Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Επιβλέπων καθηγητής:νικόλαος Αυγελής



Σχετικά έγγραφα
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Η έννοια της αιτιότητας στη φιλοσοφία του Kant: η σημασία της Δεύτερης Αναλογίας

GEORGE BERKELEY ( )

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

1. Τι γνωρίζετε για τα τρία βασικά ερωτήµατα, στα οποία στηρίχτηκε ο Καντ για να αντιµετωπίσει τον ακραίο σκεπτικισµό του Χιουµ;

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ.

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 1 ο Εισαγωγή στις Βασικές Έννοιες

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Ο Άνσελμος για την ύπαρξη του Θεού (Monologion κεφ. 1)

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

Η Καντιανή Θεώρηση. Κώστας Παγωνδιώτης

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ONORA O' NEIL

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, )

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΝΤ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Η μεθοδολογία της επιστήμης

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΟΝ J. LOCKE ΚΑΙ ΣΤΟΝ D. HUME

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Τι είναι η Φιλοσοφία της Ιστορίας: Εξέλιξη της συνείδησης της ελευθερίας. (Αυτή δεν είναι αυστηρή και ιστορικά συνεχής.)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΤΜΗΜΑ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ & ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

Οι Διαισθήσεις ως το εργαστήριο της Φιλοσοφίας

ΙΑ ΟΧΙΚΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΡΚΛΕΫ (George Berkeley, )

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Εκπαίδευση Ενηλίκων: Εμπειρίες και Δράσεις ΑΘΗΝΑ, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Το ζήτημα της πλάνης στο Σοφιστή του Πλάτωνα

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Λίγα για το Πριν, το Τώρα και το Μετά.

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 1: Οι φιλοσοφικές καταβολές της ψυχολογίας

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Η ζωή και ο Θάνατος στο Υλικό Σύμπαν

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling )

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Ο χώρος και ο χρόνος στη φιλοσοφία του Kant Η επίδραση του οικοδομήματος της κλασσικής φυσικής

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

μέρους έμβια ουσία που διαθέτει αίσθηση; Αν κάτι είναι αναντίρρητο για τα επί μέρους όντα είναι ότι δεν μπορούν να κατηγορηθούν σε πολλά.

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

DAVID HUME ( ) «Δεν αντίκειται στο λόγο να προτιμήσω την καταστροφή του κόσμου από το να γδάρω το δάχτυλό μου» 28

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Τίτλος Μαθήματος: ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ

Η ενδιάμεση εξέταση θα διεξαχθεί την Παρασκευή 24/11, από τις μέχρι τις

Η ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ

Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ

Jannis Pissis: Kants transzendentale Dialektik. Zu ihrer systematischen Bedeutung. Berlin: De Gruyter 2012, 243 σ., 79.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

Μαθηματικά: Αριθμητική και Άλγεβρα. Μάθημα 3 ο, Τμήμα Α. Τρόποι απόδειξης

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Θέση της Φυσικής Αγωγής στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ. Immanuel Kant ( )

< > Ο ΚΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ

Δ19. Γνωστική Ψυχολογία- Ψυχολογία Μάθησης. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Πρόλογος. «ΚΙ ΟΜΩΣ, ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΝ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΩΝ, ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΕΥΘΕΙΑ y=x»

Διάλογοι Σελίδα.1

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Το Νόημα της Ιστορίας

Transcript:

1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤOMEAΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΣΜΑΡΑΓΔΑΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία Επιβλέπων καθηγητής:νικόλαος Αυγελής

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ..σελ.3 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΝΟΗΣΗ...σελ7 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΟΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ...σελ10 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΟΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ...σελ20 ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ.σελ43 ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΩΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ σελ54 ΕΠΙΛΟΓΟΣ...σελ57 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ59

3 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Στον Καντ οφείλουμε να τοποθετήσουμε χρονικά τις αρχές της σύγχρονης φιλοσοφίας και το τέλος της κλασσικής μεταφυσικής ως οντολογίας και φιλοσοφικής έρευνας των πρώτων αξιωμάτων, που κατηγοριοποιούνται κάτω από τις τρεις βασικές ενότητες του θεού, της ελευθερίας και της αθανασίας. Τα ψείγματα της κριτικής της μεταφυσικής βρίσκονται στο κίνημα του Διαφωτισμού, που αμφισβήτησε την μεταφυσική ως το μόνο θεμέλιο της επιστήμης και της ηθικής, και ώθησε τους ανθρώπους να στηριχθούν στις δυνάμεις του ίδιου τους του νου για να βρουν ορθολογικές λύσεις στα προβλήματα τους, χωρίς να καταφεύγουν στην παράδοση, σε θρησκευτικά κείμενα ή σε οποιαδήποτε άλλη εξωτερική αυθεντία. Ο Καντ επηρεασμένος από το κίνημα αυτό αλλά και από την Νευτώνεια επιστήμη της εποχής και τα ηθικά διδάγματα του Rousseau,είδε ότι η εγκυρότητα των νόμων, τόσο της φύσης όσο και της ηθικής, θα πρέπει να αναζητηθούν όχι σε κάποια εξωτερική πηγή, αλλά στην νομοθετική δύναμη του ίδιου του ανθρώπινου νου. Αυτό φυσικά συνεπαγόταν μία κριτική εξέταση των δυνάμεων όσο και των ορίων αυτού. Πολλές φορές ο Καντ θεωρείται ως η απάντηση σε δύο από τα κυριότερα ρεύματα εκείνης της εποχής, του ορθολογισμού και του εμπειρισμού. Ο ορθολογισμός με κύριους εκπροσώπους τον Rene Descartes,τον Christian Wolff και τον Gottfried Leibniz, προσπάθησε να θεμελιώσει την αυθεντία του λόγου σε όλους τους τομείς της ζωής. Κατά τον Leibniz και τον Wolff, η μεταφυσική θα έπρεπε να μιμηθεί την μαθηματική μέθοδο των φυσικών επιστημών, και βασιζόμενη σε σαφώς προσδιορισμένους όρους να συνάγει συμπεράσματα σύμφωνα με την γεωμετρική μέθοδο, αποκτώντας έτσι το στάτους μίας πραγματικής επιστήμης. Ο Καντ απέρριψε το γεγονός ότι η μεταφυσική μπορεί να ακολουθήσει την μαθηματική μέθοδο και τον δογματισμό των ορθολογιστών. Όχι μόνο ο λόγος δεν μπορεί να εκφράσει και να εξηγήσει θεμελιώδεις σχέσεις της εμπειρίας μας, αλλά πρέπει ο ίδιος να γίνει το βασικό αντικείμενο της κριτικής έρευνας, προκειμένου να καθοριστούν επακριβώς τα όριά του. Από την άλλη μεριά εμπειριστές όπως ο Hume και ο Locke εξέφραζαν έναν

4 σκεπτικισμό απέναντι στην μεταφυσική, και έδιναν βάρος στην εμπειρία ως πηγή γνώσης. Ένας από τους φιλοσόφους που ο Καντ παραδέχθηκε ότι άσκησε μεγάλη επίδραση σε αυτόν είναι ο Hume, ο οποίος είχε φέρει ένα καίριο χτύπημα στην μεταφυσική μέσω της κριτικής της αιτιότητας. Ο λόγος μόνο με την βοήθεια a priori εννοιών δεν είναι ικανός να δείξει ότι ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα πρέπει αναγκαία να ακολουθεί από μία δεδομένη αιτία, αλλά αυτή η σχέση πρέπει να ανακαλυφθεί και να θεμελιωθεί μέσα στην εμπειρία. Ο λόγος από μόνος του δεν μπορεί να θεμελιώσει a priori συνδέσεις. Αν και ο Καντ πίστευε ότι ο Hume βρισκόταν σε έναν πολύ καλό δρόμο, έβλεπε με ανησυχία έναν απόλυτο σκεπτικισμό, ο οποίος θα απέρριπτε την βεβαιότητα της επιστήμης. Ο Καντ συμφωνούσε με την απόρριψη της μεταφυσικής ως μίας θεωρητικής επιστήμης, αλλά δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η έρευνα του εμπειρικού κόσμου δεν μπορεί να διεξαχθεί σε μία ορθολογική βάση, ή ότι η φυσικομαθηματική γνώση δεν είναι βέβαιη λόγω του ότι η ύλη της δεν προέρχεται από την εμπειρία. Ακόμα σημαντικότερα, μία γενική απαξίωση της μεταφυσικής εκτός από την επιστήμη, θα έθετε σε κίνδυνο και τομείς όπως η θρησκεία και η ηθική, ενώ θα υποβίβαζε την ανθρώπινη ελευθερία σε έναν απλό μηχανισμό μέσα σε έναν ντετερμινιστικό κόσμο. Βλέπουμε λοιπόν ότι και οι δύο τάσεις ήταν απόλυτες στα συμπεράσματά τους, ο μεν ορθολογισμός υποστήριζε την δυνατότητα a priori γνώσης σε όλους τους τομείς, ενώ ο εμπειρισμός απέρριπτε την δυνατότητα κάθε αντικειμενικής γνώσης. Ο Καντ προσπαθώντας να βρει μία ισορροπία μεταξύ δογματισμού και σκεπτικισμού, καταλήγει ότι το λάθος και των δύο είναι ότι θεωρούν ότι υπάρχει μόνο μία απόλυτη πηγή γνώσης. Στην πραγματικότητα η γνώση αποτελείται από δύο πηγές, την αισθαντικότητα (sensibility) και την νόηση. Αυτές οι δύο γνωστικές δυνάμεις ναι μεν είναι σαφώς διακριτές μεταξύ τους, αλλά είναι απαραίτητο να συνεργάζονται προκειμένου η γνώση να είναι δυνατή. Ο Καντ διατυπώνει την θεωρία του λεπτομερώς στην «Κριτική του Καθαρού Λόγου» ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενα όλων των εποχών. Όπως αναφέρει και ο τίτλος, το έργο αφορά μία κριτική εξέταση των δυνάμεων του ανθρώπινου καθαρού νου, δηλ του νου όπως λειτουργεί από μόνος του, ανεξάρτητα από την εμπειρία, και ζητάει να δει αν οι νοητικές μας δυνατότητες μπορούν να είναι πηγές γνώσης και παραγωγής αληθειών

