Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 1957/2006



Σχετικά έγγραφα
Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

1 of 6 18/4/2017 2:30 μμ

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1-4, 4 παρ. 1 α, 6 παρ. 1, 12παρ.1, 13 παρ. 1, 2 και 3,

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Άρειος Πάγος Β2' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 93/2009

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος Αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης και ύψος αποζημίωσης.

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ *

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρειος Πάγος Α1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 249/2009

Αυτόματη μετάφραση Automatic translation (Google translate) << Επιστροφή. Αριθμός 272/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ :

Άρειος Πάγος Τακτική Ολομέλεια Αριθμός 23/2007 (Δημοσίευση ΝοΒ 2007 σελ. 1852)

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 1608/2007 Δ Πολιτικό Τμήμα [Δημοσίευση: ΝοΒ 56 (2008) σελ. 409]

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Περίληψη ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος /06/ Σύμβαση μελέτης. προϋπολογισμού δαπανών έργου. Καθορισμός του ύψους του προϋπολογισμού.

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Αρείου Πάγου 173/2016 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Πηγή: ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. B2' Πολιτικό Τμήμα

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 873/2009

Published on TaxExperts (

Του αναιρεσείοντος: Β. Α. του Κ., κατοίκου..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Διαμαντάρα και κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσείουσας:..., κατοίκου..., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μανώλης Φραντζεσκάκης.

Αριθμός 298/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Γ` Πολιτικό Τμήμα

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

Άρειος Πάγος Β1 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 310/2011

ΑΠ 686/2017 Μη μείωση αποζημίωσης απόλυσης λόγω συνταξιοδότησ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

ΑΠΟΦΑΣΗ 1202/2016 Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής: 1484/ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την απόρριψη του παραπεμφθέντος λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως αβάσιμου.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010

Πηγή: RS1Z276QLISKBX1JD3U&apof=1244_2014

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Αριθμός 1625/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2` Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ

Αριθμός απόφασης 4524/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

859/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

7/2009 ΑΠ ( ) Αριθμός 7/2009 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1` Πολιτικό Τμήμα

Αριθµός 1321/2004 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. ` Πολιτικό Τµήµα

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ

1 0. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΤΕΓΗ - ΜΙΣΘΩΣΗ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ

ΣτΕ 687/2016 Απαλλαγή Φ.Π.Α. στην παράδοση αγαθών. Ευθύνη αγορ

ΕΕμπΔ 2014 σελ. 627, με παρατηρήσεις Δ.Τζάκα σελ. 631 Απόφαση 201 / 2014

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη,

Αριθμός Απόφασης 1499/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Της αναιρεσείουσας: Μ. Α. του Σ., κατοίκου... Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ρήγο.

ΣτΕ 1865/2002. του... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Μπουρνόζο (Α.Μ. 151), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

Αριθμός 1369/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

3. Η ανακοίνωση της δημοπρασίας θα δημοσιευθεί στον τοπικό τύπο το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από τη διενέργειά της.

Πηγή: ΕΕΔ Τόμος 73/2014, Σελ. 460

Άρειος Πάγος Εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΣΧΕΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ. ικαστήριο: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ Τόπος: ΑΘΗΝΑ Αριθ. Απόφασης: 1030 Ετος: Περίληψη

Transcript:

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 1957/2006 Περίληψη: Εμπορική μίσθωση - Μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης από το μισθωτή σε τρίτο, με συνδυασμό εκχώρησης και αναδοχής χρέους - Απαραίτητη η συναίνεση του εκμισθωτή - Συνέπειες της μεταβίβασης - Διάκριση από σύμβαση υπεκμίσθωσης - Η πώληση της επιχείρησης δεν συνεπάγεται και υποχρέωση της πωλήτριας να μεταβιβάσει το δικαίωμα χρήσης του μίσθιου χώρου - Η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού ήταν επιτρεπτή μόνο με υπομίσθωση ή παραχώρηση της χρήσης. Κείμενο: ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Αχιλλέα Νταφούλη, Ελένη Μαραμαθά, Πλαστήρα Αναστασάκη και Γεώργιο Πετράκη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Νοεμβρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..............." και τον διακριτικό τίτλο "...............", που εδρεύει στο Δήμο...... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Στοϊκό. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".................." και τον διακριτικό τίτλο ".........", που εδρεύει στη... Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Φεβρουαρίου 2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 330/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8745/2004 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27 Ιουνίου 2005 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Πετράκης, ανέγνωσε την από 13 Οκτωβρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 455 επ. και 471 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 44 του π.δ. 34/1995, εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις, προκύπτει, ότι επιτρέπεται η μεταβίβαση ολόκληρης της μισθωτικής σχέσεως από τον μισθωτή προς τρίτο, εκτός των περιπτώσεων του άρθρου 12 του ίδιου ως άνω διατάγματος, η οποία γίνεται μόνο με το συνδυασμό εκχωρήσεως και αναδοχής χρέους, κατόπιν συναινέσεως του εκμισθωτή. Με την εκχώρηση μεταβιβάζεται η σχέση με την ενεργητική της μορφή, ήτοι ως προς τα δικαιώματα, και με την αναδοχή χρέους με την παθητική της μορφή, δηλαδή ως προς τις υποχρεώσεις. Μόνη η σύμβαση μεταξύ μισθωτή και τρίτου για μεταβίβαση προς τον δεύτερο της μισθωτικής σχέσεως, χωρίς συναίνεση του εκμισθωτή, δεν καθιστά τον τρίτο μισθωτή στη σχέση αυτή και, ως εκ τούτου, ο τελευταίος δεν αποκτά κανένα δικαίωμα από τη μίσθωση έναντι του εκμισθωτή. Από τα παραπάνω

