Κατεύθυνση Διοικητικής Δικαιοσύνης Θέμα Γενικής Παιδείας Η δικανική απόφανση του δικαστή ως εφαρμογή του νόμου και ως ευχέρεια. 1 Ο Θέμα Συνταγματικού δικαίου Διοικητικού δικαίου Διοικητικών διαφορών 1. Με απόφαση του Νομάρχη Ανατ. Αττικής, που δημοσιεύθηκε στην Ε.τ.Κ. στις 18.6.1996, τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Χ., που βρίσκεται στην περιοχή της Πρωτεύουσας, και προβλέφθηκε ειδικότερα η διαπλάτυνση υφιστάμενης οδού σε λεωφόρο με διαχωριστική νησίδα και η ανάπλαση του παράπλευρου χώρου και κατά μήκος αυτής με δενδροφύτευση, δημιουργία διαδρόμου για ποδήλατα, καθώς και την κατασκευή «παιδικής χαράς» σε επαρκώς καθοριζόμενο σημείο του σχεδίου πόλεως. Ο Α.Μ. είναι ιδιοκτήτης εκτάσεως εμβαδού 1.500 τ.μ. με πρόσοψη στην πιο πάνω οδό, εντός της οποίας υφίσταται διώροφη οικία 200 τ.μ., όπου κατοικεί, πε - 1 -
ριβαλλόμενη από κήπο. Μέρος της εκτάσεως αυτής, κατά μήκος της προσόψεως της, ρυμοτομείται με την πιο πάνω τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Κατά της νομαρχιακής αποφάσεως ο Α.Μ. άσκησε στις 17.10.1996 αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με την οποία προέβαλε: α) Ότι η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου αναρμοδίως εγκρίθηκε από το Νομάρχη Ανατ. Αττικής. β) Ότι η παιδική χαρά μπορούσε να κατασκευαστεί σε υφιστάμενη πλατεία, που βρίσκεται σε απόσταση 300μ. από την ιδιοκτησία του, και να αποφευχθεί έτσι η απαλλοτρίωση μέρους της ιδιοκτησίας του για το σκοπό αυτό. γ) Ότι η κατασκευή λεωφόρου ταχείας κυκλοφορίας θα επιβαρύνει το οικιστικό περιβάλλον της περιοχής με την αύξηση των καυσαερίων και του θορύβου. 2. Στις 16.11.1996 ο Α.Μ. μεταβίβασε με γονική παροχή την κυριότητα της εκτάσεώς του στα παιδία του, Β.Μ. και Γ.Μ., παρακρατώντας την επικαρπία μόνο της διώροφης οικίας. 3. Στις 15.1.1997 δημοσιεύθηκε στην Ε.τ.Κ. κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., με την οποία απαλλοτριώθηκε αναγκαστικώς ευρύτερη έκταση για τις ανάγκες κατασκευής της «Αττικής Οδού», η οποία θα διήρχετο από την υπό διαμόρφωση λεωφόρο του Δήμου Χ., και του ανισόπεδου κόμβου σύνδεσης της Αττικής Οδού με το τοπικό οδικό δίκτυο, που χωροθετήθηκε στον προβλεπόμενο από το ρυμοτομικό σχέδιο χώρας της παιδικής χαράς. Για τις ανάγκες αυτές απαλλοτριώθηκε, μεταξύ άλλων, το μείζον τμήμα της ιδιοκτησίας του Α.Μ. (συνολικού εμβαδού 1.340 τ.μ.). Επιπλέον, η απαλλοτρίωση αυτή χαρακτηρίσθηκε ως επείγουσα και το Δημόσιο, αφού ανέλαβε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του Δήμου Χ., κατέστη διάδικος στις σχετικές δίκες για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημιώσεως στους δικαιούχους. Προς το σκοπό αυτό το σκοπό, η Δ/νση Τοπογραφήσεων και Απαλλοτριώσεων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αναθεώρησε το κτηματολογικό διάγραμμα και τον κτηματολογικό πίνακα που είχε αρχικώς συντάξει ο μηχανικός του Δήμου Χ., οι οποίοι συνόδευσαν τη σχετική πράξη αναλογισμού αποζημιώσεως ιδιοκτησιών βάσει προαναφερθείσας τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου. 4. Με αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών του έτους 1997 και του Εφετείου Αθηνών του 1998 αναγνωρίσθηκε ως δικαιούχος αποζημιώσεως, μεταξύ άλλων, - 2 -
και ο Α.Μ. και προσδιορίστηκε οριστικώς η τιμή μονάδος για την απαλλοτριωθείσα έκτασή του σε δρχ. 150.000 ανά τ.μ. και σε δρχ. 300.000 ανά τ.μ. για τη διώροφη οικία. Ενώπιον του Εφετείου Αθηνών άσκησαν κύρια παρέμβαση οι Β.Μ. και Γ.Μ., με την οποία προέβαλαν ότι δεν απαλλοτριώθηκε το σύνολο της ιδιοκτησίας τους, αλλά α πέμεινε τμήμα αυτής εμβαδού 160 τ.μ. περίπου, του οποίου όμως απομειώθηκε η αξία εξαιτίας της απαλλοτριώσεως, και ζήτησαν να αποζημιωθούν και για την έκταση αυτή προς 150.000 δρχ. το τ.μ. Το Εφετείο Αθηνών με την απόφασή του, του έτους 1998 απέρριψε την παρέμβαση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι διευρύνθηκε με αυτήν το αντικείμενο της δίκης, διότι ο πατέρας τους Α.