Η ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ 7 1 Ο ταχυδρόμος ήταν αυτός που έκανε την καταγγελία, τηλεφωνώντας στο Τμήμα μισή ώρα πριν από την επίσημη λήξη της βάρδιας του Ντιλέινι. Το ημιφορτηγό ήταν παρκαρισμένο στο δρομάκι της εισόδου και το σπίτι είχε φώτα, οπότε ο ταχυδρόμος θεώρησε ότι κάποιος ήταν μέσα. Εδώ και μέρες, όμως, χτυπούσε και κανείς δεν του άνοιγε. Το γραμματοκιβώτιο ξεχείλιζε. Ίσως λοιπόν, σκέφτηκε ο ταχυδρομικός υπάλληλος, ο κύριος Τέριο να είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Ο Ντιλέινι κούνησε το κεφάλι και πέταξε μια βρισιά για την ώρα που είχε διαλέξει ο υπάλληλος να αναφέρει το συμβάν. Ο Μπρεντ έπαιζε τη ρεβάνς στις έξι, και η ώρα ήταν ήδη πεντέμισι. Η Έλεν θα τον σκότωνε. (Πρέπει να σε δει στις κερκίδες, Τζακ! Πρέπει να του δείξεις ότι τον υποστηρίζεις. Τι είναι πιο σημαντικό, ο ίδιος σου ο γιος ή οι κολλητοί σου στο Τμήμα;) Βέβαια, αν ήθελε να είναι ειλικρινής, ο Ντιλέινι έπρεπε να παραδεχτεί... ότι τρελαινόταν να παρακολουθεί τους αγώνες του γιου του. Ο Μπρεντ ήταν καλός παίκτης καλύτερος απ όσο υπήρξε ποτέ ο ίδιος, και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο πατέρας του απολάμβανε όσο τίποτα τη δανεική δόξα που έφερναν οι νίκες του μικρού. Στην πραγματικότητα, όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά, ο Μπρεντ δεν είχε ανάγκη από την παρουσία του. Όταν όμως ο μικρός τα θαλάσσωνε... ε, εντάξει, ήταν γεγονός πως ο πιτσιρικάς τα έπαιρνε όλα τοις μετρητοίς. Ειδικά τις αποτυχίες του. Και η Έλεν δεν είχε ιδέα πώς να τον βοηθήσει να τις αντιμετωπίσει. (Θα πάψεις επιτέ-
8 τζον ΚΕΪΣ λους να κλαις; Ένα παιχνίδι ήταν μόνο!) Γι αυτό και ο Ντιλέινι ήθελε να δίνει το παρών ειδικά σε σπουδαίους αγώνες σαν τον σημερινό. Οι πιθανότητές του όμως να καταφέρει τελικά να παρακολουθήσει τη ρεβάνς είχαν αρχίσει να εξανεμίζονται. Με τον Πολιακόφ βρίσκονταν ήδη καθ οδόν για την κόλαση, με κατεύθυνση τα σύνορα της Κομητείας, εκεί όπου φαινόταν να χάνεται οριστικά κάθε ίχνος πολιτισμού. Καθισμένος πίσω από το τιμόνι, ο Πολιακόφ έριξε στον Ντιλέινι μια λοξή ματιά και μισογέλασε. «Μη ζορίζεσαι τόσο. Θες να βάλουμε τη σειρήνα;» Ο Ντιλέινι ένευσε αρνητικά. «Το πιθανότερο είναι ότι ο τύπος λείπει σε διακοπές», επέμεινε ο Πολιακόφ. «Θα ρίξουμε μια ματιά, κι ύστερα θα γράψω εγώ την αναφορά. Κανένα πρόβλημα». Ο Ντιλέινι κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο αέρας ήταν βαρύς και ακίνητος, ένας αέρας πηχτός και γκρίζος που προμηνούσε καταιγίδα. «Μπορεί να βρέξει», μουρμούρισε. Ο Πολιακόφ κατένευσε. «Έτσι