Γιῶργος Πύργαρης Γιῶργος Πρίμπας Γιάννης Τόλιας Γιῶργος Ἀλισάνογλου Θεοδόσης Βολκὼφ Νίκος Σφαμένος Μαρία Ἀνδρεαδέλλη Ἰάκωβος Γαριβάλδης Ν.Γ. Λυκομῆτρος Βαγγέλης Κυριακὸς Διονυσία Ντάλιου Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ἒτος 1 ο - Ἀνθολογία
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ἒτος 1 ο - Ἀνθολογία Σεπτέμβριος 2011 Συγκεντρωτικὴ ἒκδοση τῶν τευχῶν 1 10 τοῦ μηνιαίου ψηφιακοῦ περιοδικοῦ «Λογοτεχνικά Σημειώματα» (ISSN: 1792 4189). Συντακτικὴ ἐπιμέλεια: Θοδωρὴς Βοριᾶς Ἠλεκτρονικὴ δ/νση: http://logotexnika-epikaira.blogspot.com e-mail: logotexnika.epikaira@gmail.com Ἐπιτρέπεται ἡ ἐλεύθερη διακίνηση στὸ διαδίκτυο. Οἱ συγγραφεῖς μερίμνησαν γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν κατοχύρωση τῶν πνευματικῶν δικαιωμάτων τῶν ἔργων τους.
1 Λίγα λόγια Τὰ «Λογοτεχνικὰ Σημειώματα», ἤδη κλείνουν τὸν πρῶτο χρόνο παρουσίας τους στὸ διαδικτυακὸ χῶρο. Ξεκίνησαν νὰ κυκλοφοροῦν σὲ μορφὴ pdf ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2010 καὶ ἀποστέλλονται κάθε μήνα μέσω τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου σὲ περίπου 1000 ἀποδέκτες. Ἐπίσης, βρίσκεται δωρεάν διαθέσιμο καὶ μόνιμα αναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα http://www.ebooks4greeks.gr. Τὸ ψηφιακὸ περιοδικὸ «Λογοτεχνικὰ Σημειώματα» ἀποτελεῖ ἄλλη μία δραστηριότητα, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν παράλληλων δράσεων τῆς ἰστοσελίδας «Λογοτεχνικὰ Ἐπίκαιρα» http://logotexnika-epikaira. blogspot.com ποὺ ἐξελίχθηκε τελικὰ σὲ ἕναν ἐλεύθερο χῶρο δημιουργίας καὶ ἔμπρακτης ἀντίστασης κατὰ τῆς ἐμπορευματοποίησης τῆς Τέχνης, σὲ ἕναν χῶρο ποὺ ἡ ἔννοια κερδοσκοπία εἶναι ἀνύπαρκτη. Στὰ τεύχη τῶν 8σέλιδων ἀφιερωμάτων φιλοξενήθηκαν ἐπὶ τὸ πλεῖστον λογοτέχνες ποὺ δραστηριοποιοῦνται τὰ τελευταῖα χρόνια στὶς λογοτεχνικὲς κοινότητες τοῦ διαδικτύου, διαθέτοντας ἐλεύθερα τὰ ἔργα τους. Στὰ πρῶτα 12 τεύχη τοῦ περιοδικοῦ πρόσφεραν τὰ ἔργα τους, μὲ τὴ σειρὰ δημοσιεύσεώς τους, οἱ: Γιῶργος Πύργαρης, Γιῶργος Πρίμπας, Γιάννης Τόλιας, Γιῶργος Ἀλισάνογλου, Θεοδόσης Βολκώφ, Νίκος Σφαμένος, Μαρία Ἀνδρεαδέλλη, Ἰάκωβος Γαριβάλδης, Ν. Γ. Λυκομῆτρος, Βαγγέλης Κυριακός, Διονυσία Ντάλιου καὶ ἡ Χριστιάνα Ἀβρααμίδου. «Λογοτεχνικὰ Σημειώματα»
Γιῶργος Πύργαρης ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα «Ὁ Ἀμάραντος» ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Σεπτέμβριος 2010 1
4 Γιῶργος Πύργαρης Οἱ μέλισσες Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συναρπαστικὰ γεγονότα στὴν ἰστορία τοῦ χωριοῦ Ἀμάραντος, γεγονὸς ποὺ ἡ ἀρχή του χάνεται κι αὐτὴ στὰ βάθη τοῦ χρόνου καὶ συνεχίζεται, ἔτσι ποὺ οἱ κάτοικοι ἐξοικειωμένοι μαζί του νὰ μὴν τὸ λογαριάζουν πιὰ σὰν ἀξιοπερίεργο, εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῶν μελισσῶν. Γίνεται κάθε χρόνο στὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ. Τὸ τεράστιο σμῆνος ἔρχεται συνήθως κάποιο μεσημέρι, τὴν ὤρα ποὺ τὸ χωριὸ βουλιάζει σὲ μιὰ ἀποπνικτικὴ νωθρότητα. Ἔρχεται τὴν ὤρα ποὺ οἱ ἄντρες, ἔχοντας παρατήσει τὶς ἐφημερίδες ἀνοιχτὲς στὸ πάτωμα, ροχαλίζουν ἱδρωμένοι καὶ οἱ γυναῖκες, φορώντας γυαλιστερὰ κομπινεζόν, τριγυρίζουν στὸ σπίτι, σκοτώνοντας μαζὶ μὲ τὶς μύγες τὴν ἀνία καὶ τὶς ἐρωτικές τους ὀρέξεις. Ἔρχεται πάνω στὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ τὸ σκᾶνε ἀπ τὰ παράθυρα καὶ βρίσκονται στὶς σκιὲς νὰ μαστορεύουν παιχνίδια ἢ νὰ παίζουν τοὺς γιατρούς, τσιμπώντας τ ἀγόρια ἀπαλὰ μὲ ξυλαράκια τοὺς πισινοὺς τῶν κοριτσιῶν.
5 Ἔρχεται πάντα ἀπὸ τὰ δυτικά, σὰ βουὴ ποὺ ὁλοένα δυναμώνει. Ἔπειτα ὁ ἤλιος κρύβεται σὰ σὲ ἔκλειψη, ἀπὸ τὸ τεράστιο σύννεφο μελισσῶν, ποὺ πέφτει πάνω στὸ χωριὸ σὰ ζωντανὴ καταιγίδα. Τὰ παιδιὰ παρατοῦν τὰ παιχνίδια καὶ κοιτοῦν ἐκστατικὰ τὴν παράξενη αὐτὴ βροχὴ ποὺ πέφτει παντοῦ, ἀκόμη καὶ πάνω τους, χωρὶς ὡστόσο νὰ τὰ πειράζει. Ὅταν τελικὰ πέφτουν ὅλες κι ὁ ἥλιος ἐμφανίζεται ξανὰ μεγαλόπρεπος στὸ κέντρο τοῦ οὐρανοῦ, ὁλόκληρο τὸ χωριὸ βρίσκεται σκεπασμένο ἀπὸ ἕνα στρῶμα μελισσῶν, ποὺ σαλεύει σὰν ἀπάνεμη θάλασσα. Μετὰ ἀπὸ λίγη ὤρα ξεκούρασης, οἱ χιλιάδες διασκορπισμένες βασίλισσες, δίνουν τὸ σύνθημα καὶ ἡ θάλασσα σηκώνεται κατὰ πελώρια κύματα, σχηματίζοντας τελικὰ σμάρια, ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ φανταστεῖ. Σὲ κουφάλες δέντρων, σὲ κλαδιά, σὲ πολυθρόνες καὶ καρέκλες, στὶς ἄκρες κεραμιδιῶν καὶ ταρατσῶν, σὲ κάγκελα, σὲ καλώδια, σὲ κολῶνες, ἀκόμα καὶ σὲ μετασχηματιστές. Μένουν στὸ χωριὸ ὅλο τὸ καλοκαίρι. Δουλεύουν πυρετωδῶς ἀπ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, στὰ θυμάρια, τὰ λουλούδια, τὰ σπαρτά. Γονιμοποιοῦν τὰ ἄνθη ποὺ γεμίζουν καρποὺς καὶ προσθέτουν μὲ τὸ βουητό τους μιὰ μουσικὴ ὑπόκρουση ποὺ ἐξατμίζεται στὴν ἀτμόσφαιρα σὰν ὑδρατμός. Πολὺ γρήγορα, οἱ κάτοικοι παρατοῦν τὶς ἄλλες δουλειὲς καὶ φέρνουν σκάλες νὰ σκαρφαλώσουν μὲ καπνοὺς καὶ φυσερὰ στὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη γιὰ νὰ μαζέψουν τὶς παραγεμισμένες κερῆθρες ποὺ στάζουν μέλι.
6 Ἔπειτα τὰ σπίτια παίρνουν φωτιὰ ἀπὸ τὴ δουλειά. Τὰ εἰδικὰ ἠλεκτρικὰ βαρέλια πολτοποίησης κερήθρας, δουλεύουν πυρετωδῶς. Οἱ ἄντρες, γυμνοὶ ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω, γυρίζουν ἱδρωμένοι τὶς χειρολαβὲς κι ἀπὸ τὰ στόμια τῶν βαρελιῶν στάζει σπινθηρίζοντας ἀρώματα τὸ μέλι. Οἱ γυναῖκες γεμίζουν εὐκίνητες τὰ γυάλινα δοχεῖα καὶ τὰ βάζουν στὴ γωνιὰ νὰ τὰ πουλήσουν. Κεῖνες τὶς ὧρες, μονάχα τὰ παιδιὰ γυροφέρνουν ξέγνοιαστα, μασουλώντας σὰ μηρυκαστικὰ, ζουμερὰ κομμάτια κερήθρας καὶ κοιτάζουν ν ἀπολαύσουν ὅσο γίνεται αὐτὲς τὶς στιγμές, γιατὶ ξέρουν πὼς τὶς ἑπόμενες ὦρες, θὰ ξαγρυπνήσουν ἀπ τὸν πονόδοντο. Μετὰ ἀρχίζει ἡ γιορτή. Κρατάει ἀκριβῶς μιὰ βδομάδα κι ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα, κόσμος συρρέει ἀπὸ παντοῦ, ν ἀγοράσει αὐτὸ τὸ ξακουστὸ μέλι, ποὺ λένε πὼς εἶναι μαγικό. Ἐκατοντάδες αὐτοκίνητα καταφθάνουν κορνάροντας ἀπ τὸ πρωὶ κι ἕνα πολύχρωμο πλῆθος κρατώντας φωτογραφικὲς μηχανές, ξεχύνεται στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ κατευθύνεται στὴν κεντρικὴ πλατεία. Ἐκεῖ, ὁ δήμαρχος, ἀνεβασμένος πάνω σ ἕνα σωρὸ ἀπὸ κυψέλες γεμάτες μέλισσες, ποὺ οἱ κάτοικοι ἔχουν φροντίσει ἀπὸ πρὶν νὰ φυλακίσουν, καλωσορίζει τὸν κόσμο ποὺ στριμώχνεται μπροστά του καὶ δίνει τὸ σύνθημα τῆς ἔναρξης τῆς μεγάλης γιορτῆς, τὴ στιγμὴ ποὺ χιλιάδες μπαλόνια καὶ λευκὰ περιστέρια ἀπελευθερώνονται στὸν γαλανὸ οὐρανό. Ξεφυτρώνουν τότε μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, διάφοροι νέοι, κρατώντας ξύλινα ρόπαλα κι ἀρχίζουν νὰ χτυποῦν μὲ δύναμη τὶς
7 κυψέλες, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐκνευρίσουν τὶς μέλισσες ποὺ βρίσκονται μέσα. Ξαφνικὰ ἀνοίγουν τὰ πορτάκια τῶν κυψελῶν καὶ τὶς ἀπελευθερώνουν καὶ τότε τὸ πλῆθος, μὲ πρώτους τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς ἀνάπηρους, πέφτει πάνω στὰ ἔντομα ποὺ στὸν πανικό τους, ἀρχίζουν νὰ τσιμποῦν ὅποιον βροῦν. Κι ὅλα αὐτά, γιατὶ τὸ τσίμπημα αὐτὸ τὸ θεωροῦν σὰ θαῦμα. Λένε πὼς γιατρεύει τὶς ἀρρώστιες, παρατείνει τὴ ζωὴ καὶ προσθέτει σ ἐκεῖνον ποὺ τὸ κεντρὶ βρίσκεται μέσα του μιὰ παράξενη ἀφροδισιακὴ ζωτικότητα. Ἔπειτα, μέσα στὴ χαρακτηριστικὴ μυρωδιὰ ἀμμωνίας ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ περισσότεροι γιὰ νὰ ἁπαλύνουν τὸν πόνο τοῦ τσιμπήματος καὶ ἐνῶ οἱ γιατροὶ ποὺ παρευρίσκονται κάνουν ἐνέσεις κορτιζόνης σὲ ὄσους παθαὶνουν ἀλλεργικὸ σόκ, οἱ ὑπόλοιποι διαχέονται στοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ σὰν παχύρευστο ὑγρό. Ἀγοράζουν μέλι κι ἀναμνηστικὰ ἀπὸ τοὺς πάγκους ποὺ ἔχουν στήσει μπροστὰ ἀπ τὶς ἐξώπορτες οἱ νοικοκυρὲς καὶ πληρώνουν ὅσο ὅσο γιὰ ἕνα δωμάτιο, ἂς εἶναι καὶ μιὰ τρύπα, γιὰ νὰ καταλύσουν. Οἱ πιὸ ἄτυχοι, ποὺ συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ οἱ πιὸ φτωχοί, κατευθύνονται στὰ ριζὰ τοῦ βουνοῦ καὶ καταλύουν κατὰ παρέες δίπλα ἀπ τὰ θυμάρια, κάτω ἀπ τὸν παχὺ ἴσκιο θεόρατων πουρναριῶν. Σὲ λίγο οἱ ταβέρνες καὶ τὰ μαγαζιὰ γεμίζουν μὲ κόσμο καὶ οἱ ἰδιοκτῆτες τρίβουν τὰ χέρια ἀπὸ ἱκανοποίηση καὶ πηγαινοέρχονται
8 κεφάτοι, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν παραμικρὴ ἀπαίτηση καὶ ἐπιθυμία τῶν πελατῶν. Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα οἱ ὀρχήστρες ἀρχίζουν νὰ δοκιμάζουν τὰ ὄργανα καὶ σὲ λίγο ἠλεκτρικοὶ ἦχοι ξεχύνονται ἀπὸ παντοῦ. Τὰ νεανικὰ στέκια, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ προχειροφτιαγμένα καλοκαιρινὰ περίπτερα μὲ ξύλα καὶ καλάμια, γεμίζουν γρήγορα. Οἱ θαμῶνες στέκουν ὄρθιοι καὶ στριμωγμένοι, πίνοντας διάφορα ποτά, προσπαθώντας νὰ συζητήσουν γλαρωμένοι κάτω ἀπ τὸ ἔλεος μιᾶς μουσικῆς στὴ διαπασών. Εἶναι ἡ ὤρα ποὺ φυσαλίδες ξεφυτρώνουν ξαφνικὰ ἀπὸ τοὺς πόρους τῆς γῆς. Ὑψώνονται καὶ μεγαλώνουν ἀργὰ σὰ σαπουνόφουσκες καὶ αἰωροῦνται γύρω ἀπ τὰ κεφάλια τῶν θαμώνων ποὺ ἁπλώνουν τὶς παλάμες νὰ τὶς πιάσουν κι ἐκεῖνες σκᾶνε, ἀπελευθερώνοντας ἀπὸ μέσα τους τὰ σκανταλιάρικα βάχια, κάτι μικροσκοπικὰ χρωματιστὰ πουλιὰ μὲ μεγάλες οὐρές, ποὺ ἀρχίζουν νὰ φτεροκοποῦν ἀδιάκοπα μέσα στὸν κόσμο. Ἡ δουλειά τους δὲν εἶναι ἄλλη, ἀπὸ τὸ νὰ συνταιριάζουν τοὺς ἐραστὲς τῆς κάθε νύχτας. Κινοῦνται ἀστραπιαία ἀπὸ τὸ μέτωπο τοῦ ἑνὸς στοῦ ἄλλου γιὰ νὰ δείξουν τὶς ἐπιλογές τους κι ἃς εἶναι μέχρι τότε οἱ ὑποψήφιοι ἐραστὲς ἐντελῶς ἄγνωστοι μεταξύ τους. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ βάχια θὰ χορέψουν στὰ μέτωπά τους, εἶναι ἐντελῶς ἀνώφελο νὰ συγκεντρωθοῦν σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο. Λούζονται καὶ οἱ δύο μ ἕνα παράξενο μυστηριακὸ φῶς καὶ αἰσθάνονται μεταξύ τους μιὰ ἀκατανίκητη ἐρωτικὴ ἕλξη.
