ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΜΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Β ΕΤΟΣ, ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013 Ευθυμία Παπαδοπούλου ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Η επεκτατική λειτουργία της αρχής της ισότητας στον τομέα των επιδομάτων υπό το πρίσμα της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά την τελευταία δεκαετία (2004-2013) Διδάσκοντες Καθηγητές: Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Παναγιώτης Μαντζούφας και Λίνα Παπαδοπούλου
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ I.ΕΙΣΑΓΩΓΗ II. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ III. Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ Α. Αποφάσεις που κρίνουν υπέρ της επέκτασης της χορήγησης του επιδόματος Β. Αποφάσεις που κρίνουν κατά της επέκτασης της χορήγησης του επιδόματος IV. Η ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ V. Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ VI. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ
Maybe a keener recognition that legalism Is not the path to reform would induce greater awareness that the path lies through pragmatism, not legalism, and with the awareness might come constructive efforts to improve pragmatic judging. («Ίσως, μια πιο ένθερμη αναγνώριση ότι ο νομικισμός δεν είναι το μονοπάτι για τη μεταρρύθμιση, θα οδηγούσε στην παραδοχή ότι το μονοπάτι περνάει μέσα από τον πραγματισμό, όχι το νομικισμό, και με αυτή τη συνειδητοποίηση μπορεί να έρθουν και εποικοδομητικές προσπάθειες για τη βελτίωση των πραγματιστικών δικαστικών κρίσεων») R. Posner, How Judges Think, HARVARD UNIVERSITY PRESS, 2008 I.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν είχε πάντα την ίδια ευρύτητα. Έτσι, ενώ αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στο αντικείμενο της ρύθμισης, στη συνέχεια συμπεριέλαβε και το περιεχόμενο αυτής, για να οδηγηθούμε εν τέλει, στην υποβολή σε δικαστικό έλεγχο της τήρησης και της αρχής της αναλογικότητας κατά τη θέσπιση περιοριστικής ρύθμισης. Το πρώτο βήμα για τη διεύρυνση του δικαστικού ελέγχου αποτέλεσε η διερεύνηση του ζητήματος αν συγκεκριμένη ρύθμιση παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας 1. Έναν δε από τους τρόπους με τους οποίους λαμβάνει -σήμερα- χώρα από τα δικαστήρια η αποκατάσταση της ισότητας αποτελεί και η επέκταση της ευμενούς ρύθμισης στην ομάδα προσώπων που αποκλείστηκε από το ρυθμιστικό της πεδίο με αντισυνταγματικό τρόπο 2. Η έκταση βέβαια του δικαστικού ελέγχου ούτε απεριόριστη είναι, ούτε ανεξάρτητη από το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου αυτός ασκείται. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η δικαστική εξουσία κατηγορείται, όχι σπάνια, για «καταχρήσεις» 3, στην πραγματικότητα, ιδίως κατά τον έλεγχο των μέτρων 1 Βλ. Βροντάκη Μ., Ο δικαστής ως κριτής σταθμίσεων αξιών και επιλογών του νομοθέτη κατά την πρόκριση των προς θέσπιση ρυθμίσεων, Αρμ 2011, σ. 1628 επ. 2 Βλ. Αντωνίου Θ., Η ισότητα εντός και δια του νόμου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1998, σελ. 206 επ. 3 Βλ. αναλυτικότερα Σπυρόπουλος Φ., Η ερμηνεία του συντάγματος: εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1999, σελ. 38 επ. 2
οικονομικής πολιτικής, αποδέχεται την προτεραιότητα του νομοθέτη κατά την επιλογή των μέσων εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος 4. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι ο δικαστής αναγνωρίζει κάποιου είδους ασυλία στο νομοθέτη προκειμένου αυτός να ενεργεί εκτός συνταγματικών ορίων. Σε ένα κράτος δικαίου, όπου ισχύει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το σύστημα των θεσμικών αντιβάρων, ο έλεγχος του περιεχομένου της νομοθετικής ρύθμισης από το δικαστή, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο νομοθέτης κινήθηκε εντός του συνταγματικού πλαισίου, είναι επιβεβλημένος. Σε διαφορετική περίπτωση ο πολίτης θα έμενε εκτεθειμένος σε ενδεχόμενες αυθαιρεσίες της εκάστοτε κυβερνώσας πλειοψηφίας, η οποία θα έμενε ανεξέλεγκτη να λειτουργεί κατά βούληση και ενίοτε εκτός της συνταγματικής νομιμότητας. Προεχόντως, μάλιστα, στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται για ζητήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως έκφραση «μεγάλης πολιτικής» 5, ο δικαστικός έλεγχος οφείλει να διαγνώσει αν οι επιλογές του νομοθέτη εξήλθαν των τιθεμένων συνταγματικών ορίων, χωρίς βέβαια να προβαίνει σε αμφισβήτηση των κεντρικών νομοθετικών επιλογών. Τέτοια ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» αποτελούν και τα διαφόρων ειδών επιδόματα που χορηγούνται από το νομοθέτη στους δημοσίους υπαλλήλους. Τα όρια, όμως, της δικαστικής παρέμβασης ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, κυρίως μάλιστα όταν ανακύπτει το ζήτημα της επέκτασης ή μη των χορηγούμενων σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων επιδομάτων σε άλλες επί τη βάσει της αρχής της ισότητας. Όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, ο νομικός κανόνας που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και που αποτελεί την αρχή της ισότητας, δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση και ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ο έλεγχος αυτός είναι έλεγχος ορίων, προκειμένου να αποκατασταθεί τόσο η έκδηλα άνιση μεταχείριση, όσο και η αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή η ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντίθετα, η διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή 4 Βλ. Καϊδατζής Α., Δικαστικός Έλεγχος των μέτρων οικονομικής πολιτικής. Νομολογιακές τάσεις και προσαρμογές στο μεταβαλλόμενο οικονομικο-πολιτικό περιβάλλον, ΤοΣ 2010, σ.499 επ. 5 Για περαιτέρω κατανόηση του όρου βλ. Καϊδατζή Α., Μεγάλη πολιτική και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο Μνημόνιο, ΤοΣ2011 = www.constitutionalism.gr (ανάρτηση 26.04.2012) 3