Μ. είχε ζητήσει με την αίτησή του τον καθορισμό αποζημιώσεως μόνο για το απαλλοτριούμενο τμήμα της εκτάσεως, και ότι εν πάση περιπτώσει στο κτηματολογικό διάγραμμα και στον κτηματολογικό πίνακα της επίδικης απαλλοτριώσεως δεν εμφανίζεται το μη απαλλοτριούμενο τμήμα της εκτάσεως των 160 τ.μ., όπως ισχυρίσθηκαν οι Β.Μ. και Γ.Μ. 5. Στις 17.5.1999 δημοσιεύθηκε η απόφαση του ΣτΕ, με την οποία απορρίφθηκε η από 17.10.1996 αίτηση ακυρώσεως του Α.Μ. λόγω μη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος αυτήν δικηγόρου. 6. Ακολούθως, οι Α.Μ., Β.Μ. και Γ.Μ. άσκησαν την 1.9.1999 ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κοινή αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου, κατ επίκληση του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, με την οποία προέβαλαν: α) Ότι παρανόμως απαλλοτριώθηκε η διώροφη οικία, διότι αυτή είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού από το έτος 1985. β) Ότι κατά παράβαση του τροποποιηθέντος ρυμ. σχεδίου του Δήμου Χ. διευρύνθηκε η απαλλοτριούμενη έκταση και συμπεριέλαβε και την διώροφη οικία των αιτούντων, επιπλέον δε επιβαρύνθηκε το περιβάλλον με τη ματαίωση των προβλεπόμενων στο ρυμοτομικό σχέδιο έργων ανάπλασης της περιοχής. γ) Ότι η αποζημίωσή τους δεν ήταν πλήρης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος. Τούτο, διότι από παράλειψη των μηχανικών που συνέταξαν το κτηματολογικό διάγραμμα και τον κτηματολογικό πίνακα, τα οποία συνοδεύουν την επίδικη απαλλοτρίωση, εμφανίσθηκε ως απαλλοτριούμενο το σύνολο της ιδιοκτησίας τους, ενώ δεν αποτυπώθηκαν σε αυτά: αα) το μη απαλλοτριωθέν τμήμα της εκτάσεως (160 τ.μ.), του οποίου απομειώθηκε η αξία εξαιτίας της απαλλο - 3 -
τριώσεως, ββ) 4 φοινικόδεντρα, 10 αχλαδιές και 10 λεμονιές που είχε φυτεύσει ο Α.Μ. στο τμήμα του ακινήτου το οποίο απαλλοτριώθηκε. Ζήτησαν δε με την αγωγή αυτή: 1) Να κριθεί παράνομη η απαλλοτρίωση της οικίας, η οποία στο μεταξύ είχε κατεδαφιστεί λόγω της έναρξης των έργων κατασκευής της Αττικής Οδού. 2) Να τους καταβληθεί αποζημίωση ύψους 10.000.000 δραχμών στον καθένα, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την κατεδάφιση της πατρογονικής διώροφης κατοικίας, η οποία είχε χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα. 3) Να τους καταβληθεί νομιμοτόκως αποζημίωση για το μη απαλλοτριωθέν τμήμα της εκτάσεως των 160 τ.μ. προς 150.000 δρχ. το τ.μ. και 4) Να τους καταβληθεί νομιμοτόκως αποζημίωση για τα ανωτέρω δέντρα, σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές αυτών, όπως προβλέπονται από τη νομοθεσία του Ο.Γ.Α. και του Ε.Λ.Γ.Α. 7. Το Δημόσιο προέβαλε με υπόμνημά του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου τα εξής: α) Οι υπό στοιχεία α και β λόγοι παρανομίας απαραδέκτως προβάλλονται με την αγωγή, διότι έπρεπε να προβληθούν στο πλαίσιο της αιτήσεως ακυρώσεως με πρόσθετο λόγο ή με αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως. β) Ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την απόφαση του ΣτΕ ως προς τη νομιμότητα της απαλλοτριωτικής διαδικασίας. γ) Ότι ο υπό στοιχείο γ λόγος της αγωγής και τα αντίστοιχα αιτήματα αποζημιώσεως για τα 160 τ.μ. και τα δέντρα, απαραδέκτως προβάλλονται στο διοικητικό δικαστήριο, διότι έπρεπε να προβληθούν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία καθορισμού της οφειλόμενης αποζημιώσεως και των δικαιούχων ιδιοκτητών. δ) Ότι, ειδικότερα, για το αίτημα αποζημιώσεως του μη απαλλοτριωθέντος τμήματος των 160 τ.μ. υπάρχει δεδικασμένο από την απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ε) Ότι το ν.δ. 797/1971, υπό την ισχύ του οποίου κηρύχθηκε η επίδικη απαλλοτρίωση, δεν προβλέπει ρητώς ότι στο κτηματολογικό διάγραμμα που απεικονίζει την απαλλοτριωτέα έκταση πρέπει να αποτυπώνονται και τα εκτός απαλλοτριώσεως τμήματα των ακινήτων, των οποίων απομειώθηκε η αξία. Συνεπώς, δεν υπάρχει παράνομη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, ως προς το συγκεκριμένο θέμα. 8. Διατάξεις: Στο άρθρο 13 του ν.δ. 797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» ορίζεται ότι: - 4 -
