Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ, ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Οι δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται σε αιτήσεις διόρθωσης ουσιαστικών σφαλµάτων, επίκλησης ακυρότητας, αντιφάσεων ή ασαφειών, αιτήσεις αναθεώρησης όσον αφορά τη δικαστική δαπάνη και τις χρηµατικές ποινές, επίκλησης έκδηλων σφαλµάτων κατά τον προσδιορισµό του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου ή κατά το νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών και επίκλησης της ύπαρξης στοιχείων κατά τη διαδικασία τα οποία επέβαλλαν την έκδοση διαφορετικής απόφασης, αλλά δεν ελήφθησαν υπόψη, επίσης λόγω σφάλµατος. Τα ένδικα µέσα αποτελούν το διαδικαστικό µέσο που επιτρέπει την επανεξέταση θεµάτων τα οποία έχουν κρίνει οι δικαστικές αποφάσεις ενόψει της τροποποίησής τους. Τα ένδικα µέσα τα οποία προβλέπονται από τον Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας διαιρούνται σε τακτικά και έκτακτα. Με τα τακτικά ένδικα µέσα προσβάλλονται οι δικαστικές αποφάσεις, που δεν παράγουν δεδικασµένο (λόγω του ότι υπόκεινται σε ένδικα µέσα και ο χρόνος άσκησής τους δεν έχει παρέλθει). Με τα έκτακτα ένδικα µέσα προσβάλλονται αποφάσεις που έχουν ήδη δηµιουργήσει δεδικασµένο. Τακτικά ένδικα µέσα είναι η έφεση, η αναίρεση και η αίτηση ακυρώσεως στον πρώτο και στον δεύτερο βαθµό δικαιοδοσίας. Έκτακτα ένδικα µέσα είναι: η αναψηλάφηση και η τριτανακοπή. Τα ένδικα µέσα ασκούνται ενώπιον του δικαστηρίου που είναι ιεραρχικά ανώτερο εκείνου που εξέδωσε την προσβαλλοµένη απόφαση. Τακτικά ένδικα µέσα Τα τακτικά ένδικα µέσα που µπορούν να ασκηθούν κατά των πρωτοδίκων αποφάσεων είναι η έφεση και η αίτηση ακυρώσεως στον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας. Έφεση µπορεί να ασκηθεί κατά οριστικής απόφασης και κατά despacho saneador πράξης που εκδίδεται µετά την υποβολή όλων των στοιχείων, κρίνει επί του παραδεκτού της αγωγής και ανακεφαλαιώνει τα πραγµατικά περιστατικά που είναι κρίσιµα για την έκδοση απόφασης, διακρίνοντας µεταξύ όσων έχουν αποδειχθεί και όσων χρειάζεται να αποτελέσουν αντικείµενο περαιτέρω αποδείξεων το οποίο κρίνει την ουσία της υπόθεσης. Κατά των αποφάσεων που δεν υπόκεινται σε έφεση µπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως. 1
Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σε δεύτερο βαθµό µπορούν να ασκηθούν τα εξής ένδικα µέσα: αναίρεση και αίτηση ακυρώσεως στο δεύτερο βαθµό δικαιοδοσίας. Αναίρεση ασκείται κατά αποφάσεων του εφετείου οι οποίες κρίνουν την ουσία της υπόθεσης και οι οποίες προσβάλλονται λόγω παραβίασης διατάξεων ουσιαστικού δικαίου. Αίτηση ακυρώσεως στο δεύτερο βαθµό δικαιοδοσίας ασκείται κατά αποφάσεων οι οποίες υπόκεινται σε ένδικα µέσα, αλλά κατά των οποίων δεν µπορεί να ασκηθεί έφεση. Το όριο ανέκκλητης αρµοδιότητας των δικαστηρίων Το όριο ανέκκλητης αρµοδιότητας του δικαστηρίου είναι το ανώτατο χρηµατικό ποσό µέχρι το οποίο ένα συγκεκριµένο δικαστήριο µπορεί να κρίνει υπόθεση χωρίς οι αποφάσεις του να υπόκεινται σε ένδικο µέσο. Στις αστικές υποθέσεις, το όριο ανέκκλητης αρµοδιότητας είναι, για τα δευτεροβάθµια δικαστήρια 14 963,94 ευρώ και για τα πρωτοβάθµια 3 740,98 