Η Σ κιά Μια φορά κι έναν καιρό τον ονόμαζαν θεό. Τον ονόμαζαν Άρχοντα του Πολέμου. Τον ονόμαζαν Ανθρωποκτόνο. Το όνομά του ήταν συνώνυμο της φρίκης, του φόβου και του τρόμου. Από το άρμα του, που το έσερναν τέσσερα άτια με πύρινη ανάσα, σκορπούσε το θρήνο, τον πόνο και την απόγνωση. Η προδοσία ήταν η υπέρτατη α- ξία του, το ψεύδος η αλήθεια του και η βία η δόξα του. Ή- ταν ένας θεός ανάμεσα στους θεούς. Ο πιο τρομερός, ο πιο άσπλαχνος, ο πιο άγριος. Πέρασε, όμως, αυτός ο καιρός. Είχε ξεσπάσει ο τελευταίος του πόλεμος. Βρέθηκε ένα βήμα από την επιτυχία, αλλά η νίκη ξέφυγε αναπάντεχα μέσα από τα χέρια του. Όχι επειδή ηττήθηκε, αλλά επειδή εξαφανίστηκαν εκείνες που αποτελούσαν τους εχθρούς του. Χωρίς τις αντιπάλους του, ο πόλεμος ήταν περιττός. Η νί- 7
Κρυστάλλινα Δάκρυα κη ανέφικτη. Χωρίς εχθρούς, ο Άρχοντας του Πολέμου δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης. Από τότε ο Άρης δεν ήταν παρά μια σκιά. Μια καταραμένη σκιά που περιφερόταν άσκοπα ανάμεσα στα οχτώ αγάλματα του ιερού ναού, του Δωδεκάθεου. Πλησίασε το άγαλμα του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Στο κέντρο της θρυλικής του τρίαινας άστραφτε μια ακουαμαρίνα. Ο Άρχοντας του Πολέμου την άρπαξε και κατέβηκε στα μυστικά υπόγεια του Δωδεκάθεου. Έ- νας τρομερός, σιωπηλός λαβύρινθος. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί κάτω θα έκανε οποιονδήποτε άλλο να ασφυκτιά. Ο Άρης συνέχισε να κατεβαίνει, γλιστρώντας μέσα από διαδρόμους, σήραγγες και στοές. Προσπέρασε τα κελιά όπου είχε φυλακίσει τους ηττημένους εχθρούς του. Κατέβηκε ακόμα πιο βαθιά, πατώντας πάνω στα κουφάρια των αρπακτικών που κάποτε ήταν οι δούλοι του και των Σπαρτών* που κάποτε ήταν οι πολεμιστές του. Έφτασε μπροστά σε μια σκοτεινή λίμνη, στο χαμηλότερο σημείο των υπογείων. Σε αυτά τα ακίνητα νερά ψυχορραγούσε ο τελευταίος του φυλακισμένος. * Πολεμιστές οι οποίοι γεννήθηκαν από τα δόντια του δράκου που σκότωσε ο πρώτος βασιλιάς των Θηβών, Κάδμος, κοντά σε μια πηγή. (Σ.τ.Ε.) 8
Η Σ κιά Ο Άρης ύψωσε την ακουαμαρίνα. Το πετράδι έβγαλε μια έντονη γαλάζια λάμψη. Τα νερά της λίμνης την απορρόφησαν και άρχισαν να αναταράσσονται. Στην επιφάνεια ξεπρόβαλε μια πρασινωπή φυσαλίδα, που μέσα της ήταν κουλουριασμένο ένα αγόρι. Τα μάτια του ήταν ζωηρά και σπινθηροβόλα, αλλά το σώμα του εξαντλημένο από την αιχμαλωσία. Δεν κουράστηκες ακόμα; ρώτησε ο Άρης. Ο φυλακισμένος δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει. Θέλω τις δυνάμεις τους! αναφώνησε και