5 για τον κόσμο μας, βασιζόμενες μόνο στις δικές τους δυνάμεις. Το βασικό ερώτημα λοιπόν στο οποίο ο Καντ καλείται να απαντήσει είναι αν είναι δυνατόν να υπάρχουν συνθετικές a priori κρίσεις, δηλαδή κρίσεις που να δίνουν συνθετική γνώση για την εμπειρία ανεξάρτητα από αυτήν. Στο κεφάλαιο της Υπερβατολογικής Αισθητικής ο Καντ ασχολείται με την ικανότητα της αισθαντικότητας. Η αισθαντικότητα αποτελείται από ένα υλικό το οποίο είναι το περιεχόμενο που δεχόμαστε από τις αισθήσεις μας, και από μία μορφή που είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι αισθήσεις οργανώνονται σύμφωνα με τον νόμο του νου μας. Συγκεκριμένα έχουμε δύο καθαρές a priori μορφές της εποπτείας,τον χώρο και τον χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι a priori μορφές με την έννοια ότι προέρχονται από το υποκείμενο και όχι από τα αντικείμενα όπως είναι καθ αυτά. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μία a priori αντίληψη του χωροχρόνου και δεν μπορούμε να έχουμε καθόλου εμπειρία ενός αντικειμένου εκτός και αν αυτή είναι μίας χωροχρονικής μορφής. Εκτός από τις παραπάνω a priori μορφές της εποπτείας, υπάρχουν και οι a priori έννοιες της καθαρής νόησης, οι κατηγορίες, τις οποίες ο Καντ παρουσιάζει στην Υπερβατολογική Αναλυτική. Οι κατηγορίες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται η ύπαρξη, η ουσία, η αναγκαιότητα και η αιτία, αποτελούν απαραίτητες συνθήκες προκειμένου να νοήσουμε τα αντικείμενα, αλλά δεν είναι έννοιες οι οποίες προέρχονται από την εμπειρία. Η απάντηση λοιπόν του Καντ στον Hume είναι ότι η εμπειρία είναι απαραίτητη για να γνωρίσουμε τι ακριβώς προκάλεσε ένα γεγονός, αλλά το ό,τι αυτό το γεγονός προκλήθηκε από μία αιτία, είναι κάτι που ξέρουμε a priori, διότι η κατηγορία της αιτιότητας δεν παράγεται από την εμπειρία αλλά από την καθαρή νόηση. Ο Καντ στην Κριτική του Καθαρού Λόγου λοιπόν προβαίνει στην λεγόμενη Κοπερνίκεια στροφή: το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι υποχρεωμένο να προσαρμοστεί στα πράγματα καθαυτά, αλλά τα πράγματα είναι επιστητά στο μέτρο που συγκροτούνται από τις a priori κατηγορίες και μορφές της εποπτείας. Εύκολα μπορούμε να δούμε τις συνέπειες αυτής της θεωρίας για τον ανθρώπινο μηχανισμό γνώσης. Η απάντηση του Καντ στον Hume είναι ότι οι προτάσεις των μαθηματικών και της φυσικής δεν είναι αναλυτικές αλλά συνθετικές a priori,και αν και δεν περιγράφουν μία πραγματική αισθητηριακή εμπειρία, αναφέρονται σε αντικείμενα της δυνατής μας εμπειρίας και είναι απαραίτητες για την αντίληψή τους.

6 Μία από τις πιο σημαντικές συνέπειες της Υπερβατολογικής Αναλυτικής είναι ότι οι συνθετικές a priori έννοιες που αποτελούν και το αντικείμενο της μεταφυσικής, είναι δυνατές μόνο ως απαραίτητες συνθήκες της εμπειρίας μας και το μόνο που μπορεί να καταφέρει η νόηση a priori είναι να προλαμβάνει την μορφή της δυνατής εμπειρίας εν γένει. Η μεταφυσική λοιπόν περιορίζει τον ρόλο της απλώς στο να ορίσει τα όρια και τα θεμέλια της γνώσης. Με αυτόν τον τρόπο ο Καντ καταφέρνει να θεμελιώσει μεταφυσικά την επιστήμη, όμως το ερώτημα παραμένει. Εάν η νόηση και η αισθαντικότητα πρέπει να συνεργαστούν για να παρέχουν τις συνθήκες της γνώσης, τί συμβαίνει με την θεωρητική μεταφυσική; Η απάντηση του Καντ είναι ότι οι a priori έννοιες τις μεταφυσικής δεν μπορούν να δώσουν καμία γνώση εάν δεν εφαρμοστούν πάνω σε αντικείμενα που ανήκουν στην δυνατή εμπειρία, Μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο αντικείμενα που μας δίνονται και στην σκέψη και στην αίσθηση. Έτσι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον νοητό κόσμο( τα πράγματα καθαυτά) αλλά μόνο τον κόσμο των φαινομένων, γιατί αυτό θα συνιστούσε μία συνθετική γνώση χωρίς αισθητή ενόραση. Εφόσον λοιπόν ο Καντ θεμελίωσε την μεταφυσική ως μία απλή αναλυτική της καθαρής νόησης, προχωράει στο κεφάλαιο της Υπερβατολογικής Διαλεκτικής και ασκεί την κριτική του στην θεωρητική μεταφυσική ως οντολογία που προσπαθεί να διατυπώσει αλήθειες πάνω σε θέματα όπως ο θεός, η ελευθερία και η ψυχή. Στην παρούσα εργασία θα εξετάσουμε αναλυτικά αυτήν ακριβώς την κριτική και συγκεκριμένα το πώς ο Καντ θεωρεί ότι τα προβλήματα της μεταφυσικής προέρχονται από την φυσική τάση του Λόγου μας να ξεπερνά τα όρια της επαληθεύσιμης εμπειρίας, και να αναζητεί την αλήθεια πέρα από αυτήν. Θα εξετάσουμε αναλυτικά το πώς ο Λόγος πέφτει ως εκ τούτου σε παραλογισμούς όσον αφορά την ψυχή μας, σε αντινομίες όσον αφορά τον κόσμο ως όλο, και σε αβάσιμες αποδείξεις για την ύπαρξη ενός Θεού. Τέλος θα δούμε ότι ο Καντ δεν απορρίπτει τελείως αυτές τις ιδέες, αλλά το πώς μπορούν αυτές όχι μόνο να μας φανούν χρήσιμες για την επιστημονική μας γνώση ως ρυθμιστικές αρχές, αλλά και το πώς μπορούν να φανούν απαραίτητες για ένα πεδίο πέραν του θεωρητικού λόγου, αυτού του πρακτικού λόγου ή της ηθικής.

7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΛOΓΟΣ ΚΑΙ ΝΟΗΣΗ 1)Λόγος και νόηση. Το κλειδί της Διαλεκτικής είναι η ικανότητα του Λόγου(reason), η οποία αποτελεί την ανώτατη λειτουργία της γνώσης. Η χρήση του Λόγου η οποία μας ενδιαφέρει είναι η ανιούσα χρήση του, σύμφωνα με την οποία, εφόσον μας δοθεί μία αληθινή θέση/πρόταση ψάχνουμε να βρούμε από ποιες αλήθειες θα μπορούσε αυτή να συναχθεί, μετακινούμενοι από συμπεράσματα σε δυνατές προκείμενες, με σκοπό να ενώσουμε την πρόταση αυτή με άλλες αλήθειες σε ένα όσο τον δυνατόν ευρύτερο διανοητικό σύστημα. Όπως έδειξε ο Καντ στην Υπερβατολογική Αναλυτική, εκτός από τον λόγο υπάρχει και η νόηση (understanding), η οποία έχει ως σκοπό να ενώνει αντικείμενα γνώσης. Αυτές οι δύο νοητικές ικανότητες είναι διακριτές μεταξύ τους. Σκοπός της νόησης είναι να ενοποιεί τα εμπειρικά δεδομένα και τις παραστάσεις μέσω κανόνων,ενώ του λόγου, α ενοποιεί αυτούς τους κανόνες συσχετίζοντάς τους σε ακόμα μεγαλύτερα συστήματα αρχών. Ο λόγος λοιπόν δεν έχει άμεση εφαρμογή πάνω στα αντικείμενα της εμπειρίας, αλλά μόνο πάνω στην νόηση. 1 2)ιδέες του λόγου Ο Λόγος αναζητά όλο και μεγαλύτερη ενότητα, ερευνώντας την ολότητα των όρων και 1 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισμετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999, Α643/Β671,Σύμφωνα με τον Bennett όμως η διάκριση μεταξύ λογικών αρχών και κανόνων της νόησης δεν είναι τόσο σαφής. Αντιθέτως προτείνει ότι έχουν μία διαφορά βαθμού, δηλ η νόηση ασχολείται με την μόρφωση της αντίληψης που απαιτείται σε ένα βασικό επίπεδο προκειμένου να επιβιώσουμε στον καθημερινό κόσμο, ενώ ο λόγος ασχολείται με την απόκτηση ενός πιο υψηλού επιπέδου επεξηγηματική ενότητα από αυτή του καθημερινού άνθρωπου.( Βennett Jonathan, Kant s Dialectic,εκδ:Cambridge University Press, Great Britain 1974,σελ 262-264)

