Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι ο θεσμός εκείνος που συνίσταται



Σχετικά έγγραφα
ΜΕΛΕΤΗ. Το πειθαρχικό δίκαιο του δημοσίου υπαλλήλου.

1. ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΗ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΣΕ ΑΡΓΙΑ

Ατομική γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 196/2017 Αποδοχές υπαλλήλου του ΕΦΚΑ, μετά την άρση της δυνητικής αργίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ (Ν.4057/2012 & Ν.4093/2012)

Θέμα: Αυτοδίκαια Αργία.

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

ΘΕΜΑ: Διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου-λήψης διοικητικών μέτρων σε δημοτικούς υπαλλήλους

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι. Πειθαρχικά παραπτώματα, Αυτοδίκαιη Αργία. Ν. 3528/2007 όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του ν.

ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΘΕΜΑ: ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥΝ. 4235/2015«ΕΚΔΗΜΟΚΡΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ- ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Με τον πρόσφατο Νόμο 4057/2008 μεταρρυθμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του πειθαρχικού δικαίου των νοσηλευτών και των δημοσίων υπαλλήλων γενικότερα, που

[1] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ & ΠΡΟΝΟΙΑΣ Οργανισμός Ασφάλισης

ηµητρακόπουλος Γιώργος Πρόεδρος του Συλλόγου της Νίκαιας ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΑΔΑ: ΒΛΒΠΧ-ΔΛΓ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Δρ. Ιωάννης Μάρκοβιτς Οικονομικός Επιθεωρητής Εκπαιδευτής ΕΚΔΔΑ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.Κ.Α.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟΚ/ΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛ. ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΕΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΛΙΜΑΚΙΟ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΟ Ι ΤΜΗΜΑ ΠΡΑΞΗ 229/2018 (E ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 Απριλίου 2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Πειθαρχία και Διαχείριση Παραπόνων στην Επιχείρηση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΩΝ

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΙΑΡΘΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΑΓΩΓΩΝ

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε.

2. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Στην πειθαρχική διαδικασία, ένδικα µέσα λέγονται τα νοµικά µέσα που χορηγούνται από τις

Θέμα: Πειθαρχικό δίκαιο δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ν. 4057/2012 ΦΕΚ 54 τ. Α

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ Β ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ & ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΕΝΤΟΛΕΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 96. Τιμητική απονομή τίτλων

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 27/01/2017. Αριθμός απόφασης: 862

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΛΑ ΣΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ - ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΤΗΣ ΑΤΙΜΩΡΗ

Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 7 Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΔΑ: 4ΑΓΜΗ-ΔΡ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η Σχέση Πειθαρχικής Ποινικής Δίκης ΜΑΓΑΛΙΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ UNIVERSITY OF ATHENS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Α3 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

της..., κατοίκου Αλιβερίου Χαλκίδας, η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΘΕΜΑ: «ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ & ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ - ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ».

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 23/06/2017 Αριθμός απόφασης: 3512 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3939, 31/12/2004 O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ενημερωτικό του αιρετού στο ΚΥΣΔΕ Νεκτάριου Κορδή εκλεγμένου με το ψηφοδέλτιο των Συνεργαζόμενων Εκπαιδευτικών Κινήσεων

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2001 τ. Β / ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Αθήνα, 27/07/2011

Υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και τα κριτήρια επιλογής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ H ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο H1. Γενικές αρχές πειθαρχικού δικαίου

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ Καλλιθέα, ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

Άρθρο 46 «Ενιαίος και αδιάσπαστος τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου και επαγγελματικά προσόντα αποφοίτων Τ.Ε.Ι..

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3459, 29/12/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 29ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας (ΕΕΕΠ)

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 7ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Η πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη των υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 01/ 03 /2017 Αριθμός απόφασης: 1747 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΔΑ: Β4Μ7Χ-0ΦΕ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ. Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 2012 Αριθ. Πρωτ.: ΔΙΔΑΔ-ΔΙΠΙΔΔ/οικ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 25 ΠAPAΓPAΦH ΠEIΘAPXIKΩN ΠAPAΠTΩMATΩN - ΔIAΓPAΦH ΠEIΘAPXIKΩN ΠOINΩN Του Μιχαήλ Ηλ. Ντασκαγιάννη Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων Έννοια της παραγραφής Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι ο θεσμός εκείνος που συνίσταται στην εξάλειψη, ύστερα από την παρέλευση ορισμένου κατά περίπτωση χρόνου, της δυνατότητας να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη στον υπάλληλο που διέπραξε ορισμένο πειθαρχικό παράπτωμα και να του επιβληθεί η ποινή που προβλέπει ο νόμος. Η έννοια της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος είναι ότι μετά τη συμπλήρωση από την τέλεση αυτού του προβλεπόμενου από το νόμο για την περίπτωση χρόνου, δεν είναι δυνατή η επιβολή στον υπαίτιο υπάλληλο πειθαρχικής ποινής, δηλαδή δεν είναι δυνατή η έκδοση καταγνωστικής (καταδικαστικής) απόφασης (ΣΕ 381/1969). Ο νομοθέτης κρίνει ότι όταν περάσει ορισμένο χρονικό διάστημα από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος, χωρίς να επακολουθήσει πειθαρχική δίωξη και τιμωρία του υπαιτίου υπαλλήλου, δεν έχει πλέον νόημα να εξακολουθήσει να υπάρχει η πειθαρχική αξίωση της διοίκησης κατά του υπαλλήλου αυτού. Η δικαιολογητική βάση της παραγραφής Ηαναγνώριση της παραγραφής ως θεσμού έχει ως δικαιολογητική βάση τη σκέψη ό- τι μετά την πάροδο ορισμένου και κατά κανόνα μεγάλου χρονικού διαστήματος α- πό την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος, η προσωπικότητα του δράστη υπαλλήλου έχει ουσιαστικά μεταβληθεί, η αντίληψη της διοίκησης κατά της αντιπειθαρχικής του ενέργειας έχει σημαντικά εξασθενήσει και η διαταραχθείσα τάξη και ευρυθμία στην υπηρεσία έχει αποκατασταθεί, ώστε η πειθαρχική δίωξη και η επιβολή ποινής να εμφανίζονται πια ως περιττές από τη σκοπιά της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Συμπληρωματικά, η δικαιολογητική αυτή βάση αναφέρεται και στη σκέψη ότι μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την τέλεση του παραπτώματος πολλά αποδεικτικά μέσα εξαφανί- Ο Μιχαήλ Ηλ. Ντασκαγιάννης είναι νομικός και απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, υπάλληλος του υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

