Όνειρο στο κύμα Το έργο (γενικά) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Ανήκει στα «αυτοβιογραφικά» διηγήματα του Π. και σε εκείνα της ωριμότητάς του. Προφανώς, έχουμε να κάνουμε με αναμνήσεις του συντάκτη, που αναφέρονται είτε στα παιδικά του χρόνια στη Σκιάθο είτε στη ζωή στην Αθήνα, και το αφηγηματικό κείμενο αποτελεί σημαντική βιογραφική πηγή (βλ. και παρακάτω). -Θεωρείται ερωτικό, επειδή η υπόθεση πλέκεται γύρω από την εξαίσια ομορφιά του γυμνού κορμιού ενός κοριτσιού και από την ερωτική επιθυμία ενός νεαρού βοσκού. -Στην πρώτη ενότητα (προλογική) και στην τελευταία (επιλογική) υπάρχει στοχαστικός χαρακτήρας: εκφράζονται απόψεις για τη γυναίκα, τη μόρφωση, την κοσμική, μοναστική και φυσική ζωή, κάτω από το πρίσμα της σωτηρίας της ψυχής. -Διακρίνεται η θρησκευτικότητα του συγγραφέα και η φυσιολατρία του. -Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα εξιδανικευμένο φυσικό περιβάλλον (αρκαδισμός) και σε κλίμα ποιμενικό/βουκολικό (βλ. ποιμενικό ειδύλλιο). -Διακρίνεται έντονος λυρισμός. -Το κοινωνικό πλαίσιο: α) του αστικού κέντρου με την οργάνωση και τους περιορισμούς που αυτή επιφέρει, β) της «φυσικής» ζωής της υπαίθρου, όπου οι άνθρωποι βιώνουν την ελευθερία στη φύση, ασχολούμενοι με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. -Ο κοινωνικός προβληματισμός: Ο συγγραφέας στηλιτεύει την κοινωνική ανισότητα και αδικία, τη διάκριση φτωχών και πλουσίων, τη διαφθορά της εξουσίας (βλ. αγροφύλακες). Από τη μια, οι φτωχοί αγρότες ( ), από την άλλη, ο κυρ Μόσχος μέσα στο απέραντο κτήμα του, σε θέση βασιλιά, απομονωμένος και ασφαλής στον πύργο του (.) (σελ.163-4-5). Επίσης, υπογραμμίζει την αντίθεση μεταξύ ευτυχίας στη φύση και δυστυχίας στο αστικό περιβάλλον, όπου οι οργανωμένες μορφές κοινωνικής ανάπτυξης συντελούν στην έκπτωση του ανθρώπου από την αγνότητα και την ελευθερία στην αμαρτία και την ταπείνωση. -«Πρόθεση του συγγραφέα: να προβάλει την υπεροχή της απλής, ελεύθερης και όμορφης ζωής κοντά στη φύση, όπου μπορεί κανείς να βρει τη σωτηρία, έναντι της αποπνικτικής ζωής του κόσμου, όπου δεν υπάρχει λύτρωση. Ταυτόχρονα, να εξιδανικεύσει τον έρωτα μέσα στο πλαίσιο της ομορφιάς της φύσης».
