ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ (Β μέρος) Εποχή 6/5/2001 της Μαρίας Καραμεσίνη Λέγαμε στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, στο προηγούμενο φύλλο της Εποχής, ότι εν όψει του διάλογου για το ασφαλιστικό, που όπως φαίνεται θα ξεκινήσει μετά τις 17 Μαίου, είναι αναγκαίο να προβληματιστούμε για τις ειδικές ρυθμίσεις για γυναίκες και μητέρες στο συνταξιοδοτικό σύστημα από τη σκοπιά της ισότητας των φύλων. Θυμίζουμε επίσης ότι οι δύο αντικρουόμενες θέσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι στιγμής, τόσο αυτή υπέρ της διατήρησης των ειδικών ρυθμίσεων όσο και εκείνη υπέρ της κατάργησής τους, επικαλούνται την ισότητα των φύλων ως νομιμοποιητική βάση. Πώς νοείται λοιπόν η ισότητα των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση, η οποία έχει ως πρώτιστο στόχο την εισοδηματική ασφάλεια και αξιοπρεπή διαβίωση των ατόμων; Πρόωρες συνταξιοδοτήσεις Οι ειδικές ρυθμίσεις για τις γυναίκες και μητέρες στο ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα συνοψίζονται στα χαμηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις των παντρεμένων γυναικών και των μητέρων με ανήλικα ή ανίκανα προς εργασία παιδιά. Οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις υπήρξαν ή σκανδαλωδώς οπισθοδρομικές και υπονομευτικές της οικονομικής χειραφέτησης των γυναικών (15ετία χωρίς όριο ηλικίας στο δημόσιο και τις ΔΕΚΟ όχι μόνο για μητέρες με ανήλικα παιδιά, αλλά για όλες τις παντρεμένες γυναίκες) ή εμφανώς ακατάλληλες για το σκοπό που δήθεν εξυπηρετούσαν (συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ στα 50 και αργότερα στα 55 έτη μητέρων με ανήλικα ή ανίκανα προς εργασία παιδιά, δηλαδή όταν αυτά ήταν ήδη στην εφηβεία). Ο νόμος Σιούφα επεξέτεινε τον ανορθολογισμό της δεύτερης περίπτωσης και στις νεοασφαλιζομένες μετά το 1993, ενώ εισήγαγε και νέο μέτρο πρόωρης συνταξιοδότησης για τις πολύτεκνες μητέρες, με σκοπό την ενθάρρυνση των γεννήσεων. Ολες οι παραπάνω μορφές πρόωρης συνταξιοδότησης αναπαρήγαγαν και αναπαράγουν ενεργά το πρότυπο της μητέρας ως αποκλειστικής ή κύριας υπεύθυνης για τη φροντίδα των παιδιών, που εκκρίνεται από όλους τους πόρους και θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας. Η απάντηση στις παραπάνω μορφές πρόωρης συνταξιοδότησης από τη σκοπιά της ισότητας των φύλων είναι σχετικά εύκολη: 1
αντικατάσταση με γονικές άδειες κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι-ες εισπράττουν ένα μέρος του μισθού τους και ασφαλίζονται πλήρως σε συνδυασμό με κίνητρα για τη χρήση των γονικών αδειών από τους άνδρες, βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών φροντίδας για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Οι γονικές άδειες για ανατροφή των παιδιών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είναι σήμερα απλήρωτες, ενώ ταυτόχρονα είτε δεν υπολογίζονται καν ως χρόνος απασχόλησης (π.χ. διετής διακοπή σταδιοδρομίας στο δημόσιο) είτε υπολογίζονται μεν, αλλά οι εργαζόμενοι-ες πρέπει να καταβάλλουν τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές από τις αποταμιεύσεις τους (π.