κοιτάζω τον σωματώδη τύπο κατάματα. Σπρώχνω το δάχτυλό του μακριά από το πρόσωπό μου και του λέω: «Δεν είναι δική σου δουλειά το αν έχω αργήσει ή όχι». Μ αγαπούν γι αυτό που δεν είμαι. Με μισούν γι αυτό που είμαι. Ανεβαίνουμε τα σκαλιά και περνάμε τις πόρτες. Μακριά από τη βροχή και τους δημοσιογράφους. Τις κάμερες και τα φώτα. Τους οπαδούς. Τα άλμπουμ και τα στιλό τους. Μπαίνουμε στο φουαγιέ και στην αίθουσα της λέσχης του συλλόγου. Οι κοπέ- [19]
λες στην υποδοχή και οι γραμματείς. Οι φωτογραφίες στους τοίχους. Τα έπαθλα στις προθήκες. Τα φαντάσματα του Έλαντ Ρόουντ. Κατεβαίνουμε στον διάδρομο και στρίβουμε στη γωνία. Ο Σιντ Όουεν, πρώτος βοηθός προπονητή εδώ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ξεπροβοδίζει τους μικρούς της εφηβικής ομάδας. Του δίνω το χέρι και του κλείνω το μάτι. «Μέρα, Σιντ». «Καλησπέρα, κύριε Κλαφ», απαντά, αποφεύγοντας τη χειραψία. Βάζω τα χέρια μου στα κεφάλια των παιδιών μου. Τον ρωτώ: «Θα μπορούσε ένας από τους νεαρούς σου να έχει τον νου του στα παιδιά μου, όσο θα γνωρίζομαι με τους υπόλοιπους;» «Σε ξέρουν ήδη», λέει ο Σιντ Όουεν. «Και αυτοί οι νεαροί είναι εδώ για να γίνουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και όχι για να κάνουν την νταντά στα παιδιά σου». Τραβάω τα χέρια μου από τα κεφάλια των γιων μου. Τα βάζω στους ώμους τους. Ο μικρός μου μαζεύεται, αντιδρώντας στο σφιχτό μου πιάσιμο. «Να μην σε κρατάω άλλο τότε», λέω στον πιστό υπάλληλο που στέκεται λίγο πιο πίσω. Ο Σιντ Όουεν του γνέφει. Μου επαναλαμβάνει: «Δεν είναι εδώ για να κάνουν την νταντά στα παιδιά σου». Από κάπου ακούγεται το τικ τακ ενός ρολογιού, ενώ γέλια αντηχούν από ένα άλλο δωμάτιο. Κάτω στον διάδρομο, στρίβοντας στη γωνία. Η φασαρία που κάνουν οι ταξιθέτες των κερκίδων. Περπατούν όλοι μαζί. Ο μεγαλύτερος γιος μου με κοιτάζει. Μου χαμογελάει. Με ρωτάει: «Ποιος ήταν αυτός, μπαμπά;» Του ανακατεύω τα μαλλιά και του ανταποδίδω το χαμόγελο. Του λέω: «Ο αχρείος Θείος σου, ο Σιντ». Κατεβαίνουμε στον διάδρομο. Περνάμε από τους δημοσιο- [20]
γράφους. Στρίβουμε στη γωνία. Αφήνουμε πίσω τον διάδρομο με τις αναμνηστικές πλακέτες και μπαίνουμε στα αποδυτήρια. Στα αποδυτήρια της γηπεδούχου. Συνέχισε να αγωνίζεσαι, γράφει πάνω από την πόρτα. Μου έχουν αφήσει τη δεύτερη εμφάνιση της ομάδας: κίτρινη φανέλα, κίτρινο σορτσάκι και κίτρινες κάλτσες. Τα παιδιά με βλέπουν να αλλάζω. Βάζω το πάνω μέρος της δικής μου μπλε αθλητικής φόρμας. Έπειτα, με ακολουθούν έξω από τα αποδυτήρια, κατά μήκος του διαδρόμου. Στρίβω στη γωνία. Περνάω από τη ρεσεψιόν και βγαίνω έξω στη βροχή. Το πάρκιν. Οι κάμερες και τα φώτα. Τα άλμπουμ για τ αυτόγραφα και τα στιλό. Τρέχοντας