- Ο τίτλος προέρχεται από την τέταρτη ενότητα, όπου ο νέος μαγεμένος από την ομορφιά της λουόμενης κόρης διαπιστώνει πως ήταν «όνειρον επιπλέον εις το κύμα». Υπάρχει βέβαια η πολυσημία της λέξης όνειρο. Ο Τζιόβας θεωρεί ότι «ο Παπαδιαμάντης βάζει τη λέξη όνειρο γιατί πιστεύει ότι η αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως η σύγκρουση ανάμεσα στη ελεύθερη εκδήλωση της σεξουαλικότητας και την καταστολή της. Η επιθυμία μπορεί να εκφραστεί ως όνειρο, αλλά να μην μπορεί να εκπληρωθεί. Από αυτή την πλευρά, ίσως να παρουσιάζει ενδιαφέρον και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας, όταν αναφέρεται στο χώρο «όλα εκείνα ήσαν δικά μου» σε αντιδιαστολή με το περιτειχισμένο κτήμα του κυρίου Μόσχου. Το περιτειχισμένο κτήμα πιθανώς να συμβολίζει το απαγορευμένο, το ανέγγιχτο, το απόρθητο, που μεταφορικά μπορεί να αντιπροσωπεύει το γυναικείο σώμα και την ατελέσφορη σεξουαλική ορμή». (βλ. και σχολ. βιβλ. σελ. 346-347) -Το σχοινίασμα της Μοσχούλας είναι συμβολικό. Ο αφηγητής ταυτίζεται με την κατσίκα του μέσα από το σύμβολο του σχοινιού, το οποίο δρα λειτουργικά δηλώνοντας: α) τη στέρηση της ελευθερίας και της ζωής της κατσίκας, ταυτόχρονα όμως και β) τον περιορισμό της ερωτικής επιθυμίας του εφήβου, το στραγγάλισμα της ερωτικής φαντασίωσης, γ) την αυστηρά οριοθετημένη και εξαρτημένη επαγγελματική του δράση. «Το σκοινί είναι αυτό που τον πνίγει, όπως εκείνο της αίγας του. Είναι αυτό που περιορίζει τις κινήσεις του και του στερεί την ελευθερία, όπως εκείνο του σκύλου της παραβολής. Είναι εκείνο που τελικά χάραξε τα όρια του τωρινού κόσμου του, όπως το σκοινί με το οποίο μετράνε και οριοθετούν τα χωράφια και τα οικόπεδα». Το σχοινίασμα της κατσίκας οδήγησε την ίδια στον πνιγμό και τον ήρωα στο αποπνικτικό και αφόρητο παρόν του. Και οι δύο «πνίγηκαν». Α. Ο Αφηγητής Αφηγηματικά στοιχεία 1. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, συμμετέχει στα δρώμενα ως πρωταγωνιστής (=αυτοδιηγητικός) και αφηγείται τα γεγονότα σε α πρόσωπο («ήμην»), που δίνει στην αφήγηση εξομολογητικό και προσωπικό τόνο. Η εστίαση είναι εσωτερική και ο αφηγητής συμμετέχει στα δρώμενα με διπλή οπτική γωνία: με τη διπλή ιδιότητα του έφηβου βοσκού-πρωταγωνιστή της ιστορίας, δηλαδή του «εγώ» που βιώνει τα γεγονότα, και του αφηγητή-προλύτη, του «εγώ» που τα αφηγείται και που δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοσή τους, αλλά διακόπτει την αφήγηση, σχολιάζει ένα γεγονός ή εκθέτει τη γνώμη του, σχολιάζει δηλαδή το παρελθόν ως ανάμνηση του βιώματός του, του οποίου οι προεκτάσεις τον απασχολούν ως και τη στιγμή της αφήγησης. Έτσι το «όνειρο στο κύμα» δεν αποτελεί απλώς εξιστόρηση ενός επεισοδίου της εφηβικής ηλικίας του αφηγητή. Η ιστορία του βοσκού και της Μοσχούλας γίνεται αφορμή για στοχασμούς που εκτείνονται στο σύνολο της προσωπικής ζωής του αφηγητή, αλλά και πέραν αυτής σε διαλογισμούς για τη ζωή γενικά.