9 Ἀρχίζουν νὰ κοιτάζονται ἐπίμονα, προσπαθώντας νὰ βροῦν χίλιους δυὸ τρόπους νὰ ζυγώσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ν ἀγγιχτοῦν. Στὴν ἀρχὴ ἀπαλά, ἀδιόρατα μὰ στὴ συνέχεια ὅλο καὶ πιὸ ἀπροκάλυπτα ἀφοῦ τοὺς διευκολύνει σὲ αὐτὸ ἡ πολυκοσμία. Καταλήγουν ὁπουδήποτε, τυφλωμένοι ἀπὸ τρελὸ πάθος, ἀκόμη καὶ στὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ. Κάνουν ἔρωτα σχεδὸν στὰ ὄρθια χωρὶς νὰ βγάλουν ροῦχα, ἀδιαφορώντας γιὰ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ διασκορπίζονται γύρω σὰν ὁλοφώτεινες σπίθες. Καὶ δὲν εἶναι λίγες οἱ φορές, ποὺ οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, βγαίνουν στὰ μπαλκόνια μὲ τὰ σώβρακα καὶ πυροβολοῦν τὰ καταραμένα αὐτὰ βάχια, ποὺ πετᾶνε στὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς ἀναστατώνουν τὴ ζωή. Εἶναι τόσο σκανταλιάρικα, ποὺ πολλὲς φορές, λὲς καὶ τὸ κάνουν ἐπίτηδες, καταλήγουν σὲ ἀνάρμοστες ἐπιλογές. Ἀκόμη καὶ ἄντρες ἔχουν δεῖ οἱ κάτοικοι νὰ φιλιοῦνται μεταξὺ τους στοὺς δρόμους καὶ νὰ κάνουν τὰ αἴσχη. Καὶ γυναῖκες ἀκόμη. Καὶ μπορεῖ στοὺς κατοίκους νὰ ἀρέσει τὸ χρῆμα τῶν ἐπισκεπτῶν, μὰ ὅλα ἔχουν ἕνα ὅριο καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀνέχονται κάτω ἀπ τὰ λευκὰ παράθυρά τους, τέτοιες ἀνωμαλίες. Τὰ σκάγια ἀπὸ τὰ δίκαννα ὅμως, δὲ σταματοῦν μὲ τίποτα οὔτε τὰ βάχια, οὔτε τοὺς ἐραστές. Στὴν τελευταία γιορτὴ μάλιστα, συνέβη κάτι ποὺ γράφτηκε μὲ μελανὰ χρώματα στὴν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ χωριοῦ. Ἡ πανέμορφη Ἀπελίνα, γυναίκα τοῦ Μαρωνίτη, πλοῦσιου ἰδιοκτήτη συσκευαστηρίου μαρμελάδας, μία καθ ὅλα καθὼς πρέπει μέχρι
10 τότε, σύζυγος καὶ μητέρα, ἔπεσε θύμα τῶν θρασύτατων ἐκείνων πουλιῶν. Θάταν περασμένες δύο τὴ νύχτα, στὴ μέση περίπου τῆς γιορτινῆς ἐβδομάδας κι ἐνῶ ἀπολάμβανε ἤσυχα σὲ κάποιο στέκι τὸ ποτὸ μὲ τὶς φίλες της, ἕνα βάχι ἦρθε ξαφνικὰ στὸ μέτωπό της. Τόσο ξαφνικὰ ποὺ ἀνατρίχιασε. Εἶχε πολλὰ πολλὰ χρόνια νὰ τῆς ἔρθει στὸ μέτωπο βάχι. Ἀπὸ τότε ποὺ γνώρισε καὶ παντρεύτηκε τὸν ἄντρα της. Μὰ σὰ νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, τὸ πουλὶ ἀφοῦ χόρεψε γιὰ λίγα δευτερόλεπτα στὸ μέτωπό της ἀγγίζοντάς την συνάμα μὲ τὴν πολύχρωμη μακριὰ οὐρά του, ἔφυγε μετὰ ἀστραπιαία καὶ χόρεψε φτεροκοπώντας στὰ μέτωπα ὄχι ἑνός, μὰ δύο ἄγνωστων ἀντρῶν! Κάθονταν ὄρθιοι στὴν ἄκρη τοῦ πάγκου. Τὸ βάχι ἐπέστρεψε ξαφνικὰ στὸ μέτωπό της καὶ οἱ ἄντρες τῆς χαμογέλασαν. Ἄρχισε νὰ κλονίζεται. Προσπάθησε νὰ πείσει τὸν ἑαυτό της πὼς τὸ πουλὶ κάνει λάθος, πὼς δὲν ἁρμόζουν οὔτε σὰ σκέψη σ αὐτὴν τέτοια πράγματα. Τοῦ κάκου. Τὸ βάχι πηγαινοερχόταν ἀνένδοτο μιὰ στὸ μέτωπό της, μιὰ στὰ μέτωπα τῶν δυὸ ἀντρῶν. Αἰσθάνθηκε μία ἀφόρητη ἐρωτικὴ δίψα καὶ γιὰ τοὺς δύο. Δὲν κατόρθωσε νὰ μὴν ἀνταποδώσει τὸ χαμόγελό τους. Ἦταν σὰ νὰ εἶχε πέσει σ ἕνα ὁρμητικὸ ποτάμι ποὺ τὴν παράσερνε στὸ ἄγνωστο, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ. Οὔτε νὰ βγεῖ στὴν ὄχθη. Ἦταν μάταιη κάθε ἀντίσταση. Μία γλυκιὰ ζαλάδα εἶχε ἁπλωθεῖ σὲ ὅλο της τὸ κορμὶ σὰ μέθη. Προσποιήθηκε στὶς φίλες της πὼς ἔχει πονοκέφαλο. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε κοίταξε μὲ νόημα τοὺς ἄντρες. Λίγο ἀργότερα, ἐκεῖνοι τὴν ἀκολούθησαν.
11 Μισὴ ὤρα ἀργότερα, ὁ Μαρωνίτης τὴν βρήκε στὸν κῆπο τῆς ἐκκλησίας, μέσα σ ἕνα μικρὸ ξέφωτο ἀπὸ δάφνες. Εἶχε ἀκολουθήσει αὐτὴν τὴν ἰδιαίτερη μυρωδιά της, ποὺ μέχρι τότε γνώριζε μονάχα ἐκεῖνος, μὰ τώρα πλανιόταν στὸ νυχτερινὸ ἀέρα σὰ χρυσόσκονη δείχνοντάς του τὸ δρόμο. Τὴν βρῆκε ἐντελῶς γυμνή, νὰ δίνεται στοὺς δυὸ ἄντρες ἔτσι ὅπως δὲν εἶχε δοθεῖ ποτὲ σ ἐκεῖνον. Τὴν εἶδε νὰ κάνει ἀπίστευτα πράγματα. Γύρισε πρὸς τὴν ἐκκλησία, ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ὅρμησε οὐρλιάζοντας στὴν ἀπίστευτη περίπτυξη, μακελεύοντας τὰ πάντα σὲ λίγα δευτερόλεπτα μὲ μία κάμα ποὺ συνήθιζε νὰ κουβαλᾶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ συνέχεια μαζί του. Ὄπως ἦταν φυσικὸ μετὰ ἀπὸ τέτοιο κακό, ἠ γιορτὴ τῆς μέλισσας διακόπηκε στὴ μέση. Οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νὰ κυνηγοῦν καὶ νὰ χτυποῦν μὲ ὄ,τι ἔπιαναν στὸ χέρι ὅλους τοὺς ξένους ποὺ έτρεχαν πανικόβλητοι νὰ σωθοῦν. Μετὰ ἀπὸ ἕνα κυκλοφοριακὸ πανδαιμόνιο, στριγκλίσματα ἀπὸ σπιναρίσματα καὶ μυρωδιὰ ἄκαυτης βενζίνης, τὸ χωριὸ ἄδειασε ἐντελῶς. Οἱ ντόπιοι μόνο παρακολούθησαν σιωπηλοὶ τὴν ἀναπαράσταση στὸν τόπο τοῦ ἐγκλήματος καὶ ἀφοῦ στὸ τέλος ἐπευφήμησαν καὶ χειροκρότησαν τὸν Μαρωνίτη, κλείστηκαν στὰ σπίτια, κουτσομπολεύοντας ψιθυριστὰ τὸ γεγονός..
12 Γιῶργος Πύργαρης Ὁ Γιῶργος Πύργαρης (1965) γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Καλλιθέα Θήβας. Σπούδασε στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Οἰκονομικὲς Ἐπιστὴμες. Εἴναι παντρεμενος κι ἔχει δύο παιδιά. Μὲ τὴ λογοτεχνία ἀσχολεῖται ἀπὸ τὸ 1984. Ποιήματα καὶ πεζά του ἔχουν δημοσιευθεῖ στὸ διαδίκτυο καὶ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ ὅπως «Ἀνατολικός» καὶ «Ρωγμές». Διατηρεῖ blog μὲ ἔργα του στὸ διαδίκτυο: http://pirgaris. blogspot.com Μέχρι σήμερα ἔχει ἐκδώσει ἰδιωτικὰ: τὸ 2003 τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Μαθητεία» καὶ τὸ 2010 τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα «Ὁπλαρχηγὸς Ἀθανασιος Σκουρτανιώτης - Τὸ ἄγνωστο ὁλοκαύτωμα».
Γιῶργος Πρίμπας ΚΑΘΩΣ Ποιήματα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ὀκτώβριος 2010 2
14 Γιῶργος Πρίμπας Καθὼς Πορεύεται ἡ ἀκινησία στὴ δύση της Ἡ σελήνη καθώς, σ ἀνατολή, πορεύεται. Γεννιέται ἡ σύζευξη στὸ στίχο της Τὸ πόνημα καθώς, μ ὠδίνες, γεννιέται. Πίνεται ἡ μέθη στὴν ὑγειά της Ὁ οἶνος καθώς, ἐν εὐθυμίᾳ, πίνεται.
