Αρ. Φακ.: Α.Ι.Τ. 1/2009 Τοποθέτηση της Αρχής Ισότητας μετά από αίτημα ως προς την υποχρέωση των εργοδοτών για εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με ειδικές ανάγκες τα οποία εργοδοτούν 1. Το 2007 είχα διερευνήσει καταγγελία 1 μιας καθηγήτριας που αφορούσε τις αποφάσεις μετακίνησης της σε διάφορα σχολεία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αναπηρία της, και κυρίως, η φύση της αναπηρίας της (είναι νομικά τυφλή). Από την έρευνα προέκυψε ότι το πρόβλημα ήταν γενικότερο και δεν αφορούσε μόνο την περίπτωση της καταγγέλλουσας. Στην πράξη, οι τοποθετήσεις ή μετακινήσεις των εκπαιδευτικών λειτουργών γίνονταν με κριτήριο κατά βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες και χωρίς αναφορά στην ύπαρξη η μη κάποιας αναπηρίας. Προέκυψε, ακόμη, ότι το αρμόδιο να αποφασίσει την τοποθέτηση ή μετακίνηση εκπαιδευτικού λειτουργού όργανο συχνά δεν ήταν καν ενήμερο ότι πρόκειται για άτομο με αναπηρία. 1.1. Στη σχετική με την πιο πάνω καταγγελία Έκθεση μου 2 είχα επεξηγήσει ότι το νομικό πλαίσιο οριοθέτησης του δικαιώματος του εργοδότη να αποφασίζει ή να μεταβάλλει τον τόπο εργασίας των εκπαιδευτικών λειτουργών του δημόσιου τομέα δεν εξαντλείται με τους περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους του 1969 έως 2007 και τους σχετικούς Κανονισμούς, αλλά εφαρμογή έχουν σωρευτικά, και χωρίς να τίθεται θέμα σύγκρουσης Νόμων, οι ειδικές διατάξεις των περί Ατόμων με Αναπηρία Νόμων του 2000 έως 2007, που έχουν τεθεί υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας των εργαζομένων που είναι άτομα με αναπηρία. Η άσκηση του δικαιώματος της ΕΕΥ και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να τοποθετεί ή να μετακινεί, αντίστοιχα, τους εκπαιδευτικούς, συνιστά όρο και συνθήκη εργασίας στην οποία εφαρμόζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξάρτητα από αναπηρία (άρθρο 5(1)(γ) του περί Ατόμων με Αναπηρία Νόμου). Η άσκηση του δικαιώματος τοποθέτησης ή μετακίνησης χωρίς αναφορά στην ύπαρξη κάποιας αναπηρίας συνιστά μια πρακτική ουδέτερη η οποία ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός εκπαιδευτικού με αναπηρία σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πρόκειται, δηλαδή, για μια πρακτική που στοιχειοθετεί έμμεση διάκριση λόγω αναπηρίας (άρθρο 2). 1.2. Μετά από διαβουλεύσεις με τα εμπλεκόμενα μέρη κατέληξα σε σύσταση 3, μεταξύ άλλων, (1) να καταρτισθεί από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού κατάλογος των εκπαιδευτικών λειτουργών που είναι άτομα με αναπηρία στον οποίο να σημειώνεται η φύση της αναπηρίας τους, και, (2) η τοποθέτηση ή 1 Καταγγελία με αρ. αναφοράς Α.Κ.Ι. 9/2009. 2 Ημερομηνίας 12.9.2007. 3 Σύσταση ημερομηνίας 8.10.2007.
2 μετακίνηση εκπαιδευτικού που είναι άτομο με αναπηρία, η φύση της οποίας δικαιολογεί τη λήψη εύλογων προσαρμογών, να συνοδεύεται με πρόσκληση προς αυτόν να υποδείξει ποιες εύλογες προσαρμογές θεωρεί ότι θα τον διευκολύνουν στην εκτέλεση των καθηκόντων του και στη διακίνηση του στο χώρο της εργασίας του. Εφόσον οι εύλογες προσαρμογές που υποδεικνύονται κρίνονται ως δικαιολογημένες, να υλοποιούνται, με την επιφύλαξη ότι δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση κατά την έννοια του περί Ατόμων με Αναπηρία Νόμου. 2. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού συμμορφώθηκε πλήρως στις συστάσεις μου, και, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στον προσδιορισμό του ποιος εμπίπτει στο όρο «άτομο με αναπηρία», προχώρησε στον καταρτισμό του καταλόγου των εκπαιδευτικών που είναι άτομα με αναπηρία. 