Ο συγγραφέας κλείνει το κείμενο σε εισαγωγικά και υπογράφει στο τέλος του διηγήματος: «(Δια την αντιγραφήν) Α. Παπαδιαμάντης»*. Με αυτόν τον τρόπο, τυπικά φαίνεται να δηλώνει, ρητά και ενυπόγραφα, ότι ο ίδιος μεταφέρει πιστά και αυτολεξεί στο διήγημα την αφήγηση κάποιου άλλου, την ιστορία που άκουσε από κάποιον άλλο, την αφήγηση των γεγονότων που βίωσε κάποιος άλλος. Κρύβει έντεχνα το δικό του πρόσωπο πίσω από κάποιο άλλο πλαστό, που αφηγείται την ιστορία του (=πλαστοπροσωπία ή συγγραφικός δόλος). Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας υπογράφοντας αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Η πλαστοπροσωπία πάντως διευκολύνει τους συγγραφείς να υπερβαίνουν τα όρια της αυτοβιογραφίας και των απομνημονευμάτων και να εκφράζονται πιο ελεύθερα. [*Ο συγγραφέας βεβαιώνει την πιστότητα της μεταφοράς των λόγων του αφηγητή θέτοντας την υπογραφή του κάτω από τη γραφειοκρατική φράση «Δια την αντιγραφήν», σαν να είναι και αυτός υπάλληλος σε γραφείο, όπως ακριβώς ο αφηγητής] 2. Στην πραγματικότητα, το διήγημα κατατάσσεται στα «αυτοβιογραφικά» του Παπαδιαμάντη, καθώς έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο αφηγητής ως πρωταγωνιστής συμμετέχει στα δρώμενα, ο ήρωας φέρει τις αξίες και την παιδεία του συγγραφέα, ο τόπος είναι η Σκιάθος και η Αθήνα, μέρη στα οποία γεννήθηκε και έζησε ο συγγραφέας. Ειδικότερα, ο ήρωας-αφηγητής έχει την ίδια πνευματική και ηθική συγκρότηση, την ίδια θρησκευτική παιδεία (βλ. τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της εκπαίδευσής του) με το συγγραφέα, ο οποίος μεγάλωσε κοντά στον ιερέα πατέρα του, διετέλεσε ψάλτης και ήταν γενικά θρησκευόμενος. Η γνώση του συγγραφέα για το φυσικό περιβάλλον, ιδιαίτερα το θαλάσσιο, η γνώση των αγροτικών και ποιμενικών εργασιών, καθώς ήταν μεγαλωμένος στη Σκιάθο, ταυτίζεται με την αντίστοιχη γνώση του αφηγητή. Τέλος, ο Παπαδιαμάντης ασφυκτιούσε στο περιβάλλον της Αθήνας και αναπολούσε τη φυσική ζωή του νησιού του, όπως ακριβώς και ο αφηγητής. (βλ. και ενίσχυση της πειστικότητας του αφηγητή εξαιτίας των παραπάνω στοιχείων). Όλα αυτά δείχνουν ότι μάλλον υπάρχει κάποια ταυτοπροσωπία/ταύτιση συγγραφέα και αφηγητή, ότι το διήγημα έχει αντληθεί από τα βιώματα του συγγραφέα, «χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι έχουμε κατάθεση ενός καθ ολοκληρίαν προσωπικού και πραγματικού γεγονότος» (βλ.σελ.159, σχολ. βιβλίο). 3. Για ενίσχυση, όμως, της πλαστοπροσωπίας γίνεται παραποίηση κάποιων στοιχείων ταυτότητας. Πιο συγκεκριμένα: α) ο αφηγητής λέει: «Δεκαοκτώ ετών και δεν ήξευρα ακόμη άλφα», όμως ο συγγραφέας στην αυτοβιογραφία του δηλώνει: «Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863», δηλαδή στα δεκατρία του, β) ο συγγραφέας δε φοίτησε σε καμιά ιερατική σχολή ούτε «εξήλθε δικηγόρος», αλλά φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή, και γ) δεν ήταν «οιονεί αυλικός εις το γραφείον επιφανούς δικηγόρου και πολιτευτού». 4. Η αφήγηση έχει πειστικότητα και αληθοφάνεια ως προς την περιγραφή της φύσης και της ποιμενικής ζωής, καθώς και στα σημεία που αναφέρεται στην αστική κοινωνία και τις συνήθειές της, γιατί πηγάζει από γνήσιες βιωματικές καταστάσεις του συγγραφέα (βλ. και βιωματικότητα). Άλλωστε εκεί υπάρχουν στοιχεία ρεαλισμού που συνάδουν με την αλήθεια.
