Βρυξέλλες, COM(2018) 534 final/2

Σχετικά έγγραφα
JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

9975/16 ΓΒ/ακι/ΕΚΜ 1 DRI

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

SJ DIR 4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 18 Νοεμβρίου 2015 (OR. en) 2011/0901 B (COD) PE-CONS 62/15 JUR 692 COUR 47 INST 378 CODEC 1434

***II ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

18475/11 ΔΠ/νκ 1 DG H 2A

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Σύσταση για ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

C /12 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Βρυξέλλες, COM(2012) 172 final 2012/0085 (COD) Πρόταση

P7_TA(2010)0160 Ευρωπαϊκό ταμείο για τους πρόσφυγες για την περίοδο (τροποποίηση της απόφασης αριθ. 573/2007/ΕΚ του Συμβουλίου) ***I

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64)

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Γνώμη 8/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Φινλανδίας. για

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

6996/18 1 DG D. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρυξέλλες, 23 Μαρτίου 2018 (OR. en) 6996/18 PV CONS 13 JAI 211 COMIX 122

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Γνώμη 13/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Λιθουανίας. για

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 4 Σεπτεμβρίου 2007 (05.09) (OR. fr) 12585/07 Διοργανικός φάκελος: 2007/0177 (CNS) AGRI 260 AGRISTR 12

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

JAI.1 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2018 (OR. en) 2018/0371 (COD) PE-CONS 66/18 JAI 1211 ASIM 154 FRONT 413 CADREFIN 379 CODEC 2124

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Αρχική επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού επιβολής

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Γνώμη 17/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Πολωνίας. για

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 2 Μαρτίου 2011 (04.03) (OR. en) 6524/11 Διοργανικός φάκελος: 2010/0384 (NLE) PI 10

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ.../2013/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

11382/17 ADD 1 ΜΑΚ/ριτ/ΠΧΚ 1 DG B 2A

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

***I ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0134(COD)

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

Εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου Εκδόθηκε

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Μαρτίου 2018 (OR. en)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Γνώμη του Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (άρθρο 64) Γνώμη 9/2018. για

Γνώμη 3/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Βουλγαρίας. για

Γνώμη 6/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Εσθονίας. για

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη δικαιοδοτική δραστηριότητα το 2014

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

A8-0251/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

Γνώμη 7/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Ελλάδας. για

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ * στην πρόταση της Επιτροπής

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Ιουνίου 2015 (OR. en)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Έγγραφο συνόδου ΠΡΟΣΘΗΚΗ. στην έκθεση. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Εισηγητής: Andrzej Duda A8-0017/2015

Γνώμη 1/2018. σχετικά με το σχέδιο καταλόγου της αρμόδιας εποπτικής αρχής της Αυστρίας. για

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 79/7

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 23.7.2018 COM(2018) 534 final/2 CORRIGENDUM This document corrects document COM(2018) 534 final of 11.7.2018. It concerns all language versions. The following interinstitutional reference is added: 2018/0900 (COD). The text shall read as follows: ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με το σχέδιο τροποποίησης του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υπέβαλε το Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2018 EL EL

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με το σχέδιο τροποποίησης του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υπέβαλε το Δικαστήριο στις 26 Μαρτίου 2018 Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 281 δεύτερο εδάφιο, 1. Στις 26 Μαρτίου 2018, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέβαλε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο αίτηση βάσει του άρθρου 281 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ») για την τροποποίηση του οργανισμού του. Κατά πρώτον, το Δικαστήριο προτείνει τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση, σε πρώτο βαθμό, των προσφυγών βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και των προσφυγών λόγω παραβάσεως που στηρίζονται στα άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ, με την επιφύλαξη ορισμένων κατηγοριών των προσφυγών αυτών που θα εκδικάζονται αποκλειστικά από το Δικαστήριο. Δεύτερον, το Δικαστήριο προτείνει τη μεταβίβαση στο Δικαστήριο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά αποφάσεων της Επιτροπής που σχετίζονται με τη μη προσήκουσα εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφοι 2 και 3 ΣΛΕΕ. Τρίτον, το Δικαστήριο προτείνει την καθιέρωση μηχανισμού προηγούμενης εγκρίσεως ορισμένων αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Τέλος, το Δικαστήριο προτείνει ορισμένες τροποποιήσεις που αποσκοπούν στην εξασφάλιση ορολογικής εναρμόνισης του Οργανισμού του με τις Συνθήκες. I. Γενικές παρατηρήσεις 2. Όπως εξηγεί το Δικαστήριο στο αίτημά του και στην εισηγητική έκθεση που το συνοδεύει, το αίτημα αυτό αποτελεί συνέχεια των τροποποιήσεων που επήλθαν το 2015 και το 2016 στη δικαιοδοτική δομή της Ένωσης με την αύξηση του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου στη διάρκεια της περιόδου από τα τέλη του 2015 έως την 1η Σεπτεμβρίου 2019 1 και με τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως των διαφορών μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ 2. Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης ζήτησε από το Δικαστήριο να του υποβάλει δύο εκθέσεις, συνοδευόμενες, ενδεχομένως, από αιτήματα τροποποίησης των σχετικών διατάξεων του Οργανισμού του: την πρώτη έκθεση, στο τέλος του 2017, σχετικά με τις δυνατές αλλαγές στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Δικαστηρίου και Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και τη δεύτερη έκθεση, στο τέλος του 2020, σχετικά με τη λειτουργία του Γενικού Δικαστηρίου και ειδικότερα την αποδοτικότητα του Γενικού Δικαστηρίου, την 1 2 Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 341 της 24.12.2015, σ. 14). Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/1192 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, για τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας εκδικάσεως σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπαλλήλων της (ΕΕ L 200 της 26.7.2016, σ. 137). 1

