ΑΡΓΥΡΩ ΛΕΝΤΟΥΔΗ. Αφύπνιση. εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ

Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Το παραμύθι της αγάπης

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«Η νίκη... πλησιάζει»

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Μαμά, τι χρώμα έχει το μυαλό μου;

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών


Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Κοτρίδης Πέτρος του Γεωργίου, 7 ετών

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Copyright Φεβρουάριος 2016

ΑΣΤΙΚΟ ΟΡΑΤΟΡΙΟ ΕΛΕΝΗ ΣΑΝΙΚΟΥ. εκδόσεις CaptainBook.gr. μυθιστόρημα

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός


ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ISBN:

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Σταματέλου Πηνιώ του Ανδρέα, 14 ετών

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ελένη Μπράχου, κτηνίατρος στο ΑΠΘ

ΜΑΜΑ, ΘΑ ΜΕ ΘΗΛΑΣΕΙΣ;

Παρασκευή Κοσμέτου του Θεόδωρου, 11 ετών

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Transcript:

Αφύπνιση

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. τίτλος: Αφύπνιση συγγραφέας: Αργυρώ Λεντούδη, e-mail: argiro81@live.com και στο facebook: Lentoudi Argyro σελιδοποίηση: Δημήτρης Γκέλμπουρας επιμέλεια έκδοσης: Πλάτων Μαλλιάγκας διορθώσεις κειμένου: Παναγιώτης Αποστολάτος σχεδιασμός εξωφύλλου: Ιφιγένεια Σιδέρη 2012 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ Ηροδότου 31, 15122 Μαρούσι τηλ: 210 8021333 - φαξ: 211 0135560 http://www.iviskospublications.gr e-mail: info@iviskospublications.gr ISBN: 978-618-80294-2-2

ΑΡΓΥΡΩ ΛΕΝΤΟΥΔΗ Αφύπνιση εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Αν πω να γράψω αναλυτικά τα ονόματα όλων όσων θέλω να ευχαριστήσω, τελειωμό η λίστα δεν θα έχει. Και το «ευχαριστώ» δεν αρκεί για τους ανθρώπους που επί δύο χρόνια με στήριξαν ατελείωτες ώρες και με υπομονή συμμετείχαν στις αγωνίες μου για την τύχη αυτού του βιβλίου. Τέσσερις λοιπόν άνθρωποι ήρθαν στο μυαλό μου αμέσως σαν σκέφτηκα ποιους να ευχαριστήσω. Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» λοιπόν στον Σταύρο Μιστεγνιώτη και στη σύζυγό του Μαρία, στη Σταυρούλα Ντόκου και τέλος στην αδελφή ψυχή μου, τη Μαρία-Μαρσίντα Ρούτση. Ωστόσο μια ιδέα, ένα όνειρο, για να πάρει σχήμα και μορφή υλική, θέλει και κάποιον ή κάποιους να πιστέψουν σε αυτό. Ευχαριστώ λοιπόν από καρδιάς την ομάδα του εκδοτικού οίκου «Ιβίσκος» για τη στήριξή της και το ανοιχτό πνεύμα που την διακρίνει, μιας και το όλο ύφος του βιβλίου κινείται σε αποκρυφιστικόαιθερικό επίπεδο. Θέλει απουσία παρωπίδων για να αντιληφθείς τα μηνύματα που η ιστορία αυτή προσπαθεί να περάσει στους αναγνώστες. Ευχαριστώ λοιπόν τη Βίκυ Κάουλα, την πρώτη από την ομάδα του εκδοτικού οίκου, που αγκάλιασε και δέχθηκε με αγάπη και σεβασμό αυτή μου την προσπάθεια και έκανε τα πάντα για να την δει να υλοποιείται.

«Ο φόβος τελικά είναι η μεγαλύτερη πλάνη και παράγοντας ανασταλτικός για τη ζωή ενός ανθρώπου. Προτιμώ τη θέληση και τη φαντασία, οδηγούν στη μαγεία. Στο κάτω κάτω είμαστε αστερόσκονη με λίγο παραπάνω εγωισμό». Αφιερωμένο στον Nahva μου

Χτυπώντας νευρικά το στυλό στο γραφείο, δεν μπορούσε να αποδεχτεί την καθημερινότητα της ζωής της. Ερινύες που την κυνηγούσαν ακατάπαυστα είχαν καταλήξει να είναι οι επιλογές της. Από πού να ξεκινούσε ο απολογισμός και πού να τελείωνε. Μια εκνευριστικά γνώριμη φωνή διέκοψε τον όχι και τόσο ευχάριστο συνειρμό της. «Ακόμα τα αποτελέσματα; Αμάν πια, χρυσή σε κάνουμε κάθε φορά», και η φωνή του διευθυντή ξεμάκρυνε όπως γύριζε πίσω στο γραφείο του, αφήνοντας όμως όλη αυτή την κατσάδα να αιωρείται στο χώρο της Ελεάννας. «Άει στο καλό πια! Πέντε χρόνια εδώ μέσα, τα ίδια και τα ίδια... Είκοσι πέντε χρόνων ήρθα εδώ μέσα και έφτασα τριάντα!» μουρμούρισε. Μεγαλωμένη λοιπόν στο νησί της Σάμου, η γειτονιά της φάνταζε σαν ένα παζλ που τραγελαφικά κανένα κομμάτι του δεν μπορούσε να ταιριάξει με το άλλο. Οι γείτονες ένας και ένας, και πάντα με την καλή κουβέντα στο στόμα ο ένας για τον άλλον. Ωστόσο, συνυπήρχαν μεταξύ τους, αν και κατά καιρούς όλο και κάποια διαμάχη στα μπαλκόνια θα ξέσπαγε και οι υπόλοιποι με περιέργεια θα παρατηρούσαν τα πρόσωπα των εμπλεκομένων να παίρνουν εκφράσεις δυσαρέσκειας και αγανάκτησης. Και όμως, πλέον στα τριάντα της, όλα εκείνα τα σκηνικά καθημερινότητας θα τα αναπολούσε. Αν την ρώταγαν βέβαια μια δεκαετία πριν τι αισθάνεται για την ιδιαίτερη πατρίδα της, θα έτρεχε σαν παλαβή να πάρει αεροπλάνο, 7