Το ειδύλλιο όμως φαίνεται να είναι γέννημα ποιητικής φαντασίας και ρομαντισμού, που στερούν αρκετά από την αληθοφάνεια του έργου. Τα ρομαντικά στοιχεία, όπως η αγνότητα, η μαγεία, το ονειρικό στοιχείο, η εξιδανίκευση της φύσης και του έρωτα, τα απίθανα απρόοπτα απομακρύνουν το έργο από την πραγματικότητα. Αν και ο αφηγητής είναι πειστικός όταν αναφέρεται στα συναισθήματά του ως εφήβου, εκείνα τα πρωτογενή συναισθήματα που του προκάλεσε η γνωριμία της Μοσχούλας και η συνάντηση-επαφή στη νυχτερινή σκηνή της θάλασσας, ωστόσο φαντάζει υπερβολή αυτή η «ερωτική» εμπειρία να σημάδεψε τον αφηγητή σε τέτοιο βαθμό. Άλλωστε, η αφήγηση γίνεται λιγότερο πειστική και από το γεγονός ότι ο ήρωας και το σκέφτεται (σελ. 172, 173) και τελικά πέφτει στη θάλασσα με τα βαριά του ρούχα και, ιδίως, τη χονδρή «περισκελίδα». Αυτό δείχνει ότι αφηγητής ή αγνοεί τελείως τις απαιτήσεις της κολύμβησης, οπότε και η σκηνή όπου εμφανίζεται να κολυμπάει είναι πλαστή, ή είναι φτιαγμένη για τις ανάγκες του μύθου και, στη συνέχεια, προοικονομεί τη σωτηρία της κόρης, πάλι πέρα από κάθε αληθοφάνεια. Γι αυτό λέει: «πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην εις την θάλασσαν», σελ. 176. Βέβαια λίγο πριν είχε δηλώσει ότι ήταν αδύνατο να καλύψει κανείς κολυμπώντας «όλον εκείνο το διάστημα ως ημίθεος μιλίου» με τα βαριά ρούχα του βοσκού και τη χονδρή περισκελίδα, πόσω μάλλον να σώσει και άνθρωπο μισοπνιγμένο. Και οπωσδήποτε γίνεται κατάδηλη η αγωνιώδης προσπάθεια του αφηγητή να διασώσει τα προσχήματα της σεμνοτυφίας. Διότι, αν στη γυμνότητα της κόρης προστίθετο και η γυμνότητα του εφήβου, η σκηνή θα πλησίαζε προς τους «κυνέρωτας» και θα έπαυε να λειτουργεί ως «αιθέριος επαφή». Έτσι η πειστικότητα θυσιάστηκε προς χάρη της σκοπιμότητας σε κάποια σημεία της αφήγησης. Το ότι το ειδύλλιο είναι δημιούργημα της ποιητικής φαντασίας φαίνεται και από άλλα στοιχεία, όπως η απορία της Μοσχούλας «βοσκός και να μην έχει σουραύλι!», μολονότι το σουραύλι θεωρούνταν απαραίτητο εξάρτημα του βοσκού, σύμφωνα με τα βουκολικά ποιητικά πρότυπα. Β. Ο Αφηγηματικός χρόνος 1. Όλο το διήγημα αποτελεί αναδρομική αφήγηση του ώριμου αφηγητή (=μια αναδρομή στο παρελθόν που κάνει ο αφηγητής από την οπτική γωνία της ώριμης ηλικίας του). Έτσι ο χρόνος της αφήγησης/ο αφηγηματικός χρόνος είναι το «παρόν», το «τώρα» του ώριμου, καλλιεργημένου πνευματικά άνδρα/αφηγητή, ενώ ο χρόνος της ιστορίας/των γεγονότων* είναι το παρελθόν, το «τότε» του δεκαοκτάχρονου εφήβου. [*που μας μεταφέρονται με