2.1. Η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης, με επιστολή ημερομηνίας 22 Ιουνίου 2009, με ενημέρωσε ότι μετά τον καταρτισμό του καταλόγου των εκπαιδευτικών που είναι άτομα με αναπηρία, υποβλήθηκε από ορισμένους καθηγητές αίτημα για μείωση των διδακτικών τους περιόδων ως μέτρο εύλογης προσαρμογής σε αναφορά με την αναπηρία τους. Έθεσε επίσης υπόψη μου τις εξής δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις: Η πρώτη αφορά Βοηθό Διευθυντή (ΒΔ) φιλολογικών, ο οποίος ζήτησε μείωση κατά τρεις των διδακτικών του περιόδων. Ως Βοηθός Διευθυντής διδάσκει 14 περιόδους εβδομαδιαία, αναλαμβάνει το μερίδιο υπευθυνοτήτων που του αναλογούν στο σχολείο και είναι υπεύθυνος για παιδαγωγικά διοικητικά πειθαρχικά θέματα αριθμού τμημάτων. Από την Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων χαρακτηρίσθηκε ως «ανάπηρος» με ποσοστό αναπηρίας 30% στο αριστερό άκρο από τραύμα το 1974 και σύμφωνα με ιατρική πιστοποίηση αδυνατεί να χρησιμοποιεί κατάλληλα το αριστερό του χέρι κατά τις καθημερινές του δραστηριότητες. Η δεύτερη περίπτωση αφορά ΒΔ Τεχνολογίας, ο οποίος ζήτησε μείωση κατά πέντε των διδακτικών του περιόδων. Ως ΒΔ διδάσκει 14 περιόδους εβδομαδιαία, αναλαμβάνει το μερίδιο υπευθυνοτήτων που του αναλογούν στο σχολείο και είναι υπεύθυνος για τα παιδαγωγικά διοικητικά πειθαρχικά θέματα αριθμού τμημάτων. Από την Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων χαρακτηρίσθηκε ως «μερικώς ανάπηρος» με ποσοστό 40% αναπηρίας. Πάσχει από πρώιμη συμπτωματολογία της νόσου Πάρκινσον από τραύμα του 1974 στη φτέρνα και φέρει θραύσματα βλημάτων στα κάτω άκρα τα οποία εκλύουν βαρέα μέταλλα που επιδεινώνουν την κατάσταση του. Σύμφωνα με σημειώματα στο φάκελο του καθηγητή, η εξελικτική μορφή της σωματικής του κατάστασης τού προκαλεί προβλήματα ορθοστασίας, ακαμψίας και ισορροπίας.
3 2.2. Σε συνάρτηση με τις πιο πάνω περιπτώσεις των εκπαιδευτικών που ζήτησαν μείωση των διδακτικών τους περιόδων, η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης μου ζήτησε να τοποθετηθώ στα εξής τρία ερωτήματα: Κατά πόσο το μέτρο της μείωσης των διδακτικών περιόδων εκπαιδευτικών εμπίπτει στην έννοια των «εύλογων προσαρμογών». Κάτω από ποιες προϋποθέσεις δικαιολογείται η μείωση των διδακτικών περιόδων ως μέτρο εύλογης προσαρμογής; Κατά πόσο το μέτρο της μείωσης διδακτικών περιόδων μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται δυσανάλογη για τον εργοδότη επιβάρυνση. Σημειώνω ότι μου ζητήθηκε να απαντήσω στα πιο πάνω ερωτήματα λαμβάνοντας υπόψη μου ότι η μείωση των διδακτικών περιόδων εκπαιδευτικού συνεπάγεται την πρόσληψη άλλου καθηγητή για να τις καλύψει, και, ότι η μείωση του φόρτου εργασίας ενός καθηγητή συνεπάγεται την αύξηση του φόρτου εργασίας κάποιου άλλου. 3. Η αρχή των εύλογων προσαρμογών και της δυσανάλογης επιβάρυνσης θεσπίσθηκε με την οδηγία 2000/78/ΕΚ 4 και με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία 5. Από τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ ξεχωρίζει το άρθρο 5, και τούτο γιατί θέτει μια σημαντική πρόκληση, δημιουργώντας υποχρέωση για όλους τους εργοδότες να προβλέπουν εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία. Η έννοια της εύλογης προσαρμογής αναπτύχθηκε προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα εμπόδια που τα άτομα με αναπηρία αντιμετωπίζουν, και τα οποία συνήθως, αλλά όχι πάντα, είναι φυσικά εμπόδια, στον τομέα της απασχόλησης. 3.1. Η αρχή της εύλογης προσαρμογής και της δυσανάλογης επιβάρυνσης έχει περιληφθεί και στο εθνικό μας δίκαιο. Σχετική είναι η διάταξη του άρθρου 5(1Α) των περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμων του 2000 έως 2007 6 που προνοεί ότι «για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι προσώπων με αναπηρίες προβλέπονται εύλογες προσαρμογές και για το σκοπό αυτό ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με αναπηρία να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμα του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση». 4 Της 27 ης Νοεμβρίου 2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. 5 Εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 13.12.2006. Εκκρεμεί η διαδικασία επικύρωσης της από τα κράτη μέλη. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει ήδη τροχοδρομήσει τη διαδικασία για την επικύρωση της. 6 Εναρμονισμένοι με την οδηγία 2000/78/ΕΚ.
