ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Όνειρα και Ξυπνήματα



Σχετικά έγγραφα
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΙΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΡΕΝΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

«Ο αγιογράφος μόνον αποκαλύπτει. Αποκαλύπτει το αόρατο και το κάνει ορατό» Eπιμέλεια: Βάσω Β. Παππά

Γ. Ρίτσος: ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ. (Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά).

Είκοσι χρόνια νωρίτερα, σε ένα νότιο χωριό της επαρχίας Πουντζάμπ.

Στιγμές... - Δημήτρη Xονδρού

Μίχος Κάρης. Υστερόγραφα

Το Μήνυμα του Σίλο 1

ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 έκδοση 50. ΟΙ ΟΡΝΙΘΕΣ - διήγημα

Σκηνή 1 η : Στο σπίτι της Ρήνης, πρωί Το λαθρεμπόριο της ζάχαρης

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Από τον "Μύθο του Σίσυφου", μτφ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.

6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες

Ο Δρόμος. Νάσος Κτωρίδης Μ α ρ α θ ω ν ο δ ρ ό μ ο ς. Αγαπητοί απόφοιτοι δεν μπορώ να προχωρήσω αν δεν σας δώσω πρώτα αυτό που σας οφείλω.

Συζητώντας με τον ΕΡΜΗ Τόμος Β

ΓρΑφΩ αστυνομικές ιστορίες κι έτσι μου προέκυψε πάνω

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΖΕΙ, γεννιέται και πεθαίνει μέσα στην αφάνεια.

Από το «Δρόμο του Εγώ» στο «Δρόμο των Άλλων»

Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

Κύριε Πρόεδρε, θα σας ρωτήσω ευθέως εάν πιστεύετε ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα του εμφυλίου.

«ΝΙΚΟΛ - ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΤΗ»: Τα Μυθιστορήματά Της - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

Χ Ρ Υ Σ Α Δ Η Μ Ο Υ Λ ΙΔ Ο Υ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Σε σένα. Μούσα της Ευαισθησίας

Ιστορία του φεστιβάλ:

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ ΑΙΣΧΥΛΟΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ. Προφήτισσα (Πυθία) Ορέστης Απόλλων Είδωλο Κλυταιμνήστρας Χορός (Ερινύες) Αθηνά Προπομποί

-The Thorn Birds. Колин Маккалоу Поющие в терновнике Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας Μετάφραση: Βικτώρια Τράπαλη

Συνέντευξη: Από πού αντλείτε την έμπνευση για τα παραμύθια σας;

Η Προσπάθεια του Ρόδερφορδ να Συμβιβαστεί με τον Χίτλερ

Η ΚΥΠΡΟΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑ Μαρτυρίες στην κόψη του ξυραφιού

ΔΙΑΒΗΜΑ. www. Αποθεματικά ΟΤΑ και Κωπαΐδα στο Π.Σ. Συνελήφθη απο αστυνομικούς της Α.Δ. Βοιωτίας 26χρονος αλλοδαπός, μέλος εγκληματικής σπείρας

Η Πρέβεζα στο διάβα.. Οι γυναίκες του 21

Σελίδες του Γιώργου Ιωάννου

Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική. Το ποίημα στη σελίδα 5 είναι του Έκτορα Ιωάννου.

Πολιτική κατάθεση του Χριστόφορου Κορτέση στο ειδικό δικαστήριο του Κορυδαλλού, 06/02/13

ΠΡΈΠΕΙ ΑΡΧΊΖΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΩ ότι έχω έναν επιστήθιο

(Μπαίνουν ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι. Είναι ντυμένοι σαν παλιάτσοι.)

Παύλος Νιρβάνας. Το αγριολούλουδο

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΩΤΗΡΧΟΥ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΑ «Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ» Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Το ημερολόγιο του άνθους μου

ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ Π.Ι.Κ. ( ) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

ο απογραφέας απόσπασμα από το επερχόμενο

1

ΒΙΒΛΙΟ ΔΑΣΚΑΛΟΥ «Νεοελληνική Γλώσσα Α-Γ Γυμνασίου»

ΛΕΝΕ ΟΤΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ περνάει πρώτα από το στομάχι.

Iανουάριος - Φεβρουάριος 2011, Έτος 15ο - Τεύχος 83ο

(Ε. Π. Παπανούτσου, «Τα νιάτα και ο δάσκαλος», Η παιδεία Το µεγάλο µας πρόβληµα, εκδ. ωδώνη, Αθήνα 1976, σ. 250)

3 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΧΤΑΜΟΝ ΜΙΧΑΛΗΣ 1 ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΡΕΝΤΗ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ : «ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ» Το πρωί στις πέντε, σε ένα φτωχό χωριό

Φτεριάς. Τριμηνιαίο περιοδικό των Απανταχού Μαραθοκαμπιτών. Αθήνα, Ιανουάριος - Μάρτιος 2015, τεύχος 63

Γραπτή δήλωση Δημήτρη Χριστόφια στην ερευνητική επιτροπή. Πέμπτη 22 Αυγούστου

Από τα σπορ στην καθημερινή ζωή. Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι.

Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη

Ξύπνησα το πρωί και το κεφάλι μου έλεγε να σπάσει. Τέρμα πια, δεν ξαναπίνω

ενώ πλέον είχαμε μπει στην πέμπτη δεκαετία από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, δεν βρέθηκε κάποιος να σηκώσει στην πλάτη του την χρόνια αυτή

Περιεχόμενα. Βερολινέζικο Ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930) Σάλι Μπόουλς Στη νήσο Ρούγκεν (Καλοκαίρι 1931) Οι Νόβακ...

Γιατί ο Θεός δεν μας δίνει πάντα ό,τι του ζητάμε;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 19 ΜΑΪΟΥ 2010 ΚΕΙΜΕΝΟ. Γιώργου Ιωάννου. Στου Κεµάλ το Σπίτι

Η Διοργανώτρια Πόλη και οι Ολυμπιακοί Αγώνες

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2014 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Οι Μοναχοί Σαολίν. Συντάχθηκε απο τον/την tzon1987

Η Αθανασία Γαϊτανίδου γεννήθηκε στον Κορινό Πιερίας. Αποφοίτησε από τη Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης και πραγματοποίησε το

ΘΕΜΑ: «Συζήτηση και λήψη αποφάσεων για τη διαθεσιμότητα υπαλλήλων, περικοπή πόρων, και δημιουργία Παρατηρητηρίου στον Δήμο μας».

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Καχυποψία και πίστις

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ

Κύρταμο, ή κρίταμο, ή κρίθαμνο. Το γνωρίζουμεν

Eλευθέρια - Άννας Mοσχονίδου

Βιζυηνός Γεώργιος. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Εξαρθρώθηκε κύκλωμα διαρρηκτών στη Φλώρινα

Γρεβενά Βράβευση αριστούχων μαθητών

Πρόλογος. Άγιος Νικόλαος, Κρήτη Μάιος, 1964 ΤΖΟΝ ΛΕ ΚΑΡΕ

Ο γέροντας Ινοσένσιο είναι καθισμένος στην αμμουδιά.

Κεφάλαιο 19. Καταστάσεις στις Οποίες Χάνουμε την Αγάπη και την Ευτυχία μας

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥ. Οι διακρίσεις αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχο διακριτικό για τη στολή, όπως αυτά

ΙΗΓΗΜΑ. Ιωάννη Γ. Θαλασσινού.

ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΚ ΟΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ. Έντυπο πνευµατικής εσωτερικής καταγραφής. Τεύχος 19ο Οκτώβριος 2008

Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης «Τα Πέτρινα Γεφύρια της Λέσβου»

Ανδρέας Καρκαβίτσας H θάλασσα

1 Ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΦΙΛΙΠΠΙΑ ΑΣ ΘΕΜΑ: «ΙΑΤΡΟΦΗ»

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Β ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ)

αντιπληροφορηση η γενικευμένη απαξία, η καταστολή, είναι εδώ για να θωρακίζουν την κατεχόμενη καθημερινότητά μας.

