ΠΑΝΟΣ ΚΑΖΟΛΗΣ ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ Μυθιστόρημα
Copyright Panos Kazolis 2013 Published in England by AKAKIA Publications, 2013 Πάνος Καζόλης ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ Μυθιστόρημα ISBN: 978 1 909550 95 7 Copyright Panos Kazolis 2013 CopyrightHouse.co.uk ID: 146195 Cover Images: Source: ShutterStock.com / Copyright: Beauty Photographer / File No: 116945515 PUBLICATIONS St Peters Vicarage, Wightman Road, London N8 0LY, UK T. 0044 203 28 66 550 T. 0044 203 28 96 550 F. 0044 203 43 25 030 M. 0044 7411 40 6562 www.akakia.net publications@akakia.net All rights reserved. No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above. 2013, London, UK
ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ Καθώς ανασήκωσε το κεφάλι του αφηρημένα, η ματιά του έπεσε στο ρολόι του τοίχου και ξαφνικά άρχισε να βιάζεται. Μπρούμυτα με γυμνή πλάτη μπροστά του η ευτραφής κυρία που έχασε την επαφή με τα δάχτυλά του, άφησε να τη ξεφύγει ένας αναστεναγμός δυσαρέσκειας σαν ροχαλητό και γύρισε με κόπο τον χοντρό λαιμό της να τον κοιτάξει. «Γιατρέ;» Ο γιατρός ακούμπησε το στηθοσκόπιο στα γραφείο, κάθισε στην πολυθρόνα του και της μίλησε κοιτάζοντας τα χαρτιά του. «Εντάξει, μπορείτε να ντυθείτε.» «Δηλαδή γιατρέ αυτό ήταν όλο; Ούτε δυο λεπτά δεν με εξετάσατε!» Θα προτιμούσε να την βρίσει και να την διαβολοστείλει, όμως δεν γινόταν να παραβλέψει ότι χάρη σε μερικές ξελιγωμένες του είδους της κατάφερνε ως τώρα να διατηρεί το ιδιωτικό ιατρείο του ανοιχτό. Σηκώθηκε από το κάθισμά του να φανεί πως βιάζεται και της χαμογέλασε με το θεατρικό χαμόγελο που συνήθιζε να χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια. «Πιστέψτε με είναι προτιμότερο να περάσετε αύριο από το ιατρείο μου. Θα πω της γραμματέως μου να σας κανονίσει ένα ραντεβού. Καταλαβαίνετε, εδώ στο ΙΚΑ είμαστε πολύ πιεσμένοι από χρόνο. Στο ιατρείο μου θα δούμε τα πάντα διεξοδικά και με την ησυχία μας.» Η χοντρή ξαναβρήκε το κέφι της κι έφυγε κάνοντας όνειρα για την επόμενη, ο γιατρός συμμάζεψε τα χαρτιά του κι άρχισε να ξεκουμπώνει τη μπλούζα του όταν ακούστηκε το χτύπημα στην πόρτα και ο νεαρός που δεν περίμενε απάντηση μπήκε φουριόζος ανεμίζοντας ένα βιβλιάριο ασθενείας. Σταμάτησε να ξεκουμπώνει τη μπλούζα του και κοίταξε τον εισβολέα αγριεμένος, αλλά ο νεαρός τον πρόλαβε. «Μη μου στραβώνεις γιατρέ. Συγνώμη δηλαδή, το ξέρω ότι είναι περασμένη η ώρα, μόνο δύο φαρμακάκια να μου γράψεις κι εξαφανίζομαι στο λεπτό. Είναι επείγον!» Με την τελευταία του λέξη φτερνίστηκε δυνατά, έβγαλε μια χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα από την τσέπη του και φύσηξε τη μύτη του. Ο γιατρός έκανε μια γκριμάτσα αποστροφής, δίστασε μια στιγμή και πέρασε πάλι πίσω από το γραφείο του.
