Μέρος Πρώτο. Βιβλίο Ι



Σχετικά έγγραφα
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ONORA O' NEIL

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

Πιστεύουν οι νέοι, και γιατί. Πέλα Μαράκη Ιωάννα Κλάδη Μαργαρίτα Μαρκάκη Γιώργος Περάκης

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Η έννοια της Θρησκευτικής Εµπειρίας στη Διαπροσωπική Θεωρία Ψυχανάλυσης του Erich Fromm: Προεκτάσεις στη διδασκαλία του µαθήµατος των Θρησκευτικών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 12η (Α 2, 5-6) - Ο άνθρωπος είναι «ζ?ον πολιτικ?ν»

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

7. Η θεωρία του ωφελιµ ισµ ού

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 3: Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

"Να είσαι ΕΣΥ! Όλοι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι." Oscar Wilde

Μανώλης Ισχάκης. Μανώλης Ισχάκης. WYS NLP Life Coaching. Ζήσε με Πάθος! Σελίδα 1

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

e-seminars Αναπτύσσομαι 1 Προσωπική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. Απόσπασμα από το βιβλίο Ενδυναμώνοντας την Ψυχή Μέσω του Διαλογισμού από τον Ρατζίντερ Σινγκ

Συναισθήματα και η Διαχείρισή τους

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Η Αριστοτελική Φρόνηση

1ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου. Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής Αρχαία ελληνική φιλοσοφία

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΜΟΡΦΕΣ ΕΜΦΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ-ΔΙΑΥΛΩΝ. Βιβλίο-Δίαυλος 1: Η ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

VIDEOφιλοσοφείν: Η τεχνολογία στην υπηρεσία της Φιλοσοφίας

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Αντιμετώπιση και Διαχείριση των Προβλημάτων στην Σύγχρονη Καθημερινή Πραγματικότητα

Ορθόδοξο Ορφανοτροφείο στην Ινδία. Ανακτήθηκε από (8/9/2016). * * *

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Φ 619 Προβλήματα Βιοηθικής

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ. Μάθημα 4 «Η διαισθητική βιολογία των μικρών παιδιών»

ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Του Ρόµπερτ Ηλία Νατζέµυ

20 Θετικοί γονείς Ευτυχισμένα παιδιά

Επιχειρηματική Ηθική Τμήμα Λογιστικής και Χρηματ/μικής

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

3. Η θεωρία του Αριστοτέλη για τη µεσότητα

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

Θεραπευτική υποστήριξη σε προβλήματα εθισμού Πρόγραμμα Ψυχοθεραπευτικής Yποστήριξης Aτόμων και οικογενειών με πρόβλημα εθισμού

< > Ο ΚΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

Αριστοτέλη "Ηθικά Νικομάχεια" μετάφραση ενοτήτων 1-10 Κυριακή, 09 Δεκέμβριος :23 - Τελευταία Ενημέρωση Δευτέρα, 16 Σεπτέμβριος :21

ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

GEORGE BERKELEY ( )

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 2: ΗΘΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 5: H ανάπτυξη της ηθικότητας και της προκοινωνικής

Σήμερα κινδυνεύουμε είτε να μας απορροφήσουν τα δεινά του βίου και να μας εξαφανίσουν κάθε

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Μάχη Νικολάρα: Δεν ακούγεται και πολύ δημιουργικό αυτό, έτσι όπως το περιγράφετε.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 4: Ιατρική ηθική. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

Φροντιστήρια Εν-τάξη Σελίδα 1 από 5

μαθημα δεύτερο: Βασικοί ορισμοί και κανόνεσ 9 MAΘΗΜΑ ΤΡΙΤΟ: Το συναισθηματικό μας υπόβαθρο 16

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Χ Ρ Η Σ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Σ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 2 0 Μ 0 Ν Α Δ Ε Σ

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 6: Περιπτώσεις που τα άτομα δεν είναι σε θέση να λάβουν αποφάσεις για τον εαυτό τους. Παρούσης Μιχαήλ.

Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου! Είμαι παρόν στη ζωή. Εμπιστεύομαι τη ζωή! Είμαι εγώ και είμαι καλά. Επιλέγω να κοιτάζω με όμορφο τρόπο τον εαυτό μου

Η Σημασία της Επικοινωνίας

Ατομική Ψυχολογία. Alfred Adler. Εισηγήτρια: Παπαχριστοδούλου Ελένη Υπ. Διδάκτωρ Συμβουλευτικής Ψυχολογίας. Υπεύθυνη καθηγήτρια: Μ.

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

ΕΙΝΑΙ Η ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ; 1

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

Μεθοδολογία Έρευνας Κοινωνικών Επιστημών

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Επίπεδο Γ1 Χρήση γλώσσας Γ1 Χρήση γλώσσας 1

Οι γνώμες είναι πολλές

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling )

Ηθική ανά τους λαούς

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Σπίτι μας είναι η γη

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

Τι είναι οι αξίες και ποια η σχέση τους με την εκπαίδευση; Σε τι διαφέρουν από τις στάσεις και τις πεποιθήσεις; Πώς ταξινομούνται οι αξίες;

Ο συγγραφέας Γιώργος Παπαδόπουλος μιλάει στο NOW24 Κυριακή, 14 Φεβρουαρίου :25

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

Transcript:

