κρικοθυρεοειδής σύνδεσμος ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΟΣ, αλλά δεν είναι τόσο χάλια. Έμαθα να ζω μ αυτό. Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας συστηθώ όπως πρέπει, αλλά δεν έχω όνομα πια. Νομίζω ότι σχεδόν κανείς από μας δεν έχει. Χάνουμε τα ονόματά μας σαν τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα ξεχνάμε σαν τις επετείους. Το δικό μου ίσως άρχιζε από «Ρ», αλλά τώρα το μόνο που μου έχει απομείνει είναι αυτό το γράμμα. Είναι αστείο, γιατί όταν ήμουν ζωντανός πάντα ξεχνούσα τα ονόματα των άλλων. O φίλος μου ο «M» λέει ότι η ειρωνεία του να είσαι ζόμπι είναι πως όλα σου φαίνονται αστεία, αλλά δεν μπορείς να χαμογελάσεις γιατί τα χείλη σου έχουν σαπίσει. Κανείς μας δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικός, ωστόσο ο θάνατος υπήρξε πιο επιεικής μαζί μου απ ό,τι με κάποιους άλλους. Βρίσκομαι ακόμα στα πρώτα στάδια της σήψης. Έχω μόνο το γκρίζο δέρμα, τη δυσάρεστη μυρωδιά και τους μαύρους κύ
16 Αϊ ζ α κ Μα ρ ι ο ν κλους κάτω από τα μάτια. Μέχρι που θα μπορούσα να περάσω για Ζωντανός που έχει ανάγκη από διακοπές. Προτού γίνω ζόμπι πρέπει να ήμουν κάτι σαν στέλεχος επιχείρησης, τραπεζίτης ή χρηματιστής, ή μαθητευόμενος που ψηνόταν ακόμα στη δουλειά, γιατί φοράω αρκετά καλά ρούχα. Μαύρο υφασμάτινο παντελόνι, γκρίζο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Μερικές φορές ο Μ με κοροϊδεύει. Δείχνει τη γραβάτα μου και πασχίζει να γελάσει με ένα πνιχτό, μπάσο γουργουρητό που βγαίνει βαθιά απ τα σωθικά του. Εκείνος φοράει σκισμένο τζιν και ένα απλό, λευκό μπλουζάκι. Το μπλουζάκι του είναι πλέον πολύ μακάβριο. Θα έπρεπε να είχε διαλέξει πιο σκούρο χρώμα. Μας αρέσει να αστειευόμαστε και να κάνουμε εικασίες σχετικά με τα ρούχα μας, μια και αυτές οι ύστατες στιλιστικές επιλογές είναι η μόνη ένδειξη του ποιοι ήμασταν προτού γίνουμε o κανένας. Κάποιων άλλων είναι λιγότερο προφανείς από τις δικές μου: σορτς και πουλόβερ, φούστα και μπλούζα. Έτσι, αρχίζουμε τις εικασίες. Ήσουν σερβιτόρα. Ήσουν φοιτήτρια. Σου θυμίζει κάτι; Όμως ποτέ δε θυμίζει κάτι. Κανείς απ όσους γνωρίζω δεν έχει συγκεκριμένες αναμνήσεις. Μόνο μια ασαφή, υποτυπώδη γνώση ενός κόσμου που έχει χαθεί από καιρό. Ασθενικές εντυπώσεις από περασμένες ζωές που κρέμονται από πάνω μας σαν φασματικά μέλη. Αναγνωρίζουμε τον πολιτισμό τα κτίρια, τα αυτοκίνητα, τη γενική του άποψη, όμως δεν έχουμε προσωπικό ρόλο σ αυτόν. Ούτε ιστορία. Απλώς είμαστε εδώ. Κάνουμε αυτό που κάνουμε, ο χρόνος κυλάει, και κανείς δε θέτει ερωτήματα. Όμως είπα, δεν είναι τόσο χάλια. Ίσως δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε ανεγκέφαλοι, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα σκουρια
