Τι ήταν εντέλει αυτό που αποκλήθηκε "Αραβική Άνοιξη"; 20/Ιουλ/2013 19:28 Επειτα από δυόμισι χρόνια αιματηρών αναταραχών, ο "παλιός κόσμος" μοιάζει να αναδύεται εκ νέου αλώβητος από τις εξελίξεις. Του Κώστα Ράπτη Ο «Γατόπαρδος» δεν έχει μεταφραστεί στα αραβικά. Συνεπώς, δεν γνωρίζουμε πώς θα ακουγόταν στα αυτιά των κατοίκων της Μέσης Ανατολής η εμβληματική φράση του Ιταλού συγγραφέα Τομάζι ντι Λαμπεντούζα «πρέπει να αλλάξουν πολλά, για να μην αλλάξει τίποτα»... Γεγονός, πάντως, είναι ότι οι πρόσφατες εξελίξεις στην Αίγυπτο, που έφεραν τον στρατό κυρίαρχο των εξελίξεων και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην ημιπαρανομία, μοιάζουν σαν να γύρισαν τον χρόνο σε κάποιο σημείο πριν από το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης - η οποία, λόγω της αιματηρής και άκαρπης εξέλιξής της, αποκαλείται πλέον όλο και συχνότερα «Αραβικός Χειμώνας». Τι ακριβώς έχει συμβεί, λοιπόν, στην περιοχή τα τελευταία δυόμισι χρόνια; Η τελική έκβαση παραμένει ανοιχτή, όσο οι πολιτικές αλλαγές δεν μπορούν να απαντήσουν στο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα που αποτελεί το υπόβαθρο της αναταραχής και όσο η κατάσταση παραμένει απολύτως απρόβλεπτη στην Αίγυπτο, φυσική ηγέτιδα του αραβικού κόσμου. Πώς να αποκαλέσουμε αυτό που συμβαίνει; Το καινοφανές και ακατάταχτο των εξελίξεων, ιδίως στην Αίγυπτο, αναγκάζει τους διεθνείς αρθρογράφους να καταφεύγουν σε νεολογισμούς και γλωσσικά αμαλγάματα, π.χ. «recolution» - εκ του coup (πραξικόπημα) και revolution (επανάσταση). Ή «refolution» -εκ του reform (μεταρρύθμιση)-, στον βαθμό που οι εξεγερμένοι του αραβικού κόσμου δεν διεκδικούν οι ίδιοι την εξουσία και δεν αμφισβητούν τις κρατικές δομές, αλλά επιδιώκουν να τις αναγκάσουν να μεταρρυθμιστούν. Αν προσπαθούσαμε να συνοψίσουμε τα γεγονότα, θα διαπιστώναμε ότι οι ανατροπές σημειώθηκαν μόνο σε προεδρευόμενα κοσμικά καθεστώτα (Τυνησία, Αίγυπτος, Υεμένη, Λιβύη) και όχι στις διαβόητες αραβικές μοναρχίες, ενώ ορισμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής έμειναν ουσιαστικά ανέγγιχτες από την αναταραχή, π.χ. η Αλγερία (λόγω των τραυμάτων του αιματηρού
εμφυλίου πολέμου) ή το Μαρόκο (λόγω των μεταρρυθμίσεων με πρωτοβουλία του βασιλιά). Η αντίδραση του «παλιού κόσμου» κινήθηκε στο τρίπτυχο ενσωμάτωση (Υεμένη, Τυνησία), ωμή καταστολή (Μπαχρέιν) ή εκτροπή σε εμφύλιες συγκρούσεις με ανοιχτή (Λιβύη) ή κεκαλυμμένη (Συρία) διεθνή ανάμιξη. Παράλληλα, το πολιτικό Ισλάμ διέγραψε μέσα σε δυόμισι χρόνια όλη τη διαδρομή από τον θρίαμβο στην πτώση, προδιαγράφοντας ενδεχόμενη ριζοσπαστικοποίησή του, εφόσον, όπως δείχνει η Αίγυπτος, παρεμποδίζεται η δημοκρατική πορεία του προς την εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, η τελική έκβαση παραμένει ανοιχτή, όσο οι πολιτικές αλλαγές δεν μπορούν να απαντήσουν στο κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα που αποτελεί το υπόβαθρο της αναταραχής και όσο η κατάσταση παραμένει απολύτως απρόβλεπτη στην Αίγυπτο, φυσική ηγέτιδα του αραβικού κόσμου. Ήταν οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας πραγματικά αιφνιδιαστικές; Όχι, για όποιον δεν προσπερνούσε το τι συνέβαινε στις χώρες που αποτέλεσαν την κατεξοχήν εστία της αραβικής αφύπνισης. Ο κοινωνικός αναβρασμός στον αραβικό κόσμο δεν έπαψε όλα τα τελευταία χρόνια να εκδηλώνεται με ευδιάκριτους τρόπους. Η Αίγυπτος, για παράδειγμα, συγκλονίστηκε ήδη το 2005 από σειρά εργατικών και άλλων κινητοποιήσεων, από εκτεταμένη αγροτική αναταραχή κατά τη διατροφική κρίση του 2008, από απεργίες στην υφαντουργία το 2010 κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρωτοβουλία νεολαίων της «6ης Απριλίου», που πρωτοστάτησε στην προπαγάνδα εναντίον του Μουμπάρακ το 2011, πήρε το όνομα της από τη μεγάλη απεργία της βιομηχανικής πόλης Μαχάλα, ούτε το ότι τα αστικά κέντρα του Δέλτα του Νείλου και της Διώρυγας του Σουέζ παραμένουν μέχρι σήμερα στην εμπροσθοφυλακή της αναταραχής. Στην Τυνησία, πάλι, των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων, το ένα εκατομμύριο διαδηλωτών που κατήγγειλε τον Ιανουάριο του 2009 την ισραηλινή εισβολή στη Γάζα είναι βέβαιο ότι με τη θεαματική παρουσία του υπογράμμιζε και πολλά εγχώρια δεινά. Άλλωστε, ακόμα και το State Department, που κατά την έναρξη των διαδηλώσεων εναντίον του Μουμπάρακ δήλωνε, διά στόματος Χίλαρι Κλίντον, ότι η «αιγυπτιακή κυβέρνηση είναι σταθερή και μπορεί να ανταποκριθεί στα λαϊκά αιτήματα», δεν είχε παραλείψει τα προηγούμενα χρόνια να ανοιχτεί σε Αιγυπτίους νεολαίους ακτιβιστές που μετέπειτα διέπρεψαν στην εξέγερση, εκπαιδεύοντας τους στο Βελιγράδι. Είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε με ενιαίο τρόπο τις εξελίξεις στις διαφορετικές αραβικές χώρες; Μόνο χάρη σε στερεοτυπικές αντιλήψεις περί «Ανατολής» είναι δυνατόν να θεωρούμε ομοιογενή την πραγματικότητα μιας σειράς κρατών με διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα, διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, διαφορετικό εθνο-θρησκευτικό προφίλ και ολότελα διαφορετικές διαδρομές της πρόσφατης ιστορίας τους. Ωστόσο, η ίδια η αρχική μεταδοτικότητα των εξεγέρσεων δείχνει ότι δεν έλειπε ο ενοποιητικός παράγοντας. Πρόκειται για χώρες που αντιμετωπίζουν παραπλήσιες προκλήσεις, εφόσον
καταρχήν εντάσσονται στην ίδια περιφερειακή ρύθμιση (όπως αυτή κωδικοποιήθηκε στις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1979), που αποβλέπει αφενός στην εξασφάλιση των ενεργειακών ροών και αφετέρου στην υπεράσπιση του Ισραήλ. Πρόκειται, επιπλέον, για κοινωνίες που έχουν σχεδόν όλες τους ως κοινό στοιχείο τη μικρή διαφοροποίηση της οικονομίας τους και την εξάρτηση από την πρόσοδο (πετρέλαιο στην περίπτωση του Περσικού Κόλπου και της Λιβύης, τουρισμός