Μέρος Πρώτο Βιβλίο Ι Α Το βιβλίο θα πραγματευθεί τον πρακτικό λόγο ή με άλλα λόγια τον συλλογισμό για τον καθορισμό της βούλησης (ή με άλλα λόγια, ηθικός νόμος). Θα εξετασθεί τι στοιχεία πρέπει να περιέχει αυτός ο συλλογισμός και ποιά πρέπει να αποκλείονται εντός του. Γενικά και ως πρώτη παρατήρηση: αν μπορούσαμε να εντοπίσουμε τις αιτίες που καθορίζουν την ανθρώπινη βούληση, θα εντοπίζαμε δυο τέτοιες αιτίες/πηγές: μια υποκειμενική (αξιώματα), όταν δηλαδή τα άτομα καθορίζουν την βούληση τους με βάση το τι πιστεύουν ότι ισχύει για αυτά μόνο, και μια αντικειμενική (νόμος), όταν το υποκείμενο επιλέγει να πράττει με βάση αυτά που θεωρεί ότι ισχύουν για όλους. Δεύτερη παρατήρηση: εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς ότι ο πρακτικός λόγος δεν μπορεί παρά να δημιουργείται από αξιώματα. Και αυτό γιατί τα ανθρώπινα πράγματα αφορούν την ανθρώπινη επιθυμία (άρα κάτι υποκειμενικό) και όχι με κάτι που ισχύει καθολικά όπως συμβαίνει με τα φυσικά πράγματα όπου εκεί μπορεί κάποιος να την προσεγγίσει με καθολικούς και όχι διυποικειμενικούς κανόνες. Όμως, (όπως αναλύεται σε άλλο έργο για την φύση του ίδιου του Λόγου) ο Λόγος έχει και μια πρακτική αξία (υπό την έννοια ότι αναγκαστικά αφορά και στην βούληση) και άρα υπό αυτήν την έννοια ο «γνήσιος» πρακτικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι όχι με βάση τι πιστεύει ο καθένας αλλά με βάση τις προσταγές του Λόγου. Άρα, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για την ανθρώπινη βούληση και πως αυτή να χαλιναγωγείται, ο Λόγος δημιουργεί ένα καθήκον, μια προσταγή. Αναφορικά τώρα με το περιεχόμενο αυτής της προσταγής, αυτή δεν αφορά κάθε μία μεμονωμένη περίπτωση διαμόρφωσης βούλησης (αυτό το ονομάζει ο Καντ υποθετική προσταγή). Αν όντως συνέβαινε αυτό, ο συλλογισμός μας θα εξαρτιόταν από τις κάθε φορά περιστάσεις και δεν θα είχε την καθολικότητα που μας είναι απαραίτητη. Άρα, η γνήσια προσταγή του Λόγου εντός του πρακτικού λόγου (αυτήν την ονομάζει κατηγορική προσταγή

και με αυτήν θα ασχοληθεί αναλυτικά) είναι μια προσταγή χωρίς αναφορά σε αιτιότητες/αποτελέσματα ή άλλα μεγέθη. Είναι ό, τι προστάζει ο Λόγος καθ εαυτός. Έτσι, τώρα απαιτείται να δούμε αναλυτικότερα την φύση της κατηγορικής προσταγής για να καταλάβουμε τι περιέχει και τι αποκλείεται να περιέχει. Το πρώτο και βασικότερο που πρέπει να έχουμε στο νου μας είναι ότι δεν μπορεί να περιέχει εμπειρικά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε στοιχείο λαμβάνουμε από τις αισθήσεις και αφορά τα συναισθήματα μας (ηδονή, δυσαρέσκεια, θυμός) για ένα αντικείμενο της ύλης πρέπει να μείνουν έξω από τον πρακτικό συλλογισμό. Διότι αυτά τα πράγματα τα αντιλαμβανόμαστε μέσω αισθήσεων και όχι μέσω εννοιών. Και επειδή τα αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά, σημαίνει ότι τα αντιλαμβανόμαστε διυποκειμενικά, δηλαδή αφορούν το κάθε άτομο και πως αντιλαμβάνεται ένα πράγμα. Ο λόγος όμως, ως πηγή των κατηγορικών προσταγών, δεν έχει εμπειρική προέλευση ούτε και αφορά εμπειρικά πράγματα. Έτσι, όταν εννοούμε ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τις κατηγορικές προσταγές για να καθορίζουμε τη βούληση μας σημαίνει ότι εννοούμε να σκεφτόμαστε και να αποφασίζουμε με έναν τρόπο που έχει αποκλείσει οποιοδήποτε εμπειρικό/αισθητικό στοιχείο ακόμη και πράγματι υπάρχουν συναισθήματα που διαφοροποιούνται σε ένταση λόγω του ότι κάποια φαίνεται να έχουν σύνδεση με πνευματικές απολαύσεις. Ο Καντ συνεχίζει να θυμίζει ότι ως έλλογα όντα πρέπει να καθορίζουμε την βούληση μας μόνο από αντικειμενικές πηγές/αιτίες και άρα όχι κάτι εκτός του Λόγου. Συγκεφαλαιωτικά έως εδώ λοιπόν, εάν επιθυμεί το άτομο να προσδιορίζει τη βούληση του με κανόνες αντικειμενικούς τότε θα πρέπει να αποβάλλει κάθε αισθητικό στοιχείο από τον πρακτικό συλλογισμό του. Τώρα ανακύπτει το ερώτημα του γιατί να πρέπει τα άτομα να θέλουν να διαμορφώνουν την βούληση τους με τέτοιους καθολικούς κανόνες. Ο Καντ απαντάει ότι αυτή η θέληση προκύπτει από το ότι τα άτομα καταλαβαίνουν την πολυμορφία και την ετερότητα των επιθυμιών που έχουν οι άνθρωποι. Εάν λοιπόν προσπαθούσαν να διαμορφώνουν την βούληση τους με υποκειμενικά μέσα (λχ το τι θεωρούν ηδονή, τι τους κάνει περισσότερο ευτυχισμένους) τότε ο καθένας θα αποφάσιζε διαφορετικά και ο καθένας θα έκανε ότι ήθελε. Κάτι τέτοιο όμως σύντομα θα κατέληγε καταστροφικό για αυτό που τελικά αποφασίσαμε ότι θέλουμε. Άρα ο μόνος τρόπος που μένει για να προσδιορίζουμε αυτά που θέλουμε είναι ένας πιο γενικός/καθολικός κανόνας. Ο Καντ βλέπει αυτήν την λειτουργία και σε κάθε τι που