ανάγκη και την αποτελεσματικότητα της αύξησης του αριθμού των δικαστών σε 56, την αποτελεσματικότητα της χρήσης των πόρων και την περαιτέρω δημιουργία εξειδικευμένων τμημάτων και/ή άλλες διαρθρωτικές αλλαγές 3. 3. Στις 14 Δεκεμβρίου 2017, το Δικαστήριο υπέβαλε την πρώτη από τις εν λόγω δύο εκθέσεις 4. Στην έκθεση αυτή, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος, στο στάδιο αυτό, να προτείνει να μεταβιβαστεί στο Γενικό Δικαστήριο μέρος της αρμοδιότητας που ασκεί προς έκδοση προδικαστικών αποφάσεων, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του σημαντικού ρόλου της προδικαστικής παραπομπής στο δικαιοδοτικό σύστημα της Ένωσης και αφετέρου της ανάγκης να αναδιοργανωθεί το Γενικό Δικαστήριο και να προσαρμόσει τις μεθόδους εργασίας του μετά την απόφαση για αύξηση του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου. Στην αρχή, στην έκθεση αυτή, το Δικαστήριο αναφέρει ότι μπορεί να επέλθουν άλλες τροποποιήσεις στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά την εξέταση των ευθειών προσφυγών και, όσον αφορά το Δικαστήριο, την εξέταση των αιτήσεων αναιρέσεως, τροποποιήσεις οι οποίες αποτελούν αντικείμενο του παρόντος αιτήματος. 4. Η Επιτροπή συμμερίζεται το μέλημα του Δικαστηρίου να βρεθεί η καλύτερη δυνατή ισορροπία στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. 5. Ωστόσο, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που θα διατυπώσει κατωτέρω για τις διάφορες πτυχές του αιτήματος του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν έχει πεισθεί για τη σκοπιμότητα, στο παρόν στάδιο, διαρθρωτικών τροποποιήσεων στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. 6. Πράγματι, η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη του Δικαστηρίου, η οποία εκφράζεται στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το αίτημα, σύμφωνα με την οποία «η μεταρρύθμιση της δικαιοδοτικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει ακόμη παραγάγει όλα τα αποτελέσματά της». Η διαπίστωση αυτή, σχετικά με τη δυνατότητα μεταβίβασης στο Γενικό Δικαστήριο μέρους της αρμοδιότητας προς έκδοση προδικαστικών αποφάσεων, ισχύει εξίσου και για την πρόταση του Δικαστηρίου να μεταβιβαστούν ορισμένες αρμοδιότητες όσον αφορά τις προσφυγές λόγω παραβάσεως. 7. Πράγματι, αφενός, η προσφυγή λόγω παραβάσεως συνιστά μέσο καθοριστικής σημασίας για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Κάθε τροποποίηση σχετική με την εξέταση της εν λόγω προσφυγής αποτελεί, επομένως, ακριβώς όπως και για την προδικαστική παραπομπή, ένα εξαιρετικά λεπτό εγχείρημα. Η διαδικασία, αφετέρου, της αύξησης του αριθμού των δικαστών του Γενικού Δικαστηρίου θα ολοκληρωθεί μόλις τον Σεπτέμβριο του 2019, έτσι ώστε η ένταξη των νεοδιοριζόμενων δικαστών και των συνεργατών τους στην οργανωτική δομή του Γενικού Δικαστηρίου εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση για το θεσμικό όργανο. Αν και πρέπει να μας χαροποιεί η θετική στατιστική εξέλιξη, η οποία δείχνει συντόμευση της διάρκειας των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, φαίνεται πρόωρο να συναχθούν οριστικά συμπεράσματα για τη μεταβίβαση νέου φόρτου εργασίας στο Γενικό Δικαστήριο. Για αυτούς ακριβώς τους 3 4 Άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422. Έκθεση που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/2422 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου αριθ. 3 περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2