Θε ρ μ α Σω μ α τ α 17 σμένα γρανάζια της ισχύος εξακολουθούν να γυρίζουν, αλλά όλο και πιο αργά, μέχρι που η κίνηση μόλις που διακρίνεται εξωτερικά. Γρυλίζουμε και βογκάμε, γνέφουμε και σηκώνουμε τους ώμους δηλώνοντας την άγνοια και την αδιαφορία μας για τα πάντα, ενώ αραιά και πού μας ξεφεύγουν κάποιες λέξεις. Δεν είναι και τόσο διαφορετικά από παλιά. Όμως με στενοχωρεί το γεγονός ότι έχουμε ξεχάσει τα ονόματά μας. Αυτό μου φαίνεται το πιο τραγικό απ όλα. Μου λείπει το όνομά μου, και θρηνώ για τα ονόματα όλων των άλλων, επειδή θα ήθελα να τους αγαπήσω, αλλά δεν ξέρω ποιοι είναι. Είμαστε εκατοντάδες που ζούμε σε ένα εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο στις παρυφές κάποιας μεγάλης πόλης. Δε χρειαζόμαστε κατάλυμα ούτε θέρμανση προφανώς, αλλά μας αρέσει να έχουμε τοίχους και στέγη πάνω από το κεφάλι μας. Αλλιώς θα περιπλανιόμασταν σε κάποιο ανοιχτό χώρο γεμάτο σκόνη, και κάτι τέτοιο θα ήταν αλλόκοτα μακάβριο. Δε θα είχαμε τίποτε απολύτως γύρω μας, τίποτα να αγγίξουμε ή να κοιτάξουμε, δε θα υπήρχε κανένα σκληρό περίγραμμα πουθενά, θα υπήρχαμε μόνο εμείς και τα ανοιχτά σαγόνια του ουρανού. Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι είναι να είσαι τελείως νεκρός. Ένα αχανές και απόλυτο κενό. Νομίζω ότι είμαστε πολύ καιρό εδώ. Εξακολουθώ να έχω όλη μου τη σάρκα, αλλά υπάρχουν κάποιοι μεγαλύτεροι που μοιάζουν λίγο περισσότερο με σκελετούς που από πάνω τους κρέμονται μικρά, στεγνά κομμάτια μυών τα οποία τινάζονται σπασμωδικά πέρα δώθε. Με κάποιο τρόπο εξακολουθούν να εκτείνονται και να συνδέονται μεταξύ τους, και έτσι συνεχί
18 Αϊ ζ α κ Μα ρ ι ο ν ζουν να κινούνται. Δεν έχω δει κάποιον από μας να «πεθαίνει» από γηρατειά. Ίσως ζούμε για πάντα, δεν ξέρω. Το μέλλον μού φαίνεται εξίσου θολό με το παρελθόν. Και νομίζω ότι δεν μπορώ να αναγκάσω τον εαυτό μου να νοιαστεί για οτιδήποτε πέρα από το παρόν, και το παρόν δεν είναι ακριβώς επιτακτικό. Θα μπορούσες να πεις ότι ο θάνατος με έχει κάνει να χαλαρώσω. Καθώς ανεβαίνω τις κυλιόμενες σκάλες, με πετυχαίνει ο Μ. Χρησιμοποιώ τις κυλιόμενες σκάλες κάμποσες φορές τη μέρα, όποτε λειτουργούν βέβαια. Έχει γίνει σαν τελετουργία. Το αεροδρόμιο είναι εγκαταλειμμένο, αλλά υπάρχει παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κατά διαστήματα, ίσως παράγεται από κάποιες γεννήτριες έκτακτης ανάγκης που τραυλίζουν κάπου βαθιά κάτω απ το έδαφος. Τα φώτα ανάβουν, οι οθόνες τρεμοπαίζουν και οι μηχανές παίρνουν απότομα μπρος. Λατρεύω αυτές τις στιγμές, την αίσθηση ότι τα πράγματα ζωντανεύουν. Στέκομαι στα σκαλοπάτια και ανεβαίνω σαν πνεύμα προς τον ουρανό αυτό το ζαχαρένιο όνειρο της παιδικής μας ηλικίας έχει γίνει τώρα ένα άνοστο αστείο. Ύστερα από περίπου τριάντα πάνω κάτω, ανεβαίνοντας βρίσκω τον Μ να με περιμένει στην κορυφή. Ο δίμετρος σκελετός του κουβαλάει πολλά κιλά μυς και λίπος. Το αποκρουστικό κεφάλι του γενειοφόρο, καραφλό, μελανιασμένο και σάπιο εμφανίζεται καθώς φτάνω στην κορυφή της σκάλας. Είναι ο άγγελος που με υποδέχεται στις πύλες του παραδείσου; Από το ξεσκισμένο στόμα του τρέχουν μαύρα σάλια. Δείχνει προς μια αόριστη κατεύθυνση και γρυλίζει «Πόλη». Γνέφω και τον ακολουθώ.