μπορεί να κατανοήσει και να λειτουργήσει. Αυτό επιτάσσει λοιπόν η ορθολογικότητα του Λόγου η οποία επηρεάζει όχι μόνο τη δομή του πρακτικού λόγου αλλά εν τέλει (και σε πρότερο χρόνο) καταλαβαίνει σε τι περιβάλλον θα πρέπει να επιβιώσουμε. Ο Καντ θεωρεί ότι ακριβώς αυτή η κατανόηση της ματαιότητας των αξιωμάτων και η ηθελημένη υπαγωγή μας στον νόμο του Λόγου είναι απόδειξη ελεύθερης βούλησης η οποία φυσικά είναι χρονικώς ύστερη από τον Λόγο. Δηλαδή ως έλλογα όντα πρώτα αποκτήσαμε την κριτική ικανότητα η όποια μετά μας «επιβάλλει» την ελεύθερη υπαγωγή/υπακοή στον πρακτικό λόγο. Με άλλα λόγια, ο πρακτικός λόγος και ο βασικός του νόμος («να βούλεσαι έτσι όπως θα όριζε μια αρχή καθολικής εφαρμογής») έρχεται και ρυθμίζει την βούληση άμεσα, καθοριστικά και, φυσικά, a priori. Από μόνο το γεγονός ότι έχουμε -ως δυνατότητα/ικανότητα- πρόσβαση στο γεγονός του Λόγου (ο Λόγος είναι άλλωστε μια συνθετική a priori πρόταση ενώ υπενθυμίζεται ότι ως a priori σημαίνει κάτι μη εμπειρικό, ένα γεγονός που υπάρχει και ρυθμίζει καταστάσεις κατά το λατινικό «sic volo, sic iubeo ), πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την σημασία του πρακτικού αυτού λόγου ο οποίος, θυμίζει ο Καντ, ρυθμίζει τη βούληση χωρίς καμία αναφορά σε γεγονότα, αποτελέσματα και αισθήσεις. Ο Καντ δεν αρνείται το ότι μπορούμε πράγματι να σκεφτούμε πράγματα αντίθετα στον πρακτικό λόγο, αλλά θεωρεί ότι είναι λογικώς παράδοξο να αγνοούμε την ίδια την κριτική ικανότητα που είναι ο Λόγος. Κάθε εισβολή αισθητικού στοιχείου στον πρακτικό λόγο αποτελεί επί της ουσίας αλλοίωση του ίδιου του λόγου ο οποίος είναι εκτός ύλης. Ο Καντ υπενθυμίζει ότι ο πρακτικός νόμος ως απότοκο του καθαρού λόγου πρέπει να είναι παγκόσμιος και αντικειμενικός. Κάθε τι εμπειρικό αποκλείει αυτήν την περίπτωση. Επομένως δεν μπορεί και η βούληση να κυριαρχείται από τα αισθητικά στοιχεία. Ο Καντ προσφέρει ένα παράδειγμα για να καταστήσει σαφές ότι ο νόμος του πρακτικού λόγου επηρεάζει όλες τις επιθυμίες μας κατά τρόπο που να συμφωνεί με τον καθολικό νομό: λχ αν υποθέσουμε ότι ένα άτομο επιδιώξει την ευτυχία του, αυτό δύσκολα θα μπορούσε να το παραδεχθεί κάποιος ότι υπακούει στην απαιτήσει καθολικότητας. Η ορθή μορφή επομένως θα ήταν να επιδιώκουμε και την ευτυχία των άλλων. Με το παραπάνω παράδειγμα ξεκαθαρίζεται και κάτι άλλο: δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι ήταν η προσκόλληση στην ύλη, σε ένα εξωτερικό αντικείμενο ( η ευτυχία μας ή η ευτυχία των άλλων) που καθόρισε την

βούληση μας αλλά ήταν η ελεύθερη βούληση, η προσκόλληση μας στον νόμο του πρακτικού λόγου. Επομένως, ο πρακτικός λόγος επιτελεί, δια του μορφής της διαταγής, ένα διαφορετικό στάδιο επεξεργασίας της βούλησης μας. Δεν μας λέει τι πρέπει να επιθυμούμε (αφού δεν έχει καμία επαφή με εμπειρικά δεδομένα), αλλά πριν από όλα μας λέει πως πρέπει να επιθυμούμε όσα επιθυμούμε (δηλαδή ο πρακτικός λόγος δεν επεξεργάζεται αυτό που θέλει η βούληση αλλά πριν από όλα την ίδια την βούληση). Δηλαδή, η βούληση ως επιθυμία έχει ως βάση ένα κάποιο αισθητό αντικείμενο αλλά όμως πριν από την διαμόρφωση της τελικής της αυτής μορφής, την έχει προπλάσει ως σκελετός ο πρακτικός λόγος. Ο καθαρός Λόγος, με άλλα λόγια, προστάζει η βούλησή μας να προκαθορίζεται αποκλειστικά με βάση τον κανόνα της παγκόσμιας νομοθεσίας. Μάλιστα, η συμμόρφωση σε αυτόν τον κανόνα δεν αποτελεί μόνο λογική αξίωση αλλά συνοδεύεται και από ένα (παράγωγο και φυσικό ύστερο σε σχέση με τον ίδιο τον ηθικό κανόνα) αίσθημα αυτοϊκανοποίησης. Συμπερασματικά, η βούληση δύναται να μετέχει του θεωρητικού λόγου, δηλαδή να καθορίζεται από μη εμπειρικά στοιχεία, και αυτό το καταλαβαίνουμε με τη χρήση της διάνοιας. Η ίδια αυτή χρήση της διάνοιας μας έδωσε πρόσβαση στη γνώση του θεωρητικού λόγου. Η ίδια, τέλος, θα είναι που θα μας πείσει να αυτοπεριοριστούμε και να υιοθετήσουμε τον πρακτικό λόγο. Αναφορικά με την επίδραση του πρακτικού λόγου στην βούληση, ο Καντ ισχυρίζεται ότι ο πρώτος είναι σαν να μετατρέπει τον αισθητό κόσμο των αντικειμένων σε έναν υπεραισθητό κόσμο που θα έχει προπλασθεί από τον θεωρητικό λόγο. Μετά από την επίδραση του πρακτικού νόμου, η φύση θα είναι σαν να είναι κάτω από την επίδραση του καθαρού λόγου, θα έχει μοιάσει στην ιδεατή μορφή της έτσι όπως θα την ήθελε ο λόγος (το πρότυπό αυτό, οριζόμενο από το θεωρητικό λόγο, ονομάζεται από τον Καντ natura archetypa και το προϊόν που προκύπτει από την ενεργοποίηση του ηθικού νόμου ονομάζεται φύση ως natura ectypa, δηλαδή έκτυπη/καθ ομοίωση του λόγου). Διαμορφώνουμε δηλαδή τη βούληση σαν να μην υπήρχαν πολλές ορμές αλλά μια που την προκαθορίζει απόλυτα και αποκλειστικά. Η

