......
Δύο ιστορίες που ρωτάνε
Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος Σελιδοποίηση - Μακέτα εξωφύλλου: Ευθύµης Δηµουλάς 1991 MANOΣ KONTOΛEΩN & EKΔOΣEIΣ «AΓKYPA» Δ.A. ΠAΠAΔHMHTPIOY A.B.E.E. Η παρούσα 18η έκδοση, Φεβρουάριος 2009 Λάµπρου Κατσώνη 271 & Γεωργίου Παπανδρέου - Άγιοι Ανάργυροι, Τ.Κ. 13562 Τηλ.: 210 2693800-4 Fax: 210 2693806-7 Κεντρικό κατάστηµα: ΑΓΚΥΡΑ-ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 - Αθήνα, Τ.Κ. 10681 Τηλ.: 210 3837667, 210 3837540 Fax: 210 3837066 e-mail agyra@agyra.gr www.agyra.gr ISBN: 978-960-234-035-6 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή µέρους ή όλης της έκδοσης, η µεταφορά σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό αποθηκευτικό σύστηµα ή αναµετάδοση µε οποιασδήποτε µορφής ηλεκτρονικά, µηχανικά, φωτοτυπικά ή άλλα µέσα, χωρίς την προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Ν. 2121/1993, καθώς και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν και στην Ελλάδα.
MANOΣ KONTOΛEΩN Δύο ιστορίες που ρωτάνε Eικόνες: Έφη Λαδά
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Πώς το λένε το κορίτσι που κρατά ένα μπαλόνι;... 11 2. Ποια είναι τα δώρα του Δώρου;.... 37
ΠΩΣ ΤΟ ΛΕΝΕ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑ ΕΝΑ ΜΠΑΛΟΝΙ; Σε όλα τα κορίτσια που «κρατάνε» ένα μπαλόνι! Μια φορά κι έναν καιρό αλλά και κάθε καιρό, δηλαδή και τώρα υπήρχε, όπως και υπάρχει, ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που κρατά ένα μπαλόνι. Ένα κόκκινο μπαλόνι. Την έχεις δει; Δεν θυμάσαι! Ε, λοιπόν, για να σε βοηθήσω να τη θυμηθείς έφτιαξα τη ζωγραφιά της. Αυτήν εδώ: Τούτη, λοιπόν, τη ζωγραφιά την έφτιαξα όταν την πρωτοσυνάντησα. Πότε έγινε αυτό; Α, πάει καιρός! Μέχρι τότε δεν την ήξερα. Κάτι, βέβαια, είχα ακούσει γι αυτήν. Πως ήταν, λέει, ένα παράξενο, αλλόκοτο κορίτσι. Που άλλοτε το έβλεπες εδώ κι άλλοτε εκεί. Που μερικές φορές γέλαγε και τραγούδαγε και μερικές φορές φώναζε και θύμωνε. Είχα ακούσει ακόμα πως φόραγε τα πιο περίεργα ρούχα. Μακριά φορέματα και μπλούζες με δαντέλα, αλλά και χιτώνες σαν αρχαία Ελληνίδα ή κιμονό σαν Γιαπωνέζα ή χορτάρινες φούστες σαν κάτοικος κάποιου εξωτικού νησιού, μ ακόμα 11