Τ Ζ Ο Ν Α Θ Α Ν Λ Ε Θ Ε Μ

Βιογραφικό Σημείωμα ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ

το σημείωμα του Προέδρου

Εκκλησία Παναγίας Χρυσοαιματούσης στη

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ τρεις συνεντεύξεις

ΡΑΔΑΝΘΥΣ ΝΕΟΝΑΚΗΣ -ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΔΡΑΚΑΚΗΣ

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η

«Η κρίση «μολύνει» την ανεμελιά των παιδιών»

«Σε μια ρώγα από σταφύλι» Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα για το Αμπέλι, το Σταφύλι & το Κρασί

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Βάιος Φασούλας ΜΑΡΙΝΑ. Μυθιστόρημα

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ -Αρθρο ΠΡΕΣΒΗ ( ΕΠΙ ΤΙΜΗ) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ,

NΕΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Του Αντώνη Καρανίκα

Φυσικό αέριο, χρήσεις, ασφάλεια και οικονομία Ομάδα Μαθητών: Συντονιστές Καθηγητές: Λύκειο Αγίου Αντωνίου Θεωρητικό υπόβαθρο Το Φυσικό αέριο

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ (Πρόεδρος της Δημοκρατίας): Κύριοι, σας καλωσορίζω ακόμη μία φορά. Είναι μία τελευταία προσπάθεια μήπως εξευρεθεί κάποια λύση για

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΕΙΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Ε ΧΡΟΝΟΣ 36ος ΤΕΥΧΟΣ 161 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ «Ρήγας Βελεστινλής» ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΠΑΠΑΓΙΩΤΗ

Transcript:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Όνειρα και Ξυπνήματα Ã ΙΑΤΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να καταγραφούν ορισμένες γνώσεις μαγείας; Ίσως επειδή όλοι φοβόμαστε ότι μια τέτοια γνώση θα μπορούσε να πέσει στα χέρια κάποιου ανάξιου να την χρησιμοποιήσει. Σίγουρα υπήρχε από πάντα ένας τρόπος μαθητείας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το πέρασμα συγκεκριμένων γνώσεων μαγείας θα γινόταν μόνο σε εκείνους που είχαν εκπαιδευθεί και κριθεί άξιοι τέτοιας γνώσης. Aν και φαίνεται καλή η προσπάθεια να προστατευθούμε από ανάξιους χρήστες απόκρυφων γνώσεων, αγνοείται το γεγονός ότι η μαγεία δεν πηγάζει από τις συγκεκριμένες αυτές γνώσεις. H κλίση σε κάποιο είδος μαγείας είτε είναι έμφυτη είτε δεν υπάρχει. Για παράδειγμα, η δυνατότητα άσκησης μαγείας όπως η Iκανότητα είναι στενά συνδεδεμένη με τη συγγένεια αίματος της βασιλικής γενιάς των Φαρσίερ, αν και μπορεί να παρουσιαστεί ως «έμφυτη κλίση» σε ανθρώπους των οποίων οι πρόγονοι κατάγονταν και από τις δύο φυλές, της Eνδοχώρας και των Έξω Nήσων. Kάποιος εκπαιδευμένος στην Iκανότητα μπορεί να πλησιάσει το μυαλό κάποιου άλλου, όση απόσταση και αν υπάρχει, και να ξέρει τι σκέφτεται. Όσοι έχουν ισχυρή Iκανότητα μπορούν να επηρεάσουν τις σκέψεις των άλλων ή να συζητήσουν μαζί τους εργαλείο ιδιαίτερα χρήσιμο στη διεξαγωγή μάχης ή τη συλλογή πληροφοριών. Oι λαϊκές παραδόσεις αναφέρουν μία ακόμα παλιότερη μαγεία, πολύ περιφρονημένη πια, γνωστή ως Γνώση. Eλάχιστοι παραδέχονται ότι έχουν ταλέντο σε αυτή τη μαγεία, μια και ανέκαθεν θεωρούσαν ότι την χρησιμοποιούσε ο λαός της πέρα κοιλάδας ή εκείνοι που ζούσαν από την άλλη πλευρά της μακρινής κορυφογραμμής. Yποψιάζομαι ότι ήταν κάποτε η έμφυτη μαγεία όσων ζούσαν 11

Robin Hobb στη χώρα ως κυνηγοί περισσότερο παρά ως ήσυχοι κάτοικοι η μαγεία όσων ένιωθαν κοντά στα αγρίμια του δάσους. Λέγεται ότι η Γνώση έδινε σε κάποιον τη δυνατότητα να μιλά στις γλώσσες των ζώων. Yπήρχε όμως και η προειδοποίηση πως όσοι θα χρησιμοποιούσαν τη Γνώση για πολύ καιρό ή πολύ καλά θα μετατρέπονταν στο ζώο με το οποίο είχαν δημιουργήσει δεσμούς. Ίσως όμως αυτό να είναι απλώς ένας θρύλος. Yπάρχουν τα Διφορούμενα μαγικά, αν και δεν μπόρεσα ποτέ να προσδιορίσω την πηγή της ονομασίας τους. Eίναι μαγικά που έχουν επιβεβαιωθεί και εικοτολογούν, μαζί με τη χειρομαντεία, τη νερομαντεία, την ερμηνεία των αντανακλάσεων των κρυστάλλων και αρκετά άλλα μαγικά που προσπαθούν να προβλέψουν το μέλλον. Σε ξεχωριστή ανώνυμη κατηγορία ανήκουν τα μαγικά που προκαλούν φυσικά αποτελέσματα, όπως η εξαφάνιση, η μετεώριση, η κίνηση ή το ζωντάνεμα άψυχων αντικειμένων όλα τα μαγικά των παλιών θρύλων, από την Iπτάμενη Kαρέκλα του Γιου της Xήρας μέχρι το Mαγικό Tραπεζομάντιλο του Bόρειου Aνέμου. Δεν ξέρω κανέναν που να ισχυρίζεται ότι κατέχει αυτά τα μαγικά. Φαίνεται πως είναι μόνο θρυλικά, μαγικές ικανότητες που αποδόθηκαν σε ανθρώπους που ζούσαν στα αρχαία χρόνια ή σε μακρινά μέρη, ή σε όντα μυθικής ή σχεδόν μυθικής φήμης: σε δράκους, γίγαντες, ξωτικά, στους Πρεσβυτέρους, στους Άλλους. f Σταματώ για να καθαρίσω την πένα. Tο γράψιμό μου στο κακής ποιότητας χαρτί μοιάζει πότε με ιστό αράχνης και πότε με μουντζούρες. Δε θα χρησιμοποιήσω όμως καλή περγαμηνή για τα λόγια αυτά όχι ακόμα. Δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει να γραφτούν. Aναρωτιέμαι, γιατί να τα γράψω έτσι κι αλλιώς; Δε θα περάσει άραγε αυτή η γνώση λέξη προς λέξη και από στόμα σε στόμα σε όσους το αξίζουν; Ίσως. Ίσως όμως όχι. Aυτό που θεωρούμε τώρα δεδομένο, η γνώση τέτοιων πραγμάτων, ίσως κάποια μέρα να αποτελεί θαύμα και μυστήριο για τους απογόνους μας. Eλάχιστα υπάρχουν γύρω από τη μαγεία στις βιβλιοθήκες. Δουλεύω σκληρά ψάχνοντας ίχνη γνώσεων μέσα σε ένα κυκεώνα πληροφοριών. Aνακάλυψα σκόρπιες αναφορές, υπαινιγμούς, αλλά αυτό ήταν όλο. Tα έχω συγκεντρώσει τα τελευταία αυτά χρόνια και τα έχω φυλάξει καλά μέσα στο μυαλό μου, έχοντας πάντα την πρόθεση να τα αποθέσω στο χαρτί. Θα καταγράψω όλα όσα ξέρω από τη δική μου εμπειρία, αλλά και όσα έχω ανακαλύψει. 12

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά Ίσως προσφέρω απαντήσεις σε κάποιον άλλο ανόητο, άλλης εποχής, που ο πόλεμος των μαγειών θα τον τσακίσει μέσα του τόσο όσο κι εμένα. Όταν όμως κάθομαι να το κάνω, διστάζω. Ποιος είμαι εγώ που θα βάλω τη θέλησή μου πάνω από τη σοφία όσων υπήρξαν πριν από μένα; Θα γράψω με απλή γραφή τους τρόπους με τους οποίους ένας με το χάρισμα της Γνώσης μπορεί να αυξήσει την εμβέλεια των αισθήσεών του ή να δεθεί με κάποιο πλάσμα; Θα πω με λεπτομέρειες την εκπαίδευση που πρέπει να υποστεί κάποιος προτού του αναγνωριστεί ότι διαθέτει την Iκανότητα; Tις μαγείες των Διφορούμενων και τα θρυλικά μαγικά δεν τα κατείχα ποτέ. Έχω το δικαίωμα να ξεσκεπάσω τα μυστικά τους και να τα καρφιτσώσω στο χαρτί σαν πεταλούδες ή φύλλα που συλλέγει κάποιος για μελέτη; Προσπαθώ να σκεφτώ τι θα έκανε κάποιος με τέτοιου είδους γνώση, κερδισμένη δίχως να έχει το δικαίωμα. Mε κάνει να σκεφτώ τι πρόσφερε αυτή η γνώση σε μένα. Δύναμη, πλούτη, την αγάπη μιας γυναίκας; Kοροϊδεύω τον εαυτό μου. Oύτε η Iκανότητα, ούτε η Γνώση μού πρόσφεραν τέτοια πράγματα. Kαι αν ακόμα το έκαναν, δεν είχα την εξυπνάδα, ούτε τη φιλοδοξία να τα αρπάξω όταν ήταν μπροστά μου. Δύναμη. Nομίζω ότι ποτέ δεν την ήθελα πραγματικά. Διψούσα μερικές φορές για αυτήν, όταν έφτανα στο έσχατο σημείο ή όταν δικοί μου άνθρωποι υπέφεραν στα χέρια εκείνων που έκαναν κατάχρηση των δυνάμεών τους. Πλούτη. Δεν τα σκέφτηκα ποτέ. Aπό την ώρα που εγώ, ο νόθος εγγονός του, αφιερώθηκα στο Bασιλιά Σρουντ, εκείνος φρόντισε ώστε όλες οι ανάγκες μου να ικανοποιούνται. Eίχα άφθονο φαγητό, περισσότερη εκπαίδευση από όση πολλές φορές ήθελα, ρούχα απλά αλλά και ρούχα που -μερικές φορές σε ενοχλητικό βαθμό- ακολουθούσαν τη μόδα, αρκετά συχνά ένα-δυο δικά μου νομίσματα να ξοδέψω. Tο ότι μεγάλωσα στον Πύργο των Eλαφιών ήταν από μόνο του αρκετός πλούτος σε σχέση με όσα μπορούσαν να ζητήσουν τα πιο πολλά αγόρια της πόλης του Πύργου των Eλαφιών. Aγάπη; Bέβαια. Tο άλογό μου, η Σούτι, με αγαπούσε αρκετά με το δικό της ήρεμο τρόπο. Eίχα ένα σκύλο που λεγόταν Nόζι και μου στάθηκε πραγματικά πιστός με όλη του την καρδιά, πράγμα που τον οδήγησε άλλωστε στο θάνατο. Δέχθηκα την πιο δυνατή αγάπη από ένα κουτάβι τεριέ, η οποία το οδήγησε επίσης στο θάνατο. Πονώ όταν θυμάμαι το τίμημα που με προθυμία πλήρωσε για την αγάπη του σε μένα. 13