καράβι ή και αερόστατο για να φύγει από εκείνο το μέρος που τόσο πολύ ένιωθε να την πνίγει. Τι παρεξήγηση και αυτή που είχε με το νησί! Άσε που από τις πολλές φωτιές που του είχαν βάλει, είχε καταλήξει φολκλόρ κάθε χρόνο το θέμα αυτό... «Άντε, βρε σεις! Να δούμε φέτος πού αλλού θα τρέχουμε να σβήνουμε». Ο θόρυβος του εκτυπωτικού την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήρε τα οικονομικά αποτελέσματα και κατευθύνθηκε στο διάδρομο προς το γραφείο του Μακρή. «Έλα, κοπέλα μου, πέρασε», της είπε ξεροβήχοντας, καθώς προσπαθούσε να πιει λίγο νερό. Η ατμόσφαιρα μέσα στο γραφείο ήταν αποπνικτική, το τασάκι είχε ξεχειλίσει από τα τσιγάρα και ο καπνός πλέον εγκλωβισμένος εφόσον το παράθυρο δεν άνοιγε ποτέ φαινόταν σαν να πάλευε να βρει από κάπου διέξοδο. Πάνω στο γραφείο του επικρατούσε το χάος. Πάντα ισχυριζόταν ότι κάποιος πήρε τα χαρτιά του και ανακάτεψε τα πράγματά του, μέχρι που στο τέλος κατέληγε να βρίσκει τον χαμένο θησαυρό κάτω από άλλες στοίβες με τιμολόγια και ισολογισμούς προηγούμενων ετών. «Ε, κάτσε, πέντε είναι η ώρα, πού θες να πας, καλέ;» της είπε με παιχνιδιάρικο τόνο, ενώ εκείνη αποκρίθηκε: «Πέντε η ώρα, σχολάμε, κύριε Μακρή». «Καλά, αφού δεν σου αρέσει η παρέα μας, ελεύθερη, αλλά και πάλι δεν μου είπες πού θα πας. Σε περιμένει το αγόρι;» Αμέσως βουρκώσανε τα μάτια της και κοίταξε νευρικά σε αντίθετη κατεύθυνση. «Καλά, κοπέλα μου, έλα, μη στενοχωριέσαι. Δεν τελειώνουν έτσι εύκολα οι αγάπες. Ε, σ το λέω και εγώ που ξέρω και το έχω περάσει αυτό». «Μμμ... Μάλιστα, πριν από κανέναν αιώνα δηλαδή μου λέτε ότι το περάσατε», απάντησε χασκογελώντας η Ελεάννα, ενώ τα δάκρυα που με τόσο κόπο συγκρατούσε, τα άφησε να κυλήσουν αργά πάνω στα χλομά μάγουλά της. «Μια φορά, βρε! Μια φορά να μιλήσω και να μη σχολιάσεις! Άσε και καμιά καρφίτσα να πέσει κάτω! Άντε, άντε, σκουπίσου και ηρέμησε». Και ενώ ο προϊστάμενός της είχε δώσει την εντύπωση ότι η συζήτηση είχε τελειώσει, σχολίασε κάτι ακόμα. 8

«Δεν πιστεύω να σου χάλασα τη χαύρα;» και άρχισε να γελάει τόσο πολύ που τρανταζότανε ολόκληρος. «Την αύρα, κύριε Μακρή! Την αύρα! Αμάν πια!» και βγήκε έξω από το γραφείο συνοδευόμενη από τον καπνό, ο οποίος πια είχε καταφέρει να βρει την πολυπόθητη διέξοδο. Βγαίνοντας από τα γραφεία της εταιρείας, το πρόσωπό της άγγιξε ένα απαλό αεράκι πειράζοντας τα μακριά σπαστά μαλλιά της. Η έδρα της εταιρείας ήταν στην Κηφισιά, ένα προάστιο που ακόμα είχε κρατήσει κάτι πολύτιμο για τα δεδομένα της πρωτεύουσας: πράσινο φυσικά. Φτάνοντας στον ηλεκτρικό, το κινητό της τηλέφωνο χτύπησε με έναν ήχο που ήλπιζε να ακούσει εδώ και τρεις μήνες. «Παρακαλώ;» είπε με τρεμουλιαστή φωνή, μην μπορώντας να κρύψει την ταραχή της σε αυτό το τηλεφώνημα. «Ελεάννα, ήρθα από εχθές στην Ελλάδα, θα ήθελες να βρεθούμε να μιλήσουμε;» Στο άκουσμα της φωνής του τα έχασε, δεν ήξερε τι να πει. Ήθελε να την δει για να μιλήσουνε. Για ποιο πράγμα όμως από όλα; Για την επιλογή του να φύγει και να της ζητήσει να χωρίσουνε; Για τη λατρεία που του είχε; Για το τόσο βαθύ πεπρωμένο που βάρυνε αυτή τη σχέση; Όλες εκείνες οι σκέψεις είχαν γίνει βοή ορμητικού χειμάρρου στα αυτιά της. «Ελεάννα, με ακούς; Απάντησε μου ένα ναι ή ένα όχι». Η Ελεάννα προσπάθησε να αφουγκραστεί τις δονήσεις της φωνής του, να δει αν υπήρχε κρυμμένο κάποιο μήνυμα που να της έδειχνε ότι ακόμα την ήθελε στη ζωή του, αν ένιωθε όπως και εκείνη. «Ελεάννα;» Η φωνή του παρέμενε σταθερή επιβεβαιώνοντας το αίτημά του, ένα Ναι ή ένα Όχι, τίποτα παραπάνω. Μα τι άλλο θα μπορούσε να του απαντήσει; Ο Ορέστης έτρεχε, ενώ γνώριζε ότι εκείνη απεχθανόταν την ταχύτητα. Δεν το θυμόταν ότι την ενοχλούσε; Απόρησε με αυτό και παράλληλα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της από τη νευρικότητα. Σε κάποια στιγμή η Ελεάννα δεν άντεξε, έπρεπε να του το 9