ελαφρά, περνώ ανάμεσα από τις λακκούβες με τα λασπόνερα. Αφήνω πίσω μου τα ξύλινα υπόστεγα και μπαίνω στον χώρο της προπόνησης. Οι δημοσιογράφοι φωνάζουν. Οι οπαδοί ζητωκραυγάζουν. Τα φώτα από τις κάμερες αστράφτουν και τ αγόρια μου σκύβουν φοβισμένα. «Καλημέρα, παιδιά», τους φωνάζω. Στέκονται μπροστά μου χωρισμένοι σε ομάδες. Φορώντας τις μοβ φόρμες τους. Με τα λασπωμένα τους γόνατα και τους λεκιασμένους τους κώλους. Οι παλιοβρομιάρηδες της Λιντς. Με τα μακριά μαλλιά τους, τα ονόματά τους στις πλάτες τους. Μπάσταρδοι, μπάσταρδοι, μπάσταρδοι Ο Χάντερ, οι αδερφοί Γκρέι, ο Λόριμερ, ο Τζάιλς, ο Μπέιτς, ο Κλαρκ, ο Μπρέμνερ, ο ΜακΚουίν, ο Τζόρνταν, ο Ρίνεϊ, ο Κούπερ, ο Μέιντλι, ο Τσέρι, ο Γιόραθ, ο Χάρβεϊ και ο Στιούαρτ Οι γιοι του, οι μπάσταρδοι γιοι του. Ο πατερούλης τους πέθανε, ο πατερούλης τους χάθηκε Χωρισμένοι σε γκρουπ και φορώντας τις φόρμες τους. Με τις λάσπες και τα ονόματα στην πλάτη. Τα μάτια τους στα δικά μου. [21]
Γάμα τους. Ξέσκισέ τους. Πήδα την κωλομάδα τους, γαμώτο! Κάνω μια γύρα στο πλήθος για τους δημοσιογράφους. Για τις κάμερες και τα φώτα. Για τους οπαδούς. Για τα άλμπουμ με τ αυτόγραφα και τα στιλό. Μια χειραψία εδώ και μια γνωριμία εκεί. Τίποτα περισσότερο. Κράτα τη γλώσσα σου, Μπράιαν. Κράτα τη γλώσσα σου. Βλέπε και μάθαινε. Βλέπε και περίμενε. Μην αφήσεις τους μπάσταρδους να σε λιώσουν, ψιθυρίζουν. Οι γύροι για το ζέσταμα τέλειωσαν. Στέκομαι στην άκρη. Βγαίνει ο ήλιος, αλλά η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Δεν υπάρχουν ουράνια τόξα σήμερα. Όχι εδώ. Τα χέρια στους γοφούς μου. Η βροχή στο πρόσωπό μου. Ο ήλιος στον σβέρκο μου. Τα σύννεφα κινούνται γρήγορα εδώ. Κοιτάζω από την άλλη μεριά. Ο μεγαλύτερος γιος μου βρίσκεται στο πάρκιν. Με μια μπάλα στα πόδια. Ανάμεσα στις λακκούβες με τα λασπόνερα, τη βροχή και τον ήλιο, να τον. Ένα αγόρι με μια μπάλα. Ένα αγόρι με ένα όνειρο. Άρχισε εκείνο το πρωινό, το πρώτο στο νοσοκομείο, δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα, και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ. Ούτε μια μέρα. Ξυπνάς και στη διάρκεια αυτών των πρώτων δευτερολέπτων, των πρώτων λεπτών, ξεχνάς. Ξεχνάς ότι είσαι τραυματισμένος. Ξεχνάς ότι είσαι τελειωμένος. Ξεχνάς ότι δεν θα μυρίσεις ποτέ ξανά την οσμή των αποδυτηρίων. Ποτέ δεν θα ξαναφορέσεις μια καθαρή νέα εμφάνιση. Ποτέ ξανά δεν θα δέσεις τα αστραφτερά αθλητικά παπούτσια σου κι ούτε θα ακούσεις το βουητό του πλήθους. Τις επευφημίες όταν σκοράρεις. Το χειροκρότημα. Τη λατρεία. Την αγάπη. Μακάρι να μπο- [22]
