TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε Αθανάσιος Παπανικολάου, ετών 99, Κωνσταντίνα η σύζυγος, τρία παιδιά, οχτώ εγγόνια»

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ

Η ΡΕΘΥΜΝΟΧΑΧΑΝΟΥΠΟΛΗ. Ένα βιβλίο που δε διάβασε κανείς!

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

Το μάτι του Ελέφαντα. Χριστόφορος Ακριτίδης

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΙΖ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ Α ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΞΑ Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

"Προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης, διαφάνειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Νησί που κανείς σεισμός δε θα σε καταπιεί μακρύ σαν πέτρινη μαγνητική βελόνη να δείχνεις το βοριά και το νότο της πορείας μας της ιστορίας του χρόνου

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

Εκδήλωση προς τιμήν της Θρακιώτισσας ηρωίδας Δόμνας Βισβίζη

Η χορεύτρια. Τοιχογραφία από τα διαμερίσματα της βασίλισσας

Η φιλοσοφία στην τέχνη

ΤΙΜΗΤΙΚΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΣΚΑΛΑΣ ΩΡΩΠΟΥ «ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ» Διήγημα με τίτλο: «ΗλυκειοΜΕΝΗ ΕΦΗΒΕΙΑ»

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

ΤΑΤΙΑΝΑ. θέλω..." Δεν πρέπει να θέλω! Ξέρω το πρέπει θα μου πεις δεν υπάρχει. Ή φλερτάρεις με το ρίσκο ή μένεις στο ίδιο σημείο μιά ζωή...

(Σκέψεις)...Τι είναι τούτο γαμώτο μου; Πάλι έκλεισαν την είσοδο οι απολυμένοι του μετρό; Αχ! χάλια έγινες Ελλαδούλα μου! Ταξί, ταξιιιιί...

Μαρτυρία Παλλάδιου Νικολάου

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 20 ου ΚΑΙ ΤΟΥ 21 ου ΑΙΩΝΑ.

ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΓΙΑΝΝΗ. Ένας χρόνος θύελλα

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΥΠ.ΓΕΩΡΓΙΑΣ


ΕΤΟΣ 16ο ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 88 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2006

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

Ο Λέξους Μανταλέξους

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΕΛΙΟΥ ΛΑΪΝΑΚΗ

Μες στις παλάμες η αγάπη

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

III. Ο γέρος που άκουγε τα ωραιότερα τραγούδια.

Κώστας Λεµονίδης Σταθµός 2ος

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

Εκπαιδευτική Προσέγγιση Ψηφιδωτού «Θησέας και μινώταυρος» για παιδιά προσχολικής ηλικίας

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε

* Από την αγγλική λέξη «boss», αφεντικό. ** «Core houses» στο πρωτότυπο, μικρά ισόγεια σπίτια ανθεκτικής κατασκευής με πρόβλεψη επέκτασης. (Σ.τ.Ε.

Ένα βιβλίο βασισμένο στο μυθιστόρημα της Λενέτας Στράνη «Το ξενοπούλι και ο Συνορίτης ποταμός»

Κυκλοφορώ με ασφάλεια. Είχα ένα ποδήλατο πριν από δύο χρόνια και ήμουν η καλύτερη σ ολόκληρη τη χώρα

Μυρίζει Μπαρούτι. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Πουλής. Βοηθός Σκηνοθέτη: Ντίνα Μαυρίδου

Ερευνητές συµµετέχοντες στη συνέντευξη: Θεοδοσοπούλου Ειρήνη, Φραγκούλης Εµµανουήλ

προβλήματα, εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Έχω μπροστά μου και σας την αναφέρω την

Ο ΚΟΝΤΟΡΕΒΥΘΟΥΛΗΣ ΜΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

Β.Ι.ΛΕΝΙΝ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ

18η Συνεδρίαση, Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, Αθήνα, 2/10/2015

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

Το πόνημα μου αυτό γράφτηκε σε στιγμές αγανάκτησης γι αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ που γεννιούνται με χαρακτήρα δυναμικό και φιλόδοξο, που χαράζουν μόνοι τους την πορεία τους στον κόσμο. Υπάρχουν όμως και άλλοι,

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

το 1945 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα του ανώνυμου [11]

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Tίτλος: Η ΓΙΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ Συγγραφέας: ΝΑΝΝΙΝΑ ΣΑΚΚΑ-ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εικονογράφηση: ΔΙΑΤΣΕΝΤΑ ΠΑΡΙΣΗ

Τζέλιος Κ. Δημήτριος

ελληνική πεζογραφία ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ Σεραφείμ και Χερουβείμ Επετειακή επανέκδοση του βιβλίου που σημάδεψε τη δεκαετία του 80

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Mona Perises. Όμ Άλι, το γλυκό της ζωής Μυθιστορηματική βιογραφία Μέρος πρώτο

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Η κατάσταση στη χώρα, κ. Πρωθυπουργέ, είναι πολύ ανησυχητική. Η κοινωνία βράζει. Η οικονομία βυθίζεται.

ΟΜΙΛΙΑ MARTIN SCHULZ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ. Νικόστρατος Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι. Κωνσταντίνα Αντωνοπούλου Α2 Γυμνασίου

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να είχα πεθάνει πριν από τρεις μήνες. Από τότε, τα πράγματα δεν έχουν επανέλθει στην προηγούμενη κατάστασή τους. Όλα έγιναν την τελευταία

Μια νέα φωτεινή σελίδα της ιστορίας μας

Ξημέρωμα 18 Φεβρουαρίου 2012

Μια νύχτα που σκάλιζα τα πράγµατά µου βρήκα ένα σηµείω-

Ο έρωτας ήρθε από την στέπα Μυθιστόρημα - Περίληψη

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ. Έτσι άρχισαν όλα

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Κώστας Σφενδουράκης ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΩΝ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Π.Μ.Σ. «ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑ: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

Φλωρεντία, 10 Δεκεμβρίου 1513 Προς τον: ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΒΕΤΤΟΡΙ, Πρέσβη της Φλωρεντίας στην Αγία Παπική Έδρα, Ρώμη. Εξοχώτατε Πρέσβη,

ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓ.ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

και άσε τον Κύριο να βρει ποιοί είναι σι δικοί του. Και τώρα, σ' αυτό το παλτό κάστρο του δάσους, οι κόρες του, που μόλις γίνανε γυναίκες,

7. Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα Έργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ

Το συνέδριο σας πραγματοποιείται σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για τον τόπο, την οικονομία της χώρας, την κοινωνία και τον κόσμο της εργασίας.

«ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΖΩΗ» Αθηναϊκό μυθιστόρημα

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΥΨΩΝΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2012

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

Transcript:

TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η κυρία Κατάκη, διηγήματα, 1995 Μικρά Αγγλία, μυθιστόρημα, 1997 Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1998 Κουστούμι στο χώμα, μυθιστόρημα, 2000 Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 2001 Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβαζω, 2001 Ο άγιος της μοναξιάς, μυθιστόρημα, 2003 Νύφες, Από την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, 2004 Σουέλ, μυθιστόρημα, 2006 Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2007 Τα σακιά, μυθιστόρημα, 2010 Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβαζω, 2011 Καιρός σκεπτικός, διηγήματα, 2011

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ Μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Copyright Ιωάννα Καρυστιάνη Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1997 Έτος 1ης έκδοσης: 1997 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα T: 210-330.12.08 210-330.13.27 F: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μ ΠΟΡΕΙ ΝΑ ΗΤΑΝ οι αναθυμιάσεις, ανάβουνε με την υγρασία τα στάρια και στο χαπιάρισμα γίνονται ζαβομάρες, μπορεί και να φταιγε το παστό, καούρα τον έπιασε τον Σάββα Σαλταφέρο, μα δεν του πήγαινε ν αφήσει μονάχο τον Νικηφόρο στο αμπάρι, αγγάρεψε το βαφτιστηράκι του και τον Στέλιο, με πλάτες, ποντίκια κι οι δυο, πιάστε να τον αποθέσουμε στην πλώρη, δέκα λεπτών δουλειά. Με το τσιγάρο στο χέρι, κουκουλωμένος τη νιτσεράδα για το αγιάζι, ξενύχτησε δίπλα στο φέρετρο. Σκίζανε το νερό, τσιμουδιά ο Ατλαντικός. Του πετούσε τις γόπες, ρίξε μια τζούρα κι εσύ, ρε ρουφήχτρα ατελείωτη, πού να προλάβουνε να πιάσουνε λιμάνι, από Καριπίσο ως Παραμαρίμπο τρία μερόνυχτα μπάρκος και ο Νικηφόρος τετέλεσται, από κάτι σαν βρογχοπνευμονία. Στουπέτσι το στόμα από τα τσιγάρα, κάτι περουβιάνικα σκάρτα, δυο πακέτα κάπνισε ο Σαλταφέρος, το χάραμα ακούμπησε στα πόδια του νεκρού την κασετίνα, τέσσερα είχανε απομείνει, πήγε στην καμπίνα κι άφησε το μαρκόνη του να χαζέψει για τελευταία φορά την ανατολή μόνος, μόνος κατάμονος είναι ο καθένας σ αυτή τη ζωή, σκεφτόταν ο καπετάνιος, ο Νικηφόρος τέρμα και οι λοιποί παρόντες, παρόντες στο Παραμαρίμπο και με παρά, όσο για την ξινή,

δεκαπέντε χρόνια κατεβασμένα τα μούτρα κι επειδή η ζωή δεν είναι διά δύο, θα ροκάνιζε τη σύνταξη να φαρδαίνει κι άλλο ο κώλος της, ενώ ο Νικηφόρος ο ακαταπόνητος, ο χρυσόκαρδος, ο άριστος θαλασσινός, ο περιζήτητος ασυρματιστής της εταιρείας, που οι γυναίκες στα λιμάνια, αν και σκορδοφάγο, τον κερνάγανε έναν πούτσο τζάμπα, πήρε δρόμο στα σαράντα ένα του. Τρία χρόνια πριν, το 26, ο Σαλταφέρος είχε λάβει από Άνδρο φάκελο με φωτογραφία, η Μίνα με τις κόρες, Όρσα και Μόσχα, στη φαρδιά σκάλα της διπλανής Μεγαλόχαρης, Τήνος, και πίσω δυο λόγια σκέτη ξεραΐλα, να υπομένεις τις δυσκολίες προς χάριν αποκαταστάσεως Ορσαλίας και Μόσχας και η Παναγία δεν παραπονείται διά την απουσία σου. Άντεν-Βομβάη κάνανε τότε, νίτρα, λύσσιαξε ξάφνου ο Ινδικός, μπατάρισε το ΘΕΟΜΗΤΩΡ, τέσσερα μερόνυχτα παζάρι με το Χάρο, ξεγραμμένοι οι άνθρωποι, ξεγραμμένοι είκοσι δύο άντρες, κι όταν κάποτε κόπασε το όργιο και φέρανε το βαπόρι σε λογαριασμό, ο καπετάνιος καιγότανε να διώξει από πάνω του το μυστικό. Το πλήρωμα πατριωτάκια οι μισοί και πάνω, κι ο Σαλταφέρος εν πλω βαστούσε αποστάσεις για να μη χαλάει η πειθαρχία. Δεν μπορούσε λοιπόν να βρει τον τρόπο, το θάρρος, έλα, βρε Χρηστάκη, σπάσε μου δυο αυγά μάτια στο σαχάνι, να πει του μάγειρα, που κι αυτός δημιούργησε μια παρόμοια κατάσταση στη Χιλή, και βουτώντας στον κροκό να τα ιστορήσει χαρτί και καλαμάρι,