λόγους ο νομοθέτης της Ένωσης κάλεσε το Δικαστήριο να υποβάλει στο τέλος του 2020 έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του Γενικού Δικαστηρίου. 8. Επιπλέον, όπως η Επιτροπή θα αναπτύξει με περισσότερες λεπτομέρειες κατωτέρω, η μεταβίβαση ορισμένων αρμοδιοτήτων όσον αφορά τις προσφυγές λόγω παραβάσεως, όπως προτείνεται από το Δικαστήριο, δεν είναι ικανή να επιτύχει τον στόχο να ελαφρύνει τον φόρτο του Δικαστηρίου αλλά, αντιθέτως, εγείρει σοβαρά ερωτήματα σε διαρθρωτικό επίπεδο, όπως θα συνέβαινε και στην περίπτωση της μερικής μεταβίβασης της αρμοδιότητας προς έκδοση προδικαστικών αποφάσεων. 9. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα ήταν προσφορότερο να αναμείνει κανείς την έκθεση που πρέπει να υποβάλει το Δικαστήριο στο τέλος του 2020 σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του Γενικού Δικαστηρίου πριν προβεί, ενδεχομένως, σε νέες αλλαγές στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου που θα έχουν ως αποτέλεσμα να αποσυμφορήσουν πραγματικά το Δικαστήριο. Αντίθετα, η Επιτροπή συμμερίζεται τη γνώμη του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν, ήδη από τώρα, να περιοριστεί η αποδοχή των αιτήσεων αναιρέσεως στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προτείνονται από το Δικαστήριο στο μέτρο που η εν λόγω τροποποίηση δεν έχει διαρθρωτικές επιπτώσεις και, άρα, δεν υπάρχει κίνδυνος να προκαταλάβει τις μεταγενέστερες αποφάσεις. II. Επί του αιτήματος να μεταβιβαστεί στο Γενικό Δικαστήριο η γενική αρμοδιότητα προς εκδίκαση, σε πρώτο βαθμό, των προσφυγών που στηρίζονται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και των προσφυγών λόγω παραβάσεως που στηρίζονται στα άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ 10. Το αίτημα αυτό διαρθρώνεται γύρω από τρεις προτάσεις τροποποιήσεως του Οργανισμού. Συνδέεται, εξάλλου, με το αίτημα να μεταβιβαστεί στο Δικαστήριο η αρμοδιότητα προς εκδίκαση των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά αποφάσεων της Επιτροπής που σχετίζονται με τη μη προσήκουσα εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφοι 2 ή 3 ΣΛΕΕ (βλ. ενότητα ΙΙΙ). 11. Κατά πρώτον, προσθέτοντας παράγραφο 2 στο άρθρο 51 του Οργανισμού του, το Δικαστήριο προτείνει να μεταβιβαστεί στο Γενικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα να εκδικάζει, σε πρώτο βαθμό, τις προσφυγές βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και τις προσφυγές λόγω παραβάσεως που στηρίζονται στα άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ, με την επιφύλαξη ορισμένων κατηγοριών προσφυγών λόγω παραβάσεως που θα εκδικάζονται αποκλειστικά από το Δικαστήριο 5. Το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 51 παράγραφος 2 του Οργανισμού, όπως προτείνεται από το Δικαστήριο, προβλέπει τα εξής: «Το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των προσφυγών που στηρίζονται στα άρθρα 108, παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, 258 και 259 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση, όσον αφορά τις προσφυγές που στηρίζονται στη μία από τις δύο τελευταίες διατάξεις, των προσφυγών με τις οποίες ζητείται να διαπιστωθεί η παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει κράτος μέλος από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το τρίτο μέρος, 5 Από καθαρά συντακτική άποψη, η Επιτροπή διερωτάται μήπως, για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος από το Δικαστήριο στόχος, δεν θα έπρεπε να προστεθούν στον κατάλογο οι προσφυγές της Επιτροπής που συνοδεύονται από υπόδειξη του κατ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που πρέπει να καταβληθεί, όπως προβλέπεται στο άρθρο 260 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι οι προσφυγές αυτές αποτελούν ιδιαίτερη περίπτωση μεταξύ των προσφυγών που στηρίζονται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ. 3

τίτλος V, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από πράξη που έχει εκδοθεί βάσει του τίτλου αυτού.» 12. Δεύτερον, το Δικαστήριο προτείνει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που θα επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος ενός από τους διαδίκους, να παραπέμπει συγκεκριμένη υπόθεση στο Δικαστήριο, και για τον σκοπό αυτό να προστεθούν τα ακόλουθα δεύτερο και τρίτο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 51 του Οργανισμού, τα οποία έχουν ως εξής: «Όταν η υπόθεση απαιτεί την έκδοση αποφάσεως επί ζητήματος αρχής ή όταν εξαιρετικές περιστάσεις το δικαιολογούν, το Γενικό Δικαστήριο δύναται, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός διαδίκου, να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί επ αυτής. Το προβλεπόμενο στο προηγούμενο εδάφιο αίτημα υποβάλλεται, κατά περίπτωση, με το εισαγωγικό δικόγραφο ή εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου αυτού στον καθού η προσφυγή διάδικο.» 13. Τρίτον, το Δικαστήριο προτείνει ένα καθεστώς ισχύον κατά παρέκκλιση όσον αφορά την εξέταση των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκούνται ενώπιόν του κατά αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου επί προσφυγών λόγω παραβάσεως. Για το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο προτείνει να προστεθεί ένα τέταρτο εδάφιο στο άρθρο 61 του Οργανισμού με την ακόλουθη διατύπωση: «Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, το Δικαστήριο κρατεί και δικάζει το ίδιο την υπόθεση, εξετάζοντας το σύνολο των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων, εάν κρίνει ότι είναι βάσιμη αναίρεση η οποία έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου εκδοθείσας βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 2, του παρόντος Οργανισμού.» 14. Πρώτον, η Επιτροπή διερωτάται αν οι τροποποιήσεις που προτείνει το Δικαστήριο είναι ικανές να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι να αποσυμφορήσουν το Δικαστήριο. 15. Πράγματι, η Επιτροπή εξέτασε τις επιπτώσεις που θα είχε η μεταβίβαση που προτείνεται, αν είχε εφαρμοστεί κατά τα τρία έτη που προηγήθηκαν του αιτήματος του Δικαστηρίου, ήτοι από την 1η Απριλίου 2015 έως τις 31 Μαρτίου 2018. Κατά την περίοδο αυτή, 84 υποθέσεις παραπέμφθηκαν από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, μία υπόθεση από ένα κράτος μέλος βάσει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ και δύο υποθέσεις από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ. Από αυτές τις 87 υποθέσεις, σύμφωνα με τα κριτήρια που προτείνει το Δικαστήριο, επτά υποθέσεις θα παρέμεναν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθόσον στηρίζονται στην παραβίαση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση («ΣΕΕ») ή του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο θα είχε συνεπώς απαλλαγεί κατά την περίοδο αυτή από 78 υποθέσεις, ήτοι 26 υποθέσεις ανά έτος. Σε σχέση με τον αριθμό των νέων υποθέσεων που εισήχθησαν κατά μέσον όρο κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 (ήτοι 715 υποθέσεις), η μείωση αυτή θα αντιπροσώπευε μόλις το 3,6 % της συνολικής ετήσιας δικαιοδοτικής δραστηριότητας του Δικαστηρίου. Ο αριθμός αυτός θα έπρεπε έτι περαιτέρω να μειωθεί, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αιτήσεων αναιρέσεως που θα εισάγονταν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, της ενδεχόμενης παραπομπής ορισμένων υποθέσεων στο Δικαστήριο, λόγω του ότι απαιτούν την έκδοση αποφάσεως επί ζητήματος αρχής ή το δικαιολογούν εξαιρετικές περιστάσεις. 4