συνάγεται, ότι βασικό αποτέλεσμα της μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως, είναι ότι επέρχεται ειδική διαδοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτής. Ο μισθωτής αποξενώνεται από τη μίσθωση και στη θέση του υπεισέρχεται ο τρίτος. Επομένως, κύριο χαρακτηριστικό της μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως είναι η αλλοίωση υποκειμενικώς αυτής, η οποία συνεχίζει πλέον να λειτουργεί με μισθωτή τον τρίτο, προς τον οποίο μεταβιβάστηκε η σχέση. Διάφορη της μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως είναι η σύμβαση της υπεκμισθώσεως, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361, 593 του ΑΚ και 11 του π.δ. 34/1995, επιτρέπεται να συμφωνηθεί μεταξύ των μερών και στην εμπορική μίσθωση. Υπομίσθωση, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 574 και 593 του ΑΚ, είναι η σύμβαση, με την οποία ο μισθωτής, ενεργώντας ως εκμισθωτής, παραχωρεί τη χρήση του μισθίου, την οποία απέκτησε με την κύρια μίσθωση, σε τρίτον (υπομισθωτή) με ορισμένο αντάλλαγμα - μίσθωμα και για ορισμένο χρόνο, που, στα πλαίσια της κατά το άρθρο 361 του ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να είναι το μίσθωμα και ο χρόνος, που συμφωνήθηκαν με την κύρια μίσθωση. Πρόκειται, επομένως, περί συμβάσεως με όλα τα χαρακτηριστικά της μισθώσεως, η οποία, όμως, είναι νέα μεταξύ του μισθωτή και του τρίτου και άσχετη τελείως με την κύρια μίσθωση, η οποία δεν αλλοιώνεται υποκειμενικώς, αλλά εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων, εκμισθωτή και μισθωτή, και να έχει ο πρώτος την ιδιότητα του εκμισθωτή και ο δεύτερος την ιδιότητα του μισθωτή. Τούτο δεν αλλάζει, αν κατά την παρεχόμενη, από την ως άνω αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, στα συμβαλλόμενα μέρη δυνατότητα του καθορισμού ελευθέρως του περιεχομένου της συμβάσεως, συμφωνηθεί, ότι ο υπομισθωτής, θα ευθύνεται εις ολόκληρον με το μισθωτή απέναντι στον εκμισθωτή για όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την (αρχική) μισθωτή. Έτσι, από το γεγονός, ότι ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην υπεκμίσθωση με το ως άνω περιεχόμενο, δεν παύει αυτή να είναι σχέση παρεπόμενη απέναντι σ`αυτόν κι επομένως ο υπομισθωτής δεν υπεισέρχεται στην κύρια μίσθωση. Εντεύθεν προκύπτει η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως και της υπομισθώσεως, που είναι ότι στη μεν πρώτη επέρχεται αλλαγή του φορέα της μισθωτικής σχέσεως και ο μισθωτής υποκαθίσταται από τον τρίτο, προς τον οποίο η μεταβίβαση, ενώ στη δεύτερη παραμένει μισθωτής ο υπεκμισθωτής, ο οποίος απλώς στερείται της εξουσίας χρήσεως του μισθίου, την οποία αποκτά ο υπομισθωτής. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά το ενδιαφέρον μέρος, τα ακόλουθα: Η ενάγουσα, ήδη αναιρεσίβλητη, εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται επαγγελματικώς κυρίως στην περιοχή Αττικής και έχει ως αντικείμενο την παραγωγή και εμπορία προϊόντων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής αναγνωρισμένης καλής ποιότητας, για τη διάκριση των οποίων χρησιμοποιεί το σύνθετο (λεκτικό με απεικόνιση) σήμα της με τις λέξεις "......", την άνοιξη του 1999, αποδέχθηκε πρόταση του " Ζ ", επιχειρηματία ενδυμάτων, που δραστηριοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα, για εμπορική συνεργασία με σκοπό την επέκταση της εμπορικής της δραστηριότητας τόσο στη Βόρεια Ελλάδα, όσο και σε χώρες της Βαλκανικής. Και ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των νόμιμων εκπροσώπων της εναγούσης και του " Ζ" για την οριστικοποίηση των όρων της ως άνω εμπορικής συνεργασίας, στα πλαίσια, πραγματοποιήσεως του εκπονηθέντος από τους ανωτέρω επιχειρηματικού σχεδίου, αποφασίστηκε και συστήθηκε, στις 16 Ιουνίου του 2000, με το υπ`αριθμ. 5600/2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Ανδρεόγλου, που δημοσιεύτηκε νομίμως, η εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, ανώνυμη εταιρία, στο καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας, ύψους 200.000.000 δραχμών,