ρούσες να δεις τη γυναίκα σου. Δεν την έχεις δει εδώ και μέρες. Από τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Από τότε που σε έφεραν εδώ. Κανείς δεν σου λέει τίποτα. Ούτε μισή κουβέντα. Θα σηκωνόσουν και θα πήγαινες να τη βρεις ο ίδιος, μόνο που δεν μπορείς. Τότε, την πέμπτη μέρα, η πόρτα ανοίγει. «Δεν μπορούσα να έρθω νωρίτερα. Ήμουν στο κρεβάτι», σου λέει. «Απέβαλα». Μας ξεναγούν, εμένα, τα παιδιά μου και τους δημοσιογράφους. Κατεβαίνουμε κι άλλους διαδρόμους. Στρίβουμε και σε άλλες γωνίες. Περνάμε τα σαλόνια και τα θεωρεία. Τις σουίτες και τις κερκίδες. Την αίθουσα με τα τρόπαια. Τους χώρους φυσιοθεραπείας και τα αποδυτήρια. Μας οδηγούν στον αγωνιστικό χώρο. Με βάζουν να στηθώ στο ημικύκλιο της σέντρας. Το πράσινο χορτάρι. Οι άσπρες γραμμές από ασβέστη Τα χέρια μου σηκωμένα ψηλά, κρατώντας ένα κασκόλ της ομάδας. Μισώ αυτό το μέρος, αυτό το άθλιο μέρος. Ανεβαίνουμε έναν διάδρομο. Στρίβουμε στη γωνία. Κατεβαίνουμε στον επόμενο διάδρομο. Στην επόμενη γωνία. Τα αγόρια μου με ακολουθούν κατά πόδας. Στην αίθουσα του γραφείου. Το άδειο γραφείο. Η κενή καρέκλα. Η αίθουσα του γραφείου του Ντον. Το γραφείο του Ντον. Η καρέκλα του Ντον. Τέσσερις τοίχοι, χωρίς παράθυρο, και μια πόρτα. Εδώ μέσα κατέστρωνε τα σχέδιά του κι ονειρευόταν, έκλεινε τις ελπίδες του και τους φόβους του. Στα μαύρα του κατάστιχα, στα μυστικά του ντοσιέ, στις λίστες με τους εχθρούς του. [23]
Ο Ντον δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους. Δεν του άρεσαν οι άνθρωποι. Τους κάρφωνε με το βλέμμα του. Τους μισούσε. Τους έγραφε στη δική του μαύρη βίβλο. Στα μυστικά του ντοσιέ. Στον κατάλογο με τους εχθρούς του. Για να τους θυμάται. Κι εγώ, ο Μπράιαν Κλαφ, βρίσκομαι στην πρώτη σελίδα αυτής της βίβλου. Στην κορυφή της λίστας. Εδώ, σ αυτή την αίθουσα, σ αυτό το γραφείο, σ αυτή την καρέκλα, κατέστρωνε τις μηχανορραφίες του και ονειρευόταν, με τις ελπίδες και τους φόβους του. Εδώ, σ αυτά τα βιβλία, σ αυτά τα ντοσιέ, σ αυτές τις λίστες, κρύβονται οι εμμονές του. Οι δρόμοι της τρέλας του. Εδώ, σ αυτό το γραφείο, όπου έκατσαν στα γόνατά του. Η κυρία Τζιν Ρέιντ στέκεται στην πόρτα. Τ αγόρια μου κοιτάζουν αμήχανα τα πόδια τους. «Υπάρχει περίπτωση να πιούμε κάνα τσάι, αγαπούλα;» τη ρωτάω. «Οι διευθυντές σάς περιμένουν πάνω», μου απαντά. «Με περιμένουν; Γιατί;» «Για τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου». Βγάζω το μπουφάν μου, έπειτα το μαντίλι μου. Το τοποθετώ στο κάθισμα της καρέκλας. Της δικής του καρέκλας. Κάθομαι στην καρέκλα πίσω από το γραφείο. Το δικό του γραφείο. Βάζω τα πόδια μου πάνω στο γραφείο. Η καρέκλα του. Το γραφείο του. Η αίθουσα του γραφείου του. Η γραμματέας του. «Σας περιμένουν», επαναλαμβάνει η κυρία Τζιν Ρέιντ. «Άσ τους να περιμένουν. Τι θα γίνει μ εκείνο το τσάι, αγαπητή μου;» Η κυρία Τζιν Ρέιντ απλά στέκεται και κοιτάζει με γουρλω- [24]
