23 Απριλίου 2013 Τα εισαχθέντα είδη χορού στην Ελλάδα (β μέρος) Πολιτισμός / Παιδεία-Εκπαίδευση Εισαγωγή χορών. Έντεχνοι Δημοφιλείς Μοντέρνοι : Παράγοντες ζήτησης εδραίωσης Στα πλαίσια εκδυτικισμού το νεοσύστατο κράτος εισήγαγε σταδιακά χορούς από την Ευρώπη για να αποδείξει πως μετέχει του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στο χορό τα εισαχθέντα είδη κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: Έντεχνοι, δημοφιλείς μοντέρνοι χοροί. Κατά συνέπεια μιλάμε για διαφορετικούς λόγους εισαγωγής, παράγοντες ζήτησης εδραίωσης.[1] Έντεχνος θεωρείται ο γινόμενος με τέχνη χορός.[2] Ετσι αποδίδεται συμβατικά η καλλιτεχνική, κομψή, επιδέξια δημιουργία που αποτελεί δείγμα εγγραματοσύνης, προϊόν επώνυμου καλλιτέχνη που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό. Τον ρόλο αυτό στην Ευρώπη φέρει το κλασικό μπαλέτο που ουσιαστικά δεν είναι χορός αλλά σημείο συνάντησης πολλών τεχνών με μορφή θεατρικής παράστασης. Το μπαλέτο έχει ως ιδεώδες την αρμονία, την συμμετρία των κινήσεων, ταυτίζει την ομορφιά της κίνησης με την εξωτερική ωραιότητα την δεξιοτεχνία που αποτελεί αυτοσκοπό
ο χορευτής ουράνια οπτασία.[3]οι κινήσεις θα περιοριστούν στα πόδια σε αντιδιαστολή με την Ανατολή που χρησιμοποιεί τον κορμό τα χέρια. [4] Αποτελεί καρπό του ρομαντισμού που θα ξεκινήσει στην Γαλλία θα απογειωθεί στην Ρωσία (Μπαλέτα Κίροφ Μπολσόι).[5] Toulouse-Lautrec, Ballo al Moulin Rouge, 1889-90 Στην Ελλάδα ο έντεχνος χορός θα αργήσει να έρθει λόγω Τουρκοκρατίας. Οι πρώτες ξενόφερτες χορευτικές ομάδες έρχονται στα πλαίσια μελοδραματικών θιάσων που επισκέπτονται Επτάνησα Δυτική Ελλάδα. Επιπλέον εισρέουν στην Αθήνα ώστε να καλύψουν ανάγκες για συναυλίες χοροθεάματα, νούμερα στα βαριετέ, τα καφέ σαντάν τις επιθεωρήσεις. Ανάμεσά τους θρυλικά ονόματα όπως Ζορντάν, η Ραυμόν, ο Μοριάνωφ, η Πράτσικα, η Ρενιέρη, Ζουρούδη η Σισμάνη που άνοιξαν σχολές απένειμαν τα πρώτα διπλώματα χορού. Συντελεστή σταθεροποίησης αποτέλεσαν οι χορευτικές σκηνές, αν δεν δημιούργησαν παράδοση ή σχολές, όπως η Θέσπις η Ισιδώρα Ντάνκαν που εισήγαγε την αντίληψη περί ελεύθερης φυσικής κίνησης( natural movement), την ελευθερία κοστουμιού των γυμνών ποδιών, κυριότερα το θέμα ελληνικότητας στον χορό. Συνεπίκουρο το ζεύγος Κανέλλου που εμφανίζεται με χορούς εμπνευσμένους από την αρχαιότητα. Την όλη κατάσταση βοήθησε το Εθνικό θέατρο που χρησιμοποίησε χορευτές έντεχνου χορού σε παραστάσεις