26 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH ζονται και αυτά που υπάρχουν είναι επισφαλή, όπως για παράδειγμα οι μαρτυρικές καταθέσεις που στηρίζονται σε μακρινές αναμνήσεις, ώστε να δημιουργείται κίνδυνος έκδοσης εσφαλμένων πειθαρχικών αποφάσεων, δηλαδή αποφάσεων καταδίκης αθώων ή απαλλαγής ενόχων, που δεν συμβάλλει στην επιδιωκόμενη από την πειθαρχική ποινή ε- ξασφάλιση της τάξης και της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών της. Πριν την εισαγωγή του πρώτου Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 1811/51), η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχονταν ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα δεν παραγράφονται, εκτός αν άλλως ορίζεται στο νόμο (ΣΕ 769/33, 184/34). Το σκεπτικό ήταν ότι ναι μεν η μετά την πάροδο του χρόνου κατάπαυση της κοινωνικής αντίδρασης που προκάλεσε το ποινικό αδίκημα δικαιολογεί την παραγραφή αυτού, πλην όμως ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ισχύσει και στα πειθαρχικά αδικήματα, αφού η δίωξη των πειθαρχικών α- δικημάτων δεν στηρίζεται στην ικανοποίηση της κοινωνικής αντίδρασης, αλλά στην ε- μπέδωση της τάξης μέσα στη δημόσια υπηρεσία, που πρέπει να είναι δυνατή σε κάθε ε- ποχή. Σήμερα δεν υπάρχει ευνομούμενη πολιτεία και έννομη τάξη που να μην αναγνωρίζει το θεσμό της παραγραφής. Άλλωστε, τη στιγμή που το δίκαιο αναγνωρίζει την παραγραφή των ποινικών αδικημάτων, θα ήταν αδιανόητο να μην αναγνωρίζεται η παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων, των οποίων οι συνέπειες περιορίζονται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον πολύ μικρότερου εκείνου που προσβάλλεται με την τέλεση του ποινικού αδικήματος. Εάν δεν παραγράφονταν τα πειθαρχικά παραπτώματα, η πειθαρχική παράβαση θα μετατρέπονταν σε δαμόκλειο σπάθη που θα απειλούσε συνεχώς την υπηρεσιακή σταδιοδρομία του υπαλλήλου και θα δημιουργούσε κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλεια, που δεν θα υπηρετούσε το πραγματικό συμφέρον της υπηρεσίας. Οι συνέπειες της παραγραφής Η παραγραφή εξαλείφει το αξιόποινο των πειθαρχικών παραπτωμάτων. Έτσι, στην περίπτωση που γίνει δεκτή, επιφέρει την οριστική παύση της πειθαρχικής δίωξης του υπαιτίου υπαλλήλου και στερεί από το πειθαρχικό όργανο την εξουσία να ερευνήσει την ουσία της κατηγορίας, αφού η παραγραφή εξαρτάται μόνο από την πάροδο του χρόνου που ορίζει ο νόμος. Η παραγραφή είναι θεσμός δημόσιας τάξης και εξετάζεται πάντοτε και αυτεπαγγέλτως από το πειθαρχικό όργανο σε κάθε στάση της πειθαρχικής διαδικασίας και αν διαπιστώνει τη συμπλήρωσή της, παύει οριστικά την πειθαρχική δίωξη. Ο χρόνος παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων Ο χρόνος παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων καθορίζεται ανάλογα με τη βαρύτητά τους και είναι βραχύτερος για τα ελαφρά και μακρύτερος για τα βαριά παραπτώματα. Η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 112 του Υ.Κ. (Ν.3528/2007) προβλέπει για την παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων τις εξής προθεσμίες: α) Δυο έτη, που θεωρείται ως γενική για όλα τα κοινά παραπτώματα. β) Πέντε έτη για τα βαριά πειθαρχικά παραπτώματα του άρθρου 109 παρ. 2, που είναι δυνατόν να επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης.τα παραπτώματα αυτά είναι: - Οι πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψης αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία {άρθρο 107 παρ. 1(α) Υ.Κ.},

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 27 - η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα (Π.Κ.) ή άλλους ειδικούς νόμους, - η αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειρισθεί, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, ο υπάλληλος, - η χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός ή εκτός της υπηρεσίας, - η παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις, - η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δυο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους, - η εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια, - η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία, την οποία διενεργεί η αρχή στην οποία αυτός ανήκει ή επιτροπή, μέλος της οποίας είναι αυτός, - η εμμονή σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ. 8 Υ.Κ. Οι διατάξεις του Υ.Κ. περί παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων που μπορούν να επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης έχουν εφαρμογή και όταν το αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο επιβάλλει αντί της ποινής αυτής άλλη ηπιώτερη (ΣΕ 781/73, 3835/86, 1361/88, 1528/90). Έτσι, ο χρόνος της παραγραφής εξαρτάται από το νομικό χαρακτηρισμό του παραπτώματος (ΣΕ 2911/70), δηλαδή από το χαρακτηρισμό ως παραπτώματος, που περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης και όχι από την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επιβλήθηκε στο δράστη υπάλληλο στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων ή οποιουδήποτε άλλου λόγου μείωσης της ποινής κατά το άρθρο 108 του Υ.Κ. γ) Όταν το πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα, ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος είναι ίσος προς το χρόνο παραγραφής του ποινικού αδικήματος, που ορίζεται από τις ποινικές διατάξεις. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 112 του Υ.Κ. ορίζει ότι Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Έτσι, εφόσον κατά την εκτίμηση του οργάνου, που ασκεί την πειθαρχική δίωξη, τα περιστατικά που αποτελούν το πειθαρχικό παράπτωμα αποτελούν συγχρόνως και ποινικό αδίκημα, μπορεί η πειθαρχική δίωξη να κινηθεί και μετά την πάροδο του χρόνου της διετούς ή πενταετούς παραγραφής, με την κλήση σε απολογία ή με την παραπομπή του υπαιτίου στο υπηρεσιακό συμβούλιο, ώστε τελικά ο χρόνος της παραγραφής να παρατείνεται μέχρι τη λήξη της παραγραφής του ποινικού αδικήματος. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσης, το οποίο ως κακούργημα υπόκειται σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 2 του Π.Κ. σε 15ετή παραγραφή (ΣΕ 3835/86), με την παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 242 Π.Κ (ψευδής βεβαίωση, νόθευση εγγράφου κ.λπ), το οποίο ως πλημμέλημα υπόκειται κατά το άρθρο 111 παρ. 3 και 113 παρ. 1 του Π.Κ. σε οκταετή παραγραφή (ΣΕ 625/87, 404/99). Για να ισχύσει για την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος η παραγραφή του ποινικού αδικήματος δεν απαιτείται να έχει ασκηθεί και ποινική δίωξη. Ο πειθαρχικός προϊστάμενος του δράστη υπαλλήλου και στην περίπτωση ακόμη που δεν έχει α- σκηθεί ποινική δίωξη, εάν κρίνει ότι η συγκεκριμένη πράξη αποτελεί και ποινικό αδίκημα, οφείλει να ασκήσει πειθαρχική δίωξη, έστω και αν η πράξη αυτή, ως πειθαρχικό α-

28 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH πλώς παράπτωμα έχει παραγραφεί. Η τυχόν αμφισβήτηση για το αν η πράξη είναι ή όχι και ποινικό αδίκημα θα λυθεί τελικά από το δικαστή που θα δικάσει την ουσία της υπόθεσης (ΣΕ 1223/90). Το πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα, δεν παραγράφεται πριν περάσει ο χρόνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος υπάλληλος αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών (Ν.Σ.Κ. 916/86). Έχει κριθεί ότι δεν αποτελούν ποινικά αδικήματα τα εξής πειθαρχικά παραπτώματα: της αμέλειας ως προς την εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος (ΣΕ 786, 2764/90, 1750, 3109/87, 4141/84, 1202/78, 2813/65), καθώς και της ατελούς εκπλήρωσης καθήκοντος (ΣΕ 2302/90, 2431/89, 3429/88), της χρησιμοποίησης της υπαλληλικής ιδιότητας προς εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, της αναρμόδιας παρέμβασης υπέρ τρίτου, της αδικαιολόγητης προτίμησης υποθέσεων νεωτέρων επί παραμελήσει παλαιοτέρων και της δι υπαιτίου πράξεως παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος (ΣΕ 842/97), της παρέλκυσης εκτέλεσης υπηρεσίας (ΣΕ 926/88), της απλώς αναξιοπρεπούς διαγωγής και της αποδοχής υλικής εύνοιας που δεν συνιστά δωροληψία, αλλά προέρχεται από πρόσωπα των οποίων τις υποθέσεις χειρίσθηκε ο υπάλληλος (ΣΕ 548/88), της παράβασης υπηρεσιακού καθήκοντος χωρίς δόλο ή προσπορισμό ατομικής ωφέλειας {ΑΣΔΥ (ΑΠ) 16, 18, 25/71}, της παράβασης του υπηρεσιακού καθήκοντος χωρίς δόλο ή από αμέλεια (ΣΕ 3125/96, 2031/97), της εντός υπηρεσίας αναξιοπρεπούς ή ανάξιας δημοσίου υπαλλήλου διαγωγής (ΣΕ 104, 714/67, 3462/89), της εκτός υπηρεσίας αναξιοπρεπούς δημοσίου υπαλλήλου διαγωγής, καθώς και της παράβασης της υπηρεσιακής εχεμύθειας (ΣΕ 104/67). Έναρξη και υπολογισμός του χρόνου της παραγραφής Σ ύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 112 του Υ.Κ., η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα. Ως χρόνος τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, από τον οποίο αρχίζει η προθεσμία της παραγραφής, θεωρείται η ημέρα κατά την οποία ο υπαίτιος υπάλληλος ενήργησε ή ώ- φειλε να ενεργήσει. Είναι αδιάφορο για την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος και την έναρξη του χρόνου της παραγραφής ο χρόνος που επήλθε το ζημιογόνο από την πράξη ή παράλειψη αποτέλεσμα (ΣΕ 664/70). Έτσι, στα πειθαρχικά παραπτώματα τέλεσης, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που ο δράστης τέλεσε ή ολοκλήρωσε τις πράξεις που αποτελούν το πειθαρχικό παράπτωμα. Στα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται με παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που έπαυσε η υποχρέωση προς ενέργεια του δράστη υπαλλήλου, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που συνεχίζεται η παράλειψη εκπλήρωσης υπηρεσιακού καθήκοντος κρίσιμη είναι η ημέρα που ο υπάλληλος αποχώρησε από τη συγκεκριμένη θέση (ΣΕ 263/99, 837/97, 1391/91) ή που παρήλθε ο προβλεπόμενος χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να εκτελεσθεί η παραληφθείσα ενέργεια. Στο κατ εξακολούθηση τελούμενο πειθαρχικό παράπτωμα, δηλαδή παράπτωμα που αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς και ομοειδείς επιμέρους πράξεις, που βρίσκονται σε χρονική συνάφεια μεταξύ τους (π.χ. η εκ συστήματος κακή συμπεριφορά του υπαλλήλου προς τους πολίτες) ή από περισσότερες της μιας πράξεις που αποτελούν ε- ξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος (π.χ. ιδιοποίηση από υπάλληλο διαφόρων πο-