χ. άδεια 3.5 μηνών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα). Γι αυτό και ελάχιστα άτομα - μητέρες στην πλειοψηφία - κάνουν χρήση. Η μόνη άδεια με πλήρεις αποδοχές και ασφάλιση, που ισχύει εδώ και δύο χρόνια στο δημόσιο, είναι το 9μηνο άμεσως μετά την άδεια μητρότητας και το ποσοστό χρήσης της είναι πολύ υψηλό. Η χορήγησή της όμως αποκλειστικά και μόνο στις γυναίκες, παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων στις ευθύνες ανατροφής των παιδιών. Εξίσωση ορίων συνταξιοδότησης Δυσκολότερη είναι η τοποθέτηση, από τη σκοπιά της ισότητας των φύλων, απέναντι στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών που ασφαλίστηκαν πριν το 1993 από τα 60 στα 65 έτη και που αφορά τις γυναίκες που είναι σήμερα 30-50 ετών. Η λογική των χαμηλότερων ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες ήταν η παροχή αντισταθμιστικού οφέλους στις γυναικες για το διπλό βάρος που επωμίζονται, λόγω του συνδυασμού της αμειβόμενης εργασίας με την ανατροφή των παιδιών. Ωστόσο, τα χαμηλότερα όρια αναφέρονται στις γυναίκες συνολικά και όχι στις μητέρες και δεν κυμαίνονται ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Αλλο μειονέκτημα των χαμηλότερων ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης είναι ότι, σε συνδυασμό με την πιο περιορισμένη διάρκεια ασφάλισης των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες και τις διαφορές στους μισθούς, η διαφορά στα όρια οδηγεί στο άνοιγμα της ψαλίδας ως προς το ύψος των συντάξεων μεταξύ των φύλων (δες πίνακα). Με τις συντάξεις πείνας στον ιδιωτικό τομέα, η οικονομική εξάρτηση των γυναικών από τους άνδρες κατά την ενεργή ζωή παρατείνεται και μετά τη συνταξιοδότηση. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η εξίσωση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στα 65 έχει αντιφατικές επιπτώσεις στα συμφέροντα των γυναικών. Για τις γυναίκες σε δουλειές σταθερές, με πλήρες ωράριο, καλά 2
αμειβόμενες και υψηλής ειδίκευσης, η προοπτική του να εργαστούν περισσότερο μπορεί να είναι ευπρόσδεκτη από μόνη της, αλλά και επειδή δίνει πρόσβαση σε υψηλότερες συντάξεις. Αντίθετα, για τις γυναίκες που εργάζονται σε θέσεις χαμηλής αμοιβής και ειδίκευσης και με άτυπες μορφές απασχόλησης, μία μεγαλύτερη ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί να σημαίνει όξυνση της εισοδηματικής ανασφάλειας που ήδη αντιμετωπίζουν στην αγορά εργασίας (επισφαλής απασχόληση, πιθανότητα μακροχρόνιας παραμονής στην ανεργία μετά τα 40), ενώ η διαφορά στο ύψος της σύνταξης το πιθανότερο να είναι αμελητέα. Επιπρόσθετα, οι δύο κατηγορίες γυναικών έχουν άνιση πρόσβαση σε αγοραίες υπηρεσίες φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων και άρα ο φόρτος από οικογενειακές υποχρεώσεις είναι διαφορετικός. Τέλος, τα χαμηλότερα όρια κατηγορούνται για το ότι αναπαράγουν τα πρότυπα για τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων και παραβιάζουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η απάντηση σ αυτό το επιχείρημα είναι σχετικά εύκολη. Οι ανόμοιες καταστάσεις και οι ανισότητες αντιμετωπίζονται όχι με τα ίδια αλλά με διαφορετικά μέτρα για κάθε φύλο, προκειμένου να επιτευχθεί τελικά η ισότητα. Οσο οι γυναίκες συνεχίζουν να επωμίζονται το συντριπτικά μεγαλύτερο βάρος της απλήρωτης οικιακής εργασίας και εργασίας φροντίδας, όπως πιστοποιούν οι σχετικές έρευνες, είναι απόλυτα θεμιτή η αντισταθμιστική διαφοροποίηση στα όρια συνταξιοδότησης. Επίσης τα όρια συμβάλλουν ελάχιστα στην ιδεολογική αναπαραγωγή των προτύπων για τους ρόλους σε σχέση με άλλους παράγοντες. Μόνο ριζικές αλλαγές στον κατά φύλο καταμερισμό εργασίας στην οικογένεια μπορούν να καταστήσουν άχρηστη τη διαφοροποίηση. Η ευελιξία προς τα κάτω στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης για τις μητέρες, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών, ξεκινώντας από τα 65 για τις γυναίκες χωρίς παιδιά, θα μπορούσε να είναι μία δίκαιη ρύθμιση, συμβατή με την αρχή της ισότητας και την τάση εξίσωσης των ορίων, που επικρατεί στην Ε.