αρχαίου δράματος αλλά σε άλλα έργα. Το ίδιο θα κάνει η Λυρική Σκηνή με το θέατρό της Ολύμπια. Πολλές χορευτικές ομάδες όπως αυτή της Ραλλούς Μάνου με έργα όπως ο Μαρσύας θα γεννήσουν το Ελληνικό Χορόδραμα το 1952. Οι μουσικές συνθέσεις των Χατζηδάκη Θεοδωράκη θα πλαισιώσουν έργα που οι παραστάσεις τους απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό. Η Μάνου επηρεασμένη από γερμανικό αμερικάνικο ύφος παρουσίασε την παράδοση με τυποποιημένο ύφος όπως η Νικολούδη στα Χορικά (1965-1974). Παράλληλα για πρώτη φορά αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα ο χορός στο αρχαίο δράμα. Πρωτοστάτες του εγχειρήματος η Εύα Πάλμερ με τον Σικελιανό στις λεγόμενες «Δελφικές Γιορτές», το αποτέλεσμα του οράματος του ποιητή ώστε να ξαναγίνουν οι Δελφοί «ομφαλός της γης», κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτιονίας. Ο χορός χόρευε κλασικό μπαλέτο αλλά εμπνέονταν από το αρχαίο πνεύμα τη γλώσσα. Οι παραστάσεις γοήτευσαν μια μερίδα διανοουμένων αλλά δεν βρήκαν απήχηση στο ευρύ κοινό ίσως γιατί πρόκειται για αναβίωση ίσως γραφικότητα αλλά οπωσδήποτε όχι ουσιαστική απόδοση του τριφυούς δρώμενου. Βέβαια οι γιορτές επιβεβαίωσαν την ανάγκη διδαχής χορού στις δραματικές σχολές.[6]
Γιάννης Μόραλης (1916-2009) Μακέτα κοστουμιού της «Αρχόντισσας» από το «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» Ελληνικό Χορόδραμα, 1951 Ο έντεχνος δυτικός χορός παρουσιάζεται με άλλη μορφή κυρίως τον 20ο αιώνα με ονομασίες όπως εκφραστικός, σύγχρονος, μεταμοντέρνος χρησιμοποιήθηκε στις χοροθεατρικές παραστάσεις της Ευρώπης με κύρια εκπρόσωπο την Pina Bausch. Οι νέες τάσεις απέρριπταν την κλασική στυλιζαρισμένη εκδοχή του ακαδημαϊκού μπαλέτου προς χάριν μεγαλύτερης εκφραστικότητας απόδοσης του πνεύματος μέσα από χαλαρές κινήσεις της καθημερινής ζωής. Στην πορεία η αντίληψη της χορευτικής κίνησης πέρασε από πολλά στάδια, πειραματισμούς πρωτοπορίες συνοδεύοντας τις μουσικές εξελίξεις, ωστόσο ακόμα σήμερα επαγγελματίας χορευτής θεωρείται αυτός που γνωρίζει κλασικό μπαλέτο. Η Ελλάδα παρουσίασε μια βραδυπορία στην εξέλιξη αυτή μάλιστα η Ανώτερη Σχολή χορού με προεδρικό διάταγμα θεσπίστηκε μόλις το 1983. Ίσως οι βαθύτεροι λόγοι να ήταν η διάσπαση του λόγιου χορού στους αιώνες του Βυζαντίου ακόμα η εμμονή του έντεχνου να αποτελεί τμήμα της υψηλής τέχνης αυτοσκοπός, τον απέκοψε από το ευρύ
κοινό. [7] Το Φεστιβάλ Αθηνών έδωσε μια νέα πνοή στον έντεχνο χορό με την εισαγωγή ονομαστών καλλιτεχνών αλλά οι ισχνές επιχορηγήσεις σε νέους χορογράφους, η μη παρουσία του είδους στην ανώτατη εκπαίδευση ακόμα η επιλεκτική προβολή του από την τηλεόραση αλλά κυρίως η αντιδιαστολή του με την λαϊκή παράδοση δείχνουν ότι υστερεί διότι δεν έχει καταφέρει να διώσει την ύπαρξή του.[8] Οι δημοφιλείς χοροί που φέραμε από την Ευρώπη χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στους ευρωπαϊκούς, στους λατινοαμερικάνικους στους μοντέρνους. Κυριάρχησαν τον 20 21ο αιώνα ονομάζονται κοινωνικοί χοροί social dances, ballroom διότι συνόδευσαν τον σύγχρονο άνθρωπο στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Έλαβαν μεγάλη δημοτικότητα, πολλές φορές απόκτησαν διαστάσεις φαινομένου παρότι πολλοί από αυτούς είχαν σύντομη διάρκεια. Στην πορεία κάποιοι από αυτούς εξελίσσοντας την τεχνική τους έλαβαν δι αγωνιστική χροιά συγκαταλέγονται πια σε αθλητικούς χορούς με έπαθλα δώρα. Φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με τον έντεχνο χορό που απαιτεί σεβασμό, συγκέντρωση, προσήλωση. [9] Στους Ευρωπαϊκούς χορούς που ονομάζονται απαλοί συγκαταλέγονται το τανγκό, το βαλς το φοξτροτ. Το πρώτο ξεκίνησε από την Νότιο Αμερική αλλά