8 των συνθηκών κάθε πράγματος. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι συνθήκη κάποιου πράγματος είναι αυτό που καθιστά αυτό το πράγμα δυνατό. Η πηγή του διαλεκτικού λάθους είναι η τάση του Λόγου να μην σταματά την έρευνά του ωσότου κατά την αναγωγή ενός πράγματος στους όρους του, να φτάσει σε ένα Απόλυτο, και έτσι να φέρει την ενότητα του αντικειμένου σε ένα πέρας. Ενώ λοιπόν και η νόηση και ο λόγος έχουν ως σκοπό τους την εύρεση της ενότητας στην εμπειρία, η νόηση πάντα παραμένει μέσα στα όρια του τι μπορεί να καθοριστεί εμπειρικά, ενώ ο λόγος τα ξεπερνά στην αναζήτηση απόλυτων τελικών ολοτήτων που καμία εμπειρία δεν μπορεί να τεκμηριώσει. 2 Αυτές οι απόλυτες ολότητες ονομάζονται ιδέες του λόγου και είναι τριών ειδών: η ιδέα του απόλυτου υποκειμένου ή του Εγώ, ο κόσμος ως ολότητα της εμπειρίας μας και η ιδέα του Θεού. Οι ιδέες είναι μη-εμπειρικές, υπερβατολογικές έννοιες οι οποίες δεν μπορούν να έχουν καμία εφαρμογή στον κόσμο των φαινομένων. O Kant δανείζεται την έννοια Ιδέα από τον Πλάτωνα,σε αντίθεση όμως με αυτόν, δεν θεωρεί ότι οι ιδέες αντιστοιχούν σε πραγματικά αρχέτυπα ή είναι δυνατόν να μας εγγυηθούν επιτυχία στην αναζήτησή μας. 3 Σε αντίθεση με τους ορθολογιστές, ο Καντ δεν πιστεύει ότι ο Λόγος είναι ικανός να μας δώσει μία ολοκληρωμένη απάντηση σε όλες τις δυνατές ερωτήσεις μας, και η βασική κατηγορία του εναντίον της παραδοσιακής ορθολογικής ψυχολογίας, κοσμολογίας και θεολογίας, είναι ότι πιστεύουν πως η θεωρητική έρευνα του Λόγου σε αυτά τα πεδία μπορεί να μας προσφέρει αλήθειες για το πώς είναι η πραγματικότητα. Η πλήρης ενότητα την οποία αναζητά ο Λόγος όχι μόνο δεν αντιστοιχεί στην εμπειρική πραγματικότητα αλλά και είναι τελικώς ανέφικτη. 3)λογική και υπερβατολογική χρήση του Λόγου και η πηγή του διαλεκτικού λάθους Αν και ο Καντ απορρίπτει το γεγονός ότι οι υπερβατολογικές Ιδέες του Λόγου έχουν αντίστοιχο στην εμπειρία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν να παίξουν κανένα νόμιμο ρόλο στην συγκρότησή της. 2 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999,Α409/Β436. 3 O Neill Onora, «Vindicating Reason»,στο The Cambridge Companion to Kant, ed. Paul Guyer, Cambridge University Press, USA 1992,σελ 285

9 Όπως είδαμε ο Λόγος στην λογική του χρήση, οργανώνει και ενοποιεί τα αντικείμενα της γνώσης που αποκτούνται μέσω της αισθητικότητας και της νόησης. Οι ιδέες του Λόγου λειτουργούν ως ρυθμιστικά αξιώματα τα οποία καθοδηγούν και συμβουλεύουν τον Λόγο να ψάχνει περαιτέρω συνθήκες για κάθε αντικείμενο. Η παραπλάνηση του Λόγου συμβαίνει όταν αυτός μπερδεύει αυτά τα αξιώματα ως αντικειμενικά αξιώματα που δηλώνουν γεγονότα για τον κόσμο μας και για την ουσιαστική φύση της πραγματικότητας, πράγμα που αποτελεί μία υπερβατολογική χρήση αυτών. 4 Οι ιδέες λοιπόν αντί να αναφέρονται σε αντικείμενα τα οποία βρίσκονται πέρα από τα όρια της εμπειρίας μας,μάλλον περιγράφουν το ιδανικό σύστημα στο οποίο η γνώση μας προσδοκά να φθάσει αλλά δεν μπορεί. Περισσότερα για την θετική, ρυθμιστική χρήση των ιδεών μας θα αναφερθούν στο τέλος της εργασίας. Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε αναλυτικά το πώς η παραδοσιακή μεταφυσική άποψη για τα αξιώματα του λόγου ως κανόνες σκέψης που αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, οδηγεί σε παραλογισμούς, αντινομίες και αδυνατότητες. 4 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999,Α671/Β699

10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ Οι παραλογισμοί είναι σφαλεροί συλλογισμοί που οφείλονται στο γεγονός ότι προσπαθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τον εαυτό μας ως σκεπτόμενο ον, χωρίς να καταφεύγουμε στην εμπειρία, αλλά βασιζόμενοι αυστηρά και μόνο σε ορθολογικούς παράγοντες. Η αφετηρία όλων αυτών των συλλογισμών είναι το «Εγώ νοώ» ή «Εγώ σκέπτομαι»,ή αλλιώς το «cogito» του Descartes. 1 Σύμφωνα με τον Descartes, αν στρέψουμε την προσοχή μας αποκλειστικά στον νου μας, θα βρούμε την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη του εαυτού μας,«του νοούντος υποκειμένου» (res cogitants), και μάλιστα του νου μας ως μίας υπόστασης ξεχωριστής από τα φυσικά σώματα του εξωτερικού κόσμου. 2 Έτσι, βασίζουμε όλες τις γνώσεις μας, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης για τον εξωτερικό κόσμο, πάνω στη γνώση που έχουμε για τις δικές μας καταστάσεις (μεθοδολογικός σολιψισμός). Ο Καντ θεωρεί ότι η αφετηρία όλων των παραλογισμών της ορθολογικής ψυχολογίας, οφείλεται στην λανθασμένη ερμηνεία της έννοιας του Εγώ σκέφτομαι (cogito). Το Εγώ,το οποίο ο Καντ ονομάζει υπερβατoλογικό υποκείμενο των σκέψεων μας, δεν είναι τίποτε άλλο από μία παράσταση η οποία συνοδεύει όλες τις έννοιες και τις σκέψεις μας, δίνοντάς τους μία ενότητα. Γι αυτή την παράσταση όμως δεν έχουμε καμία εμπειρική εποπτεία. Επιτελεί μόνο έναν τυπικό ρόλο, και πέρα από αυτόν είναι κενή περιεχομένου. 3 1 Ο Καντ ήταν σαφώς επηρεασμένος από τους φιλοσοφικούς κύκλους της εποχής και ελάσσονες στοχαστές όπως ο Baumgarten και ο Wolff οι οποίοι είχαν θίξει ζητήματα όπως η αθανασία και απλότητα της ψυχής και η διάκριση της από το σώμα, αν και ο Walsh θεωρεί ότι ο Καντ είχε προπάντων στο νου του τον Descartes,(Walsh W.H.,Kant s criticism of metaphysics, εκδ.edinburg University Press,1975 σελ 177).Επίσης για μία σύντομη αναφορά στα επιχειρήματα της εποχής δες και: Todes Samuel, «Knowledge and the Ego:Kant s three stages of self-evidence»,στο Κant:A collection of critical essays,ed by Robert Paul Wolff, εκδ Macmillan,London 1968 σελ 202-203 ) 2 Ντεκάρτ Ρενέ, «Στοχασμοί περι της πρώτης φιλοσοφίας»,μετ-σχ Ευάγγελος Βανταράκης, εκδ Εκρεμμές, Αθήνα 2003(2 ος στοχασμός σελ 71-74,)Σ αυτό το σημείο μπορούμε επίσης να προσθέσουμε ότι ο για τον Descartes η ύπαρξη εξωτερικού κόσμου και σωμάτων δεν θεωρείται απαραίτητη. 3 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία», εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.],αθήνα 1999, Α346/Β404