MANOΣ KONTOΛEΩN και μπλου τζιν ή φαρδιά μακό μπλουζάκια. Υπήρχαν μερικοί που επέμεναν πως την είχαν δει με μαγιό. Κι άλλοι λίγοι αυτοί που ισχυριζόντουσαν πως καμιά φορά δεν φορούσε τίποτε. Γυμνή. Σαν ένα μωρό που μόλις είχε γεννηθεί. Άκουγα ακόμη πως το δέρμα της ήταν λευκό, αλλά και μαύρο κάπου κάπου, όπως και κίτρινο κάποιες άλλες φορές. Αλλά και σ αυτό όλοι συμφωνούσαν πάντα κράταγε ένα κόκκινο μπαλόνι. Κατά καιρούς μού είχε τύχει να δω διάφορες ζωγραφιές της, που τις είχαν φτιάξει αρκετοί από αυτούς που την είχαν συναντήσει. Ίσως κι εσύ έτυχε να έχεις δει αυτές τις ζωγραφιές. Να μερικές: Τέτοια, λοιπόν, παράξενα κι αντιφατικά είχα ακούσει γι αυτήν. Κι υπήρχαν στιγμές που έλεγα πως «αδύνατον, τέτοιο κορίτσι δεν υπάρχει». Μα ήρθε η ώρα να τη συναντήσω κι εγώ. Αλήθεια, σε ποιο μέρος την πρωτοσυνάντησα και πότε; Νομίζω στο σχολείο. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος! Ίσως να ταν αργότερα. Τα χρόνια που πήγαινα στο πανεπιστήμιο. Ή ίσως να ήταν μια άλλη φορά, που περίμενα το λεωφορείο. Ναι, τότε νομίζω πως ήταν. Βέβαια, τότε ήταν! Πήγαινα, θυμάμαι, σε μια θεία μου που έμενε στην εξοχή και περίμενα το λεωφορείο στη στάση. Έκανε ζέστη, δεν υπήρχε και κανένα δέντρο να 12
MANOΣ KONTOΛEΩN ρίχνει τη σκιά του, τα αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά μου και βγάζαν καυσαέρια ή κορνάρανε. Υπήρχαν κι άλλοι που περιμέναν στη στάση και με στριμώχνανε. Ο ιδρώτας κύλαγε ποτάμι πάνω στο κορμί μου. Είχα εκνευριστεί. Τότε ήταν που πρωτοείδα το κορίτσι με το κόκκινο μπαλόνι. Στεκόταν μια γωνιά πιο πάνω, δίπλα στο περίπτερο. Δεν έμοιαζε και τόσο με την εικόνα της που είχα φανταστεί. Μα δεν ξέρω γιατί, αλλά τη συμπάθησα αμέσως. Γι αυτό και την ξεχώρισα. «Αυτή πρέπει να είναι!» σκέφτηκα. Έδειχνε πως την ενοχλούσαν κι εκείνην η ζέστη, ο θόρυβος, τα καυσαέρια. Με πλησίασε. Διέκρινα τα μάτια της. Γλυκά που ήτανε! Μου χαμογέλασε. Και ήταν το χαμόγελό της δροσερό σαν παγωτό χωνάκι. «Αυτό το λεωφορείο δεν λέει να φτάσει!» μου είπε. «Ναι, ανυπόφορη κατάσταση!» συμφώνησα μαζί της. «Κι όμως δεν πρέπει να καθυστερεί!» παρατήρησε. «Ναι, δεν πρέπει!» κούνησα το κεφάλι μου. Και τότε το λεωφορείο ξεπρόβαλε, ήρθε και στάθηκε δίπλα στη στάση, ο κόσμος άρχισε ν ανεβαίνει. «Να σε ξαναδώ!» δεν ξέρω πώς μου ήρθε και της φώναξα καθώς σκαρφάλωνα τα σκαλοπάτια. Όμως αυτά τα γλυκά μάτια και τη γεύση από παγωτό χωνάκι πά- 14
MANOΣ KONTOΛEΩN νω στα χείλη μου, δεν ήθελα να μην τα ξανασυναντήσω. «Ναι, σίγουρα!» μου απάντησε και μου κούνησε το χέρι όχι αυτό με το οποίο κρατούσε το μπαλόνι, μα το άλλο. Έπειτα χάθηκε μέσα στο πλήθος και τα αυτοκίνητα. Θα την ξανάβλεπα. Ήμουνα σίγουρος. Το ίδιο βράδυ κλείστηκα στο δωμάτιό μου κι έφτιαξα τη ζωγραφιά. Την πρώτη ζωγραφιά που της έφτιαξα. Θέλεις να τη δεις; Είναι αυτή εδώ: 16