υπενθυμίσει και με την ευκαιρία αυτή να αρχίσει ένας υποτυπώδης διάλογος μεταξύ τους. «Ορέστη, μήπως θα μπορούσες...» είπε, ενώ παράλληλα με ένα απαλό νεύμα του χεριού της του έδειξε το καντράν του αυτοκινήτου του που έδειχνε την υψηλή ταχύτητα. «Με συγχωρείς, Ελεάννα. Νόμιζα μετά από τόσον καιρό θα είχες ξεπεράσει τους φόβους σου», και χαμήλωσε ταχύτητα. Δεν της άρεσε αυτό που άκουσε, αλλά και δεν είχε διάθεση για αψιμαχίες μαζί του. Ήταν περίεργη να δει πώς θα εξελισσόταν αυτή η συνάντηση. Έφτασαν σε ένα γνώριμο παραλιακό μέρος, όπου πολλές φορές θα περπατούσαν. «Λοιπόν; Πες μου, πώς είναι στην Αμερική; Θα πρέπει να αισθάνεσαι πολύ όμορφα που πραγματοποιήθηκε αυτός ο στόχος. Το ήθελες τόσο πολύ». Και δεν περίμενε να της το αρνηθεί, αφού είχε παλέψει με όσες δυνάμεις είχε για να πάει στη χώρα των παιδικών του ονείρων. Ο αέρας σφύριζε καθώς έμπαινε μέσα στο αυτοκίνητο από το ελάχιστα αφημένο κενό στα τζάμια. «Ναι, δεν μπορώ να πω ότι δεν είναι καλά... Θα ήμουν αχάριστος», απάντησε κοφτά και βγήκε από το αυτοκίνητο. Η Ελεάννα τον ακολούθησε αμέσως, σαν να ήταν σκιά του. Ούτε καν το παλτό της δεν φόρεσε με τόσο κρύο. «Για ποιον λόγο μου τηλεφώνησες, Ορέστη; Την τελευταία φορά μου είπες ότι δεν ήθελες να με ξαναδείς, ότι δεν άντεχες όλο αυτό που μας συμβαίνει». Ο αέρας πλέον ήταν πιο επιθετικός. Ανακάτευε τα μαλλιά της με οργή, σαν να της έλεγε ότι δεν έπρεπε να ρωτήσει κάτι τέτοιο! Ούτε καν να ήταν μαζί του εκεί! Ο θόρυβος των κυμάτων δυνάμωσε τόσο πολύ, θα έλεγες είχαν αποκτήσει μια φωνή σπαρακτική που της έλεγε να σταματήσει. Στάλες βροχής άρχισαν να πέφτουν. «Όχι, Ελεάννα μου Θυμήσου τότε! Κατάλαβε γιατί!» Αυτήν την τελευταία φράση άκουσε η Ελεάννα από τη φωνή που ηχούσε ως αντίλαλος του σκηνικού που η νύχτα είχε απλώσει γύρω τους. Μέχρι να προλάβει να συνέλθει από το περιστατικό, το χέρι του Ορέστη είχε αγκαλιάσει το μπράτσο της και την οδηγούσε μέσα στο αυτοκίνητο. «Πάμε, έχουμε γίνει μούσκεμα», της είπε. 10