εισαγωγικά, ώστε να δειχθεί ότι μεταφέρεται αυτολεξεί η αφήγηση ενός άλλου] 2. Στην κύρια αναδρομική αφήγηση εγκιβωτίζονται: α) η ιστορία του πατέρα Σισώη (=αναδρομή στο παρελθόν του) και β) η ιστορία του κυρ Μόσχου (=αναδρομική αφήγηση που μας πληροφορεί ικανοποιητικά για το παρελθόν του). Πρόκειται για δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις. 3. Ειδικότερα, η εγκιβωτισμένη αφήγηση που αναφέρεται στον πατέρα Σισώη φωτίζει την πορεία του αφηγητή ως το παρόν, πώς έφτασε δηλαδή να γίνει ένας
δυστυχισμένος δικηγόρος στην Αθήνα. Εξάλλου, η ιστορία του Σισώη και του νεαρού βοσκού έχουν αναλογίες. Και οι δύο βίωναν μια αρχική κατάσταση ευδαιμονίας: ο μεν Σισώης βίωνε θρησκευτική και αγνή ζωή ως μοναχός και διάκονος, ο δε βοσκός διήγε αγνό βίο στη φύση. Στη συνέχεια και οι δύο αμαρτάνουν: ο Σισώης παντρεύεται μια Τουρκοπούλα, ο βοσκός υποκύπτει στο γυναικείο πειρασμό, στη θέα της γυμνής κόρης. Όμως, στο τέλος, ο Σισώης μετανοεί και επιλέγει τη ζωή του μοναχού, φτάνοντας στη λύτρωση. Αντίθετα, ο βοσκός δεν επιλέγει τη μετάνοια και τη λύτρωση, αλλά τη ζωή στο άστυ, επιλογή που την πληρώνει με τη δυστυχία για την υπόλοιπη ζωή του. 4. Με την εγκιβωτισμένη αφήγηση που αναφέρεται στον κυρ Μόσχο και περιγράφει εκτενώς το κτήμα του ο συγγραφέας θέλει να στηλιτεύσει την κοινωνική ανισότητα και αδικία, τη διάκριση φτωχών και πλουσίων. Από τη μια, οι φτωχοί αγρότες ( ), από την άλλη, ο κυρ Μόσχος μέσα στο απέραντο κτήμα του, σε θέση βασιλιά, απομονωμένος και ασφαλής στον πύργο του, εκπροσωπεί τον πολιτισμό και την τάξη των αρχόντων (.) (σελ.163-4-5). Ακόμη, αυτή η εξέχουσα οικονομική και κοινωνική θέση του καθιστά ακόμη πιο μακρινό, πιο ανέφικτο το πλησίασμα της Μοσχούλας. Άλλωστε και η ομωνυμία Μόσχου-Μοσχούλας* δηλώνει τη σχέση τους όσον αφορά το συμβολισμό τους, ότι δηλ. και η Μοσχούλα-πέρα από την εξιδανικευμένη ομορφιά της-ανήκει σ αυτόν τον αλλοτριωμένο κόσμο, ζει στο απομονωμένο της βασίλειο, χωρίς ελευθερία και γεμάτη φόβους. [*πέρα από την εθιμοτυπία των κλειστών κοινωνιών, όπου η γυναίκα έπαιρνε το όνομα του άντρα, η κόρη του πατέρα κ.ά.] 5. Επίσης, η αναφορά (σελ. 170) στην κλοπή του επίχρυσου κουδουνιού και του περιλαίμιου της κατσίκας αποτελεί μια μικρή αναδρομική αφήγηση. 6. Σε όλο το κείμενο παρουσιάζονται ελλείψεις/αφηγηματικά κενά: Α) σελ.162: Αφηγηματικό κενό παρουσιάζεται στη μετάβαση από τη λήξη των σπουδών του αφηγητή στο επαγγελματικό παρόν, καθώς κάποια γεγονότα παραλείπονται («..εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα.»), ενώ οι σπουδές του παρουσιάζονται συνοπτικά (σύνοψη του χρόνου). Β) σελ.166: Με την αφηγηματική φράση «Μίαν ημέραν», που μοιάζει με αρχή παραμυθιού, αρχίζει το τμήμα της αφήγησης της πρώτης επικοινωνίας των δύο νέων, ενώ η φράση «Μίαν άλλην ημέραν» είναι η αρχή της αφήγησης της δεύτερης συνάντησής τους. Πριν από τα παραπάνω δύο αφηγηματικά τμήματα υπάρχουν αφηγηματικά κενά. Γ) σελ. 168: Πριν από την αρχή της ενότητας που αρχίζει με την αφηγηματική φράση «Μίαν εσπέραν», υπάρχει κάποιο αφηγηματικό κενό. Δ) σελ. 178: Στην 1 η και 3 η μικρή παράγραφο παρατηρείται σύνοψη χρόνου, καθώς ένα μεγάλο χρονικό διάστημα συμπυκνώνεται με σύντομη αφήγηση. 7. Προσημάνσεις(=προειδοποιήσεις του αναγνώστη)/ στοιχεία προοικονομίας: Α) σελ. 161: Η φράση «Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν» προϊδεάζει τον αναγνώστη για το ότι ο αφηγητής δε θα νιώσει άλλη φορά στο μέλλον ευτυχισμένος, καθώς η τελευταία φορά που ήταν ευτυχισμένος ήταν «το θέρος του 187». Έτσι ο αφηγητής κινεί την περιέργειά μας και προοικονομεί την ιστορία που θα ακολουθήσει.
Β) σελ. 162: Το «κοντόν σχοινίον», με το οποίο είναι δεμένο το σκυλί της παρομοίωσης,* μας προετοιμάζει για το κοντό σκοινί με το οποίο θα δεθεί και θα πνιγεί η κατσίκα του ήρωα. Γενικά το σκοινί θα δράσει ως σημαντικό σύμβολο στο αφήγημα. [*Ο παραλληλισμός είναι φανερός: «πνίγεται» και ο ίδιος στην ώριμη φάση της ζωής του, όπως «επνίγη» η κατσίκα του]. Γ) σελ. 168-170: Όλες οι κινήσεις του βοσκού, όλες οι ενέργειές του εκείνη την αυγουστιάτικη φεγγαρόλουστη βραδιά προοικονομούν (=προετοιμάζουν σκηνοθετικά) το κύριο επεισόδιο που θα ακολουθήσει: η μεταφορά του κοπαδιού στο γιαλό, για να βοσκήσουν αρμυρήθρες, η επιθυμία του βοσκού για μπάνιο, η φροντίδα του για την ασφάλεια του κοπαδιού και ειδικά της Μοσχούλας, της αίγας του. Προπάντων το δέσιμο της κατσίκας λειτουργεί ως προοικονομία, καθώς το σκοινί θα γίνει θηλιά που θα πνίξει το ζώο. Μάλιστα, το σκοινί, που είχε στόχο την εξασφάλιση της κατσίκας, γίνεται το μέσο του φριχτού θανάτου της! (τραγική ειρωνεία) Δ) σελ. 168: Η αναφορά στους «γλαφυρούς κολπίσκους» του γιαλού αποτελεί πιθανότατα προσήμανση για τους «γλαφυρούς κόλπους» της γυμνής Μοσχούλας, σελ. 174. Ε) σελ. 169: «Αι νύμφαι των θαλασσών» θα συσχετιστούν αργότερα με τη γυμνή Μοσχούλα που θα μοιάζει με «νύμφη», σελ. 174. Στ) σελ. 174: Οι πονηρές σκέψεις του βοσκού (να κινδυνέψει η Μοσχούλα) αποτελούν προσήμανση/προϊδεασμό του αναγνώστη για τον κίνδυνο που πράγματι