15 Πάλλεται ἡ ψυχὴ στὴ λύτρωσή της Τὸ κορμὶ καθώς, ἀπὸ ἔρωτα, πάλλεται. Φύεται ἡ ζωὴ στὸν κύκλο της Ὁ σπόρος καθώς, στὸν ὑφήλιο κόσμο, φύεται. Καίγεται ἡ μετάβασή μας στὸ ἐπερχόμενο Τὸ κυπαρίσσι καθώς, μὲ πρόθεση, καίγεται.
16 Μετουσιώνεται ἡ γραφὴ σὲ ἄκουσμα Ὁ πιανίστας καθώς, σὲ δημιουργό, μετουσιώνεται. Δίνεται χῶρος στὴν ἐλπίδα Ἡ ἀγάπη καθώς, ἀν-ανερμάτιστα δίνεται. Προτάσσεται ἡ ἀντίθεση στὴν ἐξ-ουσία Ὁ πόθος καθώς, γιὰ ζωή, προτάσσεται.
17 Φυλάσσεται ἀπέθαντη ἡ μνήμη τῶν στιγμῶν Ἕνα γράμμα καθώς, μὲ ἱερότητα, φυλάσσεται. Διαμορφώνεται στὸ νοῦ τὸ ποίημα Ἡ ἐντύπωσή του καθώς, ἀπὸ τὴ φαντασία, διαμορφώνεται. Ἀποδομεῖται τὸ ἀν-αυθύπαρκτο τοῦ κόσμου Τὸ σκοπούμενο καθώς, ἐντός μου, ἀποδομεῖται.
18 Κρούεται τὸ χοροστάσι ἐν χορῷ Τὸ ταμποῦρο καθώς, μὲ ρυθμὸ καὶ πάθος, κρούεται. Ξεβράζεται τὸ ποίημα στὸ χαρτὶ Τὸ ἐκτὸς καθώς, ἀπὸ ἐντός, ξεβράζεται. Τρέφεται ὁ λύκος ἀπὸ τὸ ζαρκάδι Ἕνα ὄρνιο καθώς, ἀπὸ πτῶμα λύκου, τρέφεται.
19 Παίζεται τὸ παιχνίδι στὶς ματιὲς Τοῦ ἔρωτα καθώς, τὸ ποθούμενο, παίζεται. Ἐκλέγεται τῶν ἀποφάσεων ἡ ἐλεημοσύνη Τῶν κοινῶν καθώς, ἡ ἀντιπροσώπευση, ἐκλέγεται. Χάνεται τῶν ἐπιμέρους ἡ ζωὴ Στὴν οἴησή του καθώς, ὁ ἄνθρωπος, χάνεται.
20 Προσεγγίζεται τὸ γίγνεσθαι τοῦ κόσμου Ἀπὸ τὴ φαντασία καθώς, ὁ λόγος, προσεγγίζεται. Διαβρέχεται τοῦ ἀγρότη τὸ μειδίαμα Τῆς γῆς καθώς, τὸ χῶμα, διαβρέχεται. Ὑποδύεται ἑαυτοὺς κι ἑαυτὸν Τὸ ρόλο του καθώς, ὁ ἠθοποιός, ὑποδύεται.
21 Διασχίζεται ἀπὸ μιὰ ἔξαρση ζωῆς Ἡ ἔρημος καθώς, ἀπὸ τὸν ποταμό, διασχίζεται. Ἀγγίζεται τῶν αἰσθήσεων τὸ ξύπνημα Τῆς ἐρωμένης καθώς, τὸ κορμί, ἀγγίζεται. Ἀκούγεται μιᾶς κιθάρας ἡ μελωδία Μιᾶς μπαλάντας καθώς, τὸ ἱστόρημα, ἀκούγεται.
22 Γιῶργος Πρίμπας Ὁ Γιῶργος Πρίμπας (1962) γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ ζεῖ μέχρι σήμερα. Σπούδασε φυσικὸς κι ἐργάζεται ὡς ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνία καὶ ἰδίως τὴν ποίηση καὶ τὸ θέατρο. Ἔχει ἐκδώσει, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἐνδυμίων, δύο συλλογές: «5+7+5, ἀκριβῶς ἢ περίπου Χάικου», τὸ 2007, μὲ ποιήματα χαϊκοὺ καὶ «Ἀποποίηση ἐπὶ Σκηνῆς», τὸ 2009, μὲ ποιήματα καὶ πέντε θεατρικὰ μονόπρακτα.
Γιάννης Τόλιας ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΜΟΥ Ποιήματα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Νοέμβριος 2010 3
24 Γιάννης Τόλιας Σκοτεινὴ θάλασσα τῆς πόρτας μου Εἰκόνες τῆς ἄνοιξης ποὺ ἐγὼ θὰ λείπω Σπᾶνε τὰ πρῶτα κύματα τῆς ἄνοιξης πάνω στοὺς κυματοθραῦστες τῶν ματιῶν σου. *** Τὰ στροφεῖα ἑνὸς σμήνους μελισσῶν μπλέκονται στὰ μαλλιά σου κι ἐσὺ ἀπρόθυμα νὰ διώχνεις τὸ μελισσοφάγο τοῦ φιλιοῦ μου. ***
25 Ἀνθισμένο τοπίο διαίσθησης ἀπροστάτευτη στὴν ἐρημιὰ τῆς πόλης κι ἐγὼ νὰ παλεύω μὲ τοὺς χρησμοὺς καὶ τοὺς ἀνυποψίαστους. *** Σκάει ἀπρόσμενα στὰ χέρια σου ὁ ἐκρηκτικὸς μηχανισμὸς ἑνὸς ἄνθους κι ἐσὺ νὰ γελᾶς λαβωμένη ἀπὸ χρώματα κι ἀρώματα *** Στὰ ὑψίπεδα τοῦ ὀνείρου ἐσὺ τῶν βυθῶν ἐξόριστο κοχύλι ἐγὼ στὸ ὀρυκτὸ τῆς ἄνοιξης ζωγραφιστὸς τριλοβίτης Κι ὅμως συνομιλοῦμε.
26 Σφαγεῖο τοῦ ἀπογεύματος Στὸ θαλάσσιο σφαγεῖο τοῦ ἀπογεύματος θὰ σὲ βυθίσω ἀργὰ μέσα μου σὰν κοφτερὸ δαμασκηνὸ ἀτσάλι Κι ὅπως τὸ τεράστιο ἑρπετὸ τῆς μέρας θὰ ἀλλάζει τὸ δέρμα του Θὰ σὲ αἱμορραγῶ στὰ χρώματα τῆς δύσης.
27 Εὐλύπη Τῆς Εὐλύπης γιὰ τὰ διαμάντια τῶν δακρύων της. Θὰ τὴν τιμωρήσω ποὺ γέμισε ἁλμύρα τὰ μάτια σου Εἶπε θυμωμένη ἡ Νύχτα Καὶ μὲ ἕνα σπρώξιμο ἔριξε τὸ φεγγάρι κι ἔκαψε τὴ θάλασσα Χορὸς Ἡ μουσικὴ σὲ παραδίδει στὸ λαβύρινθο τοῦ ρυθμοῦ Κι ἐγὼ νὰ παραβγαίνω μὲ τὸ Μινώταυρο τῆς ὅρασης στὴ σφαγή.
28 Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τῆς Γάζας Ψηλὰ θὰ πετάξουμε τοὺς χαρταετούς μας στὸ χαρώνιο φλογισμένο οὐρανό μας Αἱμοστατικοὶ ἐπίδεσμοι ἀγάπης τῶν ὀνείρων καὶ τῆς ζωῆς νὰ σταματήσουν τὴν αἱμορραγία. Νήπιος τῆς ἁφῆς Ἀπὸ τὸ κορμί σου ξεκινάει ὁ χρόνος μου Νήπιος τῆς ἁφῆς διδάσκομαι τῶν ἀγγιγμάτων Προσανατολισμό.
29 Σκοτεινὴ θάλασσα τῆς πόρτας μου Τοῦ Δημήτρη Μουζάκη Ξυπνάω ἄνθρωπος μισὸς κι ἀνάβω τὸ πικρὸ τσιγάρο τοῦ καφὲ Ὁ ἄλλος μου κωλυσιεργεῖ στὸ ὄνειρο Σβήνει στὸ τζάμι τοῦ πρωινοῦ τὰ χρώματά της πρωθύστερη ἡ δύση Σκοτεινὴ θάλασσα τῆς πόρτας μου ἂν σὲ ἀνοίξω μόνος μου θὰ πνιγῶ.
30 Ἀμφίσημη τοῦ θαύματος Ἐσὺ Ὁ ἀντίλαλος αἰθρίας στὴν καταιγίδα τῆς μνήμης Ἡ πραγμάτωση τῶν μυστικῶν ἐπιθυμιῶν Τὸ αἰφνίδιο παρὸν στὴν ἀπουσία τῶν ἡμερῶν Εἶσαι Ὁ θανάσιμος τραυματισμὸς τῆς προσμονῆς Ἡ πλεύση ἀντίθετα στὴ ροὴ τῆς γαλήνης
31 Τὸ ἀληθινὸ ὄνειρο τῆς μέρας ποὺ ἀποστατεῖ στὴ νύχτα Ἀμφίσημη συνοδὸς τοῦ θαύματος. Γερνᾶμε ἄγνωστοι Σαράντα χρόνια περνᾶς κάτω ἀπὸ τὰ παράθυρά μου Ποτὲ δέ μοῦ εἶπες οὔτε μιὰ καλημέρα Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυό μας φταίει ποὺ γερνᾶμε ἄγνωστοι;
32 Γιάννης Τόλιας Ὁ Γιάννης Τόλιας (1956) γεννήθηκε στὴν Πάτρα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν ἴδια πόλη. Ἔργα του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ περιλαμβάνονται σὲ ἀνθολογίες. Γιὰ τὴ συλλογή του «Ὀνειρόδραμα» τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο ποίησης ἀπὸ τὴ Στέγη Καλῶν Τεχνῶν & Γραμμάτων γιὰ βιβλία ποὺ ἐκδόθηκαν τὸ 1984 στὴν ἐπαρχία. Ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ Ἀγγλικὰ καὶ στὰ Γαλλικά. Βιβλία του: Μὼβ Σημαία (1981) Ἀθήνα Ὀνειρόδραμα (1984), (Β ἔκδοση 2001) Περὶ τεχνῶν Ἐξίτηλος Χρόνος (1999) Ἀχαϊκὲς Ἐκδόσεις Ὁ Πειρασμὸς τῆς νοσταλγίας (2002) Πάτρα Ἁμαρτολόγιο (2007) Πάτρα Λυσίπονον (2008) Περὶ τεχνῶν
Γιῶργος Ἀλισάνογλου ΤΟ ΠΙΟΝΙ (Μοναδικὴ πράξη) Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ὁμότιτλο θεατρικὸ μονόλογο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Δεκέμβριος 2010 4
34 Γιῶργος Ἀλισάνογλου ΤΟ ΠΙΟΝΙ (Μοναδικὴ πράξη) ( ) ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΓΙΝΕ ἄλλη φορὰ αὐτὴ ἡ κίνηση. Ὅλες οἱ προηγούμενες ἕνα λάθος. Αὐτὴ ἡ νέα κίνηση ἔρχεται νὰ ἐπανορθώσει αὐτὸ τὸ λάθος. Ποτὲ καμιὰ κίνηση δὲν πραγματώθηκε μὲ τόση τελειότητα οὔτε ἡ ἴδια δὲν πιστεύει σ αὐτή της τὴν τελειότητα. Εἶναι μιὰ γῆ ποὺ πάνω της καρφωμένη μιὰ σημαία. Ταγμένη ἀμετακίνητα στὴν ἀκινησία αὐτὴ ἡ γῆ. Οὔτε ἄνεμος οὔτε θάλασσα ποτὲ τὴν ἐπισκέφθηκε. Μόνο ἡ σημαία ἀπὸ καλλίγραμμη ἐπιθυμία νὰ κυματίζει ἀβάπτιστη σὲ μιὰ ἄγνωστη γῆ ποὺ κερδήθηκε μὲ κόπους μὲ ὑπερβολικὲς μάχες Ἄφυλων ὄντων ἀπὸ κάποιο ξαφνικὸ φῶς πάντα ἐπιζοῦσε τοῦτο τὸ κομμάτι καὶ μετὰ σκοτάδι ὅλο ἐπανάληψη σκότους. Τὸ σκοτάδι νὰ ἐπαναλαμβάνεται ὡς σκοτάδι, νὰ πολλαπλασιάζει σκοτάδι ὡς σκοτάδι. Καμιὰ γλώσσα δὲ μιλήθηκε ἀκόμα ἐδῶ. Κι ὅ,τι εἰπώθηκε σὰν ἀναλαμπὴ μίσους ἀπὸ ἄγνωστο ὑλικὸ ἀδήλωτο στὸν κόσμο. Κι ὅμως αὐτὴ ἡ νέα κίνηση ἔρχεται χρόνια τώρα ὅλο ἔρχεται κι ὅλο τὴν περιμένουν- δίχως νὰ γνωρίζει κανεὶς ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποιὸς τὴν περιμένει. Λένε πὼς κάποιος προσπάθησε νὰ τὴν προσεγγίσει μὰ κάποιος ἀνονομάτιστος καὶ ἀφανής. Θὰ δηλωθεῖ στὰ μητρῶα ὡς ἡ Ἄφαντη κίνηση.