«1. Η αποζημίωσις καθορίζεται συμφώνως προς την πραγματικήν αξίαν του απαλλοτριουμένου κατά τον χρόνον δημοσιεύσεως της αποφάσεως κηρύξεως της απαλοτριώσεως 2 3. Εν περιπτώσει απαλλοτριώσεως τμήματος ακινήτου, ως εκ της οποίας το απομένον εις τον ιδιοκτήτην τμήμα υφίσταται υποτίμηση της αξίας αυτού ή καθίσταται άχρηστον δια την δι ην προορίζεται χρήσιν, δια της αυτής περί καθορισμού της αποζημιώσεως αποφάσεως προσδιορίζεται και παρέχεται ιδιαίτερα δι αυτήν αποζημίωσις εις τον ιδιοκτήτην. Η ιδιαιτέρα αυτή αποζημίωσις καταβάλλεται εις τον ιδιοκτήτην ομού μετά της καταβαλλομένης δια το απαλλοτριούμενον τμήμα». Στο άρθρο 24 του ίδιου ν. δ. ορίζεται ότι: «1. Ο έλεγχος, η διόρθωσις και η τυχόν αναγκαία συμπλήρωσις του κατά το άρθρον 2 του παρόντος κτηματολογικού διαγράμματος της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή και η εξ αρχής κατάρτισις τοιούτου δι αποτυπώσεως επ αυτού των επί μέρους ιδιοκτησιών ενεργείται υπό διπλωματούχου μηχανικού υπηρετούντος εν τη περιφερεία του νομού, εν η το απαλλοτριούμενον ή το μείζον μέρος τούτου οριζομένου δι αποφάσεως του νομάρχου 3. Ο έλεγχος, η διόρθωσις, η συμπλήρωσις ή η εξ αρχής κατάρτισις του κτηματολογίου και του κτηματολογικού πίνακα, γίνονται βάσει των τίτλων και διαγραμμάτων ιδιοκτησίας ή των υποδειχθησομένων ορίων ή οριοδεικτών. Ο μηχανικός έχων υπ όψιν την απόφασιν κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, το κτηματολογικόν διάγραμμα, τον κτηματολογικόν πίνακα και άπαντα τα υπό των ενδιαφερομένων υποβληθέντα στοιχεία, προβαίνει, προσκαλών εν ανάγκη επί τόπου τούτους, εις επιτόπιον έρευναν και εφαρμογήν των τίτλων και καταρτίζει εις τριπλούν: α)το κτηματολογικόν διάγραμμα της απαλλοτριουμένης εκτάσεως, εις το οποίον αποτυπούνται, δια χαρακτηριστικών στοιχείων, αι επί μέρους ιδιοκτησίαι, καθ ο μέρος απαλλοτριούνται, ως και αι τυχόν αμφισβητήσεις δικαιωμάτων επί τούτων, β) τον σχετικόν κτηματολογικόν πίνακα, εις ον αναγράφεται ο αύξων αριθμός της ιδιοκτησίας, το ο νοματεπώνυμον και πατρώνυμον εκάστου ιδιοκτήτου, το συνολικόν εμβαδόν της ιδιοκτησίας, ο όγκος των κτισμάτων ταύτης κεχωρισμένως, αναλόγως τους είδους της κατασκευής και της ποιότητος αυτών, τα λοιπά επικείμενα, κατ είδος και κατηγορίαν, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια, χρήσιμός δια την κατά μονάδα εκτίμησιν των απαλλοτριουμένων, και γ) λεπτομερή έκθεσιν περί εκάστου απαλλοτριουμένου 5. Άπαντα τα στοιχεία της ενεργηθείσης κτηματογραφήσεως, ηλεγμένα και προσυπογεγραμμένα και υπό του προϊσταμένου της υπηρεσίας εις ην υπάγεται ο ενεργήσας ταύτην μηχανικός, ως και άπαντα τα λοιπά - 5 -
στοιχεία, υποβάλλονται υπό τούτου εις την διεύθυνσιν τεχνικών υπηρεσιών του νόμου, προς θεώρησιν του νομοτύπου της συντάξεώς των. Ο διευθυντής τεχνικών υπηρεσιών, υποβάλλει, ακολούθως, εντός δέκα πέντε ημερών, άπαντα τα στοιχεία εις τον νομάρχην, όστις πάραυτα διαβιβάζει δύο μεν αντίτυπα του κτηματολογικού πίνακος και διαγράμματος και της επ αυτών εκθέσεως εις την Διεύθυνσιν Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Οικονομικών, τρίτον δε αντίτυπον τούτων, ως και πάντα τα λοιπά στοιχεία, προς το κατά τις διατάξεις του παρόντος, αρμόδιον δικαστήριον δια την αναγνώρισιν δικαιούχων». Να θεωρήσετε ότι οι ανωτέρω αρμοδιότητες, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 797/1971, του τότε μετακλητού νομάρχη έχουν μεταβιβασθεί στο Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, ενώ η αρμοδιότητα του Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών του νομού, έχει περιέλθει, για την «Αττική Οδό», στη Διεύθυνση Τοπογραφήσεων και Απαλλοτριώσεων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 9. Καλείσθε να απαντήσετε συνοπτικώς, αιτιολογώντας την άποψή σας: 1) Στους λόγους της αιτήσεως ακυρώσεως, ανεξαρτήτως του ότι αυτή απορρίφθηκε ως ανομιμοποίητη, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει αοριστία των λόγων και ότι κατά τις διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας ο νομάρχης ήταν αρμόδιος για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. 2) Στους λόγους και τα αιτήματα της αγωγής αποζημιώσεως, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει αοριστία αυτών, καθώς και ότι αποδεικνύεται η πραγματική τους βάση. 3) Στους ισχυρισμούς του Δημοσίου επί της αγωγής. 