4 3.2. Από την πιο πάνω διάταξη συνάγεται ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, εφόσον το απαιτεί μια συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε ένα άτομο με αναπηρία να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας (π.χ. στην περίπτωση κωφάλαλου υποψήφιου να κληθεί στη συνέντευξη διερμηνέας της νοηματικής γλώσσας), ή να μπορεί να ασκεί την εργασία του (π.χ. με την εξασφάλιση του αναγκαίου τεχνολογικού εξοπλισμού ανάλογα με τη φύση της αναπηρίας) ή να μπορεί να παρακολουθεί προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης (π.χ. μετάφρασης του εκπαιδευτικού υλικού στη γραφή Braille στην περίπτωση εκπαιδευόμενου που είναι τυφλός). Από τη διάταξη του άρθρου 5(1Α) προκύπτει, επίσης, ότι το μέτρο της εύλογης προσαρμογής είναι ένα εξατομικευμένο μέτρο που στοχεύει σε ένα συγκεκριμένο άτομο με αναπηρία. 3.3. Η εύλογη προσαρμογή μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, όπως, τη διαμόρφωση του χώρου εργασίας, την παροχή πρόσβασης σε αναπηρικά αμαξίδια, τη χρήση βοηθητικής τεχνολογίας, την προσαρμογή του ωραρίου ή την ανακατανομή των καθηκόντων μεταξύ των μελών μιας επαγγελματικής ομάδας. 3.4. Όσον αφορά την έννοια της «δυσανάλογης επιβάρυνσης» σημειώνω ότι, όπως και από τη διάταξη του άρθρου 5(1Α) προκύπτει, η υποχρέωση εύλογης προσαρμογής δεν είναι απεριόριστη. Δηλαδή, στην περίπτωση που η ενδεχόμενη εύλογη προσαρμογή επιφέρει δυσανάλογη επιβάρυνση (είναι πολύ ακριβή) ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να προχωρήσει σ αυτήν. Σύμφωνα, όμως, με την επιφύλαξη του άρθρου 5(1Α), η επιβάρυνση δεν θεωρείται δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής του κράτους υπέρ των ατόμων με αναπηρία. Παράδειγμα ενός τέτοιου μέτρου είναι ο θεσμός των συνοδών/βοηθών των τυφλών επιστημόνων που απασχολούνται στη δημόσια υπηρεσία. Κρίνω σκόπιμο να σημειώσω εδώ ότι η κρατική χρηματοδότηση για την αντιστάθμιση του ενδεχόμενου κόστους της πρόβλεψης εύλογων προσαρμογών μπορεί επίσης να λάβει πολλές διαφορετικές μορφές όσον αφορά το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προβλέπει την υποστήριξη δράσεων των κρατών μελών που αντιστοιχούν σε διάφορες προτεραιότητες με στόχο την κοινωνική ένταξη των προσώπων με ειδικές ανάγκες. Όσον αφορά τις προτεραιότητες, οι μεγαλύτερες ευκαιρίες προέρχονται από την προτεραιότητα της ένταξης και επανεισόδου των μειονεκτούντων ατόμων με ειδικές ανάγκες στην απασχόληση. 4. Καταλήγοντας, σε σχέση με το πρώτο ερώτημα που μου τέθηκε η απάντηση είναι θετική. Δηλαδή, η μείωση των διδακτικών περιόδων αποτελεί εύλογη προσαρμογή. Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η μείωση των διδακτικών περιόδων, που είναι και το δεύτερο ερώτημα που μου τέθηκε, σχετίζονται με τη φύση της αναπηρίας συγκεκριμένου εκπαιδευτικού σε συνάρτηση και με το μάθημα που διδάσκει και τις απαιτήσεις του. Όπως στην παράγραφο 3.2. αναφέρω, η εύλογη προσαρμογή είναι εξατομικευμένο μέτρο
5 που στοχεύει σε ένα συγκεκριμένο άτομο με αναπηρία. Εάν η φύση της αναπηρίας του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού και οι παρενέργειες της, ή η συμπτωματολογία που τη συνοδεύει καθιστά επίπονη τη διδασκαλία, ή προκαλεί ιδιαίτερη κούραση, ή ανάγκη για συχνά διαλείμματα, ή δυσκολία συγκέντρωσης για πολλή ώρα, το μέτρο της ανακατανομής των καθηκόντων με τη μείωση των διδακτικών περιόδων είναι κατά την άποψη μου δικαιολογημένη εύλογη προσαρμογή. Η κάθε περίπτωση θα πρέπει εν πάση περιπτώσει να εξετάζεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της. Όπως έχω πληροφορηθεί, το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προωθεί την εφαρμογή του νέου συστήματος Αξιολόγησης της Αναπηρίας και της Λειτουργικότητας, το οποίο θα βοηθήσει κατά την εξέταση αιτημάτων εκπαιδευτικών για εύλογες προσαρμογές για τη λήψη των καλύτερων δυνατόν αποφάσεων. Σε σχέση, τέλος, με το ερώτημα αν η μείωση των διδακτικών περιόδων ενός εκπαιδευτικού αποτελεί δυσανάλογη επιβάρυνση παραπέμπω στα όσα στην παράγραφο 3.4. της τοποθέτησης μου αναφέρω. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 20 Αυγούστου 2009 ES/