κάποιος να ξέρει, διά παν ενδεχόμενο, ας είναι κι ο Χρηστάκης, καλός άνθρωπος, και για να μην ξεβολεύεται, ο αθεόφοβος, ευσυγκίνητος κιόλας, μάνα και κόρες, τις Χιλιάνες στο Βαλπαραΐσο, τις φώναζε Φρόσω, Τασούλα, Βαγγελιώ, όπως τις άλλες, κάτω στο Αιγαίο. Μιαν άλλη αγάπη, μόνο του Νικηφόρου μπορούσε να την εξομολογηθεί, είχανε κάτι μητρικό τα μάτια του, καστανά και συνηθισμένα, ξεμοναχιάζανε όσους βάραινε μυστικό, ακούμπησέ το σ εμένα, ψιθυρίζανε, και μείνε ήσυχος, τσιμπούσανε μια μπουκιά κασέρι, για να σου πω λοιπόν, έκανε ο καπετάνιος, μα τελευταία στιγμή, σαν να μούδιασε η γλώσσα του, ξέρεις, βρε συ, όταν πέφτουμε σε τυφώνες, το βαφτιστηράκι μου νοιάζομαι πιο πολύ, ορφανό και μοναχοπαίδι, από δώδεκα χρονώ το σέρνω στις θάλασσες και η μάνα του του τρέφει άρρωστο πάθος, αμόλησε κάτι άλλο που δεν ήτανε πάντως ψέμα. Ο μακαρίτης δεν το χαψε, έπιανε αυτός τα ραδιοσήματα των ψυχών, λας σενιάλες ντελ άλμα, ίσια στα μάτια τον κοίταξε, μέχρι που ο Σαλταφέρος τα κατέβασε στο πιατάκι με το τυρί, κι αυτός, κυκλώνοντας με το πάσο του τον αναπαυμένο πια ορίζοντα, έπιασε να σιγανοτραγουδάει, φύσα μαϊστραλάκι μου και φέρε το πουλάκι μου, πάντα με το τσιγάρο το βαρύ στο χέρι.

Σ ΤΙΣ ΕΝΝΕΑ Ιουλίου, Τετάρτη, ο Σπύρος Μαλταμπές της άγγιξε το χέρι, στις δεκαεφτά Ιουλίου, την επόμενη Πέμπτη δηλαδή, της το σφιξε κιόλας, όχι το δεξί αυτή τη φορά, το άλλο, το χάιδεψε αργά, το ξανάσφιξε, έτριψε εκεί που διχαλώνουν δυο δυο τα δάχτυλα. Μαζεύτηκε κι αυτή σαν σαλιγκαράκι, ένιωσε ένα κάψιμο παντού κι αμέσως μετά την καρδιά της, δίχως ήχο, να σκάει σαν ρόδι και τα ρουμπινάκια να διαγράφουν τόξα, να ξανασκοντάφτουν στους ώμους της και πάνω του, να αναπηδούν στις πλάκες του αγίου, σαν πυγολαμπίδες. Πέθανα φαίνεται, της ήρθε στο νου χωρίς να φοβάται ή να μετανοεί. Στις είκοσι μία του μηνός, ημέρα Δευτέρα, της άνοιξε τις αφέλειες, για να δω τα μάτια σου, Όρσα, πριν αποσκοτεινιάσει, αλλά το χέρι του έμεινε στα μαλλιά της ώρα πολλή, τρυπούσε με το δάχτυλο τη σφιχτή κοτσίδα, πασπάτευε και ζύγιζε, με τα πετσιασμένα ακροδάχτυλα ακούμπησε στα μηνίγγια, στο σβέρκο, πλάι στο λαιμό, έκανε τα μισοφέγγαρα των αυτιών, τα μισοφέγγαρα των φρυδιών, την ευθεία της μύτης, το οβάλ του πιγουνιού. Τα αντρικά δάχτυλα είναι βαριά. Σ αγγίζουνε μόνο και μαρμαρώνεις. Οι τοποθεσίες τώρα. To πρώτο ραντεβού ήτανε κάτω στο γεφυράκι, πίσω από τα

πλατάνια και τις αγριοσυκιές, απομεσήμερο κι η Όρσα είχε τη δικαιολογία ότι πήγαινε πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες, αγγουρόφλουδες στο κοτέτσι του νεκροθάφτη που τους έδινε τα παραπανίσια αυγά, και σε άλλη περίπτωση θα πρόσεχε μην πατήσει τη γλίτσα στις χοχλάκες και κωλοκαθίσει μες στο νερό, φοβόταν πολύ νεροφίδες, σκωλίδες, αμπελούδες, οχιές, είχε λιποθυμήσει και με εύχιο. Πήγε στο πρώτο ραντεβού χωρίς τη μαγκούρα για το σαματά που διώχνει τα ερπετά, πύρωνε ο ήλιος στέγες, σκάλες, σέρες, μάντρες, κόσκινο έκανε τις φυλλωσιές, ούτε πονοκέφαλο είχε όμως, μούσκεμα στον ιδρώτα κατρακυλούσε τρισευτυχισμένη προς το ποταμάκι, λησμόνησε και το νεκροθάφτη παρουσιάστηκε στο πρώτο της ραντεβού βαστώντας στα δυο της χέρια το μεγάλο τους ταψί με τ αποφάγια, φλούδια, σπόρια και ξεροκόμματα μες στη λίγδα. Το δεύτερο ραντεβού αλλού, πίσω από το ιερό του Αγίου Δημητρίου, ήτανε σούρουπο και πήγαινε στη νονά της ν αποσπερίσουν παρέα, την έτρωγε τη μαύρη η μοναξιά μέσα στην ξεραΐλα, χωρίς γειτόνισσες, μ ένα σκύλο αβάφτιστο που δε γάβγιζε ποτέ. Τα σκίνα θεριά, ο τοίχος καυτός ακόμα, ο Άγιος Δημήτριος ναρκωμένος, άγιος του Οκτώβρη αυτός, τέλος φθινοπώρου. Μες στις ζέστες, όλοι τρέχανε να κουμαντάρουν τους καλοκαιρινούς Αγίους, Πέτρο και Παύλο πρώτους και καλύτερους, Κοσμά και Δαμιανό, Αγίους Αναργύρους, τον Προφήτη Ηλία, την Αγία Παρασκευή, τον Άγιο Παντελεήμονα. Από τα εξωχώραφα δεν πέρναγε ψυχή,

οι δυο χιλιάδες κάτοικοι της πόλης αγνοούσαν το ειδύλλιο. Μόνοι μάρτυρες κάτι χελιδόνια που φτεροκοπούσανε καθώς σαλτάρανε να κρυφτούν στις φωλιές τους κάτω από την τσίγκινη σκεπάστρα της θύρας. Αργότερα, όταν η Όρσα ανηφόρισε στη νονά, ο νους της ήταν αλλού, να τη συντροφέψει πήγε, άχνα δεν έβγαλε, χάζευε τ άστρα. Βαρέθηκε κι εκείνη, μπορεί και να τσαντίστηκε που το κορίτσι δεν την είχε άξια για μυστικά, γέμισε την ποδιά της ψιλοφάσουλα, μια ώρα πάστρευε μέσα στο σκοτάδι αφήνοντας τη βαφτισιμιά στον κόσμο της, μέχρι που αποκοιμήθηκε στο ντιβανάκι κάτω από τη λυκαστρίνα. Το τρίτο ραντεβού, κόντευε να νυχτώσει, είχε φεγγάρι κιόλας, ο Σπύρος Μαλταμπές κατέβηκε πρώτος στην ακροθαλασσιά και την περίμενε, στη μικρή σπηλιά όπου οι καππαριές κρέμονταν από τα βράχια σαν αφέλειες κι αυτές και της έκρυβαν το κούτελο. Βγάλανε τα παπούτσια, βράχηκαν ως τον αστράγαλο στο χλιαρό νερό, έκανε να την αγγίξει στο γόνατο και της έφυγε μια πνιχτή φρασούλα, μη, μωρέ Σπύρο, είχε στα μάτια του μια υπερκόσμια δύναμη που την παρέλυε και στα χέρια του άλλη μια που τη ζεματούσε, καρβουνάκι στο θυμιατό. Ρεγουλάρισε την ανάσα της και κόλλησε το αυτί στο στήθος του, μπουρού με τους ήχους μακρινών ωκεανών, και πού δεν είχε ταξιδέψει αυτός, έκλεινε κατά προτίμηση ζόρικους μπάρκους και η μεγάλη του αγάπη κάτι λιμάνια του διαόλου. Το κορίτσι φορούσε το κοράλλι μεταξωτό. Σε νυχτερινό ραντεβού το

χρώμα πήγαινε χαράμι. Το άγγιγμα όμως όχι. Ραντεβού αριθμός τέσσερα, Κυριακή, είκοσι εφτά Ιουλίου, καλεσμένοι σε Παντελήδες όλοι, σούρτα φέρτα και τέλειο άλλοθι για ένα ακόμα ξεπόρτισμα στον αυλόγυρο κάποιου άλλου αγίου, οποιουδήποτε, είχαν άριστες σχέσεις με όλους. Για το πρώτο φιλί η Όρσα φόρεσε το μπρικέ μεταξωτό, ολόκληρα τόπια της έστελνε ο πατέρας της παλιότερα, που έκανε συχνά Καλκούτα-Βομβάη, πέρασε σε κλωστή γιασεμιά και καρφίτσωσε το μπουκέτο στο τιραντάκι της, δρόσισε μπράτσα, ντεκολτέ, αυτιά με κολόνια, ράντισε και τα μαλλιά, λόγω ημέρας ο καλλωπισμός δε θα κινούσε υποψίες, δεν ήταν ανάγκη πριν επιστρέφει σπίτι να κρυφοξεπλένεται σε κρήνες και νεροσυρμές. Το μπρικέ μεταξωτό ο Σπύρος Μαλταμπές το τίμησε δεόντως και το κατατσαλάκωσε, έσφιγγε και φιλούσε το κορίτσι του και το γδερνε με τις πετσικαρισμένες παλάμες του, άλλο που δεν ήθελε η Όρσα, τον αγαπούσε εδώ και εφτά χρόνια, από τα δώδεκα δεκατρία της, από έναν Νοέμβριο που έβρεχε καταρρακτωδώς, κι αυτός, στα δεκαεννιά τότε, είχε ξεντυθεί κι έκανε μακροβούτι για ένα στοίχημα με κάτι άλλους, και τα φιλιά του τα είχε ονειρευτεί έτσι ακριβώς, λιγάκι άγρια σαν κύματα, πολύ σίγουρα, σαν ανεξίτηλες σφραγίδες στα χείλη της. Πες μου ντε ποιος είναι, την πίεζε την επομένη η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη, στα χαρτιά φιλόλογος, στη διάθεση μαθήτρια, μα η Όρσα παρέμενε σιωπηλή, δεν ήθελε