4) Σε τυχόν άλλα ζητήματα που, κατά τη γνώμη σας, γεννώνται με την αγωγή, τα οποία το Διοικητικό Πρωτοδικείο οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως. 2 Ο Θέμα Συνταγματικού δικαίου Διοικητικού δικαίου Διοικητικών διαφορών Α. Ο Α υπέβαλε στην Εʹ Δ.Ο.Υ. Αθηνών την από 4/3/2005 κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2005 στην οποία περιέλαβε εισοδήματα: Α. Δικά του από την εμπορία παραφαρμακευτικών προϊόντων ύψους 10.000 ευρώ και Β. της συζύγου του από μισθωτές υπηρεσίες, ως Διευθύντριας ιατρού, του Ε.Σ.Υ., ύψους 24.000 ευρώ. Στις 30/5/2005 μετέβησαν στην έδρα της επιχειρήσεως του Α τα ελεγκτικά όργανα της Δ.Ο.Υ. και διενήργησαν έλεγχο. Κατʹ αυτόν διαπίστωσαν ότι, ο Α παράλληλα με τα υπο - 6 -
χρεωτικώς τηρούμενα βιβλία και στοιχεία Β κατηγορίας τηρούσε και ανεπίσημα βιβλία, από τα οποία προέκυπτε απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Κατόπιν αυτού τα ελεγκτικά όργανα προέβησαν σε κατάσχεση των ανευρεθέντων επισήμων και ανεπίσημων βιβλίων και στοιχείων. Ακολούθως ευρισκόμενα ακόμη στην έδρα της επιχειρήσεως τα ελεγκτικά όργανα συνέταξαν σχετική με την κατάσχεση των βιβλίων απόδειξη παραλαβής των βιβλίων και παρέδωσαν στον Α, ένα αντίγραφο της αποδείξεως αυτής, την οποία υπέγραψε ο Α. Κατόπιν αυτών η φορολογική αρχή εξέδωσε εις βάρος του Α: 1) πράξη επιβολής προστίμου Κωδικός Βιβλίων και Στοιχείων ύψους 10.00 ευρώ άνευ χρονολογίας εκδόσεως στο σώμα αυτής και 2) Φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2005. Τις πράξεις αυτές θυροκόλλησαν τα αρμόδια όργανα στην έδρα της επιχειρήσεως του Α, στις 30/6/2005.Σύμφωνα με το φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και τη συνοδεύουσα αυτό σχετική έκθεση ελέγχου η οικονομική αρχή απέρριψε τα βιβλία και στοιχεία του Α ως ανεπαρκή και ανακριβή και προσδιόρισε εξωλογιστικά τα μεν ακαθάριστα έσοδα του Α σε 60.000 ευρώ τα δε καθαρά κέρδη σε 50.000 ευρώ. Τα καθαρά κέρδη τα προσδιόρισε στο ύψος αυτό (50.000 ευρώ), σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας (κύκλος εργασιών ομοίου αντικειμένου επιχειρήσεων, απασχολούμενο προσωπικό, δηλώσεις προηγουμένων οικονομικών ετών του ιδίου, γενικά έξοδα, γενικές συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως) με την αιτιολογία ότι, στον ειδικό πίνακα που καταρτίζει ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών δεν ορίζεται συντελεστής καθαρού κέρδους για τα παραφαρμακευτικά προϊόντα. Β. Στις 30/9/2005 ο Α κατάθεσε προσφυγή κατά των δύο ως άνω πράξεων και προέβαλε ότι: 1. Μη νομίμως έγινε θυροκόλληση των προσβαλλόμενων πράξεων στην έδρα της ε πιχειρήσεώς του στις 21:00 μ.μ. κατά τη ρητή αναγραφή στην έκθεση επιδόσεως ώρα κατά την οποία ήταν ήδη κλειστό το κατάστημα του. (Να θεωρηθεί αληθές ότι το κατάστημα ή ταν κλειστό). 2. Η πράξη του K.B.Σ είναι νομικά πλημμελής, αφού δεν φέρει στο σώμα της, ούτε η πρωτότυπη ούτε το αντίγραφο της, χρονολογία εκδόσεως ούτε και προκύπτει τοιαύτη από την έκθεση ελέγχου. 3. Μη νομίμως προσδιόρισε η φορολογική αρχή τα καθαρά κέρδη της επιχειρήσεώς του με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας. (Να θεωρηθεί αληθές ότι η οικεία απόφαση - 7 -
του Υπουργού Οικονομικών δεν ορίζει συντελεστές καθαρού κέρδους για τις επιχειρήσεις εμπορίας παραφαρμακευτικών προϊόντων). Εξάλλου ο Α, o οποίος ήταν λόγω της εργασίας του ασφαλισμένος από το 1995 έως το 2004 στο Ταμείο Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (ΤΕΒΕ) με 2.800 ημέρες εργασίας και από το 1984 έως το 1994 ασφαλισμένος του ΙΚΑ με 3.000 ημέρες εργασίας, είχε υποβάλει στις 2/3/2005 αίτηση προς τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) (να σημειωθεί ότι στον Ο.Α.Ε.Ε. ο οποίος αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. εντάχθηκε το Τ.Ε.Β.Ε. το Τ.Α.Ε. και το Τ.Σ.Α. δυνάμει του Ν. 2676/1999 και αποτελεί καθολικό διάδοχο του Τ.Ε.Β.Ε. στον κλάδο συντάξεως). Με την αίτηση του ο Α ʹ ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος κατʹ εφαρμογή των διατάξεων περί διαδοχικής ασφαλίσεως διότι αφενός μεν είχε 5.800 ημέρες εργασίας συνολικά, αφετέρου δε είχε υπερβεί το 60 ο έτος της ηλικίας του. Ο Ο.