16. Εξ αυτών προκύπτει ότι η μεταβίβαση που προτείνει το Δικαστήριο θα έχει μόνον αμελητέο αντίκτυπο στον φόρτο εργασίας του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, θα έχει ως αποτέλεσμα βέβαιη αύξηση του αριθμού των προς εξέταση υποθέσεων από τα δικαστήρια της Ένωσης στο σύνολό τους. 17. Δεύτερον, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σε διαρθρωτικό επίπεδο. 18. Κατ αρχάς, σε αντίθεση με τις άλλες ευθείες προσφυγές, στις οποίες, ως επί το πλείστον, φυσικά ή νομικά πρόσωπα στρέφονται κατά θεσμικών οργάνων της Ένωσης, στην προσφυγή λόγω παραβάσεως διάδικοι είναι δύο κράτη μέλη ή ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης και ένα κράτος μέλος. Όπως προκύπτει από το άρθρο 40 δεύτερο εδάφιο του Οργανισμού, οι προσφυγές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης και ενός κράτους μέλους διακρίνονται από τις άλλες προσφυγές. Η προσφυγή λόγω παραβάσεως προσομοιάζει, επομένως, μάλλον με τις ευθείες προσφυγές, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να εκδικάζονται αποκλειστικά από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 51 του Οργανισμού του, όπως προκύπτει από τις τροποποιήσεις που προτείνονται από αυτό. Τέλος, σκοπός της διαδικασίας λόγω παραβάσεως είναι να εξασφαλιστεί ότι το κράτος μέλος συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και όχι, όπως συμβαίνει με τις άλλες ευθείες προσφυγές, να εκδοθεί δικαστική απόφαση που ακυρώνει μια πράξη ή διαπιστώνει μια παράλειψη. 19. Επίσης, όπως και για τις προδικαστικές αποφάσεις, όταν επιληφθεί προσφυγής λόγω παραβάσεως, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να μπορεί να αποφανθεί σύντομα με ισχύ δεδικασμένου σχετικά με τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Πλην όμως, η θέσπιση δύο βαθμών δικαιοδοσίας στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως θα παρέτεινε τη διάρκεια του ένδικου σταδίου της διαδικασίας αυτής, με κίνδυνο να την μετατρέψει σε μακροχρόνια νομική διαμάχη με αρνητικό πολιτικό αντίκτυπο ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης. 20. Πράγματι, εν αναμονή των στοιχείων που θα υποβάλει το Δικαστήριο στα τέλη του 2020 για τη λειτουργία του Γενικού Δικαστηρίου και των ενδεχόμενων μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν στη συνέχεια, η Επιτροπή υποθέτει ότι οι προσφυγές λόγω παραβάσεως δεν θα εξετάζονται ταχύτερα σε πρώτο βαθμό από το Γενικό Δικαστήριο από ό,τι σήμερα από το Δικαστήριο. 21. Στη διάρκεια της δίκης σε πρώτο βαθμό θα προστεθεί, σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων, η διάρκεια της αναιρετικής διαδικασίας. Πράγματι, κατ αρχήν, στην κρίση του δικαστή της Ένωσης υποβάλλονται μόνον οι υποθέσεις λόγω παραβάσεως για τις οποίες δεν μπόρεσε να εξευρεθεί λύση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διάδικοι θα είχαν ενδεχομένως την τάση να εξαντλήσουν όλα τα διαθέσιμα ένδικα μέσα και η διάρκεια της αναιρετικής διαδικασίας θα μπορούσε συχνά να είναι ισοδύναμη με τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας διαδικασίας. 22. Η Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση το γεγονός ότι το Δικαστήριο προτείνει να θεσπιστεί καθεστώς ισχύον κατά παρέκκλιση για την εξέταση των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προσφυγής λόγω παραβάσεως. Βεβαίως, με το καθεστώς αυτό θα αποφεύγεται η αναπομπή της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο, εφόσον το Δικαστήριο δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως, αλλά διαπιστώσει ότι η υπόθεση δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Αντιθέτως, το καθεστώς αυτό δημιουργεί ακανθώδη πρακτικά ζητήματα (για παράδειγμα, πρέπει να εξεταστούν ήδη στα υπομνήματα πραγματικά ζητήματα που 5