«Δώσε μου το» Ξεφύλλισε με τα ακροδάχτυλα τα πολυταλαιπωρημένο βιβλιάριο ασθενείας και τον κοίταξε έκπληκτος. «Τι τα θέλεις εσύ αυτά τα χάπια;» Ο νεαρός σταμάτησε να ψάχνει που να πετάξει την μυξωμένη χαρτοπετσέτα, την ξανάχωσε στη τσέπη του και γέλασε. «Δεν είναι για μένα γιατρέ. Του πατέρα μου είναι το βιβλιάριο.» Για μια στιγμή ο γιατρός σκέφτηκε να του το πετάξει στα μούτρα και να τον διατάξει να ξαναπεράσει με τον κηδεμόνα του, έτσι μόνο για να εκδικηθεί που τον καθυστερούσε, αλλά γιατί βιαζόταν τόσο; Το μόνο θηλυκό που τον περίμενε στο σπίτι ήταν η τηλεόραση, ίσως και η κοπέλα που θα έπαιρνε την παραγγελία του για το ντελίβερι. Θα έτρωγε ένα ανόρεχτο γεύμα ακόμη και στις μοναχικές ώρες που θα ακολουθούσαν ως το απόγευμα που άνοιγε το ιατρείο του, θα έψαχνε ξανά να βρει πόση αλήθεια κρυβόταν στα λόγια της Σόνιας, όταν πριν δεκαπέντε μέρες ακριβώς του ανακοίνωσε ότι τον εγκαταλείπει κατηγορώντας τον κι από πάνω, ότι ναι μεν ήταν ένα παλικάρι με χρυσή καρδιά, πλην όμως στο σεξ έπαιρνε μηδέν και ότι αυτή δεν μπορούσε να σπαταλάει άλλο τη ζωή της κάνοντας ερωτικό φροντιστήριο σε ένα τενεκέ. Αναστέναξε και άρχισε να γράφει την συνταγή όταν ο νεαρός ξαναφτερνίστηκε με θόρυβο. Ο γιατρός τον κοίταξε συνοφρυωμένος και του έδειξε το βιβλιάριο. «Θα γράψω κάτι και για σένα, μάλλον τα χρειάζεσαι περισσότερο απ τον πατέρα σου. Ένα σιρόπι και λίγα χαπάκια Το παλικάρι συμμάζεψε ρουθουνίζοντας όσες μύξες δεν χώρεσαν στην ελεεινή χαρτοπετσέτα του και γέλασε πονηρά. «Άσε γιατρέ, δεν μου χρειάζονται» Ο γιατρός τον κοίταξε αυστηρά. Κατά καιρούς όλο και κάποιος εξυπνάκιας θα εμφανιζόταν να παριστάνει τον υπεράνθρωπο και αρκετοί απ αυτούς κατέληγαν στα νοσοκομεία παρέα με τον ανόητο εγωισμό τους, ωστόσο ο νεαρός δεν έδειχνε να τους μοιάζει. Ντυμένος ακριβά, αλλά τσαπατσούλικα και τουλάχιστο τρεις μέρες αξύριστος, σίγουρα δεν ήταν από τους τύπους που επιδίωκαν τη προσοχή κανενός. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν χρειάζεσαι φάρμακα; Το πιθανότερο είναι να χειροτερέψει και τότε» Ο νεαρός τον έκοψε γελώντας. «Έχω φάρμακο γιατρέ και μάλιστα βότανο!»
Ο γιατρός του επέστρεψε το βιβλιάριο και κούνησε το κεφάλι του αδιάφορα. «Α, ναι; Ποιο;» Το παλικάρι δεν δίστασε ούτε στιγμή. «Αυτό εδώ γιατρέ. Μερικοί το κάνουν καπνιστό, άλλοι γουργουριστό Εγώ για να πω την αλήθεια το προτιμώ με τσαγάκια. Εξαφανίζει τα κρυώματα στο άψε σβήσε. Στο αφήνω, που ξέρεις, ίσως χρειαστεί και σε σένα καμιά φορά» Ο νεαρός έφυγε γελώντας και ο κατάπληκτος γιατρός έμεινε να κοιτάζει το «δωράκι» του πάνω στο γραφείο. Όχι πως ήταν άσχετος. Στα φοιτητικά χρόνια τα ραντεβού με τις φούντες είχαν μια σταθερή εβδομαδιαία βάση και τα γλέντια με την τότε παρέα του έχτισαν αναμνήσεις που δεν θα ξεχνιόταν ποτέ. Στη θύμησή τους χαμογέλασε, έριξε το μικρόδεμα στη τσέπη του παντελονιού του, τακτοποίησε τη μπλούζα του στην ντουλάπα των γιατρών κι άνοιξε την πόρτα να φύγει. Ένοιωθε κιόλας καλύτερα.