πάλι ο θεός. Το αγόρι παρέμεινε σιωπηλό για δεύτερη φορά. Η λύσσα του Άρη φούντωσε μέσα του. Εδώ και πολύ καιρό επαναλαμβανόταν ίδια κι απαράλλαχτη αυτή η ανάκριση. Ερωτήσεις δίχως απάντηση. Και όπως πάντα, η οργή του θεού ξέσπασε αδυσώπητη πάνω στο βουβό του θήραμα. Έπειτα ο Άρης ξανανέβηκε στο Δωδεκάθεο για να συνεχίσει την αναζήτησή του Την αναζήτηση των χαμένων εχθρών του. *** Η φυσαλίδα βυθίστηκε και πάλι στη σκοτεινή λίμνη. Θα γέμιζε με νερό μέχρι να προκαλέσει σχεδόν τον πνιγμό του φιλοξενουμένου της. Ο φυλακισμένος ήξερε ότι, όταν θα έ- φτανε στο σημείο να αποχαιρετήσει τον κόσμο, το νερό θα 9
Κρυστάλλινα Δάκρυα αποτραβιόταν, για να επιστρέψει έπειτα και να γεμίσει πάλι τη φοβερή φυσαλίδα. Και αυτό θα συνεχιζόταν ωσότου πάρει την απόφαση να μιλήσει. Μόνο που εκείνος δε θα το έκανε ποτέ. Κανείς δε θα μπορούσε να υπομείνει αυτό το μαρτύριο. Για το αγόρι, όμως, ήταν εύκολο. Το έκανε από αγάπη. 10
Κακή Αρχή Δ-Δ εν είναι δυνατό! Είσαι και πολύ βούρλο! στρίγκλισε η Λούτσε κοιτάζοντας την αποκρουστική καφετιά μάζα που είχε κολλήσει πάνω στην μπλούζα της. Την μπλούζα που ετοίμαζε εδώ και τόσο καιρό για να μπορέσει να τη φορέσει την πρώτη μέρα του σχολείου. Και όχι την πρώτη μέρα μιας οποιασδήποτε σχολικής χρονιάς, αλλά την πρώτη μέρα στο λύκειο. Φυσικά, ο οδοστρωτήρας ο αδερφούλης της, το πιο ανεξέλεγκτο πεντάχρονο που μπορούσε να διανοηθεί ανθρώπου νους, είχε διαλέξει τη μέρα για να την πασαλείψει με σοκολάτα. Θα το θυμάμαι αυτό που έκανες την πρώτη σου μέρα στο δημοτικό! ούρλιαξε η Λούτσε στον Τζίντζι που χασκογελούσε. Πανικόβλητη, η κοπελίτσα ανέβηκε δυο δυο τα σκα- 11
Κρυστάλλινα Δάκρυα λιά, όρμησε στο δωμάτιό της και άνοιξε διάπλατα την ντουλάπα αναζητώντας με αγωνία μια αξιοπρεπή μπλούζα. Ό- ση ώρα έψαχνε κάνοντας φύλλο και φτερό τα πάντα, πετούσε πάνω στο κρεβάτι τις ακατάλληλες μπλούζες. Στη δέκατη μπλούζα, μια διαπεραστική κραυγή ακούστηκε από την κουζίνα. Λούτσε, έχεις αργήσει! της φώναξε η μητέρα της. Λες και δεν το ήξερε Είχε σχεδιάσει να φτάσει νωρίτερα στο σχολείο. Ήθελε να έχει το χρόνο να διαλέξει το καλύτερο θρανίο και έναν ευπρεπή συμμαθητή για διπλανό, αλλά τα ιδιοφυή σχέδιά της είχαν ναυαγήσει. Επιτέλους, βρήκε το φούξια μπλουζάκι που έψαχνε, αλλά το απέρριψε αμέσως. Πολύ χτυπητό για την πρώτη μέρα στο σχολείο. Το πράσινο ίσως να έκανε για την περίσταση, αλλά του έλειπε ένα κουμπί. Το κόκκινο ή- ταν ξηλωμένο, το λευκό ασιδέρωτο. Υπήρχε, επίσης, η μπλούζα που φορούσε όταν πήγαινε για ψώνια, αυτή του χορού κι εκείνη που της είχε κάνει δώρο η θεία της. Καμία, όμως, δεν ήταν κατάλληλη. Οι καλύτερες βρίσκονταν στα άπλυτα. Στη δέκατη πέμπτη στριγκλιά της μητέρας της, με έναν τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις, η Λούτσε φόρεσε στα πεταχτά την μπλούζα που κρατούσε στα χέρια της. Δε θα μπορούσε να είχε κάνει χειρότερη 12