δεν αξιολόγησε σε πρώτο βαθμό το Γενικό Δικαστήριο στην περίπτωση που το Δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως πρέπει, στις περιπτώσεις αυτές, να επαναληφθεί η διαδικασία;). Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί αν το εν λόγω μέτρο μπορεί πράγματι να συμβάλει στη μείωση της διάρκειας της διαδικασίας. 23. Αυτή η επιμήκυνση της διάρκειας της διαδικασίας ενδέχεται, όχι μόνο να παρατείνει μια κατάσταση ανασφάλειας δικαίου των δημοσίων αρχών, των οικονομικών φορέων και των πολιτών, αλλά επιπλέον να έχει ως αποτέλεσμα να χρονίζει μια διαφορά και, ενδεχομένως, μια κατάσταση μη συμμόρφωσης με το δίκαιο της Ένωσης, η οποία έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής διαδικασίας που όμως δεν κατέληξε σε ικανοποιητική λύση. Αυτή η επιμήκυνση της διάρκειας του ένδικου σταδίου θα καθυστερεί το χρονικό σημείο από το οποίο το κράτος μέλος που παρέβη τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο πλέον αδιαμφισβήτητο θα πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να θέσει τέρμα στην παράβαση. Η επιμήκυνση θα είχε ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, να χρονίζουν καταστάσεις ανισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ΣΕΕ. 24. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι το Δικαστήριο δεν προτείνει να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η άσκηση αναιρέσεως, γεγονός το οποίο θα στερούσε πράγματι τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από μεγάλο μέρος της πρακτικής αποτελεσματικότητάς της, ενώ ταυτόχρονα να παρέτεινε σημαντικά τη διαδικασία στο σύνολό της. Ωστόσο, έστω και αν η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, η καθιέρωση δύο βαθμών δικαιοδοσίας ενδέχεται να αποδυναμώσει τη διαδικασία λόγω παραβάσεως, που αποτελεί μέσο για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προς το συμφέρον όλων των κρατών μελών, των οικονομικών φορέων και των πολιτών. Θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερεί όχι μόνο το χρονικό σημείο από το οποίο διαπιστώνεται οριστικά η παράβαση αλλά και το χρονικό σημείο που, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, το Δικαστήριο αναγνωρίζει σύμφωνα με το άρθρο 260 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ ότι ένα κράτος μέλος δεν έλαβε τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης. 25. Τρίτον, η Επιτροπή αμφιβάλλει αν τα κριτήρια που προτείνει το Δικαστήριο για τον προσδιορισμό των υποθέσεων που θα παραμείνουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι ικανά να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο στόχο, ήτοι τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο μόνο των υποθέσεων οι οποίες, λόγω των προβαλλομένων αιτιάσεων και επιχειρημάτων, προσομοιάζουν με εκείνες που εξετάζει συνήθως το Γενικό Δικαστήριο και τη διατήρηση στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των υποθέσεων οι οποίες, κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το αίτημά του, είναι δυνατόν «να έχουν συνταγματική διάσταση» 6. 26. Συναφώς, η Επιτροπή έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε οριοθέτηση των διαφόρων τύπων προσφυγής λόγω παραβάσεως αποτελεί πολύπλοκο εγχείρημα. Ως προς τούτο, οι προσφυγές λόγω παραβάσεως δεν διακρίνονται άλλωστε ουδόλως των προδικαστικών παραπομπών, για τις οποίες το 6 Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αντιλαμβάνεται τους κανόνες που προτείνονται από το Δικαστήριο υπό την έννοια ότι όλες οι προσφυγές που προβάλλουν αιτιάσεις μιας από τις κατηγορίες που απαριθμούνται εκδικάζονται αποκλειστικά από το Δικαστήριο, ακόμη και αν οι προσφυγές προβάλλουν επίσης ή και κατά κύριο λόγο άλλες αιτιάσεις. 6