Παρασκευή πρωί και είχε πάρει άδεια από τη δουλειά. Ξυπνώντας, η πρώτη εικόνα που αντίκρισε ανοίγοντας τα μάτια της ήταν το ταβάνι. «Ταβάνι χτύπησες, Ελεάννα... Ταβάνι», είπε και σηκώθηκε από το διπλό κρεβάτι της προσπαθώντας με κόπο να φορέσει τις ροζ παντόφλες της. Το σπίτι ήταν φωτεινό. Σπάνια κατέβαζε τα ρολά, ήθελε να την ξυπνάει το φως του ήλιου. Δυάρι ήταν, αλλά πολύ καλά δομημένο. Ειδικά το σαλόνι ήταν ο αγαπημένος της χώρος. Τα χρώματα που είχε ήταν γήινα, καφέ, ώχρα, σοκολατί. Το κάθε έπιπλο ήταν ντυμένο με κέντημα βαρύ της μάνας της. Τα σεβόταν πολύ, μιας και κουβαλούσαν αναμνήσεις από αλλοτινά δύσκολα χρόνια της οικογένειας. Πόσες σκέψεις είχαν δεθεί με τις χρυσοπράσινες κλωστές Πόσες φορές είχε δει τη μάνα της σκυμμένη πάνω από το εργόχειρο να κεντάει προσεκτικά και άλλοτε να της ξεφεύγει ένα χαμόγελο ή ένα δάκρυ. Περήφανη και δυνατή γυναίκα, δεν σου χάριζε κάστανο. Τσεκουράτα τα λόγια της έτσι και είχες άδικο, σε έβρισκαν εκεί που πόναγες. Και άμα της ζήταγες και το λόγο, μετά σου έλεγε «Άμα ήταν, να μη με ρώταγες. Ξέρεις ότι εγώ τα μισόλογα δεν τα μπορώ». Ένα βλέμμα της αρκούσε για να πέσει νεκρική σιγή στο σπίτι και να σκορπίσουν όλοι στα δωμάτιά τους. Αυτή ήταν η μάνα της Ελεάννας με τις κρητικομανιάτικες ρίζες, και ας είχε γεννηθεί στη Σάμο. Ανδρομάχη, όνομα και πράγμα. Είχανε εκρηκτική σχέση οι δυο τους. Πεισματάρα και ελεύθερο πνεύμα η Ελεάννα, αυστηρή και ακριβοδίκαιη η κυρα-ανδρομάχη. Ο πατέρας πάντα έλεγε «Εμ, χωράνε δυο τζαμπάζηδες στο ίδιο χωράφι; Απαπαπα!». Όταν μαλώνανε μεταξύ τους, θα κάνανε και κανένα μήνα να μιλήσουνε. Είχε υπομονή όμως η μάνα της, ήξερε πώς να κουλαντρίσει τέτοιο αγριοκάτσικο. «Άσ τηνε, άσ τηνε Εδώ είμαστε, Δημήτρη, στα λόγια μου θα έρθει κάποτε. Tώρα κλοτσάει, αλλά ο τοίχος εδώ είναι γερός, εκείνη θα τρώει τα ποδάρια της». Αυτό πάντα έλεγε στον άντρα της, που είχε τρομερή αδυναμία στην Ελεάννα, τη μικρότερη από τις δύο κόρες. Η μεγαλύτερη κατά τέσσερα χρόνια ήτανε η Χρυσή. Άλλος χαρακτήρας, οργανωτική, διαβαστερή και υπάκουη. Είχε βάλει τον πήχη ψηλά η κυρα-ανδρομάχη στα παιδιά της. Τα ήθελε να αριστεύσουν, να πάνε στο πανεπιστήμιο, να είναι ανεξάρτητα. 11

Το τελευταίο ειδικά την «έκαιγε» για τα κορίτσια της. «Το πορτοφόλι σας να έχετε, να είσαστε ανεξάρτητες από τον άντρα σας. Σε μια δύσκολη στιγμή να μπορείτε να κάνετε το κουμάντο σας!» Αυτό έλεγε πάντα η κυρα-ανδρομάχη και ο πατέρας συμφωνούσε ασυζητητί, οπότε συνέχιζε το καθημερινό κήρυγμα: «Μην κοιτάτε δω. Έτυχα σε έναν άντρα περπατημένο και δημοκρατικό που ποτέ δεν με ρώτησε πού ξοδεύω και τι ξοδεύω. Αλλά τώρα αλλάξανε τα χρόνια. Μπορεί να μη δέχεται η γυναίκα πια το ξύλο ή να μην έχει γνώμη όπως γινότανε παλιά πολύ συχνά. Αλλά τώρα έχουν απολωλαθεί όλοι. Παντρεύονται και μετά ο ένας τραβάει σα δω και ο άλλος σα κει, σαν λωλαμένα πρόβατα... Αραδιάζουνε και κανένα παιδί και μετά όταν χωρίζουν τα φορτώνουνε στους γέρους. Αλλά εγώ σας το κάνω εξήγηση, να το θυμάστε! Τέτοια πράγματα στο σπίτι μας δεν έχει» Αυτές και άλλες παρόμοιες συζητήσεις έπαιρναν και έδιναν καθημερινά μέσα στο σπίτι. Για το αγόρι, το μικρότερο από τα τρία παιδιά, η πολιτική της κυρα-ανδρομάχης ήταν διαφορετική. Πού να στρωθεί να διαβάσει; Και όσο τον έβλεπε να κάνει το δικό του, τόσο εκείνη έβγανε ατμούς από τα αυτιά της. «Μου ρχεται να το πατήσω κάτω, αλλά έχε χάρη που ακόμα είναι μικρός. Αυτός θα με πεθάνει, Δημήτρη, να το ξέρεις!» και δώσ του αναψοκοκκίνιζε. Ο Κωστής έκανε πάντα το δικό του. Αυτός και αν ήτανε ελεύθερο πνεύμα. Και ποιος να τον αδικήσει όμως; Στα χέρια της γιαγιάς Χρυσής μεγάλωσε στο χωριό μέχρι τα πέντε του, όπου θα αρμένιζε μοναχός του και με όλα τα χατίρια να του γίνονται. Τα κορίτσια ανεβαίνανε στο χωριό κυρίως τα καλοκαίρια. Τότε ήτανε που το σπίτι της γιαγιάς Χρυσής έμοιαζε με πυρπολημένο οχυρό. Το σπίτι ήτανε διώροφο. Στον κάτω όροφο η γιαγιά Χρυσή κράταγε το φούρνο του χωριού. Από νωρίς το πρωί συγκεντρώνονταν οι χωριανοί να πάρουνε το καθημερινό ψωμί. Πανζουρλισμός γινότανε μετά τις δώδεκα, αφού ερχόντουσαν οι γυναίκες με λογής λογής φαγητά στα ταψιά για να τα βάλει η γιαγιά στο φούρνο. Στο πίσω μέρος του φούρνου ήτανε η κουζίνα και η είσοδος του σπιτιού, που έβγαινε κατευθείαν σε ένα στενό ανηφορικό δρομάκι στρωμένο με πέτρα και περιστοιχισμένο από άλλα σπίτια και γειτόνους πάντα περίεργους για τα εγγόνια της κυρα-χρυσής. Κυρίως περίεργους για την Ελεάννα. 12