11 Μία παρόμοια κριτική μπορούμε να βρούμε και στον Wittgenstein.To Εγώ του Descartes αποτελεί ένα όριο στον κόσμο μας, με την έννοια ότι όλα τα γεγονότα γίνονται, αφορούν και συμβαίνουν σε μένα, και μάλιστα η αντίληψή τους εξαρτάται από τα όρια των δυνατοτήτων του Εγώ μας. Παρ όλα αυτά είναι λάθος να νομίσουμε ότι αυτό το Εγώ υπάρχει και αποτελεί μέρος του εμπειρικού μας κόσμου. 4 H ορθολογική λοιπόν ψυχολογία ξεκινάει από το μία τυπική αναπαράσταση του Εγώ και πάνω σ αυτήν χτίζει μία επιστήμη χωρίς καθόλου εμπειρικά δεδομένα, δίνοντάς της ένα περιεχόμενο που δεν έχει, και από αυτήν ακριβώς την παρερμηνεία προέρχονται οι παραλογισμοί που αφορούν την ψυχή. Οι παραλογισμοί παράγονται από τον πίνακα των Κατηγοριών και συνάγουν ότι η ψυχή είναι μία ουσία και άρα άυλη, ότι είναι απλή και άρα άφθαρτη, ότι είναι ταυτότητα και ενότητα διαμέσου του χρόνου και άρα είναι ένα πρόσωπο, και ότι έχει σχέση με τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου από το οποίο συνάγεται η αθανασία της. 1)Πρώτος παραλογισμός: η ψυχή ως ουσία Στον πρώτο παραλογισμό, ο ορθολογιστής ψυχολόγος ακολουθεί τον ακόλουθο συλλογισμό: «Εκείνο του οποίου η παράσταση είναι το απόλυτο υποκείμενο των κρίσεών μας και δεν μπορεί επομένως να χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός ενός άλλου πράγματος, είναι ουσία. Εγώ, ως ον που νοεί, είμαι το απόλυτο υποκείμενο όλων των δυνατών κρίσεων μου, και αυτή η παράσταση του εαυτού μου του ίδιου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κατηγόρημα οποιουδήποτε άλλου πράγματος. Άρα, εγώ ως ον που νοεί (ψυχή) είμαι ουσία.» 5 4 Wittgenstein Ludwig, «Τractatus Logico Philosophicus», μετ Θανάσης Κιτσόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978,5.62-5.633.σελ111) 5 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία», εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.],αθήνα 1999,Α349

12 Εδώ ο Καντ χρησιμοποιεί την έννοια της ουσίας ως κάτι που μπορεί νοηθεί μόνο ως υποκείμενο και ποτέ ως κατηγόρημα κάποιου άλλου πράγματος. Ξεκινώντας από την αφετηρία cogito ergo sum του Descartes, νοούμε τον εαυτό μας πάντα σαν το υποκείμενο των κρίσεων μας, διότι όλες οι σκέψεις βρίσκονται μέσα μας και με βάση αυτές στοχαζόμαστε,άρα είναι λογικό να συνάγουμε ότι η ψυχή μας είναι μια ουσία. Ο Καντ συμφωνεί μόνο εν μέρει με αυτή την έκφραση. Είναι αλήθεια ότι πάντα υπάρχει ένα «Εγώ» που ακολουθεί κάθε σκέψη μας και το οποίο θεωρείται πάντα ως υποκείμενο. Ο ρόλος του όμως είναι απλώς λογικός και δεν μπορεί να μας δώσει καμία πληροφορία για την εμπειρική πραγματικότητα. 6 Στην δεύτερη έκδοση της κριτικής ο συλλογισμός του παραλογισμού διατυπώνεται ως εξής: «Ό,τι δεν μπορεί να νοηθεί (νοήται) αλλιώς παρά ως υποκείμενο, δεν υπάρχει επίσης αλλιώς παρά ως υποκείμενο και είναι συνεπώς ουσία. Ένα νοούν όν, λοιπόν, δεν μπορεί, θεωρούμενο απλώς ως τέτοιο, να νοηθεί (νοήται) αλλιώς παρά ως υποκείμενο. Άρα το ον αυτό υπάρχει επίσης ως ένα τέτοιο μόνον, δηλ. ως ουσία.» 7 Η πρώτη προκείμενη, όπως αναφέρει και ο Καντ στην παρακάτω παράγραφο, αναφέρεται στο πώς μπορεί να νοηθεί ένα ον γενικά,(συμπεριλαμβανομένου και το πώς μπορεί να μας δοθεί στην εποπτεία). 8 Αντίθετα, στην δεύτερη προκείμενη, μας ενδιαφέρει το πώς νοείται το ον μόνο σε σχέση με την αυτοσυνειδησία μου. Η ιδέα όμως της ουσίας μπορεί να έχει εφαρμογή μόνο πάνω σε μία εποπτεία ενός αντικειμένου, και όχι πάνω σε μία έννοια του εαυτού η οποία βασίζεται μόνο στο γεγονός της υπερβατολογικής αυτοσυνειδησίας μου. Εδώ βλέπουμε τους κινδύνους που μπορούν να προέλθουν από την μεταπήδηση από το υπερβατολογικό στο εμπειρικό πεδίο. Το συμπέρασμα του παραλογισμού είναι ότι η ψυχή είναι ουσία αυτό που θα μπορούσαμε εσφαλμένα να συμπεράνουμε είναι όπως αναφέρει ο Καντ ότι: «εγώ ως ένα ον που νοεί..., ούτε γεννώμαι ούτε παρέρχομαι» ή «την διηνεκή διάρκεια της 6 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία», εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.],αθήνα 1999,Β407 7 oπ.π Β411 8 οπ.π Β411

13 ψυχής διαμέσου όλων των μεταβολών και ακόμα και κατά τον θάνατο του ανθρώπου» 9.Με λίγα λόγια ο παραλογισμός υποτίθεται ότι αποδεικνύει την αφθαρσία και περαιτέρω την αθανασία της ψυχής. 10 2)δεύτερος παραλογισμός: απλότητα της ψυχής. O δεύτερος παραλογισμός διατείνεται ότι η ψυχή είναι μία ενέργεια η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα πολλών δρώντων πραγμάτων. Αυτό το επιχείρημα βασίζεται στο ότι κάθε σύνθεση που κάνω πρέπει πάντα να προϋποθέτει ένα Εγώ το οποίο κάνει την σύνθεση, και το οποίο πρέπει να είναι το ίδιο απλό,γιατί ένα σύνθετο ον δεν μπορεί να παράγει μία ενιαία σκέψη( έτσι όπως πολλές λέξεις τις οποίες νοούν πολλά διαφορετικά υποκείμενα δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία ολοκληρωμένη πρόταση-σκέψη). 11 Εδώ και πάλι συγχέεται το «Εγώ νοώ» ως ένα λογικό σημείο αναφοράς και λογικής ενότητας των εμπειριών και των σκέψεων μας, με κάτι που μπορεί να μας δίνει γνώση πάνω στο Εγώ ως ένα πραγματικό αντικείμενο της εμπειρίας/εποπτείας. Περνάμε λοιπόν από την ενότητα του νοείν,στην ενότητα ενός νοούντος υποκειμένου. Το πρόβλημα της ορθολογικής ψυχολογίας είναι ότι θεωρεί την ψυχή ως ένα πράγμα καθ αυτό. Είναι λογικό να συμπεραίνει έτσι ότι, η ψυχή ως ο νοήμων 9 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ[χ.ο.] Αθήνα 1999Α349,Α351 10 Ο Bennett έχει κάποιες αμφιβολίες για το αν μπορούμε όντως να συνάγουμε την αθανασία της ψυχής από το γεγονός ότι είναι ουσία.(βennett Jonathan, Kant s Dialectic, εκδ:cambridge University Press,Great Britain 1974,σελ76-78) 11 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία», εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.]αθήνα 1999παρ.Α354 (Γιατί μολονότι το Ολον νοείν). Ο Bennett ονομάζει αυτό το επιχείρημα «επιχείρημα της ενότητας»: δεν θα μπορούσα να έχω μία ενότητα διακριτών σκέψεων αν αυτές ήταν βασισμένες σε διακριτές ουσίες. Όμως Σύμφωνα με τον Bennett όμως η ενότητα της σύνθεσης των σκέψεων δεν είναι αρκετή για να μας αποδείξει μία ενότητα στο υποκείμενο των σκέψεων, εφόσον δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ένα μία σύνθετη σκέψη να ανήκει σε ένα σύνθετο υποκείμενο.( Ameriks Karl, «Kant s theory of mind, an Analysis of the Paralogism of Pure Reason», εκδ:clarendon Press,Oxford 2000 σελ57-59)

14 εαυτός μας είναι διαφορετικής φύσης από τα υλικά αντικείμενα, τα οποία ως φαινόμενα απλώς παρουσιάζονται μέσα μας. 12 Όμως ακόμα και αν η ψυχή ήταν έτσι απλή καθ αυτή, αυτό δεν θα συνεπαγόταν ότι είναι άυλη, διότι για να διαπιστώσουμε αν έχει μία ομοειδή ουσία με την ύλη, θα έπρεπε να την συγκρίνουμε με την ύλη όπως είναι καθ αυτή. Ενώ όμως η ύλη ως εξωτερικό φαινόμενο παρουσιάζεται ως σύνθετη, δεν έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε τίποτα για το πώς αυτή είναι στην πραγματικότητα πέρα από τα φαινόμενα. Όπως αναφέρει ο Καντ, αυτό το «Κάτι τι» που υπόκειται στην βάση των φαινομένων, μπορεί να είναι οτιδήποτε,ακόμα και απλό στη ουσία του αν και εμφανιζόμενο στις εξωτερικές μας αισθήσεις ως σύνθετη έκταση. 13 Επίσης όπως αναφέρει ο Strawson η διάκριση μεταξύ ψυχής και αντικειμένων ως δύο διαφορετικών ειδών ύπαρξης ανήκει μόνο στο πεδίο της εμπειρίας, όμως όσον αφορά το πεδίο των πραγμάτων καθ αυτά για τα οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα, δεν υπάρχει καμία αντίφαση στο να υποθέσουμε ότι σκέψη και ύλη είναι ομογενείς. 14.Έτσι λοιπόν η ορθολογική ψυχολογία αποτυγχάνει να συγκρίνει ουσιαστικά την ψυχή και την ύλη και να αποδείξει ότι είναι διαφορετικές ουσίες. Η ιδέα του Εγώ ως απλού,δεν μπορεί να μας προσφέρει καμία εμπειρική γνώση. 3)τρίτος παραλογισμός: η ψυχή ως πρόσωπο Ο τρίτος παραλογισμός αφορά την προσωπικότητα δηλαδή την δυνατότητα του να μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την ψυχή μας σε διαφορετικούς χρόνους..ο Καντ συμφωνεί ότι «καθόσον χρόνο εγώ έχω συνείδηση του εαυτού μου, έχω συνείδηση αυτού του χρόνου ως ανήκοντος στην Ενότητα του Εγώ μου».αυτό όμως είναι μία ταυτολογική πρόταση a priori, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδείξει 12 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία»,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.] Αθήνα 1999 Α360 13 οπ.π Α359 14 Strawson P.F., «The Bounds of Sense,An Essay on Kant s Critique of Pure Reason» εκδ:methuen,london,1966,σελ 172