επί του παρόντος να μοιραστεί το μυστικό της. Όλα είχαν συμβεί όπως ακριβώς τα είχε επιθυμήσει. Ραντεβού κρυφά, τοποθεσίες ερημικές, λόγια απόρρητα, δικαιολογίες περίτεχνες, παραφορά και μικροπανικός. Κάθε έρωτας, και ειδικά ο πρώτος, πρέπει για αρκετό καιρό να μην κερνάει τρίτους. Το βεραμάν διώροφο της καθηγήτριας είχε σήμα κατατεθέν τη διάσημη λευκή τριανταφυλλιά, ποικιλία Ιαπωνίας, που του στεφάνωνε βεράντες και παράθυρα και μες στο κατακαλόκαιρο έμοιαζε χιονισμένο. Πίνανε καφέ οι δυο τους, και πριν χηρέψει η κυρία Νανά είχε κοριτσίστικες σχέσεις με πρώην μαθήτριες. Η Όρσα πήγαινε πού και πού, κυρίως την επομένη των ραντεβού, όταν ήθελε να καλμάρει, να επανέλθει στη συνηθισμένη αδιατάραχτη εικόνα της, μην πάρει μυρωδιά η μάνα της. Κοίταξε τη Νανά με περισσότερη επιείκεια, καλοχτενισμένα μαλλιά, καλοβαμμένα χείλη, δυο κιτρινισμένα δάχτυλα, καθισμένη σταυροπόδι πάνω στην καινούρια πουαντιγιέ φούστα με τις αιώνιες πιέτες και διαθέσιμη το κυριότερο αυτό, ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη. Την κολάκευε η εμπιστοσύνη των κοριτσιών και ποτέ δεν τους έκανε χαλάστρα, συναδέλφους, γονείς και κηδεμόνες δεν τους ενημέρωνε, ακόμα κι όταν έπρεπε. Προχθές απασχολούσαν τη σκέψη μου τα παράταιρα ζευγάρια της πόλης, έκανα τις αναδιατάξεις μου και

ξαναπάντρεψα τους μισούς από την αρχή. Ο γυμνασιάρχης είναι πλασμένος για τη Γλυνού και η γυναίκα του ταιριάζει γάντι στον τυπογράφο. Ο παπα-φίλιππας εξάλλου θα ζούσε καλύτερα με τη Φραντζέσκα. Κι η παπαδιά του με τον Άγιο Φανούριο, η Όρσα την άκουγε δυο τρεις φορές την ημέρα να ψάχνει τον άντρα της στα ξένα σπίτια. Ο φωτογράφος ταιριάζει με τη Νότα του ζαχαροπλάστη, συνέχισε η Νανά. Κι ο ζαχαροπλάστης με τη σοκολατίνα του, ξανάπε η Όρσα και η καθηγήτρια ενθουσιάστηκε, η εικοσάχρονη πρώην μαθήτριά της ήταν φυσικό να τα βλέπει όλα αυτά σαν αστείο, ένα παιχνίδι βεράντας, για να σκοτώνουν την ώρα που στην πόλη τους κυλούσε πιο αργά από αλλού, η πείρα της ζωής όμως μαζί με τα αναρίθμητα απογεύματα που η ίδια αφιέρωνε σε παρατηρήσεις ουσίας και στοχασμούς δε σήκωναν αμφισβητήσεις. Ναι, καλό μου, η έπαρση της νιότης είναι το ωραιότερο λάθος στη ζωή, πολύ συχνά τα ταίρια σμίγουν αταίριαστα και χίλιες φορές καλύτερα ο ζαχαροπλάστης να παντρευότανε μια πάστα και να άφηνε ήσυχη τη Νότα μαθήτριά της προ ετών κι αυτή, που της έφερνε σε δισκάκι με σελοφάν και φιόγκο τα γλυκάκια και σε άλλη θεαματική πλην διαφανή συσκευασία το κενό του έγγαμου βίου της, ξεφτέρι η Νανά, κάτω από τα στερεότυπα και τα καθησυχαστικά αλίευε τις μικροαπογοητεύσεις.

Κ ΑΝΟΝΙΖΩ για Αθήνας, είπε η Μίνα, της είχε στείλει ειδοποίηση ο Κουρμούλης, ένα οικοπεδάκι στην Κηφισιά, καλούτσικο, τετρακόσιες πενήντα πήχες, δίπλα στο άλλο που είχε παζαρέψει πρόπερσι, Πέτρου και Παύλου, να ματίσει τα δυο τσουρούτικα, να κάνει ένα σωστό, έλα μάνι μάνι να σιάξουμε τα συμβόλαια, της είχε μηνύσει. Η Μίνα Σαλταφέρου είχε τους ανθρώπους της, έπαιρνε τις πληροφορίες της, έκανε τους λογαριασμούς της και οι λίρες πιάνανε τόπο. Έβαζε κατόπιν τη Μόσχα η μεγάλη δε συγκατένευε κι αντέγραφε τα συμβόλαια με ωραία καθαρά γράμματα, τα ταχυδρομούσε του άλλου αυθημερόν, εσύ μπορεί να σαπίζεις στον ωκεανό, αλλά κι εγώ δε χασομερώ, έβαζε δυο λόγια από κάτω με τον άντρα της δε συνηθίζανε τις πολλές κουβέντες. Ιούλιο του 27 έγινε παρανάλωμα το κέντρο του Πειραιά, Φεβρουάριο του 28 στάχτη πενήντα καταστήματα στο Μοναστηράκι, άλλοι χάσανε, η Σαλταφέραινα όχι, αν και οι επενδύσεις της κατά κανόνα γίνονταν στην Αττική, έβαζε στο μάτι ένα κουρείο, ένα ραφείο, ένα χωραφάκι κι έκανε ξερή αξιολόγηση, πανταχόθεν ελεύθερη αναμνήσεων, εφηβικών αναπολήσεων, πατρογονικών πάρε δώσε και ανεπιθύμητων γειτνιάσεων, λόγοι που την απέτρεπαν να κυνηγάει αγορές στο νησί της, κι ας είχε κάνει παιδάκι προτού γυρίσει ο

αιώνας, στη Σμύρνη. Οι κόρες ξέρανε την αφοσίωσή της στους κτηματομεσίτες, ο Κουρμούλης, ας έκανε κι αλλιώς, μάζευε τα κελεπούρια για τη Σαλταφέραινα κι έδινε στις άλλες τα αποφάγια. Για Αθήνας λοιπόν είχε να ταξιδέψει δυο ολόκληρα χρόνια, ξεπροβοδούσε τον άλλο τότε κι έμεινε στο Ιόνιον τρεις μέρες παραπάνω για τις παραγγελίες, υποδήματα από του Πλυτά, στοά Αρσάκειου 5, βαρύτιμα κάδρα και λοιπά, οδηγοί ταξί και ιδιοκτήτες λεωφορείων απεργούσαν λόγω αντιθέσεως με την εγγλέζικη Πάουερ, πανελλήνιος σάλος, ένα χάος, κι είχε δεινοπαθήσει να φέρει βόλτα τις υποχρεώσεις της, τώρα όμως οι συγκοινωνίες δουλεύανε ρολόι κι από το λιμάνι γραμμή στον αφροδισιολόγο, έναν Νικολαΐδη στον κεντρικό Πειραιά. Έτσι κι έτσι, του είπε, ο πατέρας άρπαξε σύφιλη, πάνε χρόνια τώρα, η ζημιά του μεινε, στραβώθηκε, λωλάθηκε, θαρρεί πως είναι ο ποιος, αλλά εγώ ενδιαφέρομαι για το γιο. Νευροσύφιλη; ρώτησε ο γιατρός. Εγώ θα βρω; Η Σαλταφέραινα έβαλε κάτω τις χρονολογίες, Δεκαπενταύγουστο του 1911 ο καπετάν Βατοκούζης, ξέμπαρκος και δωρητής της πλακοστρώσεως της αυλής του ναού, δε φάνηκε στο πανηγύρι, τα πλευρά του γεμάτα κοκκινίλες, άνθη της ροδακινιάς, της είχε πει στο αυτί η γυναίκα του άκεφη, έσερνε μαζί το γιο, θα τανε εφτά χρονών. Το κοριτσάκι της η μακαρίτισσα η Μερσίνα Βατοκούζη το

έκανε το 1914. Κόπηκε το δύστυχο λουρίδες, έλιωσε προτού καλά καλά σαραντίσει. Παλιά, όταν βούλιαξε ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ Π. στις Σκύλες, Scilly Islands, καταχείμωνο του 1905, είχανε ρίξει το φταίξιμο στον Μάριο, τον αδερφό της Μίνας. Οι πνιγμένοι τρεις και το καράβι καινούριο με ρήγμα ανεπανόρθωτο. Η πατρική οικογένεια της Μερσίνας Βατοκούζη, Ναυτιλιακή Γαιανθρακική Εταιρεία Ν. Δανιόλος και Υιός, τότε είχανε ένα γραφείο και στη Σύρα, δώσανε το πλοίο για παλιοσίδερα και πήραν πίσω κάτι λίγα, δυόμισι χιλιάδες λίρες Αγγλίας. Ο Μάριος το ριξε στο πιοτό. Θεός σχωρέσ τη, ήτανε η Μερσίνα που πιπίλισε το μυαλό του κύρη της, πήρε τον Μάριο πίσω στη δουλειά, τον έφερε πίσω στη ζωή κι αυτός εργάστηκε σαν σκυλί, έπαιρνε όλα τα επικίνδυνα φορτία, αμμωνία, νίτρα, ναφθαλίνες, βερνίκια και πίσσα. Το 22, που ο Νουρεντίν πασάς κατέκαψε τη Σμύρνη, μάζεψε από τη Μικρασία καμπόσα δρομολόγια φαντάρους και το 23 χάθηκε κι αυτός σαν ναυτικός στον πάτο της Μάγχης κι όχι σαν μπεκρούλιακας, να ντρέπεται το τέκνο του, φευγάτο πια στο Γιοχάνεσμπουργκ, στα εγγλέζικα αδαμαντωρυχεία. Χιλιάδες κόσμος αντέχει την Αφρική ή η Αφρική σηκώνει χιλιάδες κόσμο, ορθά και τα δύο, σκεφτόταν η Σαλταφέραινα που περίμενε μάταια ένα γράμμα από τον ανιψιό, έστω με περιγραφή εξόρυξης διαμαντιών. Τι φάρμακα λαμβάνει ο ασθενής, την επανέφερε ο Νικολαΐδης, βισμούθιο, σαλβαρσάνη ή υδραργυρικά και