Δικαστήριο υπογράμμισε τις δυσχέρειες αυτές στην έκθεσή του της 14ης Δεκεμβρίου 2017. 27. Στο μέτρο που το Δικαστήριο προτείνει να εκδικάζονται αποκλειστικά από το Δικαστήριο οι προσφυγές με τις οποίες ζητείται να διαπιστωθεί η παράβαση εκ μέρους κράτους μέλους των διατάξεων της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι επικαλείται τακτικά σύμφωνα με τη νομολογία, έστω και επικουρικώς, αιτιάσεις που απορρέουν από παραβίαση των διατάξεων της εν λόγω Συνθήκης, ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ). Πάντως, η προβολή μιας τέτοιας αιτιάσεως δεν επηρεάζει το «συνταγματικό» ή μη περιεχόμενο μιας προσφυγής 7. 28. Επιπλέον, μολονότι είναι αληθές ότι οι προσφυγές που ασκούνται στο πλαίσιο του τίτλου V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης 8, εγείρουν τακτικά ευαίσθητα και επείγοντα ζητήματα ερμηνείας ή κύρους, αυτό δεν συμβαίνει με όλες τις προσφυγές που ασκούνται με αυτή τη βάση 9. Αντιθέτως, πολλές προσφυγές που ασκούνται σε υποθέσεις σχετικές με άλλους τομείς της ΣΛΕΕ εγείρουν τακτικά πολύ ευαίσθητα και νέα ζητήματα, ενίοτε με «συνταγματική» διάσταση, ή/και είναι ιδιαίτερα επείγουσες, οπότε η ύπαρξη δύο βαθμών δικαιοδοσίας ενδέχεται να αποδυναμώσει σημαντικά τη δράση της Επιτροπής όσον αφορά τη διασφάλιση της τήρησης του δικαίου στην Ένωση 10. 29. Το Δικαστήριο προτείνει το Γενικό Δικαστήριο να μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν σχετικού αιτήματος ενός διαδίκου, να παραπέμψει μια συγκεκριμένη υπόθεση στο Δικαστήριο, όταν η υπόθεση απαιτεί την έκδοση αποφάσεως επί ζητήματος αρχής ή όταν εξαιρετικές περιστάσεις το δικαιολογούν. Η Επιτροπή αμφιβάλλει εάν τα προτεινόμενα κριτήρια είναι αρκούντως πρόσφορα να αποτρέψουν σημαντικές δυσχέρειες ερμηνείας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτή η επιλογή πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, ιδίως όταν οι διάδικοι έχουν αντικρουόμενες απόψεις όσον αφορά την παραπομπή μιας υπόθεσης. 30. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η μεταβίβαση ορισμένων προσφυγών λόγω παραβάσεως που προτείνεται από το Δικαστήριο θα είχε αμελητέο μόνον αντίκτυπο στον φόρτο εργασίας του Δικαστηρίου, αλλά θα παρέτεινε σημαντικά τη διάρκεια του ένδικου σταδίου της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, με ενδεχόμενο να τεθεί έτσι σε κίνδυνο η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, που αποτελεί μέσο για τη διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του 7 8 9 10 Η Επιτροπή σημειώνει ότι, στο σχέδιο κανονισμού που προσαρτάται στο αίτημά του, το Δικαστήριο δεν προτείνει να προστεθούν οι προσφυγές λόγω παραβάσεως για παραβίαση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κατάλογο των προσφυγών που εξαιρούνται από τη μεταβίβαση στο Γενικό Δικαστήριο. Ωστόσο, στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το αίτημα, οι προσφυγές αυτές αναφέρονται μεταξύ εκείνων που εγείρουν συχνά ζητήματα ιδιαίτερα ευαίσθητα και επείγοντα. Το σημείο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να αποσαφηνιστεί. Και θα πρέπει, για λόγους συνοχής, να προστεθούν οι πράξεις που θεσπίστηκαν στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Βλ., για παράδειγμα, την υπόθεση C-130/17, στην οποία ζητείται να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει ως προς τη δημιουργία ενιαίου σημείου επαφής για την ανταλλαγή ηλεκτρονικών πιστοποιητικών πρόσβασης στα βιομετρικά δεδομένα των εγγράφων ταυτότητας, σύμφωνα με την απόφαση C(2009) 7476 της Επιτροπής της 5ης Οκτωβρίου 2009. Βλ., για παράδειγμα, την υπόθεση C-441/17, στην οποία ζητείται να διαπιστωθεί ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, καθόσον ενέκρινε παράρτημα του σχεδίου διαχείρισης δασών για τη δασική περιοχή Białowieża. 7

III. δικαίου της Ένωσης προς το συμφέρον όλων των κρατών μελών, των οικονομικών φορέων και των πολιτών. Επιπλέον, η μεταβίβαση αυτή θα δημιουργούσε δυσκολίες συνοχής ως προς την κατανομή των υποθέσεων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. Επί της μεταβίβασης στο Δικαστήριο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά αποφάσεων της Επιτροπής που σχετίζονται με τη μη προσήκουσα εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφοι 2 και 3 ΣΛΕΕ 31. Το Δικαστήριο προτείνει να προστεθεί στοιχείο γ) στο άρθρο 51 παράγραφος 1 του Οργανισμού, δυνάμει του οποίου θα υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά αποφάσεων της Επιτροπής που σχετίζονται με τη μη προσήκουσα εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφοι 2 και 3 ΣΛΕΕ. 32. Η Επιτροπή συμφωνεί με τους στόχους που επιδιώκει αυτή η πρόταση τροποποίησης του Οργανισμού. Πράγματι, η τροποποίηση αυτή θα επιτρέπει να αποφεύγεται το ενδεχόμενο δικαιοδοτικό όργανο άλλο από εκείνο που έχει επιβάλει τη χρηματική ποινή ή το κατ αποκοπήν ποσό να επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεων της Επιτροπής που αποσκοπούν στην είσπραξη χρηματικών ποινών ή κατ αποκοπή ποσών από το οικείο κράτος μέλος 11. IV. Επί της προηγούμενης εγκρίσεως της εξετάσεως ορισμένων αιτήσεων αναιρέσεως από το Δικαστήριο 33. Το Δικαστήριο προτείνει την εισαγωγή στον Οργανισμό νέου άρθρου 58α το οποίο διατυπώνεται ως εξής: «Εάν, πριν από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση πρέπει να υποβληθεί στον έλεγχο ανεξάρτητου διοικητικού οργάνου, η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου. Η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως εγκρίνεται, κατά τα προβλεπόμενα στον κανονισμό διαδικασίας, όταν η αίτηση αυτή εγείρει, εν όλω ή εν μέρει, ένα σημαντικό ζήτημα για την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης. Εάν η εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εγκριθεί, η σχετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.» 34. Η Επιτροπή συμφωνεί με τους στόχους που επιδιώκει αυτή η πρόταση τροποποίησης του Οργανισμού. Αφορά τις αναιρέσεις που ασκούνται κατ αποφάσεων και διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με αποφάσεις που έχουν ήδη υποβληθεί στον έλεγχο ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, και έτσι έχουν ήδη υποβληθεί σε διπλό έλεγχο νομιμότητας, όπως συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση των αποφάσεων επί υποθέσεων σημάτων τις οποίες εκδίδει το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) 12. Όσον αφορά τις αποφάσεις αυτές, προτείνεται να περιοριστεί η εξέταση αιτήσεων αναιρέσεως στις περιπτώσεις στις 11 12 Βλ., απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2011, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Τ- 33/09, ECLI:EU:T:2011:127, σκέψεις 66 και 67. Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 154 της 16.6.2017, σ. 1). 8