35 Μὰ δὲν γνωρίζουν ἀκόμη σὲ ποιὰ μητρώα θὰ καταγραφεῖ κι οὔτε ποιοὶ δὲν γνωρίζουν. Θὰ τὴν πάρουν ἀγκαλιὰ σὰν σῶμα παρθένο καὶ ἴσως νὰ τὴν πυρπολήσουν ἀμέσως. Θὰ μαζέψουν τὶς στάχτες της καὶ θὰ τὶς ἀναμείξουν μὲ νερὸ καὶ χῶμα. Κίνηση ἀπὸ πηλὸ νὰ τὴν ἀλείψουν πάνω στὰ σώματα ὅσων περιμένουν ὅμως σκοτάδι στὴν ἀναμονὴ καὶ δὲν ξεχωρίζουν ποιοὶ περιμένουν. Καὶ ἴσως κανένας νὰ μὴν περιμένει. Ποτὲ κανεὶς νὰ μὴν περίμενε. Μιὰ πρόστυχη προσφορὰ ὅπως τόσες ἄλλες στὸ παρελθόν. Κι ὅμως εἶπαν πὼς αὐτὴ ἡ νέα προσφορά αὐτὴ ἡ νέα κίνηση δὲν προορίζεται γιὰ ἀνθρώπους. Γιατὶ ὅλες οἱ κινήσεις ἔχουν διαπραχθεῖ ἀπ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μᾶλλον εἶναι ταγμένη γιὰ μετὰ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ ἀσώματες αὐθάδεις ἐκσπερματώσεις θανάτου. Ἑνὸς θανάτου ποὺ ἀκόμα δὲν ἔχει ὁριστεῖ ὡς συναίσθημα. Ἀσύνορο ποὺ κανένας δὲν ἔχει μπορεῖ νὰ προσφερθεῖ σὲ ὅλους. Ναί σὲ ὅλους προσφέρεται ὡς μιὰ μορφὴ ἐξαίσιας τέχνης ποὺ ἀποτάσσεται τὴ ζωή. Παρόλα αὐτὰ πηγάζει ἐκπηγάζει γυμνάζεται ἐκγυμνάζεται ὑποφέρει μὲ μιὰ ἀπόκοσμη ἐσωστρέφεια. Κανεὶς ποτὲ νὰ μὴν μάθει τὴν ἀμφίρροπη σχέση του μὲ τὴ ζωή- τὴν ἐνσωμάτωσή του σ αὐτήν. Κοντὰ στὴ Μαύρη Θάλασσα ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΣΙΝΟΡΗΣ. Τὴ σημαία ραμφίζουν ὁμοιώματα πουλιῶν. Ἐδῶ καὶ αἰῶνες ὁ στρατιώτης περιμένει σὰ σημαία αὐτὴ τὴν κίνηση βαστώντας στὸ χέρι τὸ ματοβαμμένο ξίφος στὸ κέντρο μιᾶς συμπαγοῦς κινήσεως τώρα ἀρχίζει: Ὅταν ἤμουν πέντε χρονῶν ἕνα πρωὶ μὲ πῆρε ὁ φίλος μου ὁ Δικαῖος ἀπ τὸ χέρι νὰ μὲ πάει περίπατο.
36 (Ὁ Δικαῖος εἶναι ὁ μετέπειτα Τρελός). Τὸν ρώτησα ποῦ πᾶμε καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Στὸ κενό». Στὸ κενό. Μάλιστα. Ὕστερα καθὼς προχωρούσαμε ξαφνικὰ συναντήσαμε μιὰ φίλη του τὴ ΣάΛυ. Τὴν ἕσφιξε πάνω του γερὰ καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα ρουφηχτὸ φιλὶ στὸν αὐχένα, πίσω ἀπὸ τὰ πιασμένα της μαλλιά. Ἡ γυναίκα ἄρχισε νὰ κλαίει. Τότε ὁ Δικαῖος τὴν φίλησε ξανὰ καὶ ξανὰ καὶ τῆς ἀπήγγειλε στίχους ποὺ μοῦ φάνηκαν σπουδαῖοι. Ἀργότερα κατάλαβα ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸν Ἄμλετ τοῦ Σαίξπηρ. Τότε δὲν ἤξερα τίποτα γι αὐτὸ ποὺ εἶχα δεῖ. Ὅμως ἕσφιξα γερὰ πολὺ γερὰ τὶς γροθιές μου ὥσπου ἔλιωσα θαρρῶ τὸ κενό. Κύλησε ὑγρὸ στὰ πόδια μου τὸ κενὸ ἢ μήπως εἶχα κατουρηθεῖ ἐπάνω μου- δὲ θυμᾶμαι. Ἦταν πάντως ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔνιωσα. Ἕναν ἐξαίσιο πόθο ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἔρωτα. Ναί. Ἦταν ὁ πρῶτος μου παιδικὸς ἔρωτας. Ἡ ΣάΛυ ἦταν μετέπειτα ἡ Βασίλισσα. «Ἔλα νὰ παίξουμε θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου». Μὲ κορόιδευε ὁ Δικαῖος κάθε φορὰ ποὺ ἤθελε νὰ παίξουμε σβόλους στὴ γειτονιά. Τὸ χάος! Μὴ μὲ κοιτάζετε ἔτσι. Ἔχουν περάσει χρόνια. Αἰῶνες ἀπὸ τότε. Μάχες. Ναί. Καὶ μάχες. Πολλὲς μάχες. Ὅλες οἱ μάχες ἀσέλγησαν πάνω μου. Τίποτα δὲν εἶχα νὰ μοιράσω μὲ κείνους τοὺς μικροὺς θανάτους ποὺ μὲ περιτριγύριζαν (ὤ! ἀκόμα τὸ κάνουν. Πιστέψτε με). Πολλὲς φορὲς τὶς φέρνω στὸ νοῦ μου καὶ πνίγομαι στὰ καπνογόνα στὶς μολότοφ καὶ στοὺς νεκροθάφτες. Ὕστερα βλέπω πέρα μακριὰ ἀπὸ τὸ παράθυρο τοὺς ἀγαπημένους μου νεκροὺς νὰ ἀναπαύονται ἥσυχα_ σίγουροι/ σίγουροι πὼς τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ξυπνήσει. Σπανίως σαλεύουν τὸ ἕνα τους μάτι ἐλάχιστα καὶ τότε βγαίνω ἔξω
37 νὰ τοὺς χαλαρώσω τὴ γραβάτα ἀπ τὸν λαιμό. (Βλέπετε καμιὰ φορὰ παρασφίγγει ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τότε αἰσθάνονται σχεδὸν πραγματικοὶ νεκροί). Ὤ, νεκρολογῶ τὸν ἐσπεραντισμὸ τῆς ὀντότητας. Τὸ μέλλον μου εἶναι μιὰ κέρινη σπηλιὰ γεμάτη αἷμα. Τὸ ξέρω. Σὰ νὰ τὸ ἔζησα πρόωρα. Γι αὐτὸ καὶ περνῶ τὶς νύχτες μου κρυφὰ καὶ ὅλο αὐτοαναιροῦμαι. Αὐτοαναιροῦμαι ξέροντας πὼς μὴ μπορώντας νὰ ἀποφύγω τὸ μέλλον μου θὰ συντριβῶ καὶ πάλι σὲ ἄγονες μάχες καὶ σὲ ἄσκοπες συναλλαγές. Θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ μιὰ ἐποχὴ πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ πλοκὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁποιαδήποτε καὶ νὰ ἐκτυλίσσεται ὁπουδήποτε. Ὅλες οἱ συνέπειες ἀνήκουν στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον ἀπ ὅπου προέρχομαι κι ἀπ ὅπου ἀπέρχομαι. Κι ὅλο λείπω ἀπ τὸ κορμί μου τελευταία. Καὶ ἀναιροῦμαι. Ὅ,τι ὑπῆρξα. Αὐτοαναιροῦμαι. Γιὰ ὅ,τι θὰ ὑπάρξω. Ἂν θὰ ὑπάρξω. Θὰ ξεχαστῶ. Προσεύχομαι νὰ ξεχαστῶ. Νὰ ἀναιρέσω ὅ,τι ὑπῆρξα. Νὰ ἀπουσιάσω κι ἀπ αὐτή μου τὴν ἀναίρεση ἐὰν ὑπῆρξα. Αὐτοαναιροῦμαι. Αὐτοαναιροῦμαι ὡς πιόνι -ἕνα ἄλλοθι εἶμαι πάντα ἀλλοῦ. Τόσο πολὺ αὐτοκυριαρχικὸ ἄλλοθι- ὅπως λήθη. Ἀνήκω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἐκεῖ μέσα- σὲ ἀσπρόμαυρη ζηλοφθονία. Κι ὅλο λέω νὰ μὴν ἀνήκω (πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸν Βασιλέα) Murde! Πίστη καὶ ἀφοσίωση- κι ὅλο καλπάζω πλάι σὲ Πύργους ἀπὸ πετρόχτιστη ἀ-λογία. Ἐρωτευμένος παντοτινὰ μὲ τὴν Βασίλισσα. Προσπαθώντας νὰ γίνω ἡ Βασίλισσα. Μὴν ξέροντας ποιὸς εἶμαι βαθιὰ κομμένος ἀπὸ ἥττα. Αὐτοαναιροῦμαι. Ἐγκαταλείπω. Αὐτὸ θὰ κάνω κι ἂς ληφθεῖ ὡς ὑποχώρηση ἢ προδοσία. Στὴ θέση μου θὰ βάλουν κάποιον ἄλλον- ἴσως ἕνα ὁμοίωμα (ποὺ οὐδόλως θὰ μοῦ μοιάζει).
38 Μιὰ σφαίρα μελανὴ θανατωμένη ἀπὸ ἀντάρτικο πόλης. Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἡ θέση μου εἶναι πάντα ἄδεια. Ὅποια θέση κι ἂν πάρω στὴ σκακιέρα ἀδειάζει. Γι αὐτὸ καὶ ποτὲ καμιὰ θέση δὲν μοῦ χρέωσανμόνον τὶς ἧττες καὶ τοὺς θανάτους μου (ποὺ κι αὐτοὺς τοὺς ἀπολάμβανα πάντοτε ἐξ ἀδιαιρέτου μὲ ἄλλα πιόνια). Τελευταία τὶς νύχτες αἰσθάνομαι νὰ μὲ παρακολουθοῦν. Σίγουρα κάποιος μὲ παρακολουθεῖ- σὰν μιὰ ἀπειλὴ πίσω ἀπ τὸ σβέρκο μου ἀνυπόφορη ἀπειλή. Σὰ νὰ γελᾶνε πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη μου ἄσπονδοι φίλοι (ποὺ ποτὲ δὲν ἔκανα). Ἴσως γιατὶ μετὰ ἀπὸ κάθε μάχη ὅλο καὶ χάνω λίγο ἀπὸ τὴν λάμψη μου. Ὑπολογίζω τόσα χρόνια καὶ ἀντίστοιχες παρτίδες ὅλο καὶ χάνω χρῶμα -θαρρεῖς ξεθωριάζω (νά γιατὶ γελᾶνε). Ἴσως γιατὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ἀπὸ κεῖνο τὸ σφριγηλὸ πλαστικὸ νεανικό μου σῶμα- (νομίζω πὼς ποτὲ δὲν τὸ ὑπερασπίστηκα ὅπως τοῦ ἔπρεπε). Ναί τώρα ἐξηγοῦνται ὅλα: εἶμαι καπάκι (ἴσως ἀπὸ φθηνὴ γκαζόζα ἢ τσιτσιμπύρα). Ὅ,τι εἶμαι τίποτα δὲν μοῦ ἀνήκει. Οὔτε κὰν αὐτὸ τὸ τίποτα ποὺ εἶμαι. Οὔτε τὸ ἀνήκει δὲν μοῦ ἀνήκει. Οὔτε τὸ τίποτα. Γιατὶ κανένα τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει σὲ κάτι ποὺ ἀπορρέει ἀπ τὸ τίποτα. Ἡ διάσπαση τοῦ τίποτα καὶ τοῦ τίποτα ἡ διάσπαση. Μεταξύ τοῦ κ α ὶ τὸ τίποτα. Γεννήθηκε ὡς τίποτα- τὸ συζευκτικὸ καὶ τὸ κρατοῦσε πάντα καὶ τὸ συνέδεε μὲ τὸ μετέπειτα τίποτα. Μὲ τὸ τίποτα τοῦ θανάτου. Τώρα τὸ κ α ὶ τοῦ τίποτα. Τὸ συζευκτικὸ κ α ὶ πραγματώνεται ὡς τίποτα. Ὀνοματίζεται κι ἔτσι διασπόνται τὸ πρὶν καὶ τὸ μετὰ τ ί π ο τ α. Κατρακυλάω ντενεκεδένιο παράσιτο δίχως τίτλο καὶ ὄνομα. Παλιὰ ἤμουν τὸ Πιόνι μὰ τίποτα δὲν ἤμουν. Ὀφείλομαι στὸ τίποτα. Τὰ ρέστα κι αὐτὰ δικά του.