ιωδιούχα; Και ποια τους δεν τα ήξερε, η μοίρα τους, τα λέγανε και στης Μούραινας. Ρώτησε και για την υγεία του γιου ο αφροδισιολόγος, δεν παίρνω όρκο κυρία Φαρακούκη, η Μίνα είχε δώσει ψεύτικο επώνυμο, δεν παίρνω όρκο, αλλά μάλλον ο υιός συνελήφθη πριν μολυνθεί από τη σύφιλη ο πατέρας. Τελικά θα τον κάνω γαμπρό και πρέπει να βιαστώ, αποφάσισε η Σαλταφέραινα, γιατί πολύ αφηρημένη κι αλλοπαρμένη της φαινόταν τελευταία η μεγάλη, όταν βολιδοσκόπησε τη Μίνα ο Τώνης, ο αρχιλογιστής των Βατοκούζηδων και των Χαδούληδων, και με τρόπο πέταξε και πέντε στρογγυλά νούμερα για τα περιουσιακά, ένιωσε ένα γδούπο στην καρδιά, η πρωτότοκη κόρη της κατά γενική ομολογία ήταν παρά δέκα πόντους μπόι σωστή Αφροδίτη, αλλά τέλος πάντων κι ο Νίκος γερός έδειχνε, αρχοντικός, ο παράς ήταν δέλεαρ, η κόρη πολυέξοδη και ένας τέτοιος γάμος θα ήταν η καλύτερη αποπληρωμή του προσωπικού της γραμματίου στην ψυχή της Μερσίνας, είχε συντρέξει τη φαμίλια της, ένα μερσί της το χρωστούσε. Τακτοποίησε και την υπόθεση του οικοπέδου, είκοσι πέντε χρυσές λίρες Αγγλίας, γύρισε στην Άνδρο και ταχυδρόμησε στον Σάββα αντίγραφο του συμβολαίου, η υπογραφή μπήκε έξι Αυγούστου, ανήμερα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, του έγραψε, του σημείωσε και το μικροποσόν που έδωσε στον έρανο υπέρ των σεισμόπληκτων της Ιταλίας, λίγα πράματα, οι προπέρσινοι σεισμοί σε Ιαπωνία, Γιουγκοσλαβία,

Παλαιστίνη, Πακιστάν και Ιταλία πάλι την είχαν ξεπαραδιάσει. Για τα προξενιά θα τον ενημερώσω στο μέλλον, αφού τελειώσει η υπόθεση, αποφάσισε και ξανακαταπιάστηκε με την αιώνια λάτρα.

Σ ΤΗΣ ΜΟΥΡΑΙΝΑΣ κάθε απόγευμα γινόταν προσκύνημα, κούτσου κούτσου να σου και θρονιάζονταν στη σάλα, αμάσητους καταπίνανε τους κουραμπιέδες, η Μούραινα μάλιστα, στουπί από ρακές, μαστίχες, λικεράκια, ξεστόμιζε διάφορα πονηρά και στα πιο πετυχημένα τα χαχανητά και τα σους ανάκατα κοινοποιούσαν την αμαρτία και παραέξω. Τα γειτονάκια σούρνονταν στα τέσσερα, τόσο δα χαμηλό τούς είχε βγει το μαντράκι, κρυφακούγανε κι αποστηθίζανε τα αστρόλογα, στο δημοτικό το μάθημα αυτό το ξέρανε φαρσί όλα. Ο δάσκαλος, για να κατσαδιάσει τάχα τη Μούραινα, τα τσίγκλιζε να του τα μαρτυρούν κι αυτουνού, ήσυχος άνθρωπος ο κύριος Στρατάκης, σκεφτόταν η Μόσχα, το μόνο του κουσούρι. Από την ίδια τρύπα βγήκανε, ο ένας γιος γαμούσε σαν κορεάτικος τυφώνας, ο άλλος σαν σοροκάδα, από τις νύφες πήρα τις πληροφορίες εγώ, έψαχνε τις προάλλες τη μάνα της και τα άκουσε αυτά η Μόσχα με τα ίδια της τ αυτιά, είχε μάλιστα τόση φόρα η Μούραινα, που δεν πρόλαβε να κόψει τη φράση ή να τα μπαλώσει. Δεν της έκανε και τόση εντύπωση αυτό που άκουσε όσο αυτό που είδε, τις αναψοκοκκινισμένες μουσαφίρισσες που δεν πήραν χαμπάρι το κορίτσι, πού να κρατηθούν αυτές, το χαβά τους, κρέμονταν από τα χείλη της χοντρής που

κοκορευόταν πως ο λεγάμενός της δεν μπορούσε να τη σύρει έξω, γιατί η άγκυρά του έβρισκε στις τρίχες της. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. Όλα αυτά ως τα δεκατρία, έστω δεκατριάμισι, ήταν ένας απαγορευμένος θησαυρός, ένα επιθυμητό βασανάκι, τι θα πει εκείνο, τι το άλλο, αναρωτιόντουσαν οι μικρές, μυστήριον ο έρως φουντώνει κάθε θέρος, διότι τους χειμώνες όλες θα είναι μόνες και τα λοιπά. Η Μόσχα δεν έβρισκε μια καλή ιδέα για να της δώσει σημασία η Όρσα, τρία χρόνια μεγαλύτερή της, αυτό δε θα άλλαζε ποτέ, πάντα θα ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή της η χαϊδεμένη του μπαμπά, που χωρίς να είναι ψηλομύτα, κλειδωνότανε στην κάμαρά της με τις ώρες, κιχ δεν

ακουγόταν από μέσα, ή ξάπλωνε ανάσκελα στο μπεντενάκι και κοίταζε το Μάτι του Θεού, εκεί που κουτουλάνε δυο βουνά και τα σύννεφα πάντα βιάζονται. Ορσούλα, σε μισώ, αυτό να λέγεται, σκεφτόταν η Μόσχα, μην αγαπήσεις όμως ναυτικό γιατί, εκτός από το φόβο του χαμού του, θα κρέμεσαι κι εσύ από το στόμα της Μούραινας, που θα χει πια παραγεράσει και πραγματικά, τριάντα οχτώ χρονών η φάλαινα και αγκομαχούσε να σκαρφιστεί κάτι πρωτότυπο, οι χήρες ειδικά δεν κάθονταν αδιαμαρτύρητα ν ακούνε τα ίδια και τα ίδια, απαιτούσαν ανανέωση. Πριν πλακώσουνε λοιπόν τα καφεδόμπρικα, έσπαγε το κεφάλι της να ευφράνει τις γυναίκες, που, χήρες και μη, πέφτανε κάθε βράδυ στα στρωσίδια μόνες. Λίγους μήνες πριν, η Μόσχα χάζευε τον τεχνίτη που είχε έρθει από την Αθήνα κι επισκεύαζε σομιέδες. Στο διπλό κρεβάτι των γονιών της η λακκούβα ήταν στη μια μεριά, κάτι μουρμούρισε αυτός και χασκογέλασε, κι η μάνα της την ξαπόστειλε στο παρακούζινο να ψήσει τον καφέ. Θα ερχόταν το τέλος και το ζεύγος Σαλταφέρου δε θα είχαν λιώσει μαζί ένα ζεύγος σεντόνια. Έβρεχε κιόλας, σπαθιές οι στάλες, παντού λασπουριά, βρωμίσαμε κλεισούρα οι τρεις γυναίκες, έβριζε καμιά φορά η Μόσχα, που το κέφι της έστρωνε μόνο την ώρα των αγγλικών στο γυμνάσιο. Γαλατένιο δέρμα, αδύνατος σαν τσίχλα, κυματιστά καστανά μαλλιά, αυτό ήταν ο Ντέιβιντ και την προχωρούσε στο μάθημα πιο γρήγορα από τους άλλους,

της είχε δώσει, Τρίτη, το The Tower of London, 631 σελίδες, και του το επέστρεψε Παρασκευή ξεκοκαλισμένο, άθλος, ήθελε να τον πείσει ότι η διαφορά της γλώσσας δε θα στεκόταν εμπόδιο ανάμεσά τους, και ο Βρετανός, δύσπιστος, έκανε κάτι ερωτήσεις, μα αυτή του τα είπε νεράκι. Μόλις χτύπησε το κουδούνι, ίσως για να της ζητήσει συγγνώμη, stay for a while, της είπε και εντελώς ξεκάρφωτα της έδειξε μια κάρτα, η κοπελίτσα δε συγκράτησε το όνομα του ζωγράφου, Αμερικανός πάντως, μια χριστουγεννιάτικη νύχτα ο Τάμεσης παγωμένος, καΐκια και ιστιοφόρα τραβηγμένα στις όχθες, είχε ταχυπαλμία και μπέρδεψε τις λεπτομέρειες. Κάτι άλλες κολλούσαν εκεί, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον κι ένα είδος πεπρωμένου ήταν και η καταδίκη τους να στραβώνονται σκυφτές στους καμβάδες, να μετρούν και να ξαναμετρούν πόντους και βελονιές τα αργόσυρτα απογεύματα και τα κρύα βράδια του χειμώνα με τις λέξεις στο σπίτι μετρημένες, δυο στην κουζίνα κι άλλες δυο στο κελάρι, κάθε μέρα ίδιες. Η Μόσχα σιχαινόταν το κέντημα, ίσως γιατί ένας άγραφος νόμος τις υποχρέωνε όλες να κεντούν αυτό το λυπητερό κάδρο και να το κρεμούν στην πιο περίοπτη θέση της σάλας για να τις σπιουνεύει μια ζωή και να τις απειλεί, άκου λέει το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον. Αν η βλαμμένη η Όρσα της έλεγε και κανένα μυστικό, η Μόσχα θα της εμπιστευόταν τα δικά της, θα την ξεκούναγε, το πεπρωμένον φυγείν δυνατόν, εγώ πάντως με ναυτικό δεν, απλώς δεν, τρόμαζε μη γίνει κι αυτή πελάτισσα της

Μούραινας. Κατερίνα, πες αλεύρι, ο Καβοντόρος σε γυρεύει, όποτε είχε φουσκοθαλασσιά κάτι αντίχριστα παίρνανε με τις λεμονόκουπες την Κατερίνα Μπασαντή, ο άντρας της, μάγειρας, είχε πνιγεί σε αύτανδρο ναυάγιο στην άλλη άκρη του κόσμου δώδεκα χρόνια πριν, κι από τότε η γυναίκα δεν άντεχε να βλέπει το μπλε της θάλασσας, είχε μετακομίσει πίσω από ένα μονότονο βουναλάκι και με τη συνοδεία και προστασία της Μόσχας έκανε δεκαπλάσιους ποδαρόδρομους για να αποφεύγει σοκάκια που στο βάθος τους διακρινόταν ένα κομματάκι Αιγαίο, καμιά φορά κάρφωνε όρθια στο μάγουλο την παλάμη της να απομακρύνει από το μάτι της κάθε υποψία πελάγους. Δεν ήταν τρελή, ήταν ασυνήθιστη. Ούτε η Μόσχα ήθελε τη θάλασσα, ήταν μοιραίο λοιπόν να αγαπήσει τον Άγγλο καθηγητή και μόνη, ξαπλωτή και σαν ξεθωριασμένη πίσω από το τούλι της κουνουπιέρας του σιδερένιου κρεβατιού της, να ονειρεύεται απόδραση από τη Μικρά Αγγλία, όπως είχαν βαφτίσει την Άνδρο μεγαλοεφοπλιστές με γραφεία και συμφέροντα στο Λονδίνο και μικροκαραβοκυραίοι με παρόμοιες φιλοδοξίες, εγκατάσταση στη Μεγάλη, την αυθεντική, τσάγια, κέικ και μακροσκελείς συζυγικούς διαλόγους στα εγγλέζικα για θέματα εκλεπτυσμένα, προχωρημένα και ευρωπαϊκά.