Α.Ε.Ε. α πέρριψε την αίτηση του Α με απόφαση του Διοικητού του η οποία απόφαση δεν προσεβλήθη με ένδικά μέσα με την αιτιολογία ότι ο Α δεν συγκέντρωσε τις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας του Τ.Ε.Β.Ε., χωρίς στη συνέχεια ο Ο.Α.Ε.Ε. να παραπέμψει την υπόθεση στο Ι.Κ.Α., προκειμένου αυτό να ερευνήσει αν ο Α θεμελίωνε συνταξιοδοτικό δικαίωμα κατά τις διατάξεις που διέπουν, τη δική του νομοθεσία. Γ. Ακολούθως, λόγω της απορρίψεως του αιτήματός του ο Αʹ κατέθεσε στις 30/10/2005 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, με την οποία ζήτησε να του καταβληθεί ως αποζημίωση, ποσόν 3000 ευρώ το οποίο αντιστοιχούσε σε συντάξεις που θα ελάμβανε από το Ι.Κ.Α. από 2/3 έως 30/10/2005 ήτοι από του χρόνου υποβολής της αιτήσεως προς τον Ο.Α.Ε.Ε. μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής. Το αίτημα προς αποζημίωση στήριξε στο ότι, ο Ο.Α.Ε.Ε. όφειλε, εφόσον απέρριψε το αίτημα του για συνταξιοδότηση να παραπέμψει την υπόθεση στο Ι.Κ.Α. που ήταν ο προηγούμενος ασφαλιστικός του φορέας, προκειμένου το Ι.Κ.Α. να ερευνήσει τη συνδρομή των συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων. Δ. Ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και συγκεκριμένα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προσέφυγε και η σύζυγος του Α η οποία κατέθεσε προσφυγή. Με αυτήν προσέβαλε ρητώς την Α9α/οικ 41027/2005 απόφαση της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαια λύση της υπαλληλικής σχέσεως αυτής μονίμου ιατρού του Ε.Σ.Υ. υπηρετούσα στο Παθολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Κ.Α.Τ. με το βαθμό της Διευθύντριας, λόγω συμπληρώσεως πραγματικής, - 8 -
δημόσιας και συντάξιμης υπηρεσίας 35 ετών. Ως λόγο προέβαλλε ότι, μη νομίμως συναπολογίσθηκε στην 35ετή πραγματική, συντάξιμη και δημόσια υπηρεσία της η από 26/5/1969 έως 17/8/1983 υπηρεσία της στο Κ.Α.Τ., διότι κατά τη χρονική εκείνη περίοδο το Κ.Α.Τ. δεν είχε ακόμη υπαχθεί στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 και ήταν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Συγχρόνως, η σύζυγος του Α, ως εκ της ιδιότητός της ως υποψηφίας δημοτικής συμβούλου του Δήμου Κηφισιάς κατά τις δημοτικές εκλογές του έτους 2002, κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως στις 30/9/2005 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία προσέβαλε την απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εξεδόθη στις 15/12/2005 σε πρώτο και τελευταίο. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είχαν ανακηρυχθεί ο επιτυχών και ο επιλαχών συνδυασμός των δημοτικών εκλογών του 2002 καθώς και οι εκλεγέντες ως τακτικοί και αναπληρωματικοί σύμβουλοι του Κηφισίας, στους οποίους δεν περιελαμβάνετο η σύζυγος του Α. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε επιληφθεί της υποθέσεως αυτής, κατόπιν υποβληθείσης ενστάσεως από συνυποψήφιο της συζύγου του Α κατά του πίνακα αποτελεσμάτων του άρθρου 78 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Ε. Τέλος, η θυγατέρα των δυο ανωτέρω συζύγων, απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δικαστών του έτους 2004, κατέθεσε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου τον Σεπτέμβριο του 2005, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει σʹ αυτήν αναδρομικές αποδοχές τριών (3) μηνών, ήτοι από του χρόνου αποφοιτήσεως της από τη Σχολή μέχρι του χρόνου διορισμού της, ύψους 3000 ευρώ. Ο λόγος του δικογράφου της αγωγής ήταν ότι : Η διάταξη του άρθρου 22 του ν. 2521/1997, με την οποία ορίζεται ότι: «Ο διορισμός των εκπαιδευόμενων σε θέσεις δικαστικών λειτουργών γίνεται αναδρομικά από τη λήξη της εκπαίδευσης στη Σχολή, χωρίς δικαίωμα λήψεως αναδρομικών» κατά το μέρος αυτής που: Δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα λήψης αναδρομικών, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ.1 και 2 του Συντάγματος. Παράλληλα με ιδιαίτερη αίτηση ζήτησε να της επιδικαστεί προσωρινώς ποσό 1000 ευρώ προς αντιμετώπιση άμεσων αναγκών διαβιώσεως αυτής. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Παρακαλείσθε να απαντήσετε «αιτιολογημένα» στα παρακάτω ερωτήματα: - 9 -