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 29 σών της υπηρεσίας), ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει να υπολογίζεται από το χρονικό σημείο που τελέσθηκε η τελευταία από τις πράξεις αυτές ή από το χρονικό σημείο που έ- παυσε η τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος (ΣΕ 837/97, 1414/92, 1393/91, 1361, 3049/88, 1972/86, 616, 3870/80). Στα πειθαρχικά παραπτώματα που συνίστανται στη διατήρηση με τη βούληση του υ- παλλήλου, κατάστασης που αντίκειται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις ή που είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του, ο χρόνος παραγραφής δεν αρχίζει πριν από τη διακοπή της ηθελημένης ενέργειας του υπαλλήλου εξαιτίας της ο- ποίας διατηρείται η παραπάνω κατάσταση (ΣΕ 3043/80). Στα διαρκή ή συνεχή πειθαρχικά παραπτώματα ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να υ- πολογίζεται από την ημέρα που τελέσθηκε η τελευταία πράξη ή παράλειψη (ΣΕ 2281/85). Όταν υπάρχει συρροή πειθαρχικών παραπτωμάτων, κάθε παράπτωμα υπόκειται σε ιδιαίτερη παραγραφή. Σε περίπτωση συμμετοχής σε τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος, ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από το χρόνο της κατά συμμετοχή επιχειρούμενης πράξης και όχι α- πό το χρόνο ενέργειας του αυτουργού. Σε περίπτωση απόπειρας τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που επιχειρήθηκε η αποτελούσα την αρχή τέλεσης του παραπτώματος ενέργεια. Το κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συμπλήρωσης της προθεσμίας παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος είναι η ημερομηνία έκδοσης της καταγνωστικής (καταδικαστικής) απόφασης και όχι η ημερομηνία που η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον τιμωρηθέντα υπάλληλο (ΣΕ 495/91). Ως καταγνωστική δε απόφαση, μέχρι την έκδοση της οποίας υπολογίζεται ο χρόνος της παραγραφής, λογίζεται η απόφαση του αρμόδιου μονομελούς ή πολυμελούς πειθαρχικού οργάνου, με την οποία επιβάλλεται το πρώτο η ποινή και όχι η απόφαση που εκδίδεται σε δεύτερο βαθμό λόγω άσκησης έφεσης (ένστασης) από τον τιμωρηθέντα υπάλληλο (ΣΕ 1204/66, 2596/69, 2740/70, 3979/88). Έτσι, για τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής πειθαρχικού παραπτώματος υ- πολογίζεται ο χρόνος από την ημέρα που τελέσθηκε το παράπτωμα ως την ημέρα που εκδόθηκε η πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση. Αν ο χρόνος αυτός είναι μεγαλύτερος από τα δυο ή τα πέντε χρόνια, το πειθαρχικό παράπτωμα παραγράφεται και ο υπαίτιος υπάλληλος δεν μπορεί να τιμωρηθεί, εκτός εάν μέσα στο χρόνο της διετούς ή πενταετούς παραγραφής έλαβαν χώρα πράξεις έναρξης της πειθαρχικής δίωξης του υπαλλήλου, που διακόπτουν την παραγραφή. Ο προσδιορισμός του χρόνου που διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα ανήκει τελικά στην εκτίμηση του οργάνου που ασκεί την πειθαρχική δίωξη (ΣΕ 2911/70), το ο- ποίο έχει υποχρέωση να προσδιορίζει επακριβώς το χρόνο που διαπράχθηκε το αδίκημα, δοθέντος ότι έτσι μόνον διευκολύνεται και καθίσταται εφικτός ο έλεγχος περί του ε- άν τούτο υπέκυψε σε παραγραφή (ΣΕ 575, 968/58). Οι προθεσμίες της παραγραφής σε έτη λήγουν την προθεσμία που αντιστοιχεί προς την προθεσμία της έναρξης, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ημερών κάθε έτους. Έτσι, για παράδειγμα, η προθεσμία των δυο ετών που αρχίζει την 1η Ιουλίου 2008 λήγει τα μεσάνυχτα της 30ης Ιουνίου 2010, των τριών ετών τα μεσάνυχτα της 30ης Ιουνίου 2011 κ.λπ.

30 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH Διακοπή της παραγραφής Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος προϋποθέτει την αδιατάρακτη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής των δυο ή των πέντε ετών από την ημέρα που διαπράχθηκαν. Αν όμως η ροή του χρόνου της παραγραφής δεν κυλήσει αδιατάρακτα και κατά τη διάρκεια αυτού απευθυνθούν κατά του δράστη υπαλλήλου πράξεις έ- ναρξης της πειθαρχικής του δίωξης, η παραγραφή διακόπτεται. Η διακοπή της παραγραφής έχει ως συνέπεια το μη υπολογισμό του χρόνου που στο μεταξύ έχει διαρρεύσει από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος και την έναρξη νέου υπολογισμού του χρόνου της παραγραφής. Επομένως, μετά από κάθε διακοπή θα απαιτούνταν για την παραγραφή νέα διετία ή πενταετία.αλλά για να μη καταλήξει η επ αόριστο επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής στο απαράγραπτο, ο Υ.Κ. με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 112 περιορίζει τον λόγω διακοπής συνολικό χρόνο παραγραφής από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος ως την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης στα τρία έτη για τα κοινά πειθαρχικά παραπτώματα και στα εφτά έτη για τα βαριά που περιλαμβάνονται στο άρθρο 109 παρ. 2 και επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης (ΣΕ 3594/2002, 708/99, 2572/98, 3846/97, 1534, 3826/95, 3972/92, 1701/91, 2640/91, 3462/89, 2348/88 κ.λπ). Έτσι, η επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής λόγω διακοπής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του ενός έτους για τα παραπτώματα που ο χρόνος παραγραφής είναι δυο έτη και των δυο ετών για τα παραπτώματα που ο χρόνος παραγραφής είναι πέντε έτη. Μέσα στην τριετία ή εφταετία πρέπει να εκδοθεί η καταγνωστική (καταδικαστική) απόφαση, εφόσον βέβαια μέσα στην προθεσμία παραγραφής των δυο ή των πέντε ετών διενεργήθηκαν πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή, διαφορετικά το παράπτωμα παραγράφεται οριστικά. Οι πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή είναι: α) Οι πράξεις που απευθύνονται προσωπικά κατά του υπαλλήλου και αποτελούν την έ- ναρξη της πειθαρχικής δίωξης και τιμωρίας του πειθαρχικού παραπτώματος, όπως είναι η κλήση του υπαλλήλου σε απολογία (άρθρο 112 παρ. 2 Υ.Κ., ΣΕ 3851/86, 1492/87) ή η παραπομπή του στο υπηρεσιακό συμβούλιο, εντός του προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής (άρθρο 112 παρ. 3 Υ.Κ., ΣΕ 2046/64, 781/73, 31/81, 2129, 2144/82, 2190/84, 2348/88, 4583/96, 659/97, 2893, 4758/99). β) Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας, όπως είναι η μήνυση ή ανάκριση, που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές (εισαγγελείς κ.λπ) προς δίωξη του ίδιου πειθαρχικού παραπτώματος που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα (άρθρο 112 παρ. 2 Υ.Κ.). Στην περίπτωση αυτή, όπως ορίζει η παρ. 2 του άρθρου 112 του Υ.Κ., το πειθαρχικό παράπτωμα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα, που σημαίνει ότι ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος εξαρτάται από το χρόνο παραγραφής του ποινικού αδικήματος. Συνέπεια της εξάρτησης αυτής είναι ότι κάθε πράξη της ποινικής διαδικασίας αποτελεί και λόγο διακοπής της παραγραφής, ώστε η πειθαρχική διαδικασία κατά του πειθαρχικού παραπτώματος που διώκεται και ποινικά, να προχωρεί και πέρα από τον κατ ανώτατο όριο συνολικό χρόνο παραγραφής των τριών ή εφτά ετών (ΣΕ 3594/2002, 2253/2001, 1858/93, 1414, 1415/92, 3585, 3586/91, 1050/87, 2144/82, 3525/80). γ) Η τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου (άρθρο 112 παρ. 4 Υ.Κ.). Στην περίπτωση αυτή, ο ανώτατος συνολικός χρόνος παραγραφής των τριών ή εφτά ετών δεν ισχύει διότι ο χρόνος παραγραφής του πρώτου πειθαρχικού παραπτώματος ξα-