και δικαιώματα διέλευσης του Σουέζ στην περίπτωση της Αιγύπτου). Αποτέλεσμα, μια συνολική καθυστέρηση, όπως αυτή καταγράφεται στις εκθέσεις Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, καχεξία των εθνικών αστικών τάξεων, έντονη εξάρτηση των ηγετικών στρωμάτων από τον διεθνή παράγοντα, καταλήστευση του εθνικού πλούτου, αδυναμία ένταξης της νεολαίας στην αγορά εργασίας και καταβύθιση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού στην άτυπη απασχόληση. Πρόκειται για φαινόμενο αποκλειστικά αραβικό; Όσο συζητήσιμο είναι το αν οι εξελίξεις στις αραβικές χώρες αποτελούν ενιαίο φαινόμενο, άλλο τόσο ανοιχτό στη συζήτηση παραμένει το αν εντάσσονται σε έναν ευρύτερο εξεγερσιακό ιστορικό κύκλο διεθνώς. Το Κίνημα «Occupy» στην καρδιά της υπερδύναμης, οι «Αγανακτισμένοι» στον δοκιμαζόμενο ευρωπαϊκό Νότο και οι πρόσφατες διαδηλώσεις σε αναδυόμενες δημοκρατικές χώρες, όπως η Τουρκία και η Βραζιλία, μοιράζονται, παρά τις τεράστιες διαφορές των εν λόγω χωρών, πολλά φυσιογνωμικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά. Ήδη το 2010, ο πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, διαπίστωνε: «Οι μεγάλες διεθνείς δυνάμεις, νέες και παλιές, αντιμετωπίζουν μια καινοφανή πραγματικότητα: ενώ η στρατιωτική τους ισχύς είναι περισσότερο φονική παρά ποτέ, η ικανό-τητά τους να ελέγχουν τις πολιτικά αφυπνισμένες μάζες της υφηλίου βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό». Ο νέος πολιτικός ακτιβισμός, συνέχισε, γεννιέται «από την επιδίωξη της προσωπικής αξιοπρέπειας, του πολιτισμικού σεβασμού και των οικονομικών ευκαιριών», ενώ «το φαινόμενο της παγκόσμιας πολιτικής αφύπνισης, κοινωνικά μαζικής και πολιτικά ριζοσπαστικής» βρίσκει τη βάση του στις κοινές αξίες (και τον κοινό φθόνο) που καλλιεργεί η σχεδόν καθολική πρόσβαση στη ραδιοτηλεόραση και στο Διαδίκτυο. Υπήρξε κάποια οικονομική εξέλιξη καταλυτική; Η προϊούσα απορρύθμιση της οικονομίας χωρών με έντονη «εθνικοαναπτυξιακή» παράδοση, όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία, έθεσε υπό δοκιμασία παραχωρήσεις που διατηρούσαν την κοινωνική ειρήνη (π.χ., επιδοτήσεις των τροφίμων και καυσίμων), αλλά και ενίσχυσε τη διαφθορά μέσω των κοινών επενδυτικών πρωτοβουλιών τμημάτων της πολιτικής ελίτ με το διεθνές κεφάλαιο. Στην περίπτωση της Τυνησίας, αυτό μεταφράστηκε σε μια γενικευμένη «κλεπτοκρατία» της ευρύτερης οικογένειας Μπεν Άλι, ενώ στην περίπτωση της Αιγύπτου ο στρατός (που φέρεται να ελέγχει επιχειρηματικά έως και 40% του ΑΕΠ) με ανησυχία έβλεπε να παραμερίζεται από τη «διαπλοκή», που είχε ως επίκεντρο τον προοριζόμενο για τη διαδοχή υιό Μουμπάρακ. Η περίπλοκη πολιτική «χορογραφία» που εκτυλίχθηκε μετά το 2011 στην Αίγυπτο στηρίζεται στην