Θε ρ μ α Σω μ α τ α 19 Βγαίνουμε από το αεροδρόμιο για να βρούμε τροφή. Μια κυνηγετική ομάδα σχηματίζεται γύρω μας καθώς προχωράμε με βαριά βήματα προς την πόλη. Δεν είναι δύσκολο να στρατολογήσουμε νεοσύλλεκτους γι αυτές τις εξορμήσεις, παρόλο που κανείς δεν πεινάει. Η συγκροτημένη σκέψη αποτελεί σπάνιο φαινόμενο εδώ, και όταν κάνει την εμφάνισή της, όλοι σπεύδουμε να την ακολουθήσουμε. Αλλιώς όλη μέρα θα στεκόμασταν και θα βογκούσαμε. Η αλήθεια είναι πως ούτως ή άλλως βογκάμε πολύ. Χρόνια περνούν έτσι. Η σάρκα μαραίνεται πάνω στα κόκαλά μας καθώς στεκόμαστε εδώ και περιμένουμε να εξαφανιστεί. Συχνά αναρωτιέμαι πόσων χρονών είμαι. Η πόλη όπου κυνηγάμε βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Φτάνουμε την άλλη μέρα γύρω στο μεσημέρι και αρχίζουμε να αναζητούμε σάρκα. Αυτή η καινούρια πείνα είναι μια παράξενη αίσθηση. Δεν τη νιώθουμε στο στομάχι μερικοί από μας δεν έχουν καν στομάχι. Την αισθανόμαστε παντού με την ίδια ένταση, μια ιλιγγιώδη, καταλυτική αίσθηση, λες και τα κύτταρά μας ξεφουσκώνουν. Τον περασμένο χειμώνα, όταν τόσο πολλοί Ζωντανοί ενώθηκαν με τους Νεκρούς και η λεία μας έγινε δυσεύρετη, είδα κάποιους φίλους μου να μετατρέπονται σε τελείως νεκρούς. Οι κινήσεις τους έγιναν πιο αργές, έπειτα σταμάτησαν ολωσδιόλου να κινούνται και ύστερα από λίγο συνειδητοποίησα ότι ήταν πτώματα. Στην αρχή ταράχτηκα, αλλά δε συνάδει με το πρωτόκολλο να προσέχεις πότε κάποιος πεθαίνει. Τελικά ξεχάστηκα με λίγα βογκητά. Νομίζω ότι στο μεγαλύτερο μέρος του ο κόσμος έχει τελειώσει, επειδή οι πόλεις όπου περιφερόμαστε είναι εξίσου σάπιες με μας. Τα κτίρια έχουν καταρρεύσει. Οι δρόμοι είναι ασφυκτι
20 Αϊ ζ α κ Μα ρ ι ο ν κά γεμάτοι με σκουριασμένα αυτοκίνητα. Τα περισσότερα τζάμια είναι σπασμένα και ο άνεμος που κυκλοφορεί ανάμεσα στους άδειους ουρανοξύστες βογκάει σαν ζώο που αργοπεθαίνει. Δεν ξέρω τι συνέβη. Αρρώστια; Πόλεμος; Κοινωνική κατάρρευση; Ή μήπως απλώς ευθυνόμαστε εμείς; Μήπως οι Νεκροί παίρνουν τη θέση των Ζωντανών; Υποθέτω ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό. Όταν φτάνεις στο τέλος του κόσμου, δεν έχει σημασία ποιο δρόμο έχεις ακολουθήσει. Αρχίζουμε να μυρίζουμε τους Ζωντανούς καθώς πλησιάζουμε σε μια ερειπωμένη πολυκατοικία. Η μυρωδιά που διακρίνουμε δεν είναι η οσμή του ιδρώτα ή του δέρματος, αλλά η ζύμωση της ζωτικής ενέργειας, όπως η ιονισμένη, βαριά μυρωδιά της αστραπής και της λεβάντας. Δεν τη μυρίζουμε με τη μύτη μας, μας χτυπάει πιο βαθιά, κοντά στον εγκέφαλο, σαν το γουασάμπι. Πλησιάζουμε το κτίριο και μπουκάρουμε μέσα. Τους