Ντάλα μεσημέρι ακόμα, ο ήλιος εξαφανίστηκε με μιας, ο ουρανός μαύρισε, βάρυνε και ο ξαφνικός αέρας που μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο πλάι του, άρπαξε την κουρτίνα και τον σκέπασε ολόκληρο. Ο Ντένης μάσησε μια βλαστήμια, ξεμπέρδεψε όπως όπως την κουρτίνα από πάνω του, ανασηκώθηκε όσο χρειαζόταν και έκλεισε το παράθυρο. Τρεις ορόφους πιο κάτω είδε τους πεζούς που κινούταν βιαστικά να προλάβουν το μπουρίνι, είδε και την εντυπωσιακή αστραπή στο βάθος και όταν ξανακάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα του είδε και την απουσία της καύτρας από το πούρο του. Τότε πρόσεξε την μεγαλόπρεπη τρύπα στο μεταξωτό φουλάρι του και έγινε έξαλλος. «Ε, αϊ στο κόρακα τελικά. Δεν είναι κατάσταση αυτή! Από γκαντεμιά σε γκαντεμιά» Από τα γραφεία τους οι τρεις κοπελιές ανασήκωσαν τα κεφάλια τους, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ξανάσκυψαν στους υπολογιστές πνίγοντας τα γελάκια τους. Με την νεότερη να μετρά ήδη πέντε χρόνια στην επιχείρηση, οι συχνές εκρήξεις του αφεντικού είχαν καταντήσει ρουτίνα για όλες μια και ήταν ακίνδυνες, σύντομες όσο ένα πυροτέχνημα και πάντα πρόσφεραν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για πειράγματα. «Μάλλον αναντικατάστατο, έτσι κύριε Ντένη; Και τώρα τι θα της πείτε; Ότι το χάσατε ή το κάνατε δώρο αλλού;» Η περιπαιχτική ειρωνεία της καστανομάλλας με τις βαμμένες κόκκινες ανταύγειες έδωσε την αφορμή να ξεσπάσουν και οι άλλες στα γέλια. «Λέω να της πω ότι το χάρισα σε σένα. Αντέχεις το βιτριόλι;» Αποφεύγοντας το δολοφονικό βλέμμα της κοπέλας, άφησε το φουλάρι μπροστά της, έκανε μεταβολή και βγήκε από το γραφείο χαμογελώντας σατράπικα, όμως ξέχασε την ομπρέλα του. Έκλεινε πίσω του την πόρτα όταν του την θύμισε ο κεραυνός, αλλά δεν τόλμησε να γυρίσει. Σιγουρεύτηκε ότι δεν ξέχασε τα κλειδιά και το κινητό του και κοντοστάθηκε για μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη του προθάλαμου. Ναι, εντάξει, είχε μερικά κιλά παραπάνω, είχε και την καράφλα που αργά και σταθερά του πριόνιζε την αυτοπεποίθηση, ωστόσο ήταν πάντα κομψοντυμένος, σφριγηλός, αρρενωπός και επιπλέον διέθετε την άνεση κίνησης που χαρίζει μια στρωμένη δουλειά, που ίσως να μην σε κάνει πλούσιο ποτέ, αλλά ούτε θα σου στερήσει την ευχέρεια να κάνεις κι ένα ταξιδάκι παραπάνω για τα κέφια σου. Ήταν σε κεινο το ταξίδι στην Θεσσαλονίκη όταν πήρε τη καστανομάλλα ως αρχαιότερη μαζί του να τον βοηθήσει με τη δουλειά