μπράβο», του είπε. «Να σκέφτεσαι θετικά». Το περιπολικό έστριψε στην οδό Μπάρακς και, ξαφνικά, ενώ είχαν μόλις αφήσει πίσω τους έναν ολοκαίνουριο, υπερσύγχρονο οικισμό από μεζονέτες, κάθε ίχνος πολιτισμού εξαφανίστηκε: δεξιά κι αριστερά τους δεν απλώνονταν παρά χωράφια και πνιγμένο στον κισσό δάσος. Τα μόνα κτίσματα ήταν κάτι μισογκρεμισμένοι αχυρώνες. «Έχεις έρθει ποτέ σου κατά δω;» ρώτησε ο Πολιακόφ. Ο Ντιλέινι ανασήκωσε τους ώμους δηλώνοντας άγνοια της περιοχής. «Να, αυτό είναι, εκεί», είπε δείχνοντας μια μεταλλική πινακίδα διάτρητη από σφαίρες. ΟΔΟΣ ΠΡΙΤΣΕΡΜΑΝ. «Εδώ στρίβεις». Βρέθηκαν σ ένα στενό χωματόδρομο, περιστοιχισμένο από αγρι-
Η ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ 9 όχορτα που φύτρωναν στις παρυφές ενός πυκνού, σχεδόν αδιαπέραστου δάσους. «Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Πολιακόφ καθώς το περιπολικό, που είχε μόλις ανέβει ένα σαμαράκι, ξανάσκαγε με θόρυβο κάτω. Η κάθοδος ήταν τόσο απότομη, που ο Πολιακόφ δεν πρόλαβε καν να βάλει το πόδι του στο φρένο. «Από πότε η Κομητεία του Φέρφαξ απέκτησε χωματόδρομους;» «Μας έχουν μείνει κάνα δυο», απάντησε ο Ντιλέινι, σκεπτόμενος ότι κι αυτοί σύντομα θα εξαφανίζονταν. Εδώ και είκοσι χρόνια, τα προάστια της Ουάσινγκτον δεν είχαν πάψει να εξαπλώνονται, κινούμενα μεταστατικά προς πάσα κατεύθυνση. Σε κάνα δυο χρόνια, η αγροικία εμπρός τους το κίτρινο αγροτόσπιτο που εμφανίστηκε ξαφνικά στα δεξιά τους θα είχε εξαφανιστεί κι αυτό, παρασυρμένο από το παλιρροϊκό κύμα που θα χτυπούσε την περιοχή, ένα τσουνάμι από μεζονέτες, πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ. Το γραμματοκιβώτιο που βρισκόταν στην αρχή του ιδιωτικού δρόμου ήταν ένας χιλιοχτυπημένος αλουμινένιος κύλινδρος μ ένα ξεθωριασμένο κόκκινο σημαιάκι στο μπροστινό μέρος, καρφωμένος πάνω σ ένα μικρό τσιμεντένιο ταυ. Ένα όνομα ήταν γραμμένο με μπογιά στο πλάι: Κ. Τέριο. Δίπλα στο γραμματοκιβώτιο, μέσα σ ένα λευκό πλαστικό κύλινδρο που έγραφε Washington Post ήταν παραχωμένες τρεις τέσσερις εφημερίδες. Στο έδαφος δίπλα στον πλαστικό κύλινδρο βρίσκονταν στοιβαγμένα με τάξη καμιά δεκαριά ακόμα φύλλα της ίδιας εφημερίδας, μερικά από τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να κιτρινίζουν. Στο τηλεφώνημά του στην αστυνομία, ο ταχυδρόμος είχε προτείνει στον αξιωματικό υπηρεσίας να «πάνε από κει και να ψάξουν το σπίτι για να δουν τι συμβαίνει». Αλλά, βέβαια, δεν είχαν το ελεύθερο να ενεργήσουν ακριβώς έτσι. Δεδομένων των συνθηκών, το περισσότερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να χτυπήσουν την πόρτα, να κάνουν μια βόλτα στο εξωτερικό της ιδιοκτησίας και να μιλήσουν στους γείτονες αν υπήρχαν