βρίσκουμε στριμωγμένους σε ένα μικρό στούντιο με τα παράθυρα καρφωμένα με σανίδες. Είναι ντυμένοι χειρότερα από μας είναι τυλιγμένοι με βρόμικα κουρέλια, και όλοι τους χρειάζονται ξύρισμα. Ο Μ έχει φορτωθεί ένα ξανθό κοντό μούσι για την υπόλοιπη σάρκινη ύπαρξή του, αλλά όλα τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μας είναι φρεσκοξυρισμένα. Αυτό είναι ένα από τα καλά του να είσαι Νεκρός, άλλο ένα πράγμα για το οποίο δε χρειάζεται να ανησυχούμε πια. Γένια, μαλλιά, νύχια... τέρμα η αναμέτρηση με τη βιολογία. Τα ατίθασα κορμιά μας έχουν επιτέλους δαμαστεί. Αργά και αδέξια, αλλά με αταλάντευτη προσήλωση, πέφτουμε πάνω στους Ζωντανούς. Πυρά από καραμπίνες γεμίζουν τη θολή ατμόσφαιρα με μπαρούτι και αίμα. Μαύρο αίμα, που πιτσιλίζει τους τοίχους. Η απώλεια ενός χεριού, ενός πο
Θε ρ μ α Σω μ α τ α 21 διού, ενός μέρους από τον κορμό γίνεται δεκτή με αδιαφορία. Δεν πρόκειται παρά για επουσιώδη αισθητικά ζητήματα. Όμως μερικοί από μας δέχονται πυρά στον εγκέφαλο και πέφτουν. Προφανώς υπάρχει ακόμα κάτι που αξίζει σε αυτό το μαραμένο γκρίζο σφουγγάρι, επειδή αν το χάσουμε γινόμαστε πτώματα. Γύρω μου τα ζόμπι σωριάζονται στο έδαφος με υγρούς γδούπους. Όμως είμαστε πολλοί. Τους κατακλύζουμε. Πέφτουμε πάνω στους Ζωντανούς και αρχίζουμε να τρώμε. Το φαγητό δεν είναι ευχάριστη διαδικασία. Μασάω το μπράτσο ενός άντρα, και μισώ αυτό που κάνω. Μισώ τα ουρλιαχτά του, επειδή δε μου αρέσει ο πόνος, δε μου αρέσει να κάνω ζημιά στους ανθρώπους, αλλά έτσι είναι ο κόσμος σήμερα. Αυτό κάνουμε. Βεβαίως, αν δεν τον φάω ολόκληρο, αν αφήσω ανέπαφο το μυαλό του, θα σηκωθεί και θα με ακολουθήσει στο αεροδρόμιο, και αυτό ίσως με κάνει να νιώσω καλύτερα. Θα τον συστήσω στους υπόλοιπους, κι ίσως να σταθούμε και να μουγκρίσουμε μαζί για λίγο. Είναι πλέον δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιοι είναι «φίλοι», αλλά αυτό το σκηνικό ίσως πλησιάζει τη φιλία. Αν συγκρατηθώ, αν αφήσω αρκετό... Όμως δεν αφήνω. Δεν μπορώ. Όπως πάντα, ορμάω στο «καλό», στο μέρος που όταν το τρώω το κεφάλι μου φωτίζεται σαν καθοδική λυχνία. Καταβροχθίζω το μυαλό και για τριάντα περίπου δευτερόλεπτα έχω αναμνήσεις. Φευγαλέες αναλαμπές από παρελάσεις, αρώματα, μουσική... ζωή. Έπειτα ξεθωριάζουν, σηκώνομαι και αρχίζουμε να περιφερόμαστε στην πόλη, γκρίζοι και κρύοι όπως πάντα, αλλά νιώθοντας κάπως καλύτερα. Όχι ακριβώς «καλά», ούτε «ευτυχισμένοι», σίγουρα όχι «ζωντανοί», αλλά... κάπως λιγότερο νεκροί. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να πετύχουμε. Ακολουθώ την ομάδα, καθώς η πόλη εξαφανίζεται πίσω