Δ ΕΙ ΧΡΗΜΑΤΩΝ καί ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστί γενέσθαι τῶν δεόντων, Δημοσθένης, τον πρόλαβε τον Σαλταφέρο, ειδάλλως θα το διατύπωνε πρώτος ο καπετάνιος εκείνο το πρωί κατά τις δεκάμισι που παρελήφθη το τηλεγράφημα, άτιμη η θάλασσα σε όλες τις άκρες της, Κωνστάντζα, Κάρντιφ, Ντιέγκο Σουαρέζ και Μαρακαΐμπο, πουτάνες, γιαλό γιαλό περικύκλωναν τους ωκεανούς, αμέτρητες, και αρχιπουτάνα η ίδια η θάλασσα, εκεί που σε πλουταίνει εκεί σε ξεβρακώνει κιόλας, ο Σάββας έβραζε από θυμό και στενοχώρια. Μετά βαρυαλγούσης καρδίας αναφέρω ότι ο φυγόδημος και αείμνηστος Ιάσων Τελεμές, προσβληθείς υπό ινφλουέντζας και ερυσιπέλατος, απεβίωσεν εν Νέα Υόρκη την 17ην Ιουλίου 1929, καλαμαράς ο γιος του χταποδάκια, άβρεχτος, ατυχήσας στον εφοπλισμό, του βουλιάξανε τα καράβια, όλα κι όλα δυο, η ΜΑΡΟΥΣΙΩ του 1907, αγορασθείσα το 1916 αντί 11.000 λιρών, χάθηκε το 1917 στα παράλια της Ουρουγουάης, η ΚΥΜΑΤΙΑΝΗ του 1908, αγορασθείσα το 1925 αντί 27.000 λιρών, χάθηκε πλέουσα κατά τις Φιλιππίνες, άφαντη και η συμβία, ρέστος απέμεινε ο Τελεμές, με χρέη και γραμμάτια στην κωλοπολιτεία που τον ξέκανε. Φίλος από τα παλιά ο Ιάσων, μωρέ σαν πολλοί πεθαίνουνε

τώρα τελευταία, σκεφτόταν ο Σαλταφέρος διχασμένος, αγαπούσε τη θάλασσα, φοβόταν όμως την κατάληξη, να ξεμείνει κανείς σ έναν τόπο από τον οποίο θα απουσιάζουν τα παιδικά του χρόνια, φιγούρες, σκιές, λόγια, άλλοι ήχοι, διαδρομές, χρώματα, πόσο διαφορετικά τα μπλε της θαλάσσης, όπως προτιμούσε τη γενική ο καπετάνιος, για λόγους κύρους των νερών, πόσο διαφορετικά τα μπλε, στον Μπέη, μετά τα Εισόδια της Θεοτόκου, γκρίζα και λαδιά, μέχρι να σηκωθεί ο γαρμπής και να τα βάψει μολυβιά, τα αφρικάνικα πάλι πορτοκαλιά, ιδίως τα απογεύματα, όσο για τα μπλε της θάλασσας των Κοραλλιών, άλλο πράγμα, εκεί τα ύδατα αναβοσβήνουνε και φωσφορίζουνε σαν χριστουγεννιάτικες γιρλάντες με λαμπιόνια, όπως τα μανταρινάκια στο μασιδάκι, με τις πρωινές στάλες στο φλούδι, πέρα στον Καβοντόρο να ανάβει η ανατολή, τα φρούτα να στραφταλίζουνε σαν ηλεκτρικά και να ζαβλακώνουν τα σπουργίτια που το βουλώνανε. Μικρός ο τόπος μα οι παραξενιές του ατελείωτες και οι θαλασσίτσες του θείο μπλε, εκεί που είναι κάλμα σαν ξεδιψαστικές γκαζόζες, εκεί φουσκώνουν και θαλασσοπνίγουνε, όπως τον χταποδάκια, αυτοκράτορας της πρέφας ο Πασχάλης Τελεμές, ασί ες λα βίδα. Πενηντάρης ο Σαλταφέρος, δεν είχε πια το θάρρος της άγνοιας και το χρόνο με το μέρος του, είχε το βαρύ φορτίο της πείρας και της ηλικίας κι έναν ραγδαία αυξανόμενο συναισθηματισμό, μια ιδέα γλυκερό, λέγανε οι νεότεροι, από

αντίδραση ίσως στην ολότελα στεγνή γυναίκα του που εκείνο τον καιρό έβαζε κάτω λοιπούς εν ζωή Τελεμέδες, Μαρήδες, Βαλμάδες, Ζανήδες, καλαμαράκηδες, χταποδάκηδες, παλαμυδάκηδες, καραβιδάκηδες και αστακούς, αναμετρούσε, συνέκρινε και σχεδίαζε γάμους εν κρυπτώ, αιφνιδίαζε η Μίνα σαν υπουργός των Οικονομικών που κάνει υποτίμηση, και ο καπετάνιος χιλιάδες μιλιά μακριά περίμενε τα απόνερα των ελιγμών της. Δεν είχε ποτέ διαβάσει την ψυχή της γυναίκας του, είχαν χάσει κάποιες ευκαιρίες και τώρα κανένας από τους δυο δεν είχε διάθεση για τέτοια, δεν υπήρχε ο τρόπος, άλλωστε έκαναν ό,τι ακριβώς τα πολλά ζευγάρια καπεταναίων του νησιού, ο άντρας κοίταζε τα αντρικά, καλοδιοίκηση του καραβιού, πλόες, φορτοεκφορτώσεις, εισόδημα, τη ζωή εν πλω, και η γυναίκα κοίταζε τα γυναικεία, καλοδιοίκηση του σπιτιού, επενδύσεις, ανατροφή και αποκατάσταση των παιδιών. Μόνο που για τα δύσκολα η Μίνα είχε διαλέξει ένα τρύπιο σωσίβιο, το πουγκί, έξυπνη γυναίκα, ήξερε το ρίσκο και το μάταιο του πράγματος και τουλάχιστον στη στρατηγική για τις κόρες της θα έπρεπε να βάλει λίγη καρδιά παραπάνω, κάτι τέτοιο ευχόταν ο Σαλταφέρος, μπαινόβγαινε στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής, general cargo, και πριν ανοίξει τα γράμματα από την Άνδρο, καλού κακού έκανε το σταυρό του.

Λ ΕΣ, ΠΑΩ και χώνω τη μύτη μου σε όλη τη γειτονιά, λέω, πας και χώνεις το πράμα σου σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, ήθελε να του το γράψει κατάμουτρα, το φύλαξε, θα ρθει η ώρα του, τίποτα δεν πάει χαμένο, υπολόγισε η Μίνα. Η Μόσχα είχε αντιγράψει τα συγχαρητήρια στη Φωνή του Αιγαίου, ογδόντα δραχμές κόστος δημοσίευσης, η οικογένεια Σάββα Π. Σαλταφέρου, πλοιάρχου, συγχαίρει θερμώς τον Δημοσθένην Γ. Γλυνόν, υιόν του συμπολίτου μας Ανωτέρου Αρχιφαρμακοποιού του Στρατού Γεωργίου Κ. Γλυνού, διά την είσοδόν του εις την Σχολήν Ναυτικών Δοκίμων. Λεχρίτης ο πατέρας, λεχρίτης και ο κανακάρης, αλλά η Σαλταφέραινα δεν μπορούσε να μαντέψει ποιον θα είχαν ανάγκη μια μαύρη μέρα στο μικρό τόπο, για τα συμφέροντα της φαμίλιας λοιπόν με όλους τα πήγαινε πρίμα και τους μισούς πίσω από την πλάτη τους τους φασκέλωνε. Ήταν αδύνατον να εμπιστευτεί το κουμάντο του σπιτιού στον απάντα, από θάλασσα του έκοβε, εκτός, τα έκανε μούσκεμα. Το μπλε της θαλάσσης έβρεξε τα ματάκια σου, Όρσα μου, έγραφε στην πρωτότοκη, και η άλλη παραπονιόταν, κι αν η μεγάλη του έγραφε όλο κι όλο ένα φύλλο χαρτί, η μικρή του πρόφταινε όλα τα νέα της Άνδρου, δίνοντας προτεραιότητα στο συγγενολόι και στις στεριανές συναναστροφές του. Γράφε σε τσιγαρόχαρτα, της έλεγε η Μίνα, να ζυγίζουν