μετείχαν η ενάγουσα κατά ποσοστό 49% και η οικογένεια του "Ζ" κατά ποσοστό 51%. Η σύσταση της εναγομένης έγινε, όπως προαναφέρθηκε, πριν ακόμη οριστικοποιηθούν οι όροι της μεταξύ των διαδίκων εμπορικής συνεργασίας, δεδομένου ότι η σύσταση αυτή ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την μερική χρηματοδότησή της από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Παραλλήλως όμως η ενάγουσα εταιρεία και στα πλαίσια της προαναφερθείσης επιχειρηματικής πολιτικής της, επεκτάσεως δηλαδή του δικτύου των καταστημάτων της στη Βόρεια Ελλάδα, μίσθωσε από την εταιρεία "......", δυνάμει του από 16-2-2000 ιδιωτικού μισθωτηρίου συμφωνητικού, το υπ`αριθμ. 17 κατάστημα του κτιρίου 1 του κτιριακού συγκροτήματος, που βρίσκεται στην Κοινότητα Πυλαίας Θεσσαλονίκης. Η διάρκεια της μισθώσεως συμφωνήθηκε για δώδεκα έτη, δηλαδή από 1-4-2000 μέχρι 31-3- 2012, και το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 1.780. 240 δραχμών, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, προσαυξημένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του μισθωτηρίου αυτού, με τον όρο 9 συμφωνήθηκε ότι "το μίσθιο θα χρησιμοποιηθεί ως φούρνος-κατάστημα πωλήσεως άρτου και αρτοσκευασμάτων με το σήμα καταστήματος "......" ή άλλης εφάμιλλης διακριτικής δύναμης και φήμης σήμα, το οποίο θα έχει τύχει της προηγούμενης έγκρισης της εκμισθώτριας, την οποία έγκριση δεν θα δικαιούται να αρνηθεί αδικαιολόγητα. Η μισθώτρια θα δύναται να πωλεί στο μίσθιο κατάστημα μόνο τα είδη προϊόντων που αναφέρονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα (Δ) του παρόντος, ενώ για την πώληση επιπλέον κατηγορίας προϊόντων θα απαιτείται η συναίνεση της εκμισθώτριας". Με τον όρο 12 επίσης του μισθωτηρίου συμφωνήθηκε, ότι "η υπομίσθωση (αλλά και η καθ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση της χρήσης του μισθίου από τη μισθώτρια προς τρίτους με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα) επιτρέπεται μόνο με τις πιο κάτω προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: α) εγγύηση της μισθώτριας ως συνοφειλέτριας, ευθυνόμενης εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις του υπομισθωτή, οι οποίες δεν μπορούν να είναι λιγότερες από αυτές της μισθώτριας, β) προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της εκμισθώτριας για την υπομίσθωση, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι αδικαιολόγητα αρνητική και γ) ο υπομισθωτής να είναι αναγνωρισμένη εταιρεία συναφούς δραστηριότητας με τη μισθώτρια ή να συνδέεται με τη μισθώτρια με σύμβαση δικαιόχρησης (franchising)". Μετά την παράδοση της χρήσεως του μισθίου, η ενάγουσα μισθώτρια προέβη στην εσωτερική διαμόρφωση αυτού και στον εξοπλισμό του με τον απαραίτητο πάγιο εξοπλισμό και εγκαταστάσεις και άρχισε, από τον Μάϊο του έτους 2000, να το χρησιμοποιεί για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας, σύμφωνα με τους όρους της μισθώσεως. Στη συνέχεια, τον Αύγουστο του έτους 2000, ενόψει της προσδοκωμένης συνεργασίας των διαδίκων και ενώ ακόμη συνεχίζονταν, οι διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση των όρων της μεταξύ των διαδίκων ανωτέρω εμπορικής συνεργασίας, η ενάγουσα μισθώτρια, κάνοντας χρήση του όρου 12 του μισθωτηρίου συμφωνητικού, υπεκμίσθωσε, με την έγγραφη συναίνεση της εκμισθώτριας..., δυνάμει του από 24-8-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού, το μίσθιο κατάστημα στην εναγομένη εταιρεία, για το χρονικό διάστημα από 1-9-2000 έως 31-3-2012 και με το ίδιο μηνιαίο μίσθωμα, που κατέβαλλε τότε αυτή στην εκμισθώτρια, ενώ συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι κατά τα λοιπά θα ισχύουν όλοι οι όροι του ανωτέρω από 16-2-2000 μισθωτηρίου συμφωνητικού, μεταξύ των οποίων βεβαίως και ο προαναφερθείς όρος 9 αυτού. Ακολούθως, στα πλαίσια της προσδοκωμένης συνεργασίας των διαδίκων, το Σεπτέμβριο του έτους 2000, η ενάγουσα εταιρεία μεταβίβασε στην εναγομένη, με αιτία την πώληση, την επιχείρηση, που ασκούσε μέχρι τότε στο μίσθιο κατάστημα,