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 31 ναρχίζει από την ημερομηνία τέλεσης του δευτέρου, εφόσον η παραγραφή του δευτέρου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου. Αντίθετα δεν διακόπτουν την παραγραφή: α) Η διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ), που ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και περιορίζεται στη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών και στοιχείων για τη διαπίστωση τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και των συνθηκών υ- πό τις οποίες τελέσθηκε (άρθρο 126 παρ. 1 Υ.Κ., ΣΕ 1832/75, 3525/80, 2718/84, 1475/85, 2892, 3049/88, 322, 324, 3462/89, 1223/90, 1858/93). β) Η διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης από το υπηρεσιακό συμβούλιο κατά το άρθρο 127 Υ.Κ. (Αναστ. Τάχος Ιωάν. Συμεωνίδης, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 827). γ) Η πρόσκληση του υπαλλήλου για παροχή πληροφοριών, εφόσον δεν έγινε υπό τύπον διώξεως, η προκαταρκτική έρευνα ή προανάκριση για την άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων και πληροφοριών για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε (άρθρο 125 Υ.Κ.) και γενικά κάθε είδους έρευνα που συνίσταται στην άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για εικαζόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε (ΣΕ 112, 121/55, 1652/57, 1184/58, 2061/59, 3225/80, 3353/83, 2718/84, 1475/85, 3049/88, 1223/90). Ο λόγω διακοπής χρόνος παραγραφής της τριετίας ή εφταετίας υπολογίζεται από την ημέρα που διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα ή από την ημέρα που έπαυσε αυτό να τελείται στην περίπτωση του κατ εξακολούθηση τελουμένου παραπτώματος, μέχρι την ημέρα που εκδόθηκε από το πειθαρχικό όργανο η πρωτοβάθμια καταγνωστική απόφαση (ΣΕ 837/97, 177, 621/95, 1414/92, 1393/91, 785/90, 1492, 3878/88, 2066, 3109/87, 1971, 1972/86, 3420/85, 2490, 4182/83, 1590/67, 2813/65 κ.λπ), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κοινοποίησης της απόφασης αυτής (ΣΕ 495/91). Έτσι, για παράδειγμα, το παράπτωμα της ατελούς εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στο άρθρο 109 παρ. 2 του Υ.Κ. και συνεπώς ο χρόνος παραγραφής του είναι δυο χρόνια από την ημέρα που διαπράχθηκε, δεν παραγράφτηκε εφόσον η κλήση σε απολογία κοινοποιήθηκε στον τιμωρηθέντα υπάλληλο ε- ντός του χρόνου της διετούς παραγραφής και η πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε πριν την παρέλευση του λόγω διακοπής χρόνου παραγραφής της τριετίας από την ημέρα που διαπράχθηκε, ενώ εάν η κλήση σε απολογία κοινοποιήθηκε στον τιμωρηθέντα υπάλληλο μετά την παρέλευση διετίας από την ημέρα που διαπράχθηκε, το παράπτωμα είχε ήδη υποκύψει σε παραγραφή πριν από την έναρξη της πειθαρχικής δίωξης λόγω παρόδου της διετίας. Επίσης δεν έχει παραγραφεί το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής, το οποίο περιλαμβάνεται στο άρθρο 109 παρ. 2 και συνεπώς ο χρόνος παραγραφής του είναι πέντε έτη, εφόσον από την ημέρα που διαπράχθηκε μέχρι την ημέρα που εκδόθηκε η πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση παρήλθε χρονικό διάστημα μικρότερο της πενταετίας (ΣΕ 1222/90, 76/88, 1660/82 κ.λπ) ή δεν παρήλθε συνολικά μέχρι το παραπάνω χρονικό σημείο εφταετία, εφόσον βέβαια πριν τη λήξη της πενταετίας διενεργήθηκαν πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή (ΣΕ 2348/88). Σε περίπτωση που ακυρωθεί πειθαρχική απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας για τυπικούς λόγους και επαναληφθεί μετά την απόφαση αυτή η πειθαρχική διαδι-