39 Καὶ τώρα τελειώνω: Κοινὴ παρτίδα κοινὸς ἐρχομὸς δὲν εἶναι οἱ μάχες ὅλων τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι οἱ μάχες ἀποκλειστικὰ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι μιὰ μάχη νόθα καὶ ἀπέραντη κοινή. Μὰ ὄχι τῶν ἀνθρώπων- μάχη ἔλλογη καὶ ἄλεκτη κανονικὴ καὶ ἀνώμαλη μιὰ μάχη μή-μάχη ἢ μάχη ἀμαχία. Ἕνα ἄλλοθι εἶμαι σὲ μιὰ ἐρημιὰ ἀμαχίας. Ἐμπρὸς γιὰ νέες σφαγὲς γιὰ νέες συντριβές! Ἐμπρὸς σφαγμένα ζῶα τῆς νύχτας! Τὸ κίτρινο πρωὶ νὰ εἶναι ἀλλόκοτα ζεμένο στὸν πόλεμο ἔτσι ποὺ μόνο σὲ ἄνθρωπο πρέπει καὶ ταιριάζει. (ἐν τῷ μεταξὺ τὸ λευκό μου τετράγωνο κελὶ κενό/ ἀπόδρασα κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀτέλειας τῆς νύχτας/ νομίζω σὲ μιὰ ἀναλαμπὴ φωτὸς ἀπὸ πυροτέχνημα τοῦ ἀδένα) Παραδίδομαι κυλώντας σὲ μιὰ ἐπηρμένη ἀκινησία. Λιώνω καὶ χύνομαι -ζωὴ ἀπὸ τσίγκο- στὴν ἀνάπαυλα μιᾶς ἐξαίσιας παρτίδας ποὺ μόνο σ ἕνα καπάκι πρέπει καὶ ταιριάζει. Ἐξαίσια μίμηση- ὅπως γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὑπόνομος ποὺ κυλῶ. Ὑπόνομος προσωπικὰ δικός μου. Μόνο γιὰ μένα. Ὤ! τί εὐτυχία. Πλησιάστε, θέλω νὰ σᾶς δείξω κάτι. Βλέπετε τὴν τέταρτη παρτίδα ἀπὸ ἀριστερά; τὸ μαῦρο στρατιωτάκι ποὺ βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς σκακιέρας, στὸ σημεῖο α1. Τὸ βλέπετε; Ἐγὼ εἶμαι αὐτός. Ἢ καλύτερα, ἤμουν. Σπρῶξτε τὸ λίγο μὲ τὸ χέρι σας. Προσπαθῆστε νὰ τὸ μετακινήσετε σὲ μιὰ -παρὰ τὴ θέλησή του κίνηση. Ὅσο κι ἂν προσπαθεῖτε εἶναι ἀδύνατο νὰ τοῦ ἀλλάξετε γνώμη. (Πεισματάρης ποὺ ἤμουν στὰ νιάτα μου.) Εἶναι κενὴ ἡ τελευταία γραμμὴ καὶ ὅπως βλέπετε φθάνω. Ναί. Σωστὰ μαντέψατε.
40 Θέλω νὰ γίνω ἡ Βασίλισσα. (Ἄραγε γίνηκα ποτέ;) Τώρα ποὺ συλλογίζομαι κάπως πιὸ ψύχραιμα τὰ περασμένα, σκέφτομαι ὅτι πάντα κάποιος μένει στὸ τέλος μόνος, (ἢ μήπως εἶναι μόνος ἀπὸ τὴν ἀρχή;) γιὰ νὰ ὑποδέχεται τὴν φρίκη, τὸν ἀποτροπιασμό, τραυματισμένος, παραγκωνισμένος. Κάποιος ποὺ πάνω του σηκώνει τὸ βάρος ὄλου τοῦ πλήθους. Παραμένει σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ πάντα πιστὸς στὶς ἀρχές του, μὲ μιὰ ἀνεπιτήδευτη ἰαχὴ βλακείας νὰ ξεχειλίζει ἀπ τὰ μάτια του. Παντοτινὰ ἐκεῖ. Στὸ ἴδιο πάντα μέρος, καρφωμένος σ ἕναν βράχο σὰ σημαία. Καὶ πάντα, πάντα κρατοῦσα μιὰ μάχη γιὰ τὸν ἔνδοξο ἔρωτα, μιὰ ἥττα ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀθανασία, μιὰ τιποτένια νίκη γιὰ τὴν αὐριανή σας ὑστεροφημία. Πάντα κρατοῦσα μιὰ μάχη μὲς στὸ νοῦ μου. Μιὰ παρτίδα ἀπὸ συντρίμμια. Κι ὅσο προχωρῶ ἡ παρτίδα ἀπομακρύνεται. Μιὰ ἀκαταμάχητη γεωγραφία θανάτου. Ποτὲ δὲν φτάνω. Μοναχὰ μὲ βλέπω στὴν ἴδια μάχη, σταθερὰ στὸ ἴδιο σημεῖο νὰ ἀπομακρύνομαι γυρνώντας πάντα στὸν ἀρχικό μου προορισμό. Στὰ συντρίμμια. Κι αὐτὴ ἡ παρτίδα φτιαγμένη ἀπ τὰ συντρίμμια τόσων ἄλλων- Ἀποθνήσκουμε ἐν εὐμορφίᾳ. Μιὰ μέρα θὰ μιλήσει ὁ στρατιώτης σπρώχνοντας τὸ κενό ὁ καιρὸς θὰ δείξει τὸν εὐτελῆ σκοπό του τελικὰ μιὰ πλάνη εἶναι ὅλα- Μιὰ πλάνη ποὺ ξεπαγιάζει μὲς στὸν ἀσπρόμαυρο λαβύρινθο τοῦ χρόνου Τὸ πρόσωπό της διαλυμένο ἀπὸ τὰ ἐγκαύματα τῶν μελλοντικῶν μαχῶν Μάχες κι ἄλλες μάχες κι ὅλο τηλεκάρτες γιὰ ὑπεραστικὰ τηλεφωνήματα στὸ ὑπερπέραν -μὲ τὸ ἕνα πόδι στὴ σκακιέρα καὶ τὸ ἄλλο στὸ κενό. Ὁ στρατιώτης μπαλαρίνα αὐτὸ εἶναι τὸ ἐξαίσιο χάρισμα τοῦ στρατιώτη (βέβαια μόνο αὐτοῦ ποὺ βρίσκεται στὸ κουτὶ α1)
41 Ἀκίνητος ὁ στρατιώτης μπαλαρίνα μὲ τὸ ἐλάχιστο πάντα νὰ λείπει καὶ στὸ πολὺ νὰ μὴν ἔχει μυηθεῖ ποτέ- Ἡ μοναξιὰ τοῦ στρατιώτη μπαλαρίνα ἰδίως ὅταν τὸ ὄρθιο πόδι -αὐτὸ τοῦ κενοῦξεριζωθεῖ. Μὲ τὰ μάτια δεμένα καὶ μὲ ραμμένα βλέφαρα ἀρχίζει νὰ στροφάρει μὲ μιὰ φιλάρεσκη πιρουέτα στὸν θάνατο- σταθερὰ χλωμὸς -γεμάτος ἀγωνία ἐὰν θὰ ἀρέσει στὴν εἰκόνα του. Ντυμένος μὲ κουρέλια καὶ μὲ κείνους τοὺς ἁβροὺς τρόπους τοῦ παλιάτσου Νὰ μὴν ξέρει - νὰ μὴ γνωρίζει ποτὲ ποιὸν κατατροπώνει -ποιὸν ἄλλον, ἂν ὄχι τὸν ἑαυτό του- ἡ μοναξιὰ τοῦ καυλωμένου στρατιώτη μπαλαρίνα. Κάποια στιγμή -κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πιὸ κρίσιμης στιγμῆς τῆς μάχης- ἡ δεξιοτεχνία του τὸν ἐγκαταλείπει ἡ προσοχή του χάνεται καὶ ἐπέρχεται ἡ πτώση πέφτει σ ἕνα ἀκατανόητο κενὸ ποὺ ὅμως εἶναι ἀσφαλέστερο ἀπὸ τὸ ἔδαφος κι ἔτσι ξορκίζει τὸν θάνατο μὲ προσφορὲς σκοτεινὲς καὶ τότε γίνεται ἄτρωτος σχεδὸν ἀπὸ μάρμαρο ἐκσφενδονισμένος σὰν μολότοφ πάνω στὸ ἰαγουάρο φόντο μαζῶν τσιμεντωμένων- κι ἔτσι ὁ στρατιώτης μυεῖται στὴν ἀκινησία τοῦ κενοῦ. Ἡ μοναξιὰ τοῦ καυλωμένου στρατιώτη μπαλαρίνα γίνεται θρίαμβος τῆς ἀγανάκτησης- ἀπὸ τὸ πάτωμα ψηλὰ πέφτει ἕνας ἄνθρωπος ὁ οὐρανὸς θὰ τὸν μαζέψει. Πτώση τώρα μόνο πτώση. Καὶ πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ ὅλο πέφτει καὶ κανένας οὐρανὸς νὰ τὸν μαζέψει. Πτώση τώρα μόνο πτώση_ Π Τ Ω Σ Η ( )
42 Γιῶργος Ἀλισάνογλου Ὁ Γιῶργος Ἀλισάνογλου (1975) γεννήθηκε στὴν Καβάλα. Σπούδασε κοινωνιολογία. Ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2005 διατηρεῖ τὸ βιβλιοπωλεῖο καὶ τὶς ἐκδόσεις Σαιξπηρικὸν στὴ Θεσσαλονίκη. Ποιητικὲς συλλογές: «Ἄηχες κραυγές», ἐκδ. Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 2001 «Ἀφροδίτη», ἐκδ. Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 2003 «Ἀκάνθινη πόλη», ἐκδ. Κατσάνος, Θεσσαλονίκη, 2006 «Τὸ παντζάρι καὶ ὁ διάβολος», ἐκδ. Τυπωθήτω - Λάλον ὕδωρ, Ἀθήνα, 2008 Μεταφράσεις: PINK FLOYD - Is there anybody out there? ἐκδ. Κατσάνος, 2003 MADRUGADA μουσικὴ βιογραφία, ἐκδ. Κατσάνος, 2006 Jim Morrison- Μία Ἀμερικάνικη προσευχή, ἐκδ. Κατσάνος, 2007 Ὁ Μπουκόφσκι γιὰ τὸν Μπουκόφσκι - ἐκδ. Σαιξπηρικόν, 2008 Δημοσιεύσεις στὰ περιοδικά: Ἐντευκτήριο, Ἕνεκεν, Ὁδὸς Πανός, Πανδώρα, Δέκατα, Littera-Terra, Μανδραγόρας, Index, Διαβάζω, Ὀμπρέλα, Poiein.gr, Poema.gr κ.α. Ποιήματά του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικὰ καὶ γερμανικά.
Θεοδόσης Βολκὼφ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ἰανουάριος 2011 5
44 Θεοδόσης Βολκὼφ Ποιήματα ΓΥΜΝΗ ΙΙ Τῆς Εὔης Μπουντούρη 14/02/10 Θέλω νὰ μοῦ γδυθεῖς καὶ νὰ κοιτάζω σχεδὸν ψυχρά, σκληρὰ τὴ στέρεη φλόγα, τὴν τρομερή σου ἐκδίπλωση νὰ ὁρίζω, νὰ σπουδάζω τὸ ἐφήβαιο, τοὺς γλουτούς, τὸ στῆθος σου, τὴ ρώγα Στὸ ἴδιο, Νύχτα μου, τὸ φῶς σου νὰ διαβάζω τὸ Ἔπος τοῦ κορμιοῦ σου ποὺ ἀνατέλλει κι ἀπὸ τὴ γύμνια λαβωμένος νὰ σφαδάζω καὶ οἱ καμπύλες σου αἰχμὲς καὶ δόρατα ἢ βέλη. Γυμνὴ μὲς στὶς γυμνές μου λέξεις νὰ σὲ βάζω καὶ νά ναι ἡ σάρκα σου τὶς λέξεις μου ποὺ τρέφει καὶ πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ γυμνὴ νὰ σὲ ἀπεικάζω καὶ μὲ φωτιὰ τὴ φλόγα ὁ στίχος νὰ ἐπιστέφει.
45 ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΠΟΛΕΜΟΥ Δῶσε μου Κύριε βέβαιο τὸν ἐχθρὸ -σῶμα μὲ σῶμα θέλω νὰ χτυπιέμαιαὐτὸν ποὺ μὲς στὰ μάτια του διαβάζω τετελεσμένο ἢ σχεδὸν τὸν θάνατό μου κι ἀπάλλαξε ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴ διβουλία τῶν φίλων ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις τῶν χλιαρῶν ἀπὸ τὰ στήθια ὅπου ἡ καρδιὰ στιγμὲς χτυπᾶ κι ὕστερα πάλι εὐθὺς τὸ μετανιώνει. Ἀφοῦ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἄξιος τῆς εἰρήνης κι ἀφοῦ νὰ ξεπληρώσω πρέπει κρίματα πολλὰ κι εἶμαι -τὸ ξέρεις- Πρίγκηπας Πολέμου δῶσε μου Κύριε βέβαιο τὸν ἐχθρὸ καὶ καθαρὸ τὸν πόλεμο ὡς τὸ τέλος.
46 ΤRΙSTE Μνήμη Mihai Eminescu Στὴ θλίψη ἔλιωσε ἡ φωνή μου δὲν Σ' ἀκούω τώρα εἶμαι θόρυβος καὶ λόγια καὶ βοὴ τώρα εἶμαι ἀντίλαλος αὐτῶν ποὺ ἔχω μισήσει μάτι κενὸ δράση ἀνερμάτιστη τυφλὴ πρέπει ξανὰ ξανὰ στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκύψεις ὁ Λόγος αἷμα στὸ αἷμα πάλι ν ἀκουστεῖ θανάτωσέ με ἂν ἔτσι θέλησες μὰ πές μου - ἐκεῖ ποὺ Ἐγὼ ἐκεῖ ποὺ Ἐγὼ μαζί μου ἐσύ.