αντί συνολικού πιστωθέντος τιμήματος με τον αναλογούντα φ.π.α. 79.176.131 δραχμών, στο οποίο τίμημα περιλαμβάνονταν, το κόστος κατασκευής του καταστήματος, η αξία όλου του πάγιου εξοπλισμού, των εγκαταστάσεων, των εμπορευμάτων και των λοιπών αναλώσιμων ειδών (υλικών συσκευασίας κλπ), που υπήρχαν στο μίσθιο, και οι δαπάνες στις οποίες είχε υποβληθεί η μισθώτρια για την οργάνωση και λειτουργία της ασκηθείσης μέχρι τότε επιχειρήσεως Έκτοτε η εναγομένη υπομισθώτρια παρέλαβε το μίσθιο και άρχισε να το χρησιμοποιεί, εκμεταλλευόμενη την πωληθείσα ήδη σ αυτήν επιχείρηση, που είχε αρχικώς δημιουργήσει η ενάγουσα, χρησιμοποιώντας ως σήμα του καταστήματος το προαναφερθέν σήμα "......", προμηθευόμενη από την ενάγουσα τα ομώνυμα προϊόντα αυτής και εκπληρώνουσα, έτσι, τους όρους της μισθώσεως, στους οποίους ρητώς παρέπεμπε η συναφθείσα υπομίσθωση. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, στις αρχές του έτους 2002, για λόγους αναγομένους προφανώς στους όρους, τις προϋποθέσεις και τα οικονομικά ανταλλάγματα της μεταξύ των διαδίκων αποφασισθείσης εμπορικής συνεργασίας, οι διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση του περιεχομένου των όρων αυτής ναυάγησαν και οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Επακολούθησε η καθοριζόμενη αντισυμβατική χρήση του μισθίου από την υπομισθώτρια εναγομένη, για την οποία η υπεκμισθώτρια ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε αρχικώς με την από 5-2-2002 εξώδικη διαμαρτυρία και ακολούθως με την από 20-1-2003 νέα εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε σ` εκείνη αυθημερόν, αλλά και με την ένδικη αγωγή, με την οποία, συγχρόνως, κατάγγειλε τη σύμβαση υπομισθώσεως κι έτσι επήλθε η λύση της συμβάσεως αυτής. Η εναγομένη, συνεχίζει το Εφετείο, ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, ότι η ασκηθείσα με την αγωγή καταγγελία είναι ανίσχυρη και άκυρη, ως ασκηθείσα άνευ δικαιώματος, συμβατικού ή νόμιμου, της εναγούσης, δεδομένου ότι η επίδικη σύμβαση υπομισθώσεως, είναι εικονική με την έννοια, ότι κατά την κατάρτισή της οι διάδικοι απέβλεψαν όχι στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου έναντι μισθώματος, αλλά στη σύναψη συμβάσεως εκχωρήσεως προς αυτήν (εναγομένη) όλων των δικαιωμάτων της εναγούσης, που απέρρεαν εκ της καταρτισθείσης μεταξύ της τελευταίας και της εκμισθώτριας "........" μισθωτικής συμβάσεως, μεταξύ των οποίων και εκείνο της χρήσεως του μισθίου από την ίδια, ως κυρία πλέον της λειτουργούσης σ αυτό επιχειρήσεως στα πλαίσια της καταρτισθείσης μεταξύ τους συμβάσεως πωλήσεως της λειτουργούσης ήδη σ αυτό επιχειρήσεως, περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω. Ο ισχυρισμός αυτός, ορθώς εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι αφορούσε επίκληση μεταβιβάσεως ολόκληρης της μισθωτικής σχέσεως από την ενάγουσα μισθώτρια προς την εναγομένη ως τρίτη και, ακολούθως, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, εφόσον η μεταβίβαση αυτή γίνεται μόνο με το συνδυασμό εκχωρήσεως και αναδοχής χρέους, κατόπιν συναινέσεως του εκμισθωτή, δεν επικαλέσθηκε δε η εναγομένη, ότι υπήρχε συναίνεση προς τούτο της εκμισθώτριας, ώστε να υπεισέλθει η ίδια στη μισθωτική σχέση. Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της, συνεχίζει το Εφετείο, η εναγομένη επαναφέρει τον ίδιο ισχυρισμό, επικαλούμενη ότι δεν επικαλέσθηκε πρωτοδίκως, ότι επήλθε αλλοίωση της μισθωτικής σχέσεως, με την έννοια ότι υπεισήλθε η ίδια ως μισθώτρια πλέον του μισθίου, αλλά ότι η επίδικη σύμβαση είναι εικονική, με την έννοια ότι οι διάδικοι δεν απέβλεπαν στην παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου έναντι ανταλλάγματος, αλλά, αντιθέτως, απέβλεπαν στην οριστική παραχώρηση του δικαιώματος χρήσεως του μισθίου σ αυτήν (εναγομένη),στα πλαίσια και σε εκπλήρωση της απορρεούσης, από την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση πωλήσεως, υποχρεώσεως της εναγούσης να μεταβιβάσει το δικαίωμα χρήσεως του μίσθιου χώρου, χωρίς την οποία (μεταβίβαση)