32 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH κασία, για να υπολογισθεί η τριετία ή επταετία, δεν πρέπει να προσμετρηθεί το χρονικό διάστημα από την έκδοση της πρώτης πειθαρχικής απόφασης που ακυρώθηκε μέχρι την περιέλευση της ακυρωτικής απόφασης στην αρμόδια υπηρεσία (ΣΕ 468/76, 2481/85, 837/97). Στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή που είχε αρχίσει να τρέχει και διακόπηκε, συνεχίζεται μετά το τελευταίο πιο πάνω χρονικό σημείο (ΣΕ 837/97, 177/95, 926/88, 2481/85, 1534/84 κ.ά), δηλαδή από την ημέρα που η ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας περιήλθε στην αρμόδια υπηρεσία. Συμπερασματικά, τα πειθαρχικά παραπτώματα των δημοσίων υπαλλήλων παραγράφονται μετά την πάροδο διετίας ή πενταετίας από την ημέρα που διαπράχθηκαν. Η παραγραφή αυτή διακόπτεται και αρχίζει νέος υπολογισμός του χρόνου παραγραφής, στον οποίο δεν υπολογίζεται ο χρόνος που στο μεταξύ έχει διαρρεύσει, εάν εντός της διετίας ή πενταετίας διενεργηθούν πράξεις που διακόπτουν την παραγραφή, οπότε ο χρόνος της παραγραφής επεκτείνεται, αλλά δεν μπορεί να επεκταθεί στο σύνολό του, δηλαδή από την ημέρα τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι την ημέρα έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης, πέρα από τα τρία χρόνια για τα παραπτώματα που ο χρόνος παραγραφής τους είναι δυο χρόνια και τα επτά χρόνια για τα παραπτώματα που ο χρόνος παραγραφής τους είναι πέντε χρόνια. Από τα πειθαρχικά παραπτώματα δεν παραγράφονται μόνο εκείνα για τα οποία έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση, με την οποία επιβλήθηκε, από μονομελές ή πολυμελές πειθαρχικό όργανο, πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό (άρθρο 112 παρ. 5 Υ.Κ.). Έτσι, στην περίπτωση αυτή, η διοίκηση μπορεί να προχωρήσει σε νέα εξέταση του πειθαρχικού παραπτώματος, άσχετα από το χρόνο που διέρρευσε από την τέλεσή του, εφόσον μπορεί αυτό να κριθεί από όργανο ανώτερης πειθαρχικής δικαιοδοσίας. 2. Διαγραφή πειθαρχικών ποινών Έννοια και σκοπός της διαγραφής Ο Υπαλληλικός Κώδικας εκτός από το θεσμό της παραγραφής των πειθαρχικών παραπτωμάτων, καθιερώνει με το άρθρο 145 και το θεσμό της διαγραφής των πειθαρχικών ποινών. Διαγραφή της πειθαρχικής ποινής είναι το νομικό γεγονός της εξάλειψης από το πειθαρχικό μητρώο του υπαλλήλου της πειθαρχικής ποινής που του επιβλήθηκε, ύστερα α- πό την εκτέλεση αυτής και την πάροδο από την εκτέλεσή της του προβλεπόμενου στο νόμο για τις κατ ιδία ποινές χρόνου, χωρίς ο υπάλληλος να τιμωρήθηκε εκ νέου με άλλη ποινή. Ο νομοθέτης θεωρεί ότι δεν είναι επιτρεπτό οι συνέπειες της πειθαρχικής ποινής να βαρύνουν την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία του και εφόσον αυτός εκτέλεσε την ποινή και από την εκτέλεσή της δεν υποτροπίασε μέσα στον οριζόμενο από το νόμο χρόνο πρέπει να παύουν να ισχύουν οι συνέπειες της πειθαρχικής τιμωρίας και να μην αποτελούν πλέον ανασχετικό παράγοντα στην ομαλή υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου. Η διαγραφή της ποινής έχει ως σκοπό να δώσει στη διοίκηση την ευκαιρία να εκκαθαρίσει ως προς όλες τις υπηρεσιακές συνέπειες το πειθαρχικό παρελθόν του υπαλλήλου, ο οποίος για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εκτέλεση της ποινής απέδειξε ότι βελτιώθηκε από πειθαρχικής πλευράς και μπορεί να επανέλθει στην τάξη των υπαλλή-

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 33 λων που είναι άξιοι απρόσκοπτης υπηρεσιακής εξέλιξης, χωρίς να δικαιολογείται στο ε- ξής καμία σε βάρος του διάκριση. Προϋποθέσεις της διαγραφής Ο ι πειθαρχικές ποινές, που κατά τον Υ.Κ. (άρθρο 109) επιβάλλονται στους υπαλλήλους, είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο ως τις αποδοχές τριών μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα έως πέντε χρόνια, δ) ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό, ε) η προσωρινή παύση από τρεις έως έξι μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και στ) η οριστική παύση. Οι παραπάνω ποινές, εκτός από την ποινή της οριστικής παύσης, διαγράφονται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, μετά την παρέλευση από την ημέρα που εκτελέστηκαν ορισμένου χρόνου, που ποικίλει ανάλογα με τη βαρύτητά τους, εφόσον ο υπάλληλος κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν τιμωρήθηκε με άλλη ποινή. Έτσι, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη διαγραφή των ποινών είναι: α) Η πάροδος από την ημέρα που εκτελέστηκε η ποινή ορισμένου χρόνου, που κατά τον Υ.Κ. (άρθρο 145) είναι τρία έτη για την ποινή της επίπληξης, πέντε έτη για την ποινή του προστίμου και για τις λοιπές ποινές, εκτός από την ποινή της οριστικής παύσης, δέκα έτη. β) Κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος των τριών, πέντε ή δέκα ετών ο υπάλληλος να μην τιμωρήθηκε με οποιαδήποτε άλλη ποινή. Για τη διαγραφή δεν έχει σημασία αν ο υπάλληλος διέπραξε ένα άλλο πειθαρχικό παράπτωμα αλλά αν του ε- πιβλήθηκε μια νέα ποινή, γιατί μπορεί να διέπραξε ένα πειθαρχικό παράπτωμα που επισύρει την ποινή της επίπληξης και ο προϊστάμενός του ενεργώντας σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 110 Υ.Κ. να μην του άσκησε πειθαρχική δίωξη. γ) Η εκτέλεση της ποινής. Εάν η ποινή που επιβλήθηκε δεν εκτελεσθεί, δεν μπορεί να διαγραφεί. Η εκτέλεση των ποινών γίνεται ως εξής: Η ποινή της επίπληξης εκτελείται απλώς με την καταχώρηση στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και λαμβάνεται υπόψη στις μετέπειτα υπηρεσιακές μεταβολές, προαγωγή, μισθολογική εξέλιξη κ.λπ. Η ποινή του προστίμου εκτελείται με την καταχώρηση στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και την παρακράτηση του ποσού του προστίμου από τις αποδοχές που λαμβάνει ο υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Εάν το ποσό του προστίμου είναι έως το 1/5 των αποδοχών του, παρακρατείται εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα, μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Εάν το πρόστιμο είναι μεγαλύτερο, η παρακράτηση γίνεται τμηματικά κατά μήνα μέχρι να εξοφληθεί. Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση, δηλαδή αποκλειστικά από το όργανο που επιβάλλει την ποινή και όχι από την υπηρεσία του υπαλλήλου και δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη του 1/5 του μισθού του υπαλλήλου. Αρμόδιος για την εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής του προστίμου είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου. Εάν ο υπάλληλος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία, το πρόστιμο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε), οπότε εισπράττεται εφάπαξ, σε καμία περίπτωση, όμως, σε βάρος των κληρονόμων του.το ποσό του προστίμου μπορεί να ορίζεται σε συγκεκριμένο ποσό ή σε ποσοστό επί του συνόλου των αποδοχών (βλπ. ΣΕ 1864/71), τις οποίες ο υπάλληλος λαμβάνει κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης (ΣΕ