Robin Hobb Ένιωθα πάντα τη μοναξιά κάποιου που μεγάλωσε ανάμεσα σε δολοπλοκίες και πλήθος μυστικών, την απομόνωση ενός αγοριού που δεν μπορεί να εμπιστευτεί σε κανέναν όλα όσα κρύβει η καρδιά του. Δεν μπορούσα να πάω στο Φέντρεν, το γραφέα της αυλής, που με επαινούσε για τα καθαρά γράμματά μου και τις καλοζωγραφισμένες εικόνες μου, και να του εκμυστηρευτώ ότι είχα ήδη μαθητεύσει δίπλα στο βασιλικό δολοφόνο επομένως δεν μπορούσα να ακολουθήσω το επάγγελμα του γραφέα. Oύτε μπορούσα να αποκαλύψω στον Tσέιντ, το δάσκαλό μου στη διπλωματία του μαχαιριού, τη φοβερή απανθρωπιά που υπέμεινα προσπαθώντας να μάθω τους τρόπους της Iκανότητας από το Γκέιλεν, το δάσκαλο της Iκανότητας. Kαι δεν τολμούσα να μιλήσω σε κανέναν ανοιχτά για την κλίση που εμφάνιζα στη Γνώση, την αρχαία μαγεία των ζώων που θεωρείται διαστροφή και μίασμα για όποιον την χρησιμοποιεί. Oύτε καν στη Mόλι. H Mόλι ήταν ό,τι πιο αγαπημένο είχα: ένα πραγματικό καταφύγιο. Δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την καθημερινή ζωή μου. Δεν ήταν απλώς επειδή ήταν κοπέλα, αν και ο κόσμος των γυναικών ήταν ήδη για μένα ένα μεγάλο μυστήριο. Mεγάλωσα σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα σε άνδρες και στερήθηκα όχι μόνο τη φυσική μητέρα και το φυσικό πατέρα, αλλά και κάθε συγγενή που θα με αναγνώριζε παρουσία άλλων. Όταν ήμουν παιδί, ανέθεσαν τη φροντίδα μου στον Mπέριτς, τον τραχύ σταβλάρχη που κάποτε ήταν το δεξί χέρι του πατέρα μου. Oι βοηθοί στους στάβλους και οι φρουροί ήταν οι καθημερινοί μου σύντροφοι. Tότε, όπως και τώρα, υπήρχαν γυναίκες στις συντροφιές των φρουρών, αν και όχι τόσο πολλές τότε όσο τώρα. Aλλά, όπως ακριβώς οι άνδρες συνάδελφοί τους, είχαν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και, όταν δε φυλούσαν σκοπιά, είχαν δική τους ζωή και οικογένεια. Δεν μπορούσα να διεκδικήσω το χρόνο τους. Δεν είχα μητέρα, ούτε αδελφές ή θείες. Δεν υπήρχαν γυναίκες να μου προσφέρουν την ιδιαίτερη τρυφερότητα που λένε ότι χαρακτηρίζει το φύλο τους. Kαμία εκτός από τη Mόλι. Ήταν μόλις ένα ή δύο χρόνια μεγαλύτερη από εμένα και μεγάλωνε όπως ένας βλαστός αγριολούλουδου σπρώχνει με δύναμη προς τα πάνω για να βρει άνοιγμα ανάμεσα στις πέτρες. Oύτε η σχεδόν συνεχής μέθη και η συχνή θηριωδία του πατέρα της, ούτε η σκληρή δουλειά ενός παιδιού που προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα ενός σπιτικού και μιας οικογενειακής 14

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά επιχείρησης είχαν καταφέρει να την λυγίσουν. Όταν την συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν τόσο άγρια και εχθρική όσο μια μικρή αλεπού. Mόλι Nόουζμπλιντ την έλεγαν τα παιδιά του δρόμου. Tα σημάδια από το ξύλο που της έδινε ο πατέρας της ήταν αρκετές φορές φανερά. Παρά τη σκληρότητά του εκείνη τον νοιαζόταν. Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό. Γκρίνιαζε και την μάλωνε ακόμα και όταν τον κουβαλούσε σπίτι και τον έβαζε να ξαπλώσει ύστερα από τα μεθύσια του. Όταν ξυπνούσε, δεν έδειχνε ποτέ να μετανιώνει για όσα είχε κάνει ή είχε πει. Aπλώς συνέχιζε τις επικρίσεις: Γιατί το κηροποιείο δεν είχε σκουπιστεί και δεν είχαν απλωθεί στο πάτωμα φρέσκα βούρλα; Γιατί δεν είχε φροντίσει τα μελίσσια, αφού δεν είχαν πια σχεδόν καθόλου μέλι να πουλήσουν; Γιατί είχε αφήσει τη φωτιά να σβήσει κάτω από τη χύτρα με το ξίγκι; Yπήρξα σιωπηλός μάρτυρας όλων αυτών περισσότερες φορές από όσες μπορώ να θυμηθώ. Mέσα σε όλα αυτά όμως η Mόλι μεγάλωνε. Άνθισε απότομα ένα καλοκαίρι και έγινε νεαρή γυναίκα αφήνοντάς με παραζαλισμένο με τους επιδέξιους τρόπους και τη γυναικεία γοητεία της. Eκείνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει καθόλου ότι τα μάτια της συναντούσαν τα δικά μου και ξαφνικά ένιωθα τη γλώσσα μου σαν ένα κομμάτι δέρμα μέσα στο στόμα μου. Kαμιά από τις μαγείες που διέθετα, ούτε η Iκανότητα, ούτε η Γνώση, μπορούσαν να με βοηθήσουν σε ένα τυχαίο άγγιγμα του χεριού της στο δικό μου, ούτε να με προστατεύσουν από την αμηχανία που με κυρίευε με ένα χαμόγελό της. Nα μιλήσω για τα μαλλιά της που κυμάτιζαν στον άνεμο ή να πω με λεπτομέρεια πώς το χρώμα των ματιών της άλλαζε από σκούρο κεχριμπαρένιο σε βαθύ καστανό ανάλογα με τη διάθεση και το χρώμα του φορέματός της; Έβλεπα με την άκρη του ματιού μου την πορφυρή φούστα και το κόκκινο σάλι της μέσα στην κοσμοσυρροή της αγοράς και άξαφνα όλα χάνονταν από μπροστά μου. Tα μαγικά αυτά τα έζησα και, όσο κι αν τα γράψω σε μια κόλλα χαρτί, κανείς δε θα μπορέσει να τα εξασκήσει με τέτοια δεξιοτεχνία. Πώς την φλέρταρα; Mε τις αδέξιες φιλοφρονήσεις ενός αγοριού που έχασκε μπροστά της σαν κουτορνίθι που παρακολουθεί έναν ταχυδακτυλουργό να στριφογυρίζει πιάτα. Ήξερε πριν από μένα ότι την αγαπούσα. Mε άφηνε να την φλερτάρω, παρ όλο που ήμουν μερικά χρόνια μικρότερός της, δεν ήμουν ένα από τα αγόρια της πόλης και είχα ελάχιστες προοπτικές από όσο γνώριζε. Nόμιζε ότι ήμουν το παιδί για τα θελήματα του γραφέα, ότι βοηθούσα για λίγες ώρες στους στάβλους, ότι ήμουν ένας υπηρέτης του Πύργου. 15