15 την πραγματική ταυτότητα του εαυτού μας. Το πρόβλημα βρίσκεται στην λανθασμένη χρήση της υπερβατικής έννοιας του χρόνου ως μορφή της εμπειρίας μας, πάνω σε ένα συγκεκριμένο άτομο προκειμένου να αποδείξουμε ότι ο εαυτός είναι συνεχής. 15 Όμως, παρόλο που ως άτομα έχουμε ταυτότητα συνείδησης του εαυτού μας σε διάφορους χρόνους, αυτό και πάλι είναι μόνο ένας λογικός όρος της ταυτότητας του Εγώ, και δεν μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτό το ότι εγώ είμαι πραγματικά το ίδιο υποκείμενο. Αυτό γίνεται φανερό ιδιαίτερα αν ένας εξωτερικός παρατηρητής μας εξετάσει κατά διαφορετικές περιόδους. Αυτός ο παρατηρητής δεν θα μπορούσε ποτέ να διαπιστώσει αν εγώ είμαι το ίδιο ή ένα διαφορετικό υποκείμενο στο οποίο έχουν κάπως μεταβιβαστεί οι προηγούμενες σκέψεις και μνήμες, ή αντίστοιχα αν όλη η συνείδηση που αντιλαμβάνομαι τώρα ως δική μου, μπορεί στο παρελθόν να ανήκε σε κάποιον άλλο. Πράγματι από την πλευρά του Καντ, δεν υπάρχει καμία αντίφαση στην ιδέα ότι μία σκέψη ή μνήμη δεν είναι πραγματικά δική μου αλλά κάποιου άλλου που εγώ λανθασμένα την θεωρώ ως δική μου. 16 Η ορθολογική ψυχολογία για μία ακόμη φορά προσπαθεί να βασιστεί όχι σε εμπειρικά δεδομένα, αλλά μόνο σε μία απλή ενατένιση του εαυτού μας και της ενότητας της αυτοσυνειδησίας μας. 4) τέταρτος παραλογισμός: η απόρριψη του ιδεαλισμού Ο τέταρτος παραλογισμός υποστηρίζει ότι η ύπαρξη των αντικειμένων των εξωτερικών αισθήσεων είναι αμφίβολη. Η θεωρία αυτή βασίζεται στο σκεπτικιστικό μοντέλο του Descartes που ο Καντ αποκαλεί εμπειρικό ιδεαλισμό. Σύμφωνα με τον Descartes, είμαστε απόλυτα σίγουροι για την ύπαρξη του εαυτού μας και των ιδεών μας, εφόσον είναι άμεσα γνωστά σε μας. Πέρα από εμάς, υπάρχει ένας κόσμος εξωτερικών πραγμάτων ανεξάρτητος από την αντίληψή μας γι αυτόν. Τα πράγματα αυτού του 15 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία»,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.] Αθήνα 1999 (Α362) 16 Για μία εκτενή ανάλυση της δυνατότητας ημι-μνημών,δες Βennett Jonathan, Kant s Dialectic,εκδ:Cambridge University Press,Great Britain 1974(σελ 97-100)

16 κόσμου δεν τα γνωρίζουμε άμεσα, αλλά τα θεωρούμε ως αιτίες των ιδεών μας και συνάγουμε την ύπαρξη τους από τις ιδέες που έχουμε γι αυτά. 17 Όμως από το γεγονός ότι έχουμε ιδέες, δεν μπορούμε να συναγάγουμε με βεβαιότητα την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων, 18 και ακόμα και αν θα ήμασταν βέβαιοι για την ύπαρξη τους, θα τα γνωρίζαμε μόνο ως φαινόμενα, και όχι ως πράγματα καθ αυτά. 19 Ο Καντ συμφωνεί στο ότι έχουμε επίγνωση του εαυτού μας και των ιδεών μας, αλλά διαφωνεί στο ότι η γνώση των εξωτερικών αντικειμένων είναι προϊόν συλλογισμού. Σύμφωνα με τον υπερβατολογικό ιδεαλισμό, ο χωροχρόνος και τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν είναι απλά φαινόμενα, και έτσι δεν έχουν ύπαρξη χωριστά από τις αντιλήψεις που έχουμε για αυτά. Έτσι λοιπόν, τόσο τα φυσικά αντικείμενα όσο και τα αντικείμενα της εσωτερικής εμπειρίας, είναι ιδέες άρα και τα δύο έχουν εξίσου σίγουρη ύπαρξη. 20 Ο Καντ καλεί εναλλακτικά την θεωρία του με το όνομα εμπειρικός ρεαλισμός, για να ξεκαθαρίσει ότι τα εξωτερικά αντικείμενα δίνονται όντως στην αντίληψη μας,με την διαφορά ότι δεν ταυτίζονται με τα υπερβατολογικά εξωτερικά αντικείμενα, δηλαδή τα πράγματα καθ αυτά. Η θεωρία του Καντ σε αυτό το σημείο φαίνεται να μοιάζει με αυτήν του Berkeley,ο οποίος ακολουθώντας το ίδιο σκεπτικό της μη διάκρισης μεταξύ ιδεών και αντικειμένων, καταλήγει ότι έχουμε επίγνωση μόνο των ιδεών μας, και στην συνέχεια εξισώνει τις ιδέες με τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου σε ένα άυλο σύστημα.ο Καντ προσωπικά απέρριψε τον υποκειμενισμό του Berkeley σύμφωνα με τον οποίο τα αντικείμενα δεν μπορούν να δοθούν εμπειρικά έξω από μας και ταυτίζονται με τις άυλες ιδέες μας, και τον εξέλαβε ως δογματικό ιδεαλισμό. 21 17 Ντεκάρτ Ρενέ, Στοχασμοί περι της πρώτης φιλοσοφίας, μετ-σχ Ευάγγελος Βανταράκης, εκδ Εκρεμμές, Αθήνα 2003,(2 ος στοχασμός,παρ24-34) 18 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία», εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.] Αθήνα 1999 Α368 19 οπ.π, Α372 20 οπ.π., A369-Α371 21 όπ.π Β274

17 Παρόλα αυτά αρκετοί έχουν κατηγορήσει τον Καντ για υποκειμενισμό. Αυτό βασίζεται κυρίως στην αναφορά του Καντ στο ότι τα εξωτερικά αντικείμενα είναι απλώς φαινόμενα. «Τώρα όμως τα εξωτερικά αντικείμενα (τα σώματα) είναι απλώς φαινόμενα, συνεπώς τίποτα άλλο από ένα είδος παραστάσεων μου, των οποίων τα αντικείμενα μονάχα μέσω αυτών των παραστάσεων είναι κάτι τι, χωριστά όμως από αυτές δεν είναι τίποτα» 22 Το πρόβλημα που προκύπτει είναι η σχέση της εποπτείας μας και αυτών των αντικειμένων. Αν δεχθούμε ότι το αντικείμενο της εποπτείας είναι απλώς μέρος του περιεχομένου της εσωτερικής μας αίσθησης, τότε κάθε αντικείμενο θα ήταν ιδιωτικό, ενώ αν δεχθούμε ότι βρίσκεται εντελώς έξω από εμάς, τότε δεν μπορούμε να αποδείξουμε αν πραγματικά αυτό το αντικείμενο είναι όπως φαίνεται. Ο Καντ ξεπερνά αυτό το πρόβλημα που είχε και ο Berkeley κάνοντας μια διάκριση της πραγματικότητας των αντικειμένων σε δύο διαφορετικά επίπεδα. Από την σκοπιά του κοινού ή του επιστημονικού νου μπορούμε να μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι ο χωροχρόνος και τα αντικείμενα που περιέχονται σε αυτόν είναι όντως πραγματικά. Από την σκοπιά όμως της φιλοσοφικής και συγκεκριμένα της Καντιανής κριτικής φιλοσοφίας, μπορούμε να πούμε ότι τα χωροχρονικά αντικείμενα είναι φαινομενικά διότι είναι εξαρτημένα από τον νου μας. Έτσι λοιπόν τα αντικείμενα μπορούν να είναι ταυτόχρονα εμπειρικά πραγματικά, αλλά και υπερβατικά ιδεώδη, λόγω της εξάρτησης τους από τον νου 23 Το πρόβλημα του υποκειμενισμού όμως παραμένει. Ο Καντ έχει δηλώσει στην Αισθητική ότι τα αντικείμενα είναι παραστάσεις και αυτές λαβαίνουν χώρα αποκλειστικά μέσα σε ατομικούς νόες, πώς μπορούμε λοιπόν να ξέρουμε αν πραγματικά ο χωροχρόνος και τα αντικείμενα του είναι φαινόμενα που ανήκουν στην εμπειρία των ανθρώπων ως τέτοιων και δεν διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Πώς δηλαδή μπορεί κάποιος να περάσει από τα 22 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία»,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Παπαζήση, εκδ [χ.ο.] Αθήνα 1999,Α371 23 Walsh W.H., «Kant s criticism of metaphysics,εκδ.edinburg University Press,1975, (σελ.29)