εξευρωπαΐστηκε στην Γαλλία με ευρωπαϊκή μορφή επέστρεψε στην Αργεντινή. Ο χορός των φτωχών του Μπουένος Άιρες που εξέφραζε την καταπίεση τις στερήσεις τους από αντρικός χορός κατέληξε ζευγαρωτός υιοθετώντας στοιχεία κλασικής τζαζ μουσικής. Στην Ελλάδα απαντάται στα τραγούδια του μουσικού θεάτρου του ελαφρού τραγουδιού όπως Ετίναξες την Ανθισμένη αμυγδαλιά θα ξανάρθεις, στα έργα του Αττίκ στην μαύρη φόρντ του Χατζηδάκι από την Οδό Ονείρων. Το δεύτερο, το βαλς ανήκει στην γερμανική παράδοση. Με το κίνημα του ρομαντισμού υιοθέτησε μελαγχολικά παθιάρικα μοτίβο. Απαντάται σε δύο μορφές το αργό το βιεννέζικο. Από το βιεννέζικο γεννήθηκε η οπερέτα η όπερα. Τους ρυθμούς του βρίσκουμε στα Άστα τα μαλάκια σου σε ρεμπέτικα τραγούδια. Τελευταίο το φοξτροτ ανάλαφρο χορευτικό είδος με τριποδισμούς που θεωρήθηκαν επαναστατικοί για την Γερμανία, στην Ελλάδα θα καθιερωθεί από την Επιθεώρηση μέσα από ευχάριστα τραγουδάκια τύπου Ακόμα ένα ποτηράκι αλλά σε συνδυασμό με αρχοντορεμπέτικα όπως το μια ζωή την έχουμε. Από τους χορούς αυτούς που θεωρηθήκαν επαναστατικοί για την εποχή τους παραμένει μόνο η αίσθηση νοσταλγίας της παλιάς εποχής.[10] Οι λατινοαμερικάνικοι χοροί έγιναν γνωστοί μετά από μια διαδικασία εξευρωπαϊσμού. Στην κατηγορία των λεγόμενων λάτιν περιλαμβάνονται η ρούμπα, τα παράγωγά της μάμπο, τσα-τσα η σάμπα. Πρόκειται για χορούς με έντονα μελωδική ρυθμική μουσική, ελευθερία κινήσεων λόγω των ανοικτών λαβών τους έντονα αισθησιακό χαρακτήρα που προκύπτει από το κούνημα των γοφών. Στην Ελλάδα το λάτιν στοιχείο ήρθε μετά το 1950, συναντήθηκε με το αρχοντορεμπέτικο του Χιώτη αλλά την κουλτούρα του τσιφτετελιού με την οποία συνευρίσκονται σε κλίμα εξωτισμού. Το τσιφτετέλι προέρχεται από την εγγύς ανατολή ήρθε στην Ελλάδα από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Τα δύο είδη μπλέχτηκαν μπλέκονται μεταξύ τους αγκαλιάστηκαν από όλες τις ηλικίες δημιούργησαν κλίμα φυγής σε περιόδους σκληρής πραγματικότητας για την χώρα η δε διάδοσή τους ενθαρρύνεται τόσο από το αστικό περιβάλλον όσο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τον κινηματογράφο. Οι χοροί αποδόθηκαν με ευφάνταστες χορογραφίες με σκοπό την πρόκληση εντυπώσεων. [11] Τέλος μοντέρνοι ονομάζονται οι χοροί που εμφανίστηκαν τις δεκαετίες του 50, 60 70. Μέσα σε αυτούς είναι το μάντισον, χάλι-γκάλι, γιανκα, χούλα-χουπ άλλα με ειδικότερη θέση το Charleston από την ομώνυμη πολιτεία των Η.Π.Α. Πρόκειται για ζωηρό έντονο χορό λιμενεργατών που εξέφραζε την δυσαρέσκεια για την πολιτική κοινωνική κατάσταση που επέφερε ο Α Παγκόσμιος πόλεμος ο ναζισμός. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται στις δημιουργίες του Σπανού. Την δεκαετία του 50 η νέα χορευτική τρέλα ξεκινά από την μαύρη Αμερική