παρόμοιων καταστάσεων. Κατά την πάγια θέση της νομολογίας, δεν πρόκειται για έλεγχο των κατ αρχήν επιλογών του νομοθέτη ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων 6. Παρόλα αυτά, όμως, δεν υπήρξαν λίγες δικαστικές διαφορές όπου αμφισβητήθηκε το μέτρο σύγκρισης κατά την επέκταση ευνοϊκών ρυθμίσεων, ιδίως όταν είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποδοχών των ίδιων των δικαστικών λειτουργών 7. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μία έρευνα της κρίσιμης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής: ΣτΕ) της τελευταίας δεκαετίας (2004-2013), που σχετίζεται με την επέκταση ή μη των επιδομάτων που χορηγούνται σε κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων για την αποκατάσταση της ισότητας. Αφορμή της έρευνας αυτής αποτέλεσε η με αριθμό 792/2012 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του ΣτΕ, ενώ αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω της αναζήτησης από την ιστοσελίδα του των σημαντικότερων αποφάσεων του Δικαστηρίου (επταμελούς σύνθεσης και ολομέλειας) που αφορούν σε επιδόματα των οποίων ζητήθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια η επέκταση και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων μέσω της εφαρμογής της αρχής της ισότητας. Ξεκινώντας από μία σύντομη αναδρομή στις απόψεις της θεωρίας ως προς το ζήτημα της επεκτατικής ισότητας, θα ακολουθήσει η παρουσίαση της νομολογιακής έρευνας που προαναφέρθηκε και η συναγωγή συμπερασμάτων. II. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ Κατά την έννοια της επεκτατικής ισότητας ένα προνόμιο που έχει αναγνωριστεί θεσμικά σε μία ομάδα προσώπων επεκτείνεται με διαπλαστική νομολογία των αρμοδίων δικαστηρίων, ώστε να συμπεριλάβει και πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων που έχουν παραλειφθεί παρότι τελούν -ως προς τη συγκεκριμένη έννομη σχέσηστην ίδια κατάσταση με την ομάδα που εξασφάλισε την προνομιακή ρύθμιση 8. Κατά την εκδίκαση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων, ο δικαστής, εφόσον κρίνει ότι πρέπει να δικαιώσει τους αιτούντες, είτε προβαίνει σε επέκταση της γενικής 6 Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3587/1997, 992/2004, Ολομ., 2396/2004, Ολομ., 583/2008, 7μ., 3151/2008, 7μ., 2462/2010, 7μ., 2546/2010 7 Βλ. Κοντιάδη Ξ., Δικαστικός ακτιβισμός και αυτοπεριορισμός στη θεμελίωση της επεκτατικής ισότητας (παρατηρήσεις στις ΑΠ 576/2009 και 638/2009), ΔτΑ 45/2010, σ.237επ. και εκεί αναφερόμενες παραπομπές 8 Βλ. Γεραπετρίτη Γ., Ισότητα & θετικά μέτρα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2007, σελ. 126 επ. 4
ρύθμισης, είτε ικανοποιεί το δικαίωμά τους με την αναβίωση της προγενέστερης και ευμενέστερης ρύθμισης, είτε, εν τέλει, με την επεκτατική εφαρμογή εξαιρετικών διατάξεων. Η ικανοποίηση των αιτημάτων των διαδίκων από το δικαστή με τη χορήγηση όσων αρνήθηκε ή παρέλειψε να τους δώσει ο νομοθέτης, φαίνεται να συνοδεύεται από σοβαρές δογματικές ενστάσεις. Υποστηρίζεται, κατ αρχήν, ότι τέτοια εξουσία του δικαστή δε συμβιβάζεται με τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Κατά το Φ. Βεγλερή η παράλειψη του νομοθέτη να επεκτείνει μια «ορισμένη ευεργετική ρύθμιση και σε άλλες περιπτώσεις» δεν μπορεί ποτέ να εξαργυρωθεί με τη βοήθεια της αρχής ισότητας 9. Περαιτέρω και επειδή πρόκειται για επέκταση κρατικών παροχών τίθεται το ζήτημα της συμφωνίας αυτής της τακτικής των δικαστηρίων με τις δημοσιονομικές διατάξεις του Συντάγματος (εφεξής: Σ.), όπως τα άρθρα 78-80 και 73-77. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι οποιουδήποτε είδους αποδοχές ούτε εγγράφονται στον προϋπολογισμό, ούτε παρέχονται χωρίς οργανικό ή άλλο νόμο, ενώ θεσπίζονται και ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις για την εισαγωγή προς συζήτηση νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που συνεπάγεται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Άλλωστε, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 79 «όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους πρέπει να αναγράφονται στον ετήσιο προϋπολογισμό και τον απολογισμό». Το πρόβλημα της οριοθέτησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων -στις παραπάνω περιπτώσεις- εκδηλώνεται κυρίως κατά την αναζήτηση και εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης μετά τον παραμερισμό της αντισυνταγματικής ρύθμισης. Η εφαρμογή από τα δικαστήρια της γενικής διάταξης μετά τον παραμερισμό της ειδικής και η αναβίωση της προγενέστερης ρύθμισης μετά τον παραμερισμό της μεταγενέστερης, διαθέτουν μια δογματική θεμελίωση που τις καθιστά λιγότερο ευάλωτες 10. Αντίστοιχα, ως μόνη δυνατότητα επιτρεπόμενης αναλογικής εφαρμογής από το δικαστή γίνεται δεκτή η εφαρμογή του γενικού, ευνοϊκού κανόνα μετά τον παραμερισμό της ειδικής, αντισυνταγματικής, δυσμενούς 9 Βλ. Βεγλερής Φ., Παρατηρήσεις στις υπ αριθ. 1470 και 1471/77 αποφάσεις της ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ΤοΣ 1978, σ.202 επ. 10 Βλ. Σκουρή Β. / Βενιζέλο Ε., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 127-129 5
ρύθμισης 11. Ως περισσότερο προβληματική δογματικά και άρα αθέμιτη θεωρείται η λύση της επεκτατικής εφαρμογής ειδικών ευνοϊκών διατάξεων και σε περιπτώσεις που δεν υπάγονται ρητά στο πεδίο εφαρμογής των πρώτων. Η θεωρία δεν κατάφερε να δώσει απάντηση στο ερώτημα, πώς θα εξαλειφθεί η αντισυνταγματικότητα ορισμένης ρύθμισης παραβιάζουσας την αρχή της ισότητας 12 όταν το αίτημα που υποβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου είναι η επέκτασή της και σε άλλες προσφεύγουσες κατηγορίες ή πρόσωπα. Αντιτείνεται, ωστόσο, ότι -σε τελική ανάλυση- ο δικαστής όταν επεκτείνει την ευνοϊκή εφαρμογή μιας διάταξης θέτει απλώς το νομοθέτη προ των ευθυνών του. Εάν ο τελευταίος θεωρεί ότι προκύπτει δυσβάσταχτο βάρος για τον κρατικό προϋπολογισμό, έχει τη δυνατότητα να καταργήσει ή να περιορίσει για το μέλλον τη σχετική παροχή σε όλους αδιακρίτως τους ενδιαφερόμενους 13. Στην πράξη, όμως, παρατηρείται το εξής: η εκτελεστική εξουσία, που δύσκολα προβαίνει σε ικανοποίηση όποιου δικαιώθηκε δικαστικά, ενώ δεν ικανοποιεί συνήθως από μόνη της όποιον δεν είχε προσφύγει, κυρίως στα μισθολογικά, αντί να επωφεληθεί από τυχόν παραγραφές, όπως θα μπορούσε, ικανοποιούσε συνήθως τους πάντες με νομοθετική ρύθμιση 14. Χαρακτηριστική ως προς το ζήτημα αυτό είναι η περίπτωση της διαδοχικής χορήγησης της μηνιαίας παροχής του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002, γνωστού και ως επιδόματος των 176 ευρώ, στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω 15. Η επέκταση της ευνοϊκής διάταξης από το δικαστή όταν διαπιστώνεται παραβίαση της αρχής της ισότητας, άλλωστε, δεν είναι άγνωστη και σε άλλες έννομες τάξεις. Ειδικότερα, εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας 16, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο των 11 Βλ. Μάνεση Α., Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων, ΕΕΝ 1958, σ.444 12 Βλ. Μαθιουδάκη Ι., Επέκταση ευνοϊκής ρύθμισης για λόγους ισότητας τάσεις δικαστικού αυτοπεριορισμού?, ΔιΔικ 2003, σ. 852. 13 Βλ. Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2006, σ. 127 14 Βλ. Αρναούτογλου Φ., Μισθολογικές διεκδικήσεις και ισότητα, σε: Χαριστήριο εις Λουκά Θεοχαρόπουλο και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου: Studia in honorem Loukas Theocharopoulos et Dimitra Kontogiorga-Theocharopoulou, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Νομικής, Έκδοση Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2009, σ. 9 15 Υπό III Β 16 Βλ. Αντωνίου Θ., Η ισότητα εντός και δια του νόμου, σ. 208 επ. 6