και από εκεί δίχως να το πολυκαταλάβουν βρέθηκαν σε μια καμπάνα στη Χαλκιδική. Τα δύο εικοσιτετράωρα που έμειναν κλεισμένοι εκεί άγγιξαν το απόλυτο σεξουαλικό όνειρο κάθε αρσενικού, όταν όμως επέστρεψαν, η κοπέλα χώρισε τον πουριτανό αρραβωνιαστικό της, άρχισε να ντύνεται πιο τολμηρά, άλλαξε χτένισμα και πρόσθεσε τις κόκκινες ανταύγειες για να είναι στη μόδα. Ο κίνδυνος για τον μποέμ και συνειδητοποιημένο εργένη επιχειρηματία έγινε φανερός και παρ ότι κάνα δυο φίλοι τον συμβούλευαν να την απολύσει για να προλάβει τα χειρότερα, ο ίδιος αρνιόταν και να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Εξάλλου, ήταν μια κατάσταση που τον διασκέδαζε. Παρίστανε πως δεν καταλαβαίνει τις μπηχτές της, ανταπέδιδε με μισοαθώα πειράγματα και συνέχιζε με ανέφελη συνείδηση την ελεύθερη και άτακτη ζωή του. Αποχαιρέτησε το είδωλό του με μια φιλική κοροϊδευτική γκριμάτσα και γύρισε να κατέβει από τις σκάλες. Υποστήριζε ότι αυτή η συνήθεια αποτελούσε μια καλη άσκηση για να διατηρεί την φόρμα του και όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν κάνει το ίδιο κι όταν ανεβαίνει, απαντούσε ότι η γυμναστική πρέπει να έχει στόχο το καλό της υγείας μας και όχι την υπονόμευσή της. Ως συνήθως έλεγε την μισή αλήθεια, αφού την άλλη μισή συμπλήρωνε το Μαράκι που στέγαζε τα κάλλη του στην γκαρσονιέρα του πρώτου και που κόντρα στις φιλότιμες προσπάθειές του, έξι μήνες τώρα δεν κατάφερε να περάσει το κατώφλι της ούτε πόντο. Η κοπέλα επέστρεφε από το σούπερ μάρκετ φορτωμένη σακούλες και της απέμεναν δύο σκαλοπάτια ως το κεφαλόσκαλο, όταν στο αστραπόβροντο είδε από πάνω της τον Ντένη και κόντεψε να γκρεμοτσακιστεί. Γελώντας με την τρομάρα της, την συγκράτησε εύκολα και την βοήθησε ν ανέβει. Η κοπέλα ακούμπησε κάτω τα ψώνια κι έπιασε το στήθος της. «Ουφ! Με κοψοχόλιασες καλέ κύριε Ντένη!» «Φταίω εγώ ρε Μαράκι που όταν συναντιόμαστε κομματιάζεται ο ουρανός; Κι αν αυτό δεν είναι θεϊκό σημάδι, τι είναι;» Η μικρή ισορρόπησε την ανάσα της και πετάρισε τα βλέφαρα ντροπαλά. «Αχ καλέ κύριε Ντένη αυτά τα λόγια σας» Επιμελημένα ατημέλητη στα είκοσι χρόνια της, με φιδίσιο κορμάκι, ξανθό κοντό μαλλί και γκρίζα ματάκια, το Μαράκι ενσάρκωσε το φρέσκο φρούτο που απουσίαζε απ το τραπέζι του Ντένη. Σχετικά νεοφερμένη στη μεγάλη πόλη, η νεαρή εργαζόταν ως γραμματέας και
σπούδαζε ψυχολογία δια αλληλογραφίας. Ο Ντένης έκανε ένα βήμα στο πλάι και της έφραξε τη πόρτα. «Άσε με να σε βοηθήσω να τα τακτοποιήσεις. Έτσι, για να επανορθώσω που σε τρόμαξα.» Δήθεν τρομαγμένη στ αλήθεια αυτή τη φορά, η μικρή ξαναπετάρησε τα βλέφαρα και κοίταξε γύρω της. «Αστειεύεστε; Δεν κάνει καλέ! Εξάλλου σε λίγο περιμένω τους φίλους μου!» Από μικρός ο Ντένης είχε μάθει να μην πιέζει, ειδικά τις όμορφες. «Εντάξει μικρούλα, μου χρωστάς όμως ένα καφέ. Μη ξεχνάς ότι σου έσωσα τη ζωή πριν από λίγο. Είμαστε σύμφωνοι;» Η κοπέλα έβαλε το κλειδί στη πόρτα και του χαμογέλασε πονηρά πάνω από τον ώμο της. «Μόνο για καφέ όμως.» «Φυσικά, άντε και λίγη κουβεντούλα, τι άλλο;» Έκανε να φύγει αλλά κάτι σκέφτηκε και στράφηκε πάλι προς τη κοπέλα. «Δεν μου λες, αυτοί οι φίλοι σου είναι καλοί