ΟλΑΠ 17/2008 (ΤΝΠ ΣΑ = 2008, σελ. 1028 = Ελλ νη 2008, σελ. 977 = ΑρχΝ 2010, σελ. 164) Περίληψη Αντίθεση αλλοδαπής δικαστικής απόφασης προς τη δηµόσια τάξη - Αναγνώριση δεδικασµένου περί υιοθεσίας ενηλίκου από επίσκοπο µε µοναχική κουρά -. Η υιοθεσία επάγεται στην αναδοχή κοσµικών φροντίδων η οποία απαγορεύεται στους µοναχούς του Ανατολικού Ορθόδοξου όγµατος. Οι επικρατούσες στη Χώρα θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις εντάσονται στην έννοια της δηµόσιας τάξεως κατά το Ιδιωτικό ιεθνές ίκαιο. Εφαρµογή του θεσµού της υιοθεσίας και για την υιοθέτηση από επισκόπους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η υιοθεσία τέκνου από µοναχό (έστω και χειροτονηθέντα και λαβόντα το αξίωµα του Επισκόπου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), σε δικαστήριο των ΗΠΑ, έρχεται σε αντίθεση µε την ελλ. δηµόσια τάξη και δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα. Εποµένως, ο υιοθετηθείς δεν κληρονοµεί τον Επίσκοπο-µοναχό (Αντίθετη γνώµη µειοψηφίας σύµφωνα µε την οποία οι αναγνωρισµένες αλλοδαπές αποφάσεις επί υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας ισχύουν αυτοδικαίως ενώ δεν αντίκεινται στη δηµόσια τάξη σχέσεις που αναπτύχθηκαν εκτός του κοινωνικού πλαισίου της ηµεδαπής εννόµου τάξης και αναγνωρίστηκαν κατ' εφαρµογή της ξένης lex causae). Κείµενο Απόφασης Αριθµός 17/2008 ΤΟ ΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Σε Τακτική Ολοµέλεια Συγκροτήθηκε από τους ικαστές της Β' Σύνθεσης: Βασίλειο Νικόπουλο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σαραντινό, Αναστάσιο-Φιλητά Περίδη, Γεώργιο Καλαµίδα, Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπροέδρους, Κωνσταντίνο Κούκλη, Μάριο-Φώτιο Χατζηπανταζή, Ιωάννη Ιωαννίδη, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Χαράλαµπο Ζώη, Χαράλαµπο ηµάδη, Αθανάσιος Κουτροµάνο, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Κουρκάκη, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Γεώργιο Γιαννούλη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Αθανάσιο Πολυζωγόπουλο, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ελένη Σπίτσα και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες (κωλυοµένων των λοιπών ικαστών της σύνθεσης). Συνήλθε σε δηµόσια συνεδρίαση στο κατάστηµά του στις 22 Νοεµβρίου 2007, µε την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σανιδά και της Γραµµατέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει µεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Χ1, ο οποίος παραστάθηκε µε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αντωνόπουλο. 1
Της αναιρεσιβλήτου- καλούσης: Ψ1, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Λεωνίδας Μαραβέλης. Η ένδικη διαφορά άρχισε µε την από 31.5.2001 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυµελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3045/2002 οριστική του ίδιου ικαστηρίου και 9016/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων µε την από 02.05.2004 αίτησή του. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 335/2006 απόφαση του Ζ' Πολιτικού Τµήµατος, η οποία παραπέµπει τον πέµπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης στην Τακτική Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 04.05.2007 κλήση της ήδη αναιρεσιβλήτου η προκείµενη υπόθεση φέρεται στην Ολοµέλεια του ικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σηµειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισµούς τους και ζήτησαν ο µεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή του παραπεµφθέντος πέµπτου λόγου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου µέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας πρότεινε να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 559 αριθµ.1 παραπεµφθείς στην Ολοµέλεια του ικαστηρίου αυτού πέµπτος λόγος αναιρέσεως του αναιρετηρίου. Κατόπιν αυτών, ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουµένως είχαν αναπτύξει. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 323 αριθ. 5, 780 αριθ. 2 και 905 3 και 4 του ΚΠολ προκύπτει, ότι για την αυτόµατη χωρίς άλλη διαδικασία επέκταση του δεδικασµένου ή της ισχύος αλλοδαπής αποφάσεως στην Ελλάδα ή για την αναγνώριση µε δικαστική απόφαση του δεδικασµένου αυτής στην Ελλάδα απαιτείται, ως αρνητική προϋπόθεση, η µη αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δηµόσια τάξη, όπως αυτή εκλαµβάνεται υπό την αναφερόµενη στο άρθρο 33 του ΑΚ έννοια της διεθνούς, κατά την ορολογία που επικράτησε, δηµόσιας τάξεως, που αποτελείται από θεµελιώδεις κανόνες και αρχές, που κρατούν σε ορισµένο χρόνο στη Χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονοµικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, που διέπουν το βιοτικό ρυθµό αυτής και αποτελούν το φράγµα εφαρµογής στην ηµεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία µπορεί να προξενήσει διαταραχή στην αρµονία του ρυθµού αυτού, που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές. Εξάλλου, οι διατάξεις που εκφράζουν τις ανωτέρω θεµελιώδεις αρχές, που διέπουν το βιοτικό ρυθµό της χώρας, συνιστούν και την έκφραση της υπό την εκτεθείσα έννοια δηµόσιας τάξεως, γι' αυτό και οι προς αυτές αντίθεση αλλοδαπής αποφάσεως 2
δεν συγχωρεί την αναγνώριση του δεδικασµένου ή της ισχύος της στην Ελλάδα, εφόσον αυτή θα έχει ως συνέπεια τη διαταραχή, ολική ή µερική, της εννόµου τάξεως (ΟλΑΠ 6/1990). Στους θεµελιώδεις αυτούς κανόνες και αρχές, που κρατούν στη Χώρα και απηχούν θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, ανήκουν δε στον πυρήνα της διεθνούς δηµόσιας τάξεως, περιλαµβάνονται και τα δόγµατα, οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες και οι ιερές παραδόσεις της επικρατούσας στην Ελλάδα θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, των οποίων το άρθρο 3 του Συντάγµατος επιτάσσει ρητά την απαρασάλευτη τήρηση, αναγορεύοντας τους σε επαυξηµένης ισχύος ουσιαστικούς κανόνες δικαίου, επιταγή την οποία επαναλαµβάνει και το άρθρο 1 του ν. 590/1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος". Περαιτέρω, σύµφωνα µε τους Κανόνες Στ' Αγίων Αποστόλων, Ι' της Ζ' Οικουµενικής Συνόδου και ΙΑ' της Πρωτοδευτέρας Συνόδου και τις ιερές παραδόσεις δεν επιτρέπεται στους µοναχούς να υιοθετούν τέκνο, διότι η υιοθεσία επάγεται την αναδοχή κοσµικών φροντίδων, την οποία ρητά απαγορεύει ο θεµελιώδης Γ' Κανόνας της γενόµενης στη Χαλκηδόνα ' Οικουµενικής Συνόδου, οι Στ', Πα' και Πγ' Αποστολικοί Κανόνες και ο Κανόνας Με' της Πενθέκτης Οικουµενικής Συνόδου, κατά τους οποίους οι αποκτήσαντες την ιδιότητα του µοναχού, αλλά και οι εξ αυτών κληρικοί οποιουδήποτε βαθµού, µε την κουρά και τη δόση της µοναχικής επαγγελίας αποκόπτονται παντελώς από κάθε κοσµική φροντίδα, αφού "συγγένεια γαρ µοναχοίς επί γης ουκ έστι τοις γε τόν ουρανόν ζηλώσασι βίον" θεωρούµενοι "τον κόσµον και τα εν τω κόσµω" καταλιπόντες, άποψη από την οποία δεν αφίσταται ούτε ο διατηρηθείς σε ισχύ µε το άρθρο 99 του ΕισΝΑΚ νόµος ΓΥΙ '/1909, που εξοµοιώνει την κουρά του µοναχού προς το θάνατο και ανοίγει την κληρονοµική του κειρόµενου διαδοχή, οι δε εκκλησιαστικοί κανόνες απειλούν τους παραβάτες των ως άνω υποχρεώσεων µε καθαίρεση. Εξάλλου, κατά τους ως άνω ιερούς κανόνες η ιερή διαβεβαίωση της µοναχικής επαγγελίας, την οποία δίδει κατά την κουρά του ο µοναχός, φέρει χαρακτήρα αναλλοίωτο και ανεξάλειπτο, µε δύναµη ίση µε τα µυστήρια του βαπτίσµατος και της ιεροσύνης, συνοδεύει δε το µοναχό και στους ιερατικούς βαθµούς, στους οποίους χειροτονείται, και δεν είναι δυνατή η αποβολή της ούτε εκουσίως ούτε αναγκαστικώς. Από τα παραπάνω παρέπεται, ότι η από τους ιερούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις απαγόρευση υιοθεσίας από µοναχό καταλαµβάνει και το µοναχό, ο οποίος χειροτονήθηκε κληρικός και έφθασε στον ιερατικό βαθµό του επισκόπου. Ενόψει δε και του περιεχοµένου της µοναχικής επαγγελίας, οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες και παραδόσεις, µε τους οποίους τίθενται στους µοναχούς και τους εξ αυτών κληρικούς απαγορεύσεις στην ανάληψη κοσµικών φροντίδων, αποτελούν µε βάση τις κρατούσες, κατά την επικρατούσα στην Ελλάδα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις κανόνες δηµοσίας τάξεως και άρα η αναγνώριση του δεδικασµένου ή της ισχύος αλλοδαπής αποφάσεως στην Ελλάδα, που δέχεται υιοθεσία από µοναχό ή επίσκοπο, που προέρχεται από την τάξη των µοναχών, προσκρούει στη διεθνή δηµόσια τάξη του άρθρου 33 του ΑΚ και δεν είναι επιτρεπτή. Στην προκειµένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη εκτίµηση του περιεχοµένου της από 31.5.2001 αγωγής της αναιρεσίβλητης, στην οποία παραδεκτώς, κατά το άρθρο 561 2 του ΚΠολ, προβαίνει ο Άρειος Πάγος, µε αυτήν η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε τα 3
ακόλουθα : Στις 11.12.1998 αποβίωσε στην Αθήνα ο Επίσκοπος της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας..., κατά κόσµο Γ, προερχόµενος από µοναχός. Αυτός άφησε µόνους πλησιέστερους συγγενείς του και κατά νόµο εξαδιαθέτου κληρονόµους του, κατά το ένα τρίτο (1/3) στην κληρονοµιαία περιουσία του το καθένα, τα τρία αδέλφια του και συγκεκριµένα την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, τον Γ1, που αποδέχθηκαν την κληρονοµιά του µε συµβολαιογραφική δήλωση αποδοχής, που µεταγράφηκε νόµιµα, και τη Γ2, µητέρα του ήδη αναιρεσείοντος - εναγοµένου. Στις 29.5.2000 ο αναιρεσείων - εναγόµενος επέδωσε στην αναιρεσίβλητη ενάγουσα την από 22 Μαΐου 2000 εξώδικη δήλωση του, µε την οποία γνωστοποίησε σ' αυτή, ότι µε την υπ' αριθ. 60.318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής είχε υιοθετηθεί από τον κληρονοµούµενο επίσκοπο, ισχυριζόµενος ότι ως θετό τέκνο του αποβιώσαντος επισκόπου ήταν ο µοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόµος του. Με την αγωγή αυτή η αναιρεσίβλητη - ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα η υπ' αριθ. 60.318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των ΗΠΑ, µε την οποία ο αναιρεσείων - εναγόµενος κηρύχθηκε θετό τέκνο του αδελφού της επισκόπου, µε µοναχική κουρά,..., κατά κόσµο Γ, εκτός άλλων, και λόγω αντιθέσεώς της προς την ηµεδαπή δηµοσία τάξη και τα χρηστά ήθη. Το Εφετείο, µε την προσβαλλόµενη απόφασή του, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει ως µη νόµιµη την αγωγή της αναιρεσίβλητης, τη δέχτηκε ως νόµιµη και ουσιαστικά βάσιµη, λόγω σιωπηρής οµολογίας από τον αναιρεσείοντα των