μένα μάτια τις σόλες των παπουτσιών μου. Δίνω ένα κτύπημα στο γραφείο. Στο γραφείο του Ντον. Τη ρωτάω: «Σε ποιον ανήκει αυτό το γραφείο, αγαπούλα;» «Τώρα σε εσάς», ψιθυρίζει. «Σε ποιον ανήκε αυτό το γραφείο;» «Στον κύριο Ρέβι». «Τότε θέλω να καεί». «Συγγνώμη;» αναφωνεί η κυρία Τζιν Ρέιντ. «Θέλω να καεί αυτό το γραφείο», της ξαναλέω. «Μαζί με τις καρέκλες και τα υπόλοιπα. Όλα αυτά τα καταραμένα πράγματα». «Μα» «Ποιανού γραμματέας είσαι κυρά μου;» «Τώρα δική σας, κύριε Κλαφ». «Ποιανού γραμματέας ήσασταν;» Η κυρία Τζιν Ρέιντ δαγκώνει τα νύχια της και συγκρατεί τα δάκρυά της. Μέσα της έχει ήδη αποφασίσει: η παραίτησή της είναι ήδη γραμμένη, απλά περιμένει να δακτυλογραφηθεί και να υπογραφεί. Στο γραφείο μου μέχρι τη Δευτέρα. Με μισεί κι εγώ μισώ εκείνον, αλλά τον μισώ όλο και περισσότερο. «Αλλάξτε, επίσης, τις κλειδαριές», της λέω καθώς βγαίνουμε έξω, τα αγόρια με τα μάτια στο πάτωμα και τα χέρια στις τσέπες. «Δεν θέλουμε να μας επισκεφτεί ξαφνικά τώρα το φάντασμα του ταραγμένου Ντον, έτσι δεν είναι; Κροταλίζοντας τις αλυσίδες του να τρομάζει τα βλαστάρια μου. Δεν θέλουμε κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;» [25]
Το σκηνικό αλλάζει. Ο πόνος παραμένει. Εργάτες μεταφέρουν τα έπιπλα σε κουτιά. Σε φέρνουν στο σπίτι μέσα σε ασθενοφόρο. Πάνω σε ένα φορείο. Έχεις υποστεί ολική ρήξη χιαστών και μέσου συνδέσμου. Πιο σοβαρό από ένα σπασμένο πόδι. Καμιά επέμβαση δεν μπορεί να διορθώσει τη ζημιά. Για τρεις μήνες μένεις ξαπλωμένος στο σπίτι, στον κόκκινο καναπέ, με το γόνατό σου στον γύψο και το πόδι σου πάνω στα μαξιλάρια. Καπνίζεις και πίνεις, φωνάζεις και κλαις. Φοβάσαι, φοβάσαι τα όνειρά σου τα όνειρά σου, που ήταν κάποτε οι φίλοι σου, οι καλύτεροί σου φίλοι, τώρα είναι εχθροί σου, οι χειρότεροι εχθροί σου. Εδώ σε βρίσκουν, στα όνειρά σου. Εδώ σε πιάνουν. Τα πουλιά και οι ασβοί. Οι αλεπούδες και τα κουνάβια. Τα σκυλιά και οι δαίμονες. Τώρα, είσαι φοβισμένος. Και τρέχεις. Τρέχεις να ξεφύγεις. Κάνεις γύρους στο γήπεδο, ανεβοκατεβαίνεις τα σκαλιά της κερκίδας. Τα πενήντα επτά σκαλιά. Τριάντα φορές. Επτά μέρες την εβδομάδα, από τις εννιά το πρωί. Αλλά αποφεύγεις τα αποδυτήρια. Τα πενήντα επτά σκαλιά. Προτιμάς την παραλία στο Σίμπερν. Τριάντα φορές. Την παραλία και το μπαρ. Επτά μέρες την εβδομάδα, από τις εννιά το πρωί. Τρέχοντας. Τρομαγμένος. Φοβισμένος. Τρομαγμένος από τις σκιές. Τις φιγούρες δίχως πρόσωπο και δίχως όνομα. Το μέλλον σε φοβίζει. Το δικό σου μέλλον. Ένα μέλλον ανύπαρκτο. Αλλά μέρα με τη μέρα νιώθεις τα πόδια σου ξανά. Δεν μπορείς να παίξεις, όχι ακόμα. Δεν μπορείς να παίξεις, γι αυτό προπονείς. Προσωρινά. Την ομάδα νέων της Σάντερλαντ. Σε κρατάει μακριά από τις παμπ και τα κλαμπ, μακριά από το κρεβάτι και τον καναπέ. Σε βοηθάει, επίσης, να διατηρείς την αυτοκυριαρχία [26]