βούληση λοιπόν πλάθεται από μια υπεραισθητή αρχή η οποία καθορίζει εν τέλει και το ποιά από τα αισθητά πράγματα θα πρέπει να θέλουμε και να επιδιώκουμε. Ο Καντ παρατηρεί το εξής αναφορικά με το πεδίο της ελευθερίας βούλησης: αυτή δεν είναι γενεσιουργός λόγος του πρακτικού λόγου (αφού αυτός είναι προϊόν του καθαρού λόγου) αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση «γέννησης» του πρακτικού λόγου ως πρόπλασμα της βούλησης. Αναφορικά τώρα με την ίδια την φύση αυτής της ελευθερίας βούλησης, αυτή έχει δυο βασικά γνωστικά στοιχεία ( α)γνώση για τον θεωρητικό λόγο αλλά και β) γνώση για τον πρακτικό λόγο (με τη λειτουργία του ως αίτιο βλ και παρακάτω) αλλά και ένα στοιχείο δύναμης θέλησης(και αυτή η δυνατότητας θέλησης είναι προϊόν του λόγου). Ο πρακτικός λόγος επομένως προπλάθει τη φύση αλλά όμως δεν καταργεί την αιτιότητα αλλά αρμονικά διεισδύσει εντός της. Η βούληση συνεχίζει να έχει επαφή με τα αισθητά αντικείμενα μόνο που απλά πλέον η αιτιότητα εξηγείται από τον πρακτικό λόγο. Ο πρακτικός λόγος αποτελεί με άλλα λόγια αίτιο διαμόρφωσης της βούλησης. Το αίτιο το αντιλαμβανόμαστε όχι με την εμπειρική σημασία του ότι ένα γεγονός Α προκαλεί αναγκαία ένα γεγονός Β αλλά με την διανοητική σημασία της ιδέας της αναγκαιότητας να υπάρχει ένα στοιχείο που να διαμορφώνει τη βούληση. Αυτή μας η αντίληψη δεν έχει φυσικά καμία συγγένεια ούτε διεκδικεί την ίδια ποιότητα με την «εποπτεία» που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τον θεωρητικό λόγο αλλά όμως δεν παύει και αυτή να είναι προϊόν διάνοιας. Β Ο Καντ ξεκαθαρίζει ότι το αντικείμενο του πρακτικού λόγου δεν είναι το αντικείμενο της βούλησης αλλά αυτή η ίδια. Υπό αυτήν την έννοια, δεν πρόκειται να ασχοληθεί με το εάν είναι δυνατή η πραγματοποίηση του αντικειμένου της βούλησης αλλά εάν είναι σύμφωνο με τον πρακτικό λόγο να βουλόμεθα ό, τι βουλόμεθα. Αν είναι σύμφωνο θα ονομασθεί καλό και αν όχι κακό. Έτσι, η έννοια του καλού και του κακού δεν είναι το υποκειμενικό συναίσθημα της ηδονής ή του πόνου (γιατί αυτό είναι επί της ουσίας το αποτέλεσμα που παράγει το αντικείμενο της βούλησης) αλλά αυτό που εγκρίνεται ή αποδοκιμάζεται από την αντικειμενική/παγκόσμια έννοια του πρακτικού λόγου. Καλό με την έννοια του πρακτικού

λόγου μπορεί να είναι ταυτόχρονα και δυσάρεστο με την έννοια του συναισθήματος (μια εγχείριση φέρνει πόνο αλλά είναι λογικό καλό). Η παρατήρηση που προκύπτει από αυτό είναι ότι πηγή της βούλησης δεν είναι αληθινά ένα αισθητό αντικείμενο αλλά ο ίδιος ο πρακτικός λόγος. Οι αρχαίες ηθικές θεωρίες που αναζητούσαν το ανώτατο (αισθητό αγαθό) ήταν ακριβώς γι αυτό το λόγο ετερόνομες και αναγκάζονταν να μεταχειρίζονται εμπειρικές προϋποθέσεις. Ενώ εν προκειμένω, ο πρακτικός λόγος γεννάται από τον a priori καθαρό λόγο (που έχει παγκόσμια ισχύ). Ο Καντ επαναλαμβάνει ότι ο πρακτικός λόγος δεν έχει δύναμη να αλλάξει ή να καθορίσει γενετικά τα αισθητικά πράγματα. Αυτά είναι αλήθεια ότι γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων. Αντικείμενό του είναι η βούληση. Το ζήτημα όμως είναι ότι η βούληση δεν μπορεί να γίνει νοητή χωρίς και ένα στοιχείο πράξης, η φύση της οποίας πάλι γίνεται αντιληπτή μόνο στον αισθητό κόσμο. Πώς μπορεί λοιπόν η πράξη ως έννοια του φυσικού κόσμου να επηρεάζεται από μια ιδέα υπεραισθητή; Επί της ουσίας, απαντάει ο Καντ, ο πρακτικός λόγος δεν έχει άμεση σχέση με την πράξη. Ενώ δηλαδή ο θεωρητικός λόγος έχει ένα βαθμό επαφής με την αισθητή πραγματικότητα (γίνεται αντιληπτός μέσω της εποπτείας που έχει αισθητική προέλευση), ο πρακτικός λόγος είναι ένας χώρος που υπάρχει καθαρά στη διάνοια και δεν έχει καμία επαφή με την αισθητή πραγματικότητα. Έτσι, όχι μόνο στην κατανόηση του δεν χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις αλλά και στην εφαρμογή του την ίδια ακόμη, δεν κοιτάμε αν το πρακτικό αποτέλεσμα συμφωνεί με τον πρακτικό λόγο αλλά απλά αναλογιζόμαστε θεωρητικά την πράξη ως μέρος της βούλησης και αν αυτή πάλι νοητά- συμφωνεί με τον πρακτικό λόγο. Αυτή η θεωρητική προσέγγιση είναι το περίβλημα, ο «τύπος» του πρακτικού λόγου. Και ο Καντ τον ονομάζει τύπο γιατί θεωρεί ότι ο νους κάνει μια αναλογία με το φυσικό νόμο όπου έχει μάθει από την εμπειρία την ύπαρξη του. Έτσι και σε θεωρητικό επίπεδο, χρειάζεται να έχει την αναλογία ενός νόμου για να μπορέσει να εφαρμόσει στην καθημερινότητα τον πρακτικό νόμο. Αλλά αυτό είναι απλά μια αναλογία και όχι κάτι το πραγματικό και έτσι οι έννοιες του καλού και του κακού τύποις μόνο φαίνεται να αρύονται την σημασία τους από τα πράγματα. Στην πραγματικότητα υπακούουν μόνο στον πρακτικό λόγο. Όλη αυτή τη διαδικασία της κατανόησης του πρακτικού λόγου ως χρέους και της περιορισμένης μεταφοράς εννοιών από τον φυσικό στον υπεραισθητό κόσμο, ο Καντ την ονομάζει πρακτική κρίση.