Αλλά η κυρα-χρυσή την προστάτευε, πάντα έβρισκε δικαιολογίες να λέει στο μικρό κορίτσι να μη βγαίνει μοναχό του έξω, και ας στεναχωριόταν που τα αδέρφια της αρμένιζαν ολημερίς αμέριμνα. «Έλα, κόρη μου, εσύ εδώ να κάτσεις με τη γιαγιά που θέλει βοήθεια, και θα δεις εκείνη τι θα σου φέρει. Άμα βγεις έξω μονάχη θα σε πάρει ο Μεσημεράς και μετά τι θα πω στη μάνα σου». Και έτσι η Ελεάννα άκουγε και δεν το κούναγε από το σπίτι, πάντα με την απορία γιατί ο Μεσημεράς θα έπαιρνε μόνο εκείνη. «Γιατί ο Μεσημεράς παίρνει τα ξεχωριστά παιδάκια, εκείνα που λάμπουν πολύ ακόμα και τη νύχτα», θα απαντούσε η κυρα-χρυσή. Πόσες φορές ο πατέρας τους δεν ανέβαινε στο χωριό για να δει το ίδιο έργο να παίζεται «Απαπα, γιε μου», θα έλεγε η κυρα-χρυσή με το που θα τον έβλεπε στην είσοδο του σπιτιού. «Διαβόλια, πού να τα κάμω καλά, γιόκα μου, σαν αγρίμια γίνονται με το που πατήσουν εδώ πάνω Κείνος ο μικρός δεν παλεύεται, η μεγάλη εξαφανισμένη, μόνο η Ελεάννα ακούει, μόνο που όλο γκρινιάζει». Με το που άκουγε αυτά ο πατέρας τους, έβαζε φωνή να μαζευτούν. Κατά έναν μαγικό τρόπο, όταν φώναζε «Χρυσή» και «Κώστα», όπου και να ήτανε τα δυο τους ξαφνικά ξεπηδούσαν από διαφορετικά στενά, ξεμαλλιασμένα, αναψοκοκκινισμένα και θεοβρόμικα, με τα γόνατά τους ματωμένα λες και σκαρφάλωναν σε απόκρημνα μέρη κυνηγώντας τη χαρά της παιδικής τους ηλικίας που σε λίγα χρόνια το χρώμα της θα φθειρότανε. Με το που τους έβλεπε, με δυσκολία θα κράταγε το γέλιο του και κατευθείαν θα έλεγε την κλασική φράση «Τα ρούχα σας, τα παπούτσια σας, την πραμάτεια σας και γρήγορα στο αυτοκίνητο». Και εκεί άρχιζε ο μαραθώνιος διαβουλεύσεων της μετανιωμένης γιαγιάς με το μοναχογιό της, για να καταλήξει στη γνωστή αντίδραση: «Απαπα, γιε μου, άμα μ τα πάρεις θα πεθάνω. Κάτσε να πάρω την Ανδρομάχη να της πω. Μαρέ γιε μ, μη δίνεις σημασία σ εμάς», και οι λέξεις να σέρνονται στο στόμα της σαν γέρικα άλογα που με δυσκολία τραβάνε άμαξα. «Γέροι είμαστε, με την αποκοτιά θα μαστε, άσ τα, βρε! Άιντις στο Καρλόβασι, άιντις» και εκεί κλασικά θα παρέμβαινε ο παππούς στη συζήτηση. «Μμμ, τώρα μάλιστα, κυρα-χρυσή. Αποκοτιά, μωρέ, είναι που με έχουν τρελάνει; Που το αστείο τους είναι να κλειδώνονται στην τουαλέτα και να με περιπαίζουνε εμένα που έκανα 13

και Αλβανία; Τέτοια καζάντια, βρε, ούτε στα νιάτα μου! Γέρο άνθρωπο, με κρυοπαγήματα και αρθριτικά!» «Τι μιλάς, βρε, κι εσύ, που όλη μέρα στο μπακάλικο είσαι; Άιντις, κοίτα τη δουλειά σου, ορίστε μας. Παιδιά είναι, θα παίξουνε. Έλα, βρε Δ μητρακάκι μου, άσ τα τα παιδιά, μ πέρασε. Άιντις, μη με στεναχωράς γριά γυναίκα». Κι έτσι ο πατέρας θα έμενε για λίγο να τα μαλώσει, έτσι, για τα μάτια του κόσμου, να τα χαρτζιλικώσει και να φύγει για το Καρλόβασι, με την Ελεάννα να κλέβει όσα περισσότερα χάδια μπορούσε από εκείνον. Όμως για εκείνο το κορίτσι η πρώτη αφύπνιση ξεκίνησε όταν, κρυφακούγοντας πίσω από την πόρτα της κουζίνας, άκουσε τη γιαγιά της να λέει στη θεία της τη Σοφία: «Τι να γίνει, είναι αλαφροΐσκιωτο, Σοφία, έτσι γεννήθηκε. Και αυτό δεν φταίει, τι να καταλάβει, μικρό είναι το πουλάκι μου. Αυτό που βλέπει λέει, με καθαρά λόγια και χωρίς να σκέφτεται παραπέρα. Έτσι είναι τα παιδιά. Αλλά όλοι οι άλλοι οι σαρακιασμένοι, οι κακορίζικοι; Αυτοί είναι οι χειρότεροι, που περιμένουν με περιέργεια να ακούσουν. Αλλά με βλέπεις, Σοφία, από κοντά της. Και πώς κουράζεται το καλό μου όταν αυτά έρχονται, και τι να κάμω όμως; Να τανε βάρος, να το σηκώσω... Για να κοιμηθεί καλά, τάματα κάνω, λαμπάδες. Και το χα πει με το που την κράτησα στην αγκαλιά μου, το αισθάνθηκα, Σοφία, αλλιώτικο από όσα άλλα παιδιά έχω κρατήσει. Κι όχι επειδή ήτανε εγγόνι μου Όοοχι... Και με τη Χρυσή που ναι μεγαλύτερή της, δεν το χα νιώσει». «Άκου να σου πω, Χρυσή. Μπορεί να γεννήθηκε έτσι, αλλά αυτό δεν είναι και κακό. Νισάφι πια, ολημερίς και ολονυκτίς μ αυτή την ανησυχία, η μάνα της γιατί είναι ήρεμη; Άσ το και όπως πάει. Και για να το χει αυτό, άκου με εμένα, κάποιος λόγος υπάρχει και προστασία θα χει. Τέτοια πράματα δεν δίνονται έτσι». «Έχεις δίκιο, Σοφία μου, σε αυτό το τελευταίο. Θα πάει εκεί που πρέπει όταν έρθει η ώρα». Το επόμενο πρωινό, όταν τα αδέλφια της Ελεάννας είχαν ήδη ξυπνήσει και ξεχυθεί στους δρόμους, εκείνη έπαιζε χωρίς όρεξη με τις κουτάλες και τις κατσαρόλες της γιαγιάς της που έτρεχε πέρα δώθε 14