οποίες μια απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου θα μπορούσε ενδεχομένως να θίξει την ενότητα, τη συνοχή ή την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης. 35. Όπως το Δικαστήριο επισημαίνει στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το αίτημα, η τροποποίηση αυτή θα επέτρεπε αισθητή μείωση του φόρτου εργασίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του EUIPO αποτελούν σημαντικό μέρος των αιτήσεων αναιρέσεως που υποβάλλονται κάθε έτος. 36. Ωστόσο, η Επιτροπή θα ήθελε να υπογραμμίσει τα ακόλουθα. 37. Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σε θέματα σημάτων, ο δικαστής της Ένωσης επιλαμβάνεται, αφενός, ευθειών προσφυγών κατ αποφάσεων του EUIPO επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, κατ αρχήν, σε τελευταίο βαθμό και, αφετέρου, προδικαστικών παραπομπών στις οποίες το Δικαστήριο είναι και παραμένει αποκλειστικά αρμόδιο. Επομένως, είναι σημαντικό να αποφευχθούν αποκλίνουσες νομολογιακές εξελίξεις μέσω του μηχανισμού έγκρισης των αιτήσεων αναιρέσεως. 38. Σε αντίθεση με τη διαδικασία επανεξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 256 παράγραφοι 2 και 3 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 62 του Οργανισμού 13, το Δικαστήριο προτείνει όλες οι λεπτομέρειες αυτής της εξαιρετικής διαδικασίας να καθοριστούν στον κανονισμό διαδικασίας. Η Επιτροπή δεν έχει αντιρρήσεις επί της αρχής ως προς το σημείο αυτό, στο μέτρο που θα επέτρεπε να προσαρμόζονται ευκολότερα οι λεπτομέρειες της διαδικασίας με βάση την εμπειρία που αποκτάται. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εις βάθος αξιολόγηση των εν λόγω λεπτομερειών πριν από τη σχετική τροποποίηση του Οργανισμού, η οποία να λαμβάνει υπόψη, ιδίως, την πείρα που έχει αποκτηθεί στην πρακτική της διαδικασίας επανεξετάσεως, όπως προβλέπεται επί του παρόντος στο άρθρο 256 παράγραφοι 2 και 3 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 62 του Οργανισμού, και τις ειδικές ανάγκες του κατά πρώτον περί ου ο λόγος πολιτικού τομέα, δηλαδή του δικαίου των σημάτων. Συναφώς, η Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση τις πρώτες ενδείξεις οι οποίες παρέχονται στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το αίτημα του Δικαστηρίου και προτείνει τη διεξαγωγή συζήτησης το συντομότερο και χωρίς να αναμένεται η έγκριση τροποποιήσεων του Οργανισμού βάσει σχεδίων τροποποιητικών κειμένων του κανονισμού διαδικασίας. 39. Επίσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι, χάριν ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του «ανεξάρτητου διοικητικού οργάνου». Διάφορες επιλογές φαίνονται δυνατές. 40. Η πρώτη επιλογή, που προσφέρει την απαιτούμενη ασφάλεια δικαίου, θα ήταν να περιληφθεί εξαντλητικός κατάλογος των εν λόγω οργάνων στο άρθρο 58α του Οργανισμού: κατά πρώτον λόγο, τα τμήματα προσφυγών του EUIPO, αλλά και τα τμήματα προσφυγών άλλων οργάνων που αναφέρονται από το Δικαστήριο στην εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το αίτημα [Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών 13 Η Επιτροπή διερωτάται επίσης σχετικά με τη γλωσσική διαφορά μεταξύ του άρθρου 256 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ («οι αποφάσεις που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο») και του προτεινόμενου κειμένου του άρθρου 58α του Οργανισμού («[η απόφαση] του Γενικού Δικαστηρίου»). Ενώ στην πρώτη περίπτωση όλες οι αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένης κάθε μη οριστικής ή διαδικαστικής απόφασης (εντός των ορίων των γενικών κανόνων περί των αιτήσεων αναιρέσεως), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αίτησης επανεξέτασης, η δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαδικασία προηγούμενης εγκρίσεως έχει εφαρμογή μόνο στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία περατώνεται η δίκη. 9