θα διατρέξει το κορίτσι. Ζ) σελ. 175: Τα επίθετα (=τρυφεροί χαρακτηρισμοί του βοσκού για την κατσίκα του) «πτωχήν αίγα μου» και «ταλαίπωρον ζώον» αποτελούν προσήμανση, αφού προετοιμάζουν ψυχικά τον αναγνώστη για το θάνατο του ζώου, ενώ την ίδια στιγμή φανερώνουν τη μέριμνα και την υποψία του βοσκού μήπως η αίγα του μπερδεύτηκε στο σκοινί και κινδυνεύει να πνιγεί Η) Η ομωνυμία κοπέλας και κατσίκας, πέρα από τον ψυχικό μηχανισμό προβολής και μετάθεσης*, αποτελεί εύρημα και στοιχείο προοικονομίας, αφού προετοιμάζει την πρώτη επικοινωνία των νέων και έτσι προωθεί την πλοκή του μύθου: η αναζήτηση της κατσίκας από το βοσκό δημιουργεί σύγχυση εξαιτίας του κοινού ονόματος και οδηγεί στην παρέμβαση-απάντηση της κόρης. Θ) Η πληροφορία ότι το κτήμα του κυρ Μόσχου βρεχόταν από τη θάλασσα αποτελεί προοικονομία, καθώς αξιοποιείται αργότερα με το θαλάσσιο μπάνιο της Μοσχούλας κάτω από το βλέμμα του νεαρού βοσκού. [*Ο βοσκός προβάλλει στην κατσίκα του τα συναισθήματά του για την κοπέλα, η οποία αποτελεί γι αυτόν απραγματοποίητο, άπιαστο όνειρο. Έτσι, με την ομωνυμία επιτυγχάνεται η έκφραση και η διοχέτευση των συναισθημάτων του. Πρόκειται για ένα μηχανισμό υποκατάστασης συναισθημάτων] Γ. Οι πολλαπλές αντιθέσεις Παρόν-παρελθόν, νεανική-ώριμη ηλικία αφηγητή, αγράμματος-πτυχιούχος της Νομικής, γνώση-άγνοια, ανοιχτή φύση-κλειστό γραφείο/αστικό περιβάλλον ή φύση-πολιτισμός, ευτυχία-δυστυχία, ελευθερία-καταπίεση κ.ά. Δ. Τα δραματικά απρόοπτα
Α) Ο σφοδρός πλαταγισμός (σελ.171) αλλάζει την πορεία της πλοκής (=ανακόπτει την επιστροφή του ήρωα στο κοπάδι του) και οριοθετεί τη μετάβαση από την πραγματικότητα στο «όνειρο». Β) Το απροσδόκητο βέλασμα της κατσίκας (σελ.174) είναι το καινούριο στοιχείο που προωθεί την εξέλιξη του μύθου, καθώς αποσπά τον ήρωα από το όνειρο και τον επαναφέρει στην πραγματικότητα (οριοθετεί την επάνοδο στην πραγματικότητα), δίνοντας ταυτόχρονα λύση στο δίλημμά του. Η αλλαγή της πορείας της πλοκής δημιουργεί «περιπέτεια» και εντείνει την αγωνία του αναγνώστη. Γ) Με την εμφάνιση της αλιευτικής βάρκας η Μοσχούλα, που είχε ήδη φοβηθεί από την παρουσία του νέου, τρομάζει ακόμη περισσότερο, βουλιάζει στο νερό και κινδυνεύει σοβαρά να πνιγεί. Το γεγονός αυτό παίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του έργου, καθώς ο βοσκός ξεπερνά αμέσως το δίλημμά του (να πέσει στη θάλασσα να καθησυχάσει τη φοβισμένη από την παρουσία του Μοσχούλα ή να τρέξει να φύγει;) και πέφτει στο νερό. Η εξέλιξη της δράσης κορυφώνεται και ταυτόχρονα