Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ Γιάννα Κατωπόδη Κράτα το φως ανοιχτό Διηγήματα Ιωλκός
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η Δ Ι Η Γ Η Μ Α Τ Α Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις: Χαρά Μακρίδη Καλλιτεχνική επιμέλεια: Karlopoulos & Associates Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Copyright κειμένου: Γιάννα Κατωπόδη Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός Γραμματοσειρά Iolkos Apla, fonts.gr [αποκλειστική χρήση] Δεκέμβριος 2018, Α έκδοση Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Ι Ω Λ Κ Ο Σ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684 - Fax: 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-982-2
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΟΙΧΤΟ
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η Η Γιάννα Κατωπόδη γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Η συλλογή διηγημάτων Κράτα το φως ανοιχτό είναι το πρώτο της βιβλίο.
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ Γιάννα Κατωπόδη ΚΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ ΑΝΟΙΧΤΟ Διηγήματα Εκδόσεις Ιωλκός
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η Θερμές ευχαριστίες στους Θανάση Κ., Ανδρέα Δ. και Μαριάννα Κ. 6
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ Για τον Κανέλλο
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η 8
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ Π Ε Ρ Ι Ε ΧΟ Μ Ε Ν Α ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ [11] ΜΑΡΙΑ [17] ΚΟΥΚΛΟΘΕΑΤΡΟ [ 21] ΤΙΤΙΒΙΣΜΑΤΑ [ 27] ΠΡΟΣΕΥΧΗ [ 31] ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ [ 35] ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ [ 41] ΘΥΣΙΑ [47] ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ [ 49] ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ [ 53] ΜΟΝΟΚΑΤΟΙΚΙΑ [ 57] Η ΙΕΡΕΙΑ [61] ΒΑΛΣ [67] 9
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η 10
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ Ε ίναι περασμένες δύο τα μεσάνυχτα κι απ αυτόν το δρόμο δεν περνάει ψυχή. Μόνο κάνα αυτοκίνητο, όποτε τύχει. Ρίχνει τα φώτα του σαν δύο μάτια ορθάνοιχτα που πασχίζουν να δουν στο σκοτάδι. Είναι ένας βαρετός δρόμος. Απ αυτούς που αδιαφορείς όταν περνάς. Από αυτούς που τίποτα δε συμβαίνει. Που κι αν συμβεί κανείς δε θα το ακούσει. Κανείς δε θα το δει. Θα το προσπεράσει. Σε αυτόν το δρόμο, ένα μικρό φωτάκι φωνάζει. Ένα μικρό, αλλά δυνατό φωτάκι. Πολύ πιο μικρό από τις ψηλομύτες κολόνες φωτός του δρόμου. Αλλά σίγουρα πιο δυνατό απ αυτές. Εκείνες δυσκολεύονται να αναπνεύσουν. Δυσκολεύονται να κρατήσουν το βάρος τους, να μείνουν στο ύψος τους. Μόνο αυτό τις νοιάζει. Και τελικά, τις κερδίζει το φωτάκι. Κλέβει την αποψινή παράσταση. Βγαίνει μέσ από τα σκονισμένα τζάμια ενός ξεχαρβαλωμένου, ξεχασμένου αυτοκινή- 11
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η του με σκασμένα λάστιχα. Θα ορκιζόσουν ότι είναι εγκαταλειμμένο και θα το προσπερνούσες. Αλλά το φωτάκι είναι εκεί. Εκεί που δε θα περίμενες να είναι. Εκεί που δε θα έπρεπε να είναι. Είναι εκεί. Σαν φάρος που σε προειδοποιεί ότι κάτι υπάρχει εκεί. Σε προειδοποιεί ότι υπάρχει ακόμα ζωή. Σαν φάρος που δίνει φως σε ταξίδια, που μπορεί να έκανε κάποτε αυτό το στοιχειωμένο Lada. Όταν τα λάστιχά του ήταν ακόμα φουσκωμένα από περηφάνια και οι ζάντες του γυάλιζαν. Όταν τα τζάμια του ήταν καθαρά για να βλέπει ο οδηγός και να χαζεύει ο συνοδηγός. Και τώρα, ο δρόμος του το έβγαλε εδώ. Στην άκρη ενός δρόμου, πιο ξεχασμένου κι από το ίδιο τ όχημα. Περισσότερο παρατημένο παρά παρκαρισμένο. Χωμένο το μισό μες στις φυλλωσιές. Σαν να προσπαθεί να κρυφτεί. Να ξεχαστεί. Αλλά αυτό το φωτάκι δε θα του το επιτρέψει. Ίσως και καλύτερα. Στο πίσω κάθισμα κάποιος κάθεται. Ή μάλλον έχει ξαπλώσει γιατί το γκρίζο του κεφάλι έχει κάνει μαξιλάρι το πίσω δεξί τζάμι. Κι αυτό που κάποτε ήταν μία ζώνη που αγκάλιαζε ένα κορμί για να το προστατέψει, τώρα είναι ένα σκοινί. Κι απ αυτό κρέμεται ένας μικρός φακός. Κρέμεται σαν να κρατιέται μ αόρατα χέρια. Με νύχια και με δόντια για να μην πέσει και γκρεμοτσακιστεί. Για να μην πέσει και χαθεί σε μία αόρατη άβυσσο. Κρατιέται. Γιατί είναι φάρος. 12