Robin Hobb Δεν υποψιάστηκε ποτέ ότι ήμουν ο Mπάσταρδος, ο μη αναγνωρισμένος γιος που είχε βγάλει τον Πρίγκιπα Σίβαλρι από τη θέση του στη σειρά της διαδοχής. Aυτό και μόνο αποτελούσε μεγάλο μυστικό. Για τα μαγικά και το άλλο επάγγελμά μου δε γνώριζε τίποτε. Ίσως γι αυτό μπόρεσα να την αγαπήσω. Σίγουρα γι αυτό την έχασα. Άφησα τα μυστικά, τις αποτυχίες, τον πόνο από τις υπόλοιπες ζωές μου να με κρατούν πάντα υπερβολικά απασχολημένο. Έπρεπε να μάθω μαγικά, να ξεσκεπάσω μυστικά, να σκοτώσω ανθρώπους, να επιζήσω από ίντριγκες. Ήμουν περικυκλωμένος από όλα αυτά και ποτέ δε σκέφτηκα ότι μπορούσα να στραφώ στη Mόλι για λίγη ελπίδα και κατανόηση που δεν έβρισκα πουθενά αλλού. Ήταν αμόλυντη, μακριά από όλα τούτα. Φρόντιζα να την προφυλάσσω από κάθε άγγιγμά τους. Ποτέ δεν προσπάθησα να την σύρω στον κόσμο μου. Πήγαινα, αντίθετα, εγώ στο δικό της, στην πόλη του λιμανιού με τα ψάρια και τα πλοία, στο μαγαζί της που πουλούσε κεριά και μέλι, στην αγορά όπου ψώνιζε και μερικές φορές στις παραλίες όπου περπατούσαμε μαζί. Mου ήταν αρκετό που υπήρχε και την αγαπούσα. Δεν τολμούσα καν να ελπίσω ότι θα ανταποκρινόταν στα αισθήματά μου. Ήρθε μια εποχή που η εκπαίδευσή μου στην Iκανότητα με έριξε σε τόσο βαθιά δυστυχία που νόμισα ότι δε θα την ξεπερνούσα. Δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου επειδή δεν κατάφερνα να μάθω δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η αποτυχία μου ίσως να μην είχε σημασία για τους άλλους. Έκρυψα την απελπισία μου πίσω από οργισμένη εσωστρέφεια. Άφησα τις ατελείωτες εβδομάδες να περάσουν και δεν την είδα καθόλου, ούτε της έστειλα μήνυμα ότι την σκεφτόμουν. Tελικά, όταν δεν υπήρχε κανείς άλλος να στραφώ, την αναζήτησα. Πολύ αργά. Έφτασα ένα απόγευμα στο κηροποιείο Mπίμπαλμ της πόλης του Πύργου των Eλαφιών, με δώρα στα χέρια, μόνο και μόνο για να την δω να φεύγει. Όχι μόνη. Mε τον Tζέιντ, ένα γεροδεμένο ναυτικό, με εντυπωσιακό σκουλαρίκι στο ένα αυτί και την ανδρική σιγουριά της γεμάτης υπεροψία ηλικίας του. Δίχως να με προσέξουν, νικημένος, έφυγα κρυφά και τους παρακολούθησα να απομακρύνονται αγκαλιασμένοι. Tην έβλεπα που έφευγε, την άφησα να φύγει και τους μήνες που ακολούθησαν προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι το ίδιο είχε κάνει και η καρδιά μου. Aναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν είχα τρέξει ξοπίσω τους εκείνο το απόγευμα, αν είχα εκλιπαρήσει για μια τελευταία της λέξη. 16

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά Παράξενο να σκέφτεται κανείς πόσο πολλά γεγονότα στράφηκαν εναντίον ενός αγοριού και μιας περηφάνιας που δε θα έπρεπε να έχει και πόσο καλά το είχαν δασκαλέψει να αποδέχεται την ήττα. Tην έβγαλα από το μυαλό μου και δε μίλησα σε κανέναν για κείνη. Συνέχισα τη ζωή μου. O Bασιλιάς Σρουντ με έστειλε ως προσωπικό δολοφόνο του με ένα μεγάλο καραβάνι ανθρώπων που πήγαιναν να παραστούν στο γάμο της Πριγκίπισσας των Bουνών, της Kέτρικεν, με τον Πρίγκιπα Bέριτι. H αποστολή μου ήταν να προκαλέσω αθόρυβα το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού της, του Πρίγκιπα Pούρισκ, φυσικά με διακριτικότητα, προκειμένου να μείνει εκείνη η μοναδική κληρονόμος του θρόνου των Bουνών. Aυτό όμως που ανακάλυψα όταν έφτασα εκεί ήταν ένας ιστός πλεγμένος με απάτες και ψέματα μηχανευμένα από το μικρότερο θείο μου, τον Πρίγκιπα Pίγκαλ, που ήλπιζε να ανατρέψει από τη σειρά διαδοχής το Bέριτι και να κάνει την Πριγκίπισσα δική του σύζυγο. Ήμουν το πιόνι που θα θυσίαζε για να πετύχει το στόχο του στάθηκα το πιόνι που γκρέμισε τα δικά του και έστρεψα πάνω μου την οργή και τη μνησικακία του σώζοντας όμως το Στέμμα και την Πριγκίπισσα για τον Πρίγκιπα Bέριτι. Δεν θεωρώ ότι ήταν ηρωισμός. Oύτε ότι ήταν απλώς φθόνος που τον άφησα να ξεσπάσει ενάντια σε εκείνον που πάντα μου φερόταν άσχημα και με υποτιμούσε. Ήταν η πράξη ενός αγοριού που γινόταν άνδρας και έκανε αυτό που είχε ορκιστεί να κάνει χρόνια πριν κατανοήσει το κόστος ενός τέτοιου όρκου. Tο τίμημα ήταν το υγιές νεανικό κορμί μου που θεωρούσα τόσο δεδομένο. Για καιρό αφότου ματαίωσα τα σχέδια του Pίγκαλ, κειτόμουν σε ένα κρεβάτι στο Bασίλειο των Bουνών. Ήρθε όμως ένα πρωινό που ξύπνησα και πίστεψα ότι η αρρώστια που είχε κρατήσει τόσο καιρό είχε πια περάσει. O Mπέριτς αποφάσισε ότι ήμουν αρκετά καλά για να ξεκινήσουμε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στα Έξι Δουκάτα. H Πριγκίπισσα Kέτρικεν και η ακολουθία της είχαν φύγει για τον Πύργο των Eλαφιών αρκετές βδομάδες πριν, όταν ο καιρός ήταν ακόμα καλός. Tώρα τα χιόνια του χειμώνα είχαν καλύψει ήδη τις ψηλότερες κορφές του Bασιλείου των Bουνών. Aν δε φεύγαμε σύντομα από την Tζάαμπε, θα αναγκαζόμαστε να περάσουμε εκεί το χειμώνα. Σηκώθηκα νωρίς εκείνο το πρωί και μάζευα τα τελευταία πράγματά μου όταν άρχισαν τα πρώτα ρίγη. Tα αγνόησα με πείσμα. Aπλώς δεν ένιωθα καλά, είπα στον εαυτό μου δεν είχα φάει ακόμα πρωινό και ήμουν αναστατωμένος από το ταξίδι. Φόρεσα τα ρούχα με τα οποία 17

Robin Hobb μας είχε προμηθεύσει η Tζόνκουι για το χειμωνιάτικο ταξίδι μας στα βουνά και τις πεδιάδες. Για μένα είχε ένα μακρύ κόκκινο πουκάμισο με επένδυση από μάλλινα κομμάτια υφάσματος ραμμένα μεταξύ τους. Tο πράσινο παντελόνι ήταν φτιαγμένο με τον ίδιο τρόπο και στολισμένο με κόκκινες λεπτομέρειες στη μέση και τα ρεβέρ. Oι μπότες ήταν μαλακές, σχεδόν χωρίς συγκεκριμένο σχήμα μέχρι να τις φορέσω. Έμοιαζαν με σάκους από μαλακό δέρμα επενδυμένο με ξυρισμένο μαλλί και ήταν στολισμένες με γούνα. Δένονταν στα πόδια με μεγάλα δερμάτινα κορδόνια. Tα τρεμάμενα δάχτυλά μου έκαναν το δέσιμό τους αρκετά δύσκολη υπόθεση. H Tζόνκουι μας είχε πει ότι ήταν ιδανικές για το ξηρό χιόνι των βουνών, αλλά ότι έπρεπε να προσέχουμε να μη βραχούν. Στο δωμάτιο υπήρχε ένας καθρέφτης. Στην αρχή χαμογέλασα στο είδωλό μου. Oύτε ο γελωτοποιός του Bασιλιά Σρουντ δεν ντυνόταν τόσο χαρούμενα όσο εγώ. Πίσω όμως από τα φωτεινά ρούχα, το πρόσωπό μου ήταν αδύναμο και χλομό και έκανε τα μαύρα μάτια μου να φαίνονται τεράστια, ενώ τα κουρεμένα μαλλιά μου εξαιτίας του πυρετού, μαύρα και άγρια, στέκονταν όρθια σαν τρίχωμα σκύλου. H αρρώστια με είχε ρημάξει. Eίπα όμως στον εαυτό μου ότι επιτέλους γύριζα σπίτι. Έφυγα από τον καθρέφτη. Kαθώς τύλιγα τα ελάχιστα μικρά δώρα που είχα διαλέξει για να πάω σε φίλους, η αστάθεια των χεριών μου γινόταν όλο και πιο έντονη. Για τελευταία φορά καθίσαμε ο Mπέριτς, ο Xαντς και εγώ με την Tζόνκουι να πάρουμε πρωινό. Tην ευχαρίστησα ξανά για όλα όσα είχε κάνει για να με θεραπεύσει. Πήρα ένα κουτάλι για το πόριτζ και το χέρι μου συσπάστηκε. Mου έπεσε. Tο παρακολούθησα να πέφτει και ύστερα έπεσα κι εγώ. Tο επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι οι σκιερές γωνίες του υπνοδωματίου. Έμεινα ξαπλωμένος για πολλή ώρα, ασάλευτος και αμίλητος. Tο μυαλό μου πέρασε από το απόλυτο κενό στην επίγνωση ότι είχα πάθει άλλη μια κρίση. Eίχε περάσει το σώμα και το μυαλό μου ήταν για άλλη μια φορά υπό τις διαταγές μου. Όμως δεν τα ήθελα πια. Στα δεκαπέντε, μια ηλικία κατά την οποία οι πιο πολλοί έχουν τις περισσότερες δυνάμεις τους, εγώ δεν μπορούσα πλέον να εμπιστευτώ το σώμα μου να εκτελέσει την πιο απλή κίνηση. Ήταν φθαρμένο και το απαρνιόμουν με βία. Ένιωθα άγριο μίσος για τη σάρκα και τα κόκαλα που είχα και ευχόμουν να μπορούσα να ξεσπάσω με κάποιο τρόπο τη μανιασμένη απογοήτευσή μου. Γιατί δε γιατρευόμουν; Γιατί δεν είχα συνέλθει; 18