Ε. (μόνο 3 ή 4 από τις 15 χώρες μέλη έχουν σήμερα διαφορετικά όρια για τα δύο φύλα). Θεμελίωση δικαιώματος Το κυριότερο όμως πρόβλημα των γυναικών σε σχέση με τις συντάξεις, που δεν αντιμετώπιζαν ούτε αντιμετωπίζουν οι ρυθμίσεις πρόωρης συνταξιοδότησης και οι διαφορές στα συνταξιοδοτικά όρια, είναι αυτό της δυσκολίας θεμελίωσης δικαιώματος για την κατώτατη σύνταξη σήμερα με βάση τη 15ετία και ακόμα περισσότερο για πλήρη σύνταξη προϋπόθεση σήμερα η 35ετία, ενώ παλιότερα στο ΙΚΑ τα 33 1/3 έτη και ακόμα παλιότερα τα 31. Το 3
αποτέλεσμα είναι ότι οι συντάξεις των γυναικών συγκεντρώνονται δυσανάλογα, σε σχέση με αυτές των ανδρών, στα κατώτερα όρια. Η δυσκολία θεμελίωσης δικαιώματος σε πλήρη σύνταξη στον ιδιωτικό τομέα δεν ισχύει μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες που μπήκαν στην αγορά εργασίας στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οπως φαίνεται και από τα στοιχεία του πίνακα που παραθέτουμε, το 1995 βγήκαν στη σύνταξη - στα 60 και 58 έτη αντίστοιχα - οι γενιές του 1935 για τους άνδρες και του 1937 για τις γυναίκες. Αφαιρώντας από το 1995 τα μέσα συντάξιμα έτη - 25,6 για τους άνδρες και 19,6 για τις γυναίκες - μοιάζει οι γενιές αυτές να μπήκαν στην αγορά εργασίας στη δεκαετία του 1970, αντί στη δεκαετία του 50 όπως θα ήταν φυσικό. Αυτό δείχνει την έκταση της ανασφάλιστης εργασίας που, όπως γνωρίζουμε από εμπειρικές έρευνες, πλήττει πολύ περισσότερο τις γυναίκες. Η διαφορά των 6 ετών στα μέσα συντάξιμα έτη εις βάρος των γυναικών δεν οφείλεται βέβαια μόνο στην ανασφάλιστη εργασία, αλλά και στις διακοπές της εργασιακής ζωής για την ανατροφή των μικρών παιδιών, όταν οι γυναίκες δεν αποσύρονταν εντελώς από την αγορά εργασίας μετά το γάμο ή τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Στο ΙΚΑ υπάρχουν χιλιάδες ένσημα γυναικών που παράτησαν τελείως τη δουλειά, χωρίς να συγκεντρώσουν τα 13 1/2 χρόνια, που ήταν ο ελάχιστος χρόνος ασφάλισης στις δεκαετίες του 60 και 70, ή την 15ετία αργότερα. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι η διαφορά στα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης των δύο φύλων, επηρέασε σε μικρό βαθμό τη μεταξύ τους διαφορά των έξι ετών στο μέσο πραγματικό χρόνο ασφάλισης, δεδομένου ότι η διαφορά στην πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης είναι μόλις δύο έτη. Αυτό το τελευταίο μάλλον εξηγείται από τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ανδρών στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, που συγκέντρωναν, στα μέσα της δεκαετίας του 70, το ένα τρίτο περίπου όλων των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ 1 και στα οποία αντιστοιχούσαν μικρότερα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, καθώς και στη συστηματική χρήση εκ μέρους των ανδρών του καθεστώτος πρόωρης συνταξιοδότησης με μειωμένη σύνταξη στα 60. Συνάγεται λοιπόν από τα παραπάνω, ότι από τις γενιές που μπήκαν στη αγορά εργασίας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οι μεν άνδρες κυνηγούσαν να βγούν στη σύνταξη σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία, οι δε γυναίκες να πιάσουν τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης για να θεμελιώσουν δικαίωμα σε σύνταξη. 1 ΚΕΠΕ, Πρόγραμμα Αναπτύξεως 1976-80. Κοινωνική Ασφάλιση, Αθήνα 1976. 4