18 ιδιωτικά αισθητηριακά δεδομένα σε έναν δημόσιο κόσμο που υπάρχει ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους παρατηρητές? Ο Καντ απαντάει σε αυτήν την δυσκολία με διάφορους τρόπους. Όπως είπαμε ο κόσμος έχει μία ουσιώδη σχέση με τον νου αλλά όχι με τον νου κάποιου συγκεκριμένου ατόμου, αλλά με τον νου εν γένει. Με άλλα λόγια όταν ο Καντ αναφέρεται στην σχέση των σωμάτων με τις αναπαραστάσεις μου,το «μου» αυτό έχει όχι τόσο την έννοια ενός συγκεκριμένου,ατομικού και εμπειρικού εγώ, αλλά την έννοια του εαυτού μας ως ορθολογικού όντος και λογικού υποκειμένου. Επιπλέον τα αντικείμενα για τα οποία γίνεται λόγος, δεν είναι απλώς ένα συνονθύλευμα αισθητηριακών δεδομένων, αλλά συγκροτούνται μέσω ενός εννοιολογικού μηχανισμού και μέσω συγκεκριμένων καθολικών κανόνων που είναι κοινοί σε όλους τους ανθρώπους ως γένος. Άρα, ναι μεν ο κάθε ένας έχει τις δικές του αντιλήψεις, η φύση όμως όπως την αντιλαμβανόμαστε είναι η ίδια για όλους. 24 Στην δεύτερη έκδοση της κριτικής ο Καντ προσέφερε ένα άλλο επιχείρημα για την απόδειξη ότι ο εξωτερικός μας κόσμος όντως υπάρχει. Σύμφωνα με αυτήν, ή ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου γύρω μας αποδεικνύεται μόνο και μόνο από το γεγονός ότι έχουμε συνείδηση της δικής μας ύπαρξης. Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή του επιχειρήματος, η εσωτερική μας αντίληψη προϋποθέτει την αντικειμενική χρονική κατάταξη των φαινομένων μέσα μας, η οποία με την σειρά της απαιτεί κάτι το οποίο να είναι μόνιμο και διαρκές στην αντίληψή μας. Εφόσον αυτό το μόνιμο δεν μπορεί να βρεθεί σε τίποτε μέσα στις νοητικές καταστάσεις μας, πρέπει να υπάρχει κάτι μόνιμο έξω από εμένα. 25 Η πλάνη του τέταρτου παραλογισμού προκύπτει και διότι από το γεγονός ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τον εαυτό μας ως νοούν υποκείμενο, συμπεραίνουμε λανθασμένα ότι η συνείδηση του εαυτού μας έχει ξέχωρη ύπαρξη από τα πράγματα έξω από εμάς. 26 24 Kant Immanuel,Κριτική του Καθαρού Λόγου, μεταφρ Α.Γιανναράς, εκδ.παπαζήση, Αθήνα 1979 (Α127-128) 25 όπ.π (Β275) 26 Κant Immanuel, «Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία»,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.Παπαζήση,εκδ [χ.ο.],αθήνα 1999 (Β409)

19 5)Επίλογος H ορθολογική ψυχολογία δεν μπορεί να μας δώσει πληροφορίες όσον αφορά το Εγώ, γιατί δεν βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα αλλά πάνω στον λογικό ρόλο του υπερβατολογικού υποκειμένου, για το οποίο δεν έχουμε καμία εποπτεία. Έχουμε λοιπόν επίγνωση του εαυτού μας ως ενός σκεπτόμενου όντος, λόγω της επίγνωσης της αυθόρμητης δράσης της σκέψης μας, που μας δίνει την παράσταση του εγώ σκέφτομαι ως μία ενότητα της νόησης που ακολουθεί όλες τις κρίσεις μας, όμως που εν τέλει δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε μία ενόραση στο τι πραγματικά είμαστε σαν σκεφτόμενο υποκείμενο, πέρα από μία το πώς παρουσιαζόμαστε ως φαινόμενο στους ίδιους μας τους εαυτούς. 27 Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι, όταν ο Καντ λέει ότι γνωρίζουμε τον εαυτό μας ως φαινόμενο, εννοεί ως ένα αντικείμενο της εμπειρίας, δηλ η εσωτερική μας αίσθηση μας δίνει μία παθητική ενόραση του εαυτού μας, η οποία πολύ απέχει από το να είναι πραγματική γνώση αυτού.φυσικά ο εαυτός μας υφίσταται και ως ένα αυτενεργό όν, πχ όταν δρα ως ένας ηθικός δράστης. Ο Καντ όμως επιμένει ότι αυτόν τον εαυτό που ανήκει στο πεδίο των νοοουμένων, δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε πραγματικά διότι δεν έχουμε μία ενεργητική ενόρασή του. 28 27 Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι αν και ο Walsh συμφωνεί με το σκεπτικό του Καντ για την αυταπάτη των ορθολογικών ψυχολόγων, αμφιβάλλει ως προς το γεγονός αυτή είναι μία φυσική πλάνη την οποία δεν μπορούμε να αποφύγουμε μέσω της οποίας αναγκαζόμαστε να καταλήξουμε στην ορθολογική Ψυχολογία, όπως θα το θελε ο Καντ. Το λάθος μπορεί αν προέρχεται από μία απλή σειρά νοητικών λαθών, δηλαδή μία σύγχυση γύρω από τον ρόλο και της σημασίας και της χρήσης του «Εγώ νοώ», κάνοντας λάθη τα οποία εύκολα μπορούμε να αποφύγουμε ή να απορρίψουμε αν τα κατανοήσουμε.( Walsh W.H., Kant s criticism of metaphysics,εκδ.edinburg University Press,1975.σελ 195) 28 Kant Immanuel,Κριτική του Καθαρού Λόγου, μεταφρ Α.Γιανναρας, εκδ.παπαζήση, Αθήνα 1979,(Β158)

20 Τέλος ο Καντ αν και απορρίπτει την ορθολογική ψυχολογία, δέχεται την ύπαρξη μίας εμπειρικής ψυχολογίας η οποία θα μπορεί να μας προσφέρει γνώση για την ψυχή, βασιζόμενη όμως σε εμπειρικά δεδομένα μέσω της παρατήρησης του εσωτερικού εαυτού μας. Αυτή η επιστήμη δεν θα έχει ως αφετηρία το cogito του Descartes,αλλά έναν εαυτό για τον οποίο θα μπορούμε να συλλέξουμε δεδομένα και πληροφορίες μέσω εποπτείας των διαφόρων καταστάσεών του.. 29 29 Αν και ο Καντ διατυπώνει αμφιβολίες για το αν μία εμπειρική ψυχολογία θα μπορούσε να έχει το στάτους κανονικής επιστήμης λόγω μεθοδολογικών προβλημάτων, ( Hatfield Gary, «Empirical,rational,and transcendental psychology: Psychology as science and as philosophy»,στο The Cambridge Companion to Kant,ed by Paul Guyer,εκδ.Cambridge University Press,USA 1992 σελ 219-212)

21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΥ ΛΟΓΟΥ 1)Ορισμός και η ιδιαίτερη σημασία των αντινομιών Αντινομία είναι ένα επιχείρημα που αφορά φαινομενικά συγκρουόμενα συμπεράσματα και μπορεί να λυθεί μόνο με την βοήθεια της Καντιανής φιλοσοφίας. Οι τέσσερις αντινομίες αφορούν τα χωροχρονικά όρια του κόσμου, την σύσταση της ύλης, την πρώτη αιτία, και την πρώτη ουσία/υπόσταση. Σύμφωνα με τον Καντ, ο βασικός λόγος για τον οποίο ο Λόγος μας πέφτει σε αντινομίες, είναι διότι περνάει τα όρια της εμπειρίας και συγκεκριμένα, απαιτεί και ψάχνει για κάθε δεδομένο την απόλυτη ολότητα των όρων του. Μάλιστα αυτή η απαίτηση δεν είναι αυθαίρετη αλλά ανήκει στην φύση της ανθρώπινης Λόγου και είναι αναπόφευκτη. 1 Οι αντινομίες αποτελούν το πιο σημαντικό κεφάλαιο της Υπερβατικής Διαλεκτικής του Καντ, κάτι που επισημαίνει και ο ίδιος όταν μιλώντας για τις κοσμολογικές ιδέες τονίζει : «Αυτό το προϊόν της καθαρής λογικής μέσα στην υπερβατική του χρησιμοποίηση είναι το πιο αξιόλογο φαινόμενο της καθαρής λογικής, και δρα ισχυρότερα από κάθε τι άλλο για να ξυπνήσει τη Φιλοσοφία από τον δογματικό της ύπνο και να την παρακινήσει στο βαρύ έργο που είναι η κριτική της Λογικής» 2 Με τους παραλογισμούς ο Καντ δεν μένει απλώς στο να δείξει ότι η μεταφυσική δεν μπορεί να έχει το στάτους μίας πραγματικής επιστήμης, αλλά και γιατί ακριβώς στερείται συνάφειας και συνοχής. Σύμφωνα με τον Καντ, ο ανθρώπινος λόγος, όταν ασχολείται με κοσμολογικά επιχειρήματα, καταλήγει σε δύο εξίσου 1 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999, (Β436 και Α422/Β450) 2 Immanuel Kant,Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη, εισ-μετ-σχ Γιάννη Τζαβάρα, εκδ.»δωδωνη»,αθήνα-γιάννινα,1982,σελ 142,παρ50