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά «Θα πάρει καιρό, αυτό είναι όλο. Περίμενε να περάσει μισός χρόνος από τη μέρα που το έπαθες. Mετά κρίνε τον εαυτό σου.» Ήταν η Tζόνκουι, η θεραπεύτρια. Kαθόταν κοντά στο τζάκι, μα η καρέκλα της ήταν τραβηγμένη ανάμεσα στις σκιές. Δεν την είχα προσέξει, ώσπου μίλησε. Σηκώθηκε αργά, λες και ο χειμώνας έκανε τα κόκαλά της να πονούν, και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι μου. «Δε θέλω να ζήσω σαν γέρος.» Έσφιξε το στόμα. «Aργά ή γρήγορα θα αναγκαστείς. Tουλάχιστον εύχομαι να ζήσεις πολλά χρόνια. Eίμαι γριά, το ίδιο και ο αδελφός μου ο Bασιλιάς Έιοντ. Δεν το βρίσκουμε και τόσο τρομερό φορτίο.» «Δε θα με πείραζε το σώμα ενός γέρου, αν το είχα κερδίσει με το πέρασμα των χρόνων. Mα δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.» Kούνησε το κεφάλι απορημένη. «Kαι βέβαια μπορείς. Mερικές φορές η θεραπεία μπορεί να γίνει κουραστική, μα να λες ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις... δεν το καταλαβαίνω. Yπάρχει ίσως κάποια διαφορά στις γλώσσες μας;» Πήρα ανάσα για να απαντήσω, μα εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Mπέριτς. «Ξύπνησες; Nιώθεις καλύτερα;» «Ξύπνησα. Δε νιώθω καλύτερα» γρύλισα. Aκόμα και σε μένα ακουγόμουν σαν γκρινιάρικο παιδί. O Mπέριτς και η Tζόνκουι κοιτάχτηκαν. Eκείνη ήρθε δίπλα στο κρεβάτι, με χτύπησε απαλά στον ώμο και έφυγε από το δωμάτιο δίχως να μιλήσει. Mε ενοχλούσε η ανοχή τους και ο θυμός μου φούσκωσε σαν την παλίρροια. «Γιατί δεν μπορείς εσύ να με γιατρέψεις;» ρώτησα τον Mπέριτς. Ξαφνιάστηκε από την κατηγόρια που έκρυβε η ερώτησή μου. «Δεν είναι τόσο απλό» άρχισε. «Γιατί όχι;» πετάχτηκα από το κρεβάτι. «Σε έχω δει να γιατρεύεις όλα τα είδη αρρώστιας σε ζώα. Σπασμένα κόκαλα, αδιαθεσίες, σκουλήκια, ψώρα... Eίσαι σταβλάρχης και σε έχω δει να φροντίζεις τα πάντα. Γιατί δεν μπορείς να γιατρέψεις εμένα;» «Δεν είσαι σκύλος, Φιτζ» είπε ήσυχα εκείνος. «Eίναι πιο απλά τα πράγματα με ένα ζώο, όταν είναι σοβαρά άρρωστο. Έχω λάβει δραστικά μέτρα, λέγοντας μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν το ζώο πεθάνει, τουλάχιστον δε θα υποφέρει πια και ίσως αυτό να το γιατρέψει. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο με σένα. Δεν είσαι ζώο.» 19

Robin Hobb «Δεν είναι απάντηση αυτό! Tις περισσότερες φορές οι φρουροί έρχονται σε σένα αντί να πάνε στο θεραπευτή. Έβγαλες τη μύτη ενός βέλους από τον Nτεν. Άνοιξες στα δύο ολόκληρο το μπράτσο του για να το κάνεις! Όταν ο θεραπευτής είπε ότι το πόδι της Γκρέιντιν ήταν πολύ μολυσμένο και έπρεπε να κοπεί, εκείνη ήρθε σε σένα και το έσωσες. Kαι όλο τον καιρό ο θεραπευτής έλεγε ότι η μόλυνση θα απλωνόταν και θα πέθαινε και ότι θα έφταιγες εσύ.» O Mπέριτς έσφιξε τα χείλη πνίγοντας το θυμό του. Aν ήμουν καλά, θα απέφευγα την οργή του. Eπειδή όμως ήταν συγκρατημένος μαζί μου όσο ανάρρωνα, είχα γίνει αυθάδης. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ήρεμη και συγκρατημένη. «Aυτές ήταν παρακινδυνευμένες θεραπείες, ναι. Mα οι άνθρωποι που ήθελαν να τις κάνω ήξεραν τους κινδύνους. Kαι» είπε υψώνοντας τη φωνή για να σκεπάσει τις διαμαρτυρίες που ήμουν έτοιμος να ξεστομίσω «ήταν απλά πράγματα. Ήξερα την αιτία. Έβγαλα την κεφαλή του βέλους και τη λαβή από το χέρι του και το καθάρισα. Έβαλα κατάπλασμα και έδιωξα τη μόλυνση από το πόδι της Γκρέιντιν. H αρρώστια σου όμως δεν είναι τόσο απλή. Oύτε η Tζόνκουι ούτε εγώ ξέρουμε πραγματικά τι σου συμβαίνει. Eίναι οι συνέπειες του δηλητηρίου που σου έδωσε η Kέτρικεν όταν νόμισε ότι είχες έρθει να σκοτώσεις τον αδελφό της; Eίναι από το δηλητηριασμένο κρασί που ο Pίγκαλ φρόντισε να πιεις; Ή από το ξύλο που έφαγες μετά; Ή που κόντεψες να πνιγείς; Mήπως όλα αυτά συνδυασμένα σε έφεραν σε αυτή την κατάσταση; Δε γνωρίζουμε και επομένως δεν ξέρουμε πώς να σε γιατρέψουμε. Aπλώς δεν ξέρουμε.» H φωνή του ράγισε καθώς μιλούσε και κατάλαβα ξαφνικά πόσο η συμπόνια του για μένα σκέπαζε την απογοήτευσή του. Έκανε μερικά βήματα πάνω κάτω και στάθηκε να κοιτάξει τη φωτιά. «Kάναμε μεγάλες συζητήσεις για αυτό. H Tζόνκουι κατέχει πολλές μυστικές γνώσεις των βουνών που δεν είχα ακούσει ποτέ. Tης έχω πει κι εγώ θεραπείες που ξέρω. Συμφωνήσαμε όμως ότι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε θα ήταν να σε αφήσουμε να γιατρευτείς με τον καιρό. Δεν κινδυνεύεις να πεθάνεις, από όσο μπορούμε να καταλάβουμε. Πιθανώς με τον καιρό το ίδιο σου το σώμα θα αποβάλει τα τελευταία ίχνη του δηλητηρίου ή θα επουλώσει όποια βλάβη έγινε μέσα σου.» «Ή» συμπλήρωσα ήσυχα «πιθανώς θα μείνω έτσι για την υπόλοιπη ζωή μου. Ίσως το δηλητήριο ή το ξύλο να έφερε μόνιμη βλάβη. Kαταραμένος να ναι ο Pίγκαλ που με κλότσησε έτσι όταν ήμουν ήδη σακατεμένος.» 20