Α. 1. Ποια είναι η άποψή σας για το κύρος της κατασχέσεως των βιβλίων και στοιχείων του Α η οποία έλαβε χώρα στην έδρα της επιχειρήσεως του.(είναι νόμιμη ή μη νόμιμη;) 2. Η πράξη του Κ.Β.Σ. η οποία στηρίχθηκε στα κατασχεθέντα βιβλία και στοιχεία πάσχει από νομική πλημμέλεια ή όχι; 3. Αν ο έλεγχος των επισήμων και ανεπισήμων βιβλίων και στοιχείων της επιχειρήσεως του Α είχε διενεργηθεί στο κατάστημα της Δ.Ο.Υ., όπου είχε προσκομίσει ο λογιστής του Α κατόπιν προσκλήσεως της οικονομικής αρχής όλα, τα επίσημα και ανεπίσημα βιβλία του, η κρίση σας ως προς το κύρος της κατασχέσεως και ως προς τη νομιμότητα της πράξεως του Κ.Β.Σ. ποια είναι; Β. Όσον αφορά στην προσφυγή του Α. Αν δικάζατε εσείς. 1. Θα κρίνατε ότι ασκήθηκε παραδεκτά από απόψεως προθεσμίας η προσφυγή στις 30/9/05; 2. Πως θα κρίνατε το δεύτερο λόγο της προσφυγής; Αν ο Α δεν προέβαλε το λόγο αυτό με την προσφυγή του θα ερευνούσατε αυτεπαγγέλτως, ως Πρωτοδίκης, την έλλειψη της χρονολογίας εκδόσεως της πράξεως του Κ.Β.Σ.; Αν το Δ/κο Πρωτοδικείο δεν ερευνήσει το θέμα αυτό, το ελέγχει αυτεπαγγέλτως το Διοικητικό Εφετείο; 3. Με ποιόν τρόπο θα προσδιορίζατε εσείς τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης του Α; Νομίμως η φορολογική αρχή προσδιόρισε τα καθαρά κέρδη με βάση τα δεδομένα της κοινής πείρας; 4. Η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (νυν Οικονομίας και Οικονομικών) η οποία εξεδόθη κατ εξουσιοδότηση νόμου (3323/1955 αρχικά και 2238/1994 άρθρο 32 μεταγενέστερα) και καθόριζε τους συντελεστές καθαρού κέρδους κατά κατηγορία επιχειρήσεων είναι σύμφωνη με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 78 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος ; Γ. Όσον αφορά την αγωγή του Α. 1. Κρίνετε ότι παρανόμως ο Ο.Α.Ε.Ε. κατ εφαρμογήν των περί διαδοχικής ασφαλίσεως διατάξεων παράλειψε να παραπέμψει την υπόθεση του Α στο Ι.Κ.Α. προκειμένου να ερευνήσει, το Ι.Κ.Α., αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του Α, κατά τη διέπουσα αυτό (Ι.Κ.Α.) νομοθεσία; - 10 -
2. Δικαιούται να ζητήσει ο Α, ως αποζημίωση, το ποσόν των 3000 ευρώ που αντιστοιχούσε σε συντάξεις. (Να ληφθεί υπόψιν ότι κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του Α ). Δ. 1. Όσον αφορά στην προσφυγή την οποία κατάθεσε η σύζυγος του Α α. Παραδεκτά προσέβαλε με προσφυγή τη διαπίστωση πράξη της αυτοδικαίας απολύσεως της η σύζυγος του Α ; β. Η διαφορά είναι ουσιαστική ή ακυρωτική; γ. Προσβάλλεται με προσφυγή ουσίας, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας; Προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των Δ/κων Δ/ρίων ή ενώπιον του Σ.τ.Ε.; δ. Ασκείται ένδικο μέσον κατά της δικαστικής αποφάσεως η οποία εκδίδεται επί της διαφοράς αυτής; 2. Όσον αφορά στην αίτηση αναιρέσεως την οποία κατέθεσε η σύζυγος του Α. Είχε δικαίωμα η σύζυγος του Α να ασκήσει την αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου η οποία έκρινε τη διαφορά που ανεφύη κατά την εκλογική διαδικασία στο Δήμο της Κηφισίας; Ε. Όσον αφορά στην αγωγή της κόρης του Α : 1. Ποια είναι η κρίση σας επί του προβαλλόμενου περί αντισυνταγματικότητας, λόγου του δικόγραφου; 2. Θα επιδικάζατε, ως δικαστής την απαίτηση των 1000 ευρώ, κατά το αίτημα; Ν.Δ. 4202/1961 (Α ʹ175) Άρθρο 2 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 1 του ν. 1405/1983 (Αʹ 180) 1. «Τα πρόσωπα τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ασφαλιστικούς οργανισμούς δικαιούνται σύνταξη από τον τελευταίο οργανισμό στον οποίο ήταν α σφαλισμένα, όταν επαλήθευσε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, σύμφωνα με Τις διατάξεις της νομοθεσίας αυτού εφόσον πραγματοποίησαν Ως νομοθεσία του οργανισμού για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής καθώς και των επομένων παραγράφων 2 και 3 νοούνται οι διατάξεις που ορίζουν τον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο, την ηλικία, την αναπη - 11 -