Το μόνο αληθινό κίνητρο για τη βούληση πρέπει να είναι ο ηθικός νόμος και όχι ένα συναίσθημα (τη συμφωνία με το νόμο την ονομάζει ο Καντ θεϊκή βούληση) Ο Καντ λέει ότι πράγματι ο ηθικός νόμος γίνεται αντιληπτός και ως συναισθηματικός πόνος/ταπείνωση διότι έχει άμεση βλαπτική επίδραση στις ροπές μας και αγνοεί τις τάσεις μας (αυτές κατά κύριο ρόλο είναι α) η αγάπη προς εαυτόν και β) η αλαζονεία). Το ζήτημα όμως είναι γιατί επιλέγουμε τον πόνο και όχι την ικανοποίηση λόγω της ηδονής που θα νιώθαμε αν εκπληρώναμε τις τάσεις μας. Η απάντηση είναι ότι ο ηθικός νόμος παράγει ένα συναίσθημα εντός μας, δηλαδή τον σεβασμό προς τον ορθό λόγο (ως θετική, δε, συμπλήρωση σε σχέση με τον πόνο, παράγεται και αυτοσεβασμός για τον εαυτό μας). Το συναίσθημα αυτό οποίο έχει ιδιαίτερη (a priori) φύση: αυτό το συναίσθημα είναι Εν τέλει, φύση του δεν είναι ίδια με την φύση των άλλων συναισθημάτων αλλά υπάρχει και το γνωρίζουμε a priori (είναι το μόνο συναίσθημα που μπορούμε να γνωρίσουμε a priori). Ο σεβασμός λοιπόν δεν είναι ένα φυσικό συναίσθημα αφού δεν έχει πηγή τις αισθήσεις αλλά ένα ηθικό συναίσθημα αφού εκπηγάζει από τον πρακτικό λόγο. Μετά από όλα αυτά, προκύπτει ότι ο πρακτικό λόγος έχει μια διπλή ιδιότητα: αφενός λειτουργεί ως παραγωγός του σεβασμού (άρα λειτουργεί ως κίνητρο για να υπακούμε στον πρακτικό νόμο και όχι άλλου) και αφετέρου λειτουργεί ως ένα κριτήριο των πράξεων μας ή με άλλα λόγια ως αντικειμενική αίτια καθορισμού της βούλησης. Ο Καντ θεωρεί ότι εφόσον η θεωρία αφορά σε πεπερασμένα όντα και άρα δεν μπορεί ποτέ να έχουν την ίδια υπόσταση με την αντικειμενικότητα της θείας βούλησης, ο όρος ηθικό κίνητρο (και ηθικό συμφέρον ως προϊόν του κινήτρου) είναι σύμφυτος με μια τέτοια θεωρία και πρέπει να θεωρείται ως δεδομένη η ύπαρξή του. Στο βαθμό που υπακούμε στο κίνητρο αυτό και πράττουμε πράξεις «πρακτικές», τότε λέμε ότι πράττουμε από καθήκον (το οποίο παρόλα αυτά, και όπως ειπώθηκε, πράττεται με ένα αίσθημα εξύψωσης και αυτοσεβασμού, άρα η ηθικότητα έχει οπωσδήποτε ένα στοιχείο αναγκαιότητας). «Είμαστε μέλη ενός κράτους ηθών δια του ότι μετέχουμε στον πρακτικό λόγο αλλά και υπήκοοι που η αλαζονεία μας είναι περιφρόνηση στο μονάρχη» (σελ. 108). Μετά από όλα αυτά λοιπόν ο λόγος μπορεί και να διατυπωθεί ως μια προσταγή σεβασμού προς τον Θεό και μεταχείρισης των υπολοίπων σαν να ήταν ο εαυτός μας.

Ως ένα ηθικό πρόσταγμα, δεν κατατείνει στον θρησκευτικό φανατισμό. Στόχος του δεν είναι να πράττουμε με ενθουσιασμό ούτε με μια υπεροψία ότι κατέχουμε εντός μας τον λόγο. Πραγματικό σεβασμό στον πρακτικό λόγο αποδίδουμε όταν διαπιστώνουμε άτι ο σεβασμός στον πρακτικό λόγο ως ύψιστη αρχή ηθικότητας πρόκειται για έναν διαρκή αγώνα. Ένα πρότυπο παράδειγμα για τον σεβασμό και την καθυπόταξη της αλαζονείας είναι η ηθική διδασκαλία του Ευαγγελίου. Εδώ υπενθυμίζεται ότι ο άνθρωπος μετέχει δυο κόσμων, του αισθητού και του νοητού. Το ότι όχι μόνο καταλαβαίνουμε την ύπαρξη του λόγου αλλά και το ότι επιθυμούμε να πράττουμε με βάση αυτόν, είναι εν τέλει προϊόντα διάνοιας, που είναι μια ακόμη δυνατότητα. Είναι δηλαδή η δυνατότητα μας να καταλάβουμε την ανεξαρτησία της προσωπικότητας μας από τη φύση. Και με αυτόν τον τρόπο ο νοητός κόσμος είναι ισοδύναμο της αυτοδυναμίας, της απόσχισης από τον φυσικό κόσμο. Επομένως ο άνθρωπος θα πρέπει να θέλει να μετέχει σε αυτόν επειδή θα θέλει να έχει την αυτονομία του ακέραιη. Ο Καντ σε επόμενο επίπεδο υπενθυμίζει την διάφορα θεωρητικού και πρακτικού λόγου: ο πρώτος αφορά και επικεντρώνεται στη γνώση μας για τα πράγματα. Ο δεύτερος στοχεύει στην διαμόρφωση της βούληση. Η διάφορα των δυο καθαρών λόγων (πέραν δηλαδή της ομοιότητας του να είναι και οι δύο καθαροί λόγοι και άρα έχουν την ίδια πηγή γνώσης) αφορά και στο περιεχόμενο τους. Υπενθυμίζεται δηλαδή ότι ενώ ο θεωρητικός ασχολείται με τα αντικείμενα και με την εποπτεία επ αυτών, ο πρακτικός ασχολείται με τη βούληση και με την χρήση της λογικής επ αυτής. Εν προκειμένω δηλαδή ο ίδιος λόγος (που απλά εδώ τον εξετάζουμε από την πρακτική του πλευρά) νοείται ως μια a priori δυνατότητα. Πιο ειδικά, ο θεωρητικός λόγος μπορούσε να καταστεί πιο προσιτός με παραδείγματα από επιστήμες όμως εν προκειμένω δεν βοηθά καθόλου το να γίνει επίκληση σε κάποιο εμπειρικό στοιχείο. Ενώ τον θεωρητικό λόγο τον γνωρίζουμε εμπειρικά, τον εφαρμόζουμε σαν πρακτικό νόμο διανοητικά, ως έλλογα όντα, και μας προκαλεί μια ιδιαίτερη αισθαντικότητα, αυτή του σεβασμού και της υποταγής σε έναν νόμο που δεν είναι προσταγή αλλά έτσι όμως τον αντιμετωπίζουμε (δηλαδή το λογικό κάνει την ελευθερία να μοιάζει αναγκαιότητα). Η ηθικός νόμος μας κάνει να διαχωρίζουμε το όφελος (που είναι η ευδαιμονία εν ευρεία εννοία) με το ήθος (που είναι το αληθινό προϊόν του νόμου).