47 BRUTUS, PECUS, MOLOSSUS Ζῶο τῆς μιᾶς ἡμέρας, μιᾶς στιγμῆς στὸ ἀπροσμέτρητο ἅπλωμα τοῦ χρόνου, ὁ δίχως γνώση, δίχως πίστη, εὐτελὴς σκόνη τῶν ἄστρων, παρανάλωμα τοῦ πόνου, τὸ τίποτα ποὺ εὐθαρσῶς φωνάζει «Ἐγώ», ἡ σάρκα ποὺ στενάζει καὶ σαπίζει, ὁ ἀρσενικὸς ποὺ θέλει πάντα θηλυκό, στ ἀρσενικὰ τὰ ἄλλα ποὺ γρυλίζει, αὐτὰ ποὺ ὅσο πληθαίνουν μὲ διαιροῦν, τῆς Ἱστορίας λεγεῶνες συνιστῶσες, τὰ προστιθέμενα ποὺ ὅλο μὲ ἀφαιροῦν κι οἱ ἑρμηνεῖες ὅλες καὶ οἱ γλῶσσες, - Κόσμε πολύ, ἂς εἶμαι λίγος, δὲν μοῦ ἀρκεῖς ὅσο ματώνω, θ ἀναβλύζει Ἐκεῖνος καὶ νὰ σιγήσεις, νὰ ἐξαλείψεις δὲν μπορεῖς τὸ Μεταφυσικὸ ποὺ εἶμαι Κτῆνος.
48 ΣΑΠΦΩ Ὅπως εἰσβάλλουν οἱ καμπύλες στὶς καμπύλες, ὅπως χαϊδεύεται τὸ στῆθος μὲ τὸ στῆθος καὶ τὸ ἐφήβαιο μὲ τὸ ἐφήβαιο - δίχως σμίλες - ἀλλιῶς χαράσσεται τοῦ Ἔρωτα ὁ Μύθος. Ἵμερου ἐφήμερου ἀνήμερου οἱ πύλες, στὰ φανερά, στὰ σκοτεινά, σὲ χθόνιο βύθος, ἔτσι ὅπως εἴμαστε, κι οἱ δυό, κυρτὲς καὶ κοῖλες στὴ γύμνια ἐνδύεται ἡ Φύση νέο Ἦθος.
49 MISSA BREVIS Ἰδοὺ ὁ βράχος ἀπελέκητος καὶ τὸ αἷμα ριζιμιὸ λιθάρι Ἰδοὺ ὁ πόνος ἀτελεύτητος καὶ τὸ ἄγραφτο τραχὺ τροπάρι. Νῦν τῶν παρθένων ἡ ἀτίμωση καὶ τῶν πολέμων ἡ ἀγυρτεία Νῦν τῶν σεπτῶν ἡ ἀπογύμνωση καὶ τῶν ἱερῶν ἡ ἐμπορία. Αἰὲν τὸ ἔγκλημα ἀπαράγραπτο καὶ ὁ στόνος στήθη ποὺ ἔχει γδάρει Αἰὲν τὸ στόμα τὸ ἀργυρώνητο καὶ τῆς ἀνάγκης τὸ κιβάρι.
50 Οὐαὶ ὑμὶν γλῶσσες ποὺ ἀκκίζεσθε καὶ τῶν σοφῶν ἡ διβουλία Οὐαὶ ὑμὶν οἱ ποὺ ἀφοπλίζεσθε καὶ τῶν κορμιῶν ἡ ἀπραξία. Ἀμὴν τοῦ ἔρωτα ἡ ἔλευση καὶ τῆς μονώσεως τὸ λιοντάρι Ἀμὴν ὁ ἀμνὸς ποὺ τίγρεις τρόμαξε καὶ τὸ ἄκαρτο ὀργῆς κριάρι. Εὖγε θνητότης μου καὶ ἔλλειψη καὶ ἠχηρή μου ἀπιστία Εὖγε νεότης μου καὶ πλήρωση καὶ στιχηρή μου ὁπλιτεία.
51 ΤΟ ΩΜΕΓΑ Ἀπόσυρε ἀπ τὸ κορμὶ τὴν κάθε λέξη στὴ θάλασσά Σου πόντισε τὴ μουσικὴ γίνου ὁ βαθὺς λειμώνας δέξου τὸ ὂρος καὶ δῶσε στὴ φωτιὰ νὰ κοιμηθεῖ σβῆσε ἀπ τὸ αἷμα στὸ αἷμα μου τὴ μνήμη τίποτε νὰ μὴν εἶναι νὰ εἰπωθεῖ καὶ ὁδήγησε καὶ φτάσε με στὸ Ὠμέγα καὶ ἀνάλυσε τὸ πρόσωπό μου στὴ ζωὴ ὥσπου μορφὴ μορφὴ νὰ μὴν ὑπάρχει καὶ τέλειωσε καὶ ἀπόλυσε τὸν χρόνο τὰ χείλη λάβε πάρε μου μ ἕνα φιλὶ στὸν Πόλεμό Σου δός μου τὴν Εἰρήνη στὸν Λόγο τὸν δικό Σου τὴ Σιωπὴ.
52 Θεοδόσης Βολκὼφ Ὁ Θεοδόσης Βολκὼφ γεννήθηκε τὸ 1980 στὴν Ἀθήνα. Τὸ 2004 ἐξέδωσε τὸ ποιητικὸ ἔργο «Τὰ Τραγούδια τῆς Ψυχῆς καὶ τῆς Κόρης» (Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης). Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα περιοδικὰ (Ρωγμές, Στάχτες, Λέξημα, Ὀμπρέλα, Ποιείν). Δημοσιεύει ποιήματα καὶ κείμενά του στὴν ἠλεκτρονικὴ σελίδα http://theodosisvolkof.blogspot.com
Νίκος Σφαμένος ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ Ποιήματα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Φεβρουάριος 2011 6
54 Νίκος Σφαμένος Περιμένοντας χελιδόνια τὸ Δεκέμβρη παραμονεύει ἁπλώνεται χαχανίζει τυλίγεται λαμποκοπᾶ σφίγγει ὁ τρόμος
55 συγχώρεσέ με ποὺ δὲν ὑπῆρξα ἀμόνι φωτιὰ καὶ λιακάδα οὐράνιο τόξο βροχὴ κεραυνὸς ἀγέρας καὶ ποὺ μόνο ἔγραψα ποιήματα
56 αὐτὸ τὸ βράδυ θά θελα νὰ βροῦν μιὰν ἀχτίδα ἀνάσα σπίθα παρηγοριᾶς οἱ βασανισμένες ψυχὲς αὐτὸ τίποτε ἄλλο
Κύριε! πῶς οἱ μέρες μας λιγοστεύουν κοιταζόμαστε ἄπραγοι ἕνας ἕνας ἢ ὅλοι μαζὶ λίγο πρὶν τὸ τέλος καὶ μουρμουρίζουμε παράξενες λέξεις τίποτα δὲν θὰ μείνει ἀπὸ ἐμᾶς στὶς λεωφόρους ποὺ περπατήσαμε Κύριε! περάσαμε τὴ ζωή μας περιμένοντας νὰ φύγει ὁ χειμώνας λαχταρώντας ν ἀνέβουμε λίγο ψηλότερα ἀπομείναμε σκονισμένοι στὶς πόλεις τοὺς δρόμους καὶ τὰ καταφύγιά μας κοίτα μας κοίτα μας πῶς φεύγουμε σκυφτοὶ μὲ ὑγρὰ μάτια 57
58 ἕνας ἕνας ἢ ὅλοι μαζὶ κοίτα τον! ἔγινε ἕνα μὲ τοὺς τοίχους περιμένοντας ἕνα γράμμα
ἒ καὶ νὰ ξέρεις νιώθω πὼς τρελαίνομαι συχνὰ πράγματι ὑπάρχει ἡ ποίηση φυσικὰ καὶ γουστάρω ποὺ ξέρω πὼς δὲν πρόκειται νὰ διαβάσω ποτὲ ποίημά μου ὢ ναὶ ἡ στάχτη ἁπλώνεται τὴ συναντᾶς τώρα παντοῦ καὶ τὰ πρόσωπά τους μυρίζουν θάνατο τὸ ξέρω πάντα μ ἄρεσαν οἱ περίπατοι στὰ λιμάνια καὶ οἱ θλιμμένες μελωδίες καὶ οἱ ἡλιαχτίδες τοῦ χειμώνα καὶ ἡ τρέλα λοιπὸν σ ἀφήνω φεύγω τώρα 59
60 θὰ τὰ ποῦμε μετὰ ντρὶ ντρὸ ντρὶ ὁ ἥλιος καὶ τὸ σκότος παίζουν μέσα στὴν αὐλὴ κι ἡ νύχτα ἡ πανούργα -μάγισσα τρομερήγιὰ θάνατο γιὰ θάνατο κι ἀπόψε μᾶς καλεῖ ντρὶ ντρὸ ντρὶ
61 νὰ τραβᾶς τὴν κουρτίνα ἕνα Κυριακάτικο ἀπόγευμα καὶ νὰ κοιτᾶς τὸν ἔρημο δρόμο: νά τί σημαίνει θάνατος
62 Νίκος Σφαμένος Ὁ Νίκος Σφαμένος γεννήθηκε τὸ 1982 στὴ Μυτιλήνη, ὃπου ζεῖ. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Γλώσσα καὶ Λογοτεχνία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ποιήματά του ἒχουν δημοσιευτεῖ σὲ διάφορα λογοτεχνικὰ περιοδικά, ὃπως Ἲαμβος, Ἓνεκεν, Νέα Ἀριάδνη, καθώς καὶ στὸ διαδίκτυο. Ποιητικὲς συλλογές: Ἀκούγοντας βὰλς στὸ σκοτάδι - ἰδιωτικὴ ἒκδοση 2007 Ὀργὴ καὶ λουλούδια σὲ μιὰ χώρα νεκρῶν - ἰδιωτικὴ ἒκδοση - 2007 Αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν κάτω ἀπὸ βρώμικο φῶς - ἰδιωτικὴ ἒκδοση - 2008 Ἃγιες, αἱματόβρεκτες καὶ ἂχρηστες λέξεις - ἰδιωτικὴ ἒκδοση - 2008 Ἀνθισμένες νύχτες - ἰδιωτικὴ ἒκδοση 2010
Μαρία Ἀνδρεαδέλλη ΣΗΜΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ Ποιήματα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Μάρτιος 2011 7
64 Μαρία Ἀνδρεαδέλλη Σημεῖα μνήμης Ἐμεῖς -Σὲ νεφελώδη νοῦ σκέψεις σπάζουν καὶ ἀντανακλοῦν- Μὲ δέντρα αἰώνια μοιάζουμε μὲ τὶς ρίζες κατάσαρκα χωμένες κι ἕνα προορισμὸ ποὺ δὲν δεχόμαστε. Ὁ φλοιὸς σκληραίνει καθὼς οἱ ἀγέρηδες γδέρνουν τὰ φύλλα μας, κάποια παρασύρονται εὔκολα ἐνῶ ἄλλα τὰ παίρνουμε μαζί μας ὡς τὴ μεγάλη φωτιά. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες σουρουπώνει γρηγορότερα -δὲν εἶναι ὅτι γεράσαμε, ὄχι ἀκόμαεἶναι ποὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ βολευτοῦμε στὰ σκοτεινά, νωρίτερα
65 Τὴ νύχτα κοπάζει ὁ ἀέρας κι ἐμεῖς λησμονοῦμε ὅ,τι χάσαμε. Τὸ πρωὶ σὰν βλέπουμε τὰ φύλλα λιγότερα θυμόμαστε ξανά, γι αὐτὸ καὶ ἡ βιασύνη τῆς σκοτεινῆς σιγαλιᾶς μᾶς κυριεύει. Τὴν ἀγαπᾶμε τὴ νύχτα μὲ τὴν ἀμυδρὴ συντροφιὰ τῶν ἄστρων καὶ δὴ τὴν καλοκαιριὰ μὲ τὰ ρομαντικὰ τζιτζίκια κι ἃς μὴν μᾶς παίρνει ὁ ὕπνος καὶ ἄς μᾶς τυραννᾶ τὸ ξενύχτι κι ἃς βυθιζόμαστε κάποτε σὲ ἀγριεμένα ὄνειρα. Οἱ ρόζοι μας ξέρουν καλὰ τὶς τσαπιὲς τῆς ἡμέρας, γνωρίζουν τί κάνει ὁ ἄνθρωπος στὴ νιότη καὶ στὴ βιάση τὰ δίχτυα ἀκόμα παραμονεύουν τοὺς καρπούς μας. Ἐλιές μᾶς εἴπανε καὶ λάδι μᾶς τραβᾶνε ἀπ τὸ προσκύνημα τῆς Ἄνοιξης ὡς τὶς βέργες τοῦ Χειμώνα.