δεν ήταν νοητή πώληση και μεταβίβαση της επιχειρήσεως προς αυτήν. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, και κατ αυτόν τον τρόπο διατυπούμενος, είναι απορριπτέος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού η πώληση της επιχειρήσεως, ως σύμβαση ανεξάρτητη και αυτοτελής, δεν συνεπάγεται και υποχρέωση της πωλήτριας εναγούσης να μεταβιβάσει, μαζί με την επιχείρηση, το δικαίωμα χρήσεως του μίσθιου χώρου, που αποτελούσε αντικείμενο της μισθωτικής συμβάσεως, που είχε καταρτίσει με την εκμισθώτρια εταιρεία...... Η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού ήταν επιτρεπτή σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο 12 του μισθωτηρίου συμφωνητικού, μόνον με την μορφή της υπομισθώσεως ή της παραχωρήσεώς της χρήσεως, η οποία δεν επιφέρει υποκειμενικώς αλλοίωση της μισθωτικής σχέσεως. Και αν ακόμη εκτιμηθεί, καταλήγει το Εφετείο, ότι με τον ισχυρισμό αυτό διατείνεται η εναγομένη, ότι η ενάγουσα της μεταβίβασε συγχρόνως, με αιτία την πώληση, και το δικαίωμα χρήσεως του μίσθιου χώρου, ανεξαρτήτως του ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδεικνύεται ο ισχυρισμός αυτός, η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού συνιστά στην ουσία μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως, ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η οποία είναι μεν δυνατή, όπως προαναφέρθηκε, πλην όμως απαιτεί τη μη υπάρχουσα εν προκειμένω συναίνεση της εκμισθώτριας, το δε γεγονός και μόνο ότι η εναγομένη κατέβαλε απευθείας στην εκμισθώτρια "..." το μίσθωμα και τις συμφωνηθείσες αναπροσαρμογές, δεν υποδηλώνει άνευ ετέρου συναίνεση της τελευταίας στη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως. Με τα παραπάνω, που δέχθηκε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 361, 455, 471, 574, 593 και 847 του ΑΚ, 5 παρ.1 και 44 του π.δ. 34/1995, αναφορικώς με το γενόμενο χαρακτηρισμό της συνδεούσης τις διαδίκους έννομης σχέσεως, αφού εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό της πόρισμα για τον χαρακτήρα της έννομης αυτής σχέσεως ως συμβάσεως υπομισθώσεως και όχι ως συμβάσεως μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω παραδοχές του, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχεται, ότι κατά τους όρους της μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως η αναιρεσίβλητη, μισθώτρια αποξενώθηκε από τη μισθωτική σχέση και αναδέχθηκε μόνο εγγυητική ευθύνη απέναντι στην εκμισθώτρια, ούτε αξίωσε, για τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως προς την αναιρεσείουσα την υποβολή της σχετικής συμβάσεως στον έγγραφο τύπο και τη χορήγηση γραπτής συναινέσεως από την εκμισθώτρια. Επίσης, κρίνοντας ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση μεταβιβάσεως της μισθωτικής σχέσεως, διότι έλλειπε η συναίνεση γι`αυτή της εκμισθώτριας, δεν αξίωσε, για την εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων, περισσότερα πραγματικά περιστατικά, από όσα αυτές απαιτούν, ενώ οι προεκτεθείσες παραδοχές του δεν θεμελιώνουν σιωπηρή, αλλά σαφή συναίνεση της εκμισθώτριας για τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω με τον ίδιο πρώτο λόγο κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ψέγεται το Εφετείο για παραβίαση εκ πλαγίου των προαναφερομένων ουσιαστικών διατάξεων, διότι από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει, πώς θα έπρεπε να εκδηλωθεί "στην εμπειρική πραγματικότητα", η συναίνεση της εκμισθώτριας για τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως και τι επιπλέον θα έπρεπε να έχει συμφωνηθεί, ώστε να υπάρχει μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως, πέρα από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, την αποξένωση της αναιρεσίβλητης από τη χρήση του μισθίου και την απευθείας είσπραξη των μισθωμάτων από την εκμισθώτρια. Ο λόγος αυτός πρέπει να