κυριολεκτικά σαρώνει την υφήλιο. Λέγεται rock βασιλιάς του ο Presley οδήγησε την οργισμένη νεολαία να εκδηλώσει τα αισθήματά της μέσα από τους έντονους μουσικούς αντικατοπτρίζει τις ρυθμούς. ταχύτητες Ο χορός της είναι κοινωνίας γρήγορος αλλά την ξέφρενος, σεξουαλική απελευθέρωση τουλάχιστον στην αργή slow μορφή του. Τεχνικά οι νοτομίες του βασίζονται στο σπάσιμο της κλειστής λαβής που απελευθέρωσε το σώμα αλλά στα εναέρια τινάγματα. Ο χορός αρχικά θα απαγορευτεί αλλά γρήγορα θα αποτελέσει στοιχείο ενοποίησης της νεολαίας κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους. Θα αρχίσει από τα πάρτυ των νέων λόγω της αντίδρασης που λάβει από τις μεγαλύτερες ηλικίες θα σηματοδοτήσει τον διαχωρισμό των γενεών. Την μουσική τον χορό του rock συνακολουθούν ανάλογοι τρόποι ενδυμασίας, χτενίσματος συμπεριφοράς ώστε να τονίζεται το στοιχείο αντικομφορμισμού. Ακολουθεί το τουιστ επίσης προωθημένος χορός του από τον Πρίσλευ αλλά σχετικά πιο εύκολος απλός. Η εμφάνιση νέων μουσικών ειδών όπως αυτή της reggae, soul, pop, disco θα στηριχθεί σε πιο απλή αυτοσχέδια χορευτική δραστηριότητα. Φυσικά μέχρι σήμερα σειρά οπό χορούς συρμούς θα ακολουθήσουν. όπως η brakedance, hip-hop,techno οι οποίες πια δεν σηματοδοτούν κοινωνικοπολιτικές επαναστάσεις αμφισβητήσεις όπως οι προηγούμενοι αλλά επιζητούν την σωματική απόλαυση που προκύπτει από ποικιλία χορευτικών κινήσεων[12] Βιβλιογραφία. Λέκκας Δ, Γυφτούλας Ν., κ.ά., στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής Χορού, τ. Α Β Γ Δ Ε, ΕΑΠ, Πάτρα 2003. Σταματάκος Ι., Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, εκδ Βιβλιοπρομηθευτική, Αθήνα 2002. Ράφτης Α., Χορός, Πολιτισμός κοινωνία, θέατρο Δώρα Στράτου, Αθήνα 1992. [1] Εδραίωση καθιστώ κάποιον εδραίο, δηλαδή τον στερεώνω Σταματάκος Ι., 2002, σ. 301. [2] Σταματάκος Ι, 1952, Β τόμος λήμμα έν τεχνος, σ. 1225. [3] Λέκκας Δ., 2003, τόμος Α., σ.228. [4] Ο χορός στις μύτες των ποδιών με ειδικά παπούτσια δίνει την αίσθηση της αέρινης κίνησης,
Σαβράμη Δ., γλωσσάρι, τόμος Δ, σ.147. [5] Τσάτσου Συμεωνίδη Ντ., 2003, τόμος Ε., σ. 156-159. [6] Τσάτσου Συμεωνίδη Ντ., 2003, τόμος Ε, σ.177-178 [7] Λέκκας Δ., 2003, τόμος Δ, σ. 62. [8] Τσάτσου Συμεωνίδη Ντ., 2003, τόμος Ε, σ.179. [9] Κουτσούμπα Μ- Λέκκας Δ., 2003, τόμος Ε, σ.185-191. [10] Κουτσούμπα Μ- Λέκκας Δ., 2003, τόμος Ε, σ.192-198. [11] Κουτσούμπα Μ- Λέκκας Δ., 2003, τόμος Ε, σ.199-205. [12]Κουτσούμπα Μ- Λέκκας Δ., 2003, τόμος Ε, σ.206-213. http://bit.ly/17t8ccm