λιγότερο τα αισθήματά σου. Ο τυπογράφος είχε τυπώσει τα κυριακάτικα μνημόσυνα, χήρα Λ. Ίσαρη όπου λάμδα ίσον Λεονάρδος και χήρα Σ. Αργυρόπαιδου όπου σίγμα ίσον Σωκράτης, ο Στέργιος είχε άλλη χήρα, και δώστου στα δύο καφενεία εναλλάξ, τα είχανε συμφωνήσει οι καφετζήδες να μοιράζονται τις μακαρίες, και η πλατεία θα έπηζε πάλι στο πένθος, να μην υπάρχει μια Κυριακή χωρίς κόλλυβα, βάζανε και βγάζανε τα μαύρα, έμπαινε μέσα τους το σκούρο, σκούραινε το αίμα τους και τραβιόντουσαν κατόπιν στα μνημόσυνα γνωστών και αγνώστων, λάστιχο στις δουλειές όλη την εβδομάδα και την Κυριακή πρωί πρωί μαύρο ταγέρ και στην ουρά για τα συλλυπητήρια. Η Μίνα αποφάσισε να τις πάρει και τις δυο αξημέρωτα να ανηφορίσουνε στα Απατούρια, στης πεθεράς, θα κανόνιζε επιτόπου να πουλήσει τα σύκα, θα τις γλύτωνε και από την παρέλαση της μαυρίλας. Ήταν που το σπίτι δεν απείχε από τη Μητρόπολη και η ζωή τους όλο μνημόσυνα ναυτικών, το καλοκαίρι μάλιστα, που πλακώνανε στο νησί οι διάσπαρτοι, πέφτανε βροχή. Προ καιρού, της Αναλήψεως, έβλεπε την Όρσα, είχε μαζέψει από το χαντάκι κι από τις χέρσες αιμασιές στις Τρεις Εκκλησιές μια αγκαλιά παπαρούνες, κρεμασμένη στο μπαλκόνι τίναζε και φυσούσε τα πέταλα, που έτσι κι αλλιώς μαδάνε με την πρώτη, είχε γεμίσει το στενό κόκκινες νιφάδες και το αεράκι τις ταξίδευε στη μικρή άσπρη πόλη, έρημη για

τη μεσημεριάτικη σιέστα. Ήταν στο ισόγειο η Μίνα, στον ίσκιο της κληματαριάς, δυο φρουτάκια έτρωγε κι έβγαζε κρυφά το κεφάλι να την κοιτάζει, όμορφη, μακρινή, ένα μελί χρώμα, ένα σκέρτσο του ζέφυρου. Είχε δίκιο ο άλλος, το μπλε της θάλασσας είχε βρέξει τα μάτια της και για να δούμε μήπως έβγαζε και μπλε δάκρυα μόλις μάθαινε για το γαμπρό, μην κλάψεις, δεν έχει μα και ξεμά, η Μίνα θα το ξέκοβε.

Π ΕΝΤΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, περίπου πέντε και η ώρα, πέντε το απόγευμα. Η άμμος είχε μαζέψει τη ζέστη της μέρας και άπλωνε ένα τρεμουλιαστό φως, σαν χρυσόσκονη πάνω σε ό,τι καφετί απέμενε, βράχια και χώμα, διάφανο το νερό μαρτυρούσε τον πάτο, εδώ κατακίτρινο, εκεί σκουροπράσινο, με τα νερόχορτα να γέρνουν αποκαμωμένα από τον ήλιο που τα κυνηγούσε στο βυθό. Στη μέση του κόλπου πλάγιαζε μια αγία που φαίνεται δεν αγαπούσε πια την Όρσα, η Αγία Θαλασσινή, κάτασπρη, ολόιδια με την άλλη που καθόταν σαν κατσίκα στο βράχο και είχε φυλάξει και τσίλιες κάποια βράδια που ο Σπύρος Μαλταμπές κι εκείνη καμπουριάζανε στο αυλιδάκι της για δυο κλεφτά φιλιά. Οι απλωτές μιας κολυμβήτριας ραγίσανε τη θάλασσα και σκορπίσανε την αγία σε λευκά χαρτάκια από μια επιστολή που ο παραλήπτης της απογοητευμένος έκανε κομμάτια, όλα τούτα σύντομες εικόνες που γεμίζανε το απόγευμα της πέμπτης Σεπτεμβρίου 1929, ένα απόγευμα που η Όρσα Σαλταφέρου θέλησε να το περάσει μόνη, δεν είχε και φίλες στενές κι η διάθεσή της ήταν τόσο πεσμένη, που την ενοχλούσε η παραμικρή κίνηση, ακόμα και σε απόσταση, όπως η κολυμβήτρια, τα βόδια του Μποζάκη που βόσκανε ξεραμένες γαλατσίδες και καυκαλήθρες και το κανελί μοσχαράκι που νύσταζε στον ίσκιο του ασφένταμου.

Η Όρσα έσφιξε στη χούφτα της τα τρία θαλασσοφαγωμένα κουτάλια που ξέβρασε το χθεσινό ξεθυμασμένο μελτέμι, από την άμμο τα ξέχωσε κι είχαν πάνω τους το πρασινωπό της λήθης, θα τα χω για πάντα στην τσάντα μου, συλλογίστηκε, το απόγευμα βιαζόταν, το μαγιό της αργούσε να στεγνώσει και η κολυμβήτρια είχε βγει στην ακτή και χουζούρευε ανάσκελα, ο κόσμος όλος ήταν τρεις οριζόντιες παράλληλες λωρίδες, μια ασπρογάλανη πάνω πάνω, μια μπλε στη μέση, μια κίτρινη χαμηλά και στην άκρη της η κολυμβήτρια με το βυσσινί μαγιό. Δεν ήθελε να της μιλήσει, κάθε άλλο, πιο καλά έτσι, από μακριά, κι αν ήτανε πέρσι ή πρόπερσι, ίσως επέλεγε να κρατήσει στο μυαλό της αυτή την εικόνα από το καλοκαίρι του 29, έτσι αποθησαύριζε η Όρσα το παρελθόν, παραδείγματος χάριν το καλοκαίρι του 28 ήταν εν τέλει το κόκκινο καπέλο μιας νιόπαντρης που το σερνε ο αέρας στην παραλία, το καλοκαίρι του 27 ο Σπύρος Μαλταμπές στην άκρη του μόλου δίχως πουκάμισο να κοπανάει και να βρίζει ένα χταπόδι και το καλοκαίρι του 26 η Νανά Μπουραντά- Καραπιπέρη στα μαύρα με τη μαύρη βεντάλια της, καθιστή στο σκιερό χολ του σπιτιού της μόνη και η πόρτα ανοιχτή. Ο κόσμος στις παραλίες είχε αραιώσει, ένας εδώ κι άλλος εκεί, η κίνηση στην αγορά ψόφια, η πόλη, με τα απομεινάρια του φράγκικου κάστρου στη μύτη της, με τα σκαλοπάτια, τις πολλές εκκλησίες, τις μαρμάρινες κρήνες, τα διώροφα αρχοντικά με τους ενετικούς ή τοπικής έμπνευσης θυρεούς, τις λότζες και τα νεοκλασικά, όλα σπίτια με γερή αρματωσιά

για να αντέχουν στο χρόνο και στην τριγωνική επίστεψη ανάγλυφο το έτος κατασκευής για να το υπενθυμίζουν, ανακαταλήφθηκε σταδιακά από το γυναικόκοσμο, οι ναυτικοί σφάλιζαν το σάκο, έδεναν τα μπαούλα τους κι εγκατέλειπαν, αλλού και ο Σάββας Σαλταφέρος, είχε τάξει να ρθει το επόμενο Πάσχα και να μείνει τρεις μήνες. Της Όρσας δεν της ερχόταν ποτέ να πει μαμά μου, μανούλα, μαμάκα, θα την πάρει ο διάολος και θα τη σηκώσει ο μύλος, της ερχόταν να ξεφωνίσει, ιδιαίτερα όταν η Σαλταφέραινα αμφέβαλλε για το ολόσωστο των αποφάσεών της κι έπαιρνε από το ντουλάπι ένα κουτί πούρα Αβάνας να κανονίσει εξομολόγηση, οι αδυναμίες του παπα-φίλιππα γνωστές, και τα πούρα υπήρχαν παρακαταθήκη, για να διευκολύνουν τη συγχώρεση κάθε αμαρτίας ή ενοχής. Το ήξερε το κόλπο η Σαλταφέραινα, ο παπάς είχε βαρεθεί να ακούει τα ίδια και τα ίδια, ύστερα από τριάντα χρόνια στην ενορία τα παραπατήματα των ναυτικών και των γυναικών τους δεν παρουσιάζανε πρωτοτυπία ή ενδιαφέρον, άκουγε αφηρημένος και στο τέλος συγχωρούσε τους πάντες και τα πάντα, έβγαινε στον αυλόγυρο της εκκλησίας και έστηνε καρτέρι στους λιγοστούς αρσενικούς του νησιού, ψάχνοντας παρέα για το τάβλι. Πιο καταπτοημένος φαινόταν όταν το καρτέρι πήγαινε χαράμι, παρά όταν μάθαινε τι βάραινε τις ψυχές των ενοριτών του. Αν η μάνα δεν είναι τελείως αναίσθητη, αυτές τις μέρες θα τακτοποιήσει τη συνείδησή της μ ένα κουτί πούρα Αβάνας,

σκέφτηκε η κοπέλα. Την προηγούμενη μέρα είχε φανεί ο θείος του Σπύρου, ο Αιμίλιος Μπάλας, να πιει έναν καφέ σπίτι τους και να φέρει το θέμα με τρόπο, την έχω αποφασίσει γι άλλον, είναι πολλά και ιερά στη μέση που μου δένουν τα χέρια, πες στον ανιψιό σου, δυστυχώς, έδωσα κιόλας το λόγο μου κάπου, πάντως αυτός ο Σπύρος, χριστιανέ μου, πολύ γόης μου φαίνεται για οικογένεια, κι ο θείος, λίγος, κατάπιε τη γλώσσα του, δεν ανέφερε για αίσθημα λέξη, η Σαλταφέραινα, πάλι, παρέκαμψε το σκόπελο και δεν ξεψάχνισε ως όφειλε και ως συνήθιζε καχύποπτη στο έπακρο, η Όρσα κρυφάκουσε τα πάντα. Ένιωσε τις φλέβες της τσαφ να σπάνε και να αδειάζουν και είδε το αίμα να κάνει ένα ρυάκι, να κυλάει αργά και αναπότρεπτα μέτρο προς μέτρο στον πολυαγαπημένο κύκλο Μαλταμπέ, Άγιος Δημήτριος, γεφυράκι, παλιό ταφείο, βραχοσπηλιά κι εκεί να παραδίνει το κόκκινο χρώμα του και να μην υπάρχει πια, να γίνεται σκέτο νερό, ένα με τη θάλασσα. Αφηνιασμένη η μάνα της είχε περάσει στη δράση, ούτε περίστροφο να κρατούσε και να σημάδευε, είχε ακινητοποιήσει τον Μπάλα και του ζητούσε από πάνω και την κοπριά του περιστεριώνα να τη σκορπίσει στις γαριφαλιές της. Μη σ τη φάνε πάλι οι γειτόνισσές σου. Ακίνητη πίσω από τη δίφυλλη δρύινη πόρτα της σάλας, η Όρσα βαστούσε την αναπνοή της, τα άκουγε και δεν

μπορούσε και να κλάψει.