ΗΠΑ 17. Άλλωστε, το ζήτημα δεν ήταν δυνατό να μην απασχολήσει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΔΕΕ), το οποίο κατέληξε στην υποχρέωση επεκτατικής εφαρμογής διάταξης νόμου από τα δικαστήρια προκειμένου να εξασφαλιστεί η νομοθετικά κατοχυρωμένη αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών 18. III. Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ Η στροφή της νομολογίας του ΣτΕ προς την αποδοχή της δημιουργικής λειτουργίας της αρχής της ισότητας, μέσω της επέκτασης της εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων που είχαν αποκλειστεί από αυτήν, ολοκληρώθηκε μόλις το έτος 1997 με την 3587/1997 απόφασή του, που αφορούσε στεγαστικό επίδομα προς τους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων και την εξαίρεση από αυτό του στρατιωτικού προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας 19. Είχε προηγηθεί, την ίδια 17 Βλ. Γεραπετρίτη Γ., Ισότητα & θετικά μέτρα, σ. 327 επ. και ιδίως 333 επ. υπόθεση United Steelworkers of America v. Weber 18 Βλ. Αντωνίου Θ., Η ισότητα εντός και δια του νόμου, σ. 217-218, όπου αναφέρεται η υπόθεση C- 377/89, A. Cotter και N. M. Dermott/Minister for Social Welfare κτλ.. Περισσότερο γνωστή σε μας είναι η υπόθεση C-147/95, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ της Δημόσιας Επιχειρήσης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και του Ευθυμίου Εβρενόπουλου, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ, του πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Ως προς το ζήτημα που μας απασχολεί το Δικαστήριο κατέληξε ότι: «το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν επιτρέπει την εφαρμογή εθνικής διάταξης η οποία εξαρτά τη χορήγηση σύνταξης χήρου, εμπίπτουσας στην έννοια της αμοιβής όπως νοείται στο ίδιο άρθρο, από ιδιαίτερες προϋποθέσεις οι οποίες δεν απαιτούνται για τις χήρες, καμία δε διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν δικαιολογεί τη διατήρηση της εν λόγω εθνικής διάταξης σε ισχύ». Συνεπώς, «το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει τη χορήγηση στους χήρους, οι οποίοι υφίστανται δυσμενή διάκριση απαγορευμένη από τη διάταξη αυτή, σύνταξης ή άλλης παροχής επιζώντος συζύγου υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις χήρες». 19 Βλ. Αντωνίου Θ., Η ισότητα εντός και δια του νόμου, σ. 219. Ειδικότερα, στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο ανέφερε στη μείζονα πρόταση, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Εάν δε το δικαστήριον κατά τον έλεγχον της συνταγματικότητος του νόμου διαπιστώση παράβασιν της αρχής της ισότητος, οφείλει, κατά την εφαρμογήν του νόμου αυτού, να προβή εις άρσιν της διαπιστωθείσης αντισυνταγματικότητος. Ειδικώτερον, εάν το δικαστήριον διαπιστώση παράβασιν της αρχής της ισότητος εκ του ότι ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκησις προέβη εις ειδικήν ρύθμισιν, αφορώσαν εις ωρισμένην κατηγορίαν προσώπων, απεκλείσθησαν δε της ειδικής ρυθμίσεως ταύτης ρητώς ή σιωπηρώς πρόσωπα, ανήκοντα μεν εις άλλην κατηγορίαν, τελούντα όμως υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας προς τα πρόσωπα, τα οποία ανήκουν εις την πρώτην κατηγορίαν, προς άρσιν της ούτω διαπιστωθείσης αντισυνταγματικότητος απαιτείται όπως το δικαστήριον προβή εις επέκτασιν της εφαρμογής της 7
δεκαετία, η ΣτΕ 3552/1992 με την οποία είχε κριθεί αντισυνταγματική η θέσπιση διαφορετικών προϋποθέσεων συνταξιοδότησης χήρων ανδρών και γυναικών, η επίκληση, όμως, της αντισυνταγματικότητας αυτής θεωρήθηκε τότε ότι αποκλείει απλώς την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και επί γυναικών και δεν μπορεί να οδηγήσει στην επέκτασή τους και επί ανδρών. Ακολούθησαν, όμως, οι ΣτΕ 1519/1995 και 4687/1997 με τις οποίες κρίθηκε ότι πρέπει να επεκταθεί η χορήγηση ειδικής μηνιαίας αποζημίωσης και στις κατηγορίες των δημοσίων και δικαστικών υπαλλήλων που εξαιρούνται, προς αποκατάσταση της διαταραχθείσας ισότητας. Ενώ, στη συνέχεια με τη ΣτΕ 2435/1997 έγινε τελικά δεκτή η εφαρμογή και για το χήρο του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που ισχύει για τη χήρα προκειμένου να αποκατασταθεί η ίση μεταχείριση των δύο φύλων 20. Τα επόμενα χρόνια παρατηρήθηκε πολλαπλασιασμός των δικαστικών αποφάσεων (κυρίως του ΣτΕ) που αρνούνται να επεκτείνουν την εφαρμογή ορισμένης ευνοϊκής ρύθμισης και άρχισε ήδη να γίνεται λόγος από την επιστήμη για αναζήτηση κριτηρίων δικαστικού αυτοπεριορισμού κατά την έρευνα της αναλογικής εφαρμογής ειδικών ρυθμίσεων δυνάμει του άρθρου 4 Σ 21. Πιο χαρακτηριστική είναι η 3324/2000 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία έγινε δεκτό ότι: «Υπό τα δεδομένα αυτά, της περιορισμένης δηλαδή χρονικής ισχύος των νόμων αυτών και της αντιμετώπισης από το νομοθέτη των ειδικών συνθηκών συγκεκριμένης κατηγορίας σπουδαστών (φοιτητές Βοσνίας Ερζεγοβίνης ακαδημαϊκού έτους 1991-1992), δεν μπορεί να γίνει ανάλογη ή κατ' επέκταση εφαρμογή των εξαιρετικού χαρακτήρα διατάξεων αυτών, κατ' επίκληση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, σε φοιτητές ανωτάτων σχολών της Νέας Γιουγκοσλαβίας, οι οποίοι φοιτούσαν εκεί κατά τη μεταγενέστερη περίοδο των πολεμικών γεγονότων του 1999». Εν προκειμένω, συνεπώς, το Δικαστήριο αρνήθηκε να επεκτείνει εξαιρετική ευνοϊκή ρύθμιση σε συναφή κατηγορία θιγομένων. Η τάση δε αυτή, δηλαδή της μη ειδικής ρυθμίσεως και εις την κατηγορίαν των προσώπων, τα οποία έχουν αποκλεισθή της εν λόγω ειδικής ρυθμίσεως. Τούτο δε διότι η παράγρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, κατ' εφαρμογήν της οποίας το δικαστήριον οφείλει να άρη την διαπιστωθείσαν παράβασιν της αρχής της ισότητος, επιβάλλει, εις τας περιπτώσεις ταύτας, την ανωτέρω επέκτασιν (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1519/1995)». 20 Βλ. Παραρά Π., Σύνταγμα Corpus Ι: άρθρα 1-4, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 2010, σ.331 επ. 21 Βλ. Μαθιουδάκη Ι., ΔιΔικ 2003, σ.852, όπου και αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ως προς το ζήτημα της μη επέκτασης οι ΣτΕ 4218/2000 (μονιμοποίηση εκπαιδευτικών ΟΑΕΔ), 284/2000 (εκπτώσεις επί των ναύλων των πλοίων για τη μεταφορά ειδικών κατηγοριών επιβατών), 2096/2000 (συνταγματική η πρόβλεψη διαφορετικού αναστήματος μεταξύ ανδρών και γυναικών για είσοδο στο πυροσβεστικό σώμα), 2945/1999 (μη επέκταση της φοροαπαλλαγής του επιδόματος των ναρκαλιευτών κ.τ.λ. και στους ανιχνευτές βομβών). 8