(ΚΓΦΠ-CPVO) 14 ή Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA) 15 ] ή και άλλων οργάνων που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση [όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA) 16 ]. Η επιλογή αυτή θα συνεπαγόταν, βεβαίως, την ανάγκη τροποποίησης του Οργανισμού σε περίπτωση δημιουργίας νέου οργάνου με εξουσία έκδοσης πράξεων οι οποίες θα μπορούσαν να υπαχθούν στο καθεστώς του άρθρου 58α του Οργανισμού. Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, όμως, ο Οργανισμός μπορεί να τροποποιηθεί σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, ήτοι κατά κανόνα την ίδια διαδικασία με αυτήν που απαιτείται για την έκδοση της πράξης που δημιουργεί το εν λόγω όργανο. 41. Μια άλλη επιλογή θα ήταν να διευκρινιστεί η έννοια αυτή στον κανονισμό για την τροποποίηση του Οργανισμού. Έτσι, μετά τις λέξεις «ανεξάρτητου διοικητικού οργάνου» θα μπορούσε να προστεθεί η φράση «τα μέλη του οποίου δεν δεσμεύονται από οδηγίες κατά τη λήψη των αποφάσεών τους». Η επιλογή αυτή θα μπορούσε πάντως να οδηγήσει σε προβλήματα ερμηνείας, όταν οι όροι που χρησιμοποιούνται στις πράξεις για τη δημιουργία νέων οργάνων διαφέρουν από εκείνους που αφορούν τα ήδη υπάρχοντα όργανα. Από την άλλη πλευρά, με τον τρόπο αυτό ο νομοθέτης θα αποσαφήνιζε τουλάχιστον ότι στο πλαίσιο αυτό αποφασιστικής σημασίας και επαρκής είναι η λειτουργική ανεξαρτησία. Οι προτεινόμενοι όροι αντιστοιχούν σε εκείνους που χρησιμοποιούνται στις πράξεις που δημιούργησαν τα όργανα που αναφέρονται στο σημείο 40 17. Επιπλέον, φαίνεται ενδεδειγμένο να γίνεται μνεία των οργάνων αυτών στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού για την τροποποίηση του Οργανισμού του Δικαστηρίου. 42. Τέλος, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι πρέπει να διευκρινιστεί ότι πρέπει να είναι αιτιολογημένες όχι μόνο οι αποφάσεις που δεν εγκρίνουν την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που την εγκρίνουν. Τέλος, οι εν λόγω αποφάσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται. V. Επί ορισμένων τροποποιήσεων που αποσκοπούν στην ορολογική εναρμόνιση ορισμένων διατάξεων του Οργανισμού με τις Συνθήκες 43. Το Δικαστήριο προτείνει να τροποποιηθεί το άρθρο 51 του Οργανισμού προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή της ορολογίας με τα άρθρα 263 και 265 ΣΛΕΕ. 14 15 16 17 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1994, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών (ΕΕ L 227 της 1.9.1994, σ. 1). Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1). Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 216/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας και για την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφαλείας της Αεροπορίας, καθώς και για την κατάργηση της οδηγίας 91/670/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1592/2002 και της οδηγίας 2004/36/ΕΚ (ΕΕ L 79 της 19.3.2008, σ. 1). Πρβλ. άρθρο 166 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001, άρθρο 47 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94, άρθρο 90 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 216/2008. 10

44. Η Επιτροπή επικροτεί αυτή την πρόταση τροποποιήσεων 18. 45. Η Επιτροπή διερωτάται, ωστόσο, σχετικά με την προσθήκη των λέξεων «εκτός των συστάσεων και γνωμών» και «που προορίζεται να παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων» στο άρθρο 51 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), του Οργανισμού, όπως θα έχει μετά την τροποποίησή του. Η Επιτροπή κατανοεί τον επιδιωκόμενο στόχο, δηλαδή να ακολουθείται η διατύπωση του άρθρου 263 πρώτο εδάφιο της ΣΛΕΕ. Ωστόσο, η Επιτροπή αντιλαμβάνεται ότι η προσθήκη των όρων αυτών, στο πλαίσιο του άρθρου 51 του Οργανισμού μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη ερμηνεία a contrario, σύμφωνα με την οποία πράξεις άλλες από τις αναφερόμενες εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου. VI. Συμπεράσματα 46. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή διατυπώνει την ακόλουθη γνώμη: α) η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να αναμείνει κανείς την έκθεση που πρέπει να υποβάλει το Δικαστήριο στο τέλος του 2020 σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του Γενικού Δικαστηρίου, πριν προβεί σε διαρθρωτικές τροποποιήσεις στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου β) η Επιτροπή δεν τάσσεται υπέρ της μεταβίβασης στο Γενικό Δικαστήριο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση, σε πρώτο βαθμό, των προσφυγών που στηρίζονται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ και των προσφυγών λόγω παραβάσεως που στηρίζονται στα άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ γ) η Επιτροπή τάσσεται υπέρ της μεταβίβασης στο Δικαστήριο της αρμοδιότητας προς εκδίκαση προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατ αποφάσεων της Επιτροπής που σχετίζονται με τη μη προσήκουσα εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 260 παράγραφοι 2 και 3 ΣΛΕΕ δ) η Επιτροπή, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στην παρούσα γνωμοδότηση, τάσσεται υπέρ της καθιέρωσης διαδικασίας προηγούμενης εγκρίσεως της εξέτασης ορισμένων αιτήσεων αναιρέσεως από το Δικαστήριο ε) η Επιτροπή, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στην παρούσα γνωμοδότηση, τάσσεται υπέρ των προτεινόμενων τροποποιήσεων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση ορολογικής εναρμόνισης του Οργανισμού με τις Συνθήκες. 18 Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, μετά από διάφορες μεταρρυθμίσεις του εφαρμοστέου δικαίου, δεν υπάρχουν πλέον σήμερα νομικές βάσεις που να επιτρέπουν στο Συμβούλιο να εκδίδει κατ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικές πράξεις σχετικές με τα μέτρα εμπορικής άμυνας κατά την έννοια του άρθρου 207 ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή σημειώνει ότι, με την επιφύλαξη μεταβατικών διατάξεων που εξασφαλίζουν ότι οι υποθέσεις που εκκρεμούν ακόμη θα μπορούσαν να κριθούν από το Γενικό Δικαστήριο βάσει της διάταξης αυτής (ενδεχομένως κατόπιν αναπομπής), θα μπορούσε να απαλειφθεί η 2η περίπτωση του άρθρου 51 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), του Οργανισμού. 11