10 τζον ΚΕΪΣ γείτονες, γιατί, απ όσο μπορούσε να δει ο Ντιλέινι, μάλλον δεν υπήρχαν. Οι αξιωματικοί βγήκαν από το περιπολικό και στάθηκαν για λίγο έτσι, να παρατηρούν και ν αφουγκράζονται. Μπουμπουνητά ακούγονταν στα δυτικά και το βουητό του Περιφερειακού έφτανε αδύναμο ως τ αφτιά τους. Χαμογελώντας, ο Πολιακόφ άρχισε να τραγουδάει με την μπάσα και κάπως φάλτσα φωνή του ένα κωμικό τραγούδι. «Άντε, πάμε να τελειώνουμε», τον έκοψε γκρινιάρικα ο Ντιλέινι καθώς ξεκινούσε για το σπίτι. Στο τέλος του ιδιωτικού δρόμου, προσπέρασαν ένα γηραλέο Toyota Takoma, το πίσω μέρος του οποίου ήταν στραμμένο προς το σπίτι, λες και ο ιδιοκτήτης του το είχε παρκάρει εκεί για να φορτώσει ή να ξεφορτώσει κάτι. Οι δύο βοηθοί σερίφη διέσχισαν τη χορταριασμένη πρασιά και στάθηκαν μπροστά στην εξώπορτα. Το ρόπτρο ήταν περίτεχνο μια χειροποίητη λιβελούλα από χυτοσίδηρο. Ο Πολιακόφ το έκλεισε στη χούφτα του, το τράβηξε προς τα πίσω και το χτύπησε δυνατά. «Είναι κανείς μέσα;» φώναξε. Σιωπή. «Καλησπέρα!» Ο Πολιακόφ έγειρε το κεφάλι στο πλάι και αφουγκράστηκε με προσοχή. Μην παίρνοντας και πάλι απάντηση, δοκίμασε ν ανοίξει την πόρτα και, βρίσκοντάς την κλειδωμένη, ανασήκωσε τους ώμους. «Πάμε να δούμε πίσω». Οι αστυνομικοί προχώρησαν μαζί στο πλαϊνό μέρος του σπιτιού, σταματώντας κάθε τόσο για να κοιτάξουν από τα παράθυρα. «Πάντως, άφησε κάμποσα φώτα αναμμένα», παρατήρησε ο Ντιλέινι. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε ένας μικρός λαχανόκηπος με ντοματιές και πιπεριές, κολοκυθιές και φασολιές, που ίσως κάποτε ήταν φροντισμένος, αλλά τώρα είχε αφεθεί στην τύχη του. Λίγα μέτρα από τα παρτέρια, μια πόρτα με σήτα οδηγούσε στην κου-
Η ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ 11 ζίνα. Ο Πολιακόφ χτύπησε κάμποσες φορές στο ξύλινο πλαίσιό της. «Είναι κανείς εδώ; Κύριε Τέριο; Είστε μέσα;» Τίποτα. Ή, σχεδόν τίποτα. Ο αέρας αντιβούιζε από το διακεκομμένο, τραχύ τραγούδι των τζιτζικιών και, κάπου μακρύτερα, από το βόμβο του αυτοκινητόδρομου. Και υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι... Ο Ντιλέινι έγειρε το κεφάλι στο πλάι και αφουγκράστηκε με προσοχή. Άκουγε... γέλια. Ή, μάλλον, γέλια-κονσέρβα. Δεν άργησε να καταλάβει: «Η τηλεόραση είναι ανοιχτή», είπε. Ο Πολιακόφ συμφώνησε μ ένα νεύμα. Ο Ντιλέινι αναστέναξε. Ούτε με σφαίρες δε θα προλάβαινε τον αγώνα μπέιζμπολ του Μπρεντ. Το ένιωθε. Ακόμα κι έτσι, όμως, στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούν να κάνουν. Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες κι εκείνοι δεν είχαν ένταλμα. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδεικνύουν κάποιο επείγον ζήτημα υγείας, ούτε, πολύ περισσότερο, κάποια παρανομία. Το πράγμα όμως ήταν ύποπτο, κι αφού είχαν έρθει ως εδώ, καλό θα ήταν να ρίξουν μια ματιά. Έτσι, για να μπορούν να είναι ήσυχοι ότι είχαν κάνει τη δουλειά τους. Ο Πολιακόφ πήγε ξανά ως τη στοίβα με τις εφημερίδες, κάθισε ανακούρκουδα και τις κοίταξε μία μία. Η πιο παλιά είχε ημερομηνία 19 Ιουλίου από τότε είχαν περάσει παραπάνω από δυο βδομάδες. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Ντιλέινι επιθεωρούσε το ημιφορτηγό στην άκρη του ιδιωτικού δρόμου. Στο μπροστινό κάθισμα είχε βρει μια ξεθωριασμένη, ξεραμένη από τον ήλιο ταμειακή απόδειξη από υποκατάστημα του Home Depot, της μεγαλύτερης αλυσίδας κατασκευαστικών και οικοδομικών υλικών της χώρας. Η απόδειξη είχε κι αυτή ημερομηνία 19 Ιουλίου και κατέγραφε την αγορά δέκα σακιών τσιμέντου σε σκόνη, εκατόν τριάντα τσιμεντόλιθων, ενός μυστριού, και μιας πλαστικής σκάφης.
12 τζον ΚΕΪΣ «Μάστορας απ τους λίγους ο κύριος Τέριο», σχολίασε ο Ντιλέινι, δείχνοντας την απόδειξη στον Πολιακόφ πριν σκύψει στο εσωτερικό του περιπολικού να πάρει το μπλοκάκι του. «Πάω να ελέγξω και την άλλη μεριά του σπιτιού», του είπε ο Πολιακόφ. Ο Ντιλέινι κατένευσε, ακούμπησε την πλάτη του στο περιπολικό κι άρχισε να γράφει. Όχι πως υπήρχαν και πολλά να σημειώσει. 3 Αυγούστου Κ. Τέριο Πρίτσερμαν 2602 Παλαιότερο φύλλο εφημερίδας 19 Ιουλίου Απόδειξη από κατάστημα Home Depot με ίδια ημερομηνία. Κοίταξε το ρολόι του και σημείωσε την ώρα: 17:29. Απ όπου και να το πιανες, το πράγμα δεν ήταν παρά χάσιμο χρόνου. Στη διάρκεια της δεκάχρονης θητείας του στο Τμήμα, ο Ντιλέινι είχε διεκπεραιώσει καμιά διακοσαριά τέτοιες κλήσεις, και η πείρα τού είχε διδάξει πως, εννιά στις δέκα φορές, ο αγνοούμενος ήταν είτε κάποιος ηλικιωμένος που έπασχε από άνοια είτε κάποιος μπουχτισμένος σύζυγος που το γλεντούσε στα κρυφά. Μια στις τόσες, έβρισκαν τους αγνοούμενους νεκρούς, πεσμένους στα πλακάκια του μπάνιου τους ή καθισμένους στην αγαπημένη τους πολυθρόνα. Τέτοια περιστατικά δεν είχαν σχέση με την αστυνομική έρευνα η διεκπεραίωσή τους θύμιζε μάλλον δουλειά επιστάτη. «Έι!» Ο Ντιλέινι σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Πολιακόφ που του φώναζε από την άλλη μεριά του σπιτιού. Πέταξε το σημειωματάριο στο μπροστινό κάθισμα του περιπολικού, έριξε μια ματιά στον ουρανό ένα παραπέτασμα βροχής ερχόταν από τα δυτικά και ξεκίνησε να πάει στο συνάδελφό του.