66 Ἀγαπᾶμε τὴ νύχτα κι ἃς μὴν κοιμόμαστε ποτὲ κι ἃς μὴν χάνουμε τὰ φύλλα σὰν τοὺς ἄλλους. Ἀγαπᾶμε τὴ νύχτα γιατὶ μᾶς κρύβει καὶ μποροῦμε εὐκολότερα νὰ πεθάνουμε. Σημάδια μεσαίωνα Γι ἀλλοῦ πετῶ καὶ σήμερα Βγάζω τὸ σακάκι καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη πέφτουν νομίσματα Ἔνδειξη πλούτου, λένε Τὰ μαζεύω γιατὶ τίποτα ποτὲ δὲν περίσσεψε Στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δωματίου ἀντικρίζω Θολωμένο τὸ εἴδωλό μου στὸν καθρέφτη τῆς γιαγιᾶς Μεσαίωνα μοῦ εἶπαν πὼς θυμίζει κάποιες φορὲς ἡ μορφή μου Πότε περνάει ἀπὸ μέσα μας ὁ μεσαίωνας; Συλλογᾶμαι Κοιτῶ μὲ νοερὸ μικροσκόπιο τὴν ψυχή μου γιὰ κάποια σημάδια του
67 Ὅλα εἶναι ἐκεῖ Ποτὲ δὲν ἀναχώρησε τίποτα Ἄλλοτε θὰ φωνάξουν ἄλλοτε θὰ σωπάσουν ὅμως τὰ πάντα ποὺ κάποτε ἤρθανε δὲν ἔφυγαν ποτέ. Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν ξέρω ν ἀπαντάω σ ἐρωτήσεις Τί σημασία ἔχουν τὰ λόγια ὅταν ἡ σκέψη ἔχει ταξιδέψει γι ἀλλοῦ; Ἔτσι, σκέψεις καὶ λόγια ποὺ δὲν συμβαδίζουν δὲν τὰ ἀφήνω νὰ κάνουνε τὸ γύρο τοῦ θανάτου Ἀπὸ τὴν τσέπη πάντα κάτι θὰ πέσει ποὺ θὰ μείνει ἀπαρατήρητο Κάποτε τὸ βρίσκω, ἂν καὶ ἀργὰ εἶναι εὐλογία Ἡ θλίψη ἔρχεται ὅταν ἀντιληφθῶ τὴν ἔλλειψή του χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἐντοπίσω καὶ τότε ἔρχονται τὰ κεριὰ νὰ μὲ συγχωρέσουν Ἐγὼ ποτὲ δὲν συγχωρῶ ἄνθρωπος Μόνο ἐκεῖνα Τὴν ἄλλη Κυριακὴ ἔχουν ἐγκαίνια οἱ μεγάλες ἀναμνήσεις Ἀνάμεσα στὰ θανατερὰ λιβάδια κανένα ἀρνὶ δὲν θὰ βελάξει Θὰ εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀναχώρησης τῆς μεγάλης ἐπιθυμίας
68 Κυριακή, μὲ τοὺς ἄσωτους νὰ γλεντᾶνε τὴν μεγάλη ὑπόσχεση ποὺ ἀργεῖ ποὺ ἴσως δὲν θὰ ἔρθει Ἕως τότε ἔχω ἀκόμα νομίσματα πεσμένα Κάποια κουδούνισαν καθὼς ἔπεφταν Κάποια κυλίστηκαν ἀθόρυβα στὸ πάτωμα κρύφτηκαν στὰ χνάρια τοῦ μεσαίωνά μου Ἡ γιαγιὰ θὰ μοῦ ἔπλενε τὸ πρόσωπο θὰ μοῦ ἔβαζε πούδρα καὶ ροὺζ καὶ βοὺρ γιὰ τὸ παζάρι Τὸ νυφοπάζαρο κάπου ἐκεῖ στὰ δεκατρία -Βάλε καὶ λίγο κοκκινάδι, θὰ μὲ μάλωνε καὶ γιὰ τὰ ἄσιαχτα μαλλιά μου Κάθε φορὰ ποὺ ἀντιμιλῶ στὸν καθρέφτη της Ἐκεῖνος θαμπώνει Κι ἐγὼ σκύβω νὰ βρῶ τὸ τί μοῦ ἔπεσε.
69 Ὁραματιστὴς Μεθοῦσες λέξεις Ἀπ τ ἀόριστο τοῦ χαράγματος Στὰ σιρίτια τῶν πένθιμων ὡρῶν Στὸ γλυκοχάραμα τοῦ ὕπνου Κοινωνοῦσες ἀπόβραδα βαπτισμένα Ὀρφανὲς αἰτίες καὶ δόκανα στεναγμῶν Σώριαζες ἐλπίδα σὲ ἀγριεμένες θάλασσες Θαυματουργὲς ἱκεσίες σὲ σοκάκια ἀνήλιαγα Γυρνοῦσες ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα Μοναξιὰ μαυρισμένος Σὰν κίβδηλο ὄνειρο πόλεων ποὺ χάνονται Μὲ ρυθμοὺς ἀνεξιχνίαστους Κι ἄλλοτε, σὰν ἐπαιτεία στοῦ ἥλιου τοὺς κήπους Ὁλόδροσο ἄνοιγμα σὲ πυρωμένα μονοπάτια Νὰ φέρεις Γυρνοῦσες, μεθοῦσες, προόδευες Στῆς ἀγάπης τὸ πέτο Στῆς ξενιτιᾶς τὸ σπαραγμὸ Στὸ σεισμὸ ποὺ φέρνει ἀκρογιάλι Μὲ πελαγίσια κύματα ποτισμένα τὰ χείλη Μὲ στεριὲς πυκνωμένης ἄμμου ἡ ψυχὴ Ἔψαχνες τὸ κρυστάλλινο νερό Γιὰ ἐ ν σ ω μ ά τ ω σ η
70 Στὸ κοῖλο τοῦ Διονύσου Στὸ κοῖλο τοῦ Διονύσου σφυρίζει ὁ θάνατος καὶ οἱ μέρες καθὼς φεύγουνε ξεχνᾶνε τὴν ὕπαρξη, τὴν ἀγάπη, τὴ θέληση Στὸ βωμό της ἡ Ἀθήνα τοὺς γνέφει μὲ φευγαλέα ὄνειρα τὴν ὥρα ποὺ Ἀθηνᾶ καὶ Διόνυσος παλεύουν ἐπάνω μου μὲ ἄνισα ὄπλα Μάχη ποὺ μὲ διαμελίζει Ἕνας εὐτυχισμένος ἥλιος μὲ ἀγκαλιάζει βάλσαμο νὰ προσφέρει Μὰ ὄχι σήμερα Σήμερα στρώνομαι χαλὶ στὸ πλακόστρωτο Σήμερα γίνομαι ἕνα μὲ τὸν κόσμο καὶ ὁ θάνατος πότε μὲ νικᾶ καὶ πότε τὸν νικάω στὸ κοῖλο τῆς πατρίδας θέατρο.
71 Στὸ κοῖλο τῆς πατρίδας θέατρο πέθανα ἀνύποπτα τὴ μέρα τοῦ κορεσμοῦ ἀνάμεσα σὲ ἀγάλματα βέβηλων Γελοῦσαν σὰν μ ἔβλεπαν νὰ παλεύω στὴ στιγμὴ νὰ βρεθῶ Ἀπὸ ἑδώλιο σὲ ἑδώλιο ἄλλαζαν ὄψεις κάποτε φαίνονταν πὼς ἔκλαιγαν Μὰ ἐγὼ τὴν εἶδα τὴ μετάθεση τὸ βάψιμο, τὴ φθοροποιὸ ἀγκαλιὰ τὴ μεταστροφὴ τῆς μοναξιᾶς σὲ ἀπόλαυση Ἔτσι πέθανα πλήρης κάτω ἀπὸ τὸ Βράχο μὲ τὰ χιλιάδες βλέμματα ἐπάνω μου.
72 Μαρία Ἀνδρεαδέλλη Ἡ Μαρία Ἀνδρεαδέλλη κατάγεται ἀπὸ τὴ Λέσβο. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὸν Πειραιά. Ἔχει σπουδάσει τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα τὴν ὁποία καὶ ἔχει διδάξει. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνία ὰπὸ νεαρὴ ἠλικία καὶ τὰ τελευταῖα χρόνια ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὴν λογοτεχνικὴ μετάφραση. Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ περιοδικά, ἀνθολόγια καὶ ἡμερολόγια ποίησης καθὼς καὶ στὸ διαδίκτυο. Ἒχει ἐκδώσει τὴν ποιητικὴ συλλογή: Ἡ Αἰχμαλωσία τοῦ Ἀνέκφραστου, ἐκδόσεις Ἐνδυμίων, 2010.
Ἰάκωβος Γαριβάλδης ΤΟ ΚΛΑΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Διήγημα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ Ἀπρίλιος 2011 8
74 Ἰάκωβος Γαριβάλδης Τὸ κλάμα τοῦ παιδιοῦ - Παππού, ἒεε παππού, ἔρχεται ὁ θεῖος μου μὲ τὸ καινούριο του αὐτοκίνητο ἔλα, ἔλα νὰ δεῖς! - Καλὰ γιόκα μου, ἔρχομαι, μὴ μὲ τραβᾶς. - Μὰ ἔλα τώρα σοῦ λέω γρήγορα, τρέξε, θὰ μᾶς πάει βόλτα! Θὰ μᾶς πάει βόλτα μὲ τὸ ὡραῖο αὐτοκίνητο! - Πήγαινε Σωκράτη μου νὰ φωνάξεις τὴ μάνα σου κι ἐγὼ ἔρχομαι, μιὰ στιγμὴ παιδί μου. Τὴν ἴδια ὥρα δυὸ χέρια ροζιασμένα καὶ βρεγμένα ἀπὸ τὴ σκάφη ἐμφανίζονται στὴν πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ, μιὰ ποδιὰ μὲ τὴ σημαία τῆς Κύπρου βρεγμένη στὸ πάνω μέρος κι ἕνα τσεμπέρι, δεμένο γερὰ πίσω. Τὰ μανίκια τραβηγμένα ἐπάνω, μὰ κάθε ματιὰ πιὸ ζωηρὴ κι ἀπὸ ἀστραπή. - Τί φωνάζεις Σωκράτη μου, τί συμβαίνει; - Μαμά, μαμὰ ἔρχεται ὁ θεῖος! - Ποῦ τὸ εἶδες καλὲ τὸ αὐτοκίνητο, λάθος κάνεις - Μὰ ἔρχεται σοῦ λέω, ἔρχεται, ἔλα νὰ δεῖς ἀπὸ τὸ μπαλκόνι, ἐσὺ ποτὲ δὲ μὲ πιστεύεις ἀλλὰ ἔλα τώρα νὰ δεῖς! Σὲ λίγο ἀκούγονται τὰ βήματα στὴν εἴσοδο. «Τάκ-τάκ-τάκ» - Εἶναι ἡ πόρτα, εἶναι ὁ θεῖος, εἶναι τὸ καινούργιο αὐτοκίνητο, φωνάζει ὁ Σωκράτης μὲ τὴ χαρὰ ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο.
75 Δὲν σοῦ ἔλεγα, δὲν σοῦ ἔλεγα! Ἐγὼ θέλω νὰ πάω βόλτα μὲ τοῦ θείου τὸ αὐτοκίνητο καὶ θέλω νὰ καθίσω μπροστά! Μπορῶ μαμὰ νὰ καθίσω μπροστά; - Γιὰ πήγαινε ν ἀνοίξεις τὴν πόρτα τώρα νὰ δοῦμε ποιὸς εἶναι. Μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς ἐξώπορτας, δυὸ μαῦρα μάτια, δυὸ μάγουλα κατακόκκινα καὶ γεμάτα δάκρυα, καθὼς καὶ δυὸ πεσμένα χέρια φέρνουν ἄσχημα μαντάτα: - Τί ἔγινε ἔμαθες τίποτα γιὰ τὸ Γιῶργο μου, ἔμαθες τί κάνουνε, ἔχει νὰ μοῦ στείλει μήνυμα δῶ καὶ τρεῖς μέρες! - Μὲ συγχωρεῖς Πηνελόπη, δὲν μπόρεσα νὰ μάθω τίποτα. Δὲν κατόρθωσα οὔτε γιὰ τὸ Γιάννη τὸ γιὸ τῆς γειτόνισσας νὰ βρῶ τίποτα παρ ὅλο ποὺ ἤξερα ὅτι πήγαινε γιὰ τὴν Κερύνεια. Λένε πὼς κι αὐτὸς ἐξαφανίστηκε κάπου στὸ μέτωπο. Ἀμέσως, σὰν τὸ σούσουρο τῆς καταιγίδας ποὺ ἔρχεται, τὰ δυὸ ἀστραφτερὰ μάτια σβήνουν, ἡ πνοὴ βαραίνει, τὰ πόδια λυγίζουν, ἐνῶ δυὸ καυτὰ δάκρυα γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ βρέχουν τὸ χαλάκι μπροστὰ στὸ καντήλι τῆς Παναγιᾶς. Ὁ γέρος καθισμένος στὴν πολυθρόνα δὲν λέει τίποτα. Κοιτάζει τὰ δυὸ παιδιά του νὰ συνομιλοῦν καὶ ἁπλὰ κουνάει τὸ κεφάλι του πέρα-δώθε. Ἄραγε ἔχει ξαναδεῖ τέτοιες καταστάσεις; - Ποῦ πῆγε ὁ Σωκράτης; γιὰ μιὰ στιγμὴ ρωτᾶ ὁ θεῖος. Ὁ γέρος ποὺ ἔκοψε τὸ μάτι του τὸν μικρὸ ν ἀνοίγει τὴν πόρτα κρυφά, λέει:
76 - Ἄφησες τὸ αὐτοκίνητο ἀνοιχτό; - Ναί. - Πιστεύω νὰ πῆρες τὰ κλειδιὰ τουλάχιστον. - Τὰ πῆρα, τὰ πῆρα. Δυὸ βογκητὰ ἀπὸ τὸ δωμάτιο ὑποδέχονται τοὺς κρότους τῆς φωτιᾶς στὸν ὁρίζοντα. - Πατέρα, λέει ὁ θεῖος γιὰ ν ἀλλάξει θέμα, ἦρθα νὰ πῶ τῆς Πηνελόπης νὰ προετοιμαστεῖ. Νὰ μαζέψει μερικὰ ἀπαραίτητα πράγματά της καὶ νὰ τὰ βάλει σὲ μιὰ βαλίτσα. Πρέπει νὰ εἴσαστε ἕτοιμοι γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Ἐμεῖς ἔχουμε ἤδη συνάξει τὰ ροῦχα μας καὶ τὰ ἔβαλα σὲ δυὸ βαλίτσες. - Τί λὲς μωρὲ γιέ μου, χάζεψες, ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε; Ἐμένα αὐτὸ τὸ σπιτικὸ τὸ ἔχτισε ὁ πατέρας μου καὶ παππούς σου. Τίποτα δὲν θὰ μὲ χωρίσει ἀπ αὐτό! Σοῦ τὸ λέω γιὰ νὰ τὸ ξέρεις. - Γέρο, μὴ χαζολογεῖς, ἐδῶ παίζεται ἡ ζωή μας καὶ ἡ ζωὴ τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων - Δὲν ἀκούω τίποτα, ἐμένα, σοῦ τὸ λέω καὶ νὰ τὸ ξέρεις, δὲν μὲ βγάζεις ἀπ αὐτὸ τὸ σπίτι ζωντανό! Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἡ Πηνελόπη γύρισε ἀπὸ τὸ διπλανὸ δωμάτιο σκουπίζοντας τὰ μάτια τῆς κρυφά: - Τί ἀκούω καλέ, γιὰ πιὸ πράγμα μιλᾶτε; Ποιὸς διώχνει ποιόν, γιὰ πέστε μου κι ἐμένα; - Πές της γέρο σὲ παρακαλῶ.