Κακή Αρχή επιλογή. Είχε φορέσει τη Χάλια Μαύρα, τη γρουσούζικη μπλούζα της. Κάθε φορά που τη φορούσε, όλα τής πήγαιναν στραβά. Τι συμβαίνει; Εσύ δε φαγώθηκες να πας από νωρίς; τη ρώτησε ο πατέρας της μπαίνοντας στο δωμάτιο με ένα εμψυχωτικό χαμόγελο. Επιτέλους, να και κάτι θετικό σε αυτό το τραγικό πρωινό. Είχα κάτι προβληματάκια. Θα μου κάνεις τη χάρη να με πετάξεις με το αυτοκίνητο; ρώτησε το κορίτσι. Δυστυχώς, έχω να πάω στην άλλη άκρη της πόλης! Σε παρακαλώ! Αν δε με πας, η ζωή μου θα καταστραφεί! επέμεινε η Λούτσε πεταρίζοντας τα βλέφαρα και νιώθοντας να την πλημμυρίζει μια έντονη θέρμη. Το βλέμμα της παρέμεινε καρφωμένο στο διστακτικό πατέρα της. Τότε θα πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως Έτοιμη είμαι! είπε η Λούτσε, που δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο διατεθειμένη να απαρνηθεί την τελευταία ευκαιρία που της δινόταν για να φτάσει στην ώρα της. Πολύ θα ήθελε να ξαναλλάξει ρούχα, αλλά το να αργοπορήσει θα μπορούσε να της φέρει ακόμα μεγαλύτερη συμφορά από την καταραμένη μπλούζα. Δυστυχώς, όμως, η Χάλια Μαύρα είχε ήδη αρχίσει να επενεργεί. Ο Ντάνιελ Πάντινγκτον, ο νεαρότατος οδηγός της οικογένειας Γκριμάλντι, δεν μπορούσε να κάνει τίπο- 13
Κρυστάλλινα Δάκρυα τα όταν κατέληξαν παγιδευμένοι στο χειρότερο μποτιλιάρισμα που γνώρισε ποτέ το Ρέινμποου Χιλ. Η Λούτσε αγχωνόταν όλο και περισσότερο. Εγώ κατεβαίνω εδώ, αποφάσισε. Αν τρέξω, ίσως προλάβω να φτάσω πριν τελειώσουν τα μαθήματα! Καλή σχολική χρονιά, μαθητριούλα μου! της ευχήθηκε ο πατέρας της, καθώς εκείνη έβγαινε σφαίρα από το αυτοκίνητο. Φτάνοντας στο προαύλιο του σχολείου, ήρθε στο νου της Λούτσε ένα καταθλιπτικό σενάριο. Το παλιό κτίριο είχε γλιτώσει παρά τρίχα από το μεγάλο σεισμό που είχε συγκλονίσει την πόλη πριν από δέκα χρόνια. Ήταν αυστηρό και ελάχιστο φιλόξενο. Έμοιαζε σαν να της έλεγε: «Δεν το αξίζεις να διαβείς τούτο το κατώφλι, αλλά, αν το διαβείς, θα σε κάνω να υποφέρεις». Και δεν υπήρχαν ορδές μαθητών να αλαλάζουν για να ελαφρύνει λίγο η ατμόσφαιρα. Είχαν μπει όλοι στις τάξεις. Καθώς ανέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά της εισόδου στην προσπάθειά της να καλύψει την αργοπορία της, η Λούτσε έπεσε πάνω σε μια άλλη αργοπορημένη, προφανώς πιο γρήγορη από αυτήν. Αλλά και πολύ πιο αγενή, αφού δεν μπήκε καν στον κόπο να ζητήσει συγνώμη. Κουνήσου! Έχουμε αργήσει! γρύλισε η άγνωστη με 14