Η ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ 13 Ο Πολιακόφ είχε βρει την εξωτερική είσοδο του υπογείου μια διπλή, κοντή μεταλλική πόρτα που άνοιγε κατευθείαν σε μια μικρή τσιμεντένια σκάλα και τώρα έστεκε στο κεφαλόσκαλο με τα φύλλα της πόρτας ορθάνοιχτα δεξιά κι αριστερά του, σαν σκουριασμένα φτερά. «Τι λες;» είπε στον Ντιλέινι. «Κατεβαίνουμε να ρίξουμε μια ματιά;» Ο Ντιλέινι έσμιξε τα φρύδια κι έδειξε με το κεφάλι το ένα φύλλο της πόρτας. «Έτσι τη βρήκες;» Ο Πολιακόφ κατένευσε. «Ναι. Ορθάνοιχτη». Ο Ντιλέινι ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί και να πρόκειται για ληστεία αλλά ας μην καθυστερούμε». Σε παρακαλώ, Θεούλη μου, σκεφτόταν, κάνε να μην τον βρούμε κόκκαλο στο υπόγειο, γιατί θα ξημερωθούμε εδώ πέρα. Σκύβοντας για να προστατέψει το κεφάλι του και με τον Ντιλέινι να τον ακολουθεί κατά πόδας, ο Πολιακόφ άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα φωνάζοντας το όνομα του Τέριο. Το υπόγειο ήταν λειτουργικό ένα μακρύ, παραλληλόγραμμο δωμάτιο, με ύψος γύρω στο 2.10, τοίχους από τσιμεντόλιθους και τσιμεντένιο πάτωμα. Ένας και μοναδικός λαμπτήρας φθορίου φώτιζε το χώρο, βουίζοντας και τρεμοπαίζοντας πάνω από ένα σκονισμένο πάγκο εργασίας σε μια γωνιά. Μια νυχτοπεταλούδα πετάριζε κοντά στο φως. Ο Ντιλέινι κοίταξε γύρω του. Νευρικά. Δε συμπαθούσε τα υπόγεια. Από μικρός τα φοβόταν, μολονότι ποτέ δεν του είχε συμβεί κάτι το ιδιαίτερο μέσα σε τέτοιο χώρο. Απλώς τον ανατρίχιαζαν. Και τούτο εδώ, με τα φτηνά, νοβοπάν ράφια του, πάνω στα οποία έστεκαν δοχεία με μπογιά, κουτιά με καρφιά και βίδες και κάθε λογής εργαλεία, ήταν σαν όλα τα υπόγεια που είχε δει: συνηθισμένο και καταχθόνιο, με την πρώτη ματιά. Ο Πολιακόφ σούφρωσε τη μύτη του. «Σου μυρίζει κάτι;» ρώτησε ο Ντιλέινι ψάχνοντας με το βλέμμα το χώρο.