Αλλαγές στην αγορά εργασίας Οι αλλαγές που έχουν επέλθει στην αγορά εργασίας και την εργασιακή συμπεριφορά των γυναικών κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες επιδρούν αντιφατικά στη δυνατότητα θεμελίωσης του παραπάνω δικαιώματος. Οπωσδήποτε οι διακοπές της επαγγελματικής ζωής για την ανατροφή των παιδιών έχουν περιοριστεί σε σχέση με το παρελθόν στις νέες γενιές γυναικών, που διαθέτουν πλέον υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο και γνωρίζουν ότι η ανάκαμψη στην αγορά εργασίας μετά από προσωρινή αποχώρηση και σε μεγαλύτερη ηλικία είναι δύσκολη υπόθεση, σε περίοδο υψηλών γενικών ποσοστών ανεργίας και ακόμα υψηλότερων γυναικείων. Η άλλη όψη του φαινομένου είναι η μείωση του αριθμού των παιδιών ανά γυναίκα. Παρ όλ αυτά, η απόσυρση από την αγορά εργασίας για την ανατροφή των παιδιών είναι ακόμα πολύ συνηθισμένη σε γυναίκες με χαμηλό και μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο ή γυναίκες που ανήκουν στα φτωχά εισοδηματικά στρώματα. Από την άλλη, η εξάπλωση του φαινομένου της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς και της άτυπης και ανασφάλιστης εργασίας στους νέους, παρατείνουν συχνά πέραν της ηλικίας των 30 τη σταθερή ένταξη στην απασχόληση και την κανονική ασφάλιση. Οι νέες γυναίκες έχουν υψηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και μεγαλύτερη συμμετοχή στην άτυπη και ανασφάλιστη απασχόληση από τους άνδρες, ενώ αυτή η συμμετοχή εμφανίζεται και σε μεγαλύτερες ηλικίες, κυρίως τις αναπαραγωγικές, σε αντίθεση με τους άνδρες. Η απάντηση απέναντι στην αδυναμία θεμελίωσης δικαιώματος για σύνταξη είναι η εξομοίωση με χρόνο ασφάλισης της διακοπής της επαγγελματικής ζωής για την ανατροφή των παιδιών, το δικαίωμα σε μειωμένη σύνταξη που να αντιστοιχεί στις καταβληθείσες εισφορές, η πλήρης ασφαλιστική κάλυψη των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και η καταπολέμηση της ανασφάλιστης εργασίας. Εν τέλει, κατά τη γνώμη μου, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των γυναικών από τις «παγωμένες» κατευθύνσεις της κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού δεν προέρχεται τόσο από την κατάργηση των ειδικών ρυθμίσεων για τις γυναίκες ως προς τα όρια ηλικίας, αλλά από τις γενικές κατευθύνσεις: την αύξηση των χρονικών προϋποθέσεων για δικαίωμα σε πλήρη σύνταξη (40ετία) και την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων με στόχο την περικοπή τους. Αν οι κατευθύνσεις αυτές υιοθετηθούν, οι γυναίκες που μπήκαν στην αγορά εργασίας στις δεκαετίες του 80 και του 90 5
δεν θα κινδυνεύσουν τόσο από το να μην πάρουν ποτέ σύνταξη, όπως αυτές των δεκαετιών του 50 και του 60, αλλά από το να ζήσουν με συντάξεις στο όριο της φτώχειας, παρ όλο που θα έχουν επιδείξει μεγαλύτερη απ ότι οι προηγούμενες προσήλωση στην αμειβόμενη εργασία. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΙΚΑ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ Σύνολο συνταξιούχων (1960-1995)* ~ 400.000 άτομα Ανδρες 61,1 έτη Μέσος πραγματικός χρόνος ασφάλισης 23,8 έτη (7.143 μέρες) Γυναίκες 58,5 έτη Μέσος πραγματικός χρόνος ασφάλισης 18,9 έτη (5.682 μέρες) Συνταξιοδοτηθέντες έτους 1995 16.048 άτομα Ανδρες 60,4 έτη Μέσος πραγματικός χρόνος ασφάλισης 25,6 έτη (7.673) Μέσο ύψος σύνταξης 143.870 δρχ. Γυναίκες 58 έτη Μέσος πραγματικός χρόνος ασφάλισης 19.6 έτη (5.889 μέρες) Μέσο ύψος σύνταξης 99.858 δρχ. * Ολοι αυτοί που συνταξιοδοτήθηκαν από το 1960 μέχρι και το 1995. Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων της βάσης δεδομένων του ΙΚΑ από την Βάσω Ρήγα, υποψήφια διδάκτορα της Οικονομικής Σχολής του Λονδίνου (LSE). 6