ρία και τον θάνατο... 2. Αν ο ασφαλισμένος δεν πραγματοποίησε όταν επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος ημέρες εργασίας... δικαιούται σύνταξη από τον Οργανισμό στην ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας, εφόσον όμως συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του. 3. Αν ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του οργανισμού την ασφάλιση του οποίου πραγματοποίησε τις περισσότερες ημέρες εργασίας.. τότε το δικαίωμα του ασφαλισμένου κρίνεται από τους άλλους οργανισμούς στους οποίους ασφαλίστηκε, κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών εργασίας...» Πρακτικό θέμα Δημοσιονομικού Δικαίου Ι.1. Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Υ. αρνήθηκε με την 127/2005 πράξη του να θεωρήσει το 769/2005 χρηματικό ένταλμα της υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) στο ίδιο ως άνω Υπουργείο, ποσού 1. 700.000 ευρώ, που εκδόθηκε υ πέρ της εταιρείας Α.Ε. σε εκτέλεση του 1887 /2004 πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που εγκρίθηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών και με το οποίο επιλύθηκε, συμβιβαστικώς, κατά το στάδιο εκκρεμοδικίας, διαφορά μεταξύ της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας και του Ελληνικού Δημοσίου, με την αναγνώριση ισόποσης απαίτησης αυτής εξ οφειλής συμβατικού τιμήματος από την εκτέλεση εγκατάστασης και λειτουργίας ολοκληρωμένου πληροφορικού συστήματος, επί της οποίας (σύμβασης), σημειωτέον, ο διενεργηθείς από το οικείο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσυμβατικός έλεγχος νομιμότητας είχε αποβεί θετικός. Ως αιτιολογία της άρνησής του ο Επίτροπος προέβαλε ότι: α) η γενόμενη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, όπως και ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό, δεν δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο και, ως εκ τούτου, δεν παρέχει στην αρμόδια Υπηρεσία τη δυνατότητα καταβολής των εγκριθέντων ποσών, παρά μόνο εφόσον η οικεία δαπάνη κριθεί νόμιμη από το Ελεγκτικό Συνέδριο στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου β) στην προκειμένη περίπτωση από τα υποστηρίζοντα την εντελλόμενη δαπάνη δικαιολογητικά δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα, κατά τις οριζόμενες στη σχετική σύμβαση διατυπώσεις, παράδοση από την ανάδοχο και έγκριση εκ μέρους του Δημοσίου της τελευταίας του ανατεθέντος έργου, αφού δεν υπάρχει πρωτόκολλο παραλαβής - 12 -
της προς τούτο ορισθείσας επιτροπής, ζήτημα για το οποίο ανέκυψε διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων που ήχθη στο δικαστήριο και γ) το χρηματικό ένταλμα έπρεπε να εκδοθεί υπέρ της τραπεζιτικής εταιρείας Τ., προς την οποία η ανάδοχος εταιρεία είχε ενεχυριάσει την κατά του Δημοσίου απαίτησή της για εξασφάλιση από παροχή δανείου, όπως τούτο προέκυπτε εκ του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της σχετικής σύμβασης ενεχυρίασης. Η Υ.Δ.Ε. στο Υπουργείο Υ. με έγγραφό της επανυπέβαλε το ένταλμα για θεώρηση, με α ντίθετη επιχειρηματολογία στους δύο από τους προβληθέντες λόγους διαφωνίας, υποστηρίζοντας ότι σύμφωνα με το άρθρο 100 Α του Συντάγματος, που ανήγαγε σε συνταγματικό επίπεδο την αρμοδιότητα του Νομικού Κράτους για αναγνώριση απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο κωλύεται να ελέγξει την ουσία του επιτευχθέντος με το προαναφερόμενο πρακτικό συμβιβασμού και ότι η σύσταση ενεχύρου επί ονομαστικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτου προς εξασφάλιση πιστώτριας ανώνυμης εταιρείας από παροχή δανείου δεν επάγεται μεταβολή στο πρόσωπο του φορέα της απαίτησης. Ο Επίτροπος ενέμεινε στις απόψεις του και με σχετική έκθεσή του, στην οποία περαιτέρω ανέδειξε συγκεκριμένη, ουσιώδη πλημμέλεια της διαγνωστικής διαδικασίας ανάδειξης της ανωτέρω αναδόχου εταιρείας που αφορούσε στον παράνομο αποκλεισμό συμμετάσχουσας εταιρείας, υπέβαλε την υπόθεση στο αρμόδιο (IV) Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για να αρθεί η ανακύψασα διαφωνία. Ερωτάται : Ποία πρέπει να είναι η κρίση του Τμήματος επί των ανωτέρω διαφωνίας του Επιτρόπου ; Ι. 2. Με την από 10.5.2003 αγωγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου οι απασχολούμενοι στον οδοκαθαρισμό μόνιμοι υπάλληλοι του Δήμου Δ. ζήτησαν να υποχρεωθεί ο οικείος Δήμος να τους καταβάλει εντόκως το ποσό των 15.