14 τζον ΚΕΪΣ «Ναι, έτσι νομίζω», απάντησε ο συνάδελφός του. «Μάλλον, δηλαδή». Σ ένα ράφι κάτω από τον πάγκο εργασίας, ο Ντιλέινι πρόσεξε ένα κόκκινο πλαστικό μπιτόνι που έγραφε απέξω: ΚΑΥΣΙΜΑ ΜΗΧΑ- ΝΗΣ ΓΚΑΖΟΝ. «Μάλλον η βενζίνη είναι», είπε στον Πολιακόφ. «Μμ», συμφώνησε εκείνος κουνώντας το κεφάλι. Ο Ντιλέινι ανασήκωσε τους ώμους. «Τέλος πάντων», είπε, «δεν είναι κανείς εδώ». Γύρισε να φύγει, κι είχε αρχίσει ν ανεβαίνει τα σκαλιά όταν συνειδητοποίησε ότι ο Πολιακόφ δεν τον ακολουθούσε. «Είδες τίποτα;» ρώτησε το συνάδελφό του, που είχε ανάψει τον υπηρεσιακό φακό του και τον κρατούσε στο ύψος του ώμου στέλνοντας τη δυνατή δέσμη του στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του δωματίου. «Δεν είμαι σίγουρος», μουρμούρισε ο Πολιακόφ διασχίζοντας το υπόγειο με κατεύθυνση τον πέρα τοίχο, εκεί όπου έσκαγε το φως του φακού. «Αυτό μου φαίνεται περίεργο». Ο Ντιλέινι κοίταξε τον τοίχο και συνειδητοποίησε ότι ο Πολιακόφ είχε δίκιο: ήταν περίεργο. Στη βόρεια άκρη του υπογείου υπήρχε ένα κομμάτι χωρισμένο από το υπόλοιπο δωμάτιο, μια κατασκευή με δύο τοίχους από τσιμεντόλιθους, που έδειχναν να έχουν στοιβαχτεί βιαστικά ο ένας πάνω στον άλλο. Τοποθετημένοι σε ορθή γωνία, οι τοίχοι είχαν μήκος γύρω στο 1,20 κι έφταναν ως το ταβάνι, δημιουργώντας κάτι σαν τσιμεντένια ντουλάπα, μια ντουλάπα, ωστόσο, χωρίς πόρτα. «Τι στην ευχή είναι αυτό;» ρώτησε ο Ντιλέινι. Ο Πολιακόφ κούνησε το κεφάλι και πλησίασε στο κατασκεύασμα. Η «ντουλάπα» ήταν προχειροφτιαγμένη. Γρόμποι τσιμέντου ξεχείλιζαν ανάμεσα στους τσιμεντόλιθους, που ήταν στοιβαγμένοι λοξά, κάθε άλλο παρά αλφαδιασμένοι. Οι δύο βοηθοί σερίφη περιεργάστηκαν την κατασκευή. Τελικά ο Πολιακόφ είπε: «Είναι σαν... σαν αυτοσχέδιο δωματιάκι!»
Η ΟΓΔΟΗ ΜΕΡΑ 15 Ο Ντιλέινι κατένευσε κι ύστερα πέρασε το χέρι στα πυκνά, καστανά μαλλιά του. «Μάλλον κάτι τέτοια έφτιαχνε ο Τέριο με τα υλικά που αγόραζε από το Home Depot. Πρέπει να είχε...» «Το μυρίζεις τώρα;» τον έκοψε ο Πολιακόφ. Ο Ντιλέινι οσμίστηκε τον αέρα. Αν και καπνιστής για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, ήταν αδύνατον να μην εντοπίσει τη δυσωδία που τώρα πλανιόταν ολοκάθαρα στον αέρα. Και ήξερε τι ήταν: έχοντας υπηρετήσει δύο ολόκληρα χρόνια στην Υπηρεσία Νεκροθαλάμων της αεροπορικής βάσης του Ντόβερ, η μυρωδιά του θανάτου ήταν κάτι που γνώριζε καλά. «Μπορεί να είναι κανένας αρουραίος», πρότεινε ο Πολιακόφ. «Τρυπώνουν στους τοίχους και...» Ο Ντιλέινι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τώρα η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα, η αδρεναλίνη έκανε αγώνα δρόμου στο στήθος του. Πήρε βαθιά ανάσα και εξέτασε πιο προσεχτικά την κατασκευή. Το πιο κακοφτιαγμένο κομμάτι της ήταν αυτό κοντά στο ταβάνι: η τελευταία σειρά των τσιμεντένιων