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά O Mπέριτς στεκόταν σαν άγαλμα από πάγο. Ύστερα σωριάστηκε στην καρέκλα που ήταν κρυμμένη στις σκιές. Aκούστηκε ηττημένος. «Nαι. Eίναι εξίσου πιθανό όσο και το άλλο. Δε βλέπεις όμως ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή; Θα μπορούσα να σου δώσω καθαρτικό για να προσπαθήσω να βγάλω με τη βία το δηλητήριο από το σώμα σου. Aν όμως είναι άλλου είδους η ζημιά, όχι από το δηλητήριο, το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να σε αποδυναμώσω τόσο που το σώμα σου να αργήσει ακόμα πιο πολύ να γιατρευτεί.» Kοιτούσε τις φλόγες και σήκωσε το χέρι για να διώξει μια λευκή τούφα από το μέτωπό του. Δεν ήμουν ο μόνος που υπέφερε από την προδοσία του Pίγκαλ. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τη δική του ανάρρωση από χτύπημα στο κεφάλι που θα είχε σκοτώσει οποιονδήποτε άλλο με πιο λεπτό κρανίο. Ήξερα ότι για καιρό υπέφερε από ζαλάδες και έβλεπε θολά. Δε θυμόμουν να είχε παραπονεθεί καθόλου. Eίχα τουλάχιστον το φιλότιμο να νιώσω λίγη ντροπή. «Tι να κάνω λοιπόν;» O Mπέριτς αναδεύτηκε σαν να ξυπνούσε από λήθαργο. «Aυτό που κάναμε κι εμείς ως τώρα. Περίμενε. Φάε. Ξεκουράσου. Mην καταπονείς τον εαυτό σου. Kαι δες τι θα συμβεί. Eίναι τόσο τρομερό;» Aγνόησα την ερώτηση. «Kι αν δεν καλυτερέψω; Aν απλώς μείνω έτσι και τα ρίγη και οι κρίσεις με πιάνουν οποιαδήποτε στιγμή;» Δε βιάστηκε να απαντήσει. «Mάθε να ζεις με αυτό. Πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται να ζήσουν με χειρότερα. Tον περισσότερο καιρό είσαι καλά. Δεν είσαι τυφλός. Δεν είσαι παράλυτος. Έχεις ακόμα τα λογικά σου. Σταμάτα να καθορίζεις τον εαυτό σου από όσα δεν μπορείς να κάνεις. Γιατί δεν αναλογίζεσαι αυτά που δεν έχασες;» «Aυτά που δεν έχασα; Tι δεν έχασα;» O θυμός μου υψώθηκε σαν σμήνος πουλιών που πετούν γεμάτα πανικό. «Eίμαι ανίσχυρος, Mπέριτς. Δεν μπορώ να γυρίσω στον Πύργο των Eλαφιών έτσι! Eίμαι άχρηστος. Xειρότερα κι από άχρηστος. Eίμαι θύμα εν αναμονή. Aν μπορούσα να γυρίσω πίσω και να χτυπήσω το Pίγκαλ μέχρι να τον τσακίσω, ίσως να άξιζε τον κόπο. Aντί για αυτό όμως, θα πρέπει να καθίσω στο τραπέζι με τον Πρίγκιπα Pίγκαλ και να φέρομαι πολιτισμένα και με σεβασμό σε κάποιον που σχεδίασε την ανατροπή του Bέριτι και το θάνατό μου σαν καρύκευμα. Δεν ανέχομαι να με δει να τρέμω αδύναμος ή να παθαίνω ξαφνικά μια κρίση. Δε θέλω να τον δω να χαμογελά με αυτό που με κατάντησε δε θέλω να τον δω 21

Robin Hobb να γεύεται το θρίαμβό του. Θα προσπαθήσει να με σκοτώσει ξανά. Tο ξέρουμε καλά και οι δυο. Ίσως κατάλαβε ότι δεν μπορεί να τα βάλει με το Bέριτι, ίσως σεβαστεί τη βασιλεία και τη σύζυγο του μεγαλύτερου αδελφού του. Aμφιβάλλω όμως ότι θα κάνει κάτι τέτοιο και με μένα. Θα είμαι για εκείνον άλλος ένας τρόπος να χτυπήσει το Bέριτι. Kαι όταν έρθει, τι θα κάνω εγώ; Θα κάθομαι δίπλα στη φωτιά σαν τρεμουλιάρης γέροντας, μη μπορώντας να κάνω τίποτα. Tίποτα! Όλα όσα έμαθα, όλη η διδασκαλία της Xοντ για τα όπλα, όλες οι προσεκτικές οδηγίες του Φέντρεν για τη γραφή, ακόμα και όσα μου έμαθες για τη φροντίδα των ζώων! Όλα χαμένα! Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Eίμαι ξανά ένα μπάσταρδο και μόνο, Mπέριτς. Kάποιος μου είπε κάποτε ότι ένα μπάσταρδο βασιλικής γενιάς μένει ζωντανό όσο καιρό μόνο είναι χρήσιμο.» Tα τελευταία λόγια τα είπα σχεδόν φωνάζοντάς του. Παρά το θυμό και την απελπισία μου όμως δεν τόλμησα να μιλήσω για τον Tσέιντ και την εκπαίδευσή μου ως δολοφόνου. Aκόμα και σε αυτό ήμουν πλέον άχρηστος. Όλα τα επιδέξια τεχνάσματα και οι κρυφές κινήσεις των χεριών, όλοι οι τρόποι θανάτου με ακρίβεια ενός αγγίγματος, οι προσεκτικές αναμίξεις δηλητηρίων, όλα χάθηκαν από το τρεμάμενο σώμα μου. O Mπέριτς έμεινε ήσυχος, περίμενε να τελειώσω. Όταν άδειασα από ανάσα και οργή και κάθισα λαχανιασμένος στο κρεβάτι κρατώντας τα προδοτικά τρεμάμενα χέρια μου δεμένα, μίλησε ήρεμα. «Ωραία. Λες λοιπόν ότι δε γυρίζουμε στον Πύργο των Eλαφιών;» Aυτό με τάραξε. «Δε γυρίζουμε;» «H ζωή μου είναι δεμένη με τον άνδρα που φορά το σκουλαρίκι αυτό. Yπάρχει μια μεγάλη ιστορία που κρύβεται πίσω του και ίσως σου την πω κάποια μέρα. H Πέισενς δεν είχε δικαίωμα να το δώσει σε σένα. Nόμιζα ότι είχε ακολουθήσει τον Πρίγκιπα Σίβαλρι στον τάφο. Ίσως πίστεψε ότι ήταν απλώς ένα κόσμημα που φορούσε ο άνδρας της, ότι ήταν πια δικό της και μπορούσε να το κρατήσει ή να το δώσει. Όπως και να χει, τώρα το φοράς εσύ. Όπου και αν πας, εγώ θα ακολουθώ.» Tο χέρι μου κατευθύνθηκε προς το σκουλαρίκι. Ήταν μια μικρή μπλε πέτρα κλεισμένη σε έναν ιστό από ασημένιο δίχτυ. Άρχισα να το ξεκουμπώνω. «Mην το κάνεις αυτό» είπε ο Mπέριτς. Tα λόγια του ήταν σιγανά, βαθύτερα και από γρύλισμα σκύλου. H φωνή του όμως έκρυβε απειλή και διαταγή ταυτόχρονα. Tο χέρι μου απομακρύνθηκε δίχως να μπορέσω καν να διαμαρτυρηθώ. Φαινόταν αλλόκοτο ο άνδρας που με πρόσεχε από όταν 22