θεµελιωτικών αυτής ουσιωδών πραγµατικών περιστατικών, και αναγνώρισε ότι δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα η υπ' αριθ. 60.318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίτσιγκαν των Ηνωµένων Πολιτειών της Αµερικής, µε την οποία ο αναιρεσείων είχε υιοθετηθεί από τον επίσκοπο µε µοναχική κουρά της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας..., κατά κόσµο Γ, αδελφό της µητέρας του αναιρεσείοντος, κρίνοντας ότι η αλλοδαπή αυτή απόφαση αντίκειται στη δηµόσια τάξη, διότι η υιοθεσία από επίσκοπο που έχει δεχτεί τη µοναχική κουρά, την οποία η αλλοδαπή αυτή απόφαση επέτρεψε, ήταν αντίθετη σε πρωταρχικής και θεµελιώδους σηµασίας θρησκευτικές και ηθικές αρχές και αντιλήψεις, που διέπουν στην παρούσα χρονική περίοδο τη ζωή και το βιοτικό ρυθµό της Ελλάδος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 33 του ΑΚ, ως και τις ουσιαστικού δικαίου, κατά το µέρος που αναφέρονται σε αυτή, διατάξεις των άρθρων 323 αριθ. 5 και 780 αριθ. 2 του ΚΠολ, αλλά ούτε και εκ πλαγίου, αφού διέλαβε στην απόφαση του, µε τη γενόµενη δεκτή σιωπηρή οµολογία από τον αναιρεσείοντα ενάγοντα των εκτεθέντων ανωτέρω, θεµελιωτικών της ιστορικής βάσεως της αγωγής, ουσιωδών πραγµατικών περιστατικών, σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτηµα της αντιθέσεως της αλλοδαπής αποφάσεως προς τη διεθνή δηµόσια τάξη της Χώρας και της εκ του λόγου τούτου µη αναγνωρίσεως της ισχύος της στην Ελλάδα. Εποµένως, ο παραπεµφθείς στην Ολοµέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολ πέµπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιµος. Τα µέλη, όµως, του ικαστηρίου Παπανικολάου Ιωάννης, Αντιπρόεδρος, Ζώης Χαράλαµπος, Κουτροµάνος Αθανάσιος, Λυκούδης Βασίλειος, Πολυζωγόπουλος Αθανάσιος, Σίδερης Ιωάννης, Κριτσωτάκη Βαρβάρα και 4
Λαλούση Γεωργία, Αρεοπαγίτες, διατύπωσαν την ακόλουθη γνώµη: Με τη διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.. ορίζονται τα ακόλουθα: "Με την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συµβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: 1) αν η απόφαση εφάρµοσε τον ουσιαστικό νόµο που έπρεπε να εφαρµοστεί κατά το ελληνικό δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας τον ουσιαστικό νόµο εφάρµοσε και 2) αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δηµοσία τάξη". ηµόσια τάξη, υπό την αναφεροµένη στο άρθρο 33 του Α.Κ. έννοια είναι το σύνολο των θεµελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν κατά ορισµένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονοµικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες.αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν το βιοτικό ρυθµό αυτής και αποτελούν το φράγµα εφαρµογής στην ηµεδαπή κανόνων αλλοδαπού δικαίου, η οποία µπορεί να προξενήσει διαταραχή στο βιοτικό ρυθµό που κυριαρχεί στη χώρα και διέπεται από τις εν λόγω αρχές (Ολ. ΑΠ 6/1990). Υπό την έννοια αυτή, για την αναγνώριση της ισχύος στην Ελλάδα αλλοδαπής απόφασης θα πρέπει αυτή να µην επιφέρει αυτού του είδους τη διαταραχή. Η ρηθείσα διάταξη του άρθρου 780 του Κ.