ταυτόχρονη επιδίωξη του στρατού να διατηρήσει τα προνόμιά του χωρίς να εκτεθεί στην ευθύνη της διακυβέρνησης, αλλά και στην αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να προωθήσουν τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, τη στιγμή που ο πληθυσμός βρίσκεται σε αναβρασμό. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Αιγύπτου έχουν πέσει στα 16 δισ., ήτοι το αντίστοιχο των εισαγωγικών αναγκών τριών μηνών, όταν η χώρα καλύπτει τις μισές διατροφικές της ανάγκες από εισαγωγές, ενώ ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 18%, το έλλειμμα στο 14% και η ανεργία στο 13,2%. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Αιγύπτου μέχρι τον Ιούνιο 201 υπολογίζονται σε 19,5 δισ. δολάρια, αλλά οι διαπραγματεύσεις για το δάνειο των 4,8 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ καρκινοβατούν, καθώς συνοδεύονται από τον όρο της κατάργησης των επιδοτήσεων των καυσίμων (14,5 δισ.) και του ψωμιού (4 δισ.). Η Αίγυπτος επιβιώνει μόνο χάρη στα 8 δισ. που χορήγησαν Κατάρ και Τουρκία επί των ημερών του Μόρσι και τα άλλα 8 δισ. με τα οποία Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επιβράβευσαν την εβδομάδα αυτή την ανατροπή του... Ποιες διαιρέσεις αναδείχθηκαν στο εσωτερικό των αραβικών χωρών; Η αντίθεση κοσμικών και θρησκευόμενων έχει συζητηθεί διεθνώς σε εξαντλητικό βαθμό. Λιγότερη προσοχή έχει δοθεί, ωστόσο, στην εξίσου σημαντική διάκριση πόλης και υπαίθρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αγροτική Άνω Αίγυπτος έμεινε σχετικά ανεπηρέαστη από την αναταραχή και έδωσε θηριώδη εκλογικά ποσοστά στους ισλαμιστές, με τους οποίους ουδέποτε συμφιλιώθηκαν οι βιομηχανικές πόλεις του Δέλτα. Αντιστρόφως, στη Συρία, η εξέγερση υπήρξε καταρχήν υπόθεση των αγροτών, καθώς η ξηρασία των τελευταίων έξι ετών έχει οδηγήσει ένα εκατομμύριο κατοίκους των ανατολικών επαρχιών στον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης, σε μια από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών που έχει δει τις τελευταίες δεκαετίες η Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια της συριακής κυβέρνησης μετά τις εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο να χαλιναγωγήσει τις τιμές των τροφίμων μέσω μειώσεων φόρων οδήγησε το αραβικό παζάρι σε κερδοσκοπικές κινήσεις αντάξιες ενός hedge fund, καθώς τα διατηρήσιμα τρόφιμα αποθησαυρίστηκαν, με αποτέλεσμα η τιμή τους να ανέβει κατά 30% σε έναν μήνα. Ποιον ρόλο παίζει η «ενεργειακή διπλωματία»; Η Συρία αποτελεί τη φυσική έξοδο προς Δυσμάς των υδρογονανθράκων όλης της περιοχής, ενώ η ίδια διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου (κυρίως στις κουρδικές περιοχές) που υπολογίζονται σε 2,5 δισ. βαρέλια. Ωστόσο, ο πετρελαϊκός αγωγός Κιρκούκ-Μπανιάς παραμένει κλειστός από το 2003, οπότε επλήγη κατά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, ενώ και ενδεχόμενη μεταφορά του ισραηλινού φυσικού αερίου στην Τουρκία μέσω αγωγού θα πρέπει να διασχίσει συριακά χωρικά ύδατα.