κουβαλώντας ταψιά. Και σαν στοργική περιστέρα, άπλωσε τις φτερούγες της πάνω από την Ελεάννα. «Τι έχεις, κόρη μ ;» «Γιαγιά, να σε ρωτήσω κάτι;» «Έλα, πουλάκι μου, να με ρωτήξεις βέβαια, ακούς εκεί!» «Τι είναι αλαφροΐσκιωτο ;» και τα μεγάλα μαύρα μάτια της στυλώθηκαν στο κάτασπρο δέρμα της γιαγιάς της και στα ξεθωριασμένα πράσινα μάτια. Πίγκωσε η γιαγιά της, ξεροκατάπιε. Ήθελε να την κόψει τη συζήτηση, να την μαλώσει που κρυφάκουγε. Όμως πόσο πια; Μεγάλωνε το κορίτσι, κόντευε οχτώ χρονών και καταλάβαινε ότι κάτι ήταν διαφορετικό και το βασάνιζε. Παράτησε το ταψί στο ξύλινο τραπέζι και έβαλε την Ελεάννα να κάτσει δίπλα της. Έβγαλε ένα μικρό μπολ με φρέσκο γιαούρτι από το ψυγείο, έριξε μέλι και καρύδια απάνω και το έδωσε στη Ελεάννα που τρελαινότανε για αυτό το σερβίρισμα. «Αλαφροΐσκιωτος, καμάρι μου, είναι αυτός που βλέπει αυτά που δεν βλέπουνε οι άλλοι». «Και αυτό είναι κακό;» ρώτησε με φόβο η μικρή, σφίγγοντας το μπολ στα τροφαντά χεράκια της. «Όχι, καμάρι μου, τι λες; Όχι βέβαια. Απλά είναι κάτι σπάνιο. Και οι άλλοι που δεν το χουν είναι περίεργοι και όλο θέλουν να μαθαίνουνε για αυτό το πράμα. Αλλά δεν καταλαβαίνουνε ότι έτσι τον κουράζουνε πιο πολύ». «Α, γιαγιά, καλά... Εγώ δηλαδή να μην το λέω, ε;» «Να μην το λες, καμάρι μου, στους ξένους. Άλλο η μάνα σ, ο πατέρας σ και οι παππούδες. Εμείς σ αγαπάμε και θέλουμε το καλό σου. Εντάξει; Άιντις τώρα να φας, να φουρνίσω κι εγώ», είπε αναστενάζοντας και ξαμολήθηκε πάλι στο φούρνο, αλλά δουλεύοντας πιο νευρικά. Λες και οι σκέψεις την έκαναν να θέλει να τρέξει μακριά από εκεί μέσα, να μη σκέφτεται τι θα γίνει σαν θα έφευγε από τη ζωή. Και έτσι πέρασε κι εκείνο το καλοκαίρι, και ήρθε η στιγμή και τα τρία παιδιά να κατεβούνε πίσω στο Καρλόβασι για το σχολείο. Για τον Κωστή, που ήτανε δύο χρόνια μικρότερος από την Ελεάννα, θα ήταν η πρώτη του φορά στο σχολείο. «Ο Θεός να βάλει το χέρι του να δω τι θα κάνει αυτό το αγρίμι», ήταν η πρώτη κουβέντα της 15