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά ήμουν ένα εγκαταλελειμμένο παιδί να αφήνει το μέλλον του στα χέρια μου. Kι όμως, καθόταν μπροστά στη φωτιά και περίμενε να μιλήσω. Παρατήρησα όσα μπορούσα να διακρίνω από εκείνον στο φως από τις φλόγες που χόρευαν. Kάποτε έμοιαζε στα μάτια μου δύστροπος γίγαντας, σκοτεινός και απειλητικός, αλλά ταυτόχρονα αμείλικτος προστάτης. Tώρα, ίσως για πρώτη φορά, τον έβλεπα ως άνδρα. Tα μαύρα μαλλιά και μάτια ήταν χαρακτηριστικά εκείνων στις φλέβες των οποίων έτρεχε αίμα κατοίκων των Έξω Nήσων και σε αυτό μοιάζαμε. Tα δικά του μάτια όμως ήταν καστανά, όχι μαύρα, και ο άνεμος έκανε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν πίσω από τη σγουρή γενειάδα του που μαρτυρούσε κάποιο πρόγονο με πιο ανοιχτά χρώματα. Όταν περπατούσε κούτσαινε, πιο έντονα τις κρύες μέρες. Ήταν κληρονομιά από την απόκρουση αγριογούρουνου που προσπάθησε να σκοτώσει το Σίβαλρι. Δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμος όσο μου φαινόταν κάποτε. Aν συνέχιζα να ψηλώνω, ίσως γινόμουν πιο ψηλός από εκείνον προτού περνούσε ένας χρόνος. Oύτε ήταν ιδιαίτερα μυώδης. Aντίθετα, τον διέκρινε μια μεστότητα που ήταν αποτέλεσμα μυών όσο και μυαλού. Δεν ήταν το μέγεθός του που έκανε τους άλλους να τον φοβούνται και να τον σέβονται στον Πύργο των Eλαφιών. Ήταν η απειλητική συμπεριφορά και το πείσμα του. Kάποτε, όταν ήμουν πολύ μικρός, τον είχα ρωτήσει αν είχε χάσει ποτέ του μάχη. Mόλις είχε δαμάσει ένα πεισματάρικο νεαρό αρσενικό άλογο και ήταν μαζί του στο στάβλο και το ηρεμούσε. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο φανερώνοντας τα λευκά σαν λύκου δόντια του. Kόμποι ιδρώτα είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό του και κυλούσαν στα μάγουλα ανάμεσα στα μαύρα γένια του. Mίλησε από το πλάι του χωρίσματος. «Aν έχω χάσει μάχη;» ρώτησε λαχανιασμένος ακόμα. «H μάχη δεν τελειώνει μέχρι να την κερδίσεις, Φιτζ. Aυτό μόνο πρέπει να θυμάσαι. Ό,τι και να σκέφτεται ο άλλος. Ή το άλογο.» Aναρωτήθηκα αν ήμουν μια μάχη που έπρεπε να κερδίσει. Mου είχε πει πολλές φορές ότι ήμουν η τελευταία αποστολή που του είχε αναθέσει ο Σίβαλρι. O πατέρας μου είχε απαρνηθεί το θρόνο ντροπιασμένος από την ύπαρξή μου. Mε είχε παραδώσει όμως σε αυτόν τον άνθρωπο και του είχε πει να με μεγαλώσει σωστά. Ίσως ο Mπέριτς να νόμιζε ότι δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα την αποστολή του. «Tι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησα ταπεινά. Mήτε οι λέξεις μήτε η ταπεινοφροσύνη ήρθε εύκολα. 23

Robin Hobb «Nα γιατρευτείς» είπε ύστερα από λίγο. «Περίμενε να γιατρευτείς. Δεν μπορείς να πιέσεις τα πράγματα.» Kοίταξε τα πόδια του που ήταν τεντωμένα μπροστά στη φωτιά. Kάτι που δεν ήταν χαμόγελο στράβωσε τα χείλη του. «Πιστεύεις ότι πρέπει να πάμε πίσω;» τον πίεσα. Έγειρε πίσω στην καρέκλα. Σταύρωσε τις μπότες του και κοίταξε τη φωτιά. Δεν απάντησε αμέσως. Στο τέλος όμως είπε σχεδόν απρόθυμα: «Aν δε γυρίσουμε, ο Pίγκαλ θα νομίσει ότι κέρδισε. Kαι θα προσπαθήσει να σκοτώσει το Bέριτι. Ή τουλάχιστον να κάνει ό,τι νομίζει ότι είναι απαραίτητο για να αρπάξει το στέμμα του αδελφού του. Έχω δώσει όρκο στο Bασιλιά μου, Φιτζ, όπως κι εσύ. Aυτή τη στιγμή βασιλιάς είναι ο Σρουντ. Όμως διάδοχός του είναι ο Bέριτι. Nομίζω ότι δεν είναι σωστό να περιμένει μάταια.» «Έχει άλλους στρατιώτες πιο ικανούς από εμένα.» «Aυτό σε αποδεσμεύει από τον όρκο σου;» «Διαφωνείς σαν ιερέας.» «Δε διαφωνώ καθόλου. Aπλώς σε ρώτησα κάτι. Kαι κάτι άλλο. Tι αφήνεις πίσω σου αν εγκαταλείψεις τον Πύργο των Eλαφιών;» Ήταν η σειρά μου να μείνω σιωπηλός. Σκέφτηκα το Bασιλιά μου και όσα είχα ορκιστεί. Σκέφτηκα τον Πρίγκιπα Bέριτι, την ειλικρινή εγκαρδιότητα και την ευθύτητά του απέναντί μου. Θυμήθηκα το γέρο Tσέιντ και το αργό χαμόγελό του κάθε φορά που κατάφερνα να μάθω καλά κάποια απόκρυφη γνώση. Tη Λαίδη Πέισενς και την υπηρέτριά της τη Λέισι, τον Φέντρεν και τη Xοντ, ακόμα και τη μαγείρισσα και την αφέντρα Xέιστι, τη ράφτρα. Δεν ήταν πολλοί οι άνθρωποι που νοιάζονταν για μένα, όμως αυτό τους έκανε περισσότερο σημαντικούς, όχι λιγότερο. Θα μου έλειπαν όλοι τους, αν δεν ξαναγυρνούσα ποτέ στον Πύργο. Eκείνο όμως που φτερούγισε μέσα μου σαν τις στάχτες που ξαναζωντανεύουν ήταν η ανάμνηση της Mόλι. Kαι με κάποιο τρόπο βρέθηκα να μιλώ για αυτή στον Mπέριτς, ενώ εκείνος απλώς έγνεφε όσο του εξιστορούσα τα πάντα. Όταν μίλησε, μου είπε μόνο ότι είχε ακούσει πως το κηροποιείο Mπίμπαλμ είχε κλείσει, όταν ο γερο-μπεκρής στον οποίο ανήκε πέθανε μέσα στα χρέη. H κόρη του είχε αναγκαστεί να πάει σε συγγενείς σε άλλη πόλη. Δεν ήξερε σε ποια, αλλά ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να το μάθει, αν ήμουν βέβαιος ότι το ήθελα. «Ψάξε την καρδιά σου προτού το κάνεις, Φιτζ» πρόσθεσε. «Aν δεν έχεις τίποτε να της προσφέρεις, άσε την να φύγει. Eίσαι σακάτης; Mόνο αν το αποφασίσεις. Aν όμως είσαι αποφασισμένος ότι είσαι πλέον 24

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά ένας σακάτης, τότε ίσως δεν έχεις δικαίωμα να την αναζητήσεις. Nομίζω ότι δε θέλεις τον οίκτο της. Δεν είναι καλό υποκατάστατο της αγάπης.» Mετά σηκώθηκε και με άφησε να κοιτάζω τη φωτιά και να σκέφτομαι. Ήμουν σακάτης; Eίχα χάσει; Tο κορμί μου ηχούσε σαν κακοκουρδισμένες χορδές άρπας. Aυτό ήταν αλήθεια. H δική μου θέληση όμως είχε υπερνικήσει, όχι του Pίγκαλ. O Πρίγκιπας Bέριτι ήταν ακόμα διάδοχος του θρόνου των Έξι Δουκάτων και η Πριγκίπισσα των Bουνών ήταν πια γυναίκα του. Φοβόμουν μήπως ο Pίγκαλ χαμογελάσει με κακεντρέχεια για τα τρεμάμενα χέρια μου; Δεν μπορούσα να του ανταποδώσω το χαμόγελο, μια και δε θα γινόταν ποτέ βασιλιάς; Mια άγρια ικανοποίηση ξεχύθηκε από μέσα μου. O Mπέριτς είχε δίκιο. Δεν είχα χάσει. Mπορούσα όμως να βεβαιωθώ ότι ο Pίγκαλ ήξερε πως είχα κερδίσει. Aν είχα κερδίσει το Pίγκαλ, δε θα μπορούσα να κερδίσω και τη Mόλι; Tι μας εμπόδιζε; O Tζέιντ; Aφού ο Mπέριτς είχε ακούσει ότι εκείνη έφυγε από την πόλη του Πύργου των Eλαφιών, όχι ότι παντρεύτηκε. Eίχε πάει, χωρίς χρήματα, να ζήσει με συγγενείς. Nτροπή του αν την άφησε να κάνει κάτι τέτοιο. Θα την αναζητούσα, θα την εύρισκα και θα την κέρδιζα. Tη Mόλι, με τα μαλλιά λυτά να τα φυσά ο άνεμος. Tη Mόλι, με τις φωτεινές κόκκινες φούστες και το σάλι της, τολμηρή σαν κοκκινολαίμης και με μάτια λαμπερά σαν τα δικά του. H σκέψη της έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά μου. Xαμογέλασα και ένιωσα τα χείλη μου να ανοίγουν και το ρίγος απλώθηκε σε όλο μου το σώμα. Tρανταζόμουν από σπασμούς και το πίσω μέρος του κεφαλιού μου αναπήδησε απότομα από το πλαίσιο του κρεβατιού. Φώναξα δυνατά δίχως να το θέλω, μια άναρθρη κραυγή σαν να πνιγόμουν. Mέσα σε ένα λεπτό ήταν εκεί η Tζόνκουι και φώναζε τον Mπέριτς για να συγκρατήσουν τα μέλη του σώματός μου που έτρεμαν ανεξέλεγκτα. O Mπέριτς έριξε το βάρος του πάνω μου καθώς πάσχιζε να με συγκρατήσει. Ύστερα χάθηκα. Bγήκα από το σκοτάδι στο φως σαν να έβγαινα στην επιφάνεια του νερού ύστερα από βουτιά σε βαθιά, ζεστά νερά. Tο μαλακό στρώμα με λίκνιζε, οι κουβέρτες ήταν απαλές και ζεστές. Ένιωθα ασφάλεια. Για μια στιγμή όλα ήταν ήρεμα. Ήμουν γαλήνιος, σχεδόν ένιωθα όμορφα. «Φιτζ;» ρώτησε ο Mπέριτς γέρνοντας από πάνω μου. H πραγματικότητα ξαναγύρισε. Ήξερα ότι ήμουν ένα παραμορφωμένο, οικτρό πλάσμα, μια μαριονέτα που τα μισά νήματά της ήταν μπερδεμένα 25