ευρώ. Έκτακτα ένδικα µέσα Τα έκτακτα ένδικα µέσα είναι η αναψηλάφηση και η τριτανακοπή. Μια απόφαση υπόκειται σε αναψηλάφηση στις εξής περιπτώσεις: α) Εφόσον αποδεικνύεται από ποινική απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου ότι εκδόθηκε κατόπιν παράβασης καθήκοντος, απάτης, δωροδοκίας, ψευδούς κατάθεσης µάρτυρα ή διαφθοράς του δικαστή ή των δικαστών που συµµετρείχαν στη λήψη της απόφασης β) Εφόσον προσκοµίζεται απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου µε την οποία διαπιστώθηκε η πλαστότητα εγγράφου ή δικαστικής πράξης, κατάθεσης ή πραγµατογνωµοσύνης, τα οποία διαδραµάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην έκδοσή της. Εντούτοις, η πλαστότητα εγγράφου ή δικαστικής πράξης δεν αποτελεί λόγο αναψηλάφησης, αν το θέµα συζητήθηκε στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλοµένη απόφαση, γ) Αν ο διάδικος ο οποίος ασκεί αναψηλάφηση προσκοµίζει έγγραφο του οποίου αγνοούσε την ύπαρξη ή δεν µπορούσε να χρησιµοποιήσει στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόµενη απόφαση και το οποίο επαρκεί από µόνο του για να καταστεί η απόφαση ευµενέστερη για τον ηττηθέντα διάδικο, δ) Αν η οµολογία, παραίτηση ή συµβιβασµός στον οποίο βασίστηκε η απόφαση κηρύχθηκε άκυρος ή ακυρώθηκε από απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου, ε) Αν η οµολογία, παραίτηση ή συµβιβασµός είναι άκυρος, στ) Αν, αφού ασκηθεί η αγωγή και διενεργηθεί η εκτέλεση ερήµην, λόγω της παντελούς έλλειψης συµµετοχής εκ µέρους του εναγοµένου, αποδεικνύεται ότι δεν κλητεύθηκε να παραστεί ή ότι η πραγµατοιηθείσα κλήτευση είναι άκυρη, ζ) Αν η απόφαση είναι αντίθετη προς άλλη προηγούµενη απόφαση που έχει ισχύ δεδικασµένου µεταξύ των διαδίκων. 2
Η τριτανακοπή αποτελεί µέσο προσβολής απόφασης εκ µέρους τρίτου που θίγεται από αυτή εφόσον η διαφορά προήλθε από απάτη εκ µέρους των διαδίκων την οποία το δικαστήριο δεν µπόρεσε να διαπιστώσει. Απόφασεις που υπόκεινται σε ένδικα µέσα Σε διαφορές που αφορούν αξίωση µεγαλύτερη από το όριο ανέκκλητης αρµοδιότητας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλοµένη απόφαση, η άσκηση τακτικών ενδίκων µέσων επιτρέπεται µόνον αν το ποσό κατά το οποίο ηττάται ο ασκών το ένδικο µέσο ως προς ποσό µεγαλύτερο του ηµίσεος του ορίου ανέκκλητης αρµοδιότητας του εν λόγω δικαστηρίου (καταδίκη). Εντούτοις, σε περίπτωση βάσιµων αµφιβολιών όσον αφορά το ποσό κατά το οποίο ηττάται ο προσφεύγων, λαµβάνεται υπόψη αποκλειστικά η επίδικη αξίωση. Τα ένδικα µέσα είναι πάντοτε παραδεκτά, ανεξαρτήτως του ποσού της επίδικης αξίωσης, αν προβάλλεται παραβίαση των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας και καθ' ύλην αρµοδιότητας των δικαστηρίων ή αντίφαση προς απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου. Σε ένδικα µέσα υπόκεινται πάντα και οι αποφάσεις που αφορούν το ύψος της επίδικης αξίωσης, παρεµπίπτοντα ζητήµατα ή διαδικασίες ασφαλιστικών µέτρων υπό τον όρο η επίδικη αξίωση να υπερβαίνει το όριο ανέκκλητης αρµοδιότητας του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόµενη απόφαση. Παραδεκτά είναι πάντοτε και τα ένδικα µέσα κατά απόφασης του εφετείου που αντιφάσκει προς άλλη απόφαση του ίδιου