Ήδη από το 2009 Άγκυρα και Ντόχα διαπραγματεύονται τη δημιουργία ενός αγωγού ο οποίος μέσω Ιράκ και Συρίας θα μετέφερε το καταριανό φυσικό αέριο στο τουρκικό έδαφος. Ωστόσο, ο Άσαντ κινήθηκε ανταγωνιστικά, υπογράφοντας τον Ιούλιο του 2011 συμφωνία για τη δημιουργία αγωγού, κόστους 10 δισ. δολαρίων, για τη μεταφορά του ιρανικού φυσικού αερίου μέσω Ιράκ στις ακτές της Μεσογείου, σημαίνοντας συναγερμό σε Άγκυρα και Ουάσινγκτον. Ποιος διεθνής παίκτης υπήρξε έως τώρα ο μεγάλος ωφελημένος; Η Σαουδική Αραβία και δευτερευόντως το Ισραήλ που αποτελούν και τις πάγιες «σταθερές» της διεθνούς τάξης πραγμάτων στην περιοχή. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ βρέθηκαν να ταλαντεύονται (με ιδιαίτερη κακοφωνία μεταξύ των διαφορετικών αμερικανικών κέντρων εξουσίας) ανάμεσα στην υπεράσπιση της «συνέχειας» και της «ανατροπής» και μέσα σε δυόμισι χρόνια πέρασαν από την «υιοθέτηση» του δημοκρατικού Ισλάμ (όπως είχε προαναγγείλει η ομιλία Ομπάμα στο Κάιρο) στη χρηματοδότηση όσων πρωτοστάτησαν στην ανατροπή του Μόρσι, όπως αποκάλυψε το Αλ Τζαζίρα. Το αποτέλεσμα ήταν οι ΗΠΑ να καταγγέλλονται τόσο από τους Αιγύπτιους ισλαμιστές όσο και από τους αντιπάλους τους, ενώ αντίστοιχη ταλάντευση ανάμεσα στην προώθηση της «αλλαγής καθεστώτος» και την αποφυγή οποιασδήποτε στρατιωτικής εμπλοκής οδήγησε σε παροξυσμό τη συριακή κρίση. Σε συνθήκες αυτονόμησης από τις ΗΠΑ των «πελατών» τους στην περιοχή, η σύγκρουση «επανάστασης» και «αντεπανάστασης» μετατράπηκε αρχικά σε αντιπαράθεση του σουνιτικού τόξου με το σιιτικό και κατόπιν σε ανταγωνισμό Σαουδικής Αραβίας-Κατάρ διά αντιπροσώπων. Ήταν πολλοί οι λόγοι για τους οποίους η Συρία αποτέλεσε καμπή: Η αντοχή του καθεστώτος Άσαντ, η αταλάντευτη στήριξή του από τη Ρωσία, ο διάχυτος φόβος ότι οι τζιχαντιστές που έχουν συρρεύσει στη Συρία θα επαναλάβουν το προηγούμενο του Αφγανιστάν, η παλαιά καχυποψία της Σαουδικής Αραβίας απέναντι στη Μουσουλμανική Αδελφότητα ως δυνάμει απειλή για τις αραβικές μοναρχίες, η αντισυσπείρωση που προκάλεσαν οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του Κατάρ (που χρηματοδότησε την εξέγερση στη Συρία με 3 δισ. και φιλοδοξούσε να επωφεληθεί από τη σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Μόρσι). Εντέλει, ο ίδιος ο εμίρης του Κατάρ, που είχε ενοχλήσει και το Ισραήλ με την επίσκεψή του στη Γάζα, βρέθηκε να «παραιτείται» υπέρ του τεταρτότοκου γιου του, ενώ ο Μόρσι ανατράπηκε (με τη σύμπραξη και των σαουδαραβικής επιρροής σαλαφιστών) μόλις άρχισε να καλεί σε «ιερό πόλεμο» στη Συρία. Όσο για τη Βρετανία και τη Γαλλία (η οποία έχασε κάθε επιρροή στην Τυνησία μετά την πτώση του Μπεν Άλι), πλειοδοτούν σε τυχοδιωκτική ρητορική, μολονότι η επέμβαση στη Λιβύη, από την οποία η Γερμανία απείχε ηχηρά, κατέδειξε την εξάρτησή τους από την αμερικανική στρατιωτική ισχύ. * Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 13ης Ιουλίου Διαβάστε το άρθρο στο Capital.gr