απορριφθεί ως προς την πρώτη μεν αιτίαση ως απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη έλλειψη ανάγεται στην πληρέστερη ανάλυση του σαφώς εκτιθεμένου αποδεικτικού πορίσματος περί ανυπαρξίας συναινέσεως της εκμισθώτριας για τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως, ως προς τη δεύτερη δε αιτίαση ως αβάσιμος, διότι στην απόφαση εκτίθενται οι ελλείποντες νόμιμοι όροι, που απαιτούνταν για τη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως. ΙΙ. Επειδή κατά το άρθρο 594 του ΑΚ, το οποίο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ.1 του π.δ. 34/1995, έχει εφαρμογή και στις εμπορικές μισθώσεις, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει αποζημίωση, αν ο μισθωτής παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους ενοίκους. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκύπτει, ότι ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, και όταν ο μισθωτής δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο όπως συμφωνήθηκε με τους όρους της μισθώσεως. Τέτοια κακή και αντισυμβατική χρήση αποτελεί και η παράβαση όρου της μισθώσεως, με τον οποίο συμφωνήθηκε, ότι ο μισθωτής θα εμπορεύεται στο μίσθιο συγκεκριμένα αναγνωρισμένης φήμης εμπορεύματα, δεδομένου μάλιστα ότι με την παράβαση του όρου αυτού και την πώληση στο μίσθιο υποδεέστερων προϊόντων μειώνεται η εμπορική του αξία. Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως η κακή χρήση του μισθίου και με την πιο πάνω μορφή της παραβάσεως συμβατικού όρου, για να θεμελιώσει δικαίωμα καταγγελίας της μισθώσεως, πρέπει να οφείλεται σε υπαιτιότητα του μισθωτή. Η ευθύνη αυτή, εφόσον αφορά αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής, είναι νόθος αντικειμενική, με την έννοια ότι ο νόμος καθιερώνει νόμιμο μαχητό τεκμήριο υπαιτιότητας του μισθωτή κι επομένως, για την απόκρουση του τεκμηρίου αυτού, ο μισθωτής είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και αποδείξει γεγονός, για το οποίο δεν φέρει ευθύνη (άρθρ. 336 ΑΚ). Τα παραπάνω ισχύουν αναλόγως και επί της υπομισθώσεως. Εν προκειμένω, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε περαιτέρω τα ακόλουθα: Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων των διαδίκων για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως εμπορικής συνεργασίας και η ματαίωση αυτής είχαν ως αποτέλεσμα η εναγομένη-αναιρεσείουσα εταιρεία να πάψει πλέον να προμηθεύεται από την ενάγουσα-αναιρεσίβλητη εταιρία και να πωλεί στο μίσθιο κατάστημα προϊόντα αυτής. Αντιθέτως μάλιστα άρχισε να πωλεί προϊόντα ανώνυμα, δίκης της παραγωγής ή τρίτων, παρά το ότι εξακολουθούσε να εκμεταλλεύεται τη λειτουργούσα στο μίσθιο κατάστημα επιχείρησή της, με το σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της εναγούσης. Για το λόγο αυτό η τελευταία διαμαρτυρήθηκε αρχικώς με την από 5-2-2002 εξώδικη διαμαρτυρία της, που κοινοποιήθηκε στην εναγομένη στις 21-2-2002, και ακολούθως ζήτησε με την από 30-3-2002 αίτησή της και πέτυχε την έκδοση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της υπ αριθμ. 8343/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε, κατά πιθανολόγηση, ότι η εναγομένη άσκησε αθέμιτες και ανταγωνιστικές πράξεις σε βάρος της εναγούσης με την πώληση υποδεέστερων προϊόντων από τα δύο καταστήματά της στη Θεσσαλονίκη και την πρόθεση επεκτάσεώς της σε όλη την Ελλάδα, δυσφημεί αυτήν από την υποδεέστερη ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων και παραπλανά το κοινό σχετικώς με την προέλευσή τους και υποχρεώθηκε η εναγομένη να παύσει να χρησιμοποιεί το σήμα "......" και να αφαιρέσει από το επίδικο μίσθιο κατάστημα καθώς και από το έτερο, που είχε στο μεταξύ δημιουργήσει η ίδια στη Θεσσαλονίκη, τις πινακίδες και όλα τα διακριτικά γνωρίσματα του σήματος της εναγούσης, καθώς και το λογότυπο και το σήμα αυτής.