34 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 2094/76). Για τον υπολογισμό των αποδοχών προς επιβολή του προστίμου αφαιρούνται οι υπέρ τρίτων κρατήσεις. Η ποινή της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή εκτελείται με την καταχώρηση της ποινής στο μητρώο του υπαλλήλου και την απαγόρευση της κρίσης για προαγωγή του από την ημέρα που ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε θα συμπληρώσει στο βαθμό που κατέχει τον ελάχιστο χρόνο που απαιτείται σύμφωνα με το νόμο, για να δικαιούται να κριθεί για προαγωγή. Εάν όμως κατά το χρόνο που επιβλήθηκε η ποινή ο υπάλληλος είχε συμπληρώσει το χρόνο, τότε ο χρόνος της ποινής στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή αρχίζει να υπολογίζεται από την ημέρα που επιβλήθηκε η ποινή (ΣΕ 2681/71, ΝΣΚ 546/68, ΑΣΔΥ 542/64). Από τον ορισθέντα χρόνο στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή δεν αφαιρείται ο χρόνος αργίας, καθόσον η αργία είναι προσωρινό διοικητικό μέτρο και προηγείται της πειθαρχικής δίωξης (ΣΕ 3383/75). Στην περίπτωση που η ποινή της διακοπής του προς προαγωγή δικαιώματος επιβλήθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο αποδέχθηκε προσφυγή του υπαλλήλου και μεταρρύθμισε τη βαρύτερη ποινή που επιβλήθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο, ο χρόνος στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή που ορίσθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπολογίζεται από τη δημοσίευση της απόφασης αυτού (ΣΕ 3383/75). Η ποινή του υποβιβασμού εκτελείται με την καταχώριση στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και την έκδοση απόφασης με την οποία καθορίζεται ο νέος κατώτερος βαθμός του τιμωρηθέντος υπαλλήλου. Η απόφαση εκδίδεται από το όργανο που ήταν αρμόδιο για την προαγωγή στο βαθμό από τον οποίο έγινε ο υποβιβασμός. Εάν η προαγωγή στο βαθμό αυτό πρέπει, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, τότε πρέπει να δημοσιευθεί και η απόφαση υποβιβασμού που εκδίδει το παραπάνω όργανο. Ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε με υποβιβασμό δεν μπορεί να κριθεί προς επαναπροαγωγή στο βαθμό από τον οποίο υποβιβάστηκε πριν περάσει από την ημέρα που επιβλήθηκε η ποινή χρονικό διάστημα ίσο με το μισό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή (άρθρο 144 παρ. 4 Υ.Κ.).Αλλά και όταν συμπληρώσει το χρόνο αυτό δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα προαχθεί εκ νέου στο βαθμό από τον οποίο υποβιβάσθηκε, γιατί το υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί να κρίνει αυτόν ως στερούμενο των ουσιαστικών προσόντων που απαιτούνται για την προαγωγή, εκτιμώντας την βαρύτητα του πειθαρχικού παραπτώματος και τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκε, σε συνδυασμό με τις υπηρεσιακές του εκθέσεις που συντάχθηκαν μετά την επιβολή της ως άνω ποινής, αλλά δεν μπορεί το γεγονός αυτό και μόνο, ότι δηλαδή επιβλήθηκε στον υπάλληλο η ποινή του υποβιβασμού να στηρίξει κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου περί μη προαγωγής του στο βαθμό από τον οποίο υποβιβάσθηκε (ΣΕ 716/73). Τέλος, η ποινή της οριστικής παύσης, εάν δεν ασκήθηκε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά της πειθαρχικής απόφασης που επιβάλλει την ποινή αυτή, εκτελείται μετά την πάροδο της προθεσμίας των 60 ημερών που απαιτείται για την άσκηση του ένδικου μέσου της προσφυγής, με την καταχώριση στο μητρώο του υπαλλήλου και την έκδοση βεβαιωτικής πράξης απόλυσης από την υπηρεσία, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Εάν ασκήθηκε προσφυγή κατά της πειθαρχικής απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης και απορρίφθηκε, τότε η ποινή εκτελείται από την ημέρα που δημοσιεύτηκε η απορριπτική απόφαση του δικαστηρίου, με την καταχώριση στο προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου και την έκδοση διαπιστωτικής απλής

ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH 35 πράξης απόλυσης από την υπηρεσία του υπαλλήλου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Όπως προαναφέρθηκε, από τις ποινές δεν διαγράφεται η ποινή της οριστικής παύσης, για να υπάρχει το στοιχείο αυτό σε περίπτωση αναδιορισμού (ΣΕ 1521/55). Αν διαγράφονταν η ποινή αυτή θα έπρεπε να ακολουθήσει αναδιορισμός, ο οποίος όμως απαγορεύεται, αφού επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση απόλυσης του υπαλλήλου λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας. Έναρξη του χρόνου διαγραφής των πειθαρχικών ποινών Οχρόνος διαγραφής των πειθαρχικών ποινών των τριών, πέντε ή δέκα ετών αρχίζει να υπολογίζεται από την ημέρα που εκτελέσθηκε η επιβληθείσα ποινή (άρθρο 145 παρ. 1 Υ.Κ.). Εάν πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου διαγραφής της πειθαρχικής ποινής ο υπάλληλος τιμωρηθεί εκ νέου, ο υπολογισμός του χρόνου διαγραφής της πρώτης ποινής αρχίζει εκ νέου από την εκτέλεση της δεύτερης {ΣΕ 1921/55,ΑΣΔΥ (ΑΠ) 4821/56, 1470/71}. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπάλληλος διετέλεσε εκτός υπηρεσίας δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου διαγραφής των πειθαρχικών ποινών (ΣΕ 306/66), γιατί το μέτρο της διαγραφής που αποβλέπει στην άρση των συνεπειών της πειθαρχικής τιμώρησης του υπαλλήλου, εφόσον αυτός δεν υποτροπίασε μέσα στον προβλεπόμενο χρόνο διαγραφής, προϋποθέτει προδήλως ότι ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε, δοκιμάσθηκε έμπρακτα κατά το χρόνο αυτό, διατελών σε ενεργό δημοσιοϋπαλληλική σχέση (ΣΕ 902/60, 306, 1065, 1556-1559, 1924, 2228, 2230, 2232/66). Έτσι, για παράδειγμα, εάν ο υπάλληλος επανήλθε στην υπηρεσία με την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 143 του Υ.Κ., κατόπιν μετατροπής της πειθαρχικής ποινής της ο- ριστικής παύσης που του είχε επιβληθεί σε υποβιβασμό, δεν συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου διαγραφής της πειθαρχικής ποινής, ο εκτός υπηρεσίας λόγω α- πόλυσης χρόνος (ΣΕ 902/60). Οι συνέπειες της διαγραφής Η διαγραφή της πειθαρχικής ποινής από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου ε- πέρχεται αυτοδικαίως (άρθρο 145 Υ.Κ.), δηλαδή χωρίς να απαιτείται η έκδοση ο- ποιασδήποτε πράξης διαγραφής ή άλλη διαδικασία ανάλογη με αυτή που κατέληξε στην επιβολή της ποινής και γίνεται με πρωτοβουλία της υπηρεσίας στην οποία ανήκει ο υ- πάλληλος, η οποία απλώς βεβαιώνει τη διαγραφή (ΣΕ 902/60, 2911/70). Εάν η υπηρεσία αρνηθεί να προβεί στη διαγραφή παραλείπει οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια για την ακύρωση της οποίας ο υπάλληλος μπορεί να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή ανάλογα με την περίπτωση, στο Διοικητικό Εφετείο. Η πειθαρχική ποινή μετά τη διαγραφή της από το μητρώο του υπαλλήλου ή ακόμη και μετά την πάροδο του προβλεπόμενου από το νόμο χρόνου διαγραφής, έστω και αν δεν έλαβε χώρα διαγραφή της ποινής, δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη σε καμία περίπτωση κρίσης του υπαλλήλου και ως εκ τούτου ούτε και στην περίπτωση κρίσης περί μετατάξεως, ούτε και στην περίπτωση κρίσης για μισθολογική εξέλιξη βάσει των διατάξεων του Ν. 1505/84. Σε περίπτωση που μετά τη διαγραφή ή την παρέλευση της σχετικής προθεσμίας η πειθαρχική ποινή μνημονευθεί σε οποιαδήποτε πράξη κρίσης του υπαλ-

36 ΔIOIKHTIKH ENHMEPΩΣH λήλου ως στοιχείο που επηρεάζει την κρίση του αποφασίζοντος οργάνου ή ελήφθη καθ οιονδήποτε τρόπο υπόψη υπ αυτού για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης, η πράξη αυτή είναι παράνομη ως στηριχθείσα σε απαγορευμένο στοιχείο κρίσης (ΣΕ 3543/97, 1572/92, 472/91, 2904/76, 1814/71, 1686/88, 2884/67, 617/66, 1197/63, 902/60). Είναι αυτονόητο ότι ο πειθαρχικός φάκελος για την ποινή που διαγράφεται, αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας οριστικά και φυλάσσεται απλώς σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διατήρηση και καταστροφή των δημοσίων εγγράφων, δηλαδή την εκκαθάριση των αρχείων (βλπ. άρθρο 41 Ν.1946/91 και τα Π.Δ. 162/79, 768/80, 87/81) και δεν επιτρέπεται στο εξής να γίνεται χρήση του, ώστε να αποκλείεται και ο έμμεσος ακόμη επηρεασμός κατά τις εκάστοτε για οιονδήποτε λόγο κρίσεις του υπαλλήλου. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Αγγελόπουλος Θεόδ., Δίκαιον των πολιτικών υπαλλήλων εν Ελλάδι, Αθήναι, 1923. 2. ΑΣΔΥ, Νομολογία 1951-1970 (Εθνικό Τυπογραφείο), 1970. 3. Ευρετήριος, Νομολογίας ΣτΕ ετών 1961-70 τόμ. Γ. 4. Κυριακόπουλος Ηλίας, Δίκαιον των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, Αθήναι 1956 και Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, τόμ. Γ, έκδοση τέταρτη, Θεσσαλονίκη, 1962. 5. Μακριδάκης Εμμ., Πειθαρχικόν δίκαιον των υπαλλήλων, Αθήναι, 1975. 6. Μαρίνος Αναστ., Τα βασικά του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1966. 7. Ναυπλιώτης Γεώργ., Πειθαρχικό Δίκαιο, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2003. 8. Πορίσματα, Νομολογίας ΣΕ ετών 1929-1959 (Εθνικό Τυπογραφείο, 1961). 9. Σπηλιωτόπουλος Επαμ.- Χρυσανθάκης Χαράλ., Βασικοί θεσμοί του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή,1991. 10. Στασινόπουλος Μιχ., Υπαλληλικός Κώδιξ και Κώδιξ υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, Αθήναι, 1951. 11. Τάχος Αναστ.- Συμεωνίδης Ιωάν., Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999. 12. Φθενάκης Χριστ., Η πολιτεία και το δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 2000.