επεκτατικής εφαρμογής εξαιρετικής διάταξης, θα μπορούσε, πλέον, να θεωρηθεί και η κρατούσα στους κόλπους του Δικαστηρίου, καθώς παρατηρείται σε πολλές αποφάσεις που ακολούθησαν την προαναφερόμενη, αλλά και σε κάποιες προγενέστερες 22. Αυτό, άλλωστε, θα διαφανεί εναργέστερα και κατωτέρω. Σήμερα, περίπου μια δεκαετία μετά την υιοθέτηση του αυτοπεριορισμού από το ΣτΕ η ίδια συζήτηση της μεταστροφής (?) της νομολογίας επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο 23. Αυτή τη φορά, όμως, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης «η οποία δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη νομολογία των Δικαστηρίων». Η έρευνα των σημαντικότερων αποφάσεων του ΣτΕ της τελευταίας δεκαετίας (2004-2013) που αφορούν στο ζήτημα της επέκτασης ή μη της χορήγησης ενός επιδόματος και σε πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται στη ρύθμιση του νόμου, κατ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, καταδεικνύει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου δεν έχει μεταστραφεί στον τομέα αυτό. Ειδικότερα, το Συμβούλιο φαίνεται να επιδεικνύει σταθερά την τελευταία δεκαετία μία ιδιαίτερη αυτοσυγκράτηση στην επέκταση της χορήγησης επιδομάτων επί τη βάσει της αρχής της ισότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι από τις δέκα συνολικά αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την ολομέλεια και την επταμελή σύνθεση του Δικαστηρίου γι αυτό το ζήτημα, μόνο σε τρεις και συγκεκριμένα στις με αριθμούς 992/2004 Ολ., 266/2006 και 3609/2009 κρίνει υπέρ της επέκτασης χορήγησης του επιδόματος και στην κατηγορία που είχε παραλειφθεί από το νόμο, ενώ στις υπόλοιπες (1022/2005, 1460/2005 Ολ., 1461/2005 Ολ., 1124/2007, 4879/2012 Ολ., 792/2012, 95/2013 Ολ.) δεν στοιχειοθετείται παραβίαση της αρχής της ισότητας, όπως θα φανεί αναλυτικότερα παρακάτω. Α. Αποφάσεις που κρίνουν υπέρ της επέκτασης της χορήγησης του επιδόματος Το ΣτΕ με την 992/2004 απόφαση της ολομέλειάς του έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης του Διοικητικού Εφετείου που είχε απορρίψει αίτημα σωματείων δασολόγων, δασοφυλάκων και δασοπυροσβεστών, περί καταβολής στα μέλη τους του 22 Βλ. ΣτΕ 2704/1998, 1284/1999, 2907/2000, 2972/2001, 7μ., 3363/2003, 1616/2005, 2343/2007, 3572/2008, 7μ., 1580/2010, Ολομ. 23 Βλ. Διβάνη Χ., παρατηρήσεις επί της με αριθμό 95/2013 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 2013, σ. 54, Καϊδατζή Α., Το τέλος της επεκτατικής ισότητας; η άδοξη κατάληξη της μισθολογικής (μικρο)πολιτικής του επιδόματος των 176 ευρώ, παρατηρήσεις στη ΣτΕ (Ολ.) 95/2013, Αρμ 3/2013, σ. 572 9
επιδόματος ειδικών συνθηκών εργασίας του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995. Εν προκειμένω, το επίδικο επίδομα εξαιρέθηκε από τη διατήρηση με το άρθρο 10 ν. 2470/1997 με την αιτιολογία ότι περιλαμβάνεται στο θεσπιζόμενο με τον ίδιο νόμο κίνητρο απόδοσης. Εντωμεταξύ, διατηρήθηκαν στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την έναρξη της ισχύος του προαναφερόμενου νόμου (1.1.1997) τα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας για μία σειρά υπαλλήλων. Το Δικαστήριο προβαίνοντας σε μία συστηματική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων και με αναφορά στο σκοπό της νομοθεσίας που είχε χορηγήσει το καταργούμενο επίδομα, οδηγήθηκε στην κρίση ότι η επίμαχη εξαίρεση (από τη διατήρηση) αντίκειται στην αρχή της ισότητας και αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου. Όμοια είχε κρίνει και η ΣτΕ 1202/2003 που παρέπεμψε το προαναφερόμενο ζήτημα στην ολομέλεια. Η επίμαχη αιτιολογία καταστρώθηκε ως εξής: «..Δεδομένου όμως ότι το θεσπιζόμενο κίνητρο απόδοσης χορηγείται σε όλους τους υπαλλήλους που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2470/1997 και συνεπώς δεν αφορά ειδικά τους δασικούς υπαλλήλους ώστε να θεωρηθεί ότι αντικαθιστά ευθέως το καταργούμενο επίδομα ειδικών συνθηκών, η εξαίρεση με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α' υποπερ. ββ' του ν. 2470/1997 από τα διατηρούμενα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας του επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών έναντι των λοιπών υπαλλήλων του δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους διατηρήθηκαν τα αντίστοιχα επιδόματα ή καταργήθηκαν αλλά με ταυτόχρονη θέσπιση νέων γι' αυτούς επιδομάτων. Και τούτο διότι το επίμαχο επίδομα των δασικών υπαλλήλων, ενώ χορηγήθηκε σ' αυτούς, κατά τα εκτεθέντα, λόγω των συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκούσαν τότε (1995), μεταξύ των οποίων και η δασοπυρόσβεση, στη συνέχεια καταργήθηκε αδικαιολογήτως, εφόσον, κατά το χρόνο της κατάργησής του (1997), δεν είχε επέλθει μεταβολή στα καθήκοντα αυτά». Στη συνέχεια το ΣτΕ προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης και ακύρωσε την πράξη του προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση που είχε υποβληθεί μεταξύ άλλων και από τα εκκαλούντα σωματεία, για καταβολή στα μέλη τους του επιδόματος ειδικών συνθηκών, το οποίο λάμβαναν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 2342/1995. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική την εξαίρεση του επιδόματος ειδικών συνθηκών των δασικών υπαλλήλων από τα διατηρούμενα επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας για άλλες κατηγορίες υπαλλήλων. Η άνιση αυτή μεταχείριση των 10
αιτούντων φαίνεται να εδράζεται στην ύπαρξη ενός γενικού κανόνα, που είναι η διατήρηση των επιδομάτων που έχουν ίδια ή παρόμοια φύση με το διεκδικούμενο, από τον οποίο αποκλίνει η νομοθετική κατάργηση της επίδικης παροχής. Άλλωστε, κανένας δικαιολογητικός λόγος δε συνέτρεχε για την επίμαχη εξαίρεση από τη διατήρηση. Συνεπώς, ο ισχύον κανόνας που ρυθμίζει το επίδικο ζήτημα πρέπει να παραμεριστεί και να αναβιώσει ο προγενέστερος κανόνας, που προέβλεπε τη χορήγηση του επίμαχου επιδόματος ειδικών συνθηκών εργασίας των δασικών υπαλλήλων και των οδηγών δασικών υπηρεσιών που ασχολούνται με τη δασοπροστασία της χώρας. Περαιτέρω, με τη με αριθμό 266/2006 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης, έγινε δεκτή αίτηση αναίρεσης αρχιφύλακα της ΕΛ.ΑΣ παραπονούμενου για τη μη προσαύξηση επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων, κατά το χρονικό διάστημα που υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία Τιράνων. Σύμφωνα με τα όσα έκρινε το Δικαστήριο, η διαφοροποίηση που επεφύλαξε ο κανονιστικός νομοθέτης στη συγκεκριμένη κατηγορία αστυνομικού προσωπικού, στην οποία ανήκε ο αιτών (προσωπικό που αποσπάται για εκτέλεση καθηκόντων προσωπικού ασφαλείας Υπηρεσιών του Ελληνικού Κράτους στο εξωτερικό), σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού (προσωπικό που αποσπάται είτε στα πλαίσια ειδικών αποστολών του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης είτε σε Υπηρεσίες Διεθνών Οργανισμών) της ίδιας κοινής υπουργικής απόφασης, καθώς και σε σχέση με το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά την ειδικότερη διατύπωση του Συμβουλίου: «..η κατηγορία αυτή προσωπικού, κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπηρετεί στο εξωτερικό, τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες διαβιώσεως τόσο με τους υπηρετούντες στο εξωτερικό υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση όσο και με τις λοιπές κατηγορίες αστυνομικού προσωπικού που υπηρετούν στο εξωτερικό και βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση». Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο παραμέρισε τον αντισυνταγματικό αποκλεισμό του αστυνομικού προσωπικού που αποσπάται για εκτέλεση καθηκόντων προσωπικού ασφαλείας Υπηρεσιών του Ελληνικού Κράτους στο εξωτερικό από την προσαύξηση του επιδόματος λόγω ύπαρξης τέκνων και το υπήγαγε στις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για προσωπικό που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες με αυτό. Πρόκειται για επέκταση της 11