η αγωνία του αναγνώστη. Ο ήρωας έρχεται πια σε επαφή με το γυμνό σώμα του κοριτσιού καθώς το σώζει. Συλλαμβάνει με τα χέρια του το όνειρό του, κάτι που θα τον σημαδέψει για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ε. Η κυκλική αφήγηση Το διήγημα κλείνει κυκλικά. Αρχίζει με τη φράση: «Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη» και κλείνει με την ίδια φράση, κάπως παραλλαγμένη, που εκφράζει ευχή: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..». Την ίδια κυκλική λειτουργία έχει η αναφορά στον πατέρα Σισώη και στο «κοντόν σχοινίον» του σκύλου, θέματα που υπάρχουν και στην πρώτη και στην τελευταία ενότητα. Έτσι δίνεται η εντύπωση ότι ολοκληρώθηκε και κλείνει ο κύκλος της αφήγησης, με ποιητικό τρόπο. Δίνεται η αίσθηση του τέλους της σύγκρουσης αλλά και της ελπίδας. Ο αφηγητής μένει για πάντα, τελεσίδικα, παγιδευμένος, εγκλωβισμένος στο δυστυχές παρόν του, στον κύκλο που διαγράφει το δικό του «κοντόν σχοινίον», νοσταλγώντας την αγνή και ευτυχισμένη ζωή στη φύση. ΣΤ. Η τριαδική δομή Στο αφήγημα παρατηρείται η τριαδική δομή, που συνίσταται α) στην αρχική κατάσταση (=ευτυχία του βοσκού), β) στη δοκιμασία της (=γυναικείος πειρασμός) και γ) στην αποκατάσταση της ισορροπίας με μια νέα κατάσταση (=κατάπνιξη του έρωτα για τη Μοσχούλα, σπουδές, άσκηση επαγγέλματος). Το ίδιο σχήμα ισχύει και στην περίπτωση του Σισώη. Το θέμα της παγίδευσης (βοσκού-αίγας) Η κατσίκα «σχοινιάζεται», περιπλέκεται στο «κοντόν σχοινίον», παγιδεύεται και βελάζει. Ο βοσκός, χωρίς να το σκεφτεί, ενστικτωδώς, τρέχει να τη σώσει και έτσι γίνεται αντιληπτός από την κοπέλα που κολυμπά, «παγιδεύεται» κατά κάποιον τρόπο κι αυτός. Ωστόσο, πέρα από αυτή την εξωτερική «παγίδευση»- αποκάλυψή του, έχει ήδη προηγηθεί η εσωτερική του «παγίδευση», που εκφράζεται με το δίλημμα να υποκύψει τελικά στο γυναικείο πειρασμό ή να ακολουθήσει τις ηθικές και θρησκευτικές του αρχές. Εξάλλου, «το όνειρο στο
κύμα» σημάδεψε τη ζωή του νεαρού βοσκού, ο οποίος υπέκυψε στο γυναικείο πειρασμό, παραβιάζοντας τον ηθικό κώδικα. Και όχι μόνο αυτό, η ανάμνηση αυτού του ονείρου τον εγκλώβισε στα εγκόσμια, αποκαλύπτοντάς του τους επίγειους πειρασμούς, τον «παγίδευσε» στο δυστυχισμένο παρόν του, μην επιτρέποντάς του να υλοποιήσει τον αρχικό του στόχο, να στραφεί στην ιεροσύνη-μοναχισμό και να σώσει την ψυχή του. (Ωστόσο, η ανάμνηση του ονείρου λειτουργεί, εκτός από βασανιστικά, ίσως και λυτρωτικά για τον αφηγητή, καθώς αποτελεί μια ανακουφιστική διέξοδο από το αφόρητο παρόν του).