τούβλων ακουμπούσε στραβά στην αμέσως προηγούμενη, με το τσιμέντο να ξεχειλίζει στις ενώσεις. Ο Ντιλέινι έβγαλε ένα κομμάτι και το θρυμμάτισε ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη του. «Λες ο τύπος να...» Ο Πολιακόφ άφησε τη φράση του να σβήσει και παρακολούθησε τον Ντιλέινι να διασχίζει το υπόγειο, να παίρνει από τον πάγκο εργασίας ένα σφυρί κι ένα κατσαβίδι και να επιστρέφει κοντά του. «Καλύτερα να το αναφέρουμε». Ο Ντιλέινι κατένευσε. «Ναι, καλύτερα» είπε κι άρχισε να σπάει το τσιμέντο στις ενώσεις, χρησιμοποιώντας το κατσαβίδι σαν καλέμι, εκτοξεύοντας στον αέρα μικρούς πίδακες από γαρμπίλι. Ο Πολιακόφ δυσανασχέτησε με την πρωτοβουλία του συναδέλφου του, λέγοντας ότι πρόκειται για «αλλοίωση στοιχείων», ο Ντιλέινι όμως βρισκόταν στα πρόθυρα μιας σημαντικής ανακάλυψης και τώρα η καρ-
16 τζον ΚΕΪΣ διά του χτυπούσε στο στήθος του σαν τρελή. «Εμάς δεν έστειλαν να ερευνήσουμε;» είπε. «Ε, αυτό κάνω λοιπόν κι εγώ: ερευνώ». Δεν πέρασε ένα λεπτό, κι ο τσιμεντόλιθος χαλάρωσε εντελώς στις ενώσεις. Μ ένα τελευταίο σφυροκόπημα, ο Ντιλέινι αποτέλειωσε τη δουλειά. Έπειτα άφησε τα εργαλεία στο πάτωμα και, σηκώνοντας τα χέρια, έπιασε τον τσιμεντόλιθο κι άρχισε να τον κουνάει μπρος πίσω. Η δυσοσμία που τους έπνιξε όταν ο τσιμεντόλιθος βγήκε απ τη θέση του ήταν τόσο έντονη, που ο Ντιλέινι είχε την εντύπωση ότι μπορούσε να τη γευτεί ήταν σαν να ακουμπούσε με την άκρη της γλώσσας του το σημείο εκείνο του ούλου του απ όπου ο γιατρός είχε μόλις ξεριζώσει ένα σάπιο δόντι. «Δώσε μου ένα χεράκι», ζήτησε ο Ντιλέινι και, με τη βοήθεια του Πολιακόφ, έβγαλε τον τσιμεντόλιθο από τον τοίχο και τον ακούμπησε στο πάτωμα. Τώρα πια, κανείς από τους δυο άντρες δεν είχε αμφιβολία για το τι ήταν αυτό που τους περίμενε πίσω από τους τοίχους, εξακολουθούσαν όμως να μην μπορούν να δουν το άνοιγμα ήταν πολύ ψηλά. Ξαναπιάνοντας το σφυρί και το κατσαβίδι, ο Ντιλέινι άρχισε δουλειά σ ένα δεύτερο τσιμεντόλιθο, στον οποίο επιτέθηκε με λύσσα, κρατώντας ταυτόχρονα την ανάσα του. Η δεύτερη πέτρα δεν άργησε να βγει από τη θέση της, αφήνοντας ένα παράθυρο στο δωματιάκι, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του Ντιλέινι. Ο Πολιακόφ έβαζε τα δυνατά του να κρατήσει το περιεχόμενο του στομαχιού του στη θέση του όσο ο Ντιλέινι κοίταζε γύρω του ψάχνοντας να βρει κάτι για να πατήσει. Εντοπίζοντας μια καρέκλα κοντά στην πόρτα, την έσυρε ως τον τοίχο, ανέβηκε πάνω της κι έβγαλε το φακό του από τη ζώνη του. Έριξε τη δέσμη του μέσα στο παράθυρο που μόλις είχε δημιουργήσει κι έμεινε να κοιτάζει το εσωτερικό του αυτοσχέδιου δωματίου με το στόμα ανοιχτό. Κάπου πάνω απ το κεφάλι του, το γέλιο-κονσέρβα έφτανε στο κρεσέντο του. «Τι είναι λοιπόν;» ρώτησε με αγωνία ο Πολιακόφ. «Τι στην ευχή;...»