22 δυνατές αλλά και αντιφατικές θέσεις, πράγμα που απαιτεί την εγκατάλειψη του όλου επιχειρήματος. Έτσι λοιπόν οι δογματικοί φιλόσοφοι όχι μόνο μιλάνε για πράγματα που δεν μπορούν να επαληθευθούν στην εμπειρία, αλλά περιέρχονται σε ένα αδιέξοδο από το οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν, διότι και οι δύο αντιμαχόμενες απόψεις βασίζονται σε προφανείς και ακαταμάχητες αποδείξεις. 3 Επιπλέον, οι αντινομίες λειτουργούν ως μία έμμεση απόδειξη του βασικού αξιώματος της φιλοσοφίας του Kant δηλ. του υπερβατολογικού ιδεαλισμού, αφού η λύση των αντινομιών μπορεί να προέλθει μόνο όταν έρθει στην επιφάνεια το γεγονός ότι και τα δύο μέρη προϋποθέτουν το λανθασμένο και αντιφατικό αξίωμα ότι ο κόσμος των πραγμάτων στον χωροχρόνο υπάρχει καθ αυτόν,σε πλήρη ανεξαρτησία από τον νου, πράγμα που είναι μία φυσική πλάνη. 4 Στη συνέχεια θα δούμε σύντομα τα επιχειρήματα της θέσης και αντίθεσης της κάθε αντινομίας καθώς και της λύσης που προσφέρει ο Καντ γι αυτές. Οι δύο πρώτες αντινομίες (μαθηματικές) θα εξεταστούν χωριστά από τις δύο τελευταίες (δυναμικές) για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω. 2)πρώτη αντινομία Σύμφωνα με την πρώτη αντινομία, ο κόσμος έχει μία αρχή στο χρόνο/ και ως προς το χώρο είναι περικλεισμένος σε όρια. α)θέση i)χρόνος 3 Immanuel Kant,Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη, εισ-μετ-σχ Γιάννη Τζαβάρα,εκδ.»ΔΩΔΩΝΗ»,Αθήνα-Γιάννινα,1982,σελ145-148,παρ.52-52β.Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε επίσης ότι ο σχολιαστής Al-Azm κάνει μία ενδιαφέρουσα ανάλυση των αντινομιών, σύμφωνα με την οποία ο Καντ καταστρώνει τα επιχειρήματα με βάση την πραγματική αντιμαχία μεταξύ των φιλοσόφων Leibniz και Clarke.Η θέση έτσι αντανακλά τις βασικές θέσεις του Νεύτωνα για την σύλληψη του χωροχρόνου,ενώ η αντίθεση τις θέσεις μεταφυσικών φιλοσόφων όπως ο Leibniz και ο Wolff.( Al Azm,J.Sadik,The origins of Kant s arguments in the antinomies,εκδ.crarendon Press,Oxford,1972,σελ.3,6-7) 4 Πιο αναλυτικά δες παρακάτω το κεφάλαιο της λύσης των αντινομιών.

23 Όσον αφορά τον χρόνο, σύμφωνα με την απόδειξη της θέσης, αν ο κόσμος δεν είχε μία αρχή, αυτό θα σήμαινε ότι σε κάθε δεδομένη στιγμή θα έχει παρέλθει μία άπειρη σειρά καταστάσεων, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με την ιδέα της αιωνιότητας, ως μίας άπειρης σειράς η οποία δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί μέσω διαδοχικής σύνθεσης. 5 Σύμφωνα με τον Strawson, εδώ ο Καντ κάνει το λάθος να θεωρεί το πέρασμα του χρόνου σαν το μέτρημα μίας διαδοχικής σειράς στιγμών που θα πρέπει να έχει αρχίσει σε κάποια στιγμή, πράγμα που αποκλείει εκ των προτέρων την δυνατότητα η σειρά αυτή να είναι ταυτόχρονα άπειρη και πλήρης 6.Όμως δεν είναι αναγκαίο να υποθέσουμε ότι η σειρά αυτή έχει μία πρώτη αρχή και ένα τέλος σε ένα μετέπειτα σημείο αυτής. Ο Καντ δεν μπορεί να αποκλείσει την δυνατότητα η παράσταση της χρονικής σειράς να είναι της μορφής. -4,-3,-2,-1,0,όπου 0 η στιγμή την οποία αρχίσαμε να μετράμε τον χρόνο. 7 ii)χώρος Η θέση υποστηρίζει ότι ο κόσμος πρέπει να έχει όρια στον χώρο, διότι αν ο κόσμος ήταν άπειρος τότε θα έπρεπε να προϋποθέσουμε έναν άπειρο χρόνο ο οποίος θα μας χρειαζόταν για να τον «διανύσουμε» με την σκέψη μας,προκειμένου να τον συλλάβουμε στην ολότητά του. 8 Εδώ ο Καντ βασίζεται στην διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών ολοτήτων (totalities).σε αντίθεση με τον χώρο καθ αυτό που είναι μία αναλυτική ολότητα, (δηλαδή μπορούμε να έχουμε την ενόρασή του ως όλου),ο κόσμος ο οποίος βρίσκεται μέσα σε αυτόν τον χώρο είναι μία συνθετική ολότητα. 5 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία, εισμετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999παρ Α426/Β454 επίσης «η αληθινή (υπερβατική) έννοια της Απειρίας είναι ότι η διαδοχική σύνθεση της ενότητος στη διαμέτρηση ενός quantum δεν μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί.» οπ.π Α432/Β460) 6 Strawson P.F., The Bounds of Sense,An Essay on Kant s Critique of Pure Reason,εκδ:Methuen,London,1966σελ176-177 7 Βennett Jonathan, Kant s Dialectic, εκδ:cambridge University Press,Great Britain 1974σελ 117-119 8 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999,Α430/Β658

24 Kατά τον Al Azm η θέση βασίζεται στις Νευτώνειες αρχές περί διάκρισης μεταξύ του απολύτου χώρου, και του κόσμου που έχει μία συγκεκριμένη θέση μέσα σε αυτόν. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κόσμος μπορεί να συλληφθεί στην ολότητα του μόνο μέσω μίας διαδοχικής σύνθεσης των μερών του και άρα πρέπει να είναι περατός σε μέγεθος. 9 Η ιδέα μίας βαθμιαίας ανακάλυψης του κόσμου προκειμένου να απορριφθεί η απειρία του χώρου, προέρχεται και πάλι από το Καντιανό δόγμα του υπερβατολογικού ιδεαλισμού που είδαμε και στους παραλογισμούς. Μία από τις επιπτώσεις αυτού του δόγματος είναι ότι, οτιδήποτε μπορώ να κατανοήσω για τον κόσμο, βασίζεται σε ό,τι θα μπορούσα κατ αρχήν να ανακαλύψω εγώ ο ίδιος. Κατ αυτόν τον τρόπο για να μπορώ να πω ότι ο κόσμος μου είναι άπειρος σε μέγεθος, θα έπρεπε να μπορώ να έχω εποπτεύσει ή ανακαλύψει κάθε μέρος του, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτό από τον Καντ, διότι θα σήμαινε ότι θα είχα και ένα απόθεμα άπειρων μνημών. 10 Ο Al Azm τονίζει ότι αν και είναι αλήθεια ότι εμείς ως ανθρώπινα όντα με περιορισμένες νοητικές δυνατότητες είμαστε a priori ανίκανοι να συλλάβουμε μία άπειρη ολότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η άπειρη ολότητα δεν υπάρχει λόγω ακριβώς της δικής μας αδυναμίας να την συλλάβουμε, αλλά λόγω του γεγονότος ότι η σύνθεση των μερών μίας τέτοιας ολότητας θα πρέπει να λάβει χώρα κατά την διάρκεια ενός περατού χρονικού διαστήματος, πράγμα που οδηγεί σε αντίφαση. 11 Σύμφωνα με τον Bennett,ο Καντ δεν κατανοεί σωστά την έννοια του απείρου, και σύγχρονες ερμηνείες όπως του Frege για την έννοια του άπειρου αριθμού, κάνουν 9 Ο Locke φαίνεται να έχει επίσης την ίδια άποψη περί απειρίας Al Azm,J.Sadik,The origins of Kant s arguments in the antinomies, εκδ. Crarendon Press,Oxford,1972,σελ 10-13 10 δες πιο αναλυτικά Βennett Jonathan, Kant s Dialectic, εκδ:cambridge University Press,Great Britain 1974).,σελ 121-3, εδώ μπορούμε επίσης να αναφέρουμε ότι το η επιχειρηματολογία του Καντ έχει το μειονέκτημα να προϋποθέτει αξιώματα τα οποία υποτίθεται ότι θέλει να αποδείξει, συγκεκριμένα χρησιμοποιεί φαινομεναλιστικά στοιχεία του υπερβατολογικού ιδεαλισμού όπως το μέγεθος του κόσμου σε σχέση με το πόσο χρόνο χρειάζεται κάποιος για να τον εξερευνήσει, για να αποδείξει όπως θα δούμε παρακάτω ότι η όλη αντίφαση μεταξύ θέσης και αντίθεσης μπορεί να λυθεί μόνο μέσω των δογμάτων του υπερβατικού ιδεαλισμού, έτσι το επιχείρημα του καταλήγει κυκλικό. 11 Al Azm,J.Sadik,The origins of Kant s arguments in the antinomies, εκδ.crarendon Press,Oxford,1972,σελ 19