γενικής ρύθμισης, που εν προκειμένω είναι η χορήγηση της επίδικης προσαύξησης στους υπηρετούντες στο εξωτερικό αστυνομικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση με τον αιτούντα, μετά από τον παραμερισμό της ειδικής. Όμοια έκρινε και η ΣτΕ 3391/2005 υπό πενταμελή σύνθεση, που παρέπεμψε το επίμαχο ζήτημα στην επταμελή λόγω σπουδαιότητας. Συνεπώς, με την εφαρμογή της δημιουργικής λειτουργίας της αρχής της ισότητας, το ΣτΕ προέβη στην απόδοση ουσιαστικής δικαιοσύνης και στην άρση της αντισυνταγματικότητας που προκλήθηκε με την κανονιστική ρύθμιση. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι και η περίπτωση προσαύξησης επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων που αντιμετωπίστηκε αρχικά με την με αριθμό 3609/2009 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης. Εν προκειμένω, επρόκειτο για μόνιμο υπάλληλο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος ήταν διαζευγμένος και υπηρετούσε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα στο Γραφείο Ακολούθου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στα Τίρανα της Αλβανίας. Το Δικαστήριο, μετά τη συστηματική παράθεση ολόκληρου του πλέγματος των εφαρμοζόμενων διατάξεων, κατέληξε στην κρίση ότι υπάλληλοι όπως ο αναιρεσείων δικαιούνται σε απόληψη ολόκληρης της προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων, έστω και αν δεν έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους και δεν συγκατοικούν με αυτά, εφόσον, πάντως, είναι υπόχρεοι για τη διατροφή τους. Κατά την αιτιολόγηση της κρίσης του το Συμβούλιο θεώρησε ότι η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, που προβλέπει, σε περίπτωση διαζυγίου, τη χορήγηση του οικογενειακού επιδόματος μόνο στο γονέα που έχει την επιμέλεια των τέκνων και συγκατοικεί με αυτά, αντίκειται και προς την αρχή της ισότητας, αφού εισάγει, αδικαιολόγητα, δυσμενή διάκριση για τους διαζευγμένους γονείς έναντι των μη διαζευγμένων, δεδομένου ότι και στις δύο αυτές κατηγορίες γονέων υπάρχει, κατ αρχήν, από το νόμο, κοινή υποχρέωση αμφοτέρων των γονέων για τη διατροφή των τέκνων τους. Ειδικότερα, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος η προαναφερθείσα διάταξη αντιστρατεύεται και τους στόχους του άρθρου 21παρ.1 Σ. καθώς σε περίπτωση διαζυγίου εξακολουθούν να υφίσταται οικογενειακές σχέσεις άξιες προστασίας, δηλαδή αυτές των τέκνων με καθέναν από τους γονείς τους, και δε δικαιολογείται η εξαίρεση του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια των τέκνων και δε συγκατοικεί με αυτά από την λήψη του οικογενειακού 12
επιδόματος. Τη στιγμή μάλιστα που και αυτός ο γονέας έχει την υποχρέωση από το νόμο να διατρέφει τα τέκνα του (άρθρα 1485 επ. Αστικού Κώδικα). Άλλωστε, η εξαίρεση αυτή αντιστρατεύεται και το συμφέρον των τέκνων. Περαιτέρω, συνεκτιμήθηκε και η βούληση του νομοθέτη, ο οποίος σε μεταγενέστερο νόμο δεν περιέλαβε όμοια ρύθμιση, ενώ κατάργησε και την επίδικη διάταξη, ορίζοντας μάλιστα ότι οι διαζευγμένοι γονείς λαμβάνουν στο ακέραιο την οικογενειακή παροχή. Ως εκ τούτου, μετά από τον παραμερισμό της κριθείσας ως αντισυνταγματικής διάταξης προκρίθηκαν ως εφαρμοστέες οι λοιπές διατάξεις του ίδιου νομοθετήματος, σύμφωνα με τις οποίες οι διαζευγμένοι υπάλληλοι λαμβάνουν ολόκληρη την οικογενειακή παροχή, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προέβαιναν οι αντισυνταγματικές διατάξεις. Εν προκειμένω, προκρίνεται και πάλι η εφαρμογή της ευνοϊκής γενικής διάταξης, που προβλέπει τη χορήγηση της προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων και στους δύο γονείς, ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι την επιμέλεια των τέκνων τους και αν συγκατοικούν με αυτά. Ομοίως είχε κρίνει και η ΣτΕ 402/2009 που παρέπεμψε το ζήτημα στην ανωτέρω επταμελή σύνθεση, με μειοψηφία, όμως, ενός Συμβούλου και μίας Παρέδρου. Τελικά, η ολομέλεια, στην οποία παραπέμφθηκε το ζήτημα σύμφωνα με το άρθρο 100παρ.5 Σ., προέβη σε αντίθετη κρίση, όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω. Β. Αποφάσεις που κρίνουν κατά της επέκτασης χορήγησης επιδόματος Με την 4879/2012 απόφαση της ολομέλειάς του, στην οποία παραπέμφθηκε το ανωτέρω ζήτημα, το ΣτΕ κατέληξε ότι η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 12 του ν. 2470/1997 δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας. Κατά πρώτο λόγο, το Δικαστήριο έκρινε, ερμηνεύοντας τις επίμαχες διατάξεις, ότι η επίδικη ποσοστιαία προσαύξηση δεν αποτελεί ξεχωριστό επίδομα αλλά αύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής, που προβλέπεται από τις εν λόγω ειδικές διατάξεις και συνεπώς η προσαύξηση αυτή είναι διαφορετική από τη γενικώς ισχύουσα για το προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης οικογενειακή παροχή του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997. Εν συνεχεία, αναγόμενο στο σκοπό του νόμου, δηλαδή στο δικαιολογητικό λόγο χορήγησης της επίδικης προσαύξησης, που εν προκειμένω αποτελούσαν οι αυξημένες ανάγκες του γονέα στην αλλοδαπή, οι οποίες συντρέχουν όταν αυτός έχει την επιμέλεια των τέκνων του και συγκατοικεί με αυτά, απεφάνθη ότι 13
η διαφορετική μεταχείριση στην περίπτωση αυτή παρίσταται δικαιολογημένη. Πιο συγκεκριμένα, σημείωσε ότι η διάκριση στην οποία προβαίνει ο νόμος δεν στηρίζεται στη διαφοροποίηση της μεταχείρισης εγγάμων και διαζευγμένων γονέων, όπως είχε κρίνει η επταμελής σύνθεση, αλλά μόνο μεταξύ διαζευγμένων υπηρετούντων στην αλλοδαπή υπαλλήλων που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους και διαζευγμένων υπαλλήλων που υπηρετούν ομοίως στην αλλοδαπή, αλλά δεν έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, καθώς αυτά κατοικούν στην ημεδαπή με τον έχοντα την επιμέλεια έτερο γονέα τους. Τα κριτήρια αυτά (επιμέλεια των τέκνων, κατοικία) είναι γενικά και αντικειμενικά και συνεπώς δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση, ενόψει του δικαιολογητικού λόγου χορήγησης της προσαύξησης του επίμαχου επιδόματος. Ως προς το επίμαχο ζήτημα της αντίθεσης στην αρχή της ισότητας υπήρξε ισχυρή μειοψηφία 12 Συμβούλων που τάχθηκε υπέρ της άποψης που είχε υιοθετηθεί με την παραπεμπτική απόφαση. Δηλαδή σχεδόν τα μισά από τα μέλη του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο (12 σε σύνολο 27 Συμβούλων) υποστήριξαν την αντισυνταγματικότητα της επίδικης εξαιρετικής διάταξης και την εφαρμογή του ευνοϊκού γενικού κανόνα. Η επίμαχη, όμως, διάκριση του νόμου που αναδεικνύει η ολομέλεια και η οποία είναι διαφορετική από αυτή στην οποία προέβη η παραπεμπτική απόφαση φαίνεται πράγματι ορθότερη. Ειδικότερα, εν προκειμένω δεν πρόκειται για διάκριση μεταξύ διαζευγμένων και μη υπηρετούντων στο εξωτερικό γονέων, καθώς