σου. Το να προπονείς. Να διδάσκεις. Πέντε εναντίον πέντε ή έξι εναντίον έξι. Σέντρα και σουτ. Το λατρεύεις και τα παιδιά σε λατρεύουν. Σε σέβονται. Οι νεαροί σαν τον Τζον O Χέαρ και τον Κόλιν Τοντ. Νέα παιδιά που κρέμονται από την κάθε σου λέξη. Καθένας από αυτούς, από την κάθε σου λέξη. Οδηγείς την ομάδα νέων της Σάντερλαντ στους ημιτελικούς του κυπέλλου Νέων. Περνάς τις εξετάσεις προπονητικής της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Το αγαπάς αυτό που κάνεις. Το αγαπάς πάρα πολύ. Αλλά δεν υπάρχει υποκατάστατο. Ακόμα κι αυτό, είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή. Το μέλλον σου. Ακόμα κι αυτό, είναι το δεύτερο καλύτερο. Στρίβουμε στη γωνία. Κατεβαίνουμε στον διάδρομο. Ανεβαίνουμε τις σκάλες. Στην αίθουσα των συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου. Το πεδίο της μάχης. Οι ξύλινες διπλές πόρτες. Υπάρχουν παράθυρα εδώ, πίσω από αυτές τις πόρτες, αλλά μόνο εδώ. Ασορτί κουρτίνες και μοκέτες. Ασορτί κοστούμια. Ο Μάνι Κάσινς. Ο Σαμ Μπόλτον. Ο Μπομπ Ρόμπερτς. Ο Σίντνεϊ Σάιμον. Ο Πέρσι Γούντγουορντ, ο αντιδήμαρχος Πέρσι Γούντγουορντ και αντιπρόεδρος. Μισοί ειδωλολάτρες, μισοί Εβραίοι μια τελευταία, χαμένη φυλή κάποιων αυτοδημιούργητων πολιτών του Γιόρκσαϊρ και Ισραηλιτών. Σε αναζήτηση της Γης της Επαγγελίας, της δημόσιας αναγνώρισης, της αποδοχής και της ευγνωμοσύνης. Το πλήθος τούς βγάζει το καπέλο, πέφτει στα τέσσερα, τους φιλάει τον κώλο. Η πλέμπα που χειροκροτεί όχι την ομάδα, μόνο αυτούς αυτούς και το στάτους τους. Ο Κιθ Άρτσερ, δικηγόρος του κλαμπ, χοροπηδάει από το [27]
ένα πόδι στο άλλο χτυπώντας παλαμάκια. Χαϊδεύει τα παιδιά μου στο κεφάλι, ανακατεύοντας τα μαλλιά τους. Ο Κάσινς και ο Ρόμπερτς χαμογελούν και καπνίζουν πούρα. Με ρωτούν: «Θα ήθελες ένα ποτό;» «Θα κατέβαζα ένα», τους λέω και σωριάζομαι σε μια πολυθρόνα στην κορυφή του τραπεζιού. Απέναντι, κάθεται ο Σαμ Μπόλτον, μέλος του συμβουλίου της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και αντιπρόεδρός της. Ντόμπρος και αυτοδημιούργητος, πράγμα για το οποίο είναι περήφανος. «Θ αναρωτιέστε μάλλον πού είναι ο γυμναστής σας». «Ο Λες Κόκερ;» ρωτάω, κουνώντας με αποδοκιμασία το κεφάλι. «Τα κάλπικα νομίσματα πάντα τα καταλαβαίνει κάποιος». «Όχι αυτόν», λέει ο Μπόλτον. «Θα πάει με τον κύριο Ρέβι στην Εθνική». «Στον αγύριστο», του λέω. «Γιατί το λέτε αυτό, κύριε Κλαφ;» «Γιατί είναι ένας βρομερός, επιθετικός κατεργαράκος και έχετε