Έτσι, ο πρακτικός λόγος λειτουργεί διττά (ως πηγή αναγκαιότητας να τον ακολουθήσουμε και ως περιεχόμενο της προσταγής/καθορισμού των πράξεων μας) αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν πρόκειται για μια εμπειρική αρχή αλλά για ένα «υπερβατικό κατηγόρημα της αιτιότητας» (σελ. 121) όπου όμως η αιτιότητα δεν εξηγείται εμπειρικά (που είναι δέσμια φυσικών μεγεθών όπως ο χρόνος και που εν τέλει δεν αφήνει κανένα περιθώριο αυτονομίας/ ελευθερίας) αλλά εξηγείται σαν να πηγάζει από τις εσωτερικές δυνάμεις του ατόμου οι οποίες και πάλι δεν έχουν κανέναν σύνδεσμο με την ψυχολογία που μπορεί να προκαλέσουν τα εμπειρικά φαινόμενα αλλά είναι υπερβατολογικές. Υπο αυτήν την έννοια και στο βαθμό που κάποιοι ταυτίζουν την ευδαιμονία με το εμπειρικό όφελος, πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι αυτά τα δύο είναι διακριτά. Ξανά, η κατανόηση του πρακτικού λόγου ως υποταγή, δεν προέρχεται από κάποιας μορφής ψυχολογική τάση ή κίνητρο, αλλά από την a priori γνώση του καθαρού λόγου. Ο ηθικός νόμος είναι ένα υπερβατικό κατηγόρημα Οι υπερβατολογικές δυνάμεις δεν είναι παρά αποτέλεσμα του λογικού μας που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και ιδίως την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε έξω από αισθητά στοιχεία. Αντί λοιπόν να εξετάζουμε τις πράξεις μας σαν αποτελέσματα μιας απλής αλυσίδας γεγονότων και αιτιών έξω από τον έλεγχό μας πρέπει να τις δούμε σαν κάτι που είναι απολύτως ελέγξιμο. Ο φυσικός νόμος της αναγκαιότητας ισχύει μόνο στα πράγματα. Στον πρακτικό λόγο όμως, ο πραγματικός φορέας εξουσίας/ αιτιότητας είναι το άτομο. Εδώ, προϋποτίθεται μια υπερβατολογική ελευθερία σε αντίθεση με την μη φυσική ελευθερία (σελ. 125) που δεν καθιστά το άτομο ένα απλό αυτόματο. Το άτομο λοιπόν δεν πρέπει να αντιμετωπίζει τον εαυτό του σαν ένα φαινόμενο που υπονοείται στις φυσικές αιτιότητες αλλά πρέπει να θεωρεί αιτία όλων του των ενεργειών την βούληση του και μόνο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, γινόμαστε κακοί δικηγόροι του εαυτού μας, ψάχνοντας δικαιολογίες για τις πράξεις μας και αγνοούμε την συνείδηση μας. Αν λοιπόν μπορούσαμε να αποκτήσουμε ένα είδος εξωτερικής εποπτείας του εαυτού μας θα διαπιστώναμε πράγματι ότι μόνο ο ηθικός νόμος υποδεικνύει τις πράξεις μας. Αυτός ο νόμος της ηθικότητας, είναι από μόνος του αρκετός για να μας πείσει ότι πηγή της ελευθερίας είναι ένας υπεραισθητός και όχι αισθητός κόσμος, κόσμος στον οποίο ανήκουμε και εμείς μέσω του λογικού μας.

Βιβλίο ΙI Κεφάλαιο Ι Είναι αλήθεια ότι ο καθαρός λόγος (τόσο ο θεωρητικός όσο και ο πρακτικός) παρουσιάζουν μια σχετική «αντινομία» υπό την έννοια ότι προσπαθούν να μας δείξουν μία άλλη τάξη πραγμάτων (και να μας παρουσιαστούν ως «απροϋπόθετοι», ως υπέρτατες αιτίες βούλησης) την στιγμή όμως που το άτομο δεν έχει εποπτεία παρά μόνο στον κόσμο των αισθήσεών του. Στην περίπτωση του πρακτικού λόγου, σημασία έχει να θυμόμαστε ότι κανένα άλλο αντικείμενο παρά μόνο ο ηθικός νόμος (ο οποίος θυμίζεται ότι είναι «νόμος» τυπικά δηλαδή μόνο εξωτερικά έχει μορφή αξιώματος) δεν μπορεί να είναι πηγή του αγαθού. Πίσω και πριν από αυτόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο σε αγαθό ή αρχή, αλλιώς δεν θα υπήρχε αυτονομία. Το ανώτατο αγαθό είναι σύμφωνο ως προς το περιεχόμενό του με την έννοια του ηθικού νόμου άρα όταν το επιδιώκουμε, υπακούμε την ίδια ώρα και στα προστάγματα του νόμου αυτού. Κεφάλαιο ΙI Ο πρακτικός λόγος αφορά και στο ζήτημα της αρετής με την ευδαιμονία και αυτό προκειμένου να διευκρινισθεί καλύτερα η έννοια του αγαθού στον πρακτικό λόγο. Ο Καντ έχει ήδη αποδείξει ότι η αρετή είναι η υπέρτατη προϋπόθεση για την απόκτηση του αγαθού αλλά δεν είναι ίδια με την ευτυχία (άρα δεν υπάρχει σχέση ταυτότητας όπως θα έλεγε λχ ένας στωικός ο οποίος θεωρούσε ότι ευτυχία είναι ipso facto η συνείδηση της αρετής). Αναφορικά με το εάν υπάρχει σχέση αιτιότητας διευκρινίζεται ότι η ευδαιμονία δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το αίτιο γιατί μια τέτοια σύνδεση δεν θα είχε ποτέ ηθική σύνδεση. Για να μπορέσει να υπάρξει η αντίθεση σχέση αιτιότητας (η αρετή να είναι αίτιο της ευδαιμονίας) θα πρέπει να ενταχθεί ως συνδετικό μέλος η έννοια της ελευθερίας, ή με άλλα λόγια, να γίνει ξεκάθαρο ότι η αρετή γίνεται αντιληπτή εντός ενός κόσμου νοητού και όχι αισθητού. Αν δεν γίνει αυτό, τότε και ο πρακτικός λόγος θα μοιάζει αντινομικός όπως έμοιαζε και ο θεωρητικός όταν κάποιοι θεωρούσαν ότι τα πράγματα στα οποία εφαρμόζεται είναι τα φαινόμενα και όχι τα καθ εαυτά.