τα κριτήρια που θέτει ο νόμος αφορούν μόνο τους διαζευγμένους και συνίστανται στο αν αυτοί έχουν ή όχι την επιμέλεια των τέκνων τους σε συνδυασμό με την κατοικία των τέκνων στην ημεδαπή με τον άλλο γονέα. Συνεπώς, ο διαζευγμένος γονέας που υπηρετεί στο εξωτερικό και έχει την επιμέλεια των τέκνων του, ενώ αυτά διαμένουν μαζί του, πράγμα σύνηθες για το γονέα που έχει την επιμέλεια, δικαιούται την προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων. Και ναι μεν δεν αποτελεί, κατ αρχήν, προϋπόθεση χορήγησης της ειδικής προσαύξησης η συγκατοίκηση στην αλλοδαπή των τέκνων με τον δικαιούχο γονέα (βλ. σκέψη 8 της απόφασης), σε περίπτωση, όμως, που ο διαζευγμένος υπηρετών στην αλλοδαπή γονέας ούτε την επιμέλεια των τέκνων του έχει, ούτε συγκατοικεί με αυτά, τότε έχει κατά τεκμήριο τις συνήθεις υποχρεώσεις και την ίδια υποχρέωση διατροφής που θα είχε αν υπηρετούσε στην ημεδαπή. Συνεπώς, δε συντρέχει στην περίπτωση αυτή ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης της προσαύξησης του επιδόματος υπηρεσίας αλλοδαπής λόγω τέκνων, όπως ορθά έκρινε η ολομέλεια. 14
Παραμένει, όμως, το ζήτημα της αντίθεσης της επίδικης διάταξης στο άρθρο 21παρ.1 του Σ., στο οποίο η ολομέλεια απαντά αρνητικά καθώς υπολαμβάνει ότι το ειδικό αυτό επίδομα είναι άσχετο με την οικογενειακή παροχή του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997. Εν προκειμένω, υπήρξε μειοψηφία τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου τα οποία υποστήριξαν ότι η εν λόγω προσαύξηση του επιδόματος υπηρεσίας στην αλλοδαπή για κάθε ανήλικο τέκνο αποτελεί, απλώς, ειδική έκφανση προσαύξησης της οικογενειακής παροχής του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της φύσης της επίδικης παροχής, η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997, που προβλέπει, σε περίπτωση διαζυγίου, τη χορήγησή της μόνο στο γονέα που έχει την επιμέλεια των τέκνων και συγκατοικεί με αυτά, δε φαίνεται να αντιστρατεύεται τους στόχους του άρθρου 21 παρ. 1 του Σ., καθώς στην περίπτωση αυτή δε συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης της επίμαχης προσαύξησης κατά τα ανωτέρω. Παραπομπή από την επταμελή σύνθεση στην ολομέλεια, με τη ΣτΕ 792/2012 λόγω και της μείζονος σπουδαιότητας του τιθεμένου ζητήματος, έλαβε χώρα και στην περίπτωση που τέθηκε προς κρίση στο Δικαστήριο η επέκταση ή μη της μηνιαίας παροχής του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 3016/2002, γνωστού και ως επιδόματος των 176 ευρώ. Η απόφαση αυτή κατέστη ιδιαίτερα σημαντική λόγω και του όγκου των αγωγών που είχαν ασκηθεί για το επίδικο επίδομα 24. Με την ανωτέρω απόφαση καταδείχθηκε με ενάργεια η πρακτική της εκτελεστικής εξουσίας τα τελευταία χρόνια, η οποία χορηγούσε αλόγιστα παροχές και επιδόματα σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων, χωρίς να συντρέχουν πολλές φορές οι προϋποθέσεις του νόμου. Ειδικότερα, μέσα σε ενάμιση περίπου έτος, στο οποίο ίσχυσε η επίδικη διάταξη μέχρι την κατάργησή της με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 3205/2003 για το ενιαίο μισθολόγιο, κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 εκδόθηκαν περίπου 60 κοινές υπουργικές αποφάσεις, που χορηγούσαν την κρίσιμη παροχή σε ποικίλες κατηγορίες υπαλλήλων, χωρίς να γίνεται διάκριση ως προς τη φύση, το είδος και τις συνθήκες εργασίας τους. Η παροχή, λοιπόν, αυτή που 24 Βλ. σχετικά Προυσανίδης Α., Παρατηρήσεις στη ΣτΕ 792/2012, ΕΔΔΔΔ 2/2012, σ. 409-410. Χαρακτηριστικό είναι ότι, κατά τα προβαλλόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο, το ύψος του συνολικώς διεκδικούμενου ποσού ανερχόταν την 27.01.2009 σε τουλάχιστον 1.701.000.000 ευρώ 15
είχε θεσπιστεί ως επίδομα εξομάλυνσης περιορισμένων κατηγοριών χαμηλόμισθων υπαλλήλων, έτεινε να γίνει κανόνας λόγω της ευρείας χορήγησής της 25. Κατά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, η χορήγηση της επίδικης μισθολογικής παροχής σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, παρά τη μη συνδρομή των τασσόμενων από τις εξουσιοδοτικές διατάξεις προϋποθέσεων, δεν μπορεί να υποχρεώσει τη διοίκηση στην επέκταση της παράνομης αυτής πρακτικής και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων με επίκληση της αρχής της ισότητας. Το Δικαστήριο κατέληξε ορθά ότι δεν είναι δυνατή η επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας σε παράνομες πρόσθετες παροχές, αφού, κατά την πάγια νομολογία του 26, ισότητα στην παρανομία δεν νοείται. Άλλωστε, οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που έθετε το άρθρο 14 ν.3016/2002 για τη χορήγηση του επίδικου επιδόματος, καθώς λάμβαναν και πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Αντίθετα είχε κρίνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου κατά την οποία με τη χορήγηση της ανωτέρω παροχής, και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε μεγάλες και ανόμοιες μεταξύ τους κατηγορίες υπαλλήλων αδιακρίτως αν πρόκειται για χαμηλόμισθους ή όχι, εξέλιπε τελικώς ο βασικός λόγος (ενίσχυση χαμηλόμισθων υπαλλήλων) που θα δικαιολογούσε τη χορήγησή της σε συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες υπαλλήλων. Ως εκ τούτου, κατέστη κανόνας η χορήγησή της, σε όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, αφού η ειδική αυτή παροχή απέκτησε πλέον το χαρακτήρα επιδόματος που προσαυξάνει τους μισθούς όλων των προαναφερόμενων κατηγοριών. Το συμπέρασμα δε αυτό, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης περιέλαβε, με τα άρθρα 1 παρ. 13 του ν. 3029/2002, 2 παρ. 16 του ν. 3234/2004 και 2 του ν. 3513/2006, την επίδικη παροχή στις συντάξιμες αποδοχές όλων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των λοιπών ν.π.δ.δ., ανεξαρτήτως αν λαμβάνουν ή όχι την εν λόγω παροχή. Εν όψει αυτών, η κατ εξαίρεση μη χορήγησή της σε μερικές μόνο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, συνιστά άνιση μεταχείρισή τους έναντι των υπολοίπων κατηγοριών, στις οποίες αυτή είχε χορηγηθεί. Προς αποκατάσταση δε της διαταραχθείσας ισότητας θα πρέπει η εν 25 Βλ. Καϊδατζή Α., Αρμ 3/2013, σ. 572, καθώς και κρίση της 1342/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, όπως αυτή διαλαμβάνεται στο σκεπτικό της ΣτΕ 792/2012 και αναλυτικότερα σκέψη 4 της ΔΠρΠατρ 124/2011, δημοσίευση ΤΝΠ nomos 26 Βλ. σκέψη 6 της απόφασης 16