ακόμα να δείτε πολλά». «Ωστόσο, θα χρειαστείτε έναν γυμναστή», λέει ο Μπόλτον. «Ο Τζίμι Γκόρντον μού κάνει». «Η Ντέρμπι θα τον αφήσει να φύγει;» «Θα το κάνουν αν τον ζητήσω». «Λοιπόν, το καλύτερο θα ήταν να τους είχες ρωτήσει τότε, έτσι δεν είναι;» «Το έκανα ήδη», του λέω. «Αλήθεια, το έκανες;» ρωτά ο Μπόλτον. «Και τι άλλο σκάρωσες μέχρι σήμερα;» «Απλά κοιτούσα κι άκουγα. Κοιτούσα, άκουγα και μάθαινα». «Λοιπόν, Κλαφ, έχεις επίσης οκτώ συμβόλαια να εξετάσεις». [28]
«Τι; Ο Ρέβι μού άφησε οκτώ σκατοσυμβόλαια;» «Ακριβώς», λέει χαμογελώντας ο Μπόλτον. «Μάλιστα, το ένα είναι του κυρίου Τζον Τζάιλς». Πλέον, όλοι έχουν καθίσει ο Κάσινς, ο Ρόμπερτς, ο Σάιμον κι ο Γούντγουορντ. Ο Γούντγουορντ γέρνει προς το μέρος μου, λέγοντας: «Υπά - ρχει κάτι που πρέπει να μάθεις για τον Τζάιλς» «Τι τρέχει μ αυτόν;» «Ήθελε τη δουλειά σου. Και ο Ρέβι του είπε ότι θα την έπαιρνε». «Αλήθεια, ε;» «Πολύ πάνω από τις δυνατότητές του», συγκατανεύει ο Γούντγουορντ. «Γιατί δεν του τη δώσατε;» τον ρωτάω. «Έκανε καλή δουλειά με τον Ιρλανδό». «Δεν θα το δεχόταν ο Μπρέμνερ», λέει ο Κάσινς. «Νόμιζα ότι ήταν φιλαράκια. Κώλος και βρακί που λέμε». Κουνάνε όλοι τα κεφάλια τους. Ο Κάσινς, ο Ρόμπερτς, ο Σάιμον κι ο Γούντγουορντ. «Λοιπόν, ξέρεις τι λένε για την τιμή και τους κλέφτες, αυτό το μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια», γελάει ο Μπόλτον. «Ο Μπρέμνερ είναι ο αρχηγός της ομάδας», λέει ο Κάσινς. «Αναμφίβολα έχει τις δικές του φιλοδοξίες». Βάζω μόνος μου άλλο ένα μπράντι. Στρέφομαι προς το τραπέζι. Καθαρίζω τον λαιμό μου. Υψώνω το ποτήρι μου: «Στην υγειά των αναθεματισμένων ευτυχισμένων οικογενειών, λοιπόν». [29]
Αυτή είναι η τελευταία φορά που θα σκοράρεις. Σεπτέμβριος 1964. Δεκαοκτώ μήνες από το τελευταίο σου γκολ. Η Σάντερλαντ είναι τώρα στην πρώτη κατηγορία. Εντός έδρας με τη Λιντς. Περνάς την μπάλα ανάμεσα από τα πόδια του Τζάκι Τσάρλτον και σκοράρεις. Το μοναδικό γκολ της καριέρας σου στην πρώτη κατηγορία. Το τελευταίο γκολ που θα βάλεις. Η σβελτάδα σου χάθηκε. Δεν μπορείς να στρίψεις. Τέλειωσε. Η αυλαία έπεσε. Είσαι είκοσι εννιά χρονών κι έχεις σκοράρει 251 γκολ σε 274 παιχνίδια πρωταθλήματος για λογαριασμό της Μίντλεσμπρο και της Σάντερλαντ. Ένα ρεκόρ. Ένα σκατορεκόρ στη δεύτερη κατηγορία. Δύο κύπελλα Αγγλίας. Στη γαμημένη δεύτερη κατηγορία. Όμως, τέλειωσε. Τέλειωσε και το ξέρεις. Τέρμα τα πρωταθλήματα. Τέρμα τα κύπελλα. Κανένα ευρωπαϊκό. Το βουητό του πλήθους και η σφυρίχτρα. Το χειροκρότημα και οι εκδηλώσεις λατρείας. Τέλειωσαν για πάντα. Το δεύτερο καλύτερο. Για πάντα. Η ομάδα της Σάντερλαντ παίρνει 40.000 λίρες από την ασφάλεια ως αποζημίωση για τον τραυματισμό