77 - Ἐσὺ ἀκόμα δὲν τῆς εἶπες τίποτα; - Περίμενα ἐσὺ νὰ τῆς πεῖς, ποὺ εἶναι καὶ κόρη σου. - Γιατί ἐσένα δὲν εἶναι ἀδερφή σου; Ἐπειδὴ δηλαδὴ σοῦ λείπει ἕνα χέρι δὲν μπορεῖς νὰ μιλήσεις; - Τί συμβαίνει, δὲν θὰ μοῦ πεῖτε κι ἐμένα τελικά; Ἄντε καὶ θέλω νὰ γυρίσω στὴν πλύση μου ἡ δόλια. Δὲν μοῦ φτάνει τὸ χάλι μου, ποὺ δὲν γνωρίζω τί ἀπέγινε ὁ ἄντρας μου, ἔχω κι ἐσᾶς νὰ μὲ κοροϊδεύετε; Ἢ μήπως νομίζετε πὼς ἔχω ὤρα γιὰ παιχνίδια; - Λέει πώς λέει λέει πώς, νὰ μωρὲ οἱ δικοί μας ὀπισθοχωροῦν καὶ δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ δῶ πιὰ οἱ Τοῦρκοι. - Δὲν σοῦ τὰ ἔλεγα ἐγὼ ὅτι οἱ βόμβες κοντοζυγώνουν κι ἀκούγονται πιὸ δυνατὰ σήμερα; Ἐσὺ δὲ μὲ πίστευες Τὰ ροζιασμένα χέρια μὲ τεντωμένα δάχτυλα γυρίζουν ξαφνικὰ πρὸς τὰ πάνω κι ἀνοίγουν σὲ μία χειρονομία δίχως καθόλου δισταγμό. - Καὶ τί μ αὐτό, πάλι θὰ τοὺς διώξουμε, ἔτσι θὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ μᾶς κυνηγοῦν; - Μὰ αὐτὸ εἶναι ποὺ φοβᾶμαι Πηνελόπη. Φοβᾶμαι γιατὶ ἄκουσα πὼς οἱ χουντικοὶ διατάζουν τοὺς στρατιῶτες μας νὰ ὀπισθοχωροῦν. Δὲν εἶναι γιατὶ τοὺς νικοῦν οἱ Τουρκαλάδες, κι ἂς ἔχουν τὰ τελειότερα ὄπλα. - Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγιά μου, καὶ γιατί αὐτό; - Δὲν ξέρω γιατί. Αὐτὸ ποὺ ξέρω εἶναι πὼς πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. - Τρελάθηκες βρέ, ἄντε φύγε ἀπὸ δῶ πέρα. Ποιὸς βλάκας θ ἀφήσει τὸ σπίτι του νὰ τρέχει στὰ βουνὰ Ἀντρέα; Ἄλλη κουβέντα δὲν κάθισε ν ἀκούσει ἡ Πηνελόπη.
78 Γύρισε καὶ χάθηκε πίσω ἀπὸ τὸ κλείσιμο τῆς πόρτας τοῦ πλυσταριοῦ. Ποτὲ δὲν συμφωνοῦν μαζὶ σὲ τέτοια θέματα. Μὰ πάντα σέβονται τὴ γνώμη τοῦ μεγάλου ἀδερφοῦ. Κατεβαίνοντας τὶς σκάλες ὁ θεῖος Ἀντρέας βλέπει τὸ μικρὸ Σωκράτη ποὺ γυρίζει μὲ μανία τὸ τιμόνι. Πατάει τὸ πετάλι καὶ χαίρεται τὴν καπετανοσύνη του ποὺ βρῆκε γιὰ λίγες μόνο στιγμές. - Θεῖε, δὲν ἔρχονται οἱ ἄλλοι, μόνοι μας θὰ πᾶμε βόλτα; - Σὲ παρακαλῶ παιδί μου, βγὲς ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο. Θὰ πᾶμε βόλτα ἄλλη φορά, τώρα βιάζομαι. - Ἀφοῦ τῆς εἶπα αὐτῆς τῆς μάνας μου νὰ εἶναι ἕτοιμη κι ἀκόμη δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ σκάφη της; Δυὸ δάκρυα βρέχουν τὰ στρογγυλὰ μάγουλα τοῦ παιδιοῦ. Ξέρει πὼς ὁ θεῖος αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἀστειεύεται. Βγαίνει ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι κατευθύνεται πρὸς τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ. Οὔτε κὰν γυρίζει νὰ τὸν ἀποχαιρετήσει δὲν ἤθελε, παρὰ στὸ διάδρομό της αὐλῆς κλωτσᾶ τὶς πέτρες μὲ μανία καθὼς μουρμουρίζει. Ὁ θεῖος Ἀντρέας βλέπει τὴν ἀπογοήτευση τοῦ Σωκράτη ἀλλὰ κάνει τὸν ἀδιάφορο. Τὸ αὐτοκίνητο σὲ λίγο ἐξαφανίζεται στὴ στροφή. Οἱ ψυχὲς ποὺ ἄφησε πίσω καταπίνουν ἀναστενάζοντας, ἡ κάθε μία γιὰ τὸ δικό της πόνο. Ξημέρωσε ἡ μέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παρ ὅλο ποὺ κανεὶς δὲν ἔκλεισε μάτι ὅλοι πετάχτηκαν ἀπὸ τὸ κρεβάτι σχετικὰ νωρίς, ἐκτὸς τοῦ Σωκράτη ποὺ ὀνειρευόταν αὐτοκινητοδρόμους.
79 Τὸ μπουμπουνητὸ δὲν ἔπαψε ὅλη τὴ νύχτα, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ πρωινὸ ρόφημα ἄκουγες τοὺς ἀντίλαλους νὰ ἔρχονται μὲ ὁρμὴ ἀπὸ τὸν Πενταδάκτυλο. - Μπιιιπ, μπιιιπ! Μιὰ ἀνυπόμονη κόρνα ἀκούστηκε σπάζοντας τὴ μονοτονία τῶν ὀβίδων. Σὲ λίγα δευτερόλεπτα πάλι: «μπιιιιπ, μπιιιπ» Ἡ Πηνελόπη πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ πῆγε τρεχάτη στὸ δωμάτιο τοῦ Σωκράτη: - Ἀκοῦς τὸ αὐτοκίνητο Σωκράτη μου; Μήπως εἶναι ὁ θεῖος σου; Δὲν σηκώνεσαι νὰ πᾶς ν ἀνοίξεις; - Δὲν θέλω μαμά. Δὲν πάω ν ἀνοίξω. - Ἔλα σήκω πάνω, δὲν πειράζει ποὺ εἶσαι ἀκόμη μὲ τὶς πιζάμες, μᾶλλον ὁ θεῖος σου εἶναι, πήγαινε κάτω ν ἀνοίξεις καὶ εἶμαι ἐντελῶς ἀκατάστατη. Μὲ πεσμένα τὰ μοῦτρα καὶ βαρυκαταπίνοντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὁ Σωκράτης προχωρεῖ πρὸς τὴν πόρτα. Δὲν προλαβαίνει ὅμως νὰ γυρίσει τὸ χερούλι καὶ ἡ πόρτα ἀνοίγει μόνη της ἀπὸ μιὰ ὁρμητικὴ σπρωξιὰ ποὺ ἦρθε ἀπ ἔξω καὶ ὁ θεῖος ἐμφανίζεται κατατρομαγμένος. - Σηκωθεῖτε νὰ φύγουμε ὅλοι. Μὴν κάθεστε καθόλου, οἱ Τοῦρκοι δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ δῶ. Σηκωθεῖτε! - Τί λὲς Ἀντρέα, στὸν ὕπνο σου τὰ ἔβλεπες ὅλα αὐτά; Ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς Πηνελόπης ἀπὸ τὸ πάνω μέρος τῆς σκάλας. - Μὴν κάθεστε καθόλου σᾶς λέω, οἱ δικοί μου ὅλοι εἶναι στὸ αὐτοκίνητο καὶ νομίζω πὼς θὰ χωρέσει κι ἐσᾶς. Πᾶμε νὰ φύγουμε τώρα! Θὰ γυρίσουμε γιὰ τὰ πράγματα ἴσως αὔριο, μεθαύριο, πρῶτα ὁ Θεός. Τώρα ἐλᾶτε ὅπως εἶστε, δὲν ἔχουμε χρόνο.
80 Ἡ κυρα-πηνελόπη ποὺ δὲν εἶπε λέξη στὸν πατέρα της ἀκόμη, φάνηκε ν ἀλλάζει γνώμη καθὼς ἀπαντάει: - Θὰ φωνάξω τὸν πατέρα κι ἔρχομαι. Τρέχοντας κατεβαίνει τὶς σκάλες καὶ τρέχει στὸ δωμάτιό του. Ἐκεῖνος ὅμως ἀκούγοντας τὶς φωνὲς ἔχει ἤδη ξυπνήσει κι εἶναι ἕτοιμος νὰ βγεῖ ἔξω. - Πήγαινε ἐσὺ πατέρα καὶ θὰ καθίσω ἐγὼ πίσω νὰ φυλάω τὸ σπίτι καὶ νὰ περιμένω τὸ Γιῶργο ἴσως ἀκούσω τίποτα γι αὐτόν. - Ἐγώ σᾶς τὸ ξαναεῖπα. Δὲν τὸ κουνάω, ὄχι Τοῦρκοι ἀλλὰ οὔτε Ἐγγλέζοι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ μὲ διώξουν ἀπὸ τὸ σπιτικό μου. - Ἔλα γέρο, ἔλα, ἀρχίζει νὰ τὸν τραβάει ἀπὸ τὸ χέρι ὁ γιός, ποὺ πλησίασε στὸ δωμάτιο, προσπαθώντας νὰ τὸν πάρει γρήγορα στὸ αὐτοκίνητο. - Σὲ παρακαλῶ παιδάκι μου, ἄσε με ἐμένα ἐδῶ, πηγαίνετε ἐσεῖς, ἐνῶ λυγμοὶ ἀκράτητοι πνίγουν τὰ βραχνά του λόγια. Χωρὶς προειδοποίηση ὁ Ἀντρέας ἁρπάζει τὸ γέρο ἀπὸ τὴ μέση καὶ σηκώνοντάς τον μ ἐκεῖνο τὸ στιβαρό του χέρι κάνει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόρτα. Νέες φωνὲς ἀκούγονται ἐνῶ ὁ γέρος πιάνεται καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια ἀπὸ τὴν κάσα τῆς ἐξώπορτας καὶ δὲν λέει νὰ τὴν ἀφήσει. - Ἀντρέα, Ἀντρέα, ὄχι ἔτσι τὸν πατέρα, σὲ παρακαλῶ ἄφησέ τον κάτω φωνάζει μὲ ἀπόγνωση ἡ Πηνελόπη - Τί γίνεται μαμά, γιατί κάνουν ἔτσι ὁ παπποὺς καὶ ὁ θεῖος; ξαφνικὰ φωνάζει κατατρομαγμένος καὶ ὁ Σωκράτης. Στὸ βλέμμα καὶ στὶς κινήσεις ὅλων κυριαρχεῖ ἡ ἀπόγνωση. Ἕνα χέρι ἁρπάζει ξαφνικὰ καὶ τὸ Σωκράτη καὶ πρὶν καλά-καλὰ τὸ καταλάβει βρίσκεται στὸ αὐτοκίνητο στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θείας του.