22 Αϊ ζ α κ Μα ρ ι ο ν μας. Τα βήματά μου είναι λίγο πιο βαριά από των υπολοίπων. Όταν σταματάω σε ένα λάκκο με νερό της βροχής για να ξεπλύνω το αίμα από το πρόσωπο και τα ρούχα μου, ο Μ μένει πίσω και ακουμπάει το χέρι του στον ώμο μου. Γνωρίζει πόσο αποστρέφομαι ορισμένες από τις συνήθειές μας. Ξέρει ότι είμαι λιγάκι πιο ευαίσθητος από τους περισσότερους. Μερικές φορές με πειράζει, κάνει τα μπερδεμένα μαύρα μαλλιά μου κοτσιδάκια και λέει «Κορίτσι. Είσαι τόσο... κορίτσι». Ωστόσο ξέρει πότε να αντιμετωπίσει σοβαρά τη μελαγχολία μου. Με χτυπάει στον ώμο και με κοιτάζει. Το πρόσωπό του δεν είναι σε θέση να εκφράσει λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις, αλλά ξέρω τι θέλει να πει. Γνέφω και συνεχίζουμε την πορεία μας. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να σκοτώνουμε ανθρώπους. Δεν ξέρω τι καταφέρνω μασώντας το λαιμό κάποιου. Κλέβω αυτό που πρέπει να αντικαταστήσει εκείνο που μου λείπει. Ο άνθρωπος εξαφανίζεται κι εγώ μένω. Είναι απλοί αλλά άσκοποι, αυθαίρετοι νόμοι που θεσπίζει κάποιος παρανοϊκός νομοθέτης στον ουρανό. Όμως η υπακοή σε αυτούς τους νόμους μού επιτρέπει να περπατάω, έτσι τους ακολουθώ κατά γράμμα. Τρώω μέχρι να σταματήσω να τρώω και έπειτα ξανατρώω. Πώς άρχισε όλο αυτό; Πώς γίναμε αυτό που είμαστε; Ευθυνόταν κάποιος μυστηριώδης ιός; Ακτίνες γάμα; Κάποια αρχαία κατάρα; Ή κάτι ακόμα πιο παράλογο; Κανείς δε μιλάει πια γι αυτό. Είμαστε εδώ, και έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν παραπονιόμαστε. Δεν κάνουμε ερωτήσεις. Συνεχίζουμε τη δουλειά μας. Υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σε μένα και στον έξω κόσμο. Ένα χάσμα τόσο πλατύ, που μέχρι τα ουρλιαχτά μου να φτάσουν στην άλλη πλευρά δεν είναι παρά ξέπνοα βογκητά.
Θε ρ μ α Σω μ α τ α 23 Στην Πύλη των Αφίξεων μας υποδέχεται ένα μικρό πλήθος κοιτάζοντάς μας με πεινασμένα μάτια ή άδειες οφθαλμικές κόχες. Αφήνουμε το φορτίο μας στο πάτωμα: δύο σχεδόν άθικτοι άντρες ίσως να λείπει κάποιο πόδι ή ένα κομμάτι από τον κορμό ζεστοί ακόμα. Πείτε τους αποφάγια ή φαγητό σε πακέτο. Οι Νεκροί φίλοι μας πέφτουν πάνω τους και τους καταβροχθίζουν στο πάτωμα, σαν ζώα. Η ζωή που παραμένει σε αυτά τα κύτταρα θα τους κρατήσει μακριά από το θάνατο, αλλά οι Νεκροί που δεν κυνηγούν ποτέ δε θα είναι απόλυτα ικανοποιημένοι. Όπως οι ναυτικοί που στερούνται τα φρέσκα φρούτα, θα μαραθούν από τις ανεπάρκειές τους, αδύναμοι και άδειοι στους αιώνες των αιώνων, επειδή η νέα πείνα είναι μοναχικό τέρας. Δέχεται με απροθυμία το καφετί κρέας και το χλιαρό