ή άλλου εφετείου σχετικά µε το ίδιο θεµελιώδες νοµικό ζήτηµα και δεν υπόκειται σε τακτικά ένδικα µέσα για λόγους άλλους εκτός του ότι εµπίπτει στο όριο ανέκκλητης αρµοδιότητας, εκτός αν η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί η εν λόγω απόφαση είναι σύµφωνη µε τη νοµολογία του Ανωτάτου ικαστηρίου. Ανεξαρτήτως του ποσού της επίδικης αξίωσης και της ήττας, είναι πάντοτε παραδεκτή η άσκηση έφεσης ενώπιον του Εφετείου επί αγωγών που αφορούν το κύρος ή την ύπαρξη συµβάσεων µίσθωσης κατοικιών. Είναι πάντοτε παραδεκτή η άσκηση ενδίκων µέσων κατά απόφασης αντίθετης προς την πάγια νοµολογία του Ανωτάτου ικαστηρίου. Πράξεις που δεν υπόκεινται σε ένδικα µέσα εν υπόκεινται σε ένδικα µέσα οι πράξεις που αποφαίνονται επί καθαρά διαδικαστικών ζητηµάτων, καθώς και οι πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της σύννοµης άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Ποιοι µπορούν να ασκήσουν ένδικο µέσο Εξαιρουµένης της τριτανακοπής, τα ένδικα µέσα µπορούν να ασκηθούν µόνον από τους ηττηθέντες κύριους διαδίκους. Εντούτοις, τα πρόσωπα που θίγονται άµεσα και πραγµατικά από την απόφαση, µπορούν να προσφύγουν κατ' αυτής, ακόµα και αν δεν ήσαν διάδικοι στη δίκη ή αν ήσαν απλώς δευτερεύοντες διάδικοι. 3
Έκπτωση και παραίτηση από το δικαίωµα άσκησης ενδίκων µέσων Οι διάδικοι µπορούν εγκύρως να παραιτηθούν από την άσκηση ενδίκων µέσων. Εντούτοις, η εκ των προτέρων παραίτηση παράγει αποτελέσµατα µόνον αν προέρχεται και από τους δύο διαδίκους. εν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων µέσων από το διάδικο που αποδέχθηκε την απόφαση µετά την έκδοσή της. Η αποδοχή της απόφασης µπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Η σιωπηρή αποδοχή εκδηλώνεται µε τη διενέργεια πράξεων εκδήλως ασυµβίβαστων µε τη βούληση άσκησης ενδίκων µέσων. Ο προσφεύγεων µπορεί, µε απλή αίτηση, να παραιτηθεί ελεύθερα από το ήδη ασκηθέν ένδικο µέσο. Αυτοτελή και αντίθετα ένδικα µέσα Αν ηττηθούν και οι δύο διάδικοι, πρέπει να ασκήσουν και οι δύο ένδικα µέσα, αν επιθυµούν τη µεταρρύθµιση του µέρους της απόφασης που είναι δυσµενές γι' αυτούς. Στην περίπτωση αυτή, το ένδικο µέσο που ασκούν οι διάδικοι µπορεί να είναι αυτοτελές ή αντίθετο. Τα αυτοτελή ένδικα µέσα ασκούνται εντός της κανονικής προθεσµίας και µε τις συνήθεις προϋποθέσεις. Τα αντίθετα ένδικα µέσα µπορούν να ασκηθούν εντός 10 ηµερών από την κοινοποίηση της πράξης µε την οποία κρίνεται παραδεκτό το ένδικο µέσο του αντιδίκου. Αν ο διάδικος που άσκησε πρώτος ένδικο µέσο παραιτηθεί από το ένδικο µέσο ή αν αυτό δεν παραγάγει αποτελέσµατα ή αν το δικαστήριο δεν λάβει γνώση του, το αντίθετο ένδικο µέσο καθίσταται ανυπόστατο, ενώ η σχετική δικαστική δαπάνη βαρύνει τον διάδικο που άσκησε πρώτος ένδικο µέσο. Επιφυλασσοµένης της περίπτωσης που δηλώνεται ρητώς το αντίθετο, η παραίτηση από το δικαίωµα άσκησης ενδίκου µέσου ή η ρητή ή σιωπηρή αποδοχή της απόφασης από διάδικο δεν εµποδίζει την άσκηση αντίθετου ενδίκου µέσου, αφής στιγµής ο αντίδικος ασκήσει αυτοτελές ένδικο µέσο κατά της απόφασης. Αν το αυτοτελές ένδικο µέσο κριθεί παραδεκτό, θεωρείται παραδεκτό και το αντίθετο ένδικο µέσο, ακόµα και αν το ποσό κατά το οποίο