λόγω παροχή να χορηγηθεί σε όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα που δεν την έλαβαν και συνεπώς και στους εφεσίβλητους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα όσα έκρινε το Διοικητικό Εφετείο, η άνιση και αδικαιολόγητη δυσμενής αυτή μεταχείριση διατηρήθηκε και υπό την ισχύ του ν. 3205/2003, διότι ναι μεν με το άρθρο 28 παρ. 1 αυτού καταργήθηκαν από 1.1.2004 και εφεξής όλες οι εκδοθείσες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 κοινές υπουργικές αποφάσεις, ωστόσο, αφενός η παροχή αυτή διατηρήθηκε, με το άρθρο 24 παρ. 2 του παραπάνω νόμου, ως προσωπική διαφορά, σε όλους τους υπαλλήλους στους οποίους είχε χορηγηθεί με τις κοινές υπουργικές αποφάσεις και συνέχισε να καταβάλλεται σ αυτούς προσαυξάνοντας τις αποδοχές τους, αφετέρου με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3336/2005, η ίδια παροχή χορηγήθηκε και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες, στους υπαλλήλους των οποίων δινόταν η παροχή. Το επίδικο δε επίδομα, το οποίο έλαβε το χαρακτήρα γενικής μισθολογικής προσαύξησης, δεν μπορεί να συμψηφισθεί με τις πρόσθετες μισθολογικές παροχές που, όπως προέβαλε το Δημόσιο, λάμβαναν οι δικαστικοί υπάλληλοι, οι οποίες, κατά την κρίση του Εφετείου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης από αυτούς εργασίας. Οι σκέψεις, όμως, αυτές του Διοικητικού Εφετείου αποκρούστηκαν με την προαναφερόμενη ερμηνεία της αρχής της ισότητας από το Συμβούλιο, καθώς και με αναφορά στην ίδια την επίδικη διάταξη του άρθρου 14 του ν.3016/2002. Πιο συγκεκριμένα, στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου ορίζεται με σαφήνεια ότι αποκλείεται, εν πάση περιπτώσει, η χορήγηση της ανωτέρω μισθολογικής παροχής (των 176 ευρώ) σε υπαλλήλους στους οποίους καταβάλλονται «οποιουδήποτε είδους» πρόσθετες μισθολογικές παροχές που υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ, χωρίς καμία διάκριση ως προς το είδος και τις συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των υπαλλήλων. Άλλωστε, η συνταξιοδοτική διάταξη της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του ν.3029/2002, που επικαλείται το Εφετείο για να ενισχύσει την κρίση του, έπαυσε να ισχύει από 01.01.2004 και, ως εκ τούτου, είχε εφαρμογή μόνο για το έτος 2003. Στην ίδια κατεύθυνση με την επταμελή σύνθεση κινήθηκε και η ολομέλεια του Δικαστηρίου με την με αριθμό 95/2013 απόφασή της. Ειδικότερα, ως προς το επίμαχο ζήτημα η ολομέλεια απεφάνθη ως εξής: 17
«..από την συνταγματική αρχή της ισότητας δεν απέρρεε, πάντως, υποχρέωση της Διοικήσεως να επεκτείνει την χορήγηση στους δικαστικούς υπαλλήλους της επίμαχης παροχής, η οποία, σύμφωνα με την εξουσιοδοτική διάταξη, παρέχεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μη εξομοιούμενη με μισθό, ανεξαρτήτως αν η παροχή αυτή χορηγείται παρανόμως σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη συνταγματική αυτή αρχή δικαίωμα των διοικουμένων και αντίστοιχη υποχρέωση της Διοικήσεως για την επέκταση μη νόμιμης δράσεως της Διοικήσεως, αδιαφόρως αν αυτή ασκείται με ατομικές ή κανονιστικές πράξεις..». Με την απόφαση αυτή της ολομέλειας λύθηκε οριστικά το ζήτημα της επέκτασης ή μη του επιδόματος των 176 ευρώ στην επίδικη περίπτωση των δικαστικών υπαλλήλων. Χαρακτηριστικό της απόφασης αυτής, στην οποία δεν υπήρξε μειοψηφία, είναι η λακωνικότητα με την οποία θεμελιώνεται η συμφωνία με την αρχή της ισότητας της μη καταβολής του επίδικου επιδόματος στους αναιρεσίβλητους. Ειδικότερα, αυτό που αποτυπώνεται ως αυτονόητο με την παρούσα απόφαση (και είναι άλλωστε), δηλαδή η μη θεμελίωση στη συνταγματική αυτή αρχή δικαιώματος των διοικουμένων και αντίστοιχης υποχρέωσης της Διοίκησης για την επέκταση της μη νόμιμης δράσης της, αναλύθηκε πολύ περισσότερο με την παραπεμπτική. Την κρίση μάλιστα αυτή, στην οποία κατέληξε η ολομέλεια, είχαν εκφράσει προηγουμένως και κάποια διοικητικά πρωτοδικεία με παρόμοιο σκεπτικό σχετικά με τη μη χορήγηση του επιδόματος στους δικαστικούς υπαλλήλους 27. Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, και η συγκλίνουσα γνώμη τεσσάρων Συμβούλων, οι οποίο υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί γιατί η επίμαχη παροχή δεν είχε αποκτήσει το χαρακτήρα επιδόματος που προσαυξάνει το μισθό όλων των δημοσίων υπαλλήλων. Η γνώμη αυτή εκφράζει ενδεχομένως και την ανάγκη αποτύπωσης στην απόφαση της ολομέλειας της ανωτέρω άποψης κάποιων μελών του ΣτΕ, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τα όσα είχαν γίνει δεκτά από κάποιες αποφάσεις τμημάτων του Αρείου Πάγου, χωρίς βέβαια να λείπουν και αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου που συντάσσονται με τα όσα δέχτηκε η εν λόγω ολομέλεια 28. 27 Βλ. ενδεικτικά για την περίπτωση των δικαστικών υπαλλήλων ΔΠρΧαν 75/2010, ΔΠρΠατρ 124/2011 και ΔΠρΡ 545/2009, για το προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων, δημοσίευση ΤΝΠ nomos 28 Βλ. αναλυτικότερα σκέψη 9 της ΣτΕ 95/2013 18
IV. Η ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Κυρίαρχο μοχλό για την κατάστρωση του δικανικού συλλογισμού στις ανωτέρω αποφάσεις αποτέλεσε η αναζήτηση του σκοπού χορήγησης του επιδόματος του οποίου ζητείται η επέκταση. Η αναζήτηση αυτή περνάει συνήθως μέσα από την αιτιολογική έκθεση του νόμου και μέσω της τελολογικής ερμηνείας αποβλέπει στον καθορισμό του συνόλου των λόγων που δικαιολογούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη ρύθμιση του νόμου ως τμήμα του συνόλου του δικαιϊκού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται και η σημασία της συστηματικής ερμηνείας στην οποία, επίσης, προσφεύγει επανειλημμένως το Δικαστήριο αναζητώντας τη ratio του κανόνα δικαίου 29. Καταλυτική, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, καταδεικνύεται η διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι αιτούντες σε σύγκριση με την κατηγορία των υπαλλήλων στην οποία χορηγείται το επίδομα. Η διάγνωση της ουσιώδους ομοιότητας των συνθηκών (βιοτικών, οικονομικών ή άλλων), αποτελεί και τον προθάλαμο για την επέκταση της χορήγησης των επιδομάτων. Ειδικότερα, προκειμένου να τεκμηριωθεί ότι είναι αυθαίρετη η νομοθετική επιλογή να μην συμπεριληφθούν σε μια κατηγορία περιπτώσεων ή προσώπων και άλλες περιπτώσεις, που είναι όμοιες προς τις ρυθμιζόμενες, ακολουθείται μία διαδικασία δύο αλληλένδετων σταδίων. Συγκεκριμένα, εντοπίζονται αφενός τα επίμαχα κριτήρια ομοιότητας και, αφετέρου, εξετάζεται κατά πόσο συντρέχουν λόγοι γενικού συμφέροντος που δικαιολογούν τη διαφορετική νομοθετική αντιμετώπιση περιπτώσεων που μπορούν να υπαχθούν στην ίδια κατηγορία 30. Η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης 31. 29 Βλ. Σπυρόπουλο Φ., Η Ερμηνεία του Συντάγματος, Εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου;, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 1999, σ.77, ως προς τα συμπεράσματα που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο βλέπε ΣτΕ 992/2004, 4879/2012, 792/2012, ανωτέρω υπό III 30 Βλ. Κοντιάδη Ξ., ΔτΑ 45/2010, σ.237, ως προς το ζήτημα αυτό βλ. και ΣτΕ 992/2004 και 3609/2009, ανωτέρω υπό III A 31 Βλ. σχετικά ΣτΕ 4879/2012 ανωτέρω υπό III Β 19