σου. Εσύ παίρνεις 1.500 λίρες και την ίδια στιγμή σε απολύουν από τη θέση του προπονητή της ομάδας νέων. Έχεις μια σύζυγο. Δυο γιους. Καμιά δουλειά. Τίποτα για να πιαστείς. Αυτό ήταν το δώρο σου για τα Χριστούγεννα το 1962. Τέλειωσες. Ξοφλημένος και ξεβρασμένος πριν την ώρα σου. Όμως ποτέ δεν θα ανοίξεις μια παμπ. Ποτέ δεν θα σου ανήκει ένα περίπτερο. Το αντίθετο, θα κοιτάξεις να πάρεις την εκδίκησή σου. Γι αυτό θα ζεις. Να εκδικηθείς για τη ζωή που σου στέρησαν. Η εκδίκηση θα γίνει σκοπός της ζωής σου. [30]
Στα στούντιο της τηλεόρασης του Γιόρκσαϊρ γυρίζεται η αθλητική εκπομπή, που έχει ένα ειδικό αφιέρωμα: Ο Κλαφ έρχεται στη Λιντς. Ο Όστιν Μίτσελ φοράει ένα μπλε κοστούμι. Εγώ φοράω ακόμα το γκρι κοστούμι μου, αλλά έχω βάλει ένα μοβ πουκάμισο και μια διαφορετική γραβάτα. Πάντα να παίρνεις μαζί σου ένα επιπλέον πουκάμισο, τη δική σου κρέμα μαλλιών και τη δική σου οδοντόπαστα. Η τηλεόραση μου τα έχει μάθει αυτά. Ο Όστιν κοιτάζει στην κάμερα και λέει: «Αυτή την εβδομάδα καλωσορίζουμε τον Μπράιαν Κλαφ, τον νέο μάνατζερ της Λιντς Γιουνάιτεντ. Πώς θα ταιριάξει η ελευθεροστομία του με την ομάδα, και τι μπορεί να κάνει γι αυτή την ομάδα που έχει κερδίσει σχεδόν τα πάντα;» «Η Λιντς Γιουνάιτεντ ήταν πρωταθλήτρια», λέω στον Όστιν και σε κάθε σπιτικό του Γιόρκσαϊρ. «Όμως, δεν ήταν καλή, με την έννοια ότι θα μπορούσε να έχει στεφθεί πρωταθλήτρια με καλύτερο τρόπο, να έχει αγαπηθεί λίγο περισσότερο, να έχει παίξει καλύτερη μπάλα. Κι αυτό ακριβώς θέλω να αλλάξω. Θέλω να φέρω περισσότερη ζεστασιά και τιμιότητα σε αυτή την ομάδα. Να φέρω κάτι από μένα στην οργάνωσή της». «Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να περιμένουμε λίγο περισσότερη ζεστασιά, λίγο περισσότερη τιμιότητα και λίγο περισσότερο Μπράιαν Κλαφ από τους πρωταθλητές», επαναλαμβάνει ο Μίτσελ. «Στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο Μπράιαν Κλαφ», του λέω. «Πολύ περισσότερο». «Και με την ελπίδα να κερδίσουμε ακόμα περισσότερα κύπελλα κι άλλον έναν τίτλο;» [31]
«Και να τον κερδίσουμε καλύτερα, Όστιν», του απαντώ. «Μπορώ να τον κερδίσω καλύτερα. Απλά πρόσεξέ με». «Και η οργάνωση της Λιντς; Τα μυθικά στελέχη και το επιτελείο του πίσω δωματίου; Η κληρονομιά του Ντον;» «Λοιπόν, ένα πράγμα θα σου πω. Όταν μπήκα στο γραφείο, έτρεμα στην ιδέα ότι θα αντικρίσω εκείνο το αναθεματισμένο, το τυχερό του κοστούμι. Ξέρεις, εκείνο που είχε για δεκατρία χρόνια. Σκεφτόμουν ότι αν το βρω εκεί, θα το πετάξω κατευθείαν στον σκουπιδοτενεκέ, όχι μόνο γιατί θα έχει παλιώσει, αλλά και γιατί θα μυρίζει» «Δηλαδή Μπράιαν, δεν είσαι ένας προληπτικός άνθρωπος;» «Όχι, Όστιν, δεν είμαι. Είμαι σοσιαλιστής». [32]