Έτσι, το μόνο κίνητρο για την βούληση δεν είναι καμία ηδονή αλλά ο σεβασμός απέναντι στον ηθικό νόμο. Αυτός δεν είναι απλά μια κλίση αισθητική (αυτές είναι δουλικές σελ. 157) αλλά είναι ακριβώς το αντίθετο: η πηγή αυτάρκειας, απομάκρυνσης από τις κλίσεις. Ένα περαιτέρω ζήτημα που εξετάζεται είναι εάν οι αρχές του πρακτικού λόγου (έχει και αυτός a priori αρχές και όχι μόνο ο θεωρητικός) θα μπορούσαν ποτέ να αντιφάσκουν με τις αντίστοιχες αρχές του θεωρητικού ώστε εν τέλει να διαρρηγνύεται η ενότητα του Λόγου και να μην μπορεί αυτός να χρησιμοποιηθεί. Αυτό δεν μπορεί να νοηθεί, συνεχίζει ο Κάντ, αφού ο λόγος είναι πάντοτε ένας και πάντοτε ο ίδιος (σελ. 157). Βέβαια, ακόμη και η γνώση του θεωρητικού Λόγου δεν έχει παρά πρακτικό χαρακτήρα και υπό αυτήν την έννοια θα έλεγε κανείς ότι ο πρακτικός λόγος έχει μια κάποια προτεραιότητα, κατέχει τα πρωτεία (σελ. 162). Βέβαια πρέπει να διευκρινισθεί ύστερα από όλα αυτά ότι ο πρακτικός λόγος προϋποθέτει τα εξής (ο Κάντ τα ονομάζει αιτήματα του πρακτικού λόγου): την αιωνιότητα της ψυχής, την ύπαρξη ενός Θεού, την ελευθερία του ατόμου Την πρώτη γιατί μόνο σε μια άπειρη ζωή θα μπορούσαμε ολοκληρωτικά ότι θα υπακούαμε στον ηθικό νόμο. Η διάρκεια της ζωής είναι πολύ μικρή για κάτι τέτοιο. Το αγαθό είναι μια ιδέα που περιέχεται σε μια απεριόριστη πρόοδο και είναι στην ουσία απρόσιτη (σελ. 165). Την δεύτερη γιατί είναι αναγκαία, με την έννοια ότι αν δεν προϋποθέταμε την ύπαρξη ενός όντος ως υπέρτατου κατασκευαστή της φύσης και υπέρτατης αιτίας της βούλησης τότε ο ηθικός νόμος θα ήταν άνευ περιεχομένου (αφού δεν θα υπήρχε κατασκευαστής του νοητού κόσμου). Πιστεύουμε στον ηθικό νόμο επειδή ένα ον εκφράζει την δυνατότητα αυτός ο νόμος να μπορεί να είναι αληθής και πραγματοποιήσιμος. Την τρίτη, γιατί δεν διαφορετικά δεν θα υπήρχε ανεξαρτησία μας από τον αισθητό κόσμο και αυτεξούσιο της βούλησής μας. Όταν λέμε ότι είναι αναγκαία δεν εννοούμε ότι είναι ηθικό καθήκον. Είναι ένα πράγμα να ακολουθούμε τον Λόγο (αυτό είναι το ηθικό καθήκον) και άλλο πράγμα να αποδεχτούμε την ύπαρξη του Θεού. Αυτό είναι απλά η αναγνώριση ότι υπάρχει μια γενική αιτία για όλα τα πράγματα (ειδική αιτία είναι ο Λόγος). Αυτό είναι το μεγάλο διαφοροποιητικό στοιχεία σε σχέση με τις ελληνικές σχολές. Αυτές ήταν σωστές στο βαθμό που συνέδεαν το αγαθό με τη βούληση/ ελευθερία, όμως δεν ήταν σωστές στο βαθμό που δεν θεωρούσαν αναγκαία την ύπαρξη του Θεού. Αυτή η λογική πίστη σε ένα Θεό είναι απαραίτητη για να γίνει πραγματοποιήσιμη η επίτευξη του αγαθού. Δηλαδή, μόνο έτσι γίνεται όχι μόνο ανώτατο το αγαθό (θυμίζεται ότι αυτό είναι συνδυαστικά η αρετή της ηθικότητας και η ευδαιμονία που