Πολ.. περιλαµβανοµένη στο έκτο βιβλίο αυτού για την εκούσια δικαιοδοσία, εφαρµόζεται σε υποθέσεις της πιο πάνω δικαιοδοσίας και έχει προδήλως το χαρακτήρα ειδικού κανόνα έναντι εκείνης του άρθρου 905 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα µε την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως δεδικασµένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά στην προσωπική κατάσταση, καθόσον η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται στις υποθέσεις της αµφισβητούµενης δικαιοδοσίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.. συνάγεται περαιτέρω ότι δεν απαιτείται οποιαδήποτε διαδικασία για την αναγνώριση στην Ελλάδα των αλλοδαπών αποφάσεων επί υποθέσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας, άρα και εκείνων για την τέλεση υιοθεσίας (άρθρο 800 Κ.Πολ..). Οι αποφάσεις αυτές ισχύουν στην ηµεδαπή αυτοδικαίως, έτσι ώστε, οποιοδήποτε δικαστήριο ή άλλη αρχή, ενώπιον των οποίων ανακύπτει ως κύριο ή προδικαστικό το ζήτηµα της ισχύος µιας τέτοιας αποφάσεως δικαιούται και οφείλει να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνδροµή των προϋποθέσεων που αξιώνει για την ισχύ της το άρθρο 780 Κ.Πολ.. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 Α.Κ. οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθµίζονται από το δίκαιο της ιθαγενείας του κάθε µέρους. Συνεπώς κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση της υιοθεσίας ρυθµίζονται από το ελληνικό δίκαιο, εφόσον ο υιοθετών και ο υιοθετούµενος έχουν την ελληνική ιθαγένεια. Περαιτέρω συµφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 1568 επ. του Α.Κ., όπως ίσχυαν πριν από τις τροποποιήσεις που επέφερε στο δίκαιο της υιοθεσίας ο Ν. 2247/1996, επετρέπετο, υπό τις προϋποθέσεις που έθεταν οι διατάξεις αυτές του Α.Κ., η υιοθεσία ενηλίκων. Μετά την ισχύ του ανωτέρω νόµου, η υιοθεσία επετρέπετο µόνον όταν ο υιοθετούµενος ήταν τέκνο του συζύγου του υιοθετούντος (άρθρο 1579 Α.Κ.), ενώ, τέλος, µετά τη νέα αντικατάσταση του άρθρου 1579 του Α.Κ. µε το άρθρο 25 παρ. 5 του Ν. 2915/2001, η υιοθεσία ενηλίκων επιτρέπεται µόνον όταν ο υιοθετούµενος είναι 5
συγγενής ως και τον τέταρτο βαθµό εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί. Τέλος, ρητή διάταξη νόµου απαγορεύουσα την υιοθεσία από µοναχούς ή κληρικούς παντός βαθµού και συνεπώς και από επίσκοπο δεν υφίσταται στο δίκαιο της Χώρας. Εν όψει, λοιπόν, των ανωτέρω είναι πρόδηλο ότι η υιοθεσία από επίσκοπο, έστω και αν αυτός προέρχεται από µοναχό, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση προς την ελληνική δηµοσία τάξη, αφού η θέση, σύµφωνα µε την οποία κωλύεται η υιοθεσία από µοναχό και πολύ περισσότερο από επίσκοπο, έστω και αν προέρχεται από τις τάξεις των µοναχών, δεν στηρίζεται σε ρητή διάταξη νόµου και επί πλέον για το νοµικό αυτό ζήτηµα υφίσταται διχοστασία στην επιστήµη, υποστηριζόµενων και των δύο απόψεων, και εποµένως δεν έρχεται σε αντίθεση προς πρωταρχικής και θεµελιώδους σηµασίας κανόνα και αρχή απηχούσα παγία κοινωνική και θρησκευτική αντίληψη που διέπει τη ζωή στην Ελλάδα, ούτε έρχεται σε αντίθεση µε το άρθρο 3 του Συντάγµατος. Τα ανωτέρω ισχύουν πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπ' όψιν ότι: 1) Μετά το Ν. 2447/1996 δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 1622 Α.Κ. η οποία καθιέρωνε ανικανότητα των κληρικών παντός βαθµού και συνεπώς και των επισκόπων να αναλάβουν καθήκοντα επιτρόπου ανηλίκων ή απαγορευµένων (ήδη δικαστικού συµπαράσταση) άλλων πλην των κατιόντων τους και 2) προϋπόθεση για την εγγραφή των κληρικών στον κατάλογο των εκλόγιµων αρχιερέων και συνεπώς και για την εκλογή τους, αποτελεί συµφώνως προς το άρθρο 18 παρ. 1 στοιχ. Β' του Ν. 590/1977 (καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος), -σε αντίθεση µε τον παλαιότερο ν. 671/1943 (άρθρο 18 παρ. 2 εδ. β')- να είναι αυτοί