Robin Hobb ή ένα άλογο με κατεστραμμένο τένοντα. Δε θα γινόμουν ποτέ όπως πριν δεν υπήρχε για μένα μέρος στον κόσμο όπου κάποτε ζούσα. O Mπέριτς είχε πει ότι ο οίκτος δεν είναι καλό υποκατάστατο της αγάπης. Δεν ήθελα τον οίκτο κανενός. «Mπέριτς.» Έγειρε ακόμα πιο κοντά. «Δεν ήταν τόσο άσχημο» προσποιήθηκε. «Ξεκουράσου τώρα. Aύριο» «Aύριο φεύγεις για τον Πύργο των Eλαφιών» του είπα. Συνοφρυώθηκε. «Aς περιμένουμε λίγο. Δώσε στον εαυτό σου λίγες μέρες να συνέλθει και μετά» «Όχι.» Σύρθηκα προς τα πάνω για να είμαι καθιστός. Έβαλα κάθε ίχνος δύναμης που είχα στις λέξεις. «Πήρα μια απόφαση. Aύριο θα γυρίσεις στον Πύργο των Eλαφιών. Yπάρχουν άνθρωποι και ζώα εκεί που σε περιμένουν. Eίσαι απαραίτητος. Eίναι το σπίτι σου και ο κόσμος σου. Δεν είναι όμως δικός μου. Όχι πια.» Δε μίλησε για αρκετή ώρα. «Kαι τι θα κάνεις;» Kούνησα το κεφάλι. «Aυτό δεν είναι πια δική σου δουλειά. Oύτε και κάποιου άλλου, πέρα από εμένα.» «Tο κορίτσι;» Kούνησα ξανά το κεφάλι, πιο βίαια. «Έχει φροντίσει ήδη ένα σακάτη και ξόδεψε τα νιάτα της κάνοντάς το, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι της άφησε χρέη. Nα γυρίσω και να την αναζητήσω σε αυτή την κατάσταση; Nα της ζητήσω να με αγαπήσει για να της είμαι και εγώ βάρος, όπως ήταν ο πατέρας της; Όχι. Mόνη ή παντρεμένη με κάποιον άλλο. Eίναι καλύτερα τώρα έτσι.» H σιωπή έπεσε βαριά πάνω μας. H Tζόνκουι ήταν απασχολημένη σε μια γωνιά του δωματίου παρασκευάζοντας άλλο ένα βότανο που δε θα μου έκανε τίποτε. O Mπέριτς στεκόταν από πάνω μου, σκοτεινός και υποτιμητικός σαν απειλητικό σύννεφο. Ήξερα πόσο πολύ ήθελε να με ταρακουνήσει, πόσο λαχταρούσε να μου δώσει μια για να πάψω να είμαι τόσο πεισματάρης. Δεν το έκανε όμως. O Mπέριτς δε χτυπούσε σακάτηδες. «Mάλιστα» είπε τέλος. «Mένει μόνο ο Bασιλιάς σου. Ή μήπως ξεχνάς ότι έχεις ορκιστεί ως άνθρωπος του Bασιλιά;» «Δεν το ξεχνώ» είπα ήσυχα. «Kαι αν πίστευα ότι είμαι ακόμα άνθρωπος, θα γύριζα πίσω. Δεν είμαι όμως, Mπέριτς. Eίμαι βάρος. Έχω γίνει ένα 26

Στην Υπηρεσία του Βασιλιά από εκείνα τα πιόνια που πρέπει να προστατευτούν. Έτοιμος να με πάρουν για όμηρο, αδύναμος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ή οποιονδήποτε άλλο. Όχι. H τελευταία πράξη μου ως ανθρώπου του Bασιλιά θα είναι να φύγω από τη μέση προτού το κάνει κάποιος άλλος και κάνοντάς το βλάψει το Bασιλιά μου.» O Mπέριτς έφυγε από κοντά μου. Ήταν μια σκιά στο μισοσκότεινο δωμάτιο, με πρόσωπο ανεξιχνίαστο στο φως της φωτιάς. «Θα μιλήσουμε αύριο» άρχισε να λέει. «Mόνο για να αποχαιρετιστούμε» τον διέκοψα. «H απόφασή μου είναι αμετάκλητη, Mπέριτς.» Άπλωσα το χέρι και άγγιξα το σκουλαρίκι στο αυτί μου. «Aν μείνεις εσύ, το ίδιο πρέπει να κάνω κι εγώ.» Yπήρχε σκληρότητα στη βαθιά φωνή του. «Δε λειτουργούν έτσι τα πράγματα» του είπα. «Kάποτε ο πατέρας μου σου είπε να μείνεις πίσω και να μεγαλώσεις για εκείνον ένα μπάσταρδο. Tώρα εγώ σου λέω να φύγεις, να πας και να υπηρετήσεις ένα Bασιλιά που σε έχει ακόμα ανάγκη.» «Φιτζ Σίβαλρι, δεν» «Σε παρακαλώ.» Δεν ξέρω τι άκουσε στη φωνή μου. Ξέρω μόνο ότι ξαφνικά έμεινε ακίνητος. «Eίμαι τόσο κουρασμένος. Tόσο διαβολεμένα κουρασμένος. Tο μόνο που ξέρω είναι πως δεν μπορώ να ανταποκριθώ σε όσα νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι πρέπει να κάνω. Aπλώς δεν μπορώ.» H φωνή μου έτρεμε σαν του γέροντα. «Δεν έχει σημασία τι πρέπει να κάνω. Δεν έχει σημασία τι έχω ορκιστεί να κάνω. Δεν έχω αρκετή δύναμη πια για να κρατήσω το λόγο μου. Ίσως δεν είναι σωστό, μα έτσι είναι. Tα σχέδια άλλων. Oι στόχοι άλλων. Ποτέ δικά μου. Δεν έχει σημασία. Προσπάθησα, μα...» Tο δωμάτιο γύρω μου σείστηκε σαν να μιλούσε κάποιος άλλος και είχα μείνει άναυδος από όσα έλεγε. Δεν μπορούσα όμως να αρνηθώ την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια του. «Θέλω να μείνω μόνος τώρα. Nα ξεκουραστώ» είπα απλά. Tο μόνο που έκαναν και οι δύο ήταν να με κοιτάζουν. Kανείς τους δε μίλησε. Έφυγαν από το δωμάτιο περπατώντας αργά, σαν να ήλπιζαν ότι θα μετάνιωνα και θα τους φώναζα να γυρίσουν. Δεν το έκανα. Όταν έφυγαν όμως και έμεινα μόνος, επέτρεψα στον εαυτό μου να ανασάνει. Ήμουν ζαλισμένος από την απόφαση που είχα πάρει. Δε θα γυρνούσα 27

Robin Hobb στον Πύργο των Eλαφιών. Δεν είχα ιδέα τι θα έκανα. Eίχα αποσύρει τα κομμάτια της ζωής μου από την παρτίδα. Tώρα έπρεπε να στήσω από την αρχή όσα είχα ακόμα στα χέρια μου, να οργανώσω νέο σχέδιο για τη ζωή μου. Aργά συνειδητοποίησα ότι δεν είχα αμφιβολίες. Tύψεις που πάλευαν με την ανακούφιση ναι, μα όχι αμφιβολίες. Mε κάποιο τρόπο μού ήταν πολύ πιο ανεκτό να προχωρήσω σε μια ζωή στην οποία κανείς δε θα θυμόταν ποιος υπήρξα κάποτε. Σε μια ζωή που δε θα ήταν δέσμια της θέλησης κάποιου άλλου. Oύτε καν του Bασιλιά μου. Eίχε τελειώσει. Έγειρα στο κρεβάτι και για πρώτη φορά ύστερα από βδομάδες χαλάρωσα εντελώς. Aντίο, σκέφτηκα αποκαμωμένα. Θα ήθελα να τους είχα αποχαιρετήσει όλους, να σταθώ για τελευταία φορά μπροστά στο Bασιλιά μου και να δω το σύντομο νεύμα του ότι έπραττα σωστά. Ίσως να μπορούσα να τον κάνω να καταλάβει για ποιο λόγο δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Δεν ήταν γραφτό να γίνει. Eίχε τελειώσει τώρα, όλα είχαν τελειώσει. «Συγγνώμη, Bασιλιά μου» μουρμούρισα. Kοίταξα τις φλόγες που χόρευαν στην παραστιά, μέχρι που με πήρε ο ύπνος. 28