Ακολούθως, η υπ αριθμ. 8343/2002 απόφαση εκτελέσθηκε νομίμως από την ενάγουσα, στις 11-12-2002. Η μη πώληση, συνεχίζει το Εφετείο, από το μίσθιο των περιλαμβανομένων στο παράρτημα Δ` προϊόντων Φούρνου... συνεπάγεται παράβαση εκ μέρους της εναγομένης του προαναφερθέντος όρου 9 της μισθώσεως, που διέπει και την επίδικη σύμβαση υπομισθώσεως και επιβάλλει τη χρησιμοποίηση του μισθίου ως καταστήματος πωλήσεως προϊόντων με το σήμα καταστήματος "......" ή άλλο εφάμιλλης διακριτικής δυνάμεως και φήμης σήμα, που να έχει τύχει της προηγουμένης εγκρίσεως της υπεκμισθώτριας. Για την αντισυμβατική αυτή χρήση, διαμαρτυρήθηκε και πάλι η ενάγουσα, τόσο με την από 20-1-2003 εξώδικη δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην εναγομένη, όσο και με την ένδικη αγωγή, με την οποία κατάγγειλε συγχρόνως την επίδικη σύμβαση υπομισθώσεως, καταγγελία που επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της, δηλαδή τη λύση της συμβάσεως αυτής, με αναγκαίο επακόλουθο, κατ άρθρο 559 του ΑΚ, την υποχρέωση της εναγομένης να αποδώσει τη χρήση του μισθίου, αφού μέχρι και την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά τις διαμαρτυρίες της εναγούσης, η τελευταία εμμένει στην προαναφερθείσα αντισυμβατική χρήση. Με τον πέμπτο λόγο της εφέσεώς της, η εναγομένη επαναφέρει τον προβληθέντα πρωτοβαθμίως ισχυρισμό της, ότι, και αν ακόμη υφίσταται εκ μέρους της αθέτηση του ανωτέρω συμβατικού όρου της υπομισθώσεως περί χρήσεως του σήματος της εναγούσης, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της, αλλά σε υπαιτιότητα της εναγούσης υπεκμισθώτριας, η οποία με την από 5-2-2002 εξώδικη διαμαρτυρία της απαίτησε να σταματήσει τη χρησιμοποίηση του εμπορικού σήματός της και ακολούθως άσκησε την προαναφερθείσα αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και πέτυχε την έκδοση της υπ`αριθμ. 8343/2002 αποφάσεως, με την αναγκαστική εκτέλεση της οποίας επέβαλε η ίδια την αφαίρεση του παραπάνω σήματος από το μίσθιο κατάστημα. Ο ισχυρισμός αυτός, καταλήγει το Εφετείο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο λόγος που η ενάγουσα απηύθυνε την εξώδικη αυτή διαμαρτυρία προς την εναγομένη και την κάλεσε να παύσει να χρησιμοποιεί το σήμα της ήταν ακριβώς η παράβαση των ως άνω συμβατικών υποχρεώσεών της από την επίδικη υπομίσθωση και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η τελευταία, αφ` ενός μεν είχε σταματήσει να προμηθεύεται προϊόντα από την ίδια (ενάγουσα), αφετέρου δε πωλούσε στο μίσθιο κατάστημα προϊόντα ανώνυμα, δίκης της παραγωγής ή τρίτων, ενώ η εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως έγινε κατ ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος της εναγούσης ως συνέπεια των ανταγωνιστικών και αθέμιτων πράξεων της εναγομένης σε βάρος της. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 594 του ΑΚ, αφού υπό τα γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά αναφορικώς με την παράβαση από την αναιρεσείουσα του όρου της συμβάσεως υπομισθώσεως περί των προϊόντων, που ήταν υποχρεωμένη να πωλεί στο μίσθιο κατάστημα, και τη μη απόδειξη από την ίδια, ότι δεν την βαρύνει πταίσμα για την παραβίαση της υποχρεώσεώς της αυτής, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως και δεν υπάρχει ανεπάρκεια στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφορικώς με τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 του ΚΠολΔ, που υποστηρίζει τα αντίθετα. ΙΙΙ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αριθ.20 του ΚΠολΔ αναιρείται η απόφαση, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο κάνει διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση) και αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των