Κακή Αρχή τον πιο φουρκισμένο τόνο στη φωνή που είχε αντηχήσει ποτέ στην πόλη. Καλά, πρέπει να είσαι μεγάλη ιδιοφυΐα που το κατάλαβες! ανταπάντησε η Λούτσε, η οποία δεν ήταν τύπος που ανεχόταν την αγένεια. Η γιγαντόσωμη επιστάτρια που στεκόταν στην είσοδο μπήκε στη μέση για να χωρίσει τα δύο κορίτσια που τσακώνονταν. Κακή αρχή κάνατε, κορίτσια! δήλωσε. Σε αυτό το σχολείο δεν ανεχόμαστε τις καθυστερήσεις. Αύριο θα πρέπει να φέρετε χαρτί υπογεγραμμένο από τους γονείς σας που να δικαιολογεί την αργοπορία σας. Θα προσπαθήσουμε, απάντησε το φουρκισμένο κορίτσι, που η Λούτσε βάφτισε κατευθείαν Βασίλισσα των Στραβόξυλων. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος της επιστάτριας πεταρίζοντας τα βλέφαρα και νιώθοντας πάλι να την πλημμυρίζει αυτή η παράξενη θέρμη που είχε νιώσει περίπου μισή ώρα πριν. Θα είχατε την καλοσύνη να μου υποδείξετε πού βρίσκεται 1 ΣΤ; Ανεβαίνεις τις σκάλες, η πρώτη αίθουσα δεξιά. Αν βιαστείς και είσαι τυχερή, δε θα έχει μπει ακόμα η Τζόνσον, απάντησε η εύσωμη γυναίκα, που μαλάκωσε ξαφνι- 15
Κρυστάλλινα Δάκρυα κά. Στη συνέχεια στράφηκε προς το Στραβόξυλο με εντελώς διαφορετικό ύφος. Κι εσύ; Σιντ Μάντισον, 1 Γ. Η Λούτσε ξανάρχισε το τρεχαλητό, πανηγυρίζοντας α- πό μέσα της που αυτή η Σιντ δεν ήταν στην ίδια τάξη μ ε- κείνη. Σταμάτησε μπροστά στην κλειστή πόρτα της αίθουσας και πήρε βαθιά ανάσα. Μια παράξενη μυρωδιά, σκόνη ανακατεμένη με κιμωλία, έφτασε στα ρουθούνια της. Μπορεί τα σχέδιά της να είχαν ναυαγήσει, αλλά τουλάχιστον είχε μια τελευταία ευκαιρία να κάνει θεαματική είσοδο. Φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό της και άνοιξε την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισε δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε. Συνήθως ο κόσμος ανταποκρινόταν ευγενικά στα χαμόγελά της. Αυτή τη φορά, όμως, είκοσι οχτώ εμβρόντητα ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω της και μια βλοσυρή γριά θρονιασμένη πίσω από την έδρα τής επιφύλαξε έ- να πικρόχολο καλωσόρισμα. Η έλλειψη συνέπειας μαρτυράει έλλειψη σεβασμού. Είσαι η ; Λούτσε Γκριμάλντι, κυρία. Και συνήθως είμαι συνεπέστατη, αλλά σήμερα Η καθηγήτρια Τζόνσον, που έμοιαζε περισσότερο με όρνεο παρά με άνθρωπο, τη διέκοψε απότομα. 16