αίμα, αλλά αυτό που λαχταράει είναι η εγγύτητα, η ζοφερή αίσθηση επαφής που διαμείβεται ανάμεσα στα μάτια τους και στα δικά μας τις τελευταίες στιγμές, σαν κάποιο σκοτεινό αρνητικό αποτύπωμα της αγάπης. Κάνω νόημα στον Μ και έπειτα ξεκόβω από το πλήθος. Έχω εγκλιματιστεί από καιρό στη διαπεραστική μπόχα των Νεκρών, όμως η πάχνη που σηκώνουν σήμερα είναι ιδιαίτερα δύσοσμη. Η αναπνοή είναι προαιρετική, αλλά έχω ανάγκη από λίγο αέρα. Περιπλανιέμαι στο δίκτυο των αιθουσών και ανεβαίνω στους κυλιόμενους διαδρόμους. Στέκομαι και βλέπω το σκηνικό να περνάει πίσω από την τζαμαρία. Δεν υπάρχουν και πολλά να δω. Οι διάδρομοι προσγείωσης-απογείωσης έχουν χορταριάσει, ξεχειλίζουν από ζιζάνια και κοντούς θάμνους. Τα αεροπλάνα κείτονται ασάλευτα στο τσιμέντο σαν φάλαινες που έχουν εξοκείλει, λευκά και τεράστια. Ο Μόμπι Ντικ έχει επιτέλους δαμαστεί.
24 Αϊ ζ α κ Μα ρ ι ο ν Παλιά, όταν ήμουν ζωντανός, δε θα μπορούσα ποτέ να είχα κάνει κάτι τέτοιο. Καθώς στέκομαι ακίνητος και βλέπω τον κόσμο να με προσπερνάει, δε σκέφτομαι σχεδόν τίποτα. Θυμάμαι την προσπάθεια. Θυμάμαι τους στόχους και τις προθεσμίες, τις προβλέψεις και τις φιλοδοξίες. Θυμάμαι ότι είχα κάποιο σκοπό, πάντα, παντού, όλη την ώρα. Τώρα στέκομαι εδώ στον κυλιόμενο διάδρομο και απολαμβάνω τη βόλτα. Φτάνω στο τέλος, κάνω μεταβολή και αρχίζω να προχωράω αντίθετα. Ο κόσμος έχει κατασταλάξει. Είναι εύκολο να είσαι νεκρός. Έπειτα από λίγες ώρες που περνούν έτσι προσέχω ένα θηλυκό στον απέναντι διάδρομο. Δεν παραπαίει ούτε βογκάει όπως οι περισσότεροι από μας απλώς κουνάει το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά. Μου αρέσει αυτό, δηλαδή ότι δεν παραπαίει ούτε βογκάει. Συλλαμβάνω το βλέμμα της και την κοιτάζω καθώς πλησιάζουμε ο ένας στον άλλο. Για μια φευγαλέα στιγμή βρισκόμαστε πλάι πλάι, απέχουμε σχεδόν ένα μέτρο. Προσπερνάμε κι έπειτα ταξιδεύουμε προς τις αντίθετες άκρες του διαδρόμου. Κάνουμε μεταβολή και κοιταζόμαστε. Περνάμε ξανά ο ένας δίπλα από τον άλλο. Κάνω ένα μορφασμό που μοιάζει με χαμόγελο, και μου το ανταποδίδει. Στο τρίτο μας πέρασμα κόβεται το ηλεκτρικό ρεύμα και σταματάμε πλήρως ευθυγραμμισμένοι. Της σφυρίζω ένα γεια, και ανταποδίδει τινάζοντας τον ώμο της. Μου αρέσει. Απλώνω το χέρι μου και αγγίζω τα μαλλιά της. Όπως και στη δική μου περίπτωση, η αποσύνθεσή της βρίσκεται σε αρχικό στάδιο. Η επιδερμίδα της είναι χλομή και τα μάτια της βουλιαγμένα, αλλά δεν υπάρχουν εκτεθειμένα οστά ή όργανα. Οι ίριδες των ματιών της έχουν μια εξαιρετικά απαλή σκιά από αυτό το βαρύ γκρίζο των Νεκρών. Η ταφική της