κυρα-ανδρομάχης, η οποία όμως το χε πάρει απόφαση τότε. «Βρε, θα σε κάνω εγώ διαβαστερό ο κόσμος να χαλάσει, και μια μέρα θα με φχαριστάς», και συνέχιζε το μονόλογο. Η Ελεάννα πάλι μιμείτο τη μεγαλύτερη αδερφή της και προσπαθούσε και εκείνη να διαβάζει, να είναι καλή μαθήτρια. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο άνετα θα μπορούσε να θεωρηθεί κλεπτομανής, αφού παραμόνευε πότε θα βγει από το δωμάτιο η Χρυσή ώστε να αρπάξει χαρακάκια, μοιρογνωμόνια, σβήστρες και ό,τι άλλο χρησιμοποιούσε. Είχανε και τέσσερα χρόνια διαφορά. Τι παρέα να κάνανε, η Ελεάννα ακόμα έπαιζε με κούκλες ενώ η Χρυσή ήδη ετοιμαζότανε για γυμνάσιο, και όσο να είναι και η κυρα-ανδρομάχη έσφιγγε περισσότερο τα λουριά αφού έβλεπε ότι η Χρυσή «τα παίρνει τα γράμματα. Δεν την χαλαλίζω εγώ για εδώ. Θα φύγει να σπουδάσει. Για την άλλη, τη μικρή, ακόμα έχουμε καιρό, Δημήτρη. Άσ τηνα να δούμε και εκείνη τι θέλει να κάνει». Η αλλαγή όμως για όλη την οικογένεια ήρθε μετά από λίγους μήνες, όταν η γιαγιά Χρυσή θα εμφάνιζε την «κακιά» αρρώστια. Όλη η οικογένεια θα βίωνε αυτόν το χαμό σαν σοκ, αφού κανείς δεν περίμενε ένα τέτοιο γερό σκαρί να χτυπηθεί από μια τέτοια αντάρα. Κυρίως η Ελεάννα, που είχε μεγαλώσει στην αγκαλιά της γιαγιάς της που την είχε θρέψει με χάδια και κανάκεμα. Εκείνη θα το βίωνε με τον πιο έντονο τρόπο, γιατί τότε θα καταλάβαινε τι είναι αυτό που έχει. «Άντε, κόρη μου, και σύντομα θα πάω πάνω στο χωριό, ε;» θα έλεγε συνέχεια η καταπονημένη γυναίκα που θα έμενε μαζί τους. «Ναι, βρε Αμά, δεν τα είπαμε;» απαντούσε η Ανδρομάχη καταπίνοντας όλες τις σκέψεις τις θλιβερές και στοίχιζε τα παιδιά να φιλήσουν τη γιαγιά προτού πάνε στο σχολείο. Της Ελεάννας όμως δεν της αρκούσε αυτό, κατευθείαν ορμούσε στα ορθάνοιχτα χέρια της γιαγιάς, που με δυσκολία τα ανέβαζε λίγο πιο ψηλά και αγκάλιαζαν την εγγόνα της. Και βούρκωνε η Ανδρομάχη και έτρεμε το σαγονάκι της, αφού έβλεπε ότι ενώ όλα τα κανόνιζε και τα ρύθμιζε, τούτο το κακό δεν το χε προλάβει. «Άμα ο γιατρός είχε κάνει σωστή διάγνωση, δεν θα τανε τώρα σε αυτήν την κατάσταση», θα έλεγε συνέχεια, μην μπορώντας να δεχθεί εκείνη την ανευθυνότητα. 16

«Μαρέ κόρη μ, θα προλάβω να τη δω νύφη τη Χρυσή μ ; Δεν το βλέπω, μαρέ, δεν το βλέπω», θα έλεγε με παράπονο και θα κουνούσε το κεφάλι της, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Ελεάννας που σαν γάτα τριβότανε στα σεντόνια του κρεβατιού και ανέβαινε για να χώσει το μούτρο της στο λαιμό της γιαγιάς, με τη μάνα της να της φωνάζει. «Αμάν, Ελεάννα, άσ τηνα και λίγο πια, όλη την ώρα κολλημένη σαν τσιμπούρι απάνω στη γιαγιά! Μια ανάσα δεν μπορεί να πάρει η γυναίκα!» Δεν άντεξε όμως για πολύ τούτο το σκαρί. Το σαράκι το έφαγε σιγά και ο άνεμος ήρθε να το αποτελειώσει, αραγμένο και παρατημένο όπως είναι στη στεριά. Να το κάνει μικρά μικρά κομμάτια και να το σκορπίσει. Προς τις τελευταίες μέρες η κυρα-χρυσή και στο μπάνιο με δυσκολία θα πήγαινε. Τα αυτιά της Ελεάννας παραμόνευαν να συλλάβουν τον παραμικρό θόρυβο σαν το λαγωνικό. Κατευθείαν πεταγόταν από το κρεβάτι και μέσα στο σκοτάδι πάντα έβρισκε το χέρι ή το γοφό της γιαγιάς για να την βοηθήσει. «Αχ, καρδούλα μου, πήγαινε για ύπνο. Άιντις, αύριο έχεις σχολείο, μπορώ και μοναχή μου», θα έλεγε η κυρα-χρυσή, με την Ελεάννα να επιμένει. «Όχι, γιαγιούλα μου, μαζί. Ναι;» Και σιγά σιγά θα γυρίζανε στο κρεβάτι, με την Ελεάννα να μην μπορεί να ξεκολλήσει από δίπλα της, μέχρι που θα σηκωνότανε η μάνα της να ελέγξει τι γίνεται με την πεθερά της, που τόσο της στάθηκε στο μεγάλωμα των παιδιών της. Αμέριμνα τα άφηνε στους παππούδες όσο ταξίδευε ο άντρας της, για να πάει να τον βρει σε όποια μεριά του κόσμου και να ήτανε με το καράβι. Αγόγγυστα η κυρα-χρυσή θα τα ανέθρεφε, και δυο και τρεις και πέντε μήνες. Και τώρα, καθηλωμένη στο κρεβάτι περίμενε το τέλος αργά και υπομονετικά, χωρίς να βγάζει μιλιά. Και όντως δεν έβγανε μιλιά η κυρα-χρυσή στις μέρες που ο πόνος κορυφωνότανε και έφτανε εκείνη η ώρα. «Πονάς, Αμά;» θα την ρώταγε συνέχεια η Ανδρομάχη καθώς θα την περιποιόταν. «Όχι, κόρη μ, τι να πονάω. Καλά είμαι, άιντις στη δουλειά σου», έλεγε η κυρα-χρυσή, που όμως μέσα της καιγόντουσαν τα σωθικά της και ο πυρετός της ώρες ώρες την γονάτιζε. Και έφευγε η νύφη της, για να βουρκώσει μόνη της κατεβαίνοντας τις σκάλες του σπιτιού. Η 17