άρθρων 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ, περιεχόμενο διαφορετικό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς τα πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έτσι, παραμόρφωση μπορεί να γίνει είτε θετικώς με τη λάθος ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, είτε αρνητικώς με την παράλειψη αναγνώσεως κρίσιμων φράσεων ή περικοπών του. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια για τον αναιρεσείοντα κρίση του να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, που φέρεται ως παραμορφωμένο. Δεν υπάρχει όμως παραμόρφωση με την πιο πάνω έννοια, όταν το δικαστήριο από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο, που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, διότι τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άριθ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η από τη διάταξη αυτή πλημμέλεια, διότι τούτο, με το να δεχθεί α) ότι "η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού ήταν επιτρεπτή σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο 12 του μισθωτηρίου συμφωνητικού, μόνο με την μορφή της υπομίσθωσης ή της παραχώρησης της χρήσης" και ότι "η εναγομένη κατέβαλε απευθείας στην εκμισθώτρια το μίσθωμα ποσού... δεν υποδηλώνει άνευ ετέρου συναίνεση της τελευταίας στη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης, δεδομένου ότι η ενάγουσα εξακολούθησε να είναι συνυπεύθυνη έναντι της εκμισθώτριας..." και β) ότι ο ανωτέρω όρος του μισθωτηρίου δεν εμπεριέχει συναίνεση της εκμισθώτριας για την περαιτέρω μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως, ούτε και επιτρέπει άλλη (έστω και συναφή) εμπορία αρτοσυσκευασμάτων, παραμόρφωσε το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο και στην πρώτη αιτιολογία της παρούσης περιεχόμενο του πιο πάνω όρου 12 του μισθωτηρίου. Η παραμόρφωση δε αυτή έγινε, αντιστοίχως, 1) με εσφαλμένη ανάγνωση του περιεχομένου του, δεδομένου ότι από αυτό προκύπτει, ότι δεν απαγορεύτηκε, εκτός από την υπομίσθωση ή την παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου, η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσεως, και δεν προκύπτει ότι η παράλληλη εγγυητική ευθύνη της αναιρεσειούσης είχε το χαρακτήρα εγγυήσεως, δηλαδή επικουρικό, με κυρίως υπεύθυνη έναντι της εκμισθώτριας την αναιρεσίβλητη μισθώτρια, 2) με παράλειψη αναγνώσεως όλων των περικοπών του και ιδίως του εδαφίου γ`, από τις οποίες προκύπτει αφενός μεν ότι υπήρχε συναίνεση της εκμισθώτριας για κάθε μεταβίβαση της χρήσεως του μισθίου, επομένως, και για την καθολική μεταβίβαση της έννομης σχέσεως της μισθώσεως,αφετέρου δε ότι επιτρέπεται η άσκηση στο μίσθιο όχι μόνο όμοιας, αλλά και συναφούς με τη δραστηριότητα της αναιρεσίβλητης μισθώτριας επιχειρήσεως. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις του, είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος διότι με αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων εκτίμηση του δικαστηρίου σχετικώς με το αποδεικτικό περιεχόμενο του επίμαχου όρου του μισθωτηρίου, το οποίο, κατά την αναιρεσείουσα, είναι εσφαλμένο ως αντίθετο προς εκείνο, το οποίο αυτή θεωρεί ως ορθό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27 Ιουνίου 2005 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".................." περί αναιρέσεως της υπ αριθμ. 8745/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2006. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2006.