φίλοι; Θέλω να πω, εμπιστοσύνης;» Τον κοίταξε παραξενεμένη προσπαθώντας να καταλάβει που το πάει. «Στην πραγματικότητα για δύο φίλες μου πρόκειται και ναι τις εμπιστεύομαι, αν και δεν καταλαβαίνω τι» Ο Ντένης έτριψε το πηγούνι του. «Διακρίνω κάποια επιφύλαξη αλλά τέλος πάντων, αφού το λες Πες μου κάτι ακόμα. Ξέρει καμιά σας να στρίβει τσιγάρο;» «Τι πράγμα;» Το Μαράκι τον κοίταξε με μισάνοιχτο στόμα απορημένη, αυτός κρατήθηκε με το ζόρι να μην χιμήξει να την φιλήσει και της έδειξε με το κεφάλι την ανοιχτή σακούλα. «Α, είδες τον καπνό γι αυτό. Σιγά το δύσκολο. Όλες μας ξέρουμε αν και για να πω την αλήθεια, η Βέρα είναι η καλύτερη.» «Ωραία, άκου λοιπόν. Μια που θα το διασκεδάσετε, διασκεδάστε το σωστά. Πες της να βάλει λίγο κι απ αυτό και θα με θυμηθείς!» «Δηλαδή τι;» «Δεν υπάρχει λόγος να ξέρουν που το βρήκες, άστο να είναι το μυστικό μας.» Καθώς η έκπληκτη κοπέλα ακούμπησε ξανά τις σακούλες στο κατώφλι της για να περιεργαστεί αυτό που της έβαλε στη παλάμη, αυτός γύρισε και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.
«Και δεν μου λες Μαράκι, έβρεχε τώρα που ερχόσουν;» Του απάντησε αφηρημένα. «Ποιο; Α, ναι, μόλις ξεκινούσε.» Η βροχή δεν του φάνηκε δυνατή και εκτίμησε ότι η απόσταση μέχρι το αυτοκίνητό του ήταν ίση περίπου ως το μπαράκι όπου τον περίμενε ο φίλος του, έτσι αποφάσισε να πάει με τα πόδια. Στα μισά της απόστασης είχε μουσκέψει κιόλας ως τα εσώρουχα και το κακό συμπληρώθηκε δέκα μέτρα πριν φτάσει, όταν το σπασμένο λούκι της γωνίας του κατέβασε μαζεμένο μισό κουβά νερό στο σβέρκο. Όταν κατάφερε να ανοίξει την γυάλινη πόρτα του μπαρ, τα λίγα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο δεξί του μάτι, τα πανάκριβα λινά ρούχα του έμοιαζαν με τσουβάλια από γύφτικο πανέρι και τα ιταλικά σεβρώ έκαναν υδρομασάζ στα δάχτυλα των ποδιών του. Μέχρι να τακτοποιηθεί κάπως στον προθάλαμο, το μπουρίνι απ έξω σταμάτησε. Από το τραπεζάκι στο βάθος της σχεδόν έρημης αίθουσας ο Νεκτάρης αφοσιωμένος ολόψυχα στη μελαχρινή σερβιτόρα δεν τον είδε να μπαίνει. Όρθια πλάι του με το μπλοκάκι στο χέρι η κοπέλα κοίταζε αφηρημένη τα βρεγμένα παράθυρα περιμένοντας υπομονετικά τον ιδιόρρυθμο πελάτη να τελειώσει με τα ηλίθια γλυκόλογα και να πάρει την παραγγελία της να φύγει. Ο περίεργος ήχος που έμοιαζε με παφλασμό, καθώς ο Ντένης βάδιζε προς το μέρος του παραξένεψε τον Νεκτάρη που σταμάτησε να φλυαρεί και σήκωσε το κεφάλι του. Για λίγο έμεινε με το στόμα ανοιχτό και ξαφνικά έσκασε στα γέλια. Μουρμουρίζοντας μια βλαστήμια ο Ντένης ξεκόλλησε όπως όπως το μουσκεμένο παντελόνι από τα μπούτια του για να μπορέσει να καθίσει και στράφηκε στη σερβιτόρα. «Έλα καλή μου κοπέλα, άσε αυτόν τον βλαμμένο να χαχανίζει και φέρε μου σε παρακαλώ μια πετσέτα και μια διπλή βότκα. Ταυτόχρονα έτσι; Άντε μπράβο.» Ανακουφισμένη που ξεμπέρδεψε γρήγορα, η κοπέλα έφυγε βιαστική κι αυτός γύρισε αγριεμένος στον Νεκτάρη. «Εσύ ρε γιατί γελάς σαν μαλάκας;» Ο Νεκτάρης συγκράτησε όσο μπορούσε τα χαχανητά που του έφεραν δάκρυα και προσπάθησε να δείξει σοβαρός. «Να ρωτήσω κάτι;» «Τι θέλεις;» Σφίχτηκε μην του ξεφύγουν τα γέλια που τον έπνιγαν και ξαναρώτησε. «Υπάρχουν κι άλλοι επιζώντες;»