Γ ΡΑΨΕ, ΚΑΜΑΡΙ MOΥ, τη συνταγή για τα παστελάκια, μπας και μας σιάξει λίγα ο μάγειρας, ήρθε καλλιγραφημένη η συνταγή από τη Μόσχα, τόσο μέλι, τόσο καρύδι, τόσο σουσάμι και τη μετέφρασε τσάτρα πάτρα στην Ανχελίτα, Ανχελίτα Ροδρίγεζ Σαν Πέδρο, η γυναίκα κοντή μα η λαδιά μεγάλη, έτος κατασκευής 1916, τόπος Αργεντινή, κατασκευαστής Σάββας Σαλταφέρος. Δεν ήταν μπερμπάντης, ένας κανονικός άντρας ήταν που η γυναίκα του του τη σβούριζε με την ξινίλα μόνιμη στη μούρη της, η χολέρα σου κι η χολέρα μου, λέγανε τις γυναίκες τους με το μακαρίτη τον Νικηφόρο. Προξενητής λοιπόν ο καραβόσκυλος ο Αχελώος, είχε φόβο στη φουρτούνα, αλλά όλοι οι βαπορίσιοι τον είχανε αγαπήσει το χέστη με το βασιλεμένο μάτι και το λερό καφετί τρίχωμα, που δυο μερόνυχτα ξερνοβολούσε κι έσπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μόλις δέσανε στο Μπουένος Άιρες, ο Σαλταφέρος έβγαλε τον Αχελώο μια βόλτα να ρθει στα συγκαλά του, καλμάρισε το ζώο, πήγανε και στις κοπελιές, η Ανχελίτα καινούρια στο σπίτι, φέρ τονε στην κάμαρη κι αυτόν μην τρομάξει πάλι και κάνει ζημιές, τον ντάντεψε, φώναξε τον κτηνίατρο, έγραψε αυτός κάτι καταπραϋντικά. Ένας πούστης σκύλος τον έμπλεξε, τα κόμο βος κεράς μι αμόρ και τα σι μι αμόρ ακολούθησαν μοιραία, οπότε την

πέμπτη φορά που πιάσανε Αργεντινή, αυτή τον περίμενε με ντοματοπίλαφο και χαλβά κι αυτός υιοθέτησε το γιο της. Αγνώστου πατρός, τρίω χρονώ, τον φώναζε κιόλας Οδυσσέα, το μόνο ελληνικό που θυμόταν από τρία τέσσερα χρόνια που είχε αντέξει τα θρανία, πάει να με τυλίξει το βρομοθήλυκο, σκέφτηκε ο Σαλταφέρος, το ίδιο απόγευμα την έσυρε σε συμβολαιογράφο και την έβαλε να υπογράψει πως δε θα φανερωθεί ποτέ στην επίσημη οικογένειά του και την άλλη το πρωί ξεμπέρδεψε και με το ληξιαρχείο και οι τρεις τους πήγαν για παγωτό. Ήσυχο πρωί, Σεπτέμβρης, μύριζε κιόλας άνοιξη, η Ανχελίτα συνήθως έξω καρδιά, γλύκες, ταγκό, φιλιά, είχε χάσει το κέφι της από την αναπάντεχη καλή της τύχη κι είχε πιάσει την κλάψα της ευγνωμοσύνης. Ο Σάββας κοίταζε το αγοράκι, δεν ήταν για πέταμα σίγουρα, είχε μια αξιοπρέπεια στο βλέμμα, δεν ενέκρινε τη στάση της μάνας του, τρίω χρονώ αντράκι με τα όλα του κι ένα φουντωτό κατσαρό μαλλί σαν αγγελικό στεφανάκι από χορταράκια. Ανχελίτα και Οδυσσέας, Παναγίες και οι δύο, και ο Σαλταφέρος τουλάχιστον στο Μπουένος Άιρες χαλάρωνε, είπε λοιπόν στους Χαδούληδες, πενηντάρισα, όχι άλλη Κίνα Ιαπωνία Ινδία Μαντζουρία, λόγω επανάστασης γινόταν χαμός εκεί, η Αργεντινή του πήγαινε πολύ, είχε μάθει καλά τις θάλασσες του Νότιου Ατλαντικού, Ατλάντικο Σουρ, και μερικά χρονάκια τώρα μάζευε για πάρτη του φορτία και

ναυλώσεις για Κίνγκσταουν, Τζώρτζταουν, Κιουρασάο, Παραμαρίμπο, Νικοτσέα, Βαλπαραΐσο και πίσω. Οι λοιποί δεν είχαν καμιά δουλειά να τα μάθουν, ο Νικηφόρος μάλιστα, άξιζε ένα τέτοιο μυστικό, μα πάνω στην ώρα τα κακάρωσε και του έμεινε ο γιος κρυφός, δεκαπέντε χρονώ παλικάρι πια, ένα κι ογδόντα ύψος. Και οι γνωστές κόρες. Τις προάλλες στη Λισσαβόνα πήρε τρία γράμματα, Όρσα, Μόσχα, Μίνα, λες κι είχαν γραφτεί όχι από πλάσματα που ζούσαν στο ίδιο σπίτι μα από ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους, αλλοεθνείς και αλλόφυλους, η γυναίκα του οχτώμισι σειρές λίστα εξόδων και κάτι μασημένα λόγια για προξενιά του μέλλοντος, η Μόσχα έντεκα σελίδες ραπόρτο για το τι συνέβαινε στις ξένες πόρτες, αφού προσπερνούσε την πόρτα του λευκού διώροφου σπιτιού της Ρίβας, τη δική τους, και η Όρσα δυο αραιογραμμένες σελίδες όπου με τον τρόπο της έλεγε αρκετά, να χαρείς, μπαμπάκα, κρύψε με στο βαπόρι σου, πολύ μικρή τελικά η Μικρά Αγγλία, που έλεγε και η νονά, για να χωρέσει τα μεγάλα αισθήματα. Ο Σάββας Σαλταφέρος σκοτείνιασε για εκατοστή φορά, η γυναίκα του είχε στερήσει τα χάδια από τα κορίτσια τους, και κάθε δυο τρία χρόνια που επέστρεφε κι ο ίδιος στο νησί δεν ένιωθε άνετα να φιλάει και να χαϊδεύει δυο μαζεμένα παιδιά που στο μεταξύ είχαν γίνει κοπελάρες και η ηλικία είχε σηκώσει ένα επιπλέον τείχος ανάμεσά τους. Αφού έπαιζε θέατρο μερικές φορές στην Άνδρο, έκανε τον νοσταλγό και τον περίλυπο, ενώ μέσα του βιαζόταν να την

κοπανήσει και να ξαναγλιστρήσει στα νερά του, τριάντα έξι χρόνια ναυτικός, όλα τα νερά τού ήταν γνώριμα. Φοβόταν ακόμα και ν αποθυμήσει το κρεβάτι του, τα ξινόδεντρα και το κηπαράκι του, τη γριά του και κάτι διαλεχτούς σαν τον Γρηγόρη. Ξαπλωμένος στον αέρα, στα χέρια τεσσάρων ναυτικών, κοιτώντας το Μάτι του Θεού, το γαλατένιο ουρανό, το μεσημεριανό φεγγάρι, ο Γρηγόρης πέταξε, μπαμπάκα, πέταξε για τελευταία φορά στη διαδρομή μέσα από τον κεντρικό δρόμο, προσπέρασε το σωρό με τα κούτσουρα και τα μαραμένα κλωνιά του νυχτολούλουδου που ξεπάστρεψε πάλι ο μυγιάγγιχτος ο κουρέας, προσπέρασε και τα δίδυμα πλατάνια της πλατείας, τα σπίτια που βεγγέριζε ανάμεσα σε δυο μπάρκους και προσγειώθηκε στην Παναγία, του είχε γράψει η Όρσα. Άκουγε, μπαμπάκα, από τις έντεκα το πρωί ως τις τέσσερις το απόγευμα την καμπάνα, άκουγε και το σιγανό κλάμα της γυναίκας του και προσπαθούσε να τη συνηθίσει. Σφίχτηκε η ψυχή του για τον Γρηγόρη, σφίχτηκε και για την Όρσα, ένα κορίτσι που το μυαλό της τριβελίζανε μίζερες ιδέες. Έσβησε το τσιγάρο, φύλαξε τις επιστολές κι έτριψε κυκλικά τους κροτάφους, η μάνα του υπέφερε από πονοκεφάλους και τους απόλαβε κι αυτός κληρονομιά, μη χάσει. Βγαίνοντας από την καμπίνα του για τη δουλειά έπεσε πάνω στο μάγειρα που του έφερνε λίγο λουκάνικο και ξέσπασε πάνω του. Άι σιχτίρ, τελικά θα λέω αποθυμώ την Άνδρο και θα

εννοώ δεν αποθυμώ παρά τον Αρίστο τον μπακάλη, ας πούμε, που άνετος και καλοξυρισμένος, μ ένα μουστάκι σκέτη γεωμετρία, ενώ ζυγίζει πρόβειο βούτυρο ή βακαλάο, εξηγεί και τα όνειρα. Και φτιάχνει και τα πιο πικάντικα λουκάνικα, συμπλήρωσε έντρομος ο Χρηστάκης.

Σ ΕΛΙΣ 146, συστάσεις του Άγγλου Ναυάρχου Sir Frederick Bedford προς αποφυγήν συγκρούσεων, στο βιβλίο του πατέρα του, Στοιχειώδης Θεωρητική και Πρακτική Ναυτική μεθ όλων των πινάκων και αστρονομικών εφημερίδων, υπό Πελοπίδα Τσουκαλά, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1912, παλιό αλλά έγκυρο, ο Σπύρος Μαλταμπές το είχε αποστηθίσει και δεν ήταν το μόνο, από δώδεκα χρονώ φυλλομετρούσε τέτοιες εκδόσεις. Και τι άλλο να έκανε καταμεσής στον Ινδικό όπου τίποτα δε συνέβαινε, δεν υπήρχε παρά ένα βαπόρι που κυλούσε σε ένα άσπρο σύμπαν, και αυτή η μονοτονία τον υποχρέωνε να σκέφτεται τα ίδια και τα ίδια και να του στρίβει. Δεκαεφτά δεκάτου στη Σουραμπάγια Ιάβας, σκάλα για φόρτωση ρυζιού, έμαθε πως η Σαλταφέραινα τον απέρριψε ασυζητητί, στα είκοσι εφτά του καπετάνιος με δελεαστικές προτάσεις από πολλούς εφοπλιστές, Αντριώτες, Χιώτες, Εγνουσιώτες, Κασιώτες και Κεφαλλονίτες, δε ρώτησε καν αν υπήρχε αίσθημα ή συμπάθεια με την κόρη της, αυτή που ψώνιζε λάδι από την κορφή, βούτυρο από τη μέση και μέλι από τον πάτο, να που δεν ήξερε να ψωνίσει γαμπρό για το παιδί της, ένας Θεός ξέρει ποιον παλιοκερατά τζιτζιφιόγκο θα χε βάλει στο μάτι, αξίωμά της: δεν έχεις παρά, δεν έχεις χαρά. Κορμί για νυχτέρια και πάει, το χασα, θυμόταν ο