Ελεάννα όμως εκεί, πιστό σκυλί δίπλα στη γιαγιά της, μέχρι εκείνο το βράδυ που άρχισε η πάλη του σώματος που θέλει να μείνει ζωντανό και της ψυχής που λαχταρά να απελευθερωθεί και να γυρίσει εκεί που ανήκει. Κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, λες και περίμενε την άφιξη του αγγέλου που θα έπαιρνε τη γιαγιά της. Χρόνια θα της έπαιρνε να συνειδητοποιήσει την εικόνα εκείνη. Όλοι είχανε πέσει για ύπνο. Αργά ήτανε, περασμένες δώδεκα, όταν άρχισε να ακούει βήματα στο διάδρομο. Αλλιώτικα όμως, σαν ελαφρύ αεράκι που περνάει αφήνοντας έναν απαλό και μόλις αντιληπτό ήχο, σαν σφύριγμα, στα ανθρώπινα αυτιά. Υποψιασμένη σηκώθηκε από το κρεβάτι να περπατήσει στις μύτες των ποδιών της, μην και ξυπνήσει τη Χρυσή που κοιμόταν στο επάνω κρεβάτι της κουκέτας. Μισάνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο, όπου τον είδε να εισέρχεται στο δωμάτιο της άρρωστης. Το Φως που έβγαινε από εκείνη την παρουσία δεν την τρόμαξε και συνέχισε για να φτάσει κοντά στη γιαγιά της. Και εκεί ένιωσε την πάλη του σώματος με την ψυχή. Την πάλη που κάνει το γνωστό στη θέα του αγνώστου. Είδε τη γιαγιά της να αναπνέει βαριά και να κοιτάει στο παράθυρο. Δεν την είχε αντιληφθεί την Ελεάννα, που δεν ήξερε τι να κάνει στο θλιβερό θέαμα. Λίγα λεπτά αφού συνήλθε από έναν στιγμιαίο ύπνο, η κυρα-χρυσή είδε την εγγόνα της γονατισμένη δίπλα της με τα δυο της χεράκια ακουμπισμένα στο στρώμα και τα χείλη της να τα ακουμπάνε. «Φύγε, κόρη μ, άσε με τώρα μονάχη μου», και με δυσκολία έλεγε εκείνα τα λόγια. «Άσε με, γιαγιά, δεν θα κάνω φασαρία», είπε ψιθυριστά η Ελεάννα με ύφος ικετευτικό, σουφρώνοντας τα καμπυλωτά φρύδια της. Κοιμήθηκε πλάι της για τελευταία φορά. Στις εφτά τα ξημερώματα ένιωσε το φευγιό της γιαγιάς της. Όρμηξε αλαφιασμένη στο διάδρομο τρέχοντας και φωνάζοντας «Μαμά!» Ο πατέρας της, πανικοβλημένος πια, πήγε κοντά στη μητέρα του, με την Ελεάννα να κάθεται από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. «Μάνα;» Τον κοίταξε ήρεμη, του χαμογέλασε αχνά και έκλεισε τα ματάκια της για πάντα χωρίς να πει κουβέντα. Αυτό ήτανε το τέλος. Για τους άλλους όμως. 18

Άκουσε πάλι εκείνο το σφύριγμα από πίσω της και ένα σύννεφο να σηκώνεται από το σώμα που τώρα πια δεν είχε ζωή μέσα του. Ένιωσε τη γιαγιά της και πάλι, αλλά τώρα διαφορετικά. Σαν να έμπαινε η αγάπη και η ενέργειά της μέσα σε εκείνη και να της μιλά. Όλοι οι άλλοι κλαίγανε για το χαμό. Η Ελεάννα αμίλητη, ανέκφραστη. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έγινε και τι θα γινότανε από εδώ και πέρα. Εκεί όμως που δεν άντεξε, ήταν όταν ήρθαν οι γυναίκες με τα σάβανα. Λύγισε και έφυγε από το δωμάτιο. Το βράδυ οι κοντινοί συγγενείς θα μένανε να ξενυχτήσουν τη νεκρή. «Ώρα για ύπνο, Ελεάννα», είπε η Ανδρομάχη σπρώχνοντάς την απαλά μακριά από το φέρετρο. «Δεν θέλω να κοιμηθώ!» απάντησε με πείσμα και θυμό η μικρή έχοντας στυλώσει τα πόδια της στο πάτωμα και με το βλέμμα καρφωμένο στο πρόσωπο της γιαγιάς της, μπας και έβλεπε καμία αντίδραση σε αυτό, κάποια κίνηση. Με τα πολλά, η μάνα της την έβαλε για ύπνο. «Μαμά, θέλω τη γιαγιά μου», και οι λέξεις βγαίνανε κοφτές και ποτισμένες με λυγμούς και δάκρυα που τρέχανε στα μάγουλα του μικρού κοριτσιού. «Σώπα, κόρη μου, και πέσε», της είπε η μάνα της και της έριξε κουβέρτα από πάνω για να ζεσταθεί. Πάσχιζε να κρατηθεί ξύπνια μήπως και ξανάκουγε κείνο το ελαφρύ αεράκι, κείνο το σφύριγμα από Εκείνον που πήρε τη γιαγιά της, μήπως και την ξανάφερνε. Τίποτα όμως. Και λύγιζαν τα ματάκια της από το βάρος της νύστας. Στην κηδεία δεν τα πήρανε τα παιδιά. Μα και κανένα δεν το ζήτησε. Δεν το θέλανε το θέαμα. Κόσμος και κοσμάκης μαζεύτηκε να χαιρετήσει την κυρα-χρυσή, όχι μόνο το χωριό αλλά και από άλλα μέρη του νησιού. Σχεδόν ποτέ η θύμηση της αδικοχαμένης εκείνης γυναίκας δεν θα έλειπε από το οικογενειακό τραπέζι. Και ποτέ από το θυμικό της Ελεάννας που δίχως να το έχει καταλάβει είχε περάσει την πόρτα του πεπρωμένου της που μετά από πολλά χρόνια θα της αποκαλυπτόταν. 19