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην αξία του γάλακτος έτους 1998, που ο Δήμος παρέλειψε να τους χορηγήσει. Πριν από τη συζήτηση της αγωγής η Δημαρχιακή Επιτροπή, της οποίας προΐσταται ο Δήμαρχος, προήλθε σε συμβιβασμό με τους ενάγοντες και εκδόθηκε το 1327, οικονομικού έτους 2003, χρηματικό ένταλμα πληρωμής, ποσού 15.000 ευρώ. Ο ταμίας του Δήμου αμφισβήτησε τη νομιμότητα του ε ντάλματος για τον αποκλειστικό λόγο ότι δεν παρέχεται ευχέρεια αποτίμησης της αξίας της ως άνω παροχής σε χρήμα, αφού με τον τρόπο αυτό μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του παρεχόμενου είδους προστασίας σε επίδομα. Ο Δήμαρχος και τα λοιπά μέλη της Δημαρχιακής Επιτροπής απέρριψαν τον προβληθέντα από τον διαφωνήσαντα ταμία λόγω αμφισβήτησης και το ένταλμα εκτελέστηκε. Ακολούθησε η διαδικασία του κατά προτεραιότητα ελέγχου - 13 -
του εντάλματος από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (αρθρ. 236 παρ. 3 του π.δ. 410/95, όπως ισχύει), ο οποίος έκρινε ότι η πληρωθείσα δαπάνη δεν ήταν νόμιμη, καθόσον η αξίωση των δικαιούχων υπαλλήλων του Δήμου είχε υποπέσει σε παραγραφή και περαιτέρω ότι ο εξώδικος συμβιβασμός δε αποτελεί δεδικασμένο δεσμευτικό για το Ελεγκτικό Συνέδριο. Με βάση δε τη σχετική έκθεση και το προσχέδιο πράξης καταλογισμού του Επιτρόπου, δεδομένου ότι το οικείο Φύλλο Μεταβολών και Ελλείψεων (Φ.M.Ε.), δεν εκτελέστηκε, εκδόθηκε από το Β Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου η 80/2003 καταλογιστική πράξη, με την οποία καταλογίστηκαν, εις ολόκληρο, τα μέλη της Δημαρχιακής Επιτροπής με το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον των νόμιμων προσαυξήσεων. Η εν λόγω καταλογιστική πράξη κοινοποιήθηκε νομοτύπως στους καταλογισθέντες και μέχρι τη λήξη της προθεσμίας προσβολής της με έφεση (30.11.2004) δεν ασκήθηκε έφεση κατʹ αυτής. Στις 20.1.2005 ο Δήμαρχος και το μέλος της Δημαρχιακής Επιτροπής Μ.Α. κατέθεσαν στη Γραμματεία του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κοινή έφεση κατά της ως άνω καταλογιστικής πράξης, σωρεύοντας και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με αίτημα να κηρυχθεί παραδεκτή η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεσή τους, αναφέροντες ότι λόγω τραυματισμού σε τροχαίο ατύχημα, που έλαβε χώρα στις 20.11.2004, νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο Ν.μέχρι τις l0.12.2004 και συνεπεία του γεγονότος τούτου, που συνιστά ανώτερη βία, δεν μπόρεσαν να τηρήσουν την προθεσμία της έφεσης. Με την έφεσή τους οι εκκαλούντες προέβαλαν ότι μη νομίμως εχώρησε ο εις βάρος τους καταλογισμός και ζήτησαν την ακύρωση της πληττόμενης πράξης. Κατά τη συζήτηση δε αυτής κατέβαλε το νόμιμο παράβολο μόνον ο δεύτερος από τους εκκαλούντες (Μ.Α.), ο οποίος επιπροσθέτως, ισχυριζόμενος ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή του, καθόσον οι οικείες διατάξεις που προβλέπουν τη σχετική υποχρέωση μόνο για τους ιδιώτες διαδίκους αντίκεινται στο συνταγματικώς προστατευόμενο καθώς και στην επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της δικονομικής ισότητας και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες, ζήτησε να του α ποδοθεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Εξάλλου ο εφεσίβλητος Δήμος, αρνούμενος τη βασιμότητα της έφεσης ως στρεφόμενης κατά νομίμως εκδοθείσας καταλογιστικής πράξης, συναφώς δε και της σωρευθείσας αίτησης, ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι αυτή (έφεση) είναι α παράδεκτη, διότι ασκήθηκε εκπροθέσμως και, ειδικώς ως προς τον πρώτο εκκαλούντα Δήμαρχο, και για τον επιπρόσθετο λόγο της μη καταβολής του νόμιμου παραβόλου. - 14 -
Ερωτάται : Ποία πρέπει να είναι η κρίση του Τμήματος επί της εφέσεως και των προβληθέντων ισχυρισμών των διαδίκων ; Οι απαντήσεις πρέπει να είναι συνοπτικές, αλλά αιτιολογημένες και να δίδονται χωριστά και σε αντιστοίχιση προς τα τεθέντα ζητήματα ερωτήματα. - 15 -