25 την έννοια ενός κόσμου άπειρου σε μέγεθος εύκολα αντιληπτή και δεκτή. Ένας αριθμός που δηλώνει ένα άπειρο μέγεθος δεν ταυτίζεται αλλά ούτε καν ανήκει στην σειρά των φυσικών αριθμών. Είναι λάθος να μιλάμε για έναν άπειρα μεγάλο αριθμό σαν έναν που βρίσκεται στην πιο απόμακρη θέση στη αλυσίδα των φυσικών αριθμών, όπως και είναι λάθος να θεωρούμε ότι ένας άπειρα μεγάλος κόσμος σημαίνει ότι κάτι βρίσκεται σε άπειρα απόμακρη απόσταση από εμάς. Η απόσταση μεταξύ δύο σημείων αυτού του κόσμου δεν είναι ποτέ άπειρη αν και μπορεί να υπάρχουν άπειρα σημεία σε αυτόν τον κόσμο. 12 β)αντίθεση Σύμφωνα με την αντίθεση ο κόσμος δεν έχει αρχή και όρια στον χωροχρόνο, αλλά είναι άπειρος. i) χρόνος Αν ο κόσμος είχε μία αρχή σε μία συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο, αυτό θα σήμαινε ότι πριν από αυτήν θα πρέπει να υπήρχε ένας κενός, ομοιογενής χρόνος στον οποίο δεν θα συνέβαινε τίποτα και έτσι δεν θα περιείχε κανένα διαφοροποιητικό μέτρο σύγκρισης που να εξηγεί το γιατί ο κόσμος άρχισε την συγκεκριμένη στιγμή και όχι κάποια άλλη, σύμφωνα με το αίτημα του αποχρώντα λόγου. 13 12 Για περισσότερες λεπτομέρειες δες Βennett Jonathan, Kant s Dialectic, εκδ:cambridge University Press,Great Britain 1974,σελ.126-132 13 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία, εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος, εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999,Α427/Β455.Αποχρών Λόγος είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία για κάθε γεγονός πρέπει να υπάρχει ένας μία επαρκής αιτία η οποία ν εξηγά γιατί έγινε έτσι και όχι αλλιώς. Αν και ο Καντ θεωρεί ότι η αρχή του αποχρώντος λόγου είναι συνθετική, για τους ορθολογιστές και τον Λάιμπνιτς αποτελεί μαζί με την αρχή της μη αντίφασης τις δύο λογικές αρχές στις οποίες πρέπει να βασίζονται όλοι οι συλλογισμοί.( Leibniz Gottfried Wilhelm,.,Η Μοναδολογία,εις. Γεράσιμος Βώκος,μετ. Στέφανος Λαζαρίδης, εκδ. Υπερίων,Θεσσαλονίκη,1997, σελ 47,παρ31-32)

26 Επιπλέον, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ή να έχουμε την εποπτεία ενός «κενού χρόνου» ο οποίος θα λειτουργούσε ως ένα όριο. 14 Σύμφωνα όμως με τον Bennett,από το γεγονός ότι δεν μπορούμε να νοήσουμε έναν χρόνο έξω από τον κόσμο μας,δεν συνάγεται ότι ένα πρώτο συμβάν δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό. Το μόνο που συμπεραίνουμε είναι ότι αυτό το πρώτο γεγονός θα έχει λάβει χώρα σε μία πρώτη στιγμή εντός του κοσμικού χρόνου. 15 ii)χώρος To επιχείρημα της αντίθεσης υπέρ του κόσμου ως χωρικά άπειρου είναι με συντομία το εξής: εάν ο κόσμος ήταν περατός είχε δηλαδή όρια στον χώρο, αυτό θα σήμαινε ότι όχι μόνο βρίσκεται μέσα στον χώρο, αλλά έχει και μία είδους χωρική σχέση με /προς τον χώρο, που φαίνεται να μην έχει νόημα. To επιχείρημα της αντίθεσης βασίζεται κατά πολύ στην θεωρία του Leibniz για τον χώρο (αναφορική θεωρία του χώρου) σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει χώρος (ή και χρόνος) χωρίς να υπάρχουν πράγματα μέσα σε αυτόν, και αν δεν υπήρχαν πράγματα τοποθετημένα μέσα στον χώρο, το ένα σημείο του χώρου δεν θα μπορούσε να διαφέρει από το άλλο. 16 Ο χώρος καθ αυτόν δεν υφίσταται ως μία απόλυτη πραγματικότητα όπως υποστήριζε ο Νεύτωνας, και έτσι δεν έχει νόημα να πού με ότι ο κόσμος μας περιέχεται μέσα σε έναν απόλυτο χώρο εφόσον δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ των δύο. 3)δεύτερη αντινομία Η δεύτερη αντινομία αφορά τα σύνθετα πράγματα ή ουσίες που υπάρχουν στον χώρο και πιο συγκεκριμένα την άπειρη ή μη άπειρη διαιρετότητα της ουσίας. 14 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία,εισ-μετ-παρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999,Α 433-Β461 («ένας χώρος κατά συνέπεια..ισχύει επίσης και για τον χρόνο») 15 Βennett Jonathan, Kant s Dialectic, εκδ: Cambridge University Press,Great Britain 1974,σελ 160-161 16 Αυτό βασίζεται στην θεωρία του Leibniz περί αδιακρίτων. Δύο σημεία χώρου ή δύο διάρκειες χρόνου πρέπει εκτός από ποσοτικές να έχουν και ποιοτικές διαφορές, δηλ αντικείμενα ή γεγονότα διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να τις ξεχωρίσουμε.( Leibniz Gottfried Wilhelm,.,Η Μοναδολογία,εισ. Γεράσιμος Βώκος, μετ. Στέφανος Λαζαρίδης, εκδ. Υπερίων,Θεσσαλονίκη,1997, σελ 433,παρ8,)

27 Σύμφωνα με την θέση: «Κάθε μία συντεθειμένη (σύνθετη) ουσία στον κόσμο συνίσταται από απλά μέρη, και δεν υπάρχει πουθενά τίποτα εκτός από το Απλό, ή ό,τι είναι συντεθειμένο από αυτό.» (κ.κ.λ. Α434/Β462) Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, αν από μία σύνθετη ουσία αφαιρούσαμε μέσω της φαντασίας μας όλη την σύνθεση θα έμεναν μόνο τα απλά μέρη, διαφορετικά δεν θα έμενε τίποτε απολύτως, που φυσικά δεν είναι δυνατόν εφόσον η ύλη υπάρχει. Το επιχείρημα αυτό βασίζεται στην έννοια της «σύνθεσης» ως μίας τυχαίας/ συμπτωματικής σχέσης ή εξωτερικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι απλές συστατικές ουσίες της ύλης, και η οποία ως εκ τούτου μπορεί να αφαιρεθεί έστω και θεωρητικά από ένα σύνθετο αντικείμενο,χωρίς αυτό να αλλάξει την φύση των συστατικών που το αποτελούν 17. ii) αντίθεση H αντίθεση αποτελείται από δύο μέρη: Το πρώτο μέρος δηλώνει ότι «Κανένα συντεθειμένο (σύνθετο) πράγμα στον κόσμο δεν συνίσταται από απλά μέρη» Η απόδειξη έχει ως εξής: Εάν δεχτούμε ότι το κάθε σύνθετο πράγμα συνίσταται από απλά μέρη θα οδηγηθούμε σε παράλογα συμπεράσματα. Εφόσον τα απλά αυτά μέρη όπως και τα σύνθετα βρίσκονται στον χώρο,και εφόσον ο χώρος αποτελείται όχι από απλά μέρη αλλά από χώρους/διαστήματα, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι είτε αυτά τα απλά μέρη δεν βρίσκονται πουθενά,είτε ότι αυτά τα απλά μέρη είναι με την σειρά τους ένα σύνθετο ουσιών, πράγμα που αποτελεί αντίφαση. 18 Εδώ ο Καντ επιτίθεται στου λεγόμενους ατομιστές της Νευτώνειας σχολής. Σύμφωνα με το αξίωμα του Leibniz για την άπειρη διαιρετότητα της ύλης, το να βρίσκεται κάτι στον χώρο σημαίνει ότι πρέπει να είναι σύνθετο, χωρίς να υπάρχει διάκριση μεταξύ της ύλης και του χώρου στον οποίο βρίσκεται αυτή. Αντίθετα, οι ατομιστές δέχονται την ύπαρξη απλών μερών στον χώρο, και τον διαχωρισμό μεταξύ ενός αδιαίρετου χώρου και μίας περατώς διαιρέσιμης ύλης. 17 Αυτή η έννοια της σύνθεσης είναι θεμελιώδης στην Νευτώνεια σύλληψη της φυσικής πραγματικότητας ( Al Azm,J.Sadik,The origins of Kant s arguments in the antinomies,εκδ.crarendon Press,Oxford,1972, σελ 54-56) 18 Κant Immanuel, Κριτική του καθαρού λόγου Υπερβατική Διαλεκτική και Υπερβατική Μεθοδολογία, εισ-μετπαρ Μιχαήλ Φ. Δημητρακόπουλος,εκδ.[χ.ο.] Αθήνα 1999,Α435-Β463