κληρικοί άγαµοι ή εν χηρεία, χωρίς διάκριση αν οι εν χηρεία έχουν τέκνα ή όχι. Άλλωστε, και κατά το παρελθόν η ατεκνία δεν αποτελούσε πάντοτε προϋπόθεση για την εκλογή επισκόπου. Έτσι, η υφιστάµενη κατά το Ιουστινιάνειο δίκαιο απαγόρευση της χειροτονίας σε επισκόπους προσώπων που είχαν κατιόντες από προϋφιστάµενο γάµο τους είχε καταργηθεί µε την υπ' αριθ. 2 Νεαρά του Λέοντος ΣΤ' του Σοφού και επανήλθε σε ισχύ µε απόφαση του έτους 1798 της πατριαρχικής συνόδου Κωνσταντινουπόλεως. Περαιτέρω δεν θα πρέπει να αγνοηθούν και τα ακόλουθα και δη: 1) Στις περιπτώσεις σχέσεων που έχουν ήδη αναπτυχθεί στην αλλοδαπή, "εκτός του κοινωνικού πλαισίου της ηµεδαπής εννόµου τάξεως" σπανίως µπορεί να εκδηλωθεί προσβολή των θεµελιωδών αντιλήψεων της ηµεδαπής από την "εφαρµογή" αλλοδαπού δικαίου και 2) η δηµοσία τάξη, είναι, µεταξύ των άλλων, έννοια εξαιρετική που σηµαίνει ότι η εφαρµογή της ξένης lex causae πρέπει να εµποδίζεται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις. Ενώ, προκειµένου ζητήµατος που αφορά την ιδιωτική ζωή του ατόµου πρέπει να λαµβάνεται υπόψη τόσο το άρθρο 8 της ΕΣ Α (κυρ. ν.δ. 53/1974),όσο και τα άρθρα 5 και 13 του Συντάγµατος, χωρίς, βέβαια, να παροράται και το άρθρο 3 του Συντάγµατος. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι δεν µπορεί να γίνει δεκτό ότι απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, µε την οποία τελείται υιοθεσία από επίσκοπο της Ορθοδόξου Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, έστω και αν είχε αρχικώς καρεί µοναχός, έρχεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη και τη δηµόσια τάξη. Αντίθεση προς τη δηµόσια τάξη δεν υφίσταται και αν ακόµη ο υιοθετούµενος κατά το χρόνο της υιοθεσίας ήταν ενήλικος, πολύ δε περισσότερο όταν ο 6
ενήλικος που υιοθετήθηκε είναι συγγενής ως τον τέταρτο βαθµό του επισκόπου που τον υιοθέτησε, αφού ήδη επιτρέπεται η υιοθεσία ενηλίκου, όταν µεταξύ υιοθετούντος και υιοθετουµένου υφίσταται συγγένεια µέχρι το βαθµό αυτό. Στην προκειµένη περίπτωση η προσβαλλόµενη σε σχέση µε το ανωτέρω θέµα εδέχθη, µεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα: "Με την από 31-5-2001 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουµένη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι στις 11-12-1998 απεβίωσε στην Αθήνα ο επίσκοπος µε µοναχική κούρα..., κατά κόσµον Γ, ο οποίος κατέλειπε µόνους εξ αδιαθέτου κληρονόµους του, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου τον καθένα σε όλη την περιουσία του, τους αδελφούς του, ήτοι την ίδια (την ενάγουσα), τον Γ1 και τη Γ2 (µητέρα του εναγοµένου και ήδη εφεσίβλητου), από τους οποίους οι δύο πρώτοι έχουν αποδεχθεί την κληρονοµιά του µε την αναφερόµενη συµβολαιογραφική πράξη που έχει µεταγραφεί νόµιµα. Ότι στις 29 Μαΐου 2000 ο εναγόµενος της επέδωσε την από 22 Μαΐου 2000 εξώδικη δήλωση του, µε την οποία της γνωστοποίησε ότι µε την 60318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της Πολιτείας Μίσιγκαν των Η.Π.Α., έχει υιοθετηθεί από τον ανωτέρω αποβιώσαντα αδελφό της... (Γ) Γ. Ότι η πιο πάνω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα διότι δεν πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που τίθενται προς τούτο από τη διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.. και ειδικότερα: 1) Αν και τα δύο µέρη, ήτοι ο υιοθετήσας και ο υιοθετηθείς, είχαν την ελληνική ιθαγένεια, εν τούτοις το δικαστήριο της Πολιτείας Μίσιγκαν των Η.Π.