Αυτή, άλλωστε, είναι και η λειτουργία της αρχής της ισότητας. Το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής έχει την έννοια της εξομοίωσης των προσώπων που βρίσκονται σε όμοιες συνθήκες. Ο δικαστικός έλεγχος, όμως, του σεβασμού του κανονιστικού της περιεχομένου από το νομοθέτη ή την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση είναι έλεγχος ορίων. Κρίσιμο, συνεπώς, είναι να αποτυπώνεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού ότι ο νόμος προέβη σε προδήλως ανόμοια μεταχείριση περιπτώσεων ή προσώπων που τελούν σε ουσιωδώς όμοιες συνθήκες. Προκειμένου να διαπιστωθεί παραβίαση της αρχής δεν αρκεί η απλώς ανόμοια καθ υποκειμενική κρίση αντιμετώπιση περιπτώσεων ή προσώπων που τελούν σε σχετικά όμοιες συνθήκες 32. Κριτήριο, επίσης, για την επίλυση των ερμηνευτικών ζητημάτων από το Δικαστήριο πρέπει να αποτελεί η δύναμη της πειθούς της απόφασης, η οποία περνάει μέσα από την αιτιολογία της. Η κρίση που εκφέρει ο δικαστής, η οποία δεν υπόκειται σε έλεγχο άλλου πολιτειακού οργάνου, επιβάλλεται να είναι απολύτως πειστική 33. Τα μοναδικά όπλα της πειθούς είναι η γνώση, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα και η ουσιαστική ορθότητά της 34, δηλαδή η ορθότητα των συνεπειών που θα επιφέρει στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις δεν μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστες από την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία εκδίδονται και μέρος της οποία αποτελούν. Στη σύγχρονη μεθοδολογία του δικαίου αποτελεί ολοένα και περισσότερο σημείο συμφωνίας ότι στην πρόκριση μιας λύσης έναντι της άλλης επιτρέπεται να εκτιμώνται από πριν οι συνέπειες της απόφασης. Από την εκ των προτέρων αποτίμηση των εννόμων συνεπειών που θα επιφέρει η εκάστοτε νομική ερμηνεία, μπορούν να αντληθούν επιχειρήματα ουσιαστικής ορθότητας. Η δυνατότητα βέβαια αυτή δεν είναι απεριόριστη, καθώς ο ερμηνευτής πρέπει να αντλεί τα επιχειρήματα της εκάστοτε αξιολόγησης κατ αρχήν από τις διατάξεις και τις γενικές αρχές και όχι από το προσωπικό του κοσμοείδωλο. Οι συνέπειες, λοιπόν, που επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη εκ των προτέρων είναι κυρίως οι κοινωνικές επιπτώσεις που καλύπτονται από τις έννομες συνέπειες και όχι οποιαδήποτε αποτελέσματα 32 Βλ. Κοντιάδη Ξ., ο.π. 33 Βλ. Βροντακη Μ., Αρμ 2011, σ.1628 34 Βλ. Σπυρόπουλο Φ., ο.π., σ.6 20
πραγματικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εκ των προτέρων συνεκτίμησης των συνεπειών της απόφασης αποτελεί ο έλεγχος του κατά πόσο μια ρύθμιση εμπεριέχει έμμεση διάκριση σε βάρος κάποιων κατηγοριών προσώπων, ιδίως σχετικά με πρόσθετες εργασιακές ή ασφαλιστικές παροχές από εργοδότη, οπότε σε καταφατική περίπτωση η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να προσβάλλει την αρχή της ισότητας 35. Κατά τον R. Posner: «οι δικαστές της ηπειρωτικής Ευρώπης τείνουν να είναι γραφειοκράτες, ως δικαστές καριέρας, καθώς οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι συγκεντρωτικές. Δεν είναι τόσο πραγματιστές όπως οι Αμερικάνοι ή οι Άγγλοι δικαστές, είναι πιο φορμαλιστές» 36. Παρόλα αυτά, όμως, το ΣτΕ κατά την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στον τομέα των επιδομάτων φαίνεται να προβαίνει σε κρίσεις που ενέχουν στοιχεία πραγματιστικά, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες των αποφάσεών του. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να καταδεικνύεται από τον περιορισμένο αριθμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες προχωράει σε κρίση υπέρ της επέκτασης των επιδομάτων. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ακόμα και οι δικαστές στην Αμερική ξέρουν ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν πολύ 37, παραβλέποντας τη βούληση του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη. Πόσο μάλλον στη χώρα μας που η εν λόγω απαίτηση αποτελεί και καθήκον συνταγματικής περιωπής σύμφωνα με το οποίο οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους 38. V. Η ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ Το δημοκρατικό κράτος δικαίου δεν αρκείται σε λήψη αποφάσεων των κρατικών οργάνων απλώς και μόνο με την τήρηση κάποιων διαδικασιών. Πρέπει επιπλέον οι αποφάσεις αυτές να αιτιολογούνται τόσο ως προς τη συμφωνία τους με το νόμο, όσο και ως προς την ουσιαστική τους ορθότητα. Οι δικαστές μάλιστα έχουν συνταγματικό καθήκον να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους με τρόπο ειδικό και εμπεριστατωμένο, η 35 Βλ. Σταμάτη Κ., Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1997, σ.291 επ. 36 Βλ. Posner R., How Judges Think, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts, London, England 2008, σ. 263-264 37 Βλ. Posner R., ο.π., σ.375 38 Βλ. άρθρο 87παρ.2 Σ. 21
δε γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά 39. Με τον τρόπο αυτό, σε συνδυασμό και με την υποχρέωση για δημόσια απαγγελία των δικαστικών αποφάσεων, καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της ορθότητάς τους. Τα εύστοχα επιχειρήματα, στα οποία δεν ανήκει η επίκληση των προτιμήσεων της πλειοψηφίας, ενώ ανήκουν όσα αναδεικνύουν την επιλεγόμενη λύση ηθικοπολιτικά αποδεκτή, υπερκαλύπτουν την ανευθυνότητα των δικαστών απέναντι στο εκλογικό σώμα, δεδομένου ότι στηρίζουν μία λύση που όλοι, εφόσον είναι καλόπιστοι, δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ότι οφείλουν να δεχτούν 40. Ο δικαστής, ακόμη και στις ερμηνευτικώς δυσχερείς περιπτώσεις, οφείλει να προβαίνει στην καλύτερη δυνατή αιτιολόγηση, σεβόμενος την κανονιστική ακεραιότητα της έννομης τάξης και τις μεθόδους θεμελίωσης των νομικών κρίσεων 41. Άλλωστε η πλημμέλεια της αιτιολογίας αποτελεί και λόγο που άγει τις αποφάσεις των κατωτέρων δικαστηρίων στον έλεγχο του ανωτάτου δικαστηρίου του εκάστοτε αρμόδιου κλάδου της δικαιοσύνης. Όπως, μάλιστα, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Ανδρουλάκης: «Μόνη η αιτιολογία, δηλαδή η «δείξη» και εξήγηση «στους άλλους», δεν φτάνει για την ολοκλήρωση πραγματικής απόδειξης. Χρειάζεται και η πιστοποίηση από «τους άλλους», ότι μπορούν όντως «να δουν» αυτό που τους αποδείχτηκε, ότι δηλαδή δεν μπορούν να έχουν γι αυτό λογικά ή εμπειρικά στηριγμένη αντίρρηση ή αμφιβολία (reasonable doubt) Το έργο της υπό συζήτηση κρίσιμης πιστοποίησης συντελείται πρωτευόντως με τη θεσμοθέτηση-καθίδρυση ενός αντιπροσωπευτικού, τελευταίου και οριστικού ελέγχου, που δεν είναι άλλος από τον αναιρετικό» 42. VI. ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ Το θεσμικό καθήκον των δικαστηρίων για την αιτιολόγηση των αποφάσεών τους, αποτελεί και το κριτήριο που επιτρέπει την οριοθέτηση του δικαιϊκού από τον καθαρά πολιτικό χώρο 43. Ωστόσο, η σύνδεση του δικαίου με την πολιτική είναι αναπόδραστη. Στο δικαστή εναπόκειται κατά κύριο λόγο, ως έναν από τους εγγυητές της τήρησης 39 Βλ. άρθρο 93παρ.3 Σ. 40 Βλ. Σούρλας Π., Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα Κομοτηνή 1989, σ.190-191 41 Βλ. Σταμάτη Κ., Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, σ. 260 42 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Αιτιολογία και αναιρετικός έλεγχος ως συστατικά της ποινικής απόδειξης, Εκδόσεις Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ Αθήνα 1998, σ.14 43 Βλ. Σούρλας Π., Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, σ.193 22