ηττήθηκε ο συγκεκριµένος προσφεύγων είναι ίσο ή κατώτερο από το ήµισυ του ορίου ανέκκλητης αρµοδιότητας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση. Επέκταση των αποτελεσµάτων του ενδίκου µέσου στους µη προσφεύγοντες οµοδίκους Ένδικο µέσο που ασκείται από οποιονδήποτε διάδικο παράγει αποτελέσµατα και υπέρ των αναγκαίων οµοδίκων του. Εκτός των περιπτώσεων αναγκαστικής οµοδικίας των προσφευγόντων (η οποία χαρακτηρίζεται από τη νοµική υποχρέωση παρέµβασης στη δίκη όλων όσων έχουν έννοµο συµφέρον στη σχέση την οποία αφορά η δίκη), το ασκηθέν ένδικο µέσο παράγει αποτελέσµατα και υπέρ των απλών οµοδίκων: α) Εφόσον ενέκριναν το ένδικο µέσο, στο βαθµό κατά τον οποίο το έννοµο συµφέρον είναι κοινό, 4
β) Εφόσον το έννοµο συµφέρον τους εξαρτάται ουσιωδώς από το έννοµο συµφέρον του προσφεύγοντα, γ) Εφόσον έχουν καταδικαστεί ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλέτες, εκτός αν οι λόγοι που προβάλλονται µε το ένδικο µέσο αφορούν αποκλειστικά τον προσφεύγοντα. Ο αναγκαίος οµόδικος ή ο οµόδικος για τον οποίον ισχύει µια από τις προϋποθέσεις των εδαφίων β) ή γ) µπορεί να αναλάβει ανά πάσα στιγµή τη θέση του κυρίως προσφεύγοντα. Υποκειµενικά και αντικειµενικά όρια του ενδίκου µέσου Αν οι νικήσαντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, η πράξη µε την οποία κρίνεται παραδεκτό το ένδικο µέσο πρέπει να κοινοποιηθεί σε όλους. Εντούτοις, ο προσφεύγων µπορεί συννόµως, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής οµοδικίας, να στρέψει µε την αίτησή του το ένδικο µέσο κατά ενός ή µερικών µόνον από τους νικήσαντες διαδίκους. Αν το διατακτικό της απόφασης περιέχει αυτοτελή κεφάλαια, ο προσφεύγων µπορεί επίσης να στρέψει το ένδικο µέσο κατά µερικών µόνον από αυτά, εφόσον διευκρινίζει στην αίτηση κατά ποίων κεφαλαίων στρέφεται. Εφόσον δεν δηλώνεται το αντίθετο, το ένδικο µέσο πλήττει όλα τα κεφάλαια του διατακτικού που είναι δυσµενή για τον προσφεύγοντα. Ο προσφεύγων µπορεί µε τις προτάσεις του να περιορίσει, ρητώς ή σιωπηρώς, το αρχικό εύρος του ενδίκου µέσου. Τα αποτελέσµατα του τµήµατος της απόφασης που δεν προσβλήθηκε δεν θίγονται από την απόφαση που εκδίδεται επί του ενδίκου µέσου ή από την ακύρωση της δίκης. Προθεσµία άσκησης ενδίκων µέσων Η προθεσµία άσκησης ενδίκων µέσων είναι 10 ηµέρες από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της απόφασης. Αν ο διάδικος ερηµοδικεί και η απόφαση δεν κοινοποιείται στον τόπο γνωστής κατοικίας του, η προθεσµία τρέχει από την ηµέρα δηµοσίευσης της απόφασης. Σε περίπτωση πράξεων ή προφορικών εντολών που εκδίδονται κατά τη δίκη, η προθεσµία τρέχει από την ηµέρα έκδοσης, εάν ο διάδικος ήταν παρών ή αν κλήθηκε να παραστεί κατά τη διάσιµο στην οποία εκδόθηκαν, άλλως εφαρµόζονται όσα αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο. Εκτός των προαναφεροµένων περιπτώσεων, εφόσον δεν απαιτείται κοινοποίηση, η προθεσµία τρέχει από την ηµέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόµενος λαµβάνει γνώση της απόφασης. Αν η ερηµοδικία του διαδίκου παύει πριν την πάροδο 10 ηµερών από τη δηµοσίευση, η εντολή ή η πράξη πρέπει να κοινοποιηθεί και η προθεσµία αρχίζει να τρέχει από την ηµεροµηνία κοινοποίησης. 5