Α. εφάρµοσε το δίκαιο της πολιτείας αυτής αντί του ελληνικού, το οποίο ήταν εφαρµοστέο και το οποίο, αν εφαρµοζόταν, δεν θα ετελείτο η υιοθεσία διότι: α) το δικαστήριο δεν έλεγξε και δεν αναφέρεται στην απόφαση του η ηλικία του υιοθετούντος και του υιοθετουµένου, η ανυπαρξία γάµου στο πρόσωπο του υιοθετουµένου, η αυτοπρόσωπη εµφάνιση του υιοθετούντος και του υιοθετουµένου προκειµένου να συναινέσουν στην υιοθεσία ούτε ότι έγινε έρευνα για να διαπιστωθεί κατά πόσον η υιοθεσία είναι συµφέρουσα για τον υιοθετούµενο και β) κατά το ελληνικό δίκαιο δεν είναι επιτρεπτή η υιοθεσία σε µοναχούς. 2) Η πιο πάνω απόφαση είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και προς τη δηµόσια τάξη: α) λόγω της ιδιότητος του υιοθετούντος ως άγαµου κληρικού και µάλιστα επισκόπου µε µοναχική κούρα και β) λόγω της ιδιότητας του υιοθετουµένου κατά το χρόνο τελέσεως της υιοθεσίας ως ενηλίκου (20 ετών), ενώ κατά το χρόνο επικλήσεως των συνεπειών της αλλοδαπής αποφάσεως η υιοθεσία ενηλίκου στην Ελλάδα ήταν απαγορευµένη, εκτός της περιπτώσεως της υιοθεσίας τέκνου του συζύγου του υιοθετούντος που δεν συνέτρεχε στην περίπτωση αυτή. Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί ότι η ανωτέρω απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα. Το πρωτοβάθµιο δικαστήριο µε την εκκαλουµένη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως µη νόµιµη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και ζητεί την εξαφάνιση της και την παραδοχή της αγωγής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπό κρίση έφεση, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου... Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 Α.Κ. οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθµίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε µέρους. Συνεπώς κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση υιοθεσίας, εφόσον ο υιοθετών και ο υιοθετούµενος έχουν την ελληνική ιθαγένεια, ρυθµίζονται από το ελληνικό 7
δίκαιο. Περαιτέρω κατά τη µοναχική κούρα ο µοναχός της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας δίδει τη µοναχική επαγγελία ή οµολογία, η οποία περιλαµβάνει τις υποσχέσεις της παρθενίας, της υπακοής και της ακτηµοσύνης. Οι επαγγελίες αυτές δεσµεύουν το µοναχό σε όλη του τη ζωή, δεδοµένου ότι, εκτός των περιπτώσεων µεταβολής δόγµατος ή θρησκεύµατος, αποβολή της µοναχικής ιδιότητας δεν είναι δυνατή ούτε καν µε τη µορφή ποινής που απαγγέλλεται από εκκλησιαστικό δικαστήριο. Με την κούρα του ο µοναχός εξοµοιώνεται προς αποθανόντα, συνεπεία δε τούτου αποτελεί και το γεγονός ότι ανοίγει η κληρονοµική του διαδοχή (βλ. άρθρο 18 ν. ΓΥΙ Υ1909 που εξακολουθεί να ισχύει µε βάση το άρθρο 99 Εισ. Ν. Α.Κ.) αλλά και το ότι µε ειδικές διατάξεις του εκκλησιαστικού δικαίου του απαγορεύεται η ανάληψη κοσµικών φροντίδων. Εξάλλου η αδυναµία στην οποία βρίσκεται ο µοναχός να εκπληρώσει τις οικονοµικές αλλά προ πάντων τις ηθικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη γονική µέριµνα, λόγω της ιδιότητας του και των καθηκόντων που πηγάζουν από αυτήν, σε συνδυασµό µε την επιβαλλόµενη σ' αυτόν αποχή από τις κοσµικές φροντίδες, συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι απαγορεύεται σ' αυτόν η υιοθεσία. Σε κάθε περίπτωση η υιοθεσία από µοναχό της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας είναι αντίθετη προς την ελληνική δηµόσια τάξη, αφού είναι αντίθετη σε πρωταρχικής και θεµελιώδους σηµασίας αρχές και αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τη ζωή στην Ελλάδα. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 1568 επ. Α.Κ όπως ίσχυαν πριν από το ν. 2247/1996, επιτρεπόταν η υιοθεσία ενηλίκων, ενώ, µετά την ισχύ του ανωτέρω νόµου, µε τον οποίο αντικαταστάθηκε το δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Α.Κ. περί υιοθεσίας, η υιοθεσία ενηλίκου επιτρεπόταν µόνο όταν ο υιοθετούµενος ήταν τέκνο του συζύγου του υιοθετούντος (άρθρο 1579 Α.Κ.), ήδη δε µε το άρθρο 25 παρ. 5 του ν. 2915/2001, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δηµοσίευση του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως (29-5-2001), το άρθρο 1579 Α.Κ. αντικαταστάθηκε και πάλι ως εξής: "Η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται µόνο αν ο υιοθετούµενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθµό εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί". Στην προκειµένη περίπτωση η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούµενη απόφαση, έχοντας το περιεχόµενο και αίτηµα που αναφέρθηκε στην προηγούµενη σκέψη αυτής της αποφάσεως, ήταν νόµιµη, στηριζόµενη στις διατάξεις των άρθρων 23 παρ. 1 Α.Κ., 70 και 780 Κ.Πολ.. που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτής της σκέψεως, µόνο όµως κατά το µέρος της κατά το οποίο εζητείτο να αναγνωρισθεί ότι η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου µε την οποία τελέσθηκε η υιοθεσία του εναγοµένου από τον αδελφό της ενάγουσας δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα λόγω µη εφαρµογής από το δικαστήριο που την εξέδωσε του ελληνικού δικαίου που απαγορεύει την υιοθεσία στους µοναχούς της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και λόγω αντιθέσεως προς την ηµεδαπή δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη για τον ίδιο λόγο... Με βάση τ' ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιµη και από ουσιαστική άποψη κατά το µέρος που κρίθηκε νόµιµη και να αναγνωρισθεί ότι η 60318/1984 απόφαση του δικαστηρίου της πολιτείας Μίσιγκαν των Η.Π.Α., µε την οποία ο εναγόµενος υιοθετήθηκε από τον αποβιώσαντα αδελφό της ενάγουσας επίσκοπο µε µοναχική κούρα..., κατά κόσµον Γ, δεν έχει ισχύ στην Ελλάδα". Με τις ως άνω, όµως, παραδοχές, κατά την άποψη της µειοψηφίας, η προσβαλλοµένη εσφαλµένως ερµήνευσε και εφήρµοσε τη διάταξη του άρθρου 33 του Α.Κ., καθώς και την ουσιαστικού δικαίου, κατά το µέρος που 8
αναφέρεται σ' αυτή, διάταξη του άρθρου 780 Κ.Πολ.. και συνεπώς είναι βάσιµος ο από το άρθρο 559 αριθµ. 1 παραπεµφθείς στην Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου ως αφορών σε ζήτηµα γενικότερου ενδιαφέροντος πέµπτος λόγος αναιρέσεως του αναιρετηρίου και έπρεπε να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά και εν όψει του ότι µε την παραπεµπτική απόφαση δεν έχουν κριθεί όλοι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλόµενης απόφασης, πρέπει να αναπεµφθεί η υπόθεση στο Α2 (πρώην Ζ') πολιτικό τµήµα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει αυτό για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τον παραπεµφθέντα στην Ολοµέλεια πέµπτο λόγο της από 2.5.2004 αίτησης του Χ1 για αναίρεση της υπ' αριθ. 9.016/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Αναπέµπει την υπόθεση στο Α2 Πολιτικό Τµήµα του Αρείου Πάγου για να αποφασίσει για τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. ηµοσιεύτηκε σε δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Μαίου 2008. Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 9