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ Ρίχνει το φως του σε δύο χέρια με καφέ κηλίδες. Δύο χέρια που τα έχει ακουμπήσει ο χρόνος. Που τους έχει σφίξει το χέρι και τους έχει συστηθεί. Χρόνια τώρα. Δύο χέρια κρατούν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Ένα άλμπουμ με κηλίδες. Κάποιες είναι μάλλον από καφέ. Ένας άντρας ποζάρει καμαρωτός μπροστά από ένα ολοκαίνουργιο Lada. Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα ζευγάρι κλειδιά και το δείχνει στην κάμερα σαν να της λέει: «Κοίτα τι έχω εγώ!». Το αριστερό του χέρι είναι περασμένο στους ώμους μίας χαρούμενης γυναίκας. Τη σφίγγει. Το είδε καθαρά η κάμερα. Στο δίπλα τετράγωνο βρίσκεται μία άλλη φωτογραφία. Με τον ίδιο άντρα και την ίδια γυναίκα. Κάθονται πάνω σε μία καρό κουβέρτα, απλωμένη στα χορτάρια. Εκείνη έχει γείρει το κεφάλι της προς το μέρος του, σαν να του λέει κάτι. Σαν να προσπαθεί να κρύψει αυτό που προδίδει το χαμόγελό της. Αλλά ο φακός τα είδε όλα. Τώρα το ένα χέρι γυρίζει σελίδα. Και το κάνει να φαίνεται τόσο εύκολο. Αλλά η γυναίκα είναι και σ αυτήν. Λίγο πιο μεγάλη, σαν να στριμώχτηκαν χρόνια σε μία σελίδα. Ποζάρει δίπλα σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μόνη της. Χαμογελάει στην κάμερα διαφορετικά απ ό,τι πριν. Χαμογελάει σαν να λέει: «Κοίτα τι έφτιαξα για σένα. Για μας». Πρέπει να ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο του κόσμου. Κι αλλάζει πάλι η σελίδα. Κι αλλάζει και η εποχή. 13
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η Και να σου το Lada πάλι. Μπροστά στη θάλασσα να ρεμβάζει. Στο καπό του έχει βολευτεί η γυναίκα. Και το Lada το απολαμβάνει. Κι εκείνη απολαμβάνει το φως του ήλιου. Δύο δάχτυλα βαριά από το χρόνο χαϊδεύουν με τρυφερότητα την πλαστική ανάμνηση. Χαϊδεύουν την πλαστική στιγμή. Και η σελίδα γυρίζει πάλι. Και η γυναίκα είναι εκεί. Αλλά δεν είναι η ίδια γυναίκα. Κοιτάζει την κάμερα στα μάτια σαν να της λέει: «Δες με». Σαν να την προκαλεί. Δείχνει πολύ μεγαλύτερη. Σαν να πέρασε μία δεκαετία από τη μία σελίδα στην άλλη. Δείχνει κουρασμένη. Ίσως από την υπερπροσπάθεια να χαμογελάσει. Το είδε κι αυτό η κάμερα. Την είδε όπως ήταν. Χλωμή κι αδυνατισμένη. Να προσπαθεί. Το χέρι του χρόνου διστάζει να προχωρήσει. Λες και πίσω από αυτήν τη σελίδα κρύβονται δράκοι και μάγισσες. Λες και φοβάται για το τι το περιμένει. Λες και δεν ξέρει. Διστάζει. Κοντοστέκεται στην κάτω γωνία σαν να μην ξέρει ποιο δρόμο να πάρει. Τελικά, τραβάει ευθεία. Εκεί τον περιμένει εκείνη. Πιο χλωμή. Πιο κουρασμένη. Πιο γερασμένη. Ξαπλωμένη σ ένα κρεβάτι. Μ ένα μαντίλι στο κεφάλι. Μ ένα κεφάλι χωρίς μαλλιά. Όμως, χαμογελάει. Όχι στην κάμερα. Σε κείνον. Και το χαμόγελό της είναι υπόσχεση. Είναι φάρος. Άρχισε να ψιχαλίζει μες στο αμάξι. Άρχισε να ψιχαλίζει πάνω στο πλαστικό. Το ένα χέρι τραβάει προς τα 14
Κ ΡΑΤΑ ΤΟ ΦΩΣ Α ΝΟΙ ΧΤΟ πάνω μία καρό ξεθωριασμένη, ξεσκισμένη κουβέρτα. Σφίγγει το ύφασμα, όπως έσφιγγε ο νεαρός άντρας τη νεαρή γυναίκα μπροστά από το Lada. Σφίγγει το ύφασμα και το κλείνει στην παλάμη του για να μην του φύγει. Το άλλο χέρι, με όλη του τη δύναμη, στηρίζει το άλμπουμ. Στηρίζει ένα βιβλίο που έχει βαρύνει απ τα χρόνια που πέρασαν. Στηρίζει με όλη του τη δύναμη τη ζωή που ήταν. * * * Είναι περασμένες τρεις τα ξημερώματα. Μέσα σε μία ώρα πέρασε μία ζωή. Ένα Lada χωρίς λάστιχα ταξίδεψε σε αγρούς και παραλίες, σε νιότη και γηρατειά. Το Lada που τον πήγαινε από τους αγρούς και τις παραλίες, πίσω στο σπίτι. Το χέρι σβήνει το φάρο που κρέμεται από τη ζώνη ασφαλείας. Έτσι κι αλλιώς δεν τον νοιάζει να βλέπει πού πάει. Έτσι κι αλλιώς είναι ήδη σπίτι. 15
Γ Ι Α Ν ΝΑ Κ ΑΤΩΠΟΔ Η 13 μικρές ιστορίες που πραγματεύονται θέματα, όπως ο χρόνος, ο έρωτας και η μοναξιά. Θέματα που κάπου, κάποτε μπορεί να κράτησαν και το δικό σου φως αναμμένο μετά τις δώδεκα. 13 ιστορίες μετά τις δώδεκα. Όταν τα περισσότερα φώτα σβήνουν, κάπου κάποιο μένει αναμμένο. Κάπου, κάποιος ζει τη δική του ιστορία. 16