πηγάζει από την πρώτη) αλλά επίσης και δυνατό. Υπό αυτήν την έννοια, ο Χριστιανισμός είναι πιο κοντά απ ότι οι στωικοί στην κατανόηση της ηθικότητας αφού η χριστιανική ηθική δεν σύμφωνοι με τους στωικούς στο ότι είναι επαρκής η χρήση φυσικών δυνάμεων για το αγαθό. Δηλαδή, όχι μόνο εξηγεί καλά την έννοια του καθήκοντος (το κάνουν και οι στωικοί αυτό) αλλά προσδίδει σε αυτό μια αίσθηση απείρου, πράγμα που είναι πιο σύμφωνο με τον ηθικό νόμο. Η αξία μιας πρόθεσης που είναι σύμφωνη με τον ηθικό νόμο είναι άπειρη. Παρά το ότι ο Χριστιανισμός προσκολλάται αναγκαία σε μια οντότητα θεϊκή, αυτό δεν τον καθιστά ετερόνομο διότι η θεϊκή ύπαρξη δεν σημαίνει απώλεια βούλησης αλλά ακριβώς το αντίθετο: ελευθερία στην επιλογή. Απλά αυτή η επιλογή έχει πλέον τον χαρακτήρα του καθήκοντος. Η θρησκεία λοιπόν, στο βαθμό που αποτελείται από καθήκοντα και όχι κενές προσταγές, είναι ένας πολύτιμος οδηγός όχι απλά στο πως να γίνουμε ευτυχείς αλλά άξιοι της ευτυχίας μας (σελ. 174). Και η λογική εν τελεί αυτό κάνει, να δείξει όχι τα μέσα αλλά τη λογική προϋπόθεση (την ηθικότητα)για την ευδαιμονία. Ο Κάντ σπεύδει πάντως να θυμίσει ότι όποια γνώση και αν προσφέρει ο πρακτικός λόγος, αυτή είναι εν τέλει πρακτική, δηλαδή δεν διεισδύουμε στα ενδότερα ούτε της αθανασίας, ούτε της ελευθερίας, ούτε του Θεού. Τα μαθαίνουμε μόνο από μια οπτική πρακτική, δηλαδή παίρνουμε κάποιες έννοιες του θεωρητικού λόγου (στον οποίο θυμίζεται η γνώση κάθε έννοιας δεν έχει καμία δυνατότητα επαλήθευσης/ εποπτείας στον εδώ αισθητό κόσμο) μόνο και μόνο για να μπορέσει να αναδειχθεί το (ανώτατο) αγαθό ως δυνατό. Μετάβαση στο πρακτικό λόγο σημαίνει ότι οι έννοιες περνούν από μια φύση υπεραισθητή σε μια φύση πιο αισθητή, δηλαδή αποκτούν κυριολεκτικά ένα αντικείμενο. Αυτό το αντικείμενο αισθητικοποιεί την έννοια του αγαθού. Όλη η προηγούμενη παράγραφος έχει μια ιδιαίτερη σημασία για ερωτήσεις όπως ποια είναι η φύση του Θεού, εάν λχ είναι ηθική ή μεταηθική/ φυσική (δηλαδή έχοντας μια φύση a priori αρχής). Ο Θεός δεν είναι απλά ένα καθήκον που το προστάζει ο πρακτικό λόγος ως αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη του αγαθού. Ούτε και αρκεί το να πούμε πως η σοφία και η πανεπιστημοσύνη του φαίνεται σε κάθε πτυχή του αισθητού κόσμου άρα και σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου. Αυτό που πρέπει αλήθεια να ειπωθεί είναι ότι ο Θεός είναι ένα απαραίτητο συμπλήρωμα στην κατανόηση που έχουμε για τη φύση του λόγου εν γένει (σελ. 187).

Μετά από όλα αυτά, η σύνοψη των δύο στοιχείων του ανώτατου αγαθού, (πρώτον η ηθικότητα και δεύτερον η ευτυχία που πηγάζει από αυτήν) μας αποκαλύπτει ότι το μεν πρώτο στοιχείο έχει τη μορφή υποταγής/ προσταγής (αλλιώς θα αμφισβητούσαμε τον ίδιο τον ηθικό νόμο), το δεύτερο έχει τη μορφή ελευθερίας, μιας ευχέρειας εκλογής. Είναι μια πρόθεση που όμως λόγω του ηθικού νόμου πρέπει να την βλέπουμε ως καθήκον (καθήκον και όχι φόβος γιατί μόνο υπό την πρώτη έννοιας παραμένει ακέραιη η ευθύνη του ατόμου, μόνο εκεί παραμένει αλώβητη η ελευθερία). Φυσικά, και τον ηθικό νόμο τον αισθανόμαστε αλλά μόνο σε ένα μη αισθητό επίπεδο, και τον Θεό πιστεύουμε ότι υπάρχει αλλά πάντα ο ίδιος μας δημιουργεί απορίες για το μεγαλείο του και κρατά μια όψη σκοτεινή. Παρόλα όμως αυτά, ο σεβασμός στον ηθικό νόμο δεν πρέπει να χαθεί. Γιατί όση αξία έχει η σοφία με την οποία μας εμποτίζει, άλλη τόση έχει η αμάθεια και η αγνωσία την οποία μας προκαλεί (σελ. 199) Μέρος Δεύτερο Το δεύτερο αυτό μέρος περιγράφει σύντομα το πώς μπορούμε να μπούμε στο δρόμο του πρακτικού λόγου, πώς δηλαδή μπορούμε πράγματι να βρούμε το καθαρό ηθικό μας συμφέρον, την αρετή, που είναι από μόνη της το πιο αποτελεσματικό κίνητρο για τις επιλογές μας. Θυμίζεται ότι στόχος δεν είναι απλά η ψυχική εξύψωση που προέρχεται από μια ανυστερόβουλη πράξη που είναι μεν σημαντική αλλά προσωρινή. Στόχος είναι η υποταγή της επιθυμίας στο καθήκον, που προκαλεί εντυπώσεις μεγαλύτερης διάρκειας (και όχι απλώς εντυπώσεις). Ο στόχος δεν θα έρθει με το να εκτιθέμεθα σε τρυφερά και συγκινητικά αισθήματα ή σε απαιτήσεις που αντί να ενισχύουν την ψυχή, την μαραίνουν. Το κίνητρο προς τον ηθικό νόμο δεν είναι η συναισθηματικότητα αλλά ο πλήρης και απόλυτος σεβασμός για αυτόν τον ίδιο τον νόμο. Πάντως, είναι αλήθεια ότι απαιτείται κάποιος χρόνος προκειμένου πλέον το ενδιαφέρον για τον ηθικό νόμο να είναι καθαρά προς αυτό. Στην αρχή, αναμένεται να πράττουμε ηθικά εξαιτίας της ικανοποίησης που μας προσφέρει η αίσθηση των γνωστικών μας δυνάμεων. Αργότερα και σταδιακά, δυναμώνει και κυριαρχεί η εσωτερική ελευθερία, η θέληση δηλαδή

να απαλλαγεί το άτομο από τις κλίσεις και να διαμορφωθεί το καθήκον, που είναι ο μοναδικός φύλακας των ταπεινών ενστίκτων της ψυχής (σελ. 217). Συμπέρασμα Ο ηθικός νόμος μας εξασφαλίζει μιας ζωή ανεξάρτητη από τη ζωϊκότητα, μια ζωϊκότητα που άλλωστε εκμηδενίζεται από τον έναστρο ουρανό που μας θυμίζει ότι πρέπει να επιστραφεί το απειροελάχιστο κομμάτι ύλης που κατέχουμε.