Μαλταμπές μια μέση λιανή, καρπούς κι αστραγάλους δαχτυλίδια, μπράτσα και πόδια κρεατωμένα. Όταν την πρωτοφίλησε, η Όρσα λιποθύμησε στην αγκαλιά του από ντροπή, μα μόλις συνήλθε, έμεινε σιωπηλή λίγα λεπτά κι ύστερα με απρόσμενη τόλμη απάντησε στο δικό του πρώτο φιλάκι με χίλια δικά της, αφήνοντάς τον ξερό από την έκπληξη. Όσο για το τελευταίο ραντεβού πριν μπαρκάρει, μάρτυρες τα σαράντα περιστέρια του θείου του, στα ζωναράκια και στα ψαροκόκαλα του περιστεριώνα γουργουρίζανε και σεγοντάρανε ανάσες κοφτές και λέξεις μισές. Παράξενο κορίτσι, τη μια υποτακτικό, την άλλη ανυπότακτο, την τρίτη γάργαρο και πρόσχαρο, την τέταρτη απρόσιτο και μελαγχολικό, με επηρεάζει πολύ το φως, επέμενε, ή τα όνειρα. Σπάνια μιλούσε για το σόι της, θα σου διαβάσω ένα ποίημα, έλεγε τελείως ξαφνικά και μετά τον βασάνιζε να βρει τίνος είναι, τον μπέρδευε με τα αρχικά των ποιητών ή τη γενέθλια πόλη τους κι εκείνος έχανε πάντα κι εκεινής της άρεσε πολύ που ο αγαπημένος της δε σκάμπαζε από ποίηση. Είχε αντιγράψει αδέσποτους στίχους από δω κι από κει στο δερματόδετο μακρόστενο τετράδιο, χοντρό σαν εκκλησιαστικό βιβλίο, ίδιο με αυτά που στα βαπόρια κατέγραφαν τη μισθοδοσία, papeterie Hautin, fondée en 1856, είχε μάθει τα γαλλικά από τις καρτ ποστάλ, αλλά η προφορά της ήταν καλή. Ο Μαλταμπές ξεφύλλισε στην τύχη

το δικό του, δεμένο με μαύρο δέρμα, με την ετικέτα ΟΣΤΡΙΑ σε καφέ διακοσμητικό πλαίσιο, μισθοδοσία πληρώματος από πρώτης Μαρτίου 1928 πέρυσι, ο τηλεγραφητής Νικολός Ζαννής χρεωστεί 250 σκούδα, ο ανθρακεύς Ιωάννης Πολύζος έχει λαμβάνειν 37 λίρες, σε άλλη σελίδα ο μηχανικός Αθανάσιος Μαΐστρος εζήτησεν εις Καλκούτα προκαταβολήν 50 λιρών και λοιπά, ο Μαλταμπές είχε κάνει δέκα φορές το γύρο του κόσμου. Πάντως το περασμένο καλοκαίρι είχε εντυπωσιαστεί από την άπλα και τις κρυψώνες του μικρού νησιού που καμουφλάρισε το ειδύλλιο, όλοι γνωστοί κι όλοι περίεργοι, κανένας δεν τους είχε πάρει χαμπάρι. Η Όρσα ερχόταν μεν με χίλιες προφυλάξεις, πάντα όμως τυλιγμένη στα μεταξωτά, ήξερε ο Σπύρος από τουαλέτες, αλλά αυτό ήταν ολόκληρη ιστορία, ερχόταν λοιπόν με λίγα φούλια περασμένα στη μελιά πλεξούδα, μια κορδέλα θαλασσιά σαν τα μάτια της, στύλωνε το βλέμμα του στο μπλε τους κι έβλεπε τον κυματισμό τους δροσερό και αέναο, σ αυτό το πέλαγος θ αρμενίζω, της δήλωνε και την έσφιγγε πάνω του φουντωμένος, τυχερέ Μαλταμπέ, έλεγε στον εαυτό του, το κορίτσι είναι γοργονάκι, το γούρι σου, σαν αυτό που είχε τατουάζ στο αριστερό του μπράτσο, με πλούσιο μαλλί, γυριστή ουρά και καλοσχεδιασμένα λέπια. Οι δουλειές του βαποριού βαριές κι οι άντρες κουρντισμένοι, άλλος πέντε, άλλος δεκαπέντε, άλλος είκοσι πέντε χρόνια στη θάλασσα, μόνο οι νεομπαρκαρισμένοι δεν έπαιρναν πρωτοβουλία και ρωτούσαν. Όταν ο καιρός δεν είχε

ξεσπάσματα, όλα ήταν πολύ ίδια, πολύ συνηθισμένα. Ο Σπύρος πρόσεχε τους παλιούς, ο καθένας τη ρέγουλά του και στα λιμάνια και εν πλω, ακόμα και οι χωρατατζήδες, οι μπελαλήδες κι όλοι οι ανοικονόμητοι νταήδες στους μακρινούς πλόες καταλάγιαζαν, η θάλασσα τους πετούσε κάτω την τρίτη μέρα, επέβαλλε το δικό της ρυθμό και τις σιωπές της σε όλους, όποια ειδικότητα κι αν ήταν σημειωμένη στο ναυτικό τους φυλλάδιο, λιπαντής, ναυτόπαις ή θαλαμηπόλος, όπως ο Τάκης, ο ανιψιός της Μούραινας, το καλό παιδί του νησιού που είχε ναυτολογηθεί, πάνε δυο μήνες, πρόθυμος για τους πιο κολασμένους μπάρκους και χωρίς να πέσει σε τυφώνα και να χρειαστεί να προσευχηθεί με φούρια, ξεφούσκωσε η ορμή του για περιπέτειες και γύρισε σε νευρασθένεια. Στο κεφάλι του Σπύρου είχαν μαζευτεί πολλά. Περίμενε όμως και την καλή. Δύο φορές μου έσωσες πέρσι το βαπόρι, δύο περιουσίες μου γλύτωσες, ο υιός Χαδούλης, πολύ ιδιαίτερος τύπος, αριστοκράτης και του βιβλίου, του είχε μόλις τάξει με τηλεγράφημα πόντους στο καινούριο βαπόρι τους, ΛΕΩΝΙΔΑΣ II, παραγγελία στο όνομα του θείου τους που μεγαλούργησε στο ναυτικό εμπόριο και λαθρεμπόριο και πέθανε κανονικά, γέρος, μόλις είχε γονατίσει τον παπά στο τάβλι. Με ένα 15% πάνω του θα τον έβλεπε και η Σαλταφέραινα πιο κύριο, και ο Μαλταμπές που είχε βάλει στο μάτι το

κορίτσι της θα της το βούταγε παντί τρόπω.

Ε ΝΑ ΜΟΥΛΑΡΙ στο παράθυρο, δέκα σακιά σβησμένη βερβελιά στη ρίζα της ρογκλωνιάς, η οπαλίνα που δεν αιωρείτο άλλο και ο ηλεκτρολόγος κατέβηκε επιτέλους από τη σκάλα έχοντας κουκίσει όλο το ισόγειο με ψιλοκομμένα κόκκινα και μαύρα καλώδια και μπρούντζινα συρματάκια. Η Μίνα Σαλταφέρου τον κατσάδιασε γιατί ήρθε να κρεμάσει τις καινούριες λάμπες μετά το γάμο, τι έφταιγε και ο Ευτύχης που είχε αρπάξει κρύο με πυρετό κι άφησε τις υποχρεώσεις προς τους πελάτες να εκκρεμούν; Η Σαλταφέραινα όμως είχε οργανώσει το γάμο της Όρσας σαν πολεμική επιχείρηση, μοιράζοντας ακριβείς οδηγίες σε συγγενείς, γειτόνους και άσχετους, για να μη μετρήσει η απουσία του Σάββα, για να μην προλάβει κανείς να αναλογιστεί τα κουσούρια αυτής της παντρειάς, για να σαστίσει και η πρωτότοκη με τα σούρτα φέρτα, να ξεχαστεί και να το βουλώσει. Η Μόσχα έβλεπε από μακριά στο μόλο να ξεφορτώνουν από τις μαούνες και να φορτώνουν στα ζώα τις βιεννέζικες καρέκλες, τα τέσσερα γαϊδούρια προχωρούσανε αργά, ως μισή ώρα πήρε να φτάσουν, να κατηφορίσουν τα σκαλοπάτια και να ακουμπήσουν στην αυλή τους τα εκλεκτά καθίσματα κι ένα πορτ μαντό, δώρα του Χαδούλη του εφοπλιστή, όλοι οι συνένοχοι βάζανε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Χασομερούσε

αυτή στο ζαχαροπλαστείο, δίπλα στο μουστακαλή ιδρυτή του που μια δεκαετία τώρα, ξεθωριασμένος από τη θερινή αντηλιά, αναπαυόταν πάνω από τα φρουί γκλασέ και σκασίλα του, μόνη έννοια του μακαρίτη να κατακεραυνώνει με το γλαρό του μάτι τις μύγες που λιγουρεύονταν τη ζάχαρη, μα πού να γλείψουν. Θα έπαιρνε ζαχαροπλάστη; Προκειμένου να μην πάρει ναυτικό, θα έπαιρνε και τον παραγιό που φούρνιζε τα αμυγδαλωτά και τα παστίτσια, μωρέ και το σκλαβάκι που τα καλοκαίρια αλώνιζε τα χωράφια κι αγόραζε τα πικραμύγδαλα για τη σουμάδα θα έπαιρνε αν δεν αγαπούσε. Ο Ντέιβιντ καθόταν στο ζαχαροπλαστείο, είχε αποφάει μια πάστα, μάλλον σοκολατίνα γιατί είχε μείνει λίγη τρούφα στο πιατάκι και σκυμμένος έγραφε κάρτες, κάρτες χριστουγεννιάτικες, μα θα φτάσουνε κατόπιν εορτής, της ήρθε να τον μαλώσει, είκοσι Δεκεμβρίου κιόλας, αλλά αυτός ήταν ενοχλημένος από τον κόσμο που ολοένα μπαινόβγαινε να παραγγείλει και να ψωνίσει, τη χαιρέτησε κάπως τυπικά κι έτσι έμεινε ώρα στήλη άλατος να παρακολουθεί πέρα μακριά τα τέσσερα γαϊδούρια με τις βιεννέζικες, ξεγλωσσισμένα από τη διαδρομή στον παγωμένο αέρα, μέχρι που άκουσε, δεσποινίς Σαλταφέρου, έτοιμα τα κουφέτα, και στα δικά σας. Η Όρσα ήταν σαν ψεύτικη με το αέρινο νυφικό, αθηναϊκός οίκος, το μαλλί πασπαλισμένο με λεμονανθούς κι ένα τσούρμο παρανυφάκια, παιδιά καπεταναίων κι εφοπλιστών, όλη η Άνδρος είχε κάνει πρώτο θέμα το γάμο κι είχε στείλει