«Από πού ρε;» «Απ το ναυάγιο, λέω.» Και ξέσπασε ξανά στα γέλια χτυπώντας το τραπέζι με το κεφάλι του και τις γροθιές του. Η καρπαζιά που έσκασε στο σβέρκο του ήταν μέτριας έντασης, αλλά η βρεγμένη παλάμη του Ντένη την έκανε αποτελεσματική. «Αν σε κάνει ευτυχισμένο να με βλέπεις μούσκεμα, τότε να συναντιόμαστε σε πισίνες, ρε παλιόμουτρο, όχι σε μπαράκια.» Ο Νεκτάρης σκούπισε τα μάτια του και πήρε δύο ανάσες παριστάνοντας τον θιγμένο. «Καλά ρε μην εξάπτεσαι τόσο. Αν έβλεπες τα μούτρα σου όταν μπήκες.» Τον έπιασαν πάλι τα γέλια, αλλά έγειρε πίσω να γλιτώσει την δεύτερη φάπα και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά. «Πιες το ποτό σου ρε να πάμε να αλλάξεις, μη μας πάθεις τίποτα γέρος άνθρωπος, και μετά σου υπόσχομαι κέφια μέχρι πρωίας. Εντάξει παλικάρι μου; Άντε απέβαλε το άγχος επιτέλους, μην πιάνεσαι κορόιδο.» Ο Ντένης ευχαρίστησε με τα μάτια τη σερβιτόρα, κατέβασε μια γερή γουλιά από τη βότκα του και σχεδόν χαμογέλασε προσπαθώντας να μετρήσει πόσες φορές έζησε ανάλογες σκηνές στο παρελθόν. Από τις δεκάδες περιπτώσεις που μπορούσε να θυμηθεί, οι περισσότερες κατέληγαν σε μπελάδες και μπλεξίματα με τον ίδιο να πληρώνει τα σπασμένα, ωστόσο δεν αρνιόταν ότι στις ελάχιστες φορές όπου απαιτήθηκε και η συνδρομή του Νεκτάρη, αυτός αποδείχτηκε ψύχραιμα αποτελεσματικός και προπαντός πιστός σαν σκύλος. Γειτονόπουλα σε μια άκρη της πόλης, από πιτσιρικάδες έπαιζαν παρέα στους κήπους των μονοκατοικιών και στις αλάνες και μεγάλωναν όπως μεγάλωνε και η γειτονιά τους που πολύ γρήγορα γέμισε από άγνωστους ανθρώπους, τα γραφικά σπιτάκια αντικαταστάθηκαν από τσιμεντένια οκταόροφα τέρατα, οι αλάνες έγιναν υπεραγορές, οι δρόμοι έπηξαν από αυτοκίνητα και άρχισε να τους πνίγει. Μικροί ακόμη, αλλά ζυμωμένοι και ψημένοι στους δρόμους, αποφάσισαν να ανοίξουν τα φτερά τους νωρίς, να πετάξουν κι αυτοί να κατακτήσουν τον κόσμο. Τότε οι δρόμοι τους χώρισαν. Απασχολημένοι με το κυνήγι της μοίρας τους για πολύ καιρό δεν συναντήθηκαν. Ενθουσιώδες και ανήσυχο πνεύμα ο Ντένης, αλλά συνάμα και υπερήφανος με στοιχεία ευπατρίδη, απέρριψε με περιφρόνηση δύο προτάσεις με καλές
προοπτικές για το Δημόσιο και προτίμησε την επιχειρηματική αρένα να τσακώνεται με τα λιοντάρια. Αντίθετα ο Νεκτάρης έστησε μια κομπίνα με δύο κομματόσκυλα που ανέλαβαν να βεβαιώσουν τον βουλευτή ότι πρόκειται για δικό τους παιδί, έτσι δύο μήνες αργότερα αυτός διορίστηκε στη πολεοδομία και τα κομματόσκυλα απέκτησαν την ψηφιακή βιντεοκάμερα που ονειρευόταν. Λίγα χρόνια μετά ο διευθυντής της υπηρεσίας του κατάφερε επιτέλους να τον μεταθέσει για να απαλλαγεί από την παρουσία του και κέρασε ενθουσιασμένος όλο τον όροφο, ο Νεκτάρης όμως πήρε προαγωγή, μετακόμισε σε καλύτερη περιοχή και ξαναβρήκε τον Ντένη. Ο Ντένης είχε αφοσιωθεί στη δουλειά του, την οργάνωσε με προσοχή, δούλεψε σκληρά για χρόνια κι όταν πάτησε γερά στα πόδια του, σαραντάρης πια, αγόρασε μια κουκλίστικη μεζονέτα και πολυτελές αυτοκίνητο, φρεσκάρισε την γκαρνταρόμπα του και χύθηκε στη πιάτσα να απολαύσει ότι δεν πρόλαβε στη πρώτη του νεότητα. Δεμένος από παιδί με μια παράξενη και συχνά φορτική αφοσίωση για τον φίλο του, ο Νεκτάρης είχε πανηγυρίσει για το ξαναντάμωμα, όχι όμως κι ο Ντένης που ναι μεν η αγάπη του παιδικού φίλου του κάπου μέσα του τον συγκινούσε, ήξερε όμως ότι αυτό είχε και τίμημα που οπωσδήποτε στην πορεία θα χρυσοπλήρωνε. Στην φάση αυτή της ζωής του ένας παλιόφιλος φωνακλάς, διεφθαρμένος ως το προτελευταίο του κύτταρο και κολλημένος επάνω του σαν στρείδι, θα προξενούσε ντόρο με αποτέλεσμα να του χαλάσει την ρέγουλα που μόχθησε να πετύχει, ο Νεκτάρης όμως σε χρόνο ρεκόρ ξέμπλεξε τα χαρτιά της νέας του αποθήκης από την πολεοδομία γλιτώνοντάς τον από ένα βαρύ «λάδωμα» και επιπλέον όταν του το ανακοίνωσε περιχαρής και περήφανος, έστριψε ένα αρχοντικό τρίφυλλο να τον ανεβάσει κι ύστερα τον έσυρε στα στριπτιζάδικα όλη νύχτα να το γιορτάσουν. Έκτοτε αν και συχνά προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει, ο Νεκτάρης μ ένα μαγικό τρόπο κατάφερνε να περνάνε σχεδόν όλα τα απογεύματα μαζί. Ο Ντένης τελείωσε με το σκούπισμα των λίγων μαλλιών του και πέταξε την πετσέτα στο διπλανό κάθισμα. «Τελικά θα μου πεις ρε ποιο είναι το επείγον που με ξεσήκωσες ή έγινα λούτσα για το τίποτα;» Η φάτσα του δημοσίου υπαλλήλου φωτίστηκε. «Τα πιπίνια λεβέντη μου, τα πιπίνια! Αν δεις για τι πλάσματα πρόκειται, οι δήθεν γόησσες που ξέρεις θα σου φανούν ξεφτισμένες
πατσαβούρες.. Αδερφέ μου, σου μιλάω για κάτι μωρά, να πάθεις! Άγγελοι!!!» «Και που είναι ρε οι άγγελοι, πέταξαν;» «Που ήθελες να είναι, εδώ; Τις μήνυσα να το αναβάλλουμε για αργότερα.» «Δεν το πιασα» «Για το μπουρίνι ρε μπουμπούνα. Να μην τα προφυλάξουμε; Μεζεδάκια είναι. Να τα χαλάσουμε, πριν τα γευτούμε;» Ο Ντένης σκέφτηκε πάλι την καρπαζιά, αλλά συμβιβάστηκε μ ένα μούγκρισμα. «Κι εμένα ρε τέρας γιατί δεν με ειδοποίησες να σωθώ;» Ο Νεκτάρης έσκυψε το κεφάλι του σαν πληγωμένη κόρη και ψιθύρισε. «Είπα ότι ήταν μια ευκαιρία να τα πούμε και λίγο μόνοι ρε αδερφέ.» Τον αγριοκοίταξε και σηκώθηκε αναστενάζοντας. «Πάω ν αλλάξω πριν αρπάξω καμιά πνευμονία, γιατί ύστερα θα σε